Language of document : ECLI:EU:T:2004:171

Υπόθεση T-338/02

Segi κ.λπ.

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως

«Αγωγή αποζημιώσεως – Δικαιοσύνη και εσωτερικές υποθέσεις – Κοινή θέση του Συμβουλίου – Μέτρα αφορώντα πρόσωπα, ομάδες και οντότητες που εμπλέκονται σε τρομοκρατικές ενέργειες – Πρόδηλη αναρμοδιότητα – Προδήλως αβάσιμη αγωγή»

Περίληψη της διατάξεως

1.      Αγωγή αποζημιώσεως – Αντικείμενο – Αίτημα αποκαταστάσεως ζημίας οφειλομένης στην υιοθέτηση κοινής θέσεως – Αναρμοδιότητα του κοινοτικού δικαστή – Έλλειψη αποτελεσματικού ενδίκου βοηθήματος – Δήλωση του Συμβουλίου περί του δικαιώματος αποζημιώσεως – Δεν ασκεί επιρροή – Αρμοδιότητα του κοινοτικού δικαστή να εκδικάσει αγωγή αποζημιώσεως βασιζόμενη στην εκ μέρους του Συμβουλίου παραβίαση των αρμοδιοτήτων της Κοινότητας

(Άρθρα 5 ΕΕ, 34 ΕΕ και 46 ΕΕ)

2.      Ευρωπαϊκή Ένωση – Αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Νομική βάση – Άρθρο 34 ΕΕ – Υποχρέωση τηρήσεως των κοινοτικών διατάξεων

(Άρθρο 61, στοιχ. ε΄, ΕΚ; άρθρο 34 ΕΕ, κοινή θέση 2001/931/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, άρθρο 4)

1.      Το Πρωτοδικείο είναι προδήλως αναρμόδιο να εξετάσει αγωγή αποζημιώσεως η οποία σκοπεί στην αποκατάσταση της ζημίας που ενδεχομένως προκάλεσε μια κοινή θέση βασιζόμενη στο άρθρο 34 ΕΕ, δεδομένου ότι, δυνάμει του άρθρου 46 ΕΕ, κανένα ένδικο βοήθημα με σκοπό την καταβολή αποζημιώσεως δεν προβλέπεται στο πλαίσιο του τίτλου VI της Συνθήκης ΕΕ.

Μολονότι είναι πιθανόν τούτο να συνεπάγεται την έλλειψη αποτελεσματικού ενδίκου βοηθήματος, η κατάσταση αυτή δεν μπορεί από μόνη της να αποτελέσει τη βάση μιας αυτοτελούς κοινοτικής αρμοδιότητας στο πλαίσιο ενός νομικού συστήματος το οποίο βασίζεται στην αρχή των κατ’ ανάθεση αρμοδιοτήτων, όπως προκύπτει από το άρθρο 5 ΕΕ.

Στερείται ωσαύτως επιρροής η δήλωση του Συμβουλίου, η οποία περιέχεται στα πρακτικά της συνεδριάσεως κατά την οποία υιοθετήθηκε κοινή θέση σχετική με το δικαίωμα αποζημιώσεως, κατά το μέτρο που η δήλωση αυτή δεν απαντά στην επίμαχη κοινή θέση. Επιπλέον, η δήλωση αυτή δεν μπορεί να αφορά την άσκηση αγωγής ενώπιον των κοινοτικών δικαστηρίων, διότι άλλως θα ερχόταν σε αντίθεση προς το δικαιοδοτικό σύστημα που καθιερώνει η Συνθήκη ΕΕ.

Αντιθέτως, το Πρωτοδικείο είναι αρμόδιο να εξετάσει μια τέτοια αγωγή αποζημιώσεως κατά το μέτρο που οι ενάγοντες επικαλούνται παραβίαση των αρμοδιοτήτων της Κοινότητας. Πράγματι, τα κοινοτικά δικαστήρια είναι αρμόδια να προβαίνουν στην εξέταση του περιεχομένου μιας πράξεως εκδοθείσας στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΕ, προκειμένου να ελέγχουν μήπως η πράξη αυτή θίγει τις αρμοδιότητες της Κοινότητας.

(βλ. σκέψεις 33-34, 36, 38-41)

2.      Η εκ μέρους του Συμβουλίου υιοθέτηση κοινής θέσεως δεν μπορεί να είναι παράνομη λόγω σφετερισμού των αρμοδιοτήτων της Κοινότητας παρά μόνον αν υιοθετήθηκε αντί πράξεως βασιζόμενης σε διάταξη της Συνθήκης ΕΚ, της οποίας η έκδοση ήταν υποχρεωτική, εναλλακτικώς ή σωρευτικώς προς την κοινή θέση.

Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι κοινή θέση προβλέπουσα την αστυνομική και δικαστική συνδρομή μεταξύ κρατών μελών δυνάμει του άρθρου 34 ΕΕ είναι ασυμβίβαστη προς το σύστημα κοινοτικών αρμοδιοτήτων που έχει διαμορφώσει η Συνθήκη ΕΚ, δεδομένου ότι, ανεξαρτήτως του ζητήματος αν μέτρα τέτοιας φύσεως θα μπορούσαν να βασιστούν στο άρθρο 308 ΕΚ, το άρθρο 61, στοιχείο ε΄, ΕΚ προβλέπει ρητώς ότι το Συμβούλιο θεσπίζει μέτρα στον τομέα της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις σύμφωνα με τις διατάξεις της Συνθήκης ΕΕ.

(βλ. σκέψεις 45-46)