Language of document : ECLI:EU:T:2023:832

Υπόθεση T-106/17

(Δημοσίευση αποσπασμάτων)

JPMorgan Chase & Co. κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

 Aπόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (δέκατο πενταμελές τμήμα) της 20ής Δεκεμβρίου 2023

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Τομέας παραγώγων επιτοκίου σε ευρώ – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ – Χειραγώγηση των διατραπεζικών επιτοκίων αναφοράς του Euribor – Ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών – Ως εκ του αντικειμένου περιορισμός του ανταγωνισμού– Ενιαία και διαρκής παράβαση – “Υβριδική” διαδικασία η οποία διεξάγεται σε στάδια – Τεκμήριο αθωότητας – Αμεροληψία – Πρόστιμα – Βασικό ποσό – Αξία των πωλήσεων – Άρθρο 23, παράγραφος 2 και 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 – Υποχρέωση αιτιολόγησης – Τροποποιητική απόφαση προς συμπλήρωση της αιτιολογίας – Ίση μεταχείριση – Αναλογικότητα – Πλήρης δικαιοδοσία»

1.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται παράβαση – Τρόπος αποδείξεως – Χρήση δέσμης ενδείξεων – Συνεκτίμηση στοιχείων τα οποία χρονολογούνται εκτός της περιόδου ς της παράβασης – Επιτρέπεται

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 64-71)

2.      Συμπράξεις – Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων και εναρμονισμένες πρακτικές – Έννοια – Συμμετοχή σε δίκτυο διμερών επαφών με αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού – Παθητικοί τρόποι συμμετοχής – Εμπίπτουν – Προϋπόθεση – Μη αποστασιοποίηση – Πληρούται η προϋπόθεση

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 279-312)

3.      Συμπράξεις – Εναρμονισμένη πρακτική – Έννοια – Συντονισμός και συνεργασία που δεν συνάδουν με την υποχρέωση κάθε επιχείρησης να καθορίζει αυτόνομα τη συμπεριφορά της στην αγορά – Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών – Ανταλλαγές εμπιστευτικών πληροφοριών μεταξύ διαπραγματευτών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων – Επικοινωνίες σχετικές με απόπειρες χειραγώγησης των διατραπεζικών επιτοκίων αναφοράς του Euribor – Επικοινωνίες οι οποίες αφορά τις θέσεις διαπραγμάτευσης και τις τιμολογιακές στρατηγικές στον τομέα των προϊόντων που αναπροσαρμόζονται βάσει του Euribor ή του EONIA – Έλλειψη θετικών για τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων που να είναι αποδεδειγμένα, συναφή, χαρακτηριστικά της οικείας συμφωνίας και αρκούντως σημαντικά – Επικοινωνίες αρκούντως επιβλαβείς ώστε να μπορούν να χαρακτηριστούν ως περιορισμός «ως εκ του αντικειμένου»

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 325-337, 341-364, 377-438)

4.      Πράξεις των θεσμικών οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Απόφαση εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού – Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται παράβαση και επιβάλλεται πρόστιμο

(Άρθρο 101 § 1 και 296, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 338, 339, 368-375)

5.      Συμπράξεις – Απαγόρευση – Παραβάσεις – Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που συνιστούν ενιαία παράβαση – Καταλογισμός ευθύνης σε επιχείρηση για το σύνολο της παράβασης – Προϋποθέσεις – Παραβατικές πρακτικές και ενέργειες εντασσόμενες σε συνολικό σχέδιο – Εκτίμηση – Κριτήρια – Συμβολή στην επίτευξη του ενιαίου σκοπού της παράβασης – Γνώση ή δυνατότητα πρόβλεψης του συνολικού σχεδίου της σύμπραξης και των κύριων χαρακτηριστικών της

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 441-450, 453-473, 477-501, 504-508)

6.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Διαδικασία διευθέτησης διαφορών – Διαδικασία στην οποία δεν μετέχουν όλοι οι εμπλεκόμενοι σε σύμπραξη – Έκδοση, σε διαφορετικό χρόνο, μιας απόφασης κατόπιν διαδικασίας διευθέτησης διαφορών και μιας απόφασης κατόπιν τακτικής διαδικασίας – Επιτρέπεται – Προϋποθέσεις – Τήρηση του καθήκοντος αμεροληψίας και του τεκμηρίου αθωότητας – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Περιεχόμενο

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 41 και 48 κανονισμός 773/2004 της Επιτροπής, άρθρο 10α)

(βλ. σκέψεις 514-544)

7.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται παράβαση – Υποχρέωση της Επιτροπής να εξετάσει με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης υπόθεσης – Δημόσιες δηλώσεις από τον Επίτροπο Ανταγωνισμούς κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας – Δηλώσεις οι οποίες θα μπορούσαν να μαρτυρούν έλλειψη υποκειμενικής αμεροληψίας – Άνευ επιρροής για την αμερόληπτη εκτίμηση της υπόθεσης από την Επιτροπή

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 549-558)

8.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Δικαστικός έλεγχος – Πλήρης δικαιοδοσία του δικαστή της Ένωσης – Έκταση – Καθορισμός του ύψους του επιβληθέντος προστίμου – Κριτήρια εκτίμησης

(Άρθρο 101 § 1 και 261 ΣΛΕΕ κανονισμός  1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 23 § 3 και 31)

(βλ. σκέψεις 567, 568, 698-728)

9.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Προσδιορισμός του βασικού ποσού – Καθορισμός της αξίας των πωλήσεων – Εφαρμογή της μεθοδολογίας που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές – Αξία αντικατάστασης υπολογιζόμενη βάσει των επικαιροποιημένων εσόδων σε μετρητά με την εφαρμογή συντελεστή μείωσης – Ανεπάρκεια της αιτιολογίας σχετικά με τον καθορισμό του συντελεστή μείωσης

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2 ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημεία 13 και 37)

(βλ. σκέψεις 583-595, 602-608, 612-621)

10.    Προσφυγή ακυρώσεως – Λόγοι – Παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας – Παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης – Αυτεπάγγελτη εξέταση του δικαστή

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 609-611)

11.    Πράξεις των θεσμικών οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Απόφαση εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού – Θεραπεία της έλλειψης αιτιολογίας κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας με την έκδοση τροποποιητικής απόφασης – Δεν επιτρέπεται

(Άρθρο 101 § 1 και 296, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 627-633)

12.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Προσδιορισμός του βασικού ποσού –Καθορισμός της αξίας πωλήσεων – Εφαρμογή της μεθοδολογίας που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές – Αξία αντικατάστασης υπολογιζόμενη βάσει των επικαιροποιημένων εσόδων σε μετρητά με την εφαρμογή συντελεστή μείωσης – Χρήση διαφορετικών μεθόδων για τον υπολογισμό των εσόδων σε μετρητά επιχειρήσεων εμπλεκομένων στην ίδια παράβαση – Αμελητέα επίπτωση επί των αξιών που ελήφθησαν υπόψη – Παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης – Δεν υφίσταται

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 636-671)

13.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Προσαρμογή του βασικού ποσού – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Περιορισμένη συμμετοχή στην παράβαση, σε σχέση με τους βασικούς εμπλεκομένους – Μείωση του βασικού ποσού κατά 10 τοις εκατό – Παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας, της ίσης μεταχείρισης και της εξατομίκευσης των κυρώσεων – Δεν υφίσταται

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2 ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 29)

(βλ. σκέψεις 674-695)

Σύνοψη

Το 2011 ο τραπεζικός όμιλος Barclays υπέβαλε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή αίτηση επιεικούς μεταχείρισης, ενημερώνοντάς την για την ύπαρξη καρτέλ στον τομέα των παραγώγων επιτοκίου σε ευρώ (Euro Interest Rate Derivatives, στο εξής: EIRD).

Τα EIRD αναπροσαρμόζονται βάσει του Euribor (Euro Interbank Offered Rate), ενός συνόλου επιτοκίων αναφοράς που έχουν ως σκοπό να αντικατοπτρίζουν το κόστος των διατραπεζικών δανείων σε ευρώ, ή βάσει του EONIA (Euro OverNight Index Average), το οποίο επιτελεί λειτουργία αντίστοιχη με το Euribor αλλά όσον αφορά τα καθημερινά επιτόκια. Το επιτόκιο Euribor στηρίζεται στην ατομική τιμολόγηση την οποία κοινοποιούν οι τράπεζες που ανήκουν σε ομάδα αποτελούμενη από 47 χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (στο εξής: ομάδα Euribor).

Κατόπιν της κίνησης διαδικασίας επί παραβάσει από την Επιτροπή, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα Barclays, Deutsche Bank, Royal Bank of Scotland και Société Générale αποφάσισαν να συμμετάσχουν σε διαδικασία διευθέτησης διαφορών σύμφωνα με το άρθρο 10α του κανονισμού (ΕΚ) 773/2004 (1). Κατά το πέρας της διαδικασίας, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 4 Δεκεμβρίου 2013, απόφαση (2) με την οποία διαπίστωσε ότι τα χρηματοπιστωτικά αυτά ιδρύματα είχαν μετάσχει σε ενιαία και διαρκή παράβαση που είχε ως αντικείμενο την αλλοίωση της κανονικής πορείας καθορισμού των τιμών στην αγορά των EIRD.

Δεδομένου ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα JPMorgan Chase & Co., JPMorgan Chase Bank, National Association και J. P. Morgan Services LLP (καλούμενα στο εξής από κοινού: JP Morgan), Crédit agricole και HSBC δεν υπέβαλαν πρόταση διευθέτησης διαφορών, η Επιτροπή συνέχισε την έρευνά της εις βάρος τους.

Με απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2016 (3), η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η JP Morgan παρέβη το άρθρο 101 ΣΛΕΕ και το άρθρο 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, μετέχοντας από τις 27 Σεπτεμβρίου 2006 έως τις 19 Μαρτίου 2007 σε ενιαία και διαρκή παράβαση με αντικείμενο την αλλοίωση της κανονικής πορείας καθορισμού των τιμών στην αγορά των EIRD, και της επέβαλε πρόστιμο ύψους 337 196 000 ευρώ.

Κατά την Επιτροπή, οι παραβατικές ενέργειες της JP Morgan συνίσταντο σε επικοινωνίες μεταξύ ενός διαπραγματευτή της με διαπραγματευτές δύο άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων της ομάδας Euribor, οι οποίες αφορούσαν, κατ’ ουσίαν, τη χειραγώγηση των προσφορών που υπέβαλλαν οι τράπεζές τους στην εν λόγω ομάδα για τον υπολογισμό του Euribor, τις θέσεις διαπραγμάτευσης όσον αφορά τα EIRD καθώς και τις προθέσεις και τις στρατηγικές τους αναφορικά με τον καθορισμό των τιμών των EIRD.

Ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η JP Morgan ζητεί, αφενός, τη μερική ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης και, αφετέρου, επικουρικώς, την ακύρωση ή τη μείωση του επιβληθέντος προστίμου.

Μετά από την άσκηση της προσφυγής, η Επιτροπή εξέδωσε τροποποιητική απόφαση (4) προς συμπλήρωση της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, ώστε να ληφθεί υπόψη η απόφαση HSBC Holdings κ.λπ. κατά Επιτροπής, την οποία εξέδωσε εν τω μεταξύ το Γενικό Δικαστήριο σε συναφή υπόθεση (5).

Με την απόφασή του, το δέκατο πενταμελές τμήμα του Γενικού Δικαστηρίου διευκρινίζει τα κριτήρια βάσει των οποίων μπορεί να διαπιστωθεί η συμμετοχή επιχείρησης σε πρακτικές αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, ιδίως μέσω ανταλλαγής πληροφοριών, στον τομέα των χρηματοπιστωτικών προϊόντων. Ωστόσο, το Γενικό Δικαστήριο ακυρώνει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος της με το οποίο επιβλήθηκε πρόστιμο στην JP Morgan, λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας. Ασκώντας, στη συνέχεια, την πλήρη δικαιοδοσία του, επιβάλλει στην JP Morgan πρόστιμο ισόποσο με εκείνο που επιβλήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση.

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Έχοντας επιβεβαιώσει ότι όλες οι επικοινωνίες μεταξύ των διαπραγματευτών της JP Morgan, της Deutsche Bank και της Barclays οι οποίες εξετάστηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση, πλην μίας, είχαν πράγματι λάβει χώρα, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει τα επιχειρήματα της JP Morgan ότι οι εν λόγω επικοινωνίες δεν είχαν ως αντικείμενο τη χειραγώγηση του Euribor ή του EONIA. Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, ότι η παράβαση η οποία καταλογίζεται στην JP Morgan δεν συνίσταται στην καθεαυτήν χειραγώγηση του Euribor, αλλά στη συμμετοχή σε δίκτυο διμερών επαφών με αντικείμενο τη στρέβλωση της κανονικής πορείας των συνιστωσών τιμολόγησης στον τομέα των EIRD που συνδέονται με το Euribor και/ή τον EONIA.

Όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της παράβασης ως ενιαίας από την Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι τρία στοιχεία είναι καθοριστικής σημασίας για τη διαπίστωση της συμμετοχής μιας επιχείρησης σε μια τέτοια παράβαση:

i) οι διάφορες ενέργειες πρέπει να εντάσσονται σε ένα «συνολικό σχέδιο» με ενιαίο σκοπό

ii) η επιχείρηση πρέπει να γνώριζε τις παραβατικές ενέργειες τις οποίες σχεδίαζαν ή πραγματοποιούσαν άλλες επιχειρήσεις επιδιώκοντας ίδιους σκοπούς ή να μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει και να αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο και

iii) η επιχείρηση πρέπει να είχε την πρόθεση να συμβάλει, με τη συμπεριφορά της, στους κοινούς σκοπούς τους οποίους επιδίωκε το σύνολο των μετεχόντων.

Όσον αφορά το πρώτο στοιχείο, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η Επιτροπή όρισε με επαρκή ακρίβεια τον ενιαίο σκοπό, κρίνοντας ότι ο στόχος ήταν να επηρεαστούν οι οφειλόμενες βάσει των συμβάσεων EIRD ταμειακές ροές, σε βάρος των εκάστοτε αντισυμβαλλομένων. Το σύνολο των επικοινωνιών που προσάπτονται στην JP Morgan εξυπηρετούσε αυτόν τον ενιαίο σκοπό.

Εξάλλου, το ως άνω συμπέρασμα ενισχύεται και από άλλα στοιχεία στα οποία αναφέρθηκε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση. Συγκεκριμένα, οι επίμαχες πρακτικές αφορούσαν τα ίδια προϊόντα, ήτοι τα EIRD, και λάμβαναν τη μορφή σχετικά τακτικών διμερών επικοινωνιών, οι οποίες αλληλεπικαλύπτονταν χρονικά και πραγματοποιούνταν στο πλαίσιο μιας σταθερής ομάδας προσώπων απασχολούμενων από τις εμπλεκόμενες τράπεζες.

Όσον αφορά το δεύτερο στοιχείο, η JP Morgan αμφισβητούσε συγκεκριμένα μόνον ότι γνώριζε τις ενέργειες των λοιπών συμμετεχόντων στη σύμπραξη οι οποίες είχαν ως στόχο τη χειραγώγηση των fixings του Euribor. Επί του σημείου αυτού, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει όμως ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία, εκτιμώμενα συνολικώς ως δέσμη ενδείξεων, προκύπτει ότι ο διαπραγματευτής της JP Morgan, αφενός, μπορούσε ευλόγως να προβλέψει ότι οι επίμαχες επικοινωνίες στις οποίες συμμετείχε εντάσσονταν σε ενιαία παράβαση στην οποία εμπλέκονταν και άλλες τράπεζες με σκοπό την αλλοίωση των οφειλόμενων βάσει των EIRD ταμειακών ροών μέσω συντονισμένων ενεργειών που απέβλεπαν στη χειραγώγηση του επιτοκίου Euribor, και, αφετέρου, ήταν διατεθειμένος να αποδεχθεί τον σχετικό κίνδυνο.

Όσον αφορά το τρίτο στοιχείο, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι ο διαπραγματευτής της JP Morgan συμμετείχε, από κοινού με τους διαπραγματευτές των άλλων τραπεζών, σε αθέμιτες πρακτικές και, ως εκ τούτου, είχε την πρόθεση να συμβάλει με τη συμπεριφορά του στους κοινούς σκοπούς που επιδίωκε το σύνολο των μετεχόντων.

Το Γενικό Δικαστήριο, έχοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο επιβεβαιώσει την ύπαρξη της προσαπτόμενης παράβασης και τον χαρακτηρισμό της ως ενιαίας και διαρκούς παράβασης, και κατόπιν της απόρριψης του αιτήματος ακύρωσης όσον αφορά το συγκεκριμένο συμπέρασμα της προσβαλλόμενης απόφασης, δέχεται, αντιθέτως, το αίτημα ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης κατά το μέρος της με το οποίο επιβλήθηκε πρόστιμο στην JP Morgan, για τον λόγο ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης που υπείχε όσον αφορά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου αυτού.

Συγκεκριμένα, μολονότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε σφάλμα εκτιμήσεως στηριζόμενη, για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου που επιβλήθηκε στην JP Morgan, στα επικαιροποιημένα έσοδα σε μετρητά ως αξία αντικατάστασης για την αξία των πωλήσεων, δεν εξήγησε επαρκώς τους λόγους για τους οποίους ο συντελεστής μείωσης που εφαρμόστηκε στα έσοδα αυτά καθορίστηκε στο 98,849 %. Εξάλλου, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι αδυνατούσε στην πράξη να αιτιολογήσει επαρκώς κατά νόμον την προσβαλλόμενη απόφαση επί του σημείου αυτού, δεν μπορεί να γίνει δεκτή ούτε η συμπληρωματική αιτιολογία, η οποία παρατίθεται συναφώς στην τροποποιητική απόφαση, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή δεν τροποποιεί το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης.

Τέλος, ασκώντας την πλήρη δικαιοδοσία του, το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει τα αιτήματα της JP Morgan για μείωση του ποσού του προστίμου που της επιβλήθηκε.

Υπογραμμίζοντας ότι ο καθορισμός του ύψους του προστίμου στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας του δεν αποτελεί ακριβή αριθμητική άσκηση, το Γενικό Δικαστήριο χρησιμοποιεί, όπως και η Επιτροπή στην προσέγγιση που ακολούθησε, την αξία των μειωμένων εσόδων σε μετρητά ως αρχικό στοιχείο για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, στο μέτρο που η αξία αυτή αντικατοπτρίζει την οικονομική σημασία της παράβασης και τη βαρύτητα συμμετοχής της επιχείρησης στην παράβαση. Όσον αφορά τον καθορισμό του συντελεστή μείωσης, η εφαρμογή του οποίου είναι αναγκαία προκειμένου να αποφευχθεί η επιβολή προστίμου με υπερβολικά αποτρεπτικό χαρακτήρα, το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί ότι οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι ο συντελεστής αυτός ανέρχεται τουλάχιστον σε 98,849 %.

Σε σχέση με τη σοβαρότητα της παράβασης, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, στο μέτρο που οι επίμαχες ενέργειες αφορούσαν τους κρίσιμους παράγοντες για τον καθορισμό των τιμών των EIRD, οι ενέργειες αυτές συγκαταλέγονται, λόγω της φύσεώς τους, μεταξύ των σοβαρότερων περιορισμών του ανταγωνισμού. Επιπλέον, οι επίμαχες πρακτικές είναι ιδιαιτέρως σοβαρές και επιζήμιες στον βαθμό που μπορούν όχι μόνο να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό στην αγορά των προϊόντων EIRD, αλλά και, γενικότερα, να υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα και τις χρηματοπιστωτικές αγορές στο σύνολό τους, καθώς και την αξιοπιστία τους.

Όσον αφορά τις ελαφρυντικές περιστάσεις, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η JP Morgan διαδραμάτισε βεβαίως λιγότερο σημαντικό ρόλο στην παράβαση από ό,τι οι βασικοί εμπλεκόμενοι. Ωστόσο, οι μεν επικοινωνίες στις οποίες συμμετείχε η JP Morgan χαρακτηρίζονταν από ιδιαίτερη συχνότητα και περιοδικότητα, η δε συμμετοχή της στην παραβατική συμπεριφορά ήταν ηθελημένη. Εξάλλου, οι επίμαχες ενέργειες μπορούν να χαρακτηριστούν αυξημένης σοβαρότητας. Κατά συνέπεια, ο αντίκτυπος των ελαφρυντικών περιστάσεων που ελήφθησαν υπόψη δεν μπορεί παρά να είναι οριακός.

Εν κατακλείδι, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι, κατά δίκαιη κρίση των περιστάσεων της υπόθεσης, το ποσό του προστίμου πρέπει να οριστεί σε 337 196 000 ευρώ.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο ακυρώνει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος της που αφορά το πρόστιμο της JP Morgan, ορίζει το ποσό του προστίμου στο ίδιο ύψος με εκείνο που επέβαλε η Επιτροπή, ήτοι σε 337 196 000 ευρώ, και απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.


1      Κανονισμός (ΕΚ) 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων [101 ΣΛΕΕ] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2004, L 123, σ. 18), όπως έχει τροποποιηθεί.


2      Απόφαση C(2013) 8512 final της Επιτροπής, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 [ΣΛΕΕ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ [Υπόθεση AT.39914, Euro Interest Rate Derivative (EIRD) (Settlement)] (στο εξής: απόφαση κατόπιν διαδικασίας διευθέτησης της διαφοράς).


3      Απόφαση C(2016) 8530 final, της 7ης Δεκεμβρίου 2016, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 [ΣΛΕΕ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας [ΕΟΧ] [Υπόθεση AT.39914 – Παράγωγα επιτοκίου σε ευρώ (EIRD) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).


4      Απόφαση C(2021) 4610 final της Επιτροπής, της 28ης Ιουνίου 2021, για την τροποποίηση της προσβαλλόμενης απόφασης.


5      Απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2019, HSBC Holdings κ.λπ. κατά Επιτροπής (T-105/17, EU:T:2019:675). Η απόφαση αυτή αναιρέθηκε εν μέρει με την απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιανουαρίου 2023, HSBC Holdings κ.λπ. κατά Επιτροπής (C-883/19 P, EU:C:2023:11).