Language of document : ECLI:EU:T:2010:32

Υπόθεση T-481/08

Alisei

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Προσφυγή ακυρώσεως – Εξωτερικές ενέργειες και ΕΤΑ – Περάτωση ελέγχου και κατάρτιση τελικής εκθέσεως – Πράξη εντασσόμενη σε αμιγώς συμβατικό πλαίσιο – Αναρμοδιότητα – έλλειψη άμεσου επηρεασμού – Απαράδεκτο – Αγωγή αποζημιώσεως – Προδήλως απαράδεκτο»

Περίληψη της διατάξεως

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Προσφυγή αφορώσα στην πραγματικότητα διαφορά συμβατικής φύσεως – Αναρμοδιότητα του κοινοτικού δικαστή

(Άρθρα 230 ΕΚ και 238 ΕΚ)

2.      Συμβάσεις δημοσίων έργων και προμηθειών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων – Προγράμματα χρηματοδοτούμενα από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Αναπτύξεως στις χώρες ΑΚΕ

(Άρθρο 230 ΕΚ)

3.      Προσφυγή ακυρώσεως – Πράξεις δεκτικές προσφυγής – Έννοια – Πράξεις που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα

(Άρθρο 230 ΕΚ)

4.      Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις – Έλλειψη νομιμότητας – Προσβολή των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της διαφάνειας – Επίκληση στο πλαίσιο αμιγώς συμβατικών σχέσεων

1.      Καίτοι έγγραφο της Επιτροπής σχετικά με την επιστροφή μέρους προκαταβολών που χορηγήθηκαν σε ένωση μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο σχεδίων αναπτυξιακής συνεργασίας και ανθρωπιστικής βοήθειας θα μπορούσε να νοηθεί υπό την έννοια ότι περατώνει τη διαδικασία λογιστικού ελέγχου σχετικά με συμβάσεις επιδοτήσεως για τα επίμαχα σχέδια και επικυρώνει τα συμπεράσματα εξωτερικού ελεγκτή υιοθετώντας την τελική έκθεση, εντούτοις δεν διαχωρίζεται από το συμβατικό πλαίσιο που θέτουν οι συμβάσεις αυτές. Επομένως, ο έλεγχος που διενεργεί ο επιλεγείς από την Επιτροπή εξωτερικός ελεγκτής εμπίπτει στην άσκηση των δικαιωμάτων της που απορρέουν από τις εν λόγω συμβάσεις και, συνεπώς, εντάσσεται στο οριζόμενο από τις συμβάσεις αυτές πλαίσιο. Το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως που φέρεται ότι περιέχεται στο έγγραφο αυτό, καθόσον αφορά τις εν λόγω συμβάσεις, είναι επομένως απαράδεκτο.

(βλ. σκέψεις 54-55)

2.      Προκειμένου περί συμβάσεων δημοσίων έργων που χρηματοδοτεί το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάπτυξης (ΕΤΑ), οι παρεμβάσεις των εκπροσώπων της Επιτροπής, είτε πρόκειται για έγκριση ή άρνηση εγκρίσεως είτε για θεώρηση ή άρνηση θεωρήσεως, αποσκοπούν αποκλειστικά στο να διαπιστώνουν κατά πόσο συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις της χρηματοδοτήσεως και δεν έχουν, αλλ’ ούτε μπορούν να έχουν, ως αποτέλεσμα να θίξουν την αρχή ότι οι εν λόγω συμβάσεις παραμένουν εθνικές συμβάσεις, για την προετοιμασία, τη διαπραγμάτευση και τη σύναψη των οποίων αποκλειστικά υπεύθυνα είναι τα δικαιούχα κράτη. Ειδικότερα, οι επιχειρήσεις που υποβάλλουν προσφορές ή είναι ανάδοχοι του αντικειμένου των εν λόγω συμβάσεων συνδέονται με έννομες σχέσεις μόνο με το δικαιούχο κράτος που είναι υπεύθυνο για τη σύμβαση, οι δε πράξεις των εκπροσώπων της Επιτροπής δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα την αντικατάσταση με δική τους απόφαση, έναντι των επιχειρήσεων αυτών, της αποφάσεως των κρατών ΑΚΕ, τα οποία είναι τα μόνα αρμόδια για την κατάρτιση και τη σύναψη της συμβάσεως αυτής. Οι σκέψεις αυτές ισχύουν, κατ’ αναλογία, και για συναφθείσες από τα κράτη ΑΚΕ συμβάσεις επιδοτήσεως οι οποίες χρηματοδοτούνται από το ΕΤΑ.

Πάντως, οι σκέψεις αυτές δεν επαρκούν για τη διαπίστωση του απαραδέκτου προσφυγής ακυρώσεως ιδιώτη κατά αποφάσεως εκδοθείσας από την Επιτροπή κατά την εκτέλεση των αρμοδιοτήτων της η οποία αφορά τον εν λόγω ιδιώτη και στον οποίο απευθύνεται επισήμως, ακόμη και αν η εν λόγω πράξη εντάσσεται στο πλαίσιο διαδικασίας συμβατικής φύσεως. Μία πράξη, η οποία εκδίδεται υπό τις συνθήκες αυτές, στο μέτρο που περιέχει πράγματι απόφαση της Επιτροπής, είναι δεκτική προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

(βλ. σκέψεις 60-64)

3.      Οι οφειλές προς το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάπτυξης (ΕΤΑ), οι οποίες διαπιστώνονται κατόπιν λογιστικού ελέγχου διενεργηθέντος από την Επιτροπή ή κατ’ αίτημα αυτής δεν στηρίζονται στον ίδιο τον έλεγχο, αλλά σε αθέτηση από τον συμβαλλόμενο σε σύμβαση χρηματοδοτούμενη από το ΕΤΑ των συμβατικών του υποχρεώσεων. Πράγματι, η έκθεση ελέγχου απλώς διαπιστώνει τυχόν υφιστάμενες, παρατυπίες όπως επίσης και τις οφειλές που απορρέουν από αυτές. Ουδόλως τροποποιεί, επομένως, τη νομική κατάσταση του οφειλέτη των εν λόγω οφειλών. Ο οφειλέτης, εξάλλου, έχει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει τις διαπιστώσεις και τα συμπεράσματα της εκθέσεως ελέγχου ενώπιον του αρμόδιου δικαιοδοτικού οργάνου, στο πλαίσιο των διαφορών που αφορούν τις επίμαχες οφειλές.

Η διαπίστωση, με την έκθεση λογιστικού ελέγχου συμβάσεων που χρηματοδοτούνται από το ΕΤΑ, ότι οφείλεται η καταβολή απαιτήσεως στο ΕΤΑ μπορεί, επομένως, να καταλήξει στην έκδοση σχετικού εντάλματος εισπράξεως όπως επίσης, εφόσον συντρέχει περίπτωση, και χρεωστικού σημειώματος προς τον οφειλέτη, πρόκειται δε για πράξεις οι οποίες, εν πάση περιπτώσει, δεν παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του οφειλέτη.

Εξάλλου, δεν είναι βέβαιο ότι έκθεση ελέγχου η οποία έχει διαπιστώσει απαιτήσεις οφειλόμενες στο ΕΤΑ θα καταλήξει σε πράξη παράγουσα δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του οφειλέτη. Ακόμη κι αν υποτεθεί ότι έκθεση ελέγχου η οποία αφορά συμβάσεις χρηματοδοτούμενες από το ΕΤΑ καταλήξει σε μεταγενέστερη πράξη, παράγουσα δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα έναντι ενός εκ των συμβαλλομένων μερών, η εν λόγω έκθεση δεν συνιστά παρά μόνον προπαρασκευαστική πράξη αυτής της μεταγενέστερης πράξεως, η οποία είναι και η μόνη η οποία θίγει τον ενδιαφερόμενο. Απόφαση της Επιτροπής περί περατώσεως του λογιστικού ελέγχου και επικυρώσεως των συμπερασμάτων του εξωτερικού ελεγκτή με την υιοθέτηση της τελικής εκθέσεως δεν είναι, επομένως, δεκτική προσφυγής ακυρώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

(βλ. σκέψεις 67, 71-75)

4.      Όσον αφορά τις διαφορές συμβατικής φύσεως, η απλή επίκληση νομικών κανόνων οι οποίοι δεν απορρέουν από τη σύμβαση αλλά είναι υποχρεωτικοί για τα μέρη, δεν επαρκεί ώστε να τροποποιήσει τη συμβατική φύση της διαφοράς και να υπαγάγει, συνακόλουθα, το μέρος που επικαλείται τους κανόνες αυτούς στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο. Σε διαφορετική περίπτωση, η φύση της διαφοράς και, ως εκ τούτου, και το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο θα μεταβάλλονταν αναλόγως των κανόνων που επικαλούνται τα μέρη, πράγμα που θα αντέβαινε στους κανόνες της καθ’ ύλην αρμοδιότητας των διαφόρων δικαιοδοτικών οργάνων.

Εξάλλου, τα κοινοτικά όργανα υπόκεινται σε υποχρεώσεις αναγόμενες στη γενική αρχή της χρηστής διοικήσεως έναντι των διοικουμένων αποκλειστικώς στο πλαίσιο των διοικητικών τους αρμοδιοτήτων. Αντιθέτως, όταν η σχέση μεταξύ της Επιτροπής και του προσφεύγοντος είναι σαφώς συμβατικής φύσεως, ο τελευταίος δεν μπορεί να προσάπτει στην Επιτροπή αθετήσεις των συμβατικών όρων ή παραβάσεις του εφαρμοστέου στη σύμβαση δικαίου. Σε τέτοια περίπτωση, ο προσφεύγων δεν μπορεί να περιορισθεί στην προσφυγή του μόνο στην επίκληση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας όπως επίσης και στην φερόμενη παραβίαση εκ μέρους της Επιτροπής των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της διαφάνειας, αλλά οφείλει να προσδιορίσει το έρεισμα, συμβατικό ή μη, των υποχρεώσεων που παρέβη το όργανο.

(βλ. σκέψεις 94-96)