Language of document : ECLI:EU:T:2013:592

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 12ης Νοεμβρίου 2013 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Συμφωνία μεταξύ του Ουγγρικού Δημοσίου και της εταιρίας πετρελαιοειδών και φυσικού αερίου MOL σχετικά με τα μεταλλευτικά τέλη για την εξόρυξη υδρογονανθράκων – Μεταγενέστερη τροποποίηση του νομικού καθεστώτος των τελών – Απόφαση κηρύσσουσα την ενίσχυση ασύμβατη με την εσωτερική αγορά – Επιλεκτικός χαρακτήρας»

Στην υπόθεση T‑499/10,

MOL Magyar Olaj- és Gázipari Nyrt., με έδρα τη Βουδαπέστη (Ουγγαρία), εκπροσωπούμενη από τον N. Niejahr, δικηγόρο, την F. Carlin, barrister, και τον C. van der Meer, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον L. Flynn και την K. Talabér-Ritz,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως 2011/88/ΕΕ της Επιτροπής, της 9ης Ιουνίου 2010, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 1/09 (πρώην NN 69/08) που χορηγήθηκε από την Ουγγαρία στη MOL Nyrt. (ΕΕ 2011, L 34, σ. 55), και, επικουρικώς, αίτημα ακυρώσεως της εν λόγω αποφάσεως κατά το μέτρο που διατάσσει την ανάκτηση των σχετικών ποσών από τη MOL,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους N. J. Forwood, πρόεδρο, F. Dehousse και J. Schwarcz (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 22ας Ιανουαρίου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα, MOL Magyar Olaj- és Gázipari Nyrt., είναι εταιρία με έδρα τη Βουδαπέστη (Ουγγαρία), η οποία δραστηριοποιείται κυρίως στις εργασίες έρευνας και παραγωγής αργού πετρελαίου, φυσικού αερίου και αερίων προϊόντων, στη μεταφορά, αποθήκευση και διανομή προϊόντων που βασίζονται στο αργό πετρέλαιο σε εμπόρους χονδρικής και λιανικής, στη μεταφορά φυσικού αερίου καθώς και στην παραγωγή και πώληση αλκενίων και πολυολεφινών.

2        Η Ουγγαρία ρύθμισε κανονιστικώς το σύνολο των μεταλλευτικών δραστηριοτήτων, μεταξύ των οποίων καταλέγονται οι σχετικές με τους υδρογονάνθρακες δραστηριότητες, με τον νόμο 1993. évi XLVIII. törvény a bányászatról (νόμος XLVIII του 1993 για την εκμετάλλευση των μεταλλείων, στο εξής: νόμος περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων). Κατά τον νόμο περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων, τα ρυθμιστικά καθήκοντα ασκούνται από τον αρμόδιο για τα μεταλλεία υπουργό και την επιφορτισμένη με τα μεταλλεία αρχή, η οποία επιβλέπει τις μεταλλευτικές δραστηριότητες.

3        Ο νόμος περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων προβλέπει ότι η εξόρυξη και η εκμετάλλευση μεταλλευμάτων δύνανται να πραγματοποιούνται υπό δύο χωριστά νομικά καθεστώτα. Τα άρθρα 8 έως 19 του νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων καθορίζουν, για τις περιοχές που θεωρούνται πλούσιες σε ορυκτά βάσει, μεταξύ άλλων, γεωλογικών δεδομένων και χαρακτηρίζονται ως «κλειστές» (άρθρο 9, παράγραφος 1, του νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων), καθεστώς εκχωρήσεως, το οποίο χορηγείται κατόπιν διαδικασίας υποβολής προσφορών για κάθε κλειστή ζώνη, βάσει συμβάσεως υπογραφόμενης μεταξύ του υπεύθυνου για τα μεταλλεία υπουργού και της αναδόχου επιχειρήσεως (άρθρα 10 έως 12 του νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων). Όσον αφορά τις χαρακτηριζόμενες ως «ανοιχτές» ζώνες, οι οποίες είναι a priori λιγότερο πλούσιες σε ορυκτά, δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο εκμεταλλεύσεως στο πλαίσιο αδείας εκμεταλλεύσεως χορηγούμενης από την επιφορτισμένη με τα μεταλλεία αρχή, εφόσον ο αιτών πληροί τις κατά νόμο προϋποθέσεις (άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο a, και παράγραφος 4, του νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων).

4        Το άρθρο 20 του νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων καθορίζει τους κανόνες σύμφωνα με τους οποίους καθορίζονται τα μεταλλευτικά τέλη που πρέπει να καταβάλλονται στο κράτος. Το άρθρο 20, παράγραφος 11, του νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων προβλέπει ότι το ποσόν του μεταλλευτικού τέλους είναι ένα ποσοστό που καθορίζεται, ανά περίπτωση, στον νόμο, με τη σύμβαση εκχωρήσεως ή τη συναφθείσα δυνάμει του άρθρου 26/A, παράγραφος 5, του νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων σύμβαση. Όσον αφορά τις εκχωρήσεις, ο συντελεστής του μεταλλευτικού τέλους καθορίζεται από τον υπεύθυνο για τα μεταλλεία υπουργό, ο οποίος λαμβάνει υπόψη ορισμένες παραμέτρους που τίθενται στο άρθρο 20, παράγραφος 8, του νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων. Για τη σύμβαση την οποία αφορά το άρθρο 26/A, παράγραφος 5, του νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων, ο συντελεστής του τέλους καθορίζεται κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού. Ο συντελεστής του μεταλλευτικού τέλους καθορίζεται από τον νόμο περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων όταν η μεταλλευτική δραστηριότητα λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο αδείας εκμεταλλεύσεως (άρθρο 20, παράγραφοι 2 έως 7, του νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων).

5        Μέχρι το 2008, ο συντελεστής μεταλλευτικού τέλους για την εξόρυξη υδρογονανθράκων, αργού πετρελαίου και φυσικού αερίου, στο πλαίσιο αδείας εκμεταλλεύσεως, είχε καθοριστεί στο 12 % της αξίας της εκμεταλλευόμενης ποσότητας για τα κοιτάσματα των οποίων άρχισε η εξόρυξη μετά την 1η Ιανουαρίου 1998 ή προέκυπτε από την εφαρμογή μαθηματικού τύπου λαμβάνοντος, μεταξύ άλλων, υπόψη τη μέση τιμή του φυσικού αερίου το οποίο αγοράζει η δημόσια υπηρεσία φυσικού αερίου, με κατώτατο συντελεστή 12 %, για τα κοιτάσματα φυσικού αερίου των οποίων άρχισε η εξόρυξη πριν από την 1η Ιανουαρίου 1998 (άρθρο 20, παράγραφος 3, στοιχείο b, του νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων ).

6        Το άρθρο 26/A, παράγραφος 5, του νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων προβλέπει ότι, όταν μεταλλευτική επιχείρηση η οποία ασκεί τη δραστηριότητά της στο πλαίσιο αδείας, ήτοι επί κειμένων σε ανοιχτή ζώνη κοιτασμάτων, δεν άρχισε την εκμετάλλευση εντός των πέντε ετών μετά τη χορήγηση της αδείας, δύναται να ζητήσει, άπαξ, από την επιφορτισμένη με τα μεταλλεία αρχή την παράταση της προθεσμίας αυτής για μέγιστη περίοδο πέντε ετών. Σε περίπτωση συμφωνίας με την αρχή αυτή, σύμβαση μεταξύ του υπεύθυνου για τα μεταλλεία υπουργού και της μεταλλευτικής επιχειρήσεως καθορίζει, για τα κοιτάσματα των οποίων η εξόρυξη έχει παραταθεί, την ποσότητα των υλικών που αποτελούν τη βάση για τον υπολογισμό του μεταλλευτικού τέλους και τον συντελεστή του, ο οποίος πρέπει να είναι υψηλότερος του εφαρμοστέου κατά την ημερομηνία αιτήσεως της παρατάσεως συντελεστή, χωρίς να υπερβαίνει κατά 1,2 φορές τον συντελεστή αυτόν (στο εξής: τέλος παρατάσεως). Αν η αίτηση παρατάσεως αφορά περισσότερα από δύο κοιτάσματα, ο συντελεστής του τέλους παρατάσεως εφαρμόζεται σε όλα τα κοιτάσματα της μεταλλευτικής επιχειρήσεως με σύμβαση διάρκειας τουλάχιστον πέντε ετών (στο εξής: προσαυξημένο μεταλλευτικό τέλος). Αν η αίτηση παρατάσεως αφορά περισσότερα από πέντε κοιτάσματα, μπορεί να απαιτηθεί εξαιρετικό τέλος, κατ’ ανώτατο όριο ίσο προς το 20 % του καταβλητέου ποσού βάσει του προσαυξημένου μεταλλευτικού τέλους (στο εξής: εξαιρετικό τέλος).

7        Στις 19 Σεπτεμβρίου 2005, η προσφεύγουσα ζήτησε την παράταση ισχύος των μεταλλευτικών δικαιωμάτων της όσον αφορά δώδεκα κοιτάσματα υδρογονανθράκων που αποτελούν το αντικείμενο αδείας εκμεταλλεύσεως και των οποίων δεν είχε ακόμα αρχίσει η εξόρυξη.

8        Στις 22 Δεκεμβρίου 2005, ο αρμόδιος για τα μεταλλεία υπουργός και η προσφεύγουσα υπέγραψαν συμφωνία παρατάσεως κατ’ εφαρμογή του άρθρου 26/A, παράγραφος 5, του νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων, αφορώσα τα δώδεκα κοιτάσματα υδρογονανθράκων για τα οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 7 ανωτέρω (στο εξής: συμφωνία του 2005), της οποίας το σημείο 1 παρατείνει κατά πέντε έτη την προθεσμία για την έναρξη της εκμεταλλεύσεως των εν λόγω δώδεκα κοιτασμάτων και καθορίζει το τέλος παρατάσεως που πρέπει να καταβάλει η προσφεύγουσα στο Δημόσιο για κάθε ένα από τα πέντε έτη (12 % x 1,050 για το πρώτο έτος, ήτοι 12,600 %· 12 % x 1,038 για το δεύτερο έτος, ήτοι 12,456 %· 12 % x 1,025 για το τρίτο έτος, ήτοι 12,300 %· 12 % x 1,020 για το τέταρτο και το πέμπτο έτος, ήτοι 12,240 %).

9        Δυνάμει του σημείου 4 της συμφωνίας του 2005, το προσαυξημένο μεταλλευτικό τέλος εφαρμόζεται σε όλα τα κοιτάσματα που εκμεταλλεύεται η προσφεύγουσα στο πλαίσιο αδείας εκμεταλλεύσεως, ήτοι 44 κοιτάσματα υδρογονανθράκων των οποίων η παραγωγή άρχισε μετά την 1η Ιανουαρίου 1998 και 93 κοιτάσματα φυσικού αερίου των οποίων η παραγωγή άρχισε πριν από την ημερομηνία αυτή, κατά τη διάρκεια περιόδου δεκαπέντε ετών από της ημερομηνίας ενάρξεως ισχύος της συμφωνίας. Ο συντελεστής του προσαυξημένου μεταλλευτικού τέλους του πέμπτου έτους της περιόδου παρατάσεως εφαρμόζεται μέχρι το δέκατο πέμπτο έτος. Όσον αφορά τα κοιτάσματα φυσικού αερίου των οποίων η παραγωγή άρχισε πριν από την 1η Ιανουαρίου 1998, ο συντελεστής προσαυξήσεως για κάθε ένα από τα πέντε έτη της παρατάσεως (βλ. σκέψη 8 ανωτέρω) εφαρμόζεται στον μαθηματικό τύπο τον οποίο καθορίζει το άρθρο 20, παράγραφος 3, στοιχείο b, του νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων, δεδομένου ότι ο συντελεστής προσαυξήσεως του πέμπτου έτους εφαρμόζεται μέχρι το δέκατο πέμπτο έτος.

10      Το σημείο 6 της συμφωνίας του 2005 προβλέπει την καταβολή εξαιρετικού τέλους 20 δισεκατομμυρίων ουγγρικών φιορινίων (HUF).

11      Το σημείο 9 της συμφωνίας του 2005 προβλέπει ότι ο συντελεστής του τέλους παρατάσεως, ο συντελεστής του προσαυξημένου μεταλλευτικού τέλους, η βάση υπολογισμού, το ποσοστό και όλοι οι παράγοντες που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των τελών αυτών καθορίζονται, καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος της συμφωνίας, μόνον από τις διατάξεις της συμφωνίας και οι καθορισθέντες στη συμφωνία του 2005 συντελεστές παραμένουν αμετάβλητοι ή σταθεροί καθ’ όλη τη διάρκεια αυτή.

12      Κατά το σημείο 11, η συμφωνία του 2005 αρχίζει να ισχύει κατά την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της αποφάσεως της επιφορτισμένης με τα μεταλλεία αρχής. Η ίδια αυτή διάταξη απαγορεύει στα μέρη να θέσουν μονομερώς τέρμα στη συμφωνία του 2005, πλην της περιπτώσεως κατά την οποία ένας τρίτος αποκτήσει πλέον του 25 % του κεφαλαίου της προσφεύγουσας.

13      Η συμφωνία του 2005 αποτέλεσε το αντικείμενο αποφάσεως της επιφορτισμένης με τα μεταλλεία αρχής, της 23ης Δεκεμβρίου 2005, η οποία ενέκρινε την παράταση της προθεσμίας για την έναρξη της εκμεταλλεύσεως των δώδεκα κοιτασμάτων υδρογονανθράκων για τα οποία γίνεται λόγος στο σημείο 7 ανωτέρω καθώς και τις καθορισθείσες με την εν λόγω συμφωνία πληρωμές που επιβλήθηκαν στην προσφεύγουσα.

14      Ο 2007. évi CXXXIII. törvény a bányászatról szóló 1993. évi XLVIII. törvény módosításáról (νόμος CXXXIII του 2007 περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων, ο οποίος τροποποιεί τον νόμο XLVIII του 1993, στο εξής: τροποποιηθείς νόμος περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων) τέθηκε σε ισχύ στις 8 Ιανουαρίου 2008. Ο τροποποιηθείς νόμος περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων τροποποιεί τον συντελεστή του μεταλλευτικού τέλους. Κυρίως, το άρθρο 20, παράγραφος 3, του τροποποιηθέντος νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων προβλέπει συντελεστή 30 % της αξίας της εξαγομένης ποσότητας για τα κοιτάσματα των οποίων άρχισε η εξόρυξη μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 1998 και 31ης Δεκεμβρίου 2007, την εφαρμογή του υφιστάμενου μαθηματικού τύπου στο πλαίσιο του νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων όσον αφορά τα κοιτάσματα φυσικού αερίου των οποίων άρχισε η εξόρυξη πριν από την 1η Ιανουαρίου 1998, με ελάχιστο συντελεστή τέλους 30 %, και την εφαρμογή διαφοροποιημένου συντελεστή μεταλλευτικού τέλους για τα κοιτάσματα των οποίων άρχισε η εξόρυξη μετά την 1η Ιανουαρίου 2008, αναλόγως της ποσότητας του εξαγομένου αργού πετρελαίου ή φυσικού αερίου, ήτοι συντελεστή 12 % για παραγόμενη ετήσια ποσότητα μη υπερβαίνουσα τα 300 εκατομμύρια m3 φυσικού αερίου ή 50 kt αργού πετρελαίου, συντελεστή 20 % για παραγωγή περιλαμβανόμενη μεταξύ 300 και 500 εκατομμυρίων m3 φυσικού αερίου ή μεταξύ 50 και 200 kt αργού πετρελαίου, και συντελεστή 30 % για παραγωγή υπερβαίνουσα τα 500 εκατομμύρια m3 φυσικού αερίου ή 200 kt αργού πετρελαίου. Τέλος, για όλα τα κοιτάσματα, ανεξαρτήτως της ημερομηνίας ενάρξεως της εξορύξεώς τους, το οφειλόμενο μεταλλευτικό τέλος προσαυξάνεται κατά 3 ή 6 % εάν η τιμή του αργού πετρελαίου Brent υπερβαίνει τα 80 ή 90 δολάρια Ηνωμένων Πολιτειών (USD) αντιστοίχως.

15      Το άρθρο 235 του 2008. évi LXXXI. törvény egyes adó- és járuléktörvények módosításáról (νόμου LXXXI του 2008 για την τροποποίηση των συντελεστών των φόρων και τελών) τροποποιεί τον νόμο περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων, καθορίζοντας σε 12 % τον συντελεστή του μεταλλευτικού τέλους για τα κοιτάσματα των οποίων άρχισε η εξόρυξη μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 1998 και 31ης Δεκεμβρίου 2007 περιλαμβανομένης, και τον ελάχιστο συντελεστή του μεταλλευτικού τέλους που οφείλεται για τα κοιτάσματα των οποίων άρχισε η εξόρυξη πριν από την 1η Ιανουαρίου 1998. Η τροποποίηση αυτή τέθηκε σε ισχύ στις 23 Ιανουαρίου 2009.

 Το ιστορικό της διαφοράς και η προσβαλλόμενη απόφαση

16      Αφού έλαβε καταγγελία στις 14 Νοεμβρίου 2007, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων απηύθυνε στην Ουγγαρία επιστολή, με ημερομηνία 24 Ιανουαρίου 2008, με την οποία ζήτησε να της κοινοποιηθούν ορισμένα έγγραφα σχετικά με τη συμφωνία του 2005 και της έθετε ερωτήσεις για τη συμφωνία αυτή, την εφαρμογή του νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων και του τροποποιηθέντος νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων.

17      Κατόπιν της απαντήσεως της Ουγγαρίας της 17ης Μαρτίου 2008, η Επιτροπή ζήτησε συμπληρωματικές διευκρινίσεις για τη συμφωνία του 2005, με έγγραφο της 18ης Ιουνίου 2008, στο οποίο η Ουγγαρία απάντησε στις 8 Σεπτεμβρίου 2008.

18      Με το από 13 Ιανουαρίου 2009 έγγραφο, η Επιτροπή κοινοποίησε στις ουγγρικές αρχές την απόφασή της να κινήσει την κατά το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ τυπική διαδικασία έρευνας ως προς τη συμφωνία του 2005, με την οποία η προσφεύγουσα εξαιρέθηκε της αυξήσεως του μεταλλευτικού τέλους που απορρέει από τον τροποποιηθέντα νόμο περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων (ΕΕ C 74, σ. 63) (στο εξής: απόφαση για την κίνηση έρευνας). Η Επιτροπή φρονούσε ότι, λαμβανομένων υπόψη των λεπτομερειών εφαρμογής βάσει των οποίων εκπονήθηκαν, η συμφωνία του 2005 και οι διατάξεις του τροποποιηθέντος νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων εντάσσονταν στο πλαίσιο του ιδίου μέτρου και, αφού προέβη σε εκτίμηση των από κοινού επιπτώσεών τους, κατέληξε ότι η συμφωνία του 2005 και ο τροποποιηθείς νόμος περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων είχαν από κοινού ως αποτέλεσμα τη χορήγηση αδικαιολόγητου πλεονεκτήματος στην προσφεύγουσα. Κατά την Επιτροπή, το μέτρο πληρούσε τα κριτήρια που θέτει το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ και έπρεπε να θεωρηθεί ως κρατική ενίσχυση, η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί συμβατή προς την κοινή αγορά από καμία άποψη. Η απόφαση για την κίνηση έρευνας δημοσιεύθηκε με συνημμένη πρόσκληση προς τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

19      Με το από 9 Απριλίου 2009 έγγραφο, η Ουγγαρία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί της αποφάσεως για την κίνηση έρευνας. Οι ουγγρικές αρχές θεωρούσαν ότι το μέτρο δεν συνιστά κρατική ενίσχυση, εφόσον η συμφωνία του 2005 δεν προσκόμιζε κανένα πλεονέκτημα στην προσφεύγουσα και δεν ήταν επιλεκτικού χαρακτήρα, εφόσον από την εν λόγω συμφωνία δεν προέκυπτε υπέρ της προσφεύγουσας καμία προτιμησιακή μεταχείριση.

20      Με δύο έγγραφα της 27ης Απριλίου 2009, η προσφεύγουσα και η Magyar Bányászati Szövetség (ουγγρική ένωση μεταλλείων) υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί της αποφάσεως για την κίνηση έρευνας. Η προσφεύγουσα φρονούσε ότι δεν ευρισκόταν σε καμία προνομιακή θέση κατ’ εφαρμογή της συμφωνίας του 2005, καθόσον κατέβαλε μεταλλευτικό τέλος πολύ υψηλότερο από τους ανταγωνιστές της και από αυτό που θα κατέβαλλε ελλείψει συμφωνίας, καθόσον η συμφωνία συνάδει με τις διατάξεις του νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων και τη λογική του νόμου αυτού. Η Magyar Bányászati Szövetség ενέμεινε ιδιαίτερα επί του ότι το Κράτος, ιδίως ως νομοθέτης, οφείλει να σέβεται τις νόμιμες προσδοκίες των επιχειρηματιών και να τηρεί την αρχή της ασφάλειας δικαίου όσον αφορά τη μακροπρόθεσμη σταθερότητα των συντελεστών του μεταλλευτικού τέλους των κοιτασμάτων για τα οποία έχει ήδη χορηγηθεί άδεια εκμεταλλεύσεως.

21      Με το από 3 Ιουλίου 2009 έγγραφο, η Ουγγαρία δήλωσε ότι δεν προετίθετο να αντιδράσει στις παρατηρήσεις των ενδιαφερομένων μερών.

22      Με τα από 16 Οκτωβρίου 2009 και 8 Φεβρουαρίου 2010 έγγραφα, η Ουγγαρία απάντησε στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών που της απηύθυνε η Επιτροπή στις 21 Σεπτεμβρίου 2009 και στις 12 Ιανουαρίου 2010, προσκομίζοντας τα ζητηθέντα από την Επιτροπή έγγραφα.

23      Στις 9 Ιουνίου 2010, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2011/88/ΕΕ σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 1/09 (πρώην NN 69/08) που χορηγήθηκε από την Ουγγαρία στη MOL Nyrt. (ΕΕ 2011, L 34, σ. 55, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση) κατά την οποία, αφενός, το ληφθέν από την Ουγγαρία μέτρο, ήτοι ο καθορισμός με τη συμφωνία του 2005 του μεταλλευτικού τέλους που οφείλει η προσφεύγουσα, σε συνδυασμό με τις τροπολογίες που προκύπτουν από τον τροποποιηθέντα νόμο περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων, συνιστά κρατική ενίσχυση, κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ασύμβατη με την κοινή αγορά, κατά το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, και, αφετέρου, η Ουγγαρία πρέπει να ανακτήσει την ενίσχυση από την προσφεύγουσα.

24      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι το υπό εξέταση μέτρο ενισχύσεως ήταν συνδυασμός της συμφωνίας του 2005 και του τροποποιηθέντος νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων, καθόσον η συμφωνία εξαιρούσε την προσφεύγουσα από τις επελθούσες με τον νόμο μεταβολές των μεταλλευτικών τελών (αιτιολογικές σκέψεις 19 και 20). Κατά την Επιτροπή, ακόμα και αν η συμφωνία του 2005 ανταποκρινόταν στον τότε ισχύοντα νόμο περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων και αν το κράτος μέλος μπορούσε να καθορίζει τα μεταλλευτικά τέλη, τα παραγόμενα αποτελέσματα δεν ήσαν κατ’ ανάγκη συμβατά με τους κανόνες της Συνθήκης περί κρατικών ενισχύσεων, μολονότι, λαμβανόμενα υπόψη μεμονωμένα, ούτε η συμφωνία του 2005 ούτε ο τροποποιηθείς νόμος περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων ήσαν αντίθετα προς τους κανόνες αυτούς (αιτιολογικές σκέψεις 52 και 53).

25      Όσον αφορά το κριτήριο για την επιλεκτικότητα του μέτρου, η Επιτροπή έκρινε με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι το σύστημα αναφοράς ήταν το καθεστώς αδειών εκμεταλλεύσεως, απορρίπτοντας τα επιχειρήματα περί του ότι οι παρατείνουσες την ισχύ των αδειών αυτών συμφωνίες μπορούν να αποτελέσουν χωριστό σύστημα αναφοράς (αιτιολογικές σκέψεις 61 έως 65). Κατά την Επιτροπή, συμφωνία παρατάσεως ήταν «σαφώς» επιλεκτική, εφόσον οι ουγγρικές αρχές διέθεταν περιθώριο χειρισμών για τη σύναψη τέτοιας συμφωνίας και για τον καθορισμό των λεπτομερειών πληρωμής που περιλαμβάνονται στη συμφωνία αυτή (αιτιολογική σκέψη 66). Η Επιτροπή ενέμενε επί των στοιχείων που αφορούν, αφενός, το ότι η προσφεύγουσα κατέβαλε μειωμένα τέλη μέχρι το 2020 για το σύνολο σχεδόν των κοιτασμάτων της, για τα οποία έχει χορηγηθεί άδεια εκμεταλλεύσεως, ενώ οι ανταγωνιστές της, οι οποίοι υπάγονται στο ίδιο σύστημα και άρχισαν την παραγωγή εντός της νόμιμης προθεσμίας, έπρεπε να καταβάλλουν υψηλότερα τέλη (αιτιολογική σκέψη 67), και, αφετέρου, η προσφεύγουσα ήταν ο μόνος επιχειρηματίας στον τομέα των υδρογονανθράκων ο οποίος έλαβε παράταση των δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως που του είχαν χορηγηθεί στο πλαίσιο αδείας, ενώ οι λοιπές παρατάσεις αφορούσαν επιχειρήσεις που εξάγουν στερεά ορυκτά, για τα οποία δεν είχαν μεταβληθεί τα μεταλλευτικά τέλη (αιτιολογική σκέψη 68). Η Επιτροπή θεώρησε ότι η συνέχεια των επίμαχων πράξεων, ήτοι ο τρόπος με τον οποίο συντάχθηκε το άρθρο 26/A, παράγραφος 5, του νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων, η βάσει αυτού συνταχθείσα συμφωνία του 2005 και οι αλλαγές που περιλαμβάνονταν στον τροποποιηθέντα νόμο περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων, ήταν επιλεκτικής φύσεως (αιτιολογική σκέψη 69). Κατά την Επιτροπή, μόνον η προσφεύγουσα υπαγόταν σε ειδικό καθεστώς, το οποίο την προστάτευε από κάθε αύξηση των μεταλλευτικών τελών (αιτιολογική σκέψη 70).

26      Όσον αφορά το χορηγηθέν πλεονέκτημα, η Επιτροπή, στην προσβαλλόμενη απόφαση, απέρριψε τα επιχειρήματα της Ουγγαρίας, η οποία υποστήριζε ότι ενήργησε ως επιχειρηματίας εγκρίνοντας τις μεταλλευτικές δραστηριότητες. Για την Επιτροπή, η χορήγηση αδειών εκμεταλλεύσεως δεν εμπίπτει σε δραστηριότητα δυνάμενη να ασκηθεί από ιδιώτες επιχειρηματίες, αλλά σε άσκηση δημόσιας εξουσίας, εφόσον οι μεταλλευτικοί πόροι ανήκουν πάντοτε στις δημόσιες αρχές και εξάλλου δεν αποδείχθηκε καμία σχέση μεταξύ του επιπέδου των μεταλλευτικών τελών και της αξίας των αδειών εκμεταλλεύσεως (αιτιολογικές σκέψεις 72 και 73). Αντιθέτως προς όσα διατείνεται η Ουγγαρία, η Επιτροπή αναφέρει ότι και σε άλλους επιχειρηματίες είχε επιβληθεί η αύξηση των μεταλλευτικών τελών που προέκυψαν από τον τροποποιηθέντα νόμο περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων, μεταξύ άλλων, διά της εφαρμογής της συνδεδεμένης με την τιμή του αργού πετρελαίου Brent αύξησης, η οποία περιγράφεται στη σκέψη 14 ανωτέρω (αιτιολογικές σκέψεις 77 και 78). Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι άλλοι επιχειρηματίες, μεταξύ άλλων, οι νεοεισερχόμενοι, έπρεπε να υποστούν τον ανταγωνισμό της προσφεύγουσας, η οποία ήταν η μόνη δικαιούχος ενός αμελητέου μεταλλευτικού τέλους μέχρι το 2020, όπερ συνιστά πλεονέκτημα για μακρά περίοδο (αιτιολογικές σκέψεις 79 και 80). Η Επιτροπή έκρινε ότι η καταβολή το 2006 και το 2007 από την προσφεύγουσα αυξημένων τελών λόγω της συμφωνίας του 2005 δεν είχε συνέπειες, εφόσον επρόκειτο για την εφαρμογή των διατάξεων του νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων ή, προκειμένου για το προσαυξημένο μεταλλευτικό τέλος ή το εξαιρετικό τέλος, για ποσά καταβληθέντα σε αντάλλαγμα της παρατάσεως, συνδεόμενα με τον αριθμό των κοιτασμάτων των οποίων παρατάθηκε η άδεια εκμεταλλεύσεως, αρνούμενη επομένως να λάβει υπόψη της τις εν λόγω επιβαρύνσεις, οι οποίες δεν έχουν καμία σχέση με τις προκύπτουσες από τον τροποποιηθέντα νόμο περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων τροπολογίες (αιτιολογικές σκέψεις 82 έως 86). Η Επιτροπή φρονούσε ότι το μέτρο χορηγούσε πλεονέκτημα στην προσφεύγουσα.

27      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή έκανε συνοπτική ανάλυση των λοιπών προϋποθέσεων υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως, θεωρώντας ότι το μέτρο συνεπαγόταν απώλεια εισοδημάτων για το Δημόσιο, νόθευε τον ανταγωνισμό και επηρέαζε το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο. Η Επιτροπή κατέληξε ότι το μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (αιτιολογικές σκέψεις 89 έως 91).

28      Με τις αιτιολογικές σκέψεις 92 έως 106 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε το συμβατό της κρατικής ενισχύσεως με τη Συνθήκη ΛΕΕ, επισημαίνοντας ότι, εκ της φύσεώς του, το μέτρο συνιστούσε λειτουργική ενίσχυση και δεν είχε εφαρμογή καμία από τις εξαιρέσεις του άρθρου 107, παράγραφοι 2 και 3, ΣΛΕΕ. Η Επιτροπή έκρινε ότι το μέτρο συνιστά ασύμβατη κρατική ενίσχυση.

29      Με τις αιτιολογικές σκέψεις 107 έως 112 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή απάντησε στην επιχειρηματολογία της Ουγγαρίας, όσον αφορά τον σεβασμό της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και των κεκτημένων δικαιωμάτων, και τη δυσμενή διάκριση σε βάρος της προσφεύγουσας. Πρώτον, υπενθύμισε ότι οι επιχειρήσεις μπορούν να προβάλουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στη νομιμότητα ενισχύσεως μόνον αν η ενίσχυση έχει αναγνωρισθεί ως συμβατή μετά τη διαδικασία εξετάσεως των κρατικών ενισχύσεων, δεύτερον, διαπίστωσε ότι δεν είχε δοθεί καμία ασφάλεια από ανήκουσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση αρχή ως προς το συμβατό της ενισχύσεως και καμία εξαιρετική περίσταση δεν μπορούσε, εν προκειμένω, να θεμελιώσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στην εν λόγω συμβατότητα και, τρίτον, ενέμεινε επί του γεγονότος ότι ο τροποποιηθείς νόμος περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων είχε αυξήσει τον συντελεστή των μεταλλευτικών τελών των υπό εκμετάλλευση κοιτασμάτων κατά την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του, όπερ αποδεικνύει τη μη ύπαρξη δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των κατόχων αδειών εκμεταλλεύσεως για το αμετάβλητο της νομικής τους θέσεως (αιτιολογικές σκέψεις 107 έως 111). Όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από την ύπαρξη δυσμενούς διακρίσεως, η Επιτροπή απάντησε ότι η αύξηση του τέλους για όλους τους επιχειρηματίες δεν συνεπάγεται καμία δυσμενή διάκριση (αιτιολογική σκέψη 112).

30      Τέλος, στις αιτιολογικές σκέψεις 113 έως 120 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή δικαιολόγησε την υποχρέωση της Ουγγαρίας προς ανάκτηση της κρατικής ενισχύσεως από την προσφεύγουσα, καθόσον το χορηγηθέν σε αυτήν πλεονέκτημα υλοποιήθηκε κατά την ημερομηνία θέσεως σε ισχύ των τροπολογιών που περιελάμβανε ο τροποποιηθείς νόμος περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων, ήτοι στις 8 Ιανουαρίου 2008, και συνίστατο στη διαφορά μεταξύ των μεταλλευτικών τελών που κατέβαλε η προσφεύγουσα για τα υπό εκμετάλλευση κοιτάσματά της και αυτών στα οποία έπρεπε να υπόκειται κατ’ εφαρμογή του τροποποιηθέντος νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων. Η Επιτροπή ανέφερε ότι, για να υπολογισθεί το προς ανάκτηση ποσό της ενισχύσεως, δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη ούτε το τέλος για την παράταση της εκμεταλλεύσεως ούτε το οφειλόμενο για τα έτη 2006 και 2007 προσαυξημένο μεταλλευτικό τέλος, ούτε το εξαιρετικό τέλος, αλλά μόνον το προσαυξημένο μεταλλευτικό τέλος που κατέβαλε η προσφεύγουσα από τις 8 Ιανουαρίου 2008, ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του τροποποιηθέντος νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων.

31      Το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Άρθρο 1

1.      Ο συνδυασμός του καθορισμένου τέλους εκμετάλλευσης ορυχείων/λατομείων που ορίζεται στη συμφωνία [του 2005] η οποία συνάφθηκε μεταξύ [της Ουγγαρίας] και [της προσφεύγουσας] στις 22 Δεκεμβρίου 2005, καθώς και οι μεταγενέστερες τροπολογίες του [τροποποιηθέντος νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων] συνιστά κρατική ενίσχυση προς [την προσφεύγουσα] υπό την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

2.      Η κρατική ενίσχυση, όπως ορίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, η οποία χορηγήθηκε παράνομα από την Ουγγαρία [στην προσφεύγουσα], κατά παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά.

3.      Η Ουγγαρία, εντός προθεσμίας δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, καταργεί τη χορήγηση της κρατικής ενίσχυσης, όπως ορίζεται στην παράγραφο 1 της [προσβαλλομένης αποφάσεως].

Άρθρο 2

1.      Η Ουγγαρία ανακτά από τον δικαιούχο την προς ανάκτηση ενίσχυση, όπως ορίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1.

2.      Η συνολική κρατική ενίσχυση ανέρχεται σε 28 444,7 εκατομμύρια HUF για το 2008 και 1 942,1 εκατομμύρια HUF για το 2009. Για το 2010, το ποσό της ενίσχυσης πρέπει να υπολογιστεί από την Ουγγαρία μέχρις ότου καταργηθεί το μέτρο.

3.      Τα προς ανάκτηση ποσά φέρουν τόκους από την ημερομηνία κατά την οποία τέθηκαν στη διάθεση του δικαιούχου μέχρι την πραγματική ανάκτησή τους.

4.      Ο τόκος υπολογίζεται με τη μέθοδο του ανατοκισμού σύμφωνα με το κεφάλαιο V του κανονισμού (ΕΚ) 794/2004 [της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108] [ΣΛΕΕ] (ΕΕ L 140, σ. 1)], όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 271/2008 [της Επιτροπής της 30ής Ιανουαρίου 2008 (ΕΕ L 82, σ. 1)].

Άρθρο 3

1.      Η ανάκτηση της ενίσχυσης που ορίζεται στο άρθρο 1[, παράγραφος 1], είναι άμεση και αποτελεσματική.

2.      Η Ουγγαρία διασφαλίζει ότι η [προσβαλλόμενη απόφαση] είναι εκτελεστέα εντός τεσσάρων μηνών από την κοινοποίησή της.

Άρθρο 4

1.      Η Ουγγαρία διαβιβάζει στην Επιτροπή εντός δύο μηνών μετά την κοινοποίηση της [προσβαλλομένης αποφάσεως] τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)      το συνολικό ποσό (κύρια οφειλή και τόκοι) που πρέπει να ανακτηθεί από τον δικαιούχο της ενίσχυσης, συμπεριλαμβανομένου του υπολογισμού του ποσού της ενίσχυσης για το έτος 2010·

β)      ακριβή περιγραφή των μέτρων που έχουν ήδη ληφθεί ή πρόκειται να ληφθούν για τη συμμόρφωση με την [προσβαλλόμενη απόφαση]·

γ)      συνοδευτικά έγγραφα που αποδεικνύουν ότι ο δικαιούχος διατάχθηκε να επιστρέψει την ενίσχυση.

2.      Η Ουγγαρία ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με την πρόοδο των μέτρων που λαμβάνει για την εφαρμογή της [προσβαλλομένης αποφάσεως], μέχρις ότου ανακτηθεί η ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1. Εφόσον ζητηθεί από την Επιτροπή, η Ουγγαρία παρέχει αμέσως όλες τις πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έχει ήδη λάβει ή πρόκειται να λάβει για να συμμορφωθεί με την [προσβαλλόμενη απόφαση]. Επίσης, η Ουγγαρία παρέχει λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τα ποσά της ενίσχυσης και τους τόκους που έχουν ήδη επιστραφεί από τον δικαιούχο.

Άρθρο 5

[Η προσβαλλόμενη απόφαση] απευθύνεται στην Ουγγαρία.»

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

32      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Οκτωβρίου 2010, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

33      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        επικουρικώς, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέτρο που διατάσσει την ανάκτηση των οικείων ποσών από την προσφεύγουσα·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

34      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

35      Ως μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο έθεσε πλείονες ερωτήσεις στους διαδίκους, οι οποίοι απάντησαν με έγγραφα τα οποία κατέθεσε η μεν προσφεύγουσα στις 8 Ιανουαρίου 2013 και η Επιτροπή στις 9 Ιανουαρίου 2013.

36      Μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Γενικό Δικαστήριο έδωσε στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα προσκομίσεως, εντός προθεσμίας μίας εβδομάδας μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κάθε πληροφοριακού στοιχείου σχετικού με το επίπεδο της τιμής του αργού πετρελαίου στο τέλος του 2005, όταν υπογράφηκε η συμφωνία του 2005, και κατά τη διάρκεια του δευτέρου εξαμήνου του 2007, όταν εκπονήθηκε και ψηφίστηκε ο τροποποιηθείς νόμος περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων, καθώς και τις προβλέψεις τιμών για το 2008.

37      Τα προσκομισθέντα εμπροθέσμως από την προσφεύγουσα έγγραφα κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή προς υποβολή παρατηρήσεων. Αφού έλαβε τις παρατηρήσεις αυτές, το Γενικό Δικαστήριο περάτωσε την προφορική διαδικασία στις 7 Φεβρουαρίου 2013.

 Σκεπτικό

38      Η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους: πρώτον, η προσβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει στο άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθόσον η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η συμφωνία του 2005 και ο τροποποιηθείς νόμος περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων συνιστούν παράνομη και ασύμβατη προς την εσωτερική αγορά κρατική ενίσχυση, δεύτερον, επικουρικώς, η εν λόγω απόφαση αντιβαίνει στο άρθρο 108, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και το άρθρο 1, στοιχείο β΄, περίπτωση v, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108] [ΣΛΕΕ] (ΕΕ L 83, σ. 1), καθόσον η Επιτροπή δεν εξέτασε τη συμφωνία του 2005 από απόψεως των εφαρμοστέων σε υφιστάμενες ενισχύσεις κανόνων, και, τρίτον, επικουρικώς, ότι η απόφαση αυτή παρέβη το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 διατάσσοντας την ανάκτηση των επίμαχων ποσών.

39      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου, η προσφεύγουσα αμφισβητεί τον χαρακτηρισμό του υπό εξέταση μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως. Με την πρώτη αιτίαση, υποστηρίζει ότι η συμφωνία του 2005 και ο τροποποιηθείς νόμος περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων δεν μπορούν να θεωρηθούν ενιαία ενίσχυση. Με τη δεύτερη, την τρίτη και την τέταρτη αιτίαση του λόγου αυτού, αντιστοίχως, διατείνεται ότι, αν κριθεί ότι η συμφωνία του 2005 και ο τροποποιηθείς νόμος περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων συνιστούν ενιαία ενίσχυση, το μέτρο αυτό δεν προσκρούει στις διατάξεις του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, διότι δεν είναι επιλεκτικό, δεν της χορηγεί πλεονέκτημα και δεν νοθεύει τον ανταγωνισμό.

40      Πρέπει να εξετασθεί ιδιαίτερα η δεύτερη αιτίαση του πρώτου λόγου περί της μη επιλεκτικότητας του επίμαχου μέτρου. Προς τούτο, πρέπει, κατ’ αρχάς, να εκτεθεί η εκτίμηση της Επιτροπής, η οποία περιλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, όσον αφορά την επιλεκτικότητα του επίμαχου μέτρου πριν παρατεθούν, στη συνέχεια, τα επιχειρήματα τα οποία προέβαλαν συναφώς οι διάδικοι ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και μετά, τέλος, η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου.

 Εκτίμηση της Επιτροπής, η οποία περιλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, όσον αφορά την επιλεκτικότητα του επίμαχου μέτρου

41      Η Επιτροπή ανέλυσε την προϋπόθεση περί της επιλεκτικότητας του επίμαχου μέτρου στις αιτιολογικές σκέψεις 56 έως 71 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

42      Συναφώς, πρώτον, η Επιτροπή έκρινε ότι το σύστημα αναφοράς ήταν το καθεστώς αδειών εκμεταλλεύσεως (αιτιολογική σκέψη 65 της προσβαλλομένης αποφάσεως), μέρος του οποίου αποτελούσε ο μηχανισμός παρατάσεως της ισχύος των αδειών αυτών, απορρίπτοντας τα επιχειρήματα της Ουγγαρίας υπέρ της αναγνωρίσεως ενός ανεξαρτήτου συστήματος αναφοράς αποτελούμενου από το εν λόγω είδος συμφωνίας (αιτιολογικές σκέψεις 62 και 63 της εν λόγω αποφάσεως). Η Επιτροπή επισήμανε ότι η Ουγγαρία διέθετε ευρύ περιθώριο διακριτικής ευχέρειας για την παράταση των αδειών εκμεταλλεύσεως και, συνακολούθως, για την τροποποίηση των διατάξεων του νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων, έχοντας γνώση των ευνοϊκών αποτελεσμάτων που θα συνεπαγόταν για την προσφεύγουσα, η οποία ήταν ο μόνος επιχειρηματίας στον τομέα των υδρογονανθράκων που είχε συνάψει συμφωνία παρατάσεως. Κατά την Επιτροπή, η Ουγγαρία μπορούσε ελευθέρως να καθορίζει τα μεταλλευτικά τέλη ανά πάσα στιγμή και, επομένως, να μην τροποποιεί τον νόμο περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων (αιτιολογική σκέψη 64 της αποφάσεως αυτής). Κατά την Επιτροπή, τα αποτελέσματα της αλληλουχίας των πράξεων της Ουγγαρίας ευνόησαν συγκεκριμένη επιχείρηση.

43      Δεύτερον, η Επιτροπή έκρινε ότι, στο καθεστώς των αδειών εκμεταλλεύσεως, η σύμβαση παρατάσεως της ισχύος τους είναι σαφώς επιλεκτική, λαμβανομένου υπόψη του περιθωρίου χειρισμών των μερών για να καθορίζουν τα διάφορα στοιχεία πληρωμής ή για να αποφασίζουν τη μη σύναψη τέτοιας συμφωνίας, καθόσον οι ουγγρικές αρχές διαθέτουν επομένως διακριτική ευχέρεια για τη σύναψη συμφωνίας με την προσφεύγουσα ή με κάθε άλλο επιχειρηματία στην αγορά (αιτιολογική σκέψη 66 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατά την Επιτροπή, η μεταχείριση αυτή δεν εξηγείται ούτε βάσει της λογικής ούτε βάσει της φύσεως του συστήματος, κατά το οποίο τα μεταλλευτικά τέλη διασφαλίζουν τους κρατικούς πόρους, υπολογιζόμενους επί της εξακριβωθείσας αξίας, και τα οφειλόμενα δυνάμει συμφωνίας παρατάσεως ποσά καταβάλλονται ως αντάλλαγμα της παρατάσεως. Ωστόσο, κατά την Επιτροπή, η σύναψη της συμφωνίας του 2005 και ο τροποποιηθείς νόμος περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων οδηγούν στο ότι η προσφεύγουσα καταβάλλει μειωμένα μεταλλευτικά τέλη μέχρι το 2020 για, πρακτικώς, όλα τα υπό εκμετάλλευση κοιτάσματά της, ενώ οι ανταγωνιστές της, οι οποίοι εκμεταλλεύονται κοιτάσματα στο πλαίσιο τέτοιων αδειών, οι οποίοι άρχισαν εγκαίρως την παραγωγή και δεν συνήψαν συμφωνίες παρατάσεως πρέπει να καταβάλλουν υψηλότερα τέλη (αιτιολογική σκέψη 67 της εν λόγω αποφάσεως).

44      Τρίτον, η Επιτροπή σημείωσε ότι η συμφωνία του 2005 είναι η μόνη συναφθείσα στον τομέα των υδρογονανθράκων, καθόσον άλλες συμφωνίες τέτοιου είδους είχαν συναφθεί στον τομέα των στερεών ορυκτών, αλλά τα σχετικά με τα ορυκτά αυτά μεταλλευτικά τέλη δεν μετεβλήθησαν με τον τροποποιηθέντα νόμο περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων (αιτιολογική σκέψη 68 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

45      Τέταρτον, η αλληλουχία των ενεργειών, ήτοι ο τρόπος με τον οποίο συντάχθηκε το άρθρο 26/A, παράγραφος 5, του νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων, η συμφωνία του 2005 και ο τροποποιηθείς νόμος περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων, ήταν επιλεκτική ως προς την προσφεύγουσα (αιτιολογική σκέψη 69 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Βάσει του συνδυασμού των αποτελεσμάτων της αλληλουχίας αυτής, μόνον η προσφεύγουσα υπαγόταν σε ειδικό καθεστώς που την προστάτευε από κάθε αύξηση των οφειλομένων για την εξόρυξη υδρογονανθράκων τελών (αιτιολογική σκέψη 70 της εν λόγω αποφάσεως). Η Επιτροπή έκρινε ότι πληρούνταν το κριτήριο της επιλεκτικότητας, λαμβανομένων υπόψη της μεγάλης διακριτικής ευχέρειας με την οποία μπορούσε να συναφθεί συμφωνία παρατάσεως και του ότι η απαλλαγή ευνόησε μία μόνον επιχείρηση (αιτιολογική σκέψη 71 της αποφάσεως αυτής).

46      Επομένως, μολονότι η Επιτροπή θεώρησε ότι το επίμαχο μέτρο είχε, με τις δύο συνιστώσες του, ευνοήσει την προσφεύγουσα, ενέμεινε επί του ότι η συμφωνία παρατάσεως ήταν, αφεαυτής, επιλεκτική, λόγω των λεπτομερειών διαπραγματεύσεως και συνάψεως (αιτιολογική σκέψη 66 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή, επισημαίνοντας ότι η συμφωνία του 2005 και ο τροποποιηθείς νόμος περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων είχαν ως αποτέλεσμα η προσφεύγουσα να καταβάλλει χαμηλότερα μεταλλευτικά τέλη από τους λοιπούς επιχειρηματίες μέχρι το 2020, τόνισε την επιλεκτικότητα μόνον της συμφωνίας του 2005 έναντι της προσφεύγουσας (αιτιολογική σκέψη 67 της εν λόγω αποφάσεως), καθόσον τα χαμηλότερα αυτά μεταλλευτικά τέλη προκύπτουν μόνον από τη συμφωνία, η οποία καθορίζει τον συντελεστή του προσαυξημένου μεταλλευτικού τέλους για κάθε ένα από τα δεκαπέντε έτη ισχύος της συμφωνίας, και η οποία προβλέπει ότι οι ούτως καθορισθέντες συντελεστές ορίζονται μόνον σύμφωνα με τις διατάξεις της και παραμένουν αμετάβλητοι (σημεία 4 και 9 της συμφωνίας του 2005). Εξάλλου, η Επιτροπή, καταλήγοντας στο ότι η προσφεύγουσα υπαγόταν σε ειδικό καθεστώς που την προστάτευε από κάθε αύξηση των μεταλλευτικών τελών (αιτιολογική σκέψη 70 της προσβαλλομένης αποφάσεως), έκρινε κατ’ ανάγκη ότι πληρούνταν το κριτήριο της επιλεκτικότητας του επίμαχου μέτρου, για τον λόγο ότι, λαμβανομένων υπόψη των προαναφερθέντων χαρακτηριστικών, η συμφωνία του 2005 ήταν επιλεκτική.

47      Συνεπώς, η Επιτροπή βασίστηκε στον επιλεκτικό χαρακτήρα της συμφωνίας του 2005, καθόσον καθορίζει τον συντελεστή του προσαυξημένου μεταλλευτικού τέλους για κάθε ένα από τα δεκαπέντε έτη ισχύος της συμφωνίας και προβλέπει ότι οι ούτως καθορισθέντες συντελεστές παραμένουν αμετάβλητοι, για να θεωρήσει το επίμαχο μέτρο ως κρατική ενίσχυση ασύμβατη προς την εσωτερική αγορά.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

48      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί τον επιλεκτικό χαρακτήρα της συμφωνίας του 2005. Κατ’ αρχάς, παρατηρεί ότι η επιβολή του προσαυξημένου μεταλλευτικού τέλους σε όλα τα κοιτάσματά της προκύπτει από τον νόμο περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων, καθόσον πληρούνται οι προβλεπόμενες στον νόμο αυτόν προϋποθέσεις, και, επομένως, έχει γενικό περιεχόμενο και εφαρμογή. Στη συνέχεια, αναφέρει ότι όλοι οι κάτοχοι αδειών εκμεταλλεύσεως οι οποίοι βρίσκονται σε παρεμφερή με τη δική της κατάσταση μπορούσαν να αποφασίσουν να διαπραγματευθούν συμφωνία προς παράταση των δικαιωμάτων τους εκμεταλλεύσεως, σύμφωνα με τις συναφείς διατάξεις του νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων. Στο υπόμνημα απαντήσεως, σημειώνει ότι η Επιτροπή θεώρησε, με την προσβαλλομένη απόφαση, ότι η συμφωνία του 2005 προέβλεπε «τυπική μεταχείριση» ως προς αυτήν και δεν συνιστούσε «πλεονέκτημα», ακόμα και αν καθόριζε τα μεταλλευτικά τέλη με τα οποία έπρεπε να επιβαρύνεται καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος της εν λόγω συμφωνίας. Παραπέμπει στο άρθρο 20, παράγραφος 11, του νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων κατά το οποίο τα μεταλλευτικά τέλη τα οποία καταβάλλονται σε περίπτωση εκχωρήσεως ή παρατάσεως των αδειών εκμεταλλεύσεως είναι αυτά τα οποία περιλαμβάνονται και έχουν συμφωνηθεί με τις συμφωνίες περί εκχωρήσεως ή παρατάσεως. Υπενθυμίζει ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία, η Ουγγαρία εξήγησε ότι οι επιχειρήσεις που πραγματοποιούν σημαντικές επενδύσεις σε μεταλλευτικά έργα έχουν ανάγκη μακροπρόθεσμης βεβαιότητας όσον αφορά τα εφαρμοστέα μεταλλευτικά τέλη και επιβαρύνσεις και, κατά συνέπεια, τα αποτελούντα αντικείμενο συμφωνίας μεταλλευτικά τέλη πρέπει να είναι καθορισμένα και σταθερά καθ’ όλη τη διάρκεια της συμφωνίας αυτής, και η αρχή αυτή πρέπει να εφαρμόζεται στα μεταλλευτικά τέλη που αφορούν κοιτάσματα τα οποία βρίσκονται υπό εκμετάλλευση στο πλαίσιο σχετικής αδείας.

49      Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας με τρία επιχειρήματα. Πρώτον, θεωρεί ότι δεν είναι βάσιμο το επιχείρημα ότι ο νόμος περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων θεσπίζει ενιαίο πλαίσιο αναφοράς εντός του οποίου οι εκχωρήσεις, οι άδειες εκμεταλλεύσεως και οι συμφωνίες παρατάσεως της ισχύος των αδειών αποτελούν χωριστά επιμέρους συστήματα, καθόσον οι άδειες παρατάσεως αποτελούν μέρος του καθεστώτος αδειών εκμεταλλεύσεως. Δεύτερον, μολονότι η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, μετά τη σύναψη της συμφωνίας του 2005, δεν υφίσταται δυσμενής διάκριση μεταξύ της ιδίας και του συνόλου των κατόχων αδειών εκμεταλλεύσεως, η Επιτροπή φρονεί ότι η προσφεύγουσα δεν λαμβάνει υπόψη της το γεγονός ότι το επίμαχο μέτρο είναι ο συνδυασμός της συμφωνίας αυτής και του τροποποιηθέντος νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων, μετά την έναρξη ισχύος του οποίου η προσφεύγουσα δεν βρίσκεται πλέον στην ίδια κατάσταση με τους εν λόγω κατόχους αδειών. Τρίτον, η Επιτροπή αμφισβητεί ότι ο νόμος περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων καθορίζει έναν κανόνα σταθερότητας των τελών στο πλαίσιο αδείας εκμεταλλεύσεως ή ότι υφίσταται ένα ενιαίο ρυθμιστικό σύστημα που κατοχυρώνει την ασφάλεια δικαίου για όλες τις μεταλλευτικές επιχειρήσεις, όσον αφορά τα ευρισκόμενα ήδη υπό εκμετάλλευση κοιτάσματά τους.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

50      Κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ «[ε]νισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν οι Συνθήκες ορίζουν άλλως».

51      Κατά πάγια νομολογία, ο χαρακτηρισμός της ενισχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, απαιτεί τη συνδρομή όλων των προβλεπόμενων στη διάταξη αυτή προϋποθέσεων. Συγκεκριμένα, για να χαρακτηριστεί ένα μέτρο ως κρατική ενίσχυση, πρέπει, καταρχάς, να πρόκειται για παρέμβαση από το κράτος ή μέσω κρατικών πόρων, δεύτερον, η παρέμβαση αυτή πρέπει να μπορεί να επηρεάζει τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, τρίτον, πρέπει να χορηγεί πλεονέκτημα στον εξ αυτής ωφελούμενο και, τέταρτον, πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Σεπτεμβρίου 2010, C‑399/08 P, Επιτροπή κατά Deutsche Post, Συλλογή 2010, σ. I‑7831, σκέψεις 38 και 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

52      Όσον αφορά την προϋπόθεση περί της υπάρξεως πλεονεκτήματος υπέρ του δικαιούχου, κατά πάγια νομολογία, θεωρούνται κρατικές ενισχύσεις παρεμβάσεις οι οποίες, υπό οποιαδήποτε μορφή, είναι ικανές να ευνοούν άμεσα ή έμμεσα επιχειρήσεις ή που πρέπει να θεωρούνται οικονομικό πλεονέκτημα που η ωφελούμενη επιχείρηση δεν θα είχε υπό ομαλές συνθήκες αγοράς (βλ. απόφαση Επιτροπή κατά Deutsche Post, σκέψη 51 ανωτέρω, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

53      Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, η έννοια της κρατικής ενισχύσεως είναι ευρύτερη της εννοίας της επιδοτήσεως. Η κρατική ενίσχυση περιλαμβάνει όχι μόνον τις θετικές παροχές, αλλά και κρατικές παρεμβάσεις οι οποίες, κατά διαφόρους τρόπους, περιορίζουν τις επιβαρύνσεις που συνήθως βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως και οι οποίες, χωρίς να είναι επιδοτήσεις υπό τη στενή έννοια του όρου, είναι της αυτής φύσεως και επιφέρουν ταυτόσημα αποτελέσματα (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Δεκεμβρίου 2011, C‑81/10 P, France Télécom κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. Ι‑12899, σκέψη 16 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

54      Όσον αφορά τον επιλεκτικό χαρακτήρα μέτρου ενισχύσεως, επισημαίνεται επίσης ότι το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν διακρίνει αναλόγως των αιτιών ή των σκοπών των κρατικών παρεμβάσεων, αλλά τις καθορίζει αναλόγως των αποτελεσμάτων τους (απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Φεβρουαρίου 2003, C‑409/00, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑1487, σκέψη 46). Επομένως, η εφαρμογή της διατάξεως αυτής απαιτεί μόνον να καθοριστεί αν, στο πλαίσιο ενός δεδομένου νομικού καθεστώτος, ένα κρατικό μέτρο μπορεί να ευνοήσει «ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής» σε σχέση με άλλους, οι οποίοι τελούν, όσον αφορά τον σκοπό που επιδιώκει το εν λόγω καθεστώς, σε παρεμφερή πραγματική και νομική κατάσταση (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, το μέτρο ενισχύσεως πληροί την προϋπόθεση επιλεκτικότητας, συστατική της έννοιας της κρατικής ενισχύσεως κατά τη διάταξη αυτή.

55      Πριν από την εκτίμηση του κύρους της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς τον επιλεκτικό χαρακτήρα της συμφωνίας του 2005, πρέπει να εκτεθούν τα επιχειρήματα τα οποία προέβαλαν, κατά τη διοικητική διαδικασία, η Ουγγαρία και η προσφεύγουσα.

56      Συναφώς, η Ουγγαρία υποστήριξε, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, πλείονα επιχειρήματα αμφισβητούντα τον επιλεκτικό χαρακτήρα της συμφωνίας του 2005, τον οποίο είχε ήδη επικαλεστεί η Επιτροπή στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, στην οποία αναφερόταν ότι το υπό εξέταση επίμαχο μέτρο χορηγούσε απαλλαγή από τα μεταλλευτικά τέλη σε μία μόνον επιχείρηση (αιτιολογικές σκέψεις 18 και 21 της αποφάσεως για την κίνηση έρευνας).

57      Κατά το προκαταρκτικό στάδιο, η Ουγγαρία απάντησε, στις 17 Μαρτίου 2008, στο ερώτημα της Επιτροπής περί των διατάξεων του νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων βάσει των οποίων επιτρεπόταν στην προσφεύγουσα να καταβάλλει σταθερά μεταλλευτικά τέλη μέχρι το 2020, προβάλλοντας το άρθρο 20, παράγραφος 11, και το άρθρο 26/A, παράγραφος 5, του εν λόγω νόμου. Κατά το άρθρο 20, παράγραφος 11, του νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων, το ποσό του μεταλλευτικού τέλους σε νομισματικούς όρους πρέπει να είναι ποσοστό της αξίας των εξορυσσομένων ορυκτών όπως διευκρινίζεται στον νόμο αυτό ή στη συμφωνία εκχωρήσεως ή στη συναφθείσα κατά το άρθρο 26/A, παράγραφος 5, του εν λόγω νόμου σύμβαση. Η Ουγγαρία παρατήρησε ότι κάθε μεταλλευτική επιχείρηση η οποία είναι κάτοχος αδείας εκμεταλλεύσεως μπορούσε να ζητήσει την παράταση της νόμιμης προθεσμίας για να αρχίσει την παραγωγή, με την επιβάρυνση να καταβάλλει τέλος προς αντικατάσταση του απολεσθέντος τέλους, κατ’ εφαρμογή των αρχών του άρθρου 26/A, παράγραφος 5, του νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων (βλ. σκέψη 6 ανωτέρω), αλλά η σύναψη τέτοιας συμφωνίας παρατάσεως δεν ήταν υποχρεωτική. Η Ουγγαρία θεωρούσε ότι ο νόμος περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων καθιστούσε δυνατή την παράταση των μεταλλευτικών δικαιωμάτων βάσει των ιδίων αρχών με τους εφαρμοστέους στην εκχώρηση κανόνες. Κατέληγε ότι κάθε μεταλλευτική επιχείρηση μπορούσε να συνάψει συμφωνίες παρατάσεως μη δημιουργούσες διακρίσεις, εφόσον η επιχείρηση αυτή δικαιούνταν να παρατείνει την ημερομηνία ενάρξεως της παραγωγής, τηρουμένων των απαιτήσεων του άρθρου 26/A, παράγραφος 5, του νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων.

58      Εξάλλου, η Ουγγαρία παρέσχε, στις 8 Σεπτεμβρίου 2008, διευκρινίσεις όσον αφορά τις νομικές βάσεις υπό το πρίσμα των οποίων επιχείρηση η οποία δεν άρχισε την παραγωγή της εμπροθέσμως μπορούσε να καταβάλλει λιγότερο υψηλά μεταλλευτικά τέλη από τα καθορισθέντα με τον νόμο περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων, παραθέτοντας εκ νέου τις διατάξεις του άρθρου 20, παράγραφος 11, του εν λόγω νόμου για να υποστηρίξει ότι, όταν η δραστηριότητα πραγματοποιείται στο πλαίσιο αδείας εκμεταλλεύσεως, ο συντελεστής του μεταλλευτικού τέλους καθορίζεται, ανά περίπτωση, από το άρθρο 20, παράγραφος 3, του νόμου αυτού το οποίο καθορίζει τον νόμιμο συντελεστή του τέλους αναλόγως του είδους των εξορυσσόμενων ορυκτών, ή από συμφωνία συναφθείσα δυνάμει του άρθρου 26/A, παράγραφος 5, του εν λόγω νόμου, σε περίπτωση παρατάσεως της αδείας εκμεταλλεύσεως.

59      Με την απάντηση της 9ης Απριλίου 2009 στην απόφαση για την κίνηση έρευνας, η Ουγγαρία ενέμεινε, κατ’ αρχάς, στη συλλογιστική της κανονιστικής ρυθμίσεως περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων, η οποία συνεπάγεται ότι ρήτρα όπως η καθορίζουσα τον συντελεστή του προσαυξημένου μεταλλευτικού τέλους για κάθε ένα από τα δεκαπέντε έτη ισχύος της συμφωνίας και προβλέπουσα ότι οι ούτως καθορισθέντες συντελεστές παραμένουν αμετάβλητοι αποτελεί «φυσικό» στοιχείο κάθε παρατάσεως, και οι συνακόλουθες τροποποιήσεις των συντελεστών των μεταλλευτικών τελών δεν μπορούν να εφαρμοστούν στους καθορισθέντες με τη συμφωνία αυτή συντελεστές. Κατά την Ουγγαρία, η συμφωνία του 2005 δεν χορηγεί καμία προτιμησιακή μεταχείριση στην προσφεύγουσα, εφόσον κάθε άλλη μεταλλευτική επιχείρηση ευρισκόμενη στην ίδια κατάσταση μπορεί να αναμένει τη σύναψη παρεμφερούς συμφωνίας καθορίζουσας τους συντελεστές μεταλλευτικών τελών όπως και η συμφωνία του 2005. Στη συνέχεια, η Ουγγαρία επανέρχεται στο άρθρο 20, παράγραφος 11, του νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων, ως προς το οποίο θεωρεί ότι συγκεκριμενοποιεί τις μεθόδους υπολογισμού του συντελεστή των μεταλλευτικών τελών. Κατά την Ουγγαρία, κάνοντας μνεία των συναφθεισών κατ’ εφαρμογή του άρθρου 26/A, παράγραφος 5, του νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων συμφωνιών, το άρθρο 20, παράγραφος 11, του νόμου αυτού, έχει σαφή σκοπό να καταστήσει νόμιμη την εφαρμογή των μεταλλευτικών τελών που έχουν καθορισθεί με τις συμφωνίες αυτές στην παραγωγή των κοιτασμάτων τα οποία αφορούν οι εν λόγω συμφωνίες, ανεξαρτήτως του συντελεστή μεταλλευτικού τέλους που έχει καθορισθεί από τον νόμο αυτό. Τέλος, η Ουγγαρία αμφισβήτησε τη διαπίστωση της αιτιολογικής σκέψεως 29 της αποφάσεως για την κίνηση έρευνας κατά την οποία ουδείς άλλος επιχειρηματίας στην αγορά μπορούσε να αναμένει τη σύναψη τέτοιας συμφωνίας υπό τις προϋποθέσεις της συμφωνίας του 2005, εφόσον, κατά την Ουγγαρία, το αντίθετο προέκυπτε από το άρθρο 26/A, παράγραφος 5, του νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων, ήτοι ότι η συμφωνία του 2005 ήταν ακριβώς το μόνο είδος συμφωνίας που μπορούσε να συναφθεί.

60      Περαιτέρω, η προσφεύγουσα ανέπτυξε, κατά την τυπική διαδικασία έρευνας, επιχειρήματα περί της μη επιλεκτικότητας της συμφωνίας του 2005.

61      Με τις από 27 Απριλίου 2008 παρατηρήσεις της, η προσφεύγουσα έκρινε ότι κάθε μεταλλευτική επιχείρηση ευρισκόμενη στην ίδια κατάσταση θα συνήπτε, βάσει του άρθρου 26/A, παράγραφος 5, του νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων, σύμβαση παρατάσεως περιέχουσα τις ίδιες διατάξεις με τη συμφωνία του 2005, ορίζουσα τους συντελεστές του καθορισθέντος με τη συμφωνία μεταλλευτικού τέλους και αποκλείοντας κάθε μεταγενέστερη μεταβολή του συντελεστή με τον νόμο. Αμφισβήτησε επίσης τον επιλεκτικό χαρακτήρα της συμφωνίας του 2005 αναφερόμενη σε ίδιας φύσεως συμφωνίες συναφθείσες μεταξύ των ουγγρικών αρχών και των μεταλλευτικών επιχειρήσεων στον τομέα των στερεών ορυκτών, οι οποίες περιελάμβαναν ρήτρες όπως αυτή που καθορίζει τον συντελεστή του προσαυξημένου μεταλλευτικού τέλους για κάθε ένα από τα δεκαπέντε έτη ισχύος της εν λόγω συμφωνίας του 2005 και αυτή που προβλέπει ότι οι ούτως καθορισθέντες συντελεστές παραμένουν αμετάβλητοι. Παραπέμπει στο άρθρο 20, παράγραφος 11, του νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων, για να δικαιολογήσει το γεγονός ότι οι προβλεπόμενοι με τη συμφωνία του 2005 συντελεστές του μεταλλευτικού τέλους διαφέρουν από τον συντελεστή που προκύπτει από το καθεστώς της αδείας εκμεταλλεύσεως, θεωρώντας ότι, αν ο νομοθέτης επιθυμούσε την αντικατάσταση των καθορισθέντων με τη συμφωνία του 2005 συντελεστών του μεταλλευτικού τέλους με μελλοντική τροποποίηση του καθοριζομένου κατά νόμο μεταλλευτικού τέλους, όφειλε να περιλάβει ρητή διάταξη συναφώς.

62      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι το επίμαχο μέτρο αποτελείται από δύο στοιχεία, ήτοι τη συμφωνία του 2005, η οποία καθορίζει τους συντελεστές των μεταλλευτικών τελών του συνόλου των κοιτασμάτων της προσφεύγουσας, τα οποία βρίσκονται υπό εκμετάλλευση ή έχει παραταθεί η άδεια εκμεταλλεύσεώς τους, για κάθε ένα από τα δεκαπέντε έτη ισχύος της, και τον νόμο περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων, ο οποίος αυξάνει τους συντελεστές των μεταλλευτικών τελών για όλα κοιτάσματα υδρογονανθράκων για τα οποία έχει χορηγηθεί άδεια εκμεταλλεύσεως, χωρίς να περιλαμβάνει διάταξη αφορώσα τα κοιτάσματα τα οποία έχουν αποτελέσει αντικείμενο συμφωνίας παρατάσεως.

63      Συναφώς, επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι η Επιτροπή ορθώς τόνισε, στην αιτιολογική σκέψη 53 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η συμφωνία του 2005 δεν προσκρούει στους σχετικούς με τις κρατικές ενισχύσεις κανόνες. Συγκεκριμένα, εφόσον τα καθορισθέντα δυνάμει της συμφωνίας του 2005 τέλη, εφαρμοστέα τόσο στα ήδη υπό εκμετάλλευση κοιτάσματα όσο και στα κοιτάσματα για τα οποία έχουν παραταθεί οι άδειες εκμεταλλεύσεως, ήσαν υψηλότερα των εφαρμοστέων κατά τον χρόνο συνάψεώς της νομίμων τελών, η εν λόγω συμφωνία δεν περιλαμβάνει στοιχείο ενισχύσεως κατά το άρθρο 107 ΣΛΕΕ.

64      Κατόπιν, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όταν ένα κράτος συνάπτει με επιχειρηματία συμφωνία μη περιέχουσα στοιχείο ενισχύσεως κατά το άρθρο 107 ΣΛΕΕ, το γεγονός ότι, στη συνέχεια, μεταβάλλονται οι εξωτερικές προς τη συμφωνία αυτή συνθήκες οπότε ο εν λόγω επιχειρηματίας περιέρχεται σε πλεονεκτική θέση σε σχέση με άλλους επιχειρηματίες οι οποίοι δεν συνήψαν παρεμφερή συμφωνία δεν αρκεί ώστε, εξεταζόμενες από κοινού, η συμφωνία και η μεταγενέστερη μεταβολή των εξωτερικών προς τη συμφωνία αυτή συνθηκών να θεωρηθούν ως στοιχεία που συνιστούν κρατική ενίσχυση.

65      Συγκεκριμένα, ελλείψει τέτοιας αρχής, κάθε συμφωνία την οποία συνάπτει επιχειρηματίας με ένα κράτος η οποία δεν περιλαμβάνει στοιχείο κρατικής ενισχύσεως κατά το άρθρο 107 ΣΛΕΕ δύναται πάντοτε να τεθεί εν αμφιβόλω, όταν η κατάσταση της αγοράς στην οποία δρα ο συμβαλλόμενος στη συμφωνία επιχειρηματίας εξελίσσεται ούτως ώστε να του παρέχεται πλεονέκτημα, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 64 ανωτέρω ή όταν το κράτος ασκεί την κανονιστική εξουσία του κατά τρόπο που δικαιολογείται αντικειμενικώς κατόπιν εξελίξεως της αγοράς τηρώντας τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμφωνία αυτή.

66      Αντιστρόφως, συνδυασμός στοιχείων όπως ο επισημανθείς από την Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κρατική ενίσχυση όταν οι όροι της συναφθείσας συμφωνίας προτάθηκαν επιλεκτικώς από το κράτος σε έναν ή περισσότερους επιχειρηματίες και όχι βάσει αντικειμενικών κριτηρίων απορρεόντων από πράξη γενικής ισχύος τα οποία είναι εφαρμοστέα σε κάθε επιχειρηματία. Συναφώς, επισημαίνεται ότι το γεγονός ότι μόνον ένας επιχειρηματίας συνήψε συμφωνία τέτοιου είδους δεν αρκεί για να αποδείξει τον επιλεκτικό χαρακτήρα της συμφωνίας, εφόσον το γεγονός αυτό μπορεί, μεταξύ άλλων, να προκύπτει από τη μη ύπαρξη ενδιαφέροντος εκ μέρους οποιουδήποτε άλλου επιχειρηματία.

67      Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι, για την εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ενιαία ενίσχυση μπορεί να αποτελείται από συνδυασμό στοιχείων υπό την προϋπόθεση ότι παρουσιάζουν, λόγω ιδίως της χρονολογικής αλληλουχίας τους, του σκοπού τους και της καταστάσεως της επιχειρήσεως κατά τον χρόνο των παρεμβάσεων, τόσο στενούς δεσμούς ώστε να είναι αδύνατο να διαχωριστούν (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Μαρτίου 2013, C‑399/10 P και C‑401/10 P, Bouygues και Bouygues Télécom κατά Επιτροπής κ.λπ. και Επιτροπή κατά Γαλλίας κ.λπ., σκέψεις 103 και 104). Στο πλαίσιο αυτό, συνδυασμός στοιχείων όπως αυτός τον οποίο προέβαλε η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση δύναται να χαρακτηρισθεί ως κρατική ενίσχυση όταν το κράτος ενεργεί ούτως ώστε να προστατεύσει έναν ή περισσότερους επιχειρηματίες, ήδη παρόντες στην αγορά, συνάπτοντας με αυτούς συμφωνία που τους παρέχει εγγυημένους για όλη τη διάρκεια της συμφωνίας συντελεστές τελών, έχοντας συγχρόνως την πρόθεση να ασκήσει μεταγενέστερα την κανονιστική του αρμοδιότητα, αυξάνοντας τον συντελεστή του τέλους οπότε οι λοιποί επιχειρηματίες στην αγορά θα περιέλθουν σε δυσμενή θέση, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για επιχειρηματίες που είναι ήδη παρόντες κατά την ημερομηνία συνάψεως της συμφωνίας ή για νέους επιχειρηματίες.

68      Υπό το πρίσμα των στοιχείων αυτών πρέπει να εξετασθεί αν, εν προκειμένω, η Επιτροπή ορθώς έκρινε ότι το επίμαχο μέτρο ήταν επιλεκτικό, για τον λόγο ότι η συμφωνία του 2005, καθόσον καθορίζει τον συντελεστή του προσαυξημένου μεταλλευτικού τέλους για κάθε ένα από τα δεκαπέντε έτη ισχύος της και προβλέπει ότι οι ούτως καθορισθέντες συντελεστές παραμένουν αμετάβλητοι, ήταν επιλεκτική.

69      Πρώτον, πρέπει να αναλυθεί επακριβώς το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου συνάφθηκε η συμφωνία του 2005.

70      Το άρθρο 26/A, παράγραφος 5, του νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων παρέχει σε κάθε μεταλλευτική επιχείρηση, ανεξαρτήτως του αν εκμεταλλεύεται κοιτάσματα υδρογονανθράκων ή στερεών ορυκτών, τη δυνατότητα να ζητήσει την παράταση των μεταλλευτικών δικαιωμάτων της επί ενός ή περισσοτέρων κοιτασμάτων τα οποία δεν έχει αρχίσει να εκμεταλλεύεται πέντε έτη μετά τη χορήγηση της αδείας εκμεταλλεύσεως. Στο μέτρο αυτό, το άρθρο 26/A, παράγραφος 5, του νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων δεν εμφανίζεται ως διάταξη επιλεκτικής φύσεως.

71      Όσον αφορά το γεγονός, το οποίο επισημάνθηκε στην αιτιολογική σκέψη 66 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι μια μεταλλευτική επιχείρηση και οι ουγγρικές αρχές μπορούν να αποφασίσουν να μη συνάψουν συμφωνία παρατάσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση, αφενός, ότι από το άρθρο 26/A, παράγραφος 5, του νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων δεν προκύπτει ότι οι ουγγρικές αρχές, επιλαμβανόμενες αιτήσεως παρατάσεως, δύνανται να αρνηθούν να αρχίσουν διαπραγματεύσεις προς σύναψη συμφωνίας έχουσας ως αντικείμενο την παράταση των επίμαχων μεταλλευτικών δικαιωμάτων. Αφετέρου, κατά το άρθρο 26/A, παράγραφος 5, του νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων, κάθε μεταλλευτική επιχείρηση μπορεί να ζητήσει την παράταση των μεταλλευτικών της δικαιωμάτων (βλ. σκέψη 70 ανωτέρω). Πάντως, η επιχείρηση αυτή μπορεί επίσης να αποφασίσει να μη ζητήσει παράταση, μεταξύ άλλων, λαμβανομένου υπόψη του οικονομικού κόστους το οποίο συνεπάγεται η αύξηση του μεταλλευτικού τέλους που είναι εφαρμοστέο κατά την ημερομηνία αιτήσεως της παρατάσεως και αφορά, ενδεχομένως, όλα τα υπό εκμετάλλευση κοιτάσματα (βλ. σκέψη 6 ανωτέρω), ή να αποφασίσει να μη δεχθεί τους προταθέντες από τις ουγγρικές αρχές συντελεστές κατόπιν αιτήσεως παρατάσεως, ούτως ώστε να μη συναφθεί καμία συμφωνία παρατάσεως.

72      Περαιτέρω, είναι αληθές ότι το άρθρο 26/A, παράγραφος 5, του νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων καταλείπει στις ουγγρικές αρχές περιθώριο εκτιμήσεως, ορίζοντας ότι ο συντελεστής του τέλους παρατάσεως, ο οποίος καθορίζει, ενδεχομένως, τον συντελεστή του προσαυξημένου μεταλλευτικού τέλους, δεν πρέπει να υπερβαίνει κατά 1,2 φορές τον εφαρμοστέο κατά την ημερομηνία της αιτήσεως παρατάσεως συντελεστή. Εντούτοις, το εν λόγω περιθώριο εκτιμήσεως δεν μπορεί υποχρεωτικώς να θεωρηθεί ευνοϊκό για ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένες παραγωγές σε σχέση με άλλες και, επομένως, να χαρακτηρίζει ως έχουσες επιλεκτικό χαρακτήρα τις συναφθείσες συμφωνίες παρατάσεως. Συγκεκριμένα, το εν λόγω περιθώριο εκτιμήσεως μπορεί να δικαιολογηθεί από διάφορους παράγοντες, όπως ο αριθμός των κοιτασμάτων των οποίων παρατάθηκε η άδεια εκμεταλλεύσεως και η υπολογιζόμενη σημασία τους σε σχέση με τα υπό εκμετάλλευση κοιτάσματα. Πιο συγκεκριμένα, αν, όπως ισχυρίστηκε η Ουγγαρία κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας (βλ. σκέψη 57 ανωτέρω), η αύξηση του συντελεστή που είναι εφαρμοστέος κατά την ημερομηνία της αιτήσεως παρατάσεως αποσκοπεί στην αντιστάθμιση της απώλειας των τελών σχετικά με τα κοιτάσματα των οποίων δεν έχει αρχίσει η εκμετάλλευση πέντε έτη μετά τη χορήγηση των αδειών εκμεταλλεύσεως, δεν είναι παράλογο ο συντελεστής του τέλους παρατάσεως και, ενδεχομένως, ο συντελεστής του προσαυξημένου μεταλλευτικού τέλους, οι οποίοι εφαρμόζονται, αντιστοίχως, στα κοιτάσματα των οποίων παρατάθηκε η ημερομηνία ενάρξεως της εκμεταλλεύσεως και στα υπό εκμετάλλευση κοιτάσματα, να είναι υψηλότεροι όταν ο αριθμός των κοιτασμάτων των οποίων έχει παραταθεί η άδεια εκμεταλλεύσεως είναι σημαντικός σε σχέση με τον αριθμό των υπό εκμετάλλευση κοιτασμάτων και είναι λιγότερο υψηλός όταν, όπως εν προκειμένω, ο αριθμός των κοιτασμάτων των οποίων έχει παραταθεί η άδεια εκμεταλλεύσεως αντιπροσωπεύει αμελητέο μέρος των υπό εκμετάλλευση κοιτασμάτων. Επομένως, το περιθώριο εκτιμήσεως που παρέχεται από το άρθρο 26/A, παράγραφος 5, του νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων δύναται να παρέχει τη δυνατότητα στη διοίκηση να διασφαλίζει την ίση μεταχείριση μεταξύ των επιχειρηματιών αναλόγως του αν βρίσκονται σε παρεμφερείς ή διαφορετικές καταστάσεις κατά την παρατεθείσα στη σκέψη 54 ανωτέρω νομολογία, προσαρμόζοντας τις προτάσεις της περί τελών στα χαρακτηριστικά κάθε υποβαλλόμενης αιτήσεως παρατάσεως, και αποτελεί έκφραση εξουσίας εκτιμήσεως οριοθετημένης με αντικειμενικά κριτήρια τα οποία δεν είναι άσχετα του συστήματος τελών που έχει θεσπίσει η επίμαχη κανονιστική ρύθμιση. Ευρύτερα, παρατηρείται ότι το εν λόγω περιθώριο εκτιμήσεως διακρίνεται, ως εκ της φύσεώς του, από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η ύπαρξη τέτοιου περιθωρίου συνδέεται με τη χορήγηση πλεονεκτήματος υπέρ επιχειρηματία. Εν προκειμένω, το περιθώριο εκτιμήσεως των ουγγρικών αρχών είναι χρήσιμο για τη στάθμιση πρόσθετου βάρους επιβαλλόμενου στους επιχειρηματίες ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι απορρέουσες από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως επιταγές.

73      Το άρθρο 26/A, παράγραφος 5, του νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων ορίζει επίσης ότι η συμφωνία παρατάσεως καθορίζει τους συντελεστές του τέλους παρατάσεως και, όταν η αίτηση παρατάσεως αφορά πλέον των δύο ή των πέντε κοιτασμάτων, η ίδια συμφωνία καθορίζει τους συντελεστές του προσαυξημένου μεταλλευτικού τέλους για διάρκεια τουλάχιστον πέντε ετών και το ποσό του εξαιρετικού τέλους (βλ. σκέψη 6 ανωτέρω). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, σε περίπτωση παρατάσεως, οι συντελεστές του τέλους παρατάσεως και, ενδεχομένως, οι συντελεστές του προσαυξημένου μεταλλευτικού τέλους καθορίζονται αποκλειστικώς με τη συμφωνία παρατάσεως, αρχή η οποία, εξάλλου, κατοχυρώνεται ρητώς στην πρώτη περίοδο του άρθρου 20, παράγραφος 11, του νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων.

74      Συνεπώς, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του άρθρου 26/A, παράγραφος 5, του νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων, οι οποίες είναι εφαρμοστέες σε κάθε επιχείρηση που επιθυμεί να ζητήσει την παράταση ισχύος των αδειών της εκμεταλλεύσεως και βάσει των οποίων συνάφθηκε η συμφωνία του 2005, το γεγονός ότι οι καθορισθέντες ανά έτος ισχύος της εν λόγω συμφωνίας συντελεστές είναι το αποτέλεσμα διαπραγματεύσεως δεν αρκεί για να προσδώσει στη συμφωνία αυτή επιλεκτικό χαρακτήρα. Λαμβανομένων υπόψη όσων κρίθηκαν στη σκέψη 72 ανωτέρω, διαφορετική θα ήταν η περίπτωση μόνον αν οι ουγγρικές αρχές είχαν ασκήσει το περιθώριο εκτιμήσεώς τους κατά τις διαπραγματεύσεις που κατέληξαν στη συμφωνία του 2005, η οποία καθορίζει τους συντελεστές του μεταλλευτικού τέλους παρατάσεως και του προσαυξημένου μεταλλευτικού τέλους κατά τρόπον ευνοούντα την προσφεύγουσα, δεχόμενες χαμηλό επίπεδο τελών χωρίς αντικειμενικό λόγο λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της αυξήσεως των τελών σε περίπτωση παρατάσεως της ισχύος της αδείας εκμεταλλεύσεως και εις βάρος κάθε άλλου επιχειρηματία ο οποίος επεδίωξε να παρατείνει τα μεταλλευτικά του δικαιώματα ή, ελλείψει τέτοιου επιχειρηματία, ενώπιον συγκεκριμένων ενδείξεων για την ύπαρξη μη δικαιολογημένης ευνοϊκής συμπεριφοράς η οποία επιφυλάσσεται στην προσφεύγουσα. Εξάλλου, καθόσον οι διατάξεις της προβλέπουν ότι οι συντελεστές του προσαυξημένου μεταλλευτικού τέλους, οι οποίοι έχουν καθοριστεί συμβατικώς, εφαρμόζονται καθ’ όλη τη διάρκειά της και δεν μπορούν να τροποποιηθούν μονομερώς κατά τη διάρκεια αυτή, η συμφωνία του 2005 δεν προσθέτει τίποτα στον κανόνα που τίθεται με το άρθρο 26/A, παράγραφος 5, του μεταλλευτικού νόμου, μνεία του οποίου γίνεται στη σκέψη 73 ανωτέρω.

75      Δεύτερον, απόκειται επομένως στο Γενικό Δικαστήριο να εξακριβώσει αν η Επιτροπή απέδειξε τον επιλεκτικό χαρακτήρα της συμφωνίας του 2005, μεταξύ άλλων λαμβανομένης υπόψη της ρήτρας που καθορίζει επακριβώς τον συντελεστή του προσαυξημένου μεταλλευτικού τέλους για κάθε ένα από τα δεκαπέντε έτη ισχύος της και της ρήτρας που προβλέπει ότι οι ούτως καθορισθέντες συντελεστές παραμένουν αμετάβλητοι.

76      Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι ο νόμος περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων είναι διατυπωμένος κατά γενικό τρόπο όσον αφορά τις επιχειρήσεις στις οποίες δύναται να εφαρμοσθούν οι διατάξεις του άρθρου 26/A, παράγραφος 5, του εν λόγω νόμου (βλ. σκέψη 70 ανωτέρω).

77      Στη συνέχεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή απλώς διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα ήταν η μόνη επιχείρηση η οποία συνήψε, στην πράξη, συμφωνία παρατάσεως στον τομέα των υδρογονανθράκων (αιτιολογική σκέψη 71 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ωστόσο, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 66 και 71 ανωτέρω, το γεγονός αυτό δύναται να εξηγηθεί λόγω ελλείψεως ενδιαφέροντος εκ μέρους άλλων επιχειρηματιών και, επομένως λόγω μη υπάρξεως αιτήσεως παρατάσεως, ή λόγω μη υπάρξεως συμφωνίας μεταξύ των μερών επί των συντελεστών του τέλους παρατάσεως. Όσον αφορά τις δύο αυτές υποθετικές περιπτώσεις, εφόσον τα κριτήρια που έθεσε ο νόμος περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων περί της συνάψεως συμφωνίας παρατάσεως είναι αντικειμενικά και εφαρμοστέα σε κάθε δυνητικά ενδιαφερόμενο επιχειρηματία ο οποίος τα πληροί, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η συμφωνία του 2005 έχει επιλεκτικό χαρακτήρα.

78      Περαιτέρω, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 74 ανωτέρω, καθορίζοντας τον συντελεστή του προσαυξημένου μεταλλευτικού τέλους για κάθε ένα από τα δεκαπέντε έτη της διάρκειας ισχύος της συμφωνίας του 2005 και προβλέποντας ότι οι ούτως καθορισθέντες συντελεστές παραμένουν αμετάβλητοι, η Ουγγαρία και η προσφεύγουσα εφάρμοσαν απλώς τις διατάξεις του άρθρου 20, παράγραφος 11, και του άρθρου 26/A, παράγραφος 5, του νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων, τα οποία προβλέπουν ότι κάθε συμφωνία παρατάσεως καθορίζει τον συντελεστή του προσαυξημένου μεταλλευτικού τέλους για τη διάρκειά της.

79      Περαιτέρω, υπενθυμίζεται ότι οι συντελεστές που ορίζονται δυνάμει της συμφωνίας του 2005 εφαρμόζονται σε όλα τα κοιτάσματα που εκμεταλλεύεται η προσφεύγουσα στο πλαίσιο αδείας εκμεταλλεύσεως, ήτοι σε 44 κοιτάσματα υδρογονανθράκων των οποίων η παραγωγή άρχισε μετά την 1η Ιανουαρίου 1998 και σε 93 κοιτάσματα φυσικού αερίου των οποίων η παραγωγή άρχισε πριν από την ημερομηνία αυτή, ενώ η παράταση αφορά μόνον δώδεκα άλλα κοιτάσματα των οποίων δεν είχε αρχίσει η εκμετάλλευση κατά τον χρόνο της συνάψεως της συμβάσεως. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το γεγονός ότι ο συντελεστής αυξήσεως τοποθετείται κάτω του ανωτάτου ορίου του 1,2 και, ειδικότερα, μεταξύ 1,02 και 1,05 (βλ. σκέψη 8 ανωτέρω) μπορεί να εξηγηθεί αντικειμενικώς από την αμελητέα σημασία των δώδεκα κοιτασμάτων τα οποία αφορά η παράταση σε σχέση με τα 137 ευρισκόμενα υπό εκμετάλλευση το 2005 κοιτάσματα (βλ. σκέψη 72 ανωτέρω). Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε την κρίσιμη αυτή πτυχή της συμφωνίας του 2005, οπότε από την προσβαλλομένη απόφαση δεν προκύπτει κανένα στοιχείο για προτιμησιακή μεταχείριση της προσφεύγουσας. Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν τεκμαίρεται ότι η προσφεύγουσα είχε ευνοϊκή μεταχείριση σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση η οποία είναι δυνητικώς σε παρεμφερή κατάσταση με τη δική της κατά την έννοια της παρατεθείσας στη σκέψη 54 ανωτέρω νομολογίας.

80      Συνακολούθως, μολονότι η Επιτροπή ανέφερε ότι υφίστανται πολλές άλλες συμφωνίες παρατάσεως στον τομέα των στερεών ορυκτών, θεώρησε ότι δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη, εφόσον αφορούσαν άλλα είδη ορυκτών υποκείμενα σε άλλα μεταλλευτικά τέλη και, για τα ορυκτά αυτά, δεν υπήρξε μεταβολή των τελών με τον τροποποιηθέντα νόμο περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων (αιτιολογική σκέψη 68 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ωστόσο, υπενθυμίζεται ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 70 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο επιλεκτικός χαρακτήρας του επίμαχου μέτρου απορρέει από την επιλεκτικότητα της συμφωνίας του 2005 (βλ. σκέψη 46 ανωτέρω) και όχι από τη φύση των εξορυσσόμενων ορυκτών, τους συντελεστές τελών που εφαρμόζονται στις εν λόγω κατηγορίες ορυκτών ή το γεγονός ότι οι συντελεστές αυτοί δεν θα μεταβάλλονταν μεταγενέστερα. Επομένως οι διαπιστώσεις της Επιτροπής στην αιτιολογική σκέψη 68 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν είναι λυσιτελείς για να αντικρούσουν την επιχειρηματολογία που αντλείται από την ύπαρξη άλλων συμφωνιών παρατάσεως συναφθεισών δυνάμει του άρθρου 26/A, παράγραφος 5, του νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων και με παρεμφερές περιεχόμενο με τη συμφωνία του 2005. Με τη συλλογιστική που ακολούθησε, η Επιτροπή αρνήθηκε επομένως να λάβει υπόψη της όλα τα στοιχεία μέσω των οποίων θα ήταν σε θέση να εκτιμήσει αν η συμφωνία του 2005 ήταν επιλεκτική ως προς την προσφεύγουσα, λαμβανομένης υπόψη της καταστάσεως που είχε δημιουργηθεί από άλλες συμφωνίες παρατάσεως, επίσης συναφθείσες βάσει του άρθρου 26/A, παράγραφος 5, του νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων και των οποίων την ύπαρξη τής είχε αποκαλύψει η προσφεύγουσα. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν επεδίωξε καν να λάβει από τις ουγγρικές αρχές περισσότερες πληροφορίες επί των συμφωνιών παρατάσεως που είχαν συναφθεί από μεταλλευτικές επιχειρήσεις του τομέα των στερεών ορυκτών.

81      Λαμβανομένων υπόψη, πρώτον, της μη υπάρξεως επιλεκτικότητας χαρακτηρίζουσας το νομικό πλαίσιο που διέπει τη σύναψη συμφωνιών παρατάσεως καθώς και στοιχείων που δικαιολογούν τη χορήγηση περιθωρίου εκτιμήσεως στις ουγγρικές αρχές κατά τις σχετικές με τους συντελεστές τελών διαπραγματεύσεις και, δεύτερον, της μη υπάρξεως κανενός στοιχείου περί του ότι οι αρχές αυτές επεφύλαξαν ευνοϊκή μεταχείριση στην προσφεύγουσα σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση ευρισκόμενη σε παρεμφερή κατάσταση (βλ. σκέψεις 70 έως 74, 79 και 80 ανωτέρω), δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποδείχθηκε ο επιλεκτικός χαρακτήρας της συμφωνίας του 2005.

82      Τέλος, επισημαίνεται ότι η αύξηση των τελών δυνάμει του τροποποιηθέντος νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων, η οποία άρχισε να ισχύει μόλις το 2008, έλαβε χώρα στο πλαίσιο αυξήσεως των παγκόσμιων τιμών του αργού πετρελαίου, όπως εξέθεσε η προσφεύγουσα στα δικόγραφά της και περιέγραψε λεπτομερώς στο έγγραφο που προσκόμισε απαντώντας σε συναφή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου (βλ. σκέψη 36 ανωτέρω). Εξάλλου, εφόσον η Επιτροπή δεν προέβαλε ότι η συμφωνία του 2005 συνάφθηκε λόγω προβλέψεως της αυξήσεως των μεταλλευτικών τελών, ο συνδυασμός της συμφωνίας αυτής και του τροποποιηθέντος νόμου περί εκμεταλλεύσεως ορυχείων/μεταλλείων δεν μπορεί θεμιτώς να χαρακτηρισθεί ως κρατική ενίσχυση κατά το άρθρο 107 ΣΛΕΕ (βλ. σκέψεις 64 έως 67 ανωτέρω).

83      Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτή η δεύτερη αιτίαση του πρώτου λόγου της προσφυγής, η οποία αφορά τη μη επιλεκτικότητα του επίμαχου μέτρου, και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να απαιτείται να δοθεί απάντηση στις λοιπές αιτιάσεις του πρώτου λόγου, στον δεύτερο και τρίτο λόγο.

 Επί των δικαστικών εξόδων

84      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα αν υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά της έξοδα καθώς και στα έξοδα της προσφεύγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση 2011/88/ΕΕ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 9ης Ιουνίου 2010, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 1/09 (πρώην NN 69/08) που χορηγήθηκε από την Ουγγαρία στη MOL Nyrt.

2)      Καταδικάζει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Forwood

Dehousse

Schwarcz

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Νοεμβρίου 2013.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.