Language of document :

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 25ης Απριλίου 2024 (*)

«Παράβαση κράτους μέλους – Άρθρο 258 ΣΛΕΕ – Προστασία των προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης – Οδηγία (ΕΕ) 2019/1937 – Παράλειψη μεταφοράς στην εθνική έννομη τάξη και ανακοίνωσης των μέτρων μεταφοράς – Άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ – Αίτημα περί επιβολής υποχρέωσης καταβολής κατ’ αποκοπήν ποσού και ημερήσιας χρηματικής ποινής – Κριτήρια για τον προσδιορισμό του ποσού της κύρωσης – Αυτόματη εφαρμογή συντελεστή σοβαρότητας – Προσδιορισμός της ικανότητας πληρωμής του κράτους μέλους – Δημογραφικό κριτήριο»

Στην υπόθεση C-147/23,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ και του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ λόγω παραβάσεως, η οποία ασκήθηκε στις 10 Μαρτίου 2023,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον J. Baquero Cruz και την M. Owsiany-Hornung,

προσφεύγουσα,

κατά

Δημοκρατίας της Πολωνίας, εκπροσωπούμενης από τον B. Majczyna,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Arabadjiev, πρόεδρο τμήματος, T. von Danwitz, P. G. Xuereb, A. Kumin και I. Ziemele (εισηγήτρια), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Αιμιλίου

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 14ης Μαρτίου 2024,

εκδίδει την παρούσα

Απόφαση

1        Με την προσφυγή της, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να διαπιστώσει ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας, παραλείποντας να θεσπίσει τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθεί προς την οδηγία (ΕΕ) 2019/1937 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2019, σχετικά με την προστασία των προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης (ΕΕ 2019, L 305, σ. 17), και παραλείποντας να ανακοινώσει τις εν λόγω διατάξεις στην Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 26, παράγραφοι 1 και 3,της οδηγίας·

–        να υποχρεώσει τη Δημοκρατία της Πολωνίας να καταβάλει κατ’ αποκοπήν ποσό αντίστοιχο προς το υψηλότερο από τα δύο ακόλουθα ποσά:

–        κατ’ αποκοπήν ποσό ύψους 13 700 ευρώ ανά ημέρα, πολλαπλασιαζόμενο επί τον αριθμό των ημερών που θα έχουν παρέλθει από την επομένη της λήξης της προθεσμίας μεταφοράς που προβλέπει η οδηγία 2019/1937 έως την ημερομηνία παύσης της παράβασης ή, σε περίπτωση εξακολούθησης της παράβασης, έως την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης στην υπό κρίση υπόθεση·

–        ελάχιστο κατ’ αποκοπήν ποσό ύψους 3 836 000 ευρώ·

–        σε περίπτωση που η διαπιστωθείσα στο πλαίσιο του πρώτου αιτήματος παράβαση εξακολουθεί κατά την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης στην υπό κρίση υπόθεση, να επιβάλει στη Δημοκρατία της Πολωνίας χρηματική ποινή ύψους 53 430 ευρώ ανά ημέρα καθυστέρησης συμμόρφωσης από την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης στην υπό κρίση υπόθεση και έως τη συμμόρφωση της Δημοκρατίας της Πολωνίας προς τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία 2019/1937, και

–        να καταδικάσει τη Δημοκρατία της Πολωνίας στα δικαστικά έξοδα.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η οδηγία 2019/1937

2        Η αιτιολογική σκέψη 1 της οδηγίας 2019/1937 έχει ως εξής:

«[Σ]υχνά ο φόβος αντιποίνων αποθαρρύνει τους δυνητικούς πληροφοριοδότες δημοσίου συμφέροντος από την αναφορά των ανησυχιών ή των υπονοιών τους. Σε αυτό το πλαίσιο, αναγνωρίζεται ολοένα και περισσότερο τόσο σε [επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης] όσο και σε διεθνές επίπεδο η σημασία της διασφάλισης ισορροπημένης και αποτελεσματικής προστασίας των πληροφοριοδοτών δημοσίου συμφέροντος.»

3        Κατά το άρθρο 1 της εν λόγω οδηγίας:

«Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η ενίσχυση της επιβολής του δικαίου και των πολιτικών της Ένωσης σε συγκεκριμένους τομείς μέσω της θέσπισης κοινών ελάχιστων προτύπων που θα διασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας των προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης.»

4        Το άρθρο 26 της οδηγίας 2019/1937 προβλέπει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία έως τις 17 Δεκεμβρίου 2021.

[...]

3.      Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις διατάξεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, αυτές οι διατάξεις περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων.»

 Η ανακοίνωση του 2023

5        Η ανακοίνωση της Επιτροπής 2023/C 2/01, με τίτλο «Οικονομικές κυρώσεις στις διαδικασίες επί παραβάσει» (ΕΕ 2023, C 2, σ. 1, στο εξής: ανακοίνωση του 2023), περιλαμβάνει τα σημεία 3 και 4, τα οποία αφορούν, αντιστοίχως, τη «χρηματική ποινή» και την «πληρωμή κατ’ αποκοπή ποσού».

6        Το σημείο 3 της εν λόγω ανακοίνωσης προβλέπει στο δεύτερο εδάφιό του:

«Το ποσό της ημερήσιας χρηματικής ποινής υπολογίζεται ως εξής:

–        με πολλαπλασιασμό ενός βασικού κατ’ αποκοπή ποσού με έναν συντελεστή σοβαρότητας και έναν συντελεστή διάρκειας,

–        με πολλαπλασιασμό του αποτελέσματος που προκύπτει επί ένα ποσό που καθορίζεται ανά κράτος μέλος (στο εξής: συντελεστής n), το οποίο αντικατοπτρίζει την ικανότητα πληρωμής του οικείου κράτους μέλους.»

7        Το σημείο 3.2 της εν λόγω ανακοίνωσης, σχετικά με την εφαρμογή του συντελεστή σοβαρότητας στο πλαίσιο του υπολογισμού της ημερήσιας χρηματικής ποινής, έχει ως εξής:

«Παράβαση που αφορά τη μη εκτέλεση δικαστικής απόφασης από κράτος μέλος ή τη μη κοινοποίηση μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο οδηγίας που εκδίδεται σύμφωνα με νομοθετική διαδικασία, θεωρείται πάντοτε σοβαρή. Για να προσαρμοστεί το ποσό της ποινής στις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης, η Επιτροπή καθορίζει τον συντελεστή σοβαρότητας βάσει δύο παραμέτρων: αφενός, της σημασίας των ενωσιακών κανόνων που παραβιάστηκαν ή δεν μεταφέρθηκαν στο εθνικό δίκαιο και, αφετέρου, των επιπτώσεων της παράβασης επί των γενικών και των ειδικών συμφερόντων.

Λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που διατυπώνονται κατωτέρω, η σοβαρότητα της παράβασης προσδιορίζεται με συντελεστή που καθορίζει η Επιτροπή βάσει κλίμακας με κατώτατο όριο το 1 και ανώτατο όριο το 20.»

8        Το σημείο 3.2.2 της ανακοίνωσης διαλαμβάνει τα εξής:

«Για προσφυγές που ασκούνται βάσει του άρθρου 260, παράγραφος 3, [ΣΛΕΕ], η Επιτροπή εφαρμόζει συστηματικά συντελεστή σοβαρότητας «10» σε περίπτωση καμίας ανακοίνωσης μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο. Σε μια Ένωση που βασίζεται στον σεβασμό του κράτους δικαίου, όλες οι νομοθετικές οδηγίες πρέπει να θεωρούνται ίσης σημασίας και να απαιτείται πλήρης μεταφορά στο εθνικό δίκαιο από τα κράτη μέλη εντός των προθεσμιών που καθορίζονται στις εν λόγω οδηγίες.

Σε περίπτωση μερικής μη ανακοίνωσης μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο, η σημασία του κενού στη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τον καθορισμό του συντελεστή σοβαρότητας που είναι μικρότερος από «10». Επιπλέον, μπορούν να λαμβάνονται υπόψη οι επιπτώσεις της παράβασης στα γενικά και τα ειδικά συμφέροντα [...]».

9        Κατά το σημείο 3.3 της ανακοίνωσης του 2023, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εφαρμογή του συντελεστή διάρκειας»:

«[...]

Ο συντελεστής διάρκειας εκφράζεται ως πολλαπλασιαστής με κατώτατο ύψος το 1 και ανώτατο το 3. Υπολογίζεται σε τιμή 0,10 μηνιαίως από την ημερομηνία έκδοσης της πρώτης δικαστικής απόφασης ή από την επομένη της εκπνοής της προθεσμίας για τη μεταφορά της εν λόγω οδηγίας στο εθνικό δίκαιο.

[...]»

10      Το σημείο 3.4 της ανακοίνωσης, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ικανότητα πληρωμής του κράτους μέλους», προβλέπει τα εξής:

«[...]

Το επίπεδο των κυρώσεων που απαιτείται για να λειτουργήσουν αποτρεπτικά θα ποικίλλει ανάλογα με την ικανότητα πληρωμής των κρατών μελών. Το εν λόγω αποτρεπτικό αποτέλεσμα αντικατοπτρίζεται στον συντελεστή n. Ο συντελεστής αυτός ορίζεται ως σταθμισμένος γεωμετρικός μέσος όρος, αφενός, του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) [...] του οικείου κράτους μέλους σε σύγκριση με τον μέσο όρο των ΑΕΠ των κρατών μελών, με συντελεστή στάθμισης δύο, και, αφετέρου, του πληθυσμού του οικείου κράτους μέλους, σε σύγκριση με τον μέσο όρο των πληθυσμών των κρατών μελών, με συντελεστή στάθμισης ένα. Ο εν λόγω μέσος όρος αντιστοιχεί στην ικανότητα πληρωμής του οικείου κράτους μέλους σε σχέση με την ικανότητα πληρωμής των άλλων κρατών μελών:

Image not found


[...]

[…] η Επιτροπή αποφάσισε να αναθεωρήσει την οικεία μέθοδο υπολογισμού του συντελεστή n, ο οποίος βασίζεται πλέον κυρίως στο ΑΕΠ των κρατών μελών και, δευτερευόντως, στον πληθυσμό τους ως δημογραφικό κριτήριο που δίνει τη δυνατότητα να διατηρείται εύλογη απόκλιση μεταξύ των διαφόρων κρατών μελών. Λαμβάνοντας υπόψη τον πληθυσμό των κρατών μελών για το ένα τρίτο του υπολογισμού του συντελεστή n, μειώνεται σε εύλογο βαθμό η διακύμανση των συντελεστών n των κρατών μελών, σε σύγκριση με τον υπολογισμό που βασίζεται αποκλειστικά στο ΑΕΠ των κρατών μελών. Προστίθεται επίσης ένα στοιχείο σταθερότητας στον υπολογισμό του συντελεστή n, δεδομένου ότι ο πληθυσμός δεν είναι πιθανό να παρουσιάζει σημαντικές διαφορές σε ετήσια βάση. Αντιθέτως, το ΑΕΠ κράτους μέλους ενδέχεται να παρουσιάζει υψηλότερες ετήσιες διακυμάνσεις, ιδίως σε περιόδους οικονομικής κρίσης. Ταυτόχρονα, δεδομένου ότι το ΑΕΠ του κράτους μέλους αντιστοιχεί ακόμη στα δύο τρίτα του υπολογισμού, εξακολουθεί να αποτελεί τον πρωταρχικό παράγοντα στην εκτίμηση της ικανότητας πληρωμής του εν λόγω κράτους μέλους.

[...]»

11      Το σημείο 4.2 της εν λόγω ανακοίνωσης διευκρινίζει τη μέθοδο υπολογισμού του κατ’ αποκοπή ποσού ως ακολούθως:

«Το κατ’ αποκοπή ποσό υπολογίζεται κατά τρόπο σε μεγάλο βαθμό παρόμοιο με τη μέθοδο υπολογισμού της χρηματικής ποινής, και συγκεκριμένα:

–        με πολλαπλασιασμό ενός βασικού κατ’ αποκοπή ποσού με έναν συντελεστή σοβαρότητας,

–        με πολλαπλασιασμό του αποτελέσματος με τον συντελεστή n,

–        με πολλαπλασιασμό του αποτελέσματος με τον αριθμό των ημερών κατά τις οποίες συνεχίζεται η παράβαση [...]

[...]».

12      Το σημείο 4.2.1 της ίδιας ανακοίνωσης προβλέπει τα εξής:

«Για να υπολογιστεί το κατ’ αποκοπή ποσό, το ημερήσιο ποσό πολλαπλασιάζεται με τον αριθμό των ημερών κατά τις οποίες συνεχίζεται η παράβαση. Ο αριθμός αυτός ορίζεται ως εξής:

[...]

–        σε προσφυγές που ασκούνται βάσει του άρθρου 260 παράγραφος 3, [ΣΛΕΕ], είναι ο αριθμός των ημερών που μεσολαβούν μεταξύ της επομένης της εκπνοής της προθεσμίας που έχει καθοριστεί για τη μεταφορά της επίμαχης οδηγίας στο εθνικό δίκαιο και της ημερομηνίας κατά την οποία τερματίζεται η παράβαση, ή, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, της ημερομηνίας έκδοσης της απόφασης βάσει του άρθρου 260 [ΣΛΕΕ].

[...]»

13      Κατά το σημείο 4.2.2 της ανακοίνωσης του 2023:

«Για τον υπολογισμό του κατ’ αποκοπή ποσού, η Επιτροπή εφαρμόζει τον ίδιο συντελεστή σοβαρότητας και τον ίδιο σταθερό συντελεστή n, όπως και για τον υπολογισμό της χρηματικής ποινής [...]

Το βασικό κατ’ αποκοπή ποσό είναι μικρότερο από το ποσό των χρηματικών ποινών. [...]

Το βασικό κατ’ αποκοπή ποσό που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του κατ’ αποκοπή ποσού καθορίζεται στο σημείο 2 του παραρτήματος I.

[...]»

14      Το παράρτημα Ι της ανακοίνωσης, το οποίο φέρει τον τίτλο «Στοιχεία που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό των οικονομικών κυρώσεων που προτείνονται στο Δικαστήριο», προβλέπει, στο σημείο 1, ότι το βασικό κατ’ αποκοπή ποσό για τη χρηματική ποινή που αναφέρεται στο σημείο 3 της εν λόγω ανακοίνωσης καθορίζεται σε 3 000 ευρώ ημερησίως, στο σημείο 2, ότι το βασικό κατ’ αποκοπή ποσό για το κατ’ αποκοπή ποσό που αναφέρεται στο σημείο 4.2.2 της εν λόγω ανακοίνωσης καθορίζεται σε 1 000 ευρώ ημερησίως, δηλαδή στο ένα τρίτο του βασικού κατ’ αποκοπή ποσού για τις χρηματικές ποινές, και, στο σημείο 3, ότι ο συντελεστής «n» για τη Δημοκρατία της Πολωνίας καθορίζεται σε 1,37. Στο σημείο 5 του εν λόγω παραρτήματος Ι, διευκρινίζεται ότι το κατώτατο κατ’ αποκοπή ποσό που καθορίζεται για τη Δημοκρατία της Πολωνίας ανέρχεται σε 3 836 000 ευρώ.

 Η προ της άσκησης της προσφυγής διαδικασία

15      Στις 27 Ιανουαρίου 2022, η Επιτροπή απηύθυνε στη Δημοκρατία της Πολωνίας προειδοποιητική επιστολή, με την οποία της προσήψε ότι παρέλειψε να της ανακοινώσει τα μέτρα που έλαβε για τη μεταφορά της οδηγίας 2019/1937 στην εθνική έννομη τάξη. Με την από 23 Μαρτίου 2022 απάντησή της, η Δημοκρατία της Πολωνίας επισήμανε απλώς και μόνον ότι τα σχετικά μέτρα τελούσαν υπό θέσπιση.

16      Στις 15 Ιουλίου 2022, η Επιτροπή απηύθυνε στη Δημοκρατία της Πολωνίας αιτιολογημένη γνώμη με την οποία την κάλεσε να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία 2019/1937 εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της αιτιολογημένης γνώμης.

17      Με την από 15 Σεπτεμβρίου 2022 απάντησή της, η Δημοκρατία της Πολωνίας τόνισε την αναγκαιότητα διεξαγωγής διεξοδικών υπουργικών διαβουλεύσεων επί των ζητημάτων που καλύπτει η οδηγία 2019/1937, με αποτέλεσμα η περάτωση των κοινοβουλευτικών εργασιών να προβλέπεται στο τέλος του 2022 και η δημοσίευση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων στην πολωνική επίσημη εφημερίδα να αναμένεται κατά τον Ιανουάριο του 2023. Με επιστολή της 11ης Ιανουαρίου 2023, το εν λόγω κράτος μέλος διευκρίνισε ότι η ανωτέρω δημοσίευση προβλεπόταν εντός του Αυγούστου του 2023.

18      Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή αποφάσισε, στις 15 Φεβρουαρίου 2015, να ασκήσει ενώπιον του Δικαστηρίου την υπό κρίση προσφυγή.

 Επί της παράβασης κατά το άρθρο 258 ΣΛΕΕ

 Επιχειρήματα των διαδίκων

19      Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να θεσπίζουν τις διατάξεις που απαιτούνται για τη μεταφορά των οδηγιών στο εθνικό νομικό τους σύστημα, εντός των προθεσμιών που τάσσουν οι οδηγίες αυτές, και να της ανακοινώνουν αμέσως τις εν λόγω διατάξεις.

20      Το εν λόγω θεσμικό όργανο διευκρινίζει ότι η ύπαρξη οποιασδήποτε παράβασης των υποχρεώσεων αυτών πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με την κατάσταση του κράτους μέλους, όπως αυτή εμφανίζεται κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη την οποία του απηύθυνε.

21      Πλην όμως, εν προκειμένω, η Δημοκρατία της Πολωνίας, δεν θέσπισε τις εν λόγω διατάξεις ούτε ενημέρωσε την Επιτροπή σχετικά με τη θέσπισή τους πριν από τη λήξη της προθεσμίας που καθορίζεται στην αιτιολογημένη γνώμη της 15ης Ιουλίου 2022.

22      Καίτοι παραδέχεται την επίδικη παράβαση, η Δημοκρατία της Πολωνίας δικαιολογεί την καθυστέρηση στη μεταφορά της οδηγίας 2019/1937 στην εσωτερική έννομη τάξη της, κατ’ αρχάς, λόγω του ότι κατέστη αναγκαίο να παραταθούν οι νομοθετικές εργασίες, λαμβανομένης υπόψη της ευρύτητας του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας. Η θέσπιση των αναγκαίων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων για τη συμμόρφωση προς την εν λόγω οδηγία απαίτησε ευρύτατη δημόσια διαβούλευση, την οποία διεξήγαγε το Υπουργείο Οικογένειας και Κοινωνικής Πολιτικής. Το σχέδιο νόμου σχετικά με τη μεταφορά της οδηγίας 2019/1937 υπέστη, επιπλέον, πλείονες τροποποιήσεις κατά τις διυπουργικές διαβουλεύσεις.

23      Εν συνεχεία, η διαδικασία κατάρτισης του νόμου περί μεταφοράς της οδηγίας 2019/1937 στο εσωτερικό δίκαιο επιβραδύνθηκε λόγω των δυσκολιών που προκάλεσε η πανδημία COVID-19, η οποία διατάραξε την οργάνωση των νομοθετικών εργασιών.

24      Τέλος, ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι εξ αυτού εισροές προσφύγων κινητοποίησαν σε μεγάλο βαθμό τους πόρους του Υπουργείου Οικογένειας και Κοινωνικής Πολιτικής, υπεύθυνου για την κατάρτιση του εν λόγω νόμου.

25      Με το υπόμνημα απαντήσεως, η Επιτροπή επισημαίνει, αφενός, ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θεώρησε την προθεσμία των δύο ετών επαρκή για την παροχή στα κράτη μέλη της δυνατότητας να συμμορφωθούν προς τις υποχρεώσεις τους σχετικά με τη μεταφορά της οδηγίας 2019/1937 στην εσωτερική έννομη τάξη. Εντούτοις, οι δυσκολίες που επικαλείται η Δημοκρατία της Πολωνίας σχετίζονται με διατάξεις, πρακτικές ή καταστάσεις της εσωτερικής της έννομης τάξης οι οποίες, κατά πάγια νομολογία, δεν δύνανται να δικαιολογήσουν καθυστέρηση στη μεταφορά της εν λόγω οδηγίας.

26      Αφετέρου, οι ειδικές περιστάσεις που συνδέονται με την πανδημία COVID-19 καθώς και με τον πόλεμο στην Ουκρανία μπορούν να είναι κρίσιμες ως δικαιολογητικός λόγος μιας τέτοιας καθυστέρησης μόνον υπό την προϋπόθεση ότι η οικεία πράξη της Ένωσης προβλέπει τη δυνατότητα παρεκκλίσεων ή εξαιρέσεων υπό παρόμοιες περιστάσεις ή ότι πληρούνται τα κριτήρια ύπαρξης κατάστασης ανωτέρας βίας, όπερ δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Επιπλέον, τα κράτη μέλη μπορούν να επικαλούνται την ανωτέρα βία μόνον για το χρονικό διάστημα που είναι αναγκαίο για την υπέρβαση των εμποδίων που απορρέουν από την επίμαχη κατάσταση, η διάρκεια του οποίου δεν μπορεί να υπερβεί τα δύο έτη. Εν προκειμένω, η υπό κρίση προσφυγή ασκήθηκε ενώ είχε παρέλθει διάστημα μεγαλύτερο των δεκατριών μηνών από τη λήξη της διετούς προθεσμίας για τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο, την οποία προβλέπει η οδηγία 2019/1937. Τέλος, η δεύτερη εισβολή της Ομοσπονδίας της Ρωσίας στην Ουκρανία άρχισε στις 24 Φεβρουαρίου 2022, ήτοι μετά τη λήξη της ως άνω προθεσμίας.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

27      Κατά το άρθρο 26, παράγραφος 1, της οδηγίας 2019/1937, τα κράτη μέλη όφειλαν να θέσουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωση προς την εν λόγω οδηγία έως τις 17 Δεκεμβρίου 2021. Επιπλέον, δυνάμει του άρθρου 26, παράγραφος 3, της οδηγίας, τα κράτη μέλη όφειλαν να ανακοινώσουν στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων.

28      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η ύπαρξη παράβασης πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με την κατάσταση του κράτους μέλους, όπως αυτή εμφανίζεται κατά τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής προθεσμίας, οι δε επελθούσες στη συνέχεια μεταβολές δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο [αποφάσεις της 25ης Φεβρουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Οδηγία για τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα – Ποινικό δίκαιο), C-658/19, EU:C:2021:138, σκέψη 15, καθώς και της 29ης Φεβρουαρίου 2024, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων), C-679/22, EU:C:2024:178, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

29      Εν προκειμένω, με την από 15ης Ιουλίου 2022 αιτιολογημένη γνώμη τάχθηκε στη Δημοκρατία της Πολωνίας προθεσμία δύο μηνών για να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις της που περιλαμβάνονται στην εν λόγω γνώμη.

30      Εντούτοις, όπως προκύπτει από το υπόμνημα αντικρούσεως και από το υπόμνημα ανταπαντήσεως που υπέβαλε η Δημοκρατία της Πολωνίας στην παρούσα διαδικασία, η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν είχε θεσπίσει, μέχρι τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη της 15ης Ιουλίου 2022, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθεί προς την οδηγία 2019/1937 και, συνακόλουθα, το εν λόγω κράτος μέλος δεν είχε ούτε ανακοινώσει τις διατάξεις αυτές στην Επιτροπή κατά τη λήξη της ανωτέρω προθεσμίας.

31      Εντούτοις, όπως επισημαίνεται στις σκέψεις 22 έως 24 της παρούσας απόφασης, κατά τη Δημοκρατία της Πολωνίας πλείονες περιστάσεις δικαιολογούν τη μη τήρηση της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας 2019/1937 στην εσωτερική έννομη τάξη.

32      Πρώτον, το εν λόγω κράτος μέλος προβάλλει την παράταση των νομοθετικών εργασιών λόγω της ευρύτητας του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας.

33      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλεστεί διατάξεις, πρακτικές ή καταστάσεις της εσωτερικής έννομης τάξεώς του για να δικαιολογήσει τη μη τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης, όπως είναι η μη μεταφορά οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο εντός της ταχθείσας προθεσμίας [απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Οδηγία για τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα – Ποινικό δίκαιο), C-658/19, EU:C:2021:138, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

34      Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 26, παράγραφος 1, της οδηγίας 2019/1937, ο νομοθέτης της Ένωσης θεώρησε τη διετή προθεσμία μεταφοράς επαρκή προκειμένου να μπορούν τα κράτη μέλη να συμμορφωθούν προς τις υποχρεώσεις τους.

35      Δεύτερον, η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι η διαδικασία μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο επιβραδύνθηκε λόγω των δυσκολιών που προκάλεσαν η πανδημία COVID-19 καθώς και οι εισροές προσφύγων που προέκυψαν από την επίθεση κατά της Ουκρανίας.

36      Εντούτοις, αφενός, αν υποτεθεί ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας θεωρεί ότι οι οργανωτικές δυσκολίες που συνδέονται με την πανδημία COVID-19 και τις εισροές προσφύγων που προκάλεσε η επίθεση κατά της Ουκρανίας συνιστούν περίπτωση ανωτέρας βίας που εμπόδισε τη μεταφορά της οδηγίας 2019/1937 στο εσωτερικό δίκαιο εντός της ταχθείσας προθεσμίας, πρέπει, κατ’ αρχάς, να διαπιστωθεί ότι το εν λόγω κράτος μέλος προβάλλει για πρώτη φορά, στο στάδιο του υπομνήματος αντικρούσεως, τα ανωτέρω γεγονότα ως δικαιολογητικούς λόγους της καθυστέρησης μεταφοράς της οδηγίας. Εν συνεχεία, κατά πάγια νομολογία, καίτοι η έννοια της «ανωτέρας βίας» δεν προϋποθέτει απόλυτη αδυναμία, απαιτεί εντούτοις η επίμαχη παράβαση να οφείλεται σε περιστάσεις ξένες προς αυτόν που την επικαλείται, ασυνήθεις και απρόβλεπτες, οι συνέπειες των οποίων δεν θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί όση επιμέλεια και αν είχε καταβληθεί, η δε επίκληση της ανωτέρας βίας μπορεί να γίνει μόνο για το χρονικό διάστημα που είναι αναγκαίο για την υπέρβαση των εν λόγω δυσκολιών [απόφαση της 8ης Ιουνίου 2023, Επιτροπή κατά Σλοβακίας (Δικαίωμα καταγγελίας σύμβασης χωρίς χρέωση), C-540/21, EU:C:2023:450, σκέψη 81]. Εντούτοις, μολονότι υγειονομική κρίση τόσο μεγάλης κλίμακας όπως αυτή της πανδημίας COVID-19 καθώς και οι εισροές προσφύγων που προκάλεσε η επίθεση κατά της Ουκρανίας είναι γεγονότα ξένα προς τη Δημοκρατία της Πολωνίας, ασυνήθη και απρόβλεπτα, γεγονός παραμένει ότι το εν λόγω κράτος μέλος όφειλε να δράσει με όλη την απαιτούμενη επιμέλεια ενημερώνοντας εγκαίρως την Επιτροπή περί των δυσκολιών που αντιμετώπιζε, τουλάχιστον πριν από τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη της 15ης Ιουλίου 2022. Τέλος, δεν αμφισβητείται ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας εξακολουθούσε να μην έχει προβεί στη μεταφορά της οδηγίας 2019/1937 στην εσωτερική έννομη τάξη κατά το πέρας της έγγραφης διαδικασίας της παρούσας δίκης, ήτοι σχεδόν ένα έτος μετά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη της 15ης Ιουλίου 2022 και πάνω από ενάμισι έτος μετά τη λήξη της προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 26, παράγραφος 1, της ανωτέρω οδηγίας.

37      Υπό τις συνθήκες αυτές, η επίδικη παράβαση δεν δύναται να δικαιολογηθεί ούτε από την εμφάνιση πανδημίας εντός του έτους 2020 ούτε από τις δυσκολίες που αντιμετώπισε το ανωτέρω κράτος μέλος λόγω της επίθεσης κατά της Ουκρανίας, γεγονότα τα οποία, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 45 και 48 των προτάσεών του, είναι δυνατόν να είχαν μόνον έμμεσο αντίκτυπο επί της διαδικασίας μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας.

38      Επομένως, η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν δύναται να επικαλεστεί λυσιτελώς τις ανωτέρω περιστάσεις ως δικαιολογητικούς λόγους της παράλειψης μεταφοράς της οδηγίας 2019/1937 στο εσωτερικό δίκαιο εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας, παραλείποντας να θεσπίσει, μέχρι τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη της 15ης Ιουλίου 2022, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθεί προς την οδηγία 2019/1937 και, συνακόλουθα, παραλείποντας να ανακοινώσει τις εν λόγω διατάξεις στην Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 26, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας.

 Επί των χρηματικών ποινών κατά το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ

 Επιχειρήματα των διαδίκων

39      Θεωρώντας ότι η παράβαση που προσάπτεται στη Δημοκρατία της Πολωνίας εξακολουθούσε να υφίσταται κατά τον χρόνο που η Επιτροπή άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου την υπό κρίση προσφυγή, η Επιτροπή προτείνει, βάσει του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, να επιβληθεί στο εν λόγω κράτος μέλος η υποχρέωση καταβολής, ταυτόχρονα, κατ’ αποκοπήν ποσού και ημερήσιας χρηματικής ποινής.

40      Για τον προσδιορισμό του ύψους των εν λόγω χρηματικών κυρώσεων, η Επιτροπή στηρίζεται στις γενικές αρχές που διαλαμβάνονται στο σημείο 2 της ανακοίνωσης του 2023, καθώς και στη μέθοδο υπολογισμού που αναπτύσσεται στα σημεία 3 και 4 της ανακοίνωσης. Ειδικότερα, το εν λόγω θεσμικό όργανο επισημαίνει ότι ο προσδιορισμός των εν λόγω κυρώσεων πρέπει να εδράζεται επί των θεμελιωδών κριτηρίων της σοβαρότητας της παράβασης, της διάρκειάς της και της αναγκαιότητας να διασφαλιστεί η αποτρεπτική λειτουργία της κύρωσης ώστε να αποφευχθούν περαιτέρω παραβάσεις.

41      Όσον αφορά, κατά πρώτον, τη σοβαρότητα της παράβασης, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι o συντελεστής που εφαρμόζεται δυνάμει της ανακοίνωσης του 2023 καθορίζεται βάσει κλίμακας με κατώτατο όριο το 1 και ανώτατο όριο το 20. Το εν λόγω θεσμικό όργανο διευκρινίζει ότι, σύμφωνα με το σημείο 3.2.2 της ανωτέρω ανακοίνωσης, εφαρμόζει συστηματικά συντελεστή σοβαρότητας «10» σε περίπτωση που δεν έχει γίνει καμία ανακοίνωση μέτρων μεταφοράς οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, ενώ η μη μεταφορά οδηγίας και μη ανακοίνωση των εν λόγω μέτρων εμφανίζουν τον ίδιο βαθμό σοβαρότητας, ανεξαρτήτως της φύσεως των διατάξεων της οικείας διάταξης. Χάρη στον εν λόγω αυτόματο χαρακτήρα προσδιορισμού διασφαλίζεται η ισότητα των κρατών μελών ενώπιον των Συνθηκών, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ.

42      Κατά δεύτερον, όσον αφορά τη διάρκεια της παράβασης, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, βάσει του σημείου 3.3 της ανακοίνωσης του 2023, ο συντελεστής διάρκειας εκφράζεται ως πολλαπλασιαστής με κατώτατο ύψος το 1 και ανώτατο το 3 και υπολογίζεται σε τιμή 0,10 μηνιαίως από την επομένη της εκπνοής της προθεσμίας για τη μεταφορά της επίμαχης οδηγίας στο εθνικό δίκαιο έως την ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή αποφασίζει να προσφύγει στο Δικαστήριο. Δεδομένου ότι η διάρκεια της εν λόγω περιόδου είναι, εν προκειμένω, 13 μήνες, ο συντελεστής διάρκειας που πρέπει να γίνει δεκτός είναι 1,3.

43      Όσον αφορά, κατά τρίτον, το κριτήριο σχετικά με την αναγκαιότητα να εξασφαλιστεί το αποτρεπτικό αποτέλεσμα της κύρωσης λαμβανομένης υπόψη της ικανότητας πληρωμής του οικείου κράτους μέλους, το εν λόγω κριτήριο εκφράζεται με τον συντελεστή «n» που καθορίζεται για κάθε κράτος μέλος στο σημείο 3 του παραρτήματος Ι της ανακοίνωσης του 2023. Ο υπολογισμός του στηρίζεται στη σχέση μεταξύ του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος του οικείου κράτους μέλους και του μέσου εθνικού ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της Ένωσης, η οποία πολλαπλασιάζεται με τη σχέση μεταξύ του πληθυσμού του εν λόγω κράτους μέλους και του εθνικού μέσου πληθυσμού της Ένωσης. Η πρώτη σχέση σταθμίζεται στα δύο τρίτα, ενώ η δεύτερη σταθμίζεται στο ένα τρίτο. Εκ των ανωτέρω προκύπτει, όσον αφορά τη Δημοκρατία της Πολωνίας, συντελεστής «n» ανερχόμενος σε 1,37. Κατά την Επιτροπή, η συνεκτίμηση του πληθυσμού του οικείου κράτους μέλους ως δευτερεύοντος κριτηρίου για τον καθορισμό του εν λόγω συντελεστή παρέχει τη δυνατότητα να διατηρείται εύλογη απόκλιση του συντελεστή «n» μεταξύ των διαφόρων κρατών μελών και να διασφαλίζεται ορισμένη σταθερότητα του εν λόγω συντελεστή, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου. Επιπλέον, καθώς τα δεδομένα που χρησιμοποιεί η Επιτροπή επικαιροποιούνται ετησίως, έχουν συνεκτιμηθεί δεόντως οι διακυμάνσεις του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος του οικείου κράτους μέλους.

44      Κατά συνέπεια, πρώτον, όσον αφορά τον υπολογισμό του ύψους του κατ’ αποκοπήν ποσού, η Επιτροπή προτείνει, βάσει του σημείου 4.2 της ανακοίνωσης του 2023, να γίνει δεκτός συντελεστής σοβαρότητας «10» και να εφαρμοστεί ο ανερχόμενος σε 1,37 συντελεστής «n». Το γινόμενο των δύο αυτών στοιχείων πολλαπλασιάζεται επί το βασικό κατ’ αποκοπήν ποσό για το κατ’ αποκοπήν ποσό που καθορίζεται στο σημείο 2 του παραρτήματος Ι της εν λόγω ανακοίνωσης, ήτοι 1 000 ευρώ, και αντιστοιχεί στο ποσό των 13 700 ευρώ, το οποίο πρέπει να πολλαπλασιαστεί επί τον αριθμό των ημερών κατά τις οποίες συνεχιζόταν η παράβαση, σύμφωνα με το σημείο 4.2.1 της εν λόγω ανακοίνωσης. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι πρέπει να επιβληθεί η καταβολή του εν λόγω κατ’ αποκοπήν ποσού υπό την προϋπόθεση ότι υπερβαίνει τα 3 836 000 ευρώ, ελάχιστο κατ’ αποκοπήν ποσό που έχει προσδιοριστεί για την Πολωνία σύμφωνα με το σημείο 5 του παραρτήματος Ι της ανακοίνωσης του 2023.

45      Δεύτερον, όσον αφορά τον προσδιορισμό του ποσού της χρηματικής ποινής, η Επιτροπή προτείνει τον πολλαπλασιασμό του βασικού κατ’ αποκοπή ποσού για τη χρηματική ποινή το οποίο καθορίζεται στο σημείο 1 του του παραρτήματος Ι της ανακοίνωσης του 2023, και ανέρχεται σε 3 000 ευρώ ημερησίως, επί τον συντελεστή σοβαρότητας 10, τον συντελεστή διάρκειας 1,3 καθώς και τον συντελεστή «n» 1,37, όπερ αντιστοιχεί σε χρηματική ποινή ύψους 53 430 ευρώ ανά ημέρα.

46      Τέλος, η Επιτροπή προτείνει να γίνει δεκτή ως ημερομηνία από την οποία τίθεται σε ισχύ η υποχρέωση καταβολής η ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης στην υπό κρίση υπόθεση.

47      Η Δημοκρατία της Πολωνίας θεωρεί υπέρμετρο και δυσανάλογο το ύψος της χρηματικής ποινής και του κατ’ αποκοπήν ποσού που προτείνει η Επιτροπή.

48      Αφενός, το εν λόγω κράτος μέλος επισημαίνει ότι η συστηματική εφαρμογή συντελεστή σοβαρότητας «10» σε περίπτωση ολοσχερούς παράβασης της υποχρέωσης ανακοίνωσης των μέτρων μεταφοράς μιας οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο παρακωλύει οποιαδήποτε συνεκτίμηση των ειδικών περιστάσεων που χαρακτηρίζουν τη νομοθετική διαδικασία και το στάδιο εξελίξεως της εθνικής νομοθεσίας. Εν προκειμένω, διάφορες διατάξεις της οδηγίας 2019/1937 αντιστοιχούν σε ισχύοντες κανόνες της υφιστάμενης εθνικής νομοθεσίας, οι οποίοι, μολονότι δεν ανακοινώθηκαν αυτοί καθεαυτούς στην Επιτροπή, έπρεπε να συνεκτιμηθούν για τον προσδιορισμό του συντελεστή σοβαρότητας. Κατ’ αρχάς, ο πολωνικός εργατικός κώδικας περιλαμβάνει διάταξη που θέτει σε εφαρμογή το άρθρο 19 της οδηγίας 2019/1937. Εν συνεχεία, ο πολωνικός κώδικας διοικητικής διαδικασίας προβλέπει τη δημιουργία διαύλου αναφοράς για τις παραβιάσεις του δικαίου, καθώς και την προστασία των προσώπων που αναφέρουν τις παραβιάσεις αυτές. Τέλος, ο πολωνικός νόμος περί τραπεζικού δικαίου επιβάλλει στις τράπεζες να θέσουν σε εφαρμογή συστήματα διαχείρισης και εσωτερικού ελέγχου που καθιστούν δυνατή την αναφορά παραβιάσεων του δικαίου και διασφαλίζουν την προστασία των προσώπων που αναφέρουν τις παραβιάσεις αυτές.

49      Εντούτοις, κατά τη Δημοκρατία της Πολωνίας, ο αυτόματος προσδιορισμός συντελεστή σοβαρότητας δεν επιτρέπει τη συνεκτίμηση των ανωτέρω στοιχείων της εθνικής νομοθεσίας ούτε των συγκεκριμένων συνεπειών της διαπιστωθείσας παράβασης επί των ιδιωτικών και δημοσίων συμφερόντων.

50      Επιπλέον, η Δημοκρατία της Πολωνίας επισημαίνει ότι συνεργάστηκε με την Επιτροπή καθ’ όλη την προ της άσκησης της προσφυγής διαδικασία, γεγονός που θα έπρεπε, κατά την ίδια, να οδηγήσει σε μείωση του συντελεστή σοβαρότητας.

51      Αφετέρου, η συνεκτίμηση δημογραφικού κριτηρίου στο πλαίσιο της μεθόδου υπολογισμού του συντελεστή «n» συνεπάγεται, κατά τη Δημοκρατία της Πολωνίας, ότι η χρηματική κύρωση δεν αντικατοπτρίζει την πραγματική ικανότητα πληρωμής του οικείου κράτους μέλους, όπερ αντιβαίνει στη νομολογία του Δικαστηρίου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση που την αφορά, η Δημοκρατία της Πολωνίας τονίζει ότι η εφαρμογή τέτοιου δημογραφικού κριτηρίου οδηγεί σε αδικαιολόγητη επιβάρυνση του συντελεστή «n».

52      Εν πάση περιπτώσει, η Δημοκρατία της Πολωνίας θεωρεί ότι πρέπει να αναθεωρηθεί το ύψος των χρηματικών κυρώσεων που ζητεί η Επιτροπή, λόγω ραγδαίας μείωσης του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης καθώς και υψηλού πληθωρισμού κατά τη διάρκεια του 2023 στο εν λόγω κράτος μέλος.

53      Με το υπόμνημα απαντήσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ αρχάς, όσον αφορά τον συντελεστή σοβαρότητας, ότι, αν το Δικαστήριο αποφάσιζε να συνεκτιμήσει τη σημασία των διατάξεων της Ένωσης, όπως υποστηρίζει κατ’ ουσίαν η Δημοκρατία της Πολωνίας, τούτο θα συνεπαγόταν ότι θα έπρεπε να αυξηθεί ο ως άνω συντελεστής, δεδομένου ότι η οδηγία 2019/1937 είναι ιδιαιτέρως σημαντική τόσο για το γενικό συμφέρον όσο και για τα ιδιωτικά συμφέροντα. Εν συνεχεία, οι εθνικές διατάξεις που επικαλείται το εν λόγω κράτος μέλος δεν ασκούν επιρροή στο πλαίσιο του προσδιορισμού του εν λόγω συντελεστή σοβαρότητας, καθόσον δεν της ανακοινώθηκαν ως μέτρα μεταφοράς της ανωτέρω οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο. Τέλος, η καλόπιστη συνεργασία που επικαλείται το εν λόγω κράτος μέλος δεν διαδραματίζει κανέναν ρόλο σε περίπτωση ολοσχερούς παράλειψης ανακοίνωσης των μέτρων μεταφοράς οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο και, εν πάση περιπτώσει, η καλόπιστη συνεργασία με την Επιτροπή δεν δύναται να αποτελέσει ελαφρυντική περίσταση καθόσον πρόκειται για υποχρέωση που απορρέει από το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ.

54      Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν δύναται να αγνοήσει, στο πλαίσιο του προσδιορισμού του συντελεστή σοβαρότητας, την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία για τον λόγο και μόνον ότι η εν λόγω νομοθεσία δεν της ανακοινώθηκε. Επιπλέον, το σχέδιο νόμου περί της προστασίας των προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης διήλθε από τα διαδοχικά στάδια της νομοθετικής διαδικασίας.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

 Επί της εφαρμογής του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ

55      Το άρθρο 260, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, προβλέπει ότι όταν η Επιτροπή υποβάλλει στο Δικαστήριο προσφυγή βάσει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, θεωρώντας ότι το συγκεκριμένο κράτος μέλος παρέβη την υποχρέωσή του να ανακοινώσει τα μέτρα μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο μιας οδηγίας που εκδόθηκε σύμφωνα με νομοθετική διαδικασία, το εν λόγω θεσμικό όργανο μπορεί, εάν το κρίνει πρόσφορο, να υποδείξει το ύψος του κατ’ αποκοπήν ποσού ή της χρηματικής ποινής που οφείλει να καταβάλει το εν λόγω κράτος και που η Επιτροπή κρίνει κατάλληλο για την περίσταση. Κατά το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 206, παράγραφος 3, εάν το Δικαστήριο διαπιστώσει την παράβαση, δύναται να επιβάλει στο συγκεκριμένο κράτος μέλος την καταβολή κατ’ αποκοπήν ποσού ή χρηματικής ποινής έως του ορίου του ποσού το οποίο υπέδειξε η Επιτροπή και η υποχρέωση καταβολής τίθεται σε ισχύ την ημερομηνία που προσδιορίζει το Δικαστήριο με την απόφασή του.

56      Καθόσον, όπως προκύπτει από τη σκέψη 38 της παρούσας απόφασης, αποδεικνύεται ότι, κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε στην αιτιολογημένη γνώμη της 15ης Ιουλίου 2022, η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν είχε ούτε θεσπίσει ούτε, συνακόλουθα, ανακοινώσει στην Επιτροπή τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για τη μεταφορά των διατάξεων της οδηγίας 2019/1937 στο εσωτερικό της δίκαιο, η διαπιστωθείσα κατά τα ανωτέρω παράβαση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

57      Υπενθυμίζεται, εξάλλου, ότι ο σκοπός που επιδιώκεται με τη θέσπιση του μηχανισμού του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ είναι όχι μόνο να παρακινηθούν τα κράτη μέλη να παύσουν, το συντομότερο δυνατόν, παράβαση η οποία, ελλείψει μιας τέτοιας διατάξεως, θα έτεινε να συνεχιστεί, αλλά και να καταστεί πιο ευέλικτη και ταχεία η διαδικασία για την επιβολή χρηματικών κυρώσεων για τις παραβάσεις της υποχρέωσης ανακοίνωσης εθνικού μέτρου μεταφοράς οδηγίας που εκδόθηκε σύμφωνα με τη νομοθετική διαδικασία [απόφαση της 29ης Φεβρουαρίου 2024, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων), C-679/22, EU:C:2024:178, σκέψη 68 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

58      Προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός, το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ προβλέπει την επιβολή δύο ειδών χρηματικών κυρώσεων, ήτοι κατ’ αποκοπήν ποσού και ημερήσιας χρηματικής ποινής.

59      Ενώ η επιβολή χρηματικής ποινής φαίνεται ιδιαίτερα κατάλληλη για να παρακινήσει ένα κράτος μέλος να παύσει, το ταχύτερο δυνατόν, παράβαση, η επιβολή υποχρέωσης καταβολής κατ’ αποκοπήν ποσού στηρίζεται περισσότερο στην αποτίμηση των συνεπειών της μη εκτέλεσης των υποχρεώσεων του οικείου κράτους μέλους επί των διακυβευομένων ιδιωτικών και δημοσίων συμφερόντων, ιδίως όταν η παράβαση εξακολούθησε να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα [απόφαση της 29ης Φεβρουαρίου 2024, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων), C-679/22, EU:C:2024:178, σκέψη 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

60      Συναφώς, η Επιτροπή αιτιολογεί τη φύση και το ύψος της ζητούμενης χρηματικής κύρωσης, λαμβάνοντας υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές που έχει θεσπίσει, όπως τις περιεχόμενες στις ανακοινώσεις της, οι οποίες, μολονότι δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο, συμβάλλουν στην εξασφάλιση της διαφάνειας, της προβλεψιμότητας και της ασφάλειας δικαίου κατά τη δράση της Επιτροπής [πρβλ. απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Σλοβενίας (MiFID II), C‑628/18, EU:C:2021:1, σκέψη 50].

61      Εν προκειμένω, η Επιτροπή στηρίχθηκε στην ανακοίνωση του 2023 για να αιτιολογήσει την επιβολή στη Δημοκρατία της Πολωνίας της υποχρέωσης καταβολής ημερήσιας χρηματικής ποινής και κατ’ αποκοπήν ποσού, καθώς και για να προσδιορίσει το ύψος τους.

 Επί της σκοπιμότητας επιβολής χρηματικών κυρώσεων, όπως οι προτεινόμενες από την Επιτροπή

62      Κατά πάγια νομολογία, προκειμένου να εκτιμηθεί η σκοπιμότητα επιβολής χρηματικής κύρωσης, απόκειται στο Δικαστήριο να επιβάλει, σε κάθε υπόθεση και ανάλογα με τις συγκεκριμένες περιστάσεις της ενώπιόν του διαφοράς, καθώς και ανάλογα με τον βαθμό πειθούς και αποτροπής που κρίνει απαραίτητο, τις κατάλληλες χρηματικές κυρώσεις, προκειμένου, ιδίως, να προλάβει την επανάληψη ανάλογων παραβιάσεων του δικαίου της Ένωσης [αποφάσεις της 13ης Ιανουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Σλοβενίας (MiFID II), C-628/18, EU:C:2021:1, σκέψη 71, και της 29ης Φεβρουαρίου 2024, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων), C-679/22, EU:C:2024:178, σκέψη 72].

63      Πρώτον, όσον αφορά την επιβολή υποχρέωσης καταβολής κατ’ αποκοπήν ποσού, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, παρά το γεγονός ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας συνεργάστηκε με τις υπηρεσίες της Επιτροπής κατά τη διάρκεια της προ της άσκησης της προσφυγής διαδικασίας και ενημέρωσε τις υπηρεσίες αυτές για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε προσπαθώντας να διασφαλίσει τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 2019/1937, το σύνολο των νομικών και πραγματικών στοιχείων που σχετίζονται με τη διαπιστωθείσα παράβαση, ήτοι το γεγονός ότι δεν είχε ανακοινωθεί καμία νομοθετική, κανονιστική και διοικητική διάταξη αναγκαία για τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της ανωτέρω οδηγίας κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη της 15ης Ιουλίου 2022 ή έστω κατά την ημερομηνία εξέτασης των πραγματικών περιστατικών από το Δικαστήριο, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι για την αποτελεσματική πρόληψη ανάλογων μελλοντικών παραβάσεων των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης μπορεί να απαιτείται η λήψη ενός αποτρεπτικού μέτρου, όπως είναι η επιβολή υποχρέωσης καταβολής ενός κατ’ αποκοπήν ποσού [βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 25ης Φεβρουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Οδηγία για τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα – Ποινικό δίκαιο), C-658/19, EU:C:2021:138, σκέψη 70, και της 29ης Φεβρουαρίου 2024, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων), C-679/22, EU:C:2024:178, σκέψη 73].

64      Δεύτερον, όσον αφορά την επιβολή χρηματικής ποινής, τέτοια κύρωση επιβάλλεται κατ’ αρχήν μόνον εφόσον, κατά τον χρόνο εξετάσεως των πραγματικών περιστατικών από το Δικαστήριο, η οποία πρέπει να θεωρηθεί ότι πραγματοποιείται κατά την ημερομηνία περατώσεως της διαδικασίας, εξακολουθεί να υφίσταται η παράβαση λόγω της οποίας επιβλήθηκε ως κύρωση η χρηματική αυτή ποινή [απόφαση της 29ης Φεβρουαρίου 2024, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων), C-679/22, EU:C:2024:178, σκέψη 89]. Διευκρινίζεται ότι σε περίπτωση που, όπως εν προκειμένω, δεν διεξήχθη επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η ημερομηνία που πρέπει να ληφθεί υπόψη συναφώς είναι η ημερομηνία της περάτωσης της έγγραφης διαδικασίας.

65      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι, κατά την ημερομηνία περάτωσης της έγγραφης διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου, ήτοι στις 9 Αυγούστου 2023, η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν είχε ούτε θεσπίσει ούτε, συνακόλουθα, ανακοινώσει τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για τη μεταφορά της οδηγίας 2019/1937 στην εσωτερική έννομη τάξη της. Κατά συνέπεια, πρέπει να διαπιστωθεί ότι η παράβαση του εν λόγω κράτους μέλους εξακολούθησε να υφίσταται μέχρι την εξέταση των πραγματικών περιστατικών από το Δικαστήριο.

66      Το Δικαστήριο κρίνει συνεπώς ότι η επιβολή στη Δημοκρατία της Πολωνίας της υποχρέωσης καταβολής ημερήσιας χρηματικής ποινής, σύμφωνα με το αίτημα της Επιτροπής, αποτελεί πρόσφορο μέσο οικονομικής φύσεως για να διασφαλιστεί ότι το κράτος μέλος αυτό θα παύσει, το συντομότερο δυνατόν, τη διαπιστωθείσα παράβαση και θα τηρήσει τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία 2019/1937. Αντιθέτως, εφόσον δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο, κατά την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης στην υπό κρίση υπόθεση, να έχει ολοκληρωθεί πλήρως η μεταφορά της εν λόγω οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, η χρηματική ποινή πρέπει να επιβληθεί μόνο στο μέτρο που η παράβαση εξακολουθήσει να υφίσταται κατά την ημερομηνία της εν λόγω δημοσίευσης [βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 25ης Φεβρουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Οδηγία για τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα – Ποινικό δίκαιο), C-658/19, EU:C:2021:138, σκέψη 61, και της 29ης Φεβρουαρίου 2024, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων), C-679/22, EU:C:2024:178, σκέψη 91].

 Επί του ύψους των χρηματικών κυρώσεων

–       Επί της μεθόδου προσδιορισμού του ύψους των χρηματικών κυρώσεων

67      Kατ’ εφαρμογήν του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, μόνον το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να επιβάλει χρηματική κύρωση σε κράτος μέλος. Εντούτοις, στο πλαίσιο διαδικασίας κινηθείσας κατ’ εφαρμογήν της διάταξης αυτής, το Δικαστήριο διαθέτει περιορισμένη μόνον εξουσία εκτίμησης, δεδομένου ότι, σε περίπτωση που διαπιστώσει παράβαση, δεσμεύεται από τις προτάσεις της Επιτροπής ως προς τη φύση της χρηματικής κύρωσης και ως προς το μέγιστο ποσό της κύρωσης που μπορεί να επιβάλει [απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Σλοβενίας (MiFID II), C-628/18, EU:C:2021:1, σκέψεις 49 και 51].

68      Όπως υπενθυμίστηκε στη σκέψη 62 της παρούσας απόφασης, στο Δικαστήριο απόκειται, κατά την άσκηση της εξουσίας εκτίμησης που διαθέτει στον οικείο τομέα, όπως η εξουσία αυτή οριοθετείται από τις προτάσεις της Επιτροπής, να καθορίζει το ύψος των χρηματικών κυρώσεων που επιβάλλονται σε κράτος μέλος δυνάμει του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, κατά τρόπον ώστε το εν λόγω ύψος να είναι, αφενός, προσαρμοσμένο στις περιστάσεις και, αφετέρου, ανάλογο προς τη διαπραχθείσα παράβαση. Μεταξύ των κρίσιμων, συναφώς, παραγόντων περιλαμβάνονται, ιδίως, στοιχεία όπως η σοβαρότητα της διαπιστωθείσας παράβασης και το χρονικό διάστημα κατά το οποίο εξακολούθησε η παράβαση, καθώς και η ικανότητα πληρωμής του οικείου κράτους μέλους [αποφάσεις της 13ης Ιανουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Σλοβενίας (MiFID II), C-628/18, EU:C:2021:1, σκέψη 74, και της 29ης Φεβρουαρίου 2024, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων), C-679/22, EU:C:2024:178, σκέψεις 74 και 93].

69      Τούτου λεχθέντος, υπενθυμίζεται επίσης ότι, στο πλαίσιο της εν λόγω εξουσίας εκτιμήσεως, κατευθυντήριες γραμμές όπως οι περιεχόμενες στις ανακοινώσεις της Επιτροπής, οι οποίες ορίζουν μαθηματικές μεταβλητές ως ενδεικτικούς κανόνες, δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο, αλλά συμβάλλουν στην εξασφάλιση της διαφάνειας, της προβλεψιμότητας και της ασφάλειας δικαίου στη δράση της ίδιας της Επιτροπής, όταν το όργανο αυτό διατυπώνει προτάσεις προς το Δικαστήριο [πρβλ. αποφάσεις της 11ης Δεκεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C-610/10, EU:C:2012:781, σκέψη 116, καθώς και της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Ελλάδας (Ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων – Σιδηρονικέλιο), C-51/20, EU:C:2022:36, σκέψεις 95 και 110].

70      Πρώτον, όσον αφορά τη σοβαρότητα της διαπιστωθείσας παράβασης, από το σημείο 3.2 της ανακοίνωσης του 2023 προκύπτει ότι, κατά την Επιτροπή, η μη κοινοποίηση των μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο οδηγίας που εκδίδεται σύμφωνα με νομοθετική διαδικασία, θεωρείται πάντοτε σοβαρή. Ως εκ τούτου, η εν λόγω παράβαση θα δικαιολογούσε την αυτόματη εφαρμογή συντελεστή σοβαρότητας «10».

71      Η Δημοκρατία της Πολωνίας αμφισβητεί το επίπεδο του ανωτέρω συντελεστή και τον αυτόματο χαρακτήρα της εφαρμογής του υπό τις περιστάσεις της διαπιστωθείσας παράβασης.

72      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η υποχρέωση λήψης μέτρων για τη διασφάλιση της πλήρους μεταφοράς οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο και η υποχρέωση ανακοίνωσης των διατάξεων αυτών στην Επιτροπή αποτελούν ουσιώδεις υποχρεώσεις των κρατών μελών προκειμένου να διασφαλισθεί η πλήρης αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης και ότι, επομένως, η παράβαση των υποχρεώσεων αυτών πρέπει να θεωρείται ως αρκετά σοβαρή [πρβλ. απόφαση της 29ης Φεβρουαρίου 2024, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων), C-679/22, EU:C:2024:178, σκέψη 75 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

73      Εν προκειμένω, τονίζεται ότι η οδηγία 2019/1937 αποτελεί κρίσιμο μηχανισμό του δικαίου της Ένωσης καθόσον θεσπίζει, δυνάμει του άρθρου 1, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 1 αυτής, ελάχιστα κοινά πρότυπα που θα διασφαλίζουν υψηλό επίπεδο ισορροπημένης και αποτελεσματικής προστασίας των προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης σε τομείς στους οποίους παρόμοιες παραβιάσεις δύνανται να βλάψουν ιδιαίτερα το γενικό συμφέρον. Συγκεκριμένα, η εν λόγω οδηγία, θεσπίζοντας σύστημα προστασίας των προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης σε εργασιακό πλαίσιο, συμβάλλει στην πρόληψη της βλάβης του δημοσίου συμφέροντος, σε ιδιαίτερα ευαίσθητους τομείς, όπως οι δημόσιες συμβάσεις, η πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, η προστασία του περιβάλλοντος ή των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Συνακόλουθα, οι διατάξεις της εν λόγω οδηγίας προβλέπουν την υποχρέωση των οντοτήτων τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα να καθιερώσουν εσωτερικούς διαύλους αναφοράς, διαδικασίες παραλαβής και παρακολούθησης των αναφορών, διασφαλίζοντας παράλληλα τα δικαιώματα των προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης καθώς και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα ανωτέρω πρόσωπα απολαύουν της προβλεπόμενης προστασίας.

74      Η δε παράλειψη μεταφοράς των διατάξεων της οδηγίας 2019/1937 στην εσωτερική έννομη τάξη πλήττει αναπόφευκτα την τήρηση του δικαίου της Ένωσης και την ομοιόμορφη και αποτελεσματική εφαρμογή του, καθόσον ενδέχεται οι παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης να μην αποτελέσουν αντικείμενο αναφοράς αν τα πρόσωπα που γνωρίζουν τέτοιες παραβιάσεις δεν απολαύουν προστασίας έναντι πιθανών αντιποίνων.

75      Τούτου λεχθέντος, το ύψος των χρηματικών κυρώσεων που επιβάλλονται σε κράτος μέλος δυνάμει του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ πρέπει να είναι προσαρμοσμένο στις περιστάσεις και ανάλογο προς τη διαπραχθείσα παράβαση, όπως υπενθυμίστηκε στη σκέψη 68 της παρούσας απόφασης.

76      Συνεπώς, η αυτόματη εφαρμογή ίδιου συντελεστή σοβαρότητας σε όλες τις περιπτώσεις ολοσχερούς παράλειψης μεταφοράς οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο και, συνακόλουθα, παράλειψης ανακοίνωσης των μέτρων μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας εμποδίζει αναπόφευκτα την προσαρμογή του ύψους των χρηματικών κυρώσεων στις ιδιαίτερες περιστάσεις της παράβασης και την επιβολή αναλογικών κυρώσεων.

77      Ειδικότερα, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 84 έως 89 των προτάσεών του, η Επιτροπή, τεκμαίροντας ότι η παραβίαση της υποχρέωσης ανακοίνωσης των μέτρων μεταφοράς οδηγίας πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει την ίδια σοβαρότητα όποια και αν είναι η επίμαχη οδηγία, δεν είναι σε θέση να προσαρμόσει τις χρηματικές κυρώσεις ανάλογα με τις συνέπειες της παράλειψης εκπλήρωσης της υποχρέωσης αυτής επί των δημοσίων και ιδιωτικών συμφερόντων, όπως προβλέπει το σημείο 3.2.2 της ανακοίνωσης του 2023.

78      Συναφώς, η Επιτροπή δεν δύναται να επικαλεσθεί την αρχή της ισότητας των κρατών μελών ενώπιον των Συνθηκών, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ, ως δικαιολογητικό λόγο για την αυτόματη εφαρμογή ενός μοναδικού συντελεστή σοβαρότητας σε περίπτωση ολοσχερούς παράλειψης μεταφοράς οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο και, συνακόλουθα, παράλειψης ανακοίνωσης των μέτρων που απαιτούνται για τη μεταφορά της. Συγκεκριμένα, είναι πρόδηλο ότι οι συνέπειες, επί των διακυβευομένων ιδιωτικών και δημοσίων συμφερόντων, της παράλειψης εκπλήρωσης των υποχρεώσεων τις οποίες υπέχουν τα κράτη μέλη μπορούν να κυμαίνονται, ανάλογα όχι μόνον με το κράτος μέλος, αλλά επίσης και με το κανονιστικό περιεχόμενο της οδηγίας που δεν μεταφέρθηκε. Εντούτοις, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η εν λόγω αρχή επιβάλλει, μεταξύ άλλων, να μην αντιμετωπίζονται κατά τον ίδιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός αν η αντιμετώπιση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Επιτροπή κατά Αυστρίας, C‑51/18, EU:C:2018:1035, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

79      Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν δύναται να απαλλαγεί από την υποχρέωσή της να εκτιμά, σε κάθε κράτος μέλος και για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, τις συνέπειες της διαπιστωθείσας παράβασης επί των ιδιωτικών και δημοσίων συμφερόντων περιοριζόμενη στην αυτόματη εφαρμογή ενός συντελεστή σοβαρότητας στο πλαίσιο του προσδιορισμού των χρηματικών κυρώσεων, οφείλει δε να λαμβάνει υπόψη τυχόν ελαφρυντικές ή επιβαρυντικές περιστάσεις. Ειδικότερα, στην προκείμενη περίπτωση, η παράβαση της υποχρέωσης θέσπισης των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που είναι αναγκαίες για τη μεταφορά της οδηγίας 2019/1937 στην εσωτερική έννομη τάξη είναι ιδιαιτέρως σοβαρή, καθόσον, όπως τονίστηκε στη σκέψη 73 της παρούσας απόφασης, οι διατάξεις της εν λόγω οδηγίας συμβάλλουν, κατά το μέτρο που αποσκοπούν στην προστασία των προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης σε τομείς που καλύπτονται από την οδηγία, στη διασφάλιση της ομοιόμορφης και αποτελεσματικής εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης.

80      Δεύτερον, στο πλαίσιο της εκτίμησης της διάρκειας της παράβασης, υπενθυμίζεται ότι, όσον αφορά το χρονικό σημείο έναρξης της περιόδου που πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό του ύψους του κατ’ αποκοπήν ποσού, η κρίσιμη ημερομηνία προς τον σκοπό εκτίμησης της διάρκειας της επίμαχης παράβασης δεν είναι η ημερομηνία λήξης της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής, αλλά η ημερομηνία λήξης της προθεσμίας μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο που προβλέπει η επίμαχη οδηγία [απόφαση της 29ης Φεβρουαρίου 2024, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων), C-679/22, EU:C:2024:178, σκέψη 81 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

81      Τρίτον, όσον αφορά την ικανότητα πληρωμής του οικείου κράτους μέλους, από τη νομολογία προκύπτει ότι, με την επιφύλαξη της δυνατότητας της Επιτροπής να προτείνει οικονομικές κυρώσεις στηριζόμενες σε πλείονα κριτήρια, ώστε να καταστεί δυνατή, ιδίως, η διατήρηση εύλογης απόκλισης μεταξύ των διαφόρων κρατών μελών, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν του κράτους μέλους αυτού ως κυριότερο στοιχείο για την εκτίμηση της ικανότητας πληρωμής του και για τον καθορισμό επαρκώς αποτρεπτικών και αναλογικών κυρώσεων, προκειμένου να προλαμβάνεται αποτελεσματικά η επανάληψη στο μέλλον ανάλογων παραβάσεων του δικαίου της Ένωσης [αποφάσεις της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Ελλάδας (Ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων – Σιδηρονικέλιο), C-51/20, EU:C:2022:36, σκέψεις 111, 116 και 130, και της 28ης Σεπτεμβρίου 2023, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Φορολογική σήμανση του πετρελαίου ντήζελ), C-692/20, EU:C:2023:707, σκέψη 115].

82      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως αποφανθεί ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πρόσφατη εξέλιξη του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος του κράτους μέλους, ως έχει κατά τον χρόνο της εξέτασης των πραγματικών περιστατικών από το Δικαστήριο [απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Ελλάδας (Ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων – Σιδηρονικέλιο), C-51/20, EU:C:2022:36, σκέψη 107 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

83      Εν προκειμένω, ο συντελεστής «n», που αντιπροσωπεύει την ικανότητα πληρωμής του οικείου κράτους μέλους σε σχέση με την ικανότητα πληρωμής των λοιπών κρατών μελών, ο οποίος εφαρμόζεται από την Επιτροπή κατά τα προβλεπόμενα στα σημεία 3.4 και 4.2 της ανακοίνωσης του 2023, ορίζεται ως ο σταθμισμένος γεωμετρικός μέσος όρος του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος του οικείου κράτους μέλους σε σύγκριση με τον μέσο όρο των ακαθάριστων εγχώριων προϊόντων των κρατών μελών, ο οποίος αντιστοιχεί στα δύο τρίτα του υπολογισμού του συντελεστή «n», και του πληθυσμού του οικείου κράτους μέλους, σε σύγκριση με τον μέσο όρο των πληθυσμών των κρατών μελών, που αντιστοιχεί στο ένα τρίτο του υπολογισμού του συντελεστή «n», όπως προκύπτει από την εξίσωση που παρατίθεται στη σκέψη 10 της παρούσας απόφασης. Η Επιτροπή αιτιολογεί την ανωτέρω μέθοδο υπολογισμού του συντελεστή «n» αφενός με τον σκοπό διατήρησης εύλογης απόκλισης των συντελεστών «n» των κρατών μελών, σε σύγκριση με υπολογισμό βασιζόμενο αποκλειστικά στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν των κρατών μελών, και, αφετέρου, με τον σκοπό διασφάλισης ορισμένης σταθερότητας στον υπολογισμό του συντελεστή «n», δεδομένου ότι ο πληθυσμός δεν είναι πιθανό να παρουσιάζει σημαντικές διαφορές σε ετήσια βάση.

84      Κατά πρώτον, μολονότι είναι αληθές ότι η μέθοδος υπολογισμού του συντελεστή «n» που προκύπτει από την ανακοίνωση του 2023 συνεκτιμά κυρίως το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν του οικείου κράτους μέλους, διαπιστώνεται, ωστόσο, ότι η ως άνω μέθοδος στηρίζεται στην παραδοχή ότι υφίσταται συσχέτιση του μεγέθους του πληθυσμού κράτους μέλους και της ικανότητάς του πληρωμής, πράγμα που δεν ισχύει απαραιτήτως. Επομένως, η συνεκτίμηση δημογραφικού κριτηρίου, όπως αυτή προκύπτει από την εν λόγω μέθοδο, συνεπάγεται αποσύνδεση του συντελεστή «n» από την πραγματική ικανότητα πληρωμής του οικείου κράτους μέλους, η οποία δύναται να οδηγήσει στον προσδιορισμό συντελεστή «n» ο οποίος, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 119 έως 121 των προτάσεών του, δεν αντιστοιχεί απαραιτήτως στην ικανότητα αυτή.

85      Κατά δεύτερον, μολονότι η συνεκτίμηση δημογραφικού κριτηρίου για τον καθορισμό του συντελεστή «n», προκειμένου να προσδιορισθεί η ικανότητα πληρωμής του οικείου κράτους μέλους, παρέχει τη δυνατότητα να διατηρείται ορισμένη απόκλιση μεταξύ των συντελεστών «n» των κρατών μελών, ο σκοπός αυτός δεν δύναται να δικαιολογήσει τον προσδιορισμό της ικανότητας πληρωμής του εν λόγω κράτους μέλους σύμφωνα με κριτήρια που δεν αντικατοπτρίζουν την ικανότητα αυτή.

86      Επομένως, ο προσδιορισμός της ικανότητας πληρωμής του οικείου κράτους μέλους δεν δύναται να συμπεριλάβει στη μέθοδο υπολογισμού του συντελεστή «n» τη συνεκτίμηση δημογραφικού κριτηρίου σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στα σημεία 3.4 και 4.2 της ανακοίνωσης του 2023.

–       Επί του κατ’ αποκοπήν ποσού

87      Σύμφωνα με τη μνημονευόμενη στη σκέψη 68 της παρούσας απόφασης νομολογία, προς τον σκοπό του υπολογισμού του κατ’ αποκοπήν ποσού το οποίο μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει κράτος μέλος δυνάμει του άρθρου 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, στο Δικαστήριο απόκειται, κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, να καθορίζει το ύψος του κατά τρόπον ώστε αυτό να είναι, αφενός, προσαρμοσμένο στις περιστάσεις και, αφετέρου, ανάλογο προς τη διαπραχθείσα παράβαση. Μεταξύ των κρίσιμων, συναφώς, παραγόντων περιλαμβάνονται, ιδίως, η σοβαρότητα της διαπιστωθείσας παράβασης και το χρονικό διάστημα κατά το οποίο εξακολούθησε να υφίσταται η παράβαση, καθώς και η ικανότητα πληρωμής του οικείου κράτους μέλους [απόφαση της 29ης Φεβρουαρίου 2024, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων), C-679/22, EU:C:2024:178, σκέψη 74 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

88      Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, τη σοβαρότητα της διαπραχθείσας παράβασης, αυτή δεν δύναται, όπως διευκρινίστηκε στη σκέψη 79 της παρούσας απόφασης, να καθοριστεί διά της αυτόματης εφαρμογής συντελεστή σοβαρότητας.

89      Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι, για τους λόγους που μνημονεύονται στις σκέψεις 72 έως 74 της παρούσας απόφασης, η παράβαση της υποχρέωσης θέσπισης των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που απαιτούνται για την πλήρη μεταφορά της οδηγίας 2019/1937 στο εσωτερικό δίκαιο, καθώς και της υποχρέωσης ανακοίνωσης των εν λόγω διατάξεων στην Επιτροπή πρέπει να θεωρηθεί ως ιδιαιτέρως σοβαρή.

90      Η σοβαρότητα της παράβασης αυτής ενισχύεται, εξάλλου, από το γεγονός ότι, κατά το πέρας της έγγραφης διαδικασίας, η Δημοκρατία της Πολωνίας εξακολουθούσε να μην έχει θεσπίσει τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για τη μεταφορά της οδηγίας 2019/1937, όπως παραδέχθηκε το ίδιο το κράτος μέλος αυτό στις γραπτές παρατηρήσεις του.

91      Πλην όμως, η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστήριξε στο υπόμνημα αντικρούσεως, χωρίς να αντικρουσθεί συναφώς από την Επιτροπή, ότι στη νομοθεσία της υφίστανται ήδη ορισμένοι κανόνες για την προστασία των προσώπων που καταγγέλλουν παραβιάσεις του δικαίου, οι οποίοι είναι σύμφωνοι προς τις απαιτήσεις της οδηγίας 2019/1937.

92      Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 144 των προτάσεών του, δεν έχει αποδειχθεί ότι οι συνέπειες της διαπιστωθείσας εν προκειμένω παράβασης επί των ιδιωτικών και δημοσίων συμφερόντων ήταν εξίσου αρνητικές όπως σε περίπτωση ολοσχερούς παράλειψης μεταφοράς της οδηγίας 2019/1937 στο εσωτερικό δίκαιο. Όσον αφορά τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη η εν λόγω εθνική νομοθεσία στο πλαίσιο της εκτίμησης του συντελεστή σοβαρότητας, δεδομένου ότι η ως άνω νομοθεσία δεν της κοινοποιήθηκε, αρκεί η διαπίστωση ότι η επιχειρηματολογία αυτή είναι αλυσιτελής καθόσον η παράλειψη κοινοποίησης δεν ασκεί επιρροή στο γεγονός ότι η ύπαρξη της εν λόγω νομοθεσίας έχει αντίκτυπο στα ανωτέρω συμφέροντα.

93      Εντούτοις, η ίδια η Δημοκρατία της Πολωνίας παραδέχθηκε, με το υπόμνημα αντικρούσεως, ότι οι κανόνες περί προστασίας των προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις του δικαίου είναι διάσπαρτοι στην πολωνική έννομη τάξη και, σε αντίθεση με όσα απαιτεί το άρθρο 26, παράγραφος 3, της οδηγίας 2019/1937, δεν περιλαμβάνουν ρητή αναφορά στην προστασία των ανωτέρω προσώπων.

94      Πλην όμως, η έλλειψη ειδικών και σαφών κανόνων για την προστασία των προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης, όπως αυτή προβλέπεται από την οδηγία 2019/1937, παρεμποδίζει την αποτελεσματική προστασία των προσώπων αυτών και δύναται επομένως να υπονομεύσει την ομοιόμορφη και αποτελεσματική εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης στους τομείς που καλύπτει η οδηγία.

95      Συγκεκριμένα, όπως υπενθυμίστηκε στη σκέψη 73 της παρούσας απόφασης, η οδηγία 2019/1937, θεσπίζοντας σύστημα προστασίας των προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης σε εργασιακό πλαίσιο, συμβάλλει στην πρόληψη της βλάβης του δημοσίου συμφέροντος σε ιδιαίτερα ευαίσθητους τομείς, όπως οι δημόσιες συμβάσεις, η πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, η προστασία του περιβάλλοντος ή των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

96      Εντούτοις, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 74 της παρούσας απόφασης, ελλείψει αποτελεσματικής προστασίας, τα πρόσωπα που γνωρίζουν ότι συντελέστηκε παραβίαση του δικαίου της Ένωσης στους τομείς αυτούς είναι δυνατό να αποθαρρυνθούν να το αναφέρουν, καθόσον, αν το πράξουν, ενδέχεται να εκτεθούν σε αντίποινα.

97      Κατά συνέπεια, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού που εκτίθεται στο άρθρο 1 της οδηγίας 2019/1937, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 1 αυτής, η εν λόγω οδηγία αποσκοπεί, όπως αναφέρεται στη σκέψη 73 της παρούσας αποφάσεως, στη θέσπιση κοινών ελάχιστων προτύπων που θα διασφαλίζουν υψηλό επίπεδο ισορροπημένης και αποτελεσματικής προστασίας των προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης, και, ως εκ τούτου, η παράλειψη θέσπισης των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που απαιτούνται για την πλήρη και ακριβή μεταφορά της εν λόγω οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη είναι ιδιαίτερα σοβαρή.

98      Εξάλλου, όσον αφορά τον ισχυρισμό της Δημοκρατίας της Πολωνίας ότι συνεργάστηκε με την Επιτροπή καθ’ όλη τη διάρκεια της προ της άσκησης της προσφυγής διαδικασίας, υπενθυμίζεται ότι τα κράτη μέλη υπέχουν σε κάθε περίπτωση υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας με την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, όπερ συνεπάγεται ότι κάθε κράτος μέλος υποχρεούται να διευκολύνει το θεσμικό όργανο στην εκπλήρωση της αποστολής του, η οποία συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 17 ΣΕΕ, στο να μεριμνά, ως θεματοφύλακας των Συνθηκών, για την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης υπό τον έλεγχο του Δικαστηρίου. Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο εκτίμησης της σοβαρότητας της παράβασης, μόνον μια συνεργασία με την Επιτροπή η οποία θα χαρακτηριζόταν από ενέργειες που μαρτυρούν την πρόθεση συμμόρφωσης το συντομότερο δυνατόν με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από οδηγία θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη ως ελαφρυντική περίσταση [πρβλ. απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 2023, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Φορολογική σήμανση του πετρελαίου ντήζελ), C-692/20, EU:C:2023:707, σκέψεις 106 και 107 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

99      Πλην όμως, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τη σκέψη 17 της παρούσας απόφασης, η Δημοκρατία της Πολωνίας είχε ανακοινώσει στην επιστολή της της 15ης  Σεπτεμβρίου 2022 ότι οι νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωση προς την οδηγία 2019/1937 θα δημοσιεύονταν στην πολωνική επίσημη εφημερίδα εντός του Ιανουαρίου του 2023, κατόπιν δε εντός του Αυγούστου του 2023, όπως ανακοινώθηκε με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 11ης Ιανουαρίου 2023, όπερ δεν συνέβη. Υπό τις συνθήκες αυτές, η συνεργασία της Δημοκρατίας της Πολωνίας με την Επιτροπή κατά την προ της άσκησης της προσφυγής διαδικασία δεν δύναται να ληφθεί υπόψη ως ελαφρυντική περίσταση.

100    Εν συνεχεία, όσον αφορά τη διάρκεια της παράβασης, δεν αμφισβητείται ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν είχε θεσπίσει, κατά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς που προβλέπεται στο άρθρο 26, παράγραφος 1, της οδηγίας 2019/1937, ήτοι στις 17 Δεκεμβρίου 2021, τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για τη μεταφορά της εν λόγω οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο και, συνακόλουθα, ούτε είχε ανακοινώσει τις ανωτέρω διατάξεις στην Επιτροπή.

101    Δεδομένου ότι η έγγραφη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου περατώθηκε στις 9 Αυγούστου 2023, η διάρκεια της επίδικης παράβασης κατά την περάτωση της εν λόγω διαδικασίας έφθανε περίπου το ένα έτος και οκτώ μήνες.

102    Τέλος, όσον αφορά τον προσδιορισμό της ικανότητας πληρωμής της Δημοκρατίας της Πολωνίας, δεν πρέπει, όπως διευκρινίστηκε στις σκέψεις 84 έως 86 της παρούσας απόφασης, να ληφθεί υπόψη, στο πλαίσιο της μεθόδου υπολογισμού του συντελεστή «n», το μέγεθος του πληθυσμού του εν λόγω κράτους μέλους, στον βαθμό που το έπραξε η Επιτροπή βάσει της ανακοίνωσης του 2023.

103    Λαμβανομένων υπόψη των σκέψεων αυτών και βάσει της εξουσίας εκτιμήσεως που αναγνωρίζει στο Δικαστήριο το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί, όσον αφορά το κατ’ αποκοπήν ποσό την καταβολή του οποίου επιβάλλει, να προσδιορίσει ύψος που υπερβαίνει το ποσό που υπέδειξε η Επιτροπή, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, για να προληφθεί αποτελεσματικά η επανάληψη στο μέλλον παραβάσεων, όπως η παράβαση λόγω της μη τήρησης του άρθρου 26, παράγραφος 1, της οδηγίας 2019/1937, οι οποίες θίγουν την πλήρη αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης, απαιτείται να επιβληθεί η υποχρέωση καταβολής κατ’ αποκοπήν ποσού το ύψος του οποίου πρέπει να καθοριστεί σε 7 000 000 ευρώ.

–       Επί της ημερήσιας χρηματικής ποινής

104    Στο Δικαστήριο εναπόκειται, κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, να καθορίζει το ποσό της ημερήσιας χρηματικής ποινής κατά τρόπον ώστε αυτή να είναι, αφενός, προσαρμοσμένη στις περιστάσεις και ανάλογη τόσο προς τη διαπιστωθείσα παράβαση όσο και προς την ικανότητα πληρωμής του οικείου κράτους μέλους και, αφετέρου, να μην υπερβαίνει, σύμφωνα με το άρθρο 260, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το υποδειχθέν από την Επιτροπή ποσό [απόφαση της 29ης Φεβρουαρίου 2024, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων), C-679/22, EU:C:2024:178, σκέψη 92 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

105    Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του Δικαστηρίου προς τον σκοπό του προσδιορισμού του ύψους της χρηματικής ποινής, τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ώστε να διασφαλίζεται ο χαρακτήρας της χρηματικής ποινής ως μέτρου εξαναγκασμού, με σκοπό την ομοιόμορφη και αποτελεσματική εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, είναι, κατ’ αρχήν, η διάρκεια της παραβάσεως, ο βαθμός της σοβαρότητάς της και η ικανότητα πληρωμής του οικείου κράτους μέλους. Για την εφαρμογή των κριτηρίων αυτών, το Δικαστήριο καλείται να συνεκτιμά ιδίως τις συνέπειες της παραβάσεως επί των διακυβευομένων δημοσίων και ιδιωτικών συμφερόντων καθώς και τον βαθμό επείγοντος της συμμορφώσεως του οικείου κράτους μέλους προς τις υποχρεώσεις του [απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Οδηγία για τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα – Ποινικό δίκαιο), C-658/19, EU:C:2021:138, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

106    Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, τη σοβαρότητα της επίδικης παράβασης, δεν αμφισβητείται ότι, κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη της 15ης Ιουλίου 2022, η Δημοκρατία της Πολωνίας είχε παραβεί τις υποχρεώσεις που προβλέπει το άρθρο 26, παράγραφος 1, της οδηγίας 2019/1937, και, επομένως, λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που εκτέθηκαν στις σκέψεις 91 έως 97 της παρούσας απόφασης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι προδήλως δεν είχε διασφαλιστεί η πλήρης αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης.

107    Όσον αφορά, εν συνεχεία, τη διάρκεια της παράβασης, η οποία πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ποινής που πρέπει να επιβληθεί, διαπιστώνεται ότι η επίδικη παράβαση εξακολούθησε να υφίσταται μετά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη της 15ης Ιουλίου 2022.

108    Τέλος, όσον αφορά τον προσδιορισμό της ικανότητας πληρωμής της Δημοκρατίας της Πολωνίας, δεν πρέπει, όπως διευκρινίστηκε στις σκέψεις 84 έως 86 της παρούσας απόφασης, να ληφθεί υπόψη, στο πλαίσιο της μεθόδου υπολογισμού του συντελεστή «n», το μέγεθος του πληθυσμού του εν λόγω κράτους μέλους στον βαθμό που το έπραξε η Επιτροπή βάσει της ανακοίνωσης του 2023.

109    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων και λαμβανομένης υπόψη της εξουσίας εκτιμήσεως που αναγνωρίζει στο Δικαστήριο το άρθρο 260, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί, όσον αφορά τη χρηματική ποινή που επιβάλλει, να προσδιορίσει ύψος που υπερβαίνει το ποσό που υπέδειξε η Επιτροπή, η Δημοκρατία της Πολωνίας πρέπει να υποχρεωθεί, στην περίπτωση που η παράβαση που διαπιστώθηκε στη σκέψη 38 της παρούσας απόφασης συνεχίζεται κατά την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας απόφασης, να καταβάλλει στην Επιτροπή ημερήσια χρηματική ποινή ύψους 40 000 ευρώ από την ως άνω ημερομηνία και μέχρις ότου το εν λόγω κράτος μέλος παύσει την παράβαση.

 Επί των δικαστικών εξόδων

110    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας ηττήθηκε, πρέπει να φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Η Δημοκρατία της Πολωνίας, παραλείποντας να θεσπίσει, μέχρι τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 15ης Ιουλίου 2022, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθεί προς την οδηγία (ΕΕ) 2019/1937 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2019, σχετικά με την προστασία των προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης, και, συνακόλουθα, παραλείποντας να ανακοινώσει τις εν λόγω διατάξεις στην Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 26, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας.

2)      Η Δημοκρατία της Πολωνίας εξακολούθησε την παράβαση, δεδομένου ότι δεν είχε θεσπίσει, κατά τον χρόνο εξέτασης των πραγματικών περιστατικών από το Δικαστήριο, τα αναγκαία μέτρα για τη μεταφορά στο εσωτερικό της δίκαιο των διατάξεων της οδηγίας 2019/1937, ούτε είχε, συνακόλουθα, ανακοινώσει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τα μέτρα αυτά.

3)      Υποχρεώνει τη Δημοκρατία της Πολωνίας να καταβάλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή:

–        κατ’ αποκοπήν ποσό ύψους 7 000 000 ευρώ·

–        σε περίπτωση που η διαπιστωθείσα στο σημείο 1 του διατακτικού παράβαση συνεχίζεται κατά την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας απόφασης, ημερήσια χρηματική ποινή ύψους 40 000 ευρώ, από την ως άνω ημερομηνία και μέχρις ότου το εν λόγω κράτος μέλος παύσει την παράβαση.

4)      Η Δημοκρατία της Πολωνίας φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.