Language of document : ECLI:EU:C:2024:402

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 16ης Μαΐου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Ευρωπαϊκή εταιρία – Κανονισμός (ΕΚ) 2157/2001 – Άρθρο 12, παράγραφος 2 – Ρόλος των εργαζομένων – Καταχώριση της ευρωπαϊκής εταιρίας – Προϋποθέσεις – Προηγούμενη εφαρμογή της διαδικασίας διαπραγμάτευσης σχετικά με τον ρόλο των εργαζομένων η οποία προβλέπεται στην οδηγία 2001/86/ΕΚ – Ευρωπαϊκή εταιρία που έχει συσταθεί και καταχωρισθεί χωρίς εργαζομένους, αλλά στη συνέχεια καθίσταται μητρική εταιρία θυγατρικών οι οποίες απασχολούν εργαζομένους – Υποχρέωση εκ των υστέρων κίνησης της διαδικασίας διαπραγμάτευσης – Δεν υφίσταται – Άρθρο 11 – Κατάχρηση ευρωπαϊκής εταιρίας – Στέρηση από τους εργαζομένους του δικαιώματος να συμμετέχουν στα της εταιρίας– Απαγορεύεται»

Στην υπόθεση C‑706/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Bundesarbeitsgericht (Ομοσπονδιακό Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, Γερμανία) με απόφαση της 17ης Μαΐου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 17 Νοεμβρίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης

Konzernbetriebsrat der O SE & Co. KG

κατά

Vorstand der O Holding SE,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Prechal, πρόεδρο τμήματος, L. Bay Larsen, Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, ασκούντα καθήκοντα δικαστή του δευτέρου τμήματος, F. Biltgen (εισηγητή), J. Passer και M. L. Arastey Sahún, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour

γραμματέας: D. Dittert, προϊστάμενος μονάδας,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 28ης Σεπτεμβρίου 2023,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        το Konzernbetriebsrat der O SE & Co. KG, εκπροσωπούμενο από τον T. Lemke, Rechtsanwalt,

–        το Vorstand der O Holding SE, εκπροσωπούμενο από τον C. Crisolli, Rechtsanwalt,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J. Möller, R. Kanitz και N. Scheffel,

–        η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον T. Schell, επικουρούμενο από τους S. Sunnen και V. Verdanet, avocats,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους G. Braun, B.‑R. Killmann και L. Malferrari και στη συνέχεια από τους B.‑R. Killmann και L. Malferrari,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 7ης Δεκεμβρίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 12, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 2157/2001 του Συμβουλίου, της 8ης Οκτωβρίου 2001, περί του καταστατικού της ευρωπαϊκής εταιρίας (SE) (ΕΕ 2001, L 294, σ.1), καθώς και των άρθρων 3 έως 7 της οδηγίας 2001/86/ΕΚ του Συμβουλίου, της 8ης Οκτωβρίου 2001, για τη συμπλήρωση του καταστατικού της ευρωπαϊκής εταιρίας όσον αφορά το ρόλο των εργαζομένων (ΕΕ 2001, L 294, σ. 22).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Konzernbetriebsrat der O SE & Co. KG (συμβουλίου εργαζομένων του ομίλου O SE & Co. KG, στο εξής: συμβούλιο εργαζομένων του ομίλου O KG) και του Vorstand der O Holding SE (διευθυντικού οργάνου της O Holding SE), με αντικείμενο αίτηση για τη συγκρότηση ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας με σκοπό την εκ των υστέρων κίνηση της διαδικασίας διαπραγμάτευσης σχετικά με τον ρόλο των εργαζομένων η οποία προβλέπεται στα άρθρα 3 έως 7 της οδηγίας 2001/86.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Ο κανονισμός 2157/2001

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 1, 2, 19 και 21 του κανονισμού 2157/2001 έχουν ως εξής:

«(1)      Η υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς και η επακόλουθη βελτίωση της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης στο σύνολο της [Ευρωπαϊκής] Κοινότητας συνεπάγεται, εκτός από την κατάργηση των εμποδίων στις συναλλαγές, την αναδιάρθρωση των παραγωγικών δομών στο κοινοτικό επίπεδο· για το σκοπό αυτό, είναι απαραίτητο οι επιχειρήσεις των οποίων η δραστηριότητα δεν περιορίζεται στην ικανοποίηση των καθαρά τοπικών αναγκών να μπορούν να σχεδιάζουν και να αναλαμβάνουν την αναδιοργάνωση των δραστηριοτήτων τους σε κοινοτικό επίπεδο.

(2)      Μια τέτοια αναδιοργάνωση προϋποθέτει ότι υπάρχουσες επιχειρήσεις από διάφορα κράτη μέλη μπορούν να ενοποιήσουν το δυναμικό τους με συγχώνευση. Αυτό είναι επιτρεπτό μόνο εφόσον τηρούνται οι κανόνες ανταγωνισμού της συνθήκης.

[...]

(19)      Οι κανόνες οι σχετικοί με τον ρόλο των εργαζομένων στην [ευρωπαϊκή ανώνυμη εταιρία (Societas Europaea, στο εξής: SE)] αποτελούν το αντικείμενο της οδηγίας [2001/86]· οι διατάξεις αυτές συνιστούν, ως εκ τούτου, αναπόσπαστο συμπλήρωμα του παρόντος κανονισμού και εφαρμόζονται συντονισμένα.

[...]

(21)      Σκοπός της οδηγίας [2001/86] είναι να κατοχυρώσει το δικαίωμα των εργαζομένων να συμμετέχουν στο χειρισμό των θεμάτων και στη λήψη των αποφάσεων που άπτονται της ύπαρξης της SE· τα υπόλοιπα θέματα που υπάγονται στο κοινωνικό και το εργατικό δίκαιο και δη το δικαίωμα ενημέρωσης και γνωμοδοσίας των εργαζομένων, διέπονται από τις εθνικές διατάξεις που ισχύουν, υπό τους αυτούς όρους, για τις ανώνυμες εταιρίες.»

4        Το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 4, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«(1)      Η σύσταση εταιριών υπό μορφήν [SE] είναι δυνατή στο έδαφος της Κοινότητας, σύμφωνα με τους όρους και τις διαδικασίες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

[...]

4.      O ρόλος των εργαζομένων σε μια SE διέπεται από τις διατάξεις της οδηγίας [2001/86].»

5        Το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«Ανώνυμες εταιρίες και εταιρίες περιορισμένης ευθύνης αναφερόμενες στο παράρτημα ΙΙ οι οποίες έχουν συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους και έχουν την καταστατική τους έδρα και την κεντρική τους διοίκηση στην Κοινότητα, μπορούν να προωθήσουν τη σύσταση εταιρίας χαρτοφυλακίου SE (SE holding) εφόσον δύο τουλάχιστον από αυτές:

α)      διέπονται από το δίκαιο διαφορετικών κρατών μελών [...]».

6        Το άρθρο 8, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Η καταστατική έδρα της SE μπορεί να μεταφερθεί σε άλλο κράτος μέλος κατά τις παραγράφους 2 έως 13. Η μεταφορά δεν συνεπάγεται λύση της εταιρίας ούτε δημιουργία νέου νομικού προσώπου.»

7        Το άρθρο 10 του κανονισμού 2157/2001 ορίζει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη του παρόντος κανονισμού η SE τυγχάνει σε κάθε κράτος μέλος της αυτής μεταχείρισης με την ανώνυμη εταιρία τη συσταθείσα σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους της καταστατικής έδρας της SE.»

8        Το άρθρο 12, παράγραφοι 1 και 2, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«1.      Η SE καταχωρείται στο κράτος μέλος στο οποίο έχει την έδρα της σε μητρώο που ορίζεται από το δίκαιό του [...].

2.      Μια SE δύναται να καταχωρηθεί μόνον εάν έχει συναφθεί συμφωνία περί του ρόλου των εργαζομένων σ’ αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας [2001/86] ή έχει ληφθεί απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 6 της οδηγίας ή έχει λήξει η περίοδος των διαπραγματεύσεων σύμφωνα με το άρθρο 5 της οδηγίας χωρίς τη σύναψη συμφωνίας.»

 Η οδηγία 2001/86

9        Οι αιτιολογικές σκέψεις 3, 6 έως 8 και 18 της οδηγίας 2001/86 αναφέρουν τα εξής:

«(3)      Για να προωθηθούν οι κοινωνικοί στόχοι της Κοινότητας, πρέπει να θεσπισθούν ειδικές διατάξεις, ιδίως στον τομέα του ρόλου των εργαζομένων, με στόχο να διασφαλισθεί ότι η σύσταση μιας SE δεν επιφέρει την κατάργηση ή τη μείωση της κρατούσας πρακτικής ως προς το ρόλο των εργαζομένων στα πλαίσια των εταιριών που συμμετέχουν στη σύσταση μιας SE· ο στόχος αυτός θα πρέπει να επιδιωχθεί μέσω της θέσπισης συνόλου κανόνων στον τομέα αυτό, οι οποίοι θα συμπληρώνουν τις διατάξεις του κανονισμού [2157/2001].

[...]

(6)      […] διαδικασίες διεθνικής ενημέρωσης και διαβούλευσης πρέπει να διασφαλιστούν σε όλες τις περιπτώσεις σύστασης SE·

(7)      Εάν και όταν υπάρχουν, τα δικαιώματα συμμετοχής εντός μιας ή περισσοτέρων εταιριών που προβαίνουν στη σύσταση μιας SE θα πρέπει να διαφυλάσσονται μέσω της μεταφοράς τους στην SE, μόλις αυτή συσταθεί, εκτός εάν τα μέρη αποφασίσουν διαφορετικά·

(8)      Οι συγκεκριμένες διαδικασίες της διεθνικής ενημέρωσης και διαβούλευσης των εργαζομένων, καθώς και η συμμετοχή αυτών, εάν προβλέπεται, οι οποίες θα εφαρμόζονται σε κάθε SE, θα πρέπει να ορίζονται κυρίως μέσω συμφωνίας μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών, ή, ελλείψει συμφωνίας μέσω της εφαρμογής ενός συνόλου επικουρικών κανόνων·

[...]

(18)      Συνιστά θεμελιώδη αρχή και σαφή στόχο της παρούσας οδηγίας να διασφαλιστούν τα κεκτημένα δικαιώματα των εργαζομένων όσον αφορά το ρόλο τους στις αποφάσεις της εταιρίας. Τα δικαιώματα των εργαζομένων πριν τη σύσταση SE πρέπει να αποτελέσουν τη βάση για τα δικαιώματα των εργαζομένων και ως προς το ρόλο τους στην SE (η αρχή “πριν και μετά”)· η προσέγγιση αυτή πρέπει συνεπώς να εφαρμόζεται όχι μόνον στην αρχική σύσταση μιας SE αλλά και στις διαρθρωτικές αλλαγές σε υπάρχουσα SE και στις εταιρίες υπό διαδικασία διαρθρωτικών αλλαγών.»

10      Το άρθρο 1 της οδηγίας φέρει τον τίτλο «Σκοπός» και προβλέπει τα εξής:

«1.      Η παρούσα οδηγία διέπει το ρόλο των εργαζομένων στις υποθέσεις των [SΕ] που προβλέπ[ονται] στον κανονισμό [2157/2001].

2.      Για το σκοπό αυτό, θεσπίζονται σε κάθε SE ρυθμίσεις για το ρόλο των εργαζομένων σύμφωνα με τη διαδικασία διαπραγματεύσεων των άρθρων 3 έως 6 ή, στις περιπτώσεις που ορίζονται στο άρθρο 7, σύμφωνα με τη διαδικασία του παραρτήματος.»

11      Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας φέρει τον τίτλο «Ορισμοί» και ορίζει στα στοιχεία βʹ, γʹ και ζʹ τα εξής:

«Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

[...]

β)      “Συμμετέχουσες εταιρίες”, οι εταιρίες που συμμετέχουν άμεσα στη σύσταση μιας SE·

γ)      “Θυγατρική” μιας εταιρίας, επιχείρηση επί της οποίας η εταιρία αυτή ασκεί δεσπόζουσα επιρροή [...]

[...]

ζ)      “Ειδική διαπραγματευτική ομάδα”, ομάδα συσταθείσα σύμφωνα με το άρθρο 3 προκειμένου να διαπραγματευθεί με το αρμόδιο όργανο των συμμετεχουσών εταιριών τη θέσπιση ρυθμίσεων για το ρόλο των εργαζομένων εντός της SΕ [...]».

12      Το άρθρο 3 της ίδιας οδηγίας φέρει τον τίτλο «Ίδρυση ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας» και προβλέπει στις παραγράφους 1 έως 3 και 6 τα εξής:

«1.      Όταν τα διευθυντικά ή διοικητικά όργανα των συμμετεχουσών εταιριών καταρτίζουν το σχέδιο σύστασης SE, το συντομότερο δυνατόν αφότου δημοσιευθούν τα σχέδια συγχώνευσης ή δημιουργίας εταιρίας χαρτοφυλακίου ή αφού συμφωνηθεί σχέδιο για τη σύσταση θυγατρικής ή τη μετατροπή σε SE, λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της παροχής πληροφοριών περί την ταυτότητα των συμμετεχουσών εταιριών, σχετικών θυγατρικών ή εγκαταστάσεων και περί τον αριθμό των εργαζομένων σε αυτές, για να αρχίσουν διαπραγματεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων στις εταιρίες σχετικά με τις ρυθμίσεις για το ρόλο τους εντός της SE.

2.      Για το σκοπό αυτό, ιδρύεται ειδική διαπραγματευτική ομάδα που εκπροσωπεί τους εργαζομένους των συμμετεχουσών εταιριών και των σχετικών θυγατρικών ή εγκαταστάσεων [...].

[...]

3.      Η ειδική διαπραγματευτική ομάδα και τα αρμόδια όργανα των συμμετεχουσών εταιριών καθορίζουν, με γραπτή συμφωνία, τις ρυθμίσεις για το ρόλο των εργαζομένων εντός της SE.

Για το σκοπό αυτό, τα αρμόδια όργανα των συμμετεχουσών εταιριών ενημερώνουν την ειδική διαπραγματευτική ομάδα για το σχέδιο και τη διεξαγωγή της διαδικασίας σύστασης της SE, μέχρι την καταχώρησή της.

[...]

6.      Η ειδική διαπραγματευτική ομάδα μπορεί να αποφασίσει με την [...] πλειοψηφία [της παραγράφου 4] να μην αρχίσει διαπραγματεύσεις, ή να περατώσει τις διαπραγματεύσεις που έχουν ήδη αρχίσει και να βασιστεί στις διατάξεις περί ενημέρωσης και διαβούλευσης με τους εργαζομένους, που ισχύουν στα κράτη μέλη στα οποία η SE έχει εργαζομένους. Όταν λαμβάνεται τέτοια απόφαση, η διαδικασία σύναψης συμφωνίας κατ’ άρθρο 4 σταματά και δεν εφαρμόζεται καμμία των διατάξεων του Παραρτήματος.

[...]

Η ειδική διαπραγματευτική ομάδα συγκαλείται εκ νέου κατόπιν [γραπτής] αιτήσεως του 10 % τουλάχιστον των εργαζομένων στην SE, τις θυγατρικές και τις εγκαταστάσεις της, ή των εκπροσώπων τους, το νωρίτερο δύο έτη μετά την προαναφερόμενη απόφαση, εκτός εάν τα μέρη συμφωνήσουν να αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις νωρίτερα. [...]»

13      Το άρθρο 4 της οδηγίας 2001/86 φέρει τον τίτλο «Περιεχόμενο της συμφωνίας» και αναφέρει στην παράγραφο 2, στοιχείο ηʹ, μεταξύ των διαφόρων στοιχείων που πρέπει να περιλαμβάνει η συμφωνία σχετικά με τις ρυθμίσεις για τον ρόλο των εργαζομένων στην SE, η οποία συνάπτεται μεταξύ των αρμόδιων οργάνων των συμμετεχουσών εταιριών και της ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας, τον καθορισμό της «ημερομηνία[ς] έναρξης ισχύος της συμφωνίας και τη[ς] διάρκειά[ς] της, τ[ων] περιπτώσε[ων] κατά τις οποίες απαιτείται αναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας και τη[ς] οικεία[ς] διαδικασία[ς]».

14      Το άρθρο 6 της οδηγίας φέρει τον τίτλο «Νομοθεσία που εφαρμόζεται στη διαδικασία διαπραγμάτευσης» και έχει ως εξής:

«Εάν η παρούσα οδηγία δεν προβλέπει άλλως, η νομοθεσία που εφαρμόζεται στη διαδικασία των διαπραγματεύσεων που προβλέπεται στα άρθρα 3 έως 5 είναι αυτή του κράτους μέλους στο οποίο η SE έχει την καταστατική της έδρα.»

15      Το άρθρο 7 της εν λόγω οδηγίας φέρει τον τίτλο «Διατάξεις αναφοράς» και προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Προκειμένου να εξασφαλιστεί η επίτευξη του στόχου κατ’ άρθρο 1, τα κράτη μέλη θεσπίζουν [...] διατάξεις αναφοράς σχετικά με το ρόλο των εργαζομένων, οι οποίες πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις του παραρτήματος.

Οι διατάξεις αναφοράς, που θεσπίζονται από τη νομοθεσία του κράτους μέλους όπου πρόκειται να εγκατασταθεί η καταστατική έδρα της SE, ισχύουν από την ημερομηνία καταχώρησης της SE, εφόσον:

α)      είτε συμφωνούν τα μέρη·

β)      είτε δεν έχει επιτευχθεί συμφωνία [...] και

–        το αρμόδιο όργανο έκαστης συμμετέχουσας εταιρίας δεχθεί την εφαρμογή των διατάξεων αναφοράς σε σχέση με τη SE συνεχίζοντας έτσι την καταχώρηση της SE, και

–        η ειδική διαπραγματευτική ομάδα δεν έχει λάβει την απόφαση που προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 6.»

16      Το άρθρο 11 της οδηγίας 2001/86 φέρει τον τίτλο «Καταστρατήγηση των διαδικασιών» και προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα ενδεδειγμένα σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία μέτρα προκειμένου να εμποδίσουν μια κατάχρηση της SE αποσκοπούσα στο να στερήσει από τους εργαζομένους το δικαίωμα να συμμετέχουν στα της εταιρίας ή να τους αρνηθεί αυτό το δικαίωμα.»

17      Το άρθρο 12 της οδηγίας φέρει τον τίτλο «Τήρηση της παρούσας οδηγίας» και προβλέπει στην παράγραφο 2 τα εξής:

«Τα κράτη μέλη προβλέπουν τα ενδεδειγμένα μέτρα σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων της παρούσας οδηγίας· ειδικότερα μεριμνούν για την ύπαρξη των διοικητικών ή [δικαστικών] διαδικασιών που θα εξασφαλίζουν την εκτέλεση των υποχρεώσεων οι οποίες απορρέουν από την παρούσα οδηγία.»

18      Το τμήμα 1 του παραρτήματος της εν λόγω οδηγίας, το οποίο περιέχει τις διατάξεις αναφοράς που μνημονεύονται στο άρθρο 7 της ίδιας οδηγίας, διέπει τη σύνθεση του οργάνου εκπροσώπησης των εργαζομένων. Προβλέπει στο στοιχείο ζʹ, πρώτο εδάφιο, ότι «[τ]έσσερα χρόνια μετά τη σύσταση του οργάνου εκπροσώπησης, το όργανο αυτό εξετάζει αν είναι σκόπιμο να αρχίσουν διαπραγματεύσεις για τη σύναψη της συμφωνίας που προβλέπεται στα άρθρα 4 και 7 [της οδηγίας 2001/86] ή να συνεχιστεί η εφαρμογή των διατάξεων αναφοράς που έχουν θεσπιστεί σύμφωνα με το παρόν παράρτημα.»

 Το γερμανικό δίκαιο

19      Η οδηγία 2001/86 μεταφέρθηκε στο γερμανικό δίκαιο με τον Gesetz über die Beteiligung der Arbeitnehmer in einer Europäischen Gesellschaft (νόμο περί του ρόλου των εργαζομένων σε ευρωπαϊκή εταιρία), της 22ας Δεκεμβρίου 2004 (BGBI. I, σ. 3675, 3686, στο εξής: SEBG).

20      Το άρθρο 18 του SEBG φέρει τον τίτλο «Επανέναρξη των διαπραγματεύσεων» και προβλέπει στην παράγραφο 3 τα εξής:

«Σε περίπτωση που σχεδιάζονται διαρθρωτικές εταιρικές αλλαγές στην SE, οι οποίες ενδέχεται να θίξουν τα δικαιώματα συμμετοχής των εργαζομένων στην εταιρία, διεξάγονται με πρωτοβουλία της διοίκησης της SE ή του συμβουλίου εργαζομένων της SE διαπραγματεύσεις για τα δικαιώματα αυτά των εργαζομένων. Αντί της εκ νέου συγκρότησης της ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας, οι διαπραγματεύσεις με τη διοίκηση της SE μπορούν, κατόπιν κοινής συμφωνίας, να διεξαχθούν από το συμβούλιο εργαζομένων της SE από κοινού με τους εκπροσώπους των εργαζομένων που θίγονται από τη σχεδιαζόμενη διαρθρωτική αλλαγή και οι οποίοι δεν εκπροσωπούνταν μέχρι τότε από το συμβούλιο εργαζομένων της SE. Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί συμφωνία κατά τις διαπραγματεύσεις αυτές, εφαρμόζονται τα άρθρα 22 έως 33 για τα εκ του νόμου συμβούλια εργαζομένων της SE και τα άρθρα 34 έως 38 για το σύστημα συναπόφασης εκ του νόμου.»

21      Το άρθρο 43 του SEBG ορίζει τα εξής:

«Δεν πρέπει να γίνεται κατάχρηση της SE αποσκοπούσα στο να στερηθούν οι εργαζόμενοι το δικαίωμα να συμμετέχουν στα της εταιρίας ή να μην τους αναγνωρισθεί αυτό το δικαίωμα. Τεκμαίρεται η ύπαρξη κατάχρησης όταν, χωρίς να έχει κινηθεί η διαδικασία του άρθρου 18, παράγραφος 3, πραγματοποιηθούν κατά τη διάρκεια του έτους που έπεται της συστάσεως της SE διαρθρωτικές αλλαγές που έχουν ως αποτέλεσμα να στερηθούν οι εργαζόμενοι το δικαίωμα να συμμετέχουν στα της εταιρίας ή να μην τους αναγνωρισθεί αυτό το δικαίωμα.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

22      Στις 28 Μαρτίου 2013 η O Holding SE, συσταθείσα σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 2157/2001 από τις εταιρίες O Ltd και O GmbH, δύο εταιρίες εδρεύουσες στο Ηνωμένο Βασίλειο και στη Γερμανία αντιστοίχως, οι οποίες δεν απασχολούσαν εργαζομένους και δεν διέθεταν θυγατρικές εταιρίες, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2001/86, στις οποίες να απασχολούνται εργαζόμενοι, καταχωρίσθηκε στο μητρώο εταιριών της Αγγλίας και της Ουαλίας. Κατά συνέπεια, πριν από την εν λόγω καταχώριση δεν διεξήχθησαν διαπραγματεύσεις σχετικά με τον ρόλο των εργαζομένων, όπως προβλέπουν τα άρθρα 3 έως 7 της οδηγίας 2001/86.

23      Την επομένη, ήτοι στις 29 Μαρτίου 2013, η O Holding SE κατέστη μοναδική εταίρος της εταιρίας O Holding GmbH, η οποία είχε έδρα το Αμβούργο (Γερμανία) και διέθετε εποπτικό συμβούλιο συγκείμενο κατά το ένα τρίτο από εκπροσώπους των εργαζομένων. Στις 14 Ιουνίου 2013 η O Holding SE αποφάσισε τη μετατροπή της εν λόγω εταιρίας σε ετερόρρυθμη εταιρία, με την επωνυμία O KG. Η μεταβολή της εταιρικής μορφής καταχωρίσθηκε στο μητρώο εταιριών στις 2 Σεπτεμβρίου 2013. Κατόπιν της μετατροπής αυτής, έπαυσε να έχει εφαρμογή το σύστημα συμμετοχής των εργαζομένων στο εποπτικό συμβούλιο.

24      Αν και η O KG απασχολεί περίπου 816 εργαζομένους και διαθέτει θυγατρικές εταιρίες σε πλείονα κράτη μέλη στις οποίες απασχολούνται συνολικά περί τους 2 200 εργαζομένους, οι εταίροι της, ήτοι η O Holding SE, ετερόρρυθμη εταίρος, και η O Management SE, ομόρρυθμη εταίρος, καταχωρισμένη στο Αμβούργο, μοναδική μέτοχος της οποίας είναι η O Holding SE, δεν απασχολούν κανέναν εργαζόμενο.

25      Η Ο Holding SE μετέφερε την έδρα της στο Αμβούργο με ισχύ από τις 4 Οκτωβρίου 2017.

26      Το συμβούλιο εργαζομένων του ομίλου O KG, θεωρώντας ότι η διοίκηση της O Holding SE όφειλε να κινήσει εκ των υστέρων τη διαδικασία για τη συγκρότηση ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας, καθόσον η O Holding SE διέθετε θυγατρικές εταιρίες, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2001/86, οι οποίες απασχολούσαν εργαζομένους σε πλείονα κράτη μέλη, άσκησε αγωγή εργατικού δικαίου.

27      Κατόπιν της απορρίψεως της αγωγής του συμβουλίου εργαζομένων του ομίλου O KG με απόφαση του Arbeitsgericht Hamburg (δικαστηρίου εργατικών διαφορών Αμβούργου, Γερμανία), η οποία επικυρώθηκε από το Landesarbeitsgericht Hamburg (δευτεροβάθμιο δικαστήριο εργατικών διαφορών Αμβούργου, Γερμανία), επελήφθη της υποθέσεως το Bundesarbeitsgericht (Ομοσπονδιακό Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, Γερμανία), ήτοι το αιτούν δικαστήριο.

28      Για την επίλυση της εν λόγω ένδικης διαφοράς, το αιτούν δικαστήριο ζητεί την ερμηνεία, αφενός, του άρθρου 12, παράγραφος 2, του κανονισμού 2157/2001, σε συνδυασμό με τα άρθρα 3 έως 7 της οδηγίας 2001/86, και, αφετέρου, του άρθρου 6 της οδηγίας.

29      Επισημαίνει ότι, ομολογουμένως, οι συγκεκριμένες διατάξεις δεν προβλέπουν ρητώς ότι η διαδικασία διαπραγμάτευσης ως προς τον ρόλο των εργαζομένων πρέπει, εφόσον δεν έχει προηγηθεί, να κινείται εκ των υστέρων. Εκτιμά, ωστόσο, ότι, όπως προκύπτει ιδίως από τις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 2 του εν λόγω κανονισμού, ο κανονισμός και η οδηγία εκκινούν από την αρχή ότι οι εταιρίες που συμμετέχουν στη σύσταση μιας SE ή οι θυγατρικές τους ασκούν οικονομική δραστηριότητα συνεπαγόμενη την απασχόληση εργαζομένων, οπότε, ήδη από τη σύσταση και πριν από την καταχώριση της SE, είναι δυνατή η κίνηση μιας τέτοιας διαδικασίας διαπραγμάτευσης.

30      Κατά συνέπεια, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν ο σκοπός που επιδιώκεται με τα άρθρα 3 έως 7 της οδηγίας 2001/86 θα μπορούσε να επιβάλλει, στην περίπτωση καταχώρισης SE συσταθείσας από συμμετέχουσες εταιρίες οι οποίες δεν απασχολούν εργαζομένους και δεν διαθέτουν θυγατρικές που απασχολούν εργαζομένους, την εκ των υστέρων διεξαγωγή της διαδικασίας διαπραγμάτευσης σχετικά με τον ρόλο των εργαζομένων όταν η SE καθίσταται ελέγχουσα επιχείρηση θυγατρικών οι οποίες απασχολούν εργαζομένους σε πλείονα κράτη μέλη.

31      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι μια τέτοια υποχρέωση μπορεί να είναι επιβεβλημένη, τουλάχιστον υπό το πρίσμα του άρθρου 11 της οδηγίας 2001/86 εάν, όπως συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης, υφίσταται στενή χρονική σχέση μεταξύ της καταχώρισης της SE και της απόκτησης θυγατρικών, καθόσον το γεγονός αυτό μπορεί να οδηγήσει στην υπόθεση ότι πρόκειται για καταχρηστική μεθόδευση που αποσκοπεί στο να στερηθούν οι εργαζόμενοι τα δικαιώματά τους όσον αφορά τον ρόλο τους στην επιχείρηση ή στο να μην τους αναγνωρισθούν τα δικαιώματα αυτά.

32      Εάν υφίσταται υποχρέωση εκ των υστέρων διεξαγωγής της διαδικασίας διαπραγμάτευσης σχετικά με τον ρόλο των εργαζομένων, τίθεται περαιτέρω το ερώτημα κατά πόσον η υποχρέωση αυτή υπόκειται σε χρονικό περιορισμό και κατά πόσον η διεξαγωγή της εν λόγω διαδικασίας διέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο η SE χαρτοφυλακίου έχει νυν την καταστατική της έδρα ή από το δίκαιο του κράτους στο οποίο είχε καταχωρισθεί αρχικά, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι, εν προκειμένω, το τελευταίο αυτό κράτος αποχώρησε από την Ευρωπαϊκή Ένωση μετά την ημερομηνία μεταφοράς της έδρας της SE χαρτοφυλακίου στη Γερμανία.

33      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesarbeitsgericht (Ομοσπονδιακό Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού [2157/2001] σε συνδυασμό με τα άρθρα 3 έως 7 της οδηγίας [2001/86] την έννοια ότι, όταν κατά τη σύσταση [SE χαρτοφυλακίου] από συμμετέχουσες εταιρίες που δεν απασχολούν εργαζομένους και δεν έχουν θυγατρικές που απασχολούν εργαζομένους, καθώς και κατά την καταχώρισή της στο μητρώο κράτους μέλους (“SE άνευ εργαζομένων”), δεν έχει προηγηθεί διαδικασία διαπραγμάτευσης σχετικά με τον ρόλο των εργαζομένων στην SE, σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία, η διαδικασία αυτή πρέπει να διεξάγεται εκ των υστέρων, σε περίπτωση που η SE καθίσταται ελέγχουσα επιχείρηση θυγατρικών σε πλείονα κράτη μέλη [...], οι οποίες απασχολούν εργαζομένους;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα:

Είναι δυνατή και επιβεβλημένη σε τέτοια περίπτωση η εκ των υστέρων διεξαγωγή της διαδικασίας διαπραγμάτευσης χωρίς χρονικό περιορισμό;

3)      Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο δεύτερο ερώτημα:

Αντιτίθεται το άρθρο 6 της οδηγίας [2001/86] στη δυνατότητα εφαρμογής του δικαίου του κράτους μέλους στο οποίο η SE έχει πλέον την καταστατική της έδρα όσον αφορά την εκ των υστέρων διεξαγωγή της διαδικασίας διαπραγμάτευσης, όταν η “SE άνευ εργαζομένων” καταχωρίσθηκε στο μητρώο σε έτερο κράτος μέλος χωρίς να έχει προηγηθεί τέτοια διαδικασία και, ήδη πριν από τη μεταφορά της καταστατικής έδρας της, κατέστη ελέγχουσα επιχείρηση θυγατρικών σε πλείονα κράτη μέλη [...], οι οποίες απασχολούν εργαζομένους;

4)      Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο τρίτο ερώτημα:

Ισχύει το ίδιο και στην περίπτωση κατά την οποία το κράτος στο οποίο καταχωρίσθηκε το πρώτον η εν λόγω “SE άνευ εργαζομένων” αποχώρησε από την [...] Ένωση μετά τη μεταφορά της έδρας και το δίκαιό του δεν περιέχει πλέον διατάξεις για τη διεξαγωγή διαδικασίας διαπραγμάτευσης σχετικά με τον ρόλο των εργαζομένων στην SE;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

34      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού 2157/2001, σε συνδυασμό με τα άρθρα 3 έως 7 της οδηγίας 2001/86, έχει την έννοια ότι, όταν SE χαρτοφυλακίου συσταθείσα από συμμετέχουσες εταιρίες οι οποίες δεν απασχολούν εργαζομένους και δεν διαθέτουν θυγατρικές που απασχολούν εργαζομένους καταχωρίζεται χωρίς να έχουν προηγηθεί διαπραγματεύσεις για τον ρόλο των εργαζομένων, επιβάλλεται η μεταγενέστερη διεξαγωγή τέτοιων διαπραγματεύσεων για τον λόγο ότι η συγκεκριμένη SE απέκτησε τον έλεγχο θυγατρικών που απασχολούν εργαζομένους σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη.

35      Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης επιβάλλεται η συνεκτίμηση όχι μόνον του γράμματός της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο αυτή εντάσσεται, καθώς και των σκοπών που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος και, εφόσον παρίσταται ανάγκη, του ιστορικού της θεσπίσεώς της (απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2022, IG Metall και ver.di, C‑677/20, EU:C:2022:800, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36      Κατά πρώτον, από το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού 2157/2001 προκύπτει ότι, υπό την επιφύλαξη των περιπτώσεων στις οποίες η ειδική διαπραγματευτική ομάδα έχει αποφασίσει, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 6, της οδηγίας 2001/86, να μην αρχίσει διαπραγματεύσεις ή να περατώσει τις διαπραγματεύσεις που έχουν ήδη αρχίσει ή των περιπτώσεων στις οποίες η περίοδος που προβλέπει το άρθρο 5 της οδηγίας για τη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων έχει λήξει χωρίς να έχει συναφθεί συμφωνία, «[μ]ια SE δύναται να καταχωρηθεί μόνον εάν έχει συναφθεί συμφωνία περί του ρόλου των εργαζομένων σ’ αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας [2001/86]». Ως εκ τούτου, η σύναψη μιας τέτοιας συμφωνίας και, επομένως, οι διαπραγματεύσεις για τη σύναψή της πρέπει να γίνονται πριν από την καταχώριση της SE.

37      Όπως καταδεικνύει το εν λόγω άρθρο 12, παράγραφος 2, και όπως προκύπτει από το άρθρο 1, παράγραφος 4, του κανονισμού 2157/2001, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 19 του κανονισμού, οι κανόνες της οδηγίας 2001/86 σχετικά με τον ρόλο των εργαζομένων αποτελούν αναπόσπαστο συμπλήρωμα του κανονισμού 2157/2001 και, ως εκ τούτου, πρέπει να εφαρμόζονται ταυτόχρονα με αυτόν.

38      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας προβλέπει ότι, «[ό]ταν τα διευθυντικά ή διοικητικά όργανα των συμμετεχουσών εταιριών καταρτίζουν το σχέδιο σύστασης SE, το συντομότερο δυνατόν αφότου δημοσιευθούν τα σχέδια […] δημιουργίας εταιρίας χαρτοφυλακίου [...], λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα [...] για να αρχίσουν διαπραγματεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων στις εταιρίες [αυτές] σχετικά με τις ρυθμίσεις για το ρόλο τους εντός της SE».

39      Κατά την παράγραφο 2 και την παράγραφο 3, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω άρθρου 3, συγκροτείται «για το σκοπό αυτό» ειδική διαπραγματευτική ομάδα, η οποία ενημερώνεται από το αρμόδιο όργανο των συμμετεχουσών εταιριών «για το σχέδιο και τη διεξαγωγή της διαδικασίας σύστασης της SE, μέχρι την καταχώρησή της». Η σύσταση ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας και οι διαπραγματεύσεις σχετικά με τον ρόλο των εργαζομένων εντός της SE συνδέονται επομένως στενά με τη σύσταση SE και λαμβάνουν χώρα στο ίδιο πλαίσιο.

40      Όπως ορθώς επισήμαναν τόσο το αιτούν δικαστήριο όσο και το σύνολο των διαδίκων της κύριας δίκης και των ενδιαφερομένων που υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους ενώπιον του Δικαστηρίου, από την ερμηνεία του άρθρου 12, παράγραφος 2, του κανονισμού 2157/2001, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφοι 1 έως 3, της οδηγίας 2001/86, προκύπτει ότι η διαδικασία διαπραγμάτευσης μεταξύ των μερών σχετικά με τον ρόλο των εργαζομένων στην SE προκειμένου να συναφθεί σύμβαση που να ρυθμίζει τον ρόλο αυτόν πρέπει, κατά γενικό κανόνα, να λάβει χώρα κατά τον χρόνο σύστασης της SE και πριν από την καταχώρισή της. Συνεπώς, οι εν λόγω διατάξεις δεν εφαρμόζονται σε SE που έχει ήδη συσταθεί, τη στιγμή που οι συμμετέχουσες στη σύστασή της εταιρίες δεν απασχολούσαν, κατά τον χρόνο εκείνο, εργαζομένους, οπότε τα διευθυντικά ή διοικητικά όργανα των εν λόγω εταιριών δεν μπορούσαν να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων των ως άνω εταιριών για τον ρόλο των εργαζομένων στην SE πριν από την καταχώριση της τελευταίας.

41      Ωστόσο, η οδηγία αυτή προβλέπει τρεις περιπτώσεις στις οποίες η εν λόγω διαδικασία κινείται ή μπορεί να κινηθεί σε μεταγενέστερο στάδιο.

42      Πρώτον, από το άρθρο 3, παράγραφος 6, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2001/86 προκύπτει ότι η ειδική διαπραγματευτική ομάδα μπορεί να αποφασίσει να μην αρχίσει διαπραγματεύσεις ή να περατώσει τις διαπραγματεύσεις που έχουν ήδη αρχίσει, ανοίγοντας με τον τρόπο αυτό τον δρόμο για την καταχώριση της SE. Στην περίπτωση αυτή, η ειδική διαπραγματευτική ομάδα συγκαλείται εκ νέου, υπό τις προϋποθέσεις του τετάρτου εδαφίου του εν λόγω άρθρου 3, παράγραφος 6, το νωρίτερο δύο έτη μετά την ημερομηνία λήψης της απόφασης αυτής, προκειμένου να αποφασίσει αν πρέπει να ξεκινήσουν εκ νέου διαπραγματεύσεις με τη διεύθυνση.

43      Δεύτερον, από το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο ηʹ, της ως άνω οδηγίας μπορεί να συναχθεί ότι μεταγενέστερη επανέναρξη των διαπραγματεύσεων είναι επίσης δυνατή όταν έχει συναφθεί και βρίσκεται σε ισχύ συμφωνία μεταξύ των μερών σχετικά με τον ρόλο των εργαζομένων στην SE. Μεταξύ των διαφόρων στοιχείων που πρέπει να περιλαμβάνει μια τέτοια συμφωνία, το εν λόγω στοιχείο ηʹ προβλέπει, ειδικότερα, τον καθορισμό των «περιπτώσε[ων] κατά τις οποίες απαιτείται αναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας και τη[ς] οικεία[ς] διαδικασία[ς]».

44      Τρίτον, το τμήμα 1, στοιχείο ζʹ, του παραρτήματος της οδηγίας 2001/86, του οποίου οι διατάξεις αναφοράς εφαρμόζονται, υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας, όταν τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν σχετικώς ή όταν δεν έχει επιτευχθεί συμφωνία, προβλέπει ότι τέσσερα έτη μετά τη σύσταση του οργάνου εκπροσώπησης των εργαζομένων, το όργανο αυτό, που έχει συσταθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω παραρτήματος, εξετάζει αν είναι σκόπιμο να αρχίσουν διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συμφωνίας σχετικά με τον ρόλο των εργαζομένων στην SE.

45      Η περίπτωση για την οποία κάνει λόγο το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, ήτοι εκείνη που αφορά SE χαρτοφυλακίου η οποία, αφενός, συστήνεται από συμμετέχουσες εταιρίες που δεν απασχολούν εργαζομένους και δεν διαθέτουν θυγατρικές που απασχολούν εργαζομένους και, αφετέρου, έχει καταχωρισθεί χωρίς διαπραγματεύσεις για τον ρόλο των εργαζομένων από ειδική διαπραγματευτική ομάδα συσταθείσα για τον σκοπό αυτό, δεν αντιστοιχεί σε καμία από τις τρεις προαναφερθείσες περιπτώσεις, οι οποίες προϋποθέτουν τη δημιουργία τέτοιας ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας κατά το χρόνο σύστασης της SE. Ως εκ τούτου, το γράμμα της οδηγίας 2001/86 δεν επιβάλλει, σε μια τέτοια περίπτωση, τη μεταγενέστερη κίνηση της διαδικασίας διαπραγματεύσεων για τον ρόλο των εργαζομένων εντός μιας ήδη συσταθείσας SE.

46      Κατά δεύτερον, προκύπτει, πρώτον, από τη μεν αιτιολογική σκέψη 21 του κανονισμού 2157/2001 ότι σκοπός της οδηγίας 2001/86 είναι να κατοχυρώσει το δικαίωμα των εργαζομένων να συμμετέχουν στο χειρισμό των θεμάτων και στη λήψη των αποφάσεων που άπτονται της ύπαρξης της SE, από τη δε αιτιολογική σκέψη 3 της ίδιας οδηγίας ότι οι ειδικές διατάξεις που θεσπίζονται για τον σκοπό αυτό έχουν ως «στόχο να διασφαλισθεί ότι η σύσταση μιας SE δεν επιφέρει την κατάργηση ή τη μείωση της κρατούσας πρακτικής ως προς το ρόλο των εργαζομένων στα πλαίσια των εταιριών που συμμετέχουν στη σύσταση μιας SE». Οι αιτιολογικές σκέψεις 6 έως 8 της εν λόγω οδηγίας διευκρινίζουν, επιπλέον, ότι «διαδικασίες διεθνικής ενημέρωσης και διαβούλευσης πρέπει να διασφαλιστούν σε όλες τις περιπτώσεις σύστασης SE», ότι τα κεκτημένα δικαιώματα συμμετοχής των εργαζομένων «θα πρέπει να διαφυλάσσονται μέσω της μεταφοράς τους στην SE, μόλις αυτή συσταθεί», και ότι οι συγκεκριμένες διαδικασίες για τον σκοπό αυτό, οι οποίες εφαρμόζονται σε κάθε SE, «θα πρέπει να ορίζονται κυρίως μέσω συμφωνίας μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών ή, ελλείψει συμφωνίας, μέσω της εφαρμογής ενός συνόλου επικουρικών κανόνων».

47      Από τις ως άνω αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας 2001/86 προκύπτει ότι τόσο η κατοχύρωση των κεκτημένων δικαιωμάτων ως προς τον ρόλο των εργαζομένων όσο και οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών ως προς τις συγκεκριμένες διαδικασίες για τον ρόλο αυτόν συνδέονται με τη «δημιουργία» και «τη σύσταση» μιας SE. Ως εκ τούτου, οι αιτιολογικές αυτές σκέψεις δεν επιρρωννύουν την άποψη ότι η διαδικασία διαπραγμάτευσης που μνημονεύεται στα άρθρα 3 έως 7 της οδηγίας πρέπει να κινηθεί μεταγενέστερα εντός μιας ήδη συσταθείσας SE στην περίπτωση την οποία αφορά το πρώτο προδικαστικό ερώτημα.

48      Δεύτερον, κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 2 του κανονισμού 2157/2001, σκοπός του κανονισμού αυτού είναι να παράσχει τη δυνατότητα στις υφιστάμενες επιχειρήσεις διαφορετικών κρατών μελών, των οποίων η δραστηριότητα δεν περιορίζεται στην ικανοποίηση καθαρά τοπικών αναγκών, να αναδιοργανώνουν τις δραστηριότητές τους σε επίπεδο Ένωσης και, επομένως, να ενοποιούν το δυναμικό τους. Εντούτοις, οι αιτιολογικές αυτές σκέψεις δεν περιέχουν καμία ένδειξη από την οποία να μπορεί να συναχθεί ότι οι διατάξεις της οδηγίας 2001/86 σχετικά με τη διαδικασία διαπραγμάτευσης για τον ρόλο των εργαζομένων πρέπει να εφαρμόζονται mutatis mutandis σε ήδη συσταθείσα SE, στην περίπτωση κατά την οποία οι συμμετέχουσες εταιρίες που την έχουν συστήσει άρχισαν να ασκούν οικονομική δραστηριότητα συνεπαγόμενη την απασχόληση εργαζομένων μετά την εν λόγω σύσταση.

49      Τρίτον, η αιτιολογική σκέψη 18 της οδηγίας 2001/86 αναφέρει, βεβαίως, ότι «τα δικαιώματα των εργαζομένων πριν τη σύσταση SE πρέπει να αποτελέσουν τη βάση για τα δικαιώματα των εργαζομένων και ως προς τον ρόλο τους στην SE (η αρχή “πριν και μετά”)», προσθέτοντας ότι «η προσέγγιση αυτή πρέπει συνεπώς να εφαρμόζεται όχι μόνον στην αρχική σύσταση μιας SE αλλά και στις διαρθρωτικές αλλαγές σε υπάρχουσα SE και στις εταιρίες υπό διαδικασία διαρθρωτικών αλλαγών».

50      Εντούτοις, η εν λόγω οδηγία δεν περιέχει καμία αντίστοιχη διάταξη που θα δημιουργούσε υποχρέωση έναρξης διαπραγματεύσεων σχετικά με το ρόλο των εργαζομένων ή θα επέκτεινε τη διασφάλιση των υφιστάμενων δικαιωμάτων συμμετοχής των εργαζομένων σε περιπτώσεις κατά τις οποίες επέρχονται διαρθρωτικές μεταβολές σε SE χαρτοφυλακίου, ήδη συσταθείσα από συμμετέχουσες εταιρίες οι οποίες ούτε απασχολούν εργαζομένους ούτε διαθέτουν θυγατρικές που απασχολούν εργαζομένους. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να συναχθεί από την ως άνω αιτιολογική σκέψη υποχρέωση μεταγενέστερης έναρξης τέτοιων διαπραγματεύσεων στην περίπτωση για την οποία κάνει λόγο το πρώτο προδικαστικό ερώτημα.

51      Κατά τρίτον, η γραμματική, συστηματική και τελολογική ερμηνεία που εκτίθεται στις σκέψεις 36 έως 50 της παρούσας απόφασης επιρρωννύεται από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της οδηγίας 2001/86, από τις οποίες προκύπτει, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 54 των προτάσεών του, ότι η μη δυνατότητα εκ των υστέρων διεξαγωγής διαπραγματεύσεων δεν οφείλεται σε τυχόν παράλειψη κατά την κατάρτιση της ως άνω οδηγίας, αλλά σε πραγματική επιλογή του νομοθέτη της Ένωσης απορρέουσα από τον συμβιβασμό που επήλθε όσον αφορά την αρχή «πριν και μετά».

52      Πράγματι, από τα σημεία 49 και 50 της τελικής εκθέσεως της ομάδας εμπειρογνωμόνων με τίτλο «Ευρωπαϊκά συστήματα συμμετοχής των εργαζομένων» του Μαΐου 1997 (έκθεση Davignon) (C4-0455/97) προκύπτει ότι η ομάδα αυτή, η οποία συνέβαλε στην επανέναρξη των νομοθετικών συζητήσεων σχετικά με το καταστατικό της SE για τον ρόλο των εργαζομένων εντός της SE, εξέτασε ειδικώς το ζήτημα αν οι διαπραγματεύσεις έπρεπε να διεξαχθούν πριν ή μετά την καταχώριση της SE. Η εν λόγω ομάδα είχε σαφώς προτείνει τη διεξαγωγή τέτοιων διαπραγματεύσεων πριν από την καταχώριση, για λόγους προβλεψιμότητας ως προς τους μετόχους και τους εργαζομένους, καθώς και για λόγους σταθερότητας της ύπαρξης της SE.

53      Η προσέγγιση αυτή επιβεβαιώθηκε κατά την έκδοση της οδηγίας 2001/86, όπως εξάλλου καταδεικνύει το γεγονός ότι το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν υιοθέτησε τροπολογία που πρότεινε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με αιτιολογική σκέψη 7α η οποία θα προέβλεπε ρητώς νέες διαπραγματεύσεις όσον αφορά τη συμμετοχή των εργαζομένων σε περίπτωση σημαντικής αναδιάρθρωσης μετά τη σύσταση μιας SE.

54      Από τα ανωτέρω ερμηνευτικά στοιχεία προκύπτει ότι το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού 2157/2001, σε συνδυασμό με τα άρθρα 3 έως 7 της οδηγίας 2001/86, δεν επιβάλλει καμία υποχρέωση να κινηθεί μεταγενέστερα, στο πλαίσιο μιας ήδη συσταθείσας και καταχωρισθείσας SE, η διαδικασία διαπραγμάτευσης σχετικά με τον ρόλο των εργαζομένων στην περίπτωση για την οποία κάνει λόγο το πρώτο προδικαστικό ερώτημα.

55      Εντούτοις, προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, το οποίο έκανε επίσης λόγο για ενδεχόμενη δυνατότητα θεμελίωσης της υποχρέωσης μεταγενέστερης κίνησης διαδικασίας διαπραγμάτευσης στο πλαίσιο ήδη συσταθείσας SE στο άρθρο 11 της οδηγίας 2001/86, επισημαίνεται, κατά τέταρτον και τελευταίον, ότι το άρθρο αυτό, το οποίο φέρει τον τίτλο «Καταστρατήγηση των διαδικασιών», απαιτεί από τα κράτη μέλη να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα, τηρουμένου του δικαίου της Ένωσης, «προκειμένου να εμποδίσουν μια κατάχρηση της SE αποσκοπούσα στο να στερήσει από τους εργαζομένους το δικαίωμα να συμμετέχουν στα της εταιρίας ή να τους αρνηθεί αυτό το δικαίωμα».

56      Πάντως, το άρθρο 11 της οδηγίας 2001/86, το οποίο, όσον αφορά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη του εν λόγω κράτους μέλους με το άρθρο 43 του SEBG, αφήνει περιθώριο εκτίμησης στα κράτη μέλη ως προς την επιλογή των κατάλληλων μέτρων που θα λάβουν προς τον σκοπό αυτό, υπό την επιφύλαξη της τήρησης του δικαίου της Ένωσης, και δεν επιβάλλει, στην περίπτωση για την οποία κάνει λόγο το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, την υποχρέωση μεταγενέστερης κίνησης της διαδικασίας διαπραγματεύσεων.

57      Στο μέτρο που τα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου πρέπει να νοηθούν ως αφορώντα την έννοια της «κατάχρησης», κατά το άρθρο 11 της οδηγίας 2001/86, αρκεί να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, για τη διαπίστωση καταχρηστικής πρακτικής απαιτείται αφενός μεν η συνδρομή ενός συνόλου αντικειμενικών περιστάσεων από τις οποίες να προκύπτει ότι, παρά την τυπική τήρηση των προϋποθέσεων που προβλέπει η νομοθεσία της Ένωσης, δεν επιτεύχθηκε ο επιδιωκόμενος με τη νομοθεσία αυτή σκοπός, αφετέρου δε η ταυτόχρονη ύπαρξη και ενός υποκειμενικού στοιχείου, το οποίο συνίσταται στη βούληση του ενδιαφερομένου να αποκομίσει όφελος από τη νομοθεσία της Ένωσης δημιουργώντας τεχνητά τις προϋποθέσεις που είναι αναγκαίες για να αντλήσει το συγκεκριμένο όφελος (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, BMW Bank κ.λπ., C‑38/21, C‑47/21 και C‑232/21, EU:C:2023:1014, σκέψη 285 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

58      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού 2157/2001, σε συνδυασμό με τα άρθρα 3 έως 7 της οδηγίας 2001/86, έχει την έννοια ότι, όταν SE χαρτοφυλακίου συσταθείσα από συμμετέχουσες εταιρίες οι οποίες δεν απασχολούν εργαζομένους και δεν διαθέτουν θυγατρικές που απασχολούν εργαζομένους καταχωρίζεται χωρίς να έχουν προηγηθεί διαπραγματεύσεις για τον ρόλο των εργαζομένων, δεν επιβάλλεται η μεταγενέστερη διεξαγωγή τέτοιων διαπραγματεύσεων για τον λόγο ότι η συγκεκριμένη SE απέκτησε τον έλεγχο θυγατρικών που απασχολούν εργαζομένους σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη.

 Επί του δευτέρου, του τρίτου και του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος

59      Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

60      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 2157/2001 του Συμβουλίου, της 8ης Οκτωβρίου 2001, περί του καταστατικού της ευρωπαϊκής εταιρίας (SE), σε συνδυασμό με τα άρθρα 3 έως 7 της οδηγίας 2001/86/ΕΚ του Συμβουλίου, της 8ης Οκτωβρίου 2001, για τη συμπλήρωση του καταστατικού της ευρωπαϊκής εταιρίας όσον αφορά το ρόλο των εργαζομένων,

έχει την έννοια ότι:

όταν ευρωπαϊκή εταιρία (SE) χαρτοφυλακίου συσταθείσα από συμμετέχουσες εταιρίες οι οποίες δεν απασχολούν εργαζομένους και δεν διαθέτουν θυγατρικές που απασχολούν εργαζομένους καταχωρίζεται χωρίς να έχουν προηγηθεί διαπραγματεύσεις για τον ρόλο των εργαζομένων, δεν επιβάλλεται η μεταγενέστερη διεξαγωγή τέτοιων διαπραγματεύσεων για τον λόγο ότι η συγκεκριμένη SE απέκτησε τον έλεγχο θυγατρικών που απασχολούν εργαζομένους σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.