Language of document : ECLI:EU:T:2018:842

Υπόθεση T315/17

Chantal Hebberecht

κατά

Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – ΕΥΕΔ – Διορισμός – Θέση του επικεφαλής της αντιπροσωπείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Αιθιοπία – Απόφαση περί μη παρατάσεως του διορισμού – Συμφέρον της υπηρεσίας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Ίση μεταχείριση»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 27ης Νοεμβρίου 2018

1.      Υπάλληλοι – Οργάνωση των υπηρεσιών – Υπηρεσιακή τοποθέτηση των υπαλλήλων – Εξουσία εκτιμήσεως της Διοικήσεως – Όρια – Συμφέρον της υπηρεσίας – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 7)

2.      Υπάλληλοι – Οργάνωση των υπηρεσιών – Υπηρεσιακή τοποθέτηση των υπαλλήλων – Εναλλαγή των υπηρετούντων εκτός της Ένωσης υπαλλήλων  – Εξουσία εκτιμήσεως της διοικήσεως – Όρια – Συμφέρον της υπηρεσίας – Απόφαση απορρίπτουσα το αίτημα επικεφαλής αντιπροσωπείας περί παρατάσεως του διορισμού του – Διαφοροποίηση μεταξύ των αιτούντων παράταση – Παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως – Δεν υφίσταται

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 20 και 21· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 7 § 1)

3.      Υπάλληλοι – Ίση μεταχείριση – Ισότητα ευκαιριών μεταξύ ανδρών και γυναικών – Ουσιώδης χαρακτήρας της ισότητας αυτής – Μη συνεκτίμηση σε απόφαση περί οργανώσεως των υπηρεσιών – Ακύρωση της αποφάσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 1δ §§ 2 και 3)

4.      Ένδικη διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Τυπικά στοιχεία – Προσδιορισμός του αντικειμένου της διαφοράς – Συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών – Δικόγραφο με το οποίο ζητείται αποκατάσταση ζημίας που προκλήθηκε από θεσμικό όργανο της Ένωσης – Έλλειψη στοιχείων όσον αφορά τον χαρακτήρα και το εύρος της προκληθείσας ζημίας, καθώς και με την αιτιώδη συνάφεια – Απαράδεκτο

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 21, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 76, στοιχείο δʹ)

1.      Σε σχέση με την πολιτική της εναλλαγής προσωπικού, τα θεσμικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως ως προς την οργάνωση των υπηρεσιών τους σε συνάρτηση με την αποστολή που τους έχει ανατεθεί καθώς και ως προς τον διορισμό, για τις ανάγκες της εν λόγω αποστολής, του προσωπικού που έχουν στη διάθεσή τους, υπό την προϋπόθεση ότι ο διορισμός αυτός γίνεται προς το συμφέρον της υπηρεσίας και ότι τηρείται η ισοτιμία των θέσεων. Στο πλαίσιο του ελέγχου που ασκεί επί των αποφάσεων που αφορούν την οργάνωση των υπηρεσιών, το Γενικό Δικαστήριο, όταν επιλαμβάνεται προσφυγής, πρέπει να εξετάζει αν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ενήργησε εντός εύλογων και θεμιτών ορίων και δεν έκανε χρήση της διακριτικής της ευχέρειας κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο. Προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη πρόδηλης πλάνης, ο υπάλληλος πρέπει να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία τα οποία να ανατρέπουν τις εκτιμήσεις της διοικήσεως.

Το δε συμφέρον της υπηρεσίας απαιτεί να μην υπάρχει διακοπή στη συνέχειά της και, ως εκ τούτου, ο έλεγχος να πρέπει να αφορά επίσης την ύπαρξη ενδεχόμενης πρόδηλης πλάνης η οποία αίρει τον εύλογο χαρακτήρα των εκτιμήσεων της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής. Εντούτοις, η ανανέωση του προσωπικού είναι σύμφυτη με την κινητικότητα και δεν θίγει, αφεαυτής, τη συνέχεια της υπηρεσίας, δεδομένου ότι η συνέχεια αυτή διασφαλίζεται μέσω της συνεννοήσεως μεταξύ του αποχωρούντος προσωπικού, του εναπομένοντος προσωπικού και του νέου προσωπικού, που επιλέγεται, ιδίως, βάσει των γνώσεων και της εμπειρίας που διαθέτει για το είδος της συγκεκριμένης θέσεως εργασίας.

(βλ. σκέψεις 27–29, 39, 41)

2.      Η υποχρέωση διασφαλίσεως της ίσης μεταχειρίσεως αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, την οποία καθιερώνουν τα άρθρα 20 και 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αρχή αυτή επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικά παρόμοιες καταστάσεις και να μην αντιμετωπίζονται κατά τον ίδιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός αν η αντιμετώπιση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά. Η αρχή αυτή δεν παραβιάζεται από διαφορές που είναι δικαιολογημένες επί τη βάσει ενός αντικειμενικού και εύλογου κριτήριου, όταν υφίσταται αναλογία μεταξύ των διαφορών αυτών και του σκοπού που επιδιώκεται μέσω της εν λόγω διαφοροποιήσεως. Η ίση μεταχείριση έχει γενική ισχύ και εφαρμόζεται στις πράξεις που εκδίδει η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή στο πλαίσιο του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων κάθε φορά που είναι δυνατή η σύγκριση μεταξύ των καταστάσεων.

Εν προκειμένω, η εφαρμογή της, καθ’ εαυτήν, δεν εμποδίζεται από το γεγονός ότι οι αποφάσεις που αφορούν τις αιτήσεις παρατάσεως του διορισμού στις θέσεις των επικεφαλής αντιπροσωπειών έχουν ως έρεισμα το συμφέρον της υπηρεσίας, το οποίο περιλαμβάνεται μεταξύ των αντικειμενικών και εύλογων κριτηρίων που μπορούν να δικαιολογήσουν διαφορετική μεταχείριση μεταξύ μονίμων υπαλλήλων.

Είναι δυνατή η σύγκριση μεταξύ των απαντήσεων στις εν λόγω αιτήσεις παρατάσεως, καθόσον το ενδιαφερόμενο θεσμικό όργανο προβαίνει το ίδιο σε μια τέτοια σύγκριση στην απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, φροντίζοντας να επισημάνει για ποιο λόγο οι επικεφαλής των άλλων αντιπροσωπειών βρίσκονταν σε διαφορετική κατάσταση από εκείνη του ενδιαφερομένου.

Τούτο πρέπει να εξετάζεται βάσει της νομολογίας που παρέχει στη διοίκηση ευρεία εξουσία εκτιμήσεως για να αποφασίζει για τα ληπτέα μέτρα προς το συμφέρον της υπηρεσίας, ο δε δικαστής της Ένωσης πρέπει ως εκ τούτου να εξακριβώσει, κατά τον έλεγχό του, εάν συνέτρεξε αυθαίρετη διάκριση ή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Εν προκειμένω, οι εκτιμήσεις που διατυπώνονται στην απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως για να εξηγηθεί η διαφοροποίηση μεταξύ των φακέλων είναι εύλογες, η δε προσφεύγουσα δεν προσκόμισε στοιχεία από τα οποία να πιθανολογείται ότι συνέτρεξε αυθαίρετη διάκριση ή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

(βλ. σκέψεις 58-60, 62-64, 66, 76)

3.      Κατά το άρθρο 1δ, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, η πλήρης ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών στην εργασία αποτελεί βασικό στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εφαρμογή όλων των πτυχών του ΚΥΚ. Κατά την ίδια διάταξη, η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν εμποδίζει τα θεσμικά όργανα της Ένωσης να διατηρούν ή να θεσπίζουν μέτρα που προβλέπουν ειδικά πλεονεκτήματα προς διευκόλυνση της ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας από το υποεκπροσωπούμενο φύλο ή προς πρόληψη ή αντιστάθμιση των μειονεκτημάτων στην επαγγελματική σταδιοδρομία.

Σύμφωνα με το άρθρο 1δ, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, οι αρμόδιες για τους διορισμούς αρχές των θεσμικών οργάνων καθορίζουν, από κοινού, μετά από γνώμη της επιτροπής Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης, τα μέτρα και τις δράσεις που αποσκοπούν στην προώθηση της ισότητας των ευκαιριών μεταξύ ανδρών και γυναικών στους τομείς που καλύπτονται από τον ΚΥΚ και λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα, ιδίως για την επανόρθωση των ανισοτήτων που θίγουν τις ευκαιρίες των γυναικών στους τομείς που καλύπτονται από τον ΚΥΚ.

Επομένως, θεσμικό όργανο που απορρίπτει την ισότητα των φύλων από τις εκτιμήσεις επί των οποίων στήριξε την έκδοση της αποφάσεως σχετικά με την αίτηση παρατάσεως του διορισμού του στη θέση του επικεφαλής αντιπροσωπείας που υπέβαλε ο ενδιαφερόμενος, ενώ η διάσταση αυτή έχει ουσιώδη χαρακτήρα, κατά τον νομοθέτη της Ένωσης, παραβιάζει τις προαναφερθείσες διατάξεις του ΚΥΚ.

(βλ. σκέψεις 81-83, 94)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 100-103)