Language of document : ECLI:EU:C:2022:201

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 22ας Μαρτίου 2022 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 267 ΣΛΕΕ – Αναγκαιότητα της ζητούμενης ερμηνείας προκειμένου το αιτούν δικαστήριο να είναι σε θέση να εκδώσει την απόφασή του – Έννοια – Πειθαρχική διαδικασία κατά δικαστή τακτικού δικαστηρίου – Προσδιορισμός του πειθαρχικού δικαστηρίου που είναι αρμόδιο να επιληφθεί της διαδικασίας αυτής από τον πρόεδρο του πειθαρχικού τμήματος του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Πολωνία) – Αγωγή με αίτημα την αναγνώριση της ανυπαρξίας υπηρεσιακής σχέσης μεταξύ του προέδρου του εν λόγω πειθαρχικού τμήματος και του Ανωτάτου Δικαστηρίου – Έλλειψη αρμοδιότητας του αιτούντος δικαστηρίου να ελέγξει το κύρος του διορισμού δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου και απαράδεκτο μιας τέτοιας αγωγής βάσει του εθνικού δικαίου – Απαράδεκτο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως»

Στην υπόθεση C‑508/19,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Sąd Najwyższy (Izba Pracy i Ubezpieczeń Społecznych) [Ανώτατο Δικαστήριο (τμήμα εργατικών και κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών), Πολωνία] με απόφαση της 12ης Ιουνίου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 3 Ιουλίου 2019, στο πλαίσιο της δίκης

M. F.

κατά

J. M.,

παρισταμένων των:

Prokurator Generalny,

Rzecznik Praw Obywatelskich,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, L. Bay Larsen, Αντιπρόεδρο, A. Prechal (εισηγήτρια), K. Jürimäe, Κ. Λυκούργο, E. Regan, S. Rodin και N. Jääskinen, προέδρους τμήματος, M. Ilešič, F. Biltgen και A. Kumin, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: E. Tanchev

γραμματέας: M. Aleksejev, προϊστάμενος μονάδας,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 22ας Σεπτεμβρίου 2020,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η M. F., εκπροσωπούμενη από τον W. Popiołek, radca prawny,

–        ο J. M., αυτοπροσώπως,

–        ο Prokurator Generalny, εκπροσωπούμενος από την M. Słowińska καθώς και από τους R. Hernand, A. Reczka και S. Bańko,

–        ο Rzecznik Praw Obywatelskich, εκπροσωπούμενος από τους M. Taborowski και P. Filipek,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna καθώς και από τις S. Żyrek και A. Dalkowska,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη αρχικώς από την K. Herrmann καθώς και από τους P. Van Nuffel και H. Krämer, εν συνεχεία δε από την K. Herrmann και τον P. Van Nuffel,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 15ης Απριλίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2, του άρθρου 4, παράγραφος 3, του άρθρου 6, παράγραφος 3, και του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, του άρθρου 267 ΣΛΕΕ καθώς και του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της M. F. και του J. M. σχετικά με αίτημα με το οποίο ζητείται να αναγνωριστεί η ανυπαρξία υπηρεσιακής σχέσης μεταξύ του J. M. και του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Πολωνία).

 Το εθνικό νομικό πλαίσιο

 Το Σύνταγμα

3        Το άρθρο 144, παράγραφοι 2 και 3, του Konstytucja Rzeczypospolitej Polskiej (Συντάγματος της Δημοκρατίας της Πολωνίας, στο εξής: Σύνταγμα) έχει ως εξής:

«2.      Για να είναι έγκυρες, οι επίσημες πράξεις του Προέδρου της Δημοκρατίας πρέπει να προσυπογράφονται από τον Πρόεδρο του Υπουργικού Συμβουλίου, ο οποίος αναλαμβάνει κατ’ αυτόν τον τρόπο την ευθύνη του ενώπιον της Sejm [(Δίαιτας)].

3.      Οι διατάξεις της παραγράφου 2 δεν εφαρμόζονται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

[…]

17)      τον διορισμό των δικαστών·

[…]».

4        Δυνάμει του άρθρου 179 του Συντάγματος, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Πολωνίας (στο εξής: Πρόεδρος της Δημοκρατίας) διορίζει τους δικαστές, κατόπιν πρότασης του Krajowa Rada Sądownictwa (Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου, Πολωνία) (στο εξής: KRS), για θητεία αορίστου χρόνου.

 Ο κώδικας πολιτικής δικονομίας

5        Το άρθρο 189 του Kodeks postępowania cywilnego (κώδικα πολιτικής δικονομίας) ορίζει τα εξής:

«Ο ενάγων μπορεί να ασκήσει ενώπιον του δικαστηρίου αγωγή με αίτημα την αναγνώριση της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας έννομης σχέσης ή δικαιώματος, εφόσον έχει έννομο συμφέρον.»

 Ο νόμος περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου

6        Ο ustawa o Sądzie Najwyższym (νόμος περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου), της 8ης Δεκεμβρίου 2017 (Dz. U. του 2018, θέση 5), τέθηκε σε ισχύ στις 3 Απριλίου 2018. Ο νόμος αυτός τροποποιήθηκε πλειστάκις.

7        Με τον νόμο περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου συστάθηκε, μεταξύ άλλων, στο εν λόγω δικαστήριο νέο τμήμα, το οποίο ονομάζεται Izba Dyscyplinarna (πειθαρχικό τμήμα).

8        Το άρθρο 27, παράγραφος 1, του νόμου αυτού ορίζει τα εξής:

«Στη δικαιοδοσία του πειθαρχικού τμήματος υπάγονται:

1)      οι πειθαρχικές υποθέσεις:

a)      οι οποίες αφορούν τους δικαστές του [Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου)],

b)      οι οποίες εκδικάζονται από το [Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο)] σε σχέση με πειθαρχικές διαδικασίες που κινούνται δυνάμει των ακόλουθων νόμων:

[…]

–        του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων […],

[…]

[…]

2)      οι υποθέσεις εργατικού δικαίου και δικαίου κοινωνικής ασφαλίσεως οι οποίες αφορούν τους δικαστές του [Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου)]·

[…]».

9        Το άρθρο 31, παράγραφος 1, του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου προβλέπει τα εξής:

«Κατόπιν διαβουλεύσεως με τον πρώτο Πρόεδρο του [Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου)], ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δημοσιεύει στη Monitor Polski [(Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας της Πολωνίας)] τον αριθμό των κενών θέσεων δικαστών οι οποίες πρέπει να πληρωθούν στα διάφορα τμήματα του [Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου)].»

10      Κατά το άρθρο 33, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου:

«Η υπηρεσιακή σχέση δικαστή του [Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου)] δημιουργείται κατά τον χρόνο επίδοσης της πράξης διορισμού. […]»

 Ο νόμος περί των τακτικών δικαστηρίων

11      Ο ustawa – Prawo o ustroju sądów powszechnych (νόμος περί οργάνωσης των τακτικών δικαστηρίων), της 27ης Ιουλίου 2001, όπως τροποποιήθηκε (Dz. U. του 2018, θέση 23, στο εξής: νόμος περί των τακτικών δικαστηρίων), προβλέπει στο άρθρο 110 τα εξής:

«1.      Επί πειθαρχικών υποθέσεων που αφορούν δικαστές, αποφαίνονται:

1)      σε πρώτο βαθμό:

a)      τα πειθαρχικά δικαστήρια παρ’ εφετείω, σε τριμελή σύνθεση·

[…]

3.      Το πειθαρχικό δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου ασκεί τα καθήκοντά του ο πειθαρχικά διωκόμενος δικαστής δεν μπορεί να επιλαμβάνεται υποθέσεων εκ των διαλαμβανομένων στην παράγραφο 1, σημείο 1, στοιχείο a). Το αρμόδιο για την εκδίκαση της υποθέσεως πειθαρχικό δικαστήριο ορίζεται από τον Πρόεδρο του [Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου)], ο οποίος προΐσταται του πειθαρχικού τμήματος κατόπιν αιτήματος του υπευθύνου πειθαρχικών διαδικασιών.»

 Ο νόμος περί του KRS

12      Το KRS διέπεται από τον ustawa o Krajowej Radzie Sądownictwa (νόμο περί του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου), της 12ης Μαΐου 2011 (Dz. U. του 2011, αριθ. 126, θέση 714), όπως τροποποιήθηκε, μεταξύ άλλων, με τον ustawa o zmianie ustawy o Krajowej Radzie Sądownictwa oraz niektórych innych ustaw (νόμο περί τροποποίησης του νόμου περί του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου και ορισμένων άλλων νόμων), της 8ης Δεκεμβρίου 2017 (Dz. U. του 2018, θέση 3), και με τον ustawa o zmianie ustawy – Prawo o ustroju sądów powszechnych oraz niektórych innych ustaw (νόμο περί τροποποίησης του νόμου περί οργάνωσης των τακτικών δικαστηρίων και ορισμένων άλλων νόμων), της 20ής Ιουλίου 2018 (Dz. U. του 2018, θέση 1443, στο εξής: νόμος περί του KRS).

13      Το άρθρο 37, παράγραφος 1, του νόμου περί του KRS ορίζει τα εξής:

«Σε περίπτωση κατά την οποία πλείονες υποψήφιοι υπέβαλαν αίτηση για την κατάληψη θέσεως δικαστή, [το KRS] εξετάζει και αξιολογεί από κοινού όλες τις υποβληθείσες υποψηφιότητες. Στην περίπτωση αυτή, [το KRS] εκδίδει πόρισμα που περιέχει τις αποφάσεις του όσον αφορά την υποβολή προτάσεως διορισμού στη θέση δικαστή, ως προς όλους τους υποψηφίους.»

14      Κατά το άρθρο 43, παράγραφος 2, του νόμου αυτού:

«Σε περίπτωση κατά την οποία το πόρισμα που διαλαμβάνεται στο άρθρο 37, παράγραφος 1, δεν προσβλήθηκε από άπαντες τους μετέχοντες στη διαδικασία, τούτο καθίσταται απρόσβλητο κατά το μέρος που περιλαμβάνει την απόφαση περί μη υποβολής προτάσεως διορισμού στα καθήκοντα δικαστή των μετεχόντων που δεν άσκησαν προσφυγή, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 44, παράγραφος 1 ter.»

15      Το άρθρο 44 του εν λόγω νόμου όριζε τα εξής:

«1.      Μετέχων στη διαδικασία δύναται να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του [Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου)] λόγω του παράνομου χαρακτήρα του πορίσματος [του KRS], εκτός αν ορίζουν άλλως ειδικές διατάξεις. […]

1 bis.      Στην περίπτωση ατομικών υποθέσεων που αφορούν διορισμό σε θέση δικαστή του [Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου)], οι προσφυγές ασκούνται ενώπιον του [Naczelny Sąd Administracyjny (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, Πολωνία)]. Στις υποθέσεις αυτές, δεν μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του [Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου)]. Η ασκηθείσα ενώπιον του [Naczelny Sąd Administracyjny (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου)] προσφυγή δεν μπορεί να στηρίζεται σε λόγο με τον οποίο προβάλλεται μη προσήκουσα εκτίμηση του ζητήματος αν οι υποψήφιοι πληρούν τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη κατά τη λήψη αποφάσεως όσον αφορά την υποβολή προτάσεως διορισμού σε θέση δικαστή του [Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου)].

1 ter.      Σε περίπτωση κατά την οποία το πόρισμα που διαλαμβάνεται στο άρθρο 37, παράγραφος 1, δεν προσβλήθηκε από άπαντες τους μετέχοντες στη διαδικασία στο πλαίσιο των ατομικών υποθέσεων που αφορούν τον διορισμό σε θέση δικαστή του [Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου)], το πόρισμα αυτό καθίσταται απρόσβλητο, κατά το μέρος που περιέχει την απόφαση περί υποβολής προτάσεως διορισμού σε θέση δικαστή του [Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου)] καθώς και κατά το μέρος που περιέχει την απόφαση περί μη υποβολής προτάσεως διορισμού σε θέση δικαστή του ιδίου αυτού δικαστηρίου, όσον αφορά τους μετέχοντες στη διαδικασία οι οποίοι δεν άσκησαν προσφυγή.

[…]

4.      Σε ατομικές υποθέσεις που αφορούν διορισμό σε θέση δικαστή του [Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου)], η εκ μέρους του [Naczelny Sąd Administracyjny (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου)] ακύρωση του πορίσματος [του KRS] να μην υποβάλει πρόταση διορισμού σε θέση δικαστή του [Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου)] συνεπάγεται ότι γίνεται δεκτή η υποψηφιότητα του μετέχοντος στη διαδικασία πληρώσεως κενής θέσεως δικαστή στο [Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο)] ο οποίος άσκησε προσφυγή, σε θέση για την οποία δεν έχει ακόμη περατωθεί η διαδικασία ενώπιον [του KRS] κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως του [Naczelny Sąd Administracyjny (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου)] ή, σε περίπτωση μη διεξαγωγής τέτοιας διαδικασίας, στην επόμενη κενή θέση δικαστή στο [Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο)] η οποία έχει προκηρυχθεί.»

16      Η παράγραφος 1 bis του άρθρου 44 του νόμου περί του KRS προστέθηκε στο άρθρο αυτό με τον νόμο της 8ης Δεκεμβρίου 2017 περί τροποποίησης του νόμου περί του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου και ορισμένων άλλων νόμων, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 17 Ιανουαρίου 2018, οι δε παράγραφοι 1 ter και 4 προστέθηκαν με τον νόμο της 20ής Ιουλίου 2018 περί τροποποίησης του νόμου περί οργάνωσης των τακτικών δικαστηρίων και ορισμένων άλλων νόμων, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 27 Ιουλίου 2018. Πριν από τις τροποποιήσεις αυτές, οι προσφυγές που μνημονεύθηκαν στην ως άνω παράγραφο 1 bis έπρεπε να ασκηθούν ενώπιον του [Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου)] σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 44.

17      Με απόφαση της 25ης Μαρτίου 2019, το Trybunał Konstytucyjny (Συνταγματικό Δικαστήριο, Πολωνία) έκρινε ότι το άρθρο 44, παράγραφος 1 bis, του νόμου περί του KRS αντέβαινε στο άρθρο 184 του Συντάγματος, με το σκεπτικό, κατ’ ουσίαν, ότι η αρμοδιότητα η οποία απονέμεται στο Naczelny Sąd Administracyjny (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) βάσει της εν λόγω παραγράφου 1 bis δεν δικαιολογούνταν ούτε από τη φύση των οικείων υποθέσεων, ούτε από τα οργανωτικά χαρακτηριστικά του εν λόγω δικαστηρίου, ούτε από τη διαδικασία που αυτό εφαρμόζει. Με την ως άνω απόφαση, το Trybunał Konstytucyjny (Συνταγματικό Δικαστήριο) επισήμανε επίσης ότι η εν λόγω κήρυξη αντισυνταγματικότητας «συνεπάγεται κατ’ ανάγκην την κατάργηση όλων των εκκρεμών δικαστικών διαδικασιών που βασίζονται στην ακυρωθείσα λόγω αντισυνταγματικότητας διάταξη».

18      Εν συνεχεία, το άρθρο 44 του νόμου περί του KRS τροποποιήθηκε με τον ustawa o zmianie ustawy o Krajowej Radzie Sądownictwa oraz ustawy ‐ Prawo o ustroju sądów administracyjnych (νόμο περί τροποποίησης του νόμου περί του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου και του νόμου περί οργάνωσης των διοικητικών δικαστηρίων), της 26ης Απριλίου 2019 (Dz. U του 2019, θέση 914, στο εξής: νόμος της 26ης Απριλίου 2019), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 23 Μαΐου 2019. Η παράγραφος 1 του εν λόγω άρθρου 44 προβλέπει πλέον τα εξής:

«Μετέχων στη διαδικασία δύναται να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του [Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου)] λόγω του παράνομου χαρακτήρα του πορίσματος [του KRS], εκτός αν ορίζουν άλλως ειδικές διατάξεις. Δεν είναι δυνατή η άσκηση ενδίκου βοηθήματος στις ατομικές υποθέσεις που αφορούν τον διορισμό δικαστών στο [Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο)].»

19      Επιπλέον, το άρθρο 3 του νόμου της 26ης Απριλίου 2019 προβλέπει ότι «[κ]αταργούνται αυτοδικαίως οι ένδικες διαδικασίες που έχουν ως αντικείμενο προσφυγές κατά πορισμάτων [του KRS] σε ατομικές υποθέσεις σχετικές με τον διορισμό δικαστών [του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου)] οι οποίες έχουν μεν ασκηθεί, αλλά δεν έχουν εκδικασθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου».

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

20      H M. F. ασκεί καθήκοντα δικαστή στο Sąd Rejonowy w P. (επαρχιακό δικαστήριο P., Πολωνία). Στις 17 Ιανουαρίου 2019 ο αναπληρωτής υπεύθυνος πειθαρχικών διαδικασιών ο οποίος είναι αρμόδιος για τις υποθέσεις που αφορούν τους δικαστές των τακτικών δικαστηρίων αποφάσισε να κινήσει πειθαρχική διαδικασία κατά της M. F. λόγω βραδύτητας των υπ’ ευθύνη της ενδίκων διαδικασιών και λόγω προβαλλόμενων καθυστερήσεων στη σύνταξη του σκεπτικού των αποφάσεών της. Στις 28 Ιανουαρίου 2019 ο J. M., υπό την ιδιότητα του Προέδρου του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) ο οποίος διευθύνει τις εργασίες του πειθαρχικού τμήματος του εν λόγω δικαστηρίου, εξέδωσε, βάσει του άρθρου 110, παράγραφος 3, του νόμου περί των τακτικών δικαστηρίων, διάταξη με την οποία όρισε το Sąd Dyscyplinarny przy Sądzie Apelacyjnym w […] (πειθαρχικό δικαστήριο του Εφετείου […], Πολωνία) ως πειθαρχικό δικαστήριο αρμόδιο να επιληφθεί, σε πρώτο βαθμό, της πειθαρχικής αυτής διαδικασίας.

21      Κατόπιν της έκδοσης της εν λόγω διάταξης, η Μ. F. άσκησε αγωγή ενώπιον του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) βάσει του άρθρου 189 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, ζητώντας να αναγνωριστεί η ανυπαρξία υπηρεσιακής σχέσης μεταξύ του J. M. και του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου), κατά την έννοια του άρθρου 33, παράγραφος 1, του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, λόγω παρατυπιών που επηρέασαν τον διορισμό του J. M. ως δικαστή στο πειθαρχικό τμήμα του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου). Η Μ. F. ζήτησε επίσης να εξαιρεθούν όλα τα πρόσωπα που διορίστηκαν δικαστές στο εν λόγω πειθαρχικό τμήμα και να οριστεί το Izba Pracy i Ubezpieczeń Społecznych (τμήμα εργατικών και κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών) του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) ως αρμόδιο να αποφανθεί επί της αγωγής αυτής. Τέλος, η Μ. F. ζήτησε να διαταχθεί, ως ασφαλιστικό μέτρο και καθ’ όλη τη διάρκεια της κύριας δίκης, η αναστολή της πειθαρχικής διαδικασίας που κινήθηκε εναντίον της.

22      Προς στήριξη της αγωγής της, η Μ. F. προέβαλε ότι ο διορισμός του J. M. στη θέση δικαστή του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) δεν παράγει αποτελέσματα διότι η επίδοση στον ενδιαφερόμενο, στις 20 Σεπτεμβρίου 2018, της πράξης διορισμού του από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας πραγματοποιήθηκε ενώ το πόρισμα του KRS της 23ης Αυγούστου 2018 με το οποίο προτάθηκε ο διορισμός του J. M. στη θέση αυτή αποτελούσε αντικείμενο προσφυγής ασκηθείσας στις 17 Σεπτεμβρίου 2018 ενώπιον του Naczelny Sąd Administracyjny (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου), βάσει του άρθρου 44, παράγραφος 1 bis, του νόμου περί του KRS, από υποψήφιο που δεν προτάθηκε για διορισμό δυνάμει του εν λόγω πορίσματος. Επιπλέον, η επίμαχη διαδικασία επιλογής διεξήχθη κατόπιν ανακοίνωσης του Προέδρου της Δημοκρατίας η οποία εκδόθηκε βάσει του άρθρου 31, παράγραφος 1, του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου και δημοσιεύθηκε στις 29 Ιουνίου 2018, ανακοίνωσης η οποία δεν είχε λάβει την απαιτούμενη υπουργική προσυπογραφή.

23      Με απόφαση της 6ης Μαΐου 2019, ο πρώτος πρόεδρος του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) ανέθεσε στο Izba Pracy i Ubezpieczeń Społecznych (τμήμα εργατικών και κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών) του εν λόγω δικαστηρίου να εξετάσει την αγωγή της Μ. F. και, μεταξύ άλλων, την αίτησή της ασφαλιστικών μέτρων.

24      Στο πλαίσιο της εξέτασης της τελευταίας αυτής αίτησης, το ως άνω τμήμα, το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση, έχει αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης. Το εν λόγω δικαστήριο εκτιμά, προκαταρκτικώς, ότι η σχέση της υπόθεσης της κύριας δίκης με το δίκαιο της Ένωσης απορρέει από το γεγονός ότι η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που κατοχυρώνεται στο δίκαιο αυτό δεν εφαρμόζεται μόνο στις διαδικασίες ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων κατά τις οποίες τα τελευταία εφαρμόζουν το ουσιαστικό δίκαιο της Ένωσης. Συγκεκριμένα, η αρχή αυτή έχει επίσης εφαρμογή στις περιπτώσεις κατά τις οποίες πρέπει να εκτιμηθεί αν ένα κράτος μέλος τηρεί την απορρέουσα από το άρθρο 4, παράγραφος 3, και από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ υποχρέωσή του να διασφαλίζει ότι τα όργανα τα οποία, ως δικαστήρια κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης, μπορούν να αποφαίνονται επί θεμάτων που καλύπτονται από το δίκαιο αυτό πληρούν τις απαιτήσεις που απορρέουν από την ως άνω αρχή και, ειδικότερα, την απαίτηση κατά την οποία τα εν λόγω όργανα πρέπει να αποτελούν ανεξάρτητα και αμερόληπτα δικαστήρια που έχουν προηγουμένως συσταθεί νομίμως. Επομένως, η απαίτηση αυτή πρέπει να τηρείται όταν ένα κράτος μέλος παρέχει σε όργανο όπως ο εναγόμενος της κύριας δίκης την εξουσία να ορίζει το δικαστήριο που είναι αρμόδιο να επιλαμβάνεται πειθαρχικών διώξεων κατά δικαστών.

25      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, πρώτον, ότι, μολονότι η υπηρεσιακή σχέση μεταξύ ενός δικαστή και του δικαστηρίου το οποίο αφορά η ανατιθέμενη σε αυτόν εντολή είναι δυνατόν να εξομοιωθεί με εργασιακή σχέση της οποίας η ύπαρξη μπορεί να διαπιστωθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 189 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, από τη νομολογία του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) προκύπτει ότι η εντολή για την άσκηση καθηκόντων δικαστή, η οποία παρέχει το δικαίωμα άσκησης δικαιοδοτικής εξουσίας, απηχεί έννομη σχέση διεπόμενη από το δημόσιο δίκαιο και όχι από το αστικό δίκαιο. Υπό τις συνθήκες αυτές, μια αγωγή, όπως αυτή της κύριας δίκης, με την οποία ζητείται η αναγνώριση της ανυπαρξίας εντολής για την άσκηση καθηκόντων δικαστή δεν είναι αστική υπόθεση δυνάμενη να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κώδικα πολιτικής δικονομίας, ειδικότερα δε του άρθρου 189. Ωστόσο, δεν υφίσταται, στο εθνικό δίκαιο, διαδικασία που να παρέχει τη δυνατότητα αμφισβήτησης της πράξης με την οποία ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προέβη στον διορισμό δικαστή.

26      Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι το παραδεκτό αγωγής όπως αυτή της κύριας δίκης εξαρτάται από το αν, σε ένα τέτοιο εθνικό κανονιστικό πλαίσιο, το δίκαιο της Ένωσης πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι του παρέχει την εξουσία, την οποία δεν έχει δυνάμει του εθνικού δικαίου, να διαπιστώσει, στο πλαίσιο διαδικασίας όπως αυτή της κύριας δίκης, ότι ο εναγόμενος δεν έχει εντολή για την άσκηση καθηκόντων δικαστή. Το παραδεκτό της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων της οποίας έχει επιληφθεί το εν λόγω δικαστήριο και η αρμοδιότητα του τελευταίου να την εκδικάσει εξαρτώνται από το παραδεκτό της ως άνω αγωγής της κύριας δίκης.

27      Κατά το αιτούν δικαστήριο, η εν λόγω αρμοδιότητα και το εν λόγω παραδεκτό ενδέχεται να απορρέουν απευθείας από το δίκαιο της Ένωσης όταν η πράξη διορισμού του οικείου δικαστή εκδίδεται, όπως εν προκειμένω, κατά παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι οι πολωνικές αρχές προσπάθησαν πράγματι να αποκλείσουν κάθε δυνατότητα δικαστικού ελέγχου της συμβατότητας των εθνικών κανόνων ή διαδικασιών διορισμού των δικαστών με το δίκαιο της Ένωσης σε στάδιο προγενέστερο της επίδοσης της πράξης διορισμού.

28      Συναφώς, το εν λόγω δικαστήριο υπογραμμίζει ότι, προηγουμένως, δυνάμει του άρθρου 43 και του άρθρου 44, παράγραφος 1, και, εν συνεχεία, του άρθρου 43 και του άρθρου 44, παράγραφοι 1 και 1 bis, του νόμου περί του KRS, υπήρχε δυνατότητα δικαστικού ελέγχου του πορίσματος με το οποίο το KRS προτείνει τον διορισμό ενός προσώπου ως δικαστή του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου). Ωστόσο, μολονότι είχε κινηθεί η διαδικασία για τον διορισμό των δικαστών που είχαν κληθεί να συγκροτήσουν το νέο πειθαρχικό τμήμα του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου), η οποία κατέληξε, μεταξύ άλλων, στον διορισμό του εναγομένου της κύριας δίκης, και μολονότι διάφοροι υποψήφιοι για θέσεις δικαστών του εν λόγω νέου τμήματος είχαν εκδηλώσει την πρόθεσή τους να ασκήσουν προσφυγές βάσει των τελευταίων αυτών διατάξεων, ο Πολωνός νομοθέτης προσέθεσε σκοπίμως, στο άρθρο 44 του νόμου περί του KRS, την παράγραφο 1 ter, η οποία προβλέπει ότι οι προσφυγές αυτές δεν έχουν πλέον ως συνέπεια να εμποδίζουν τους σχεδιαζόμενους διορισμούς.

29      Επιπλέον, αφού το Naczelny Sąd Administracyjny (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο), με απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2018, υπέβαλε στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε εν τω μεταξύ η απόφαση της 2ας Μαρτίου 2021, A.B. κ.λπ. (Διορισμός δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο – Προσφυγές) (C‑824/18, στο εξής: απόφαση A.B. κ.λπ., EU:C:2021:153), επί του ζητήματος αν το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται σε τροποποιήσεις όπως αυτές που επηρέασαν κατά τον ανωτέρω τρόπο το άρθρο 44 του νόμου περί του KRS, ο Πολωνός νομοθέτης, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση της 25ης Μαρτίου 2019 του Trybunał Konstytucyjny (Συνταγματικού Δικαστηρίου), η οποία μνημονεύθηκε στη σκέψη 17 της παρούσας απόφασης, θέσπισε τον νόμο της 26ης Απριλίου 2019, με τον οποίο, αφενός, επιβλήθηκε η κατάργηση της δίκης επί των υποθέσεων που εκκρεμούσαν ενώπιον του Naczelny Sąd Administracyjny (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου), όπως αυτές στο πλαίσιο των οποίων υποβλήθηκε η εν λόγω αίτηση προδικαστικής αποφάσεως. Αφετέρου, ο ίδιος νόμος τροποποίησε εκ νέου το άρθρο 44 του νόμου περί του KRS προκειμένου να αποκλειστεί, στο μέλλον, κάθε δυνατότητα άσκησης ένδικης προσφυγής κατά πορίσματος του KRS με το οποίο προτείνεται υποψήφιος για διορισμό σε θέση δικαστή του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου).

30      Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, στο πλαίσιο των συνεκδικασθεισών υποθέσεων επί των οποίων εκδόθηκε, εν τω μεταξύ, η απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, στο εξής: απόφαση Α. Κ. κ.λπ., EU:C:2019:982), υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης των εθνικών διατάξεων για τη σύσταση και τον τρόπο διορισμού των μελών του πειθαρχικού τμήματος του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου). Στο πλαίσιο αυτό, η εκτελεστική εξουσία όφειλε να μην προβεί σε τέτοιους διορισμούς έως ότου αποφανθούν το Δικαστήριο και το εθνικό δικαστήριο που υπέβαλε αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο.

31      Τρίτον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν το γεγονός ότι ο J. M. διορίστηκε δικαστής του πειθαρχικού τμήματος του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) μολονότι είχε ασκηθεί προσφυγή κατά του πορίσματος του KRS με το οποίο προτεινόταν ο διορισμός αυτός, καθώς και το γεγονός ότι η διαδικασία διορισμού κινήθηκε με πράξη του Προέδρου της Δημοκρατίας η οποία δεν έφερε την υπουργική προσυπογραφή που απαιτείται βάσει του άρθρου 144, παράγραφος 3, του Συντάγματος, συνεπάγονται παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και, ειδικότερα, της απαίτησης περί δικαστηρίου «που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως», κατά την έννοια του άρθρου 47 του Χάρτη.

32      Τέταρτον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί η ιδιότητα ενός προσώπου ως δικαστή για τον λόγο και μόνον ότι το όργανο στο οποίο διορίστηκε το πρόσωπο αυτό, ήτοι, εν προκειμένω, το πειθαρχικό τμήμα του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου), δεν συνιστά δικαστήριο κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης, διότι δεν πληροί την απαίτηση περί ανεξαρτησίας.

33      Πέμπτον, και λαμβάνοντας υπόψη εκτιμήσεις ανάλογες προς εκείνες στις οποίες στηρίχθηκαν τα ερωτήματα που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο στο πλαίσιο των συνεκδικασθεισών υποθέσεων επί των οποίων εκδόθηκε, εν τω μεταξύ, η απόφαση A. K. κ.λπ., το αιτούν δικαστήριο είναι της γνώμης ότι, εφόσον το πειθαρχικό τμήμα του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου), στο οποίο το εθνικό δίκαιο απονέμει την αρμοδιότητα για την εκδίκαση διαφοράς όπως αυτή της κύριας δίκης, δεν είναι δικαστήριο κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης, οφείλει να ασκήσει το ίδιο την αρμοδιότητα εκδίκασης της εν λόγω διαφοράς.

34      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Izba Pracy i Ubezpieczeń Społecznych (τμήμα εργατικών και κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών) του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχουν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, το άρθρο 2, το άρθρο 4, παράγραφος 3, και το άρθρο 6, παράγραφος 3, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του [Χάρτη] και το άρθρο 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, την έννοια ότι το δικαστήριο του τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας ενός κράτους μέλους μπορεί να διαπιστώσει, στο πλαίσιο αναγνωριστικής δίκης σχετικά με την ύπαρξη ή μη υπηρεσιακής σχέσης, ότι δεν είναι δικαστής το πρόσωπο στο οποίο επιδόθηκε πράξη διορισμού δικαστικού λειτουργού του εν λόγω δικαστηρίου, εκδοθείσα βάσει διατάξεων που παραβιάζουν την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, ή στο πλαίσιο διαδικασίας αντίθετης προς την αρχή αυτή, εφόσον κατέστη σκοπίμως αδύνατη η εκ μέρους του δικαστηρίου εξέταση των ζητημάτων αυτών πριν από την επίδοση της σχετικής πράξης;

2)      Έχουν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, το άρθρο 2, το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ και το άρθρο 47 του Χάρτη, σε συνδυασμό με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, την έννοια ότι συντρέχει παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας στην περίπτωση κατά την οποία η πράξη διορισμού δικαστικού λειτουργού επιδόθηκε αφότου το εθνικό δικαστήριο υπέβαλε στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα για την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, από την απάντηση στο οποίο εξαρτάται η εκτίμηση της συμβατότητας με το δίκαιο της Ένωσης των εθνικών διατάξεων των οποίων η εφαρμογή κατέστησε δυνατή την επίδοση της εν λόγω πράξης;

3)      Έχουν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, το άρθρο 2, το άρθρο 4, παράγραφος 3, το άρθρο 6, παράγραφος 3, ΣΕΕ και το άρθρο 47 του Χάρτη την έννοια ότι συντρέχει παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας λόγω της μη παροχής δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο, στην περίπτωση επίδοσης πράξης διορισμού δικαστικού λειτουργού ενός δικαστηρίου κράτους μέλους κατόπιν διαδικασίας διορισμού διεξαχθείσας κατά κατάφωρη παράβαση των κανόνων δικαίου του εν λόγω κράτους μέλους που αφορούν τον διορισμό δικαστών;

4)      Έχουν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, το άρθρο 2, το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ και το άρθρο 47 του Χάρτη, σε συνδυασμό με το άρθρο 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, την έννοια ότι συντρέχει παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας στην περίπτωση που ο εθνικός νομοθέτης ιδρύει, στο εσωτερικό του δικαστηρίου τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας ενός κράτους μέλους, μια οργανωτική μονάδα η οποία δεν αποτελεί δικαστήριο κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης;

5)      Έχουν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, το άρθρο 2, το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ και το άρθρο 47 του Χάρτη, σε συνδυασμό με το άρθρο 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, την έννοια ότι, επί της ύπαρξης υπηρεσιακής σχέσης και επί της υπηρεσιακής κατάστασης ως δικαστή ενός προσώπου στο οποίο επιδόθηκε πράξη διορισμού δικαστικού λειτουργού σε δικαστήριο του τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας κράτους μέλους, δεν μπορεί να αποφανθεί η αρμόδια βάσει του εθνικού δικαίου οργανωτική μονάδα του δικαστηρίου αυτού, στην οποία έχει διοριστεί το εν λόγω πρόσωπο, και η οποία συγκροτείται αποκλειστικώς από πρόσωπα των οποίων οι πράξεις διορισμού ενέχουν τις πλημμέλειες περί των οποίων γίνεται λόγος [στο δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο ερώτημα] ανωτέρω, μη αποτελούσα για τους λόγους αυτούς δικαστήριο κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης, αλλά πρέπει να αποφανθεί άλλη οργανωτική μονάδα του ίδιου αυτού δικαστηρίου η οποία να πληροί τις σχετικές απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης;»

 Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

 Επί του αιτήματος εφαρμογής της ταχείας διαδικασίας

35      Το αιτούν δικαστήριο ζήτησε την υπαγωγή της υπό κρίση αίτησης προδικαστικής αποφάσεως στην ταχεία διαδικασία δυνάμει του άρθρου 105 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Προς στήριξη του αιτήματός του, το δικαστήριο αυτό υποστήριξε ότι η εφαρμογή της εν λόγω διαδικασίας δικαιολογούνταν, πρώτον, από την ανάγκη να αποφανθεί επί της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων της οποίας έχει επιληφθεί εντός της επταήμερης προθεσμίας που προβλέπει το εθνικό δίκαιο. Δεύτερον, πέραν της υπό κρίση υπόθεσης, οι απαντήσεις στα προδικαστικά ερωτήματα που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο θα είναι καθοριστικές ως προς τη μελλοντική δυνατότητα άσκησης αγωγών για την αναγνώριση της ανυπαρξίας υπηρεσιακής σχέσης όσον αφορά ορισμένους δικαστές οι οποίοι τοποθετήθηκαν προσφάτως στα διάφορα τμήματα του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) και των οποίων ο διορισμός πραγματοποιήθηκε υπό συνθήκες εν μέρει ή καθ’ όλα ανάλογες προς εκείνες υπό τις οποίες διορίστηκε ο εναγόμενος της κύριας δίκης. Τρίτον, οι εν λόγω απαντήσεις θα μπορούσαν, κατά περίπτωση, να εμποδίσουν την πραγματοποίηση τέτοιων διορισμών στο μέλλον.

36      Το άρθρο 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει ότι, κατόπιν αιτήματος του αιτούντος δικαστηρίου ή, σε εξαιρετική περίπτωση, αυτεπαγγέλτως, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου μπορεί, αφού ακούσει τον εισηγητή δικαστή και τον γενικό εισαγγελέα, να αποφασίσει την υπαγωγή της προδικαστικής παραπομπής σε ταχεία διαδικασία όταν η φύση της υπόθεσης απαιτεί να αποφανθεί το Δικαστήριο το συντομότερο δυνατόν.

37      Πρέπει να υπομνησθεί ότι η ταχεία διαδικασία αποτελεί δικονομικό μέσο για την αντιμετώπιση εξαιρετικά επείγουσας κατάστασης (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Randstad Italia, C‑497/20, EU:C:2021:1037, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

38      Εν προκειμένω, με απόφαση της 20ής Αυγούστου 2019, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αποφάσισε, αφού άκουσε τον εισηγητή δικαστή και τον γενικό εισαγγελέα, να μην κάνει δεκτό το αίτημα που μνημονεύθηκε στη σκέψη 35 της παρούσας απόφασης.

39      Συναφώς, από τα διαλαμβανόμενα στην απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, με την αγωγή της για την αναγνώριση της ανυπαρξίας υπηρεσιακής σχέσης μεταξύ του J. M. και του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου), η Μ. F. επιδιώκει κατ’ ουσίαν, σε πρώτο στάδιο, να ανασταλεί προσωρινώς και, σε δεύτερο στάδιο, να κριθεί ότι δεν παράγει αποτελέσματα η απόφαση με την οποία ο J. M., ενεργώντας υπό την ιδιότητα του προέδρου του πειθαρχικού τμήματος του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου), όρισε το πειθαρχικό δικαστήριο που είναι αρμόδιο να επιληφθεί της κινηθείσας εναντίον της Μ. F. πειθαρχικής διαδικασίας.

40      Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, το γεγονός ότι το αιτούν δικαστήριο έχει επιληφθεί, μεταξύ άλλων, αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, πρέπει να υπομνησθεί ότι το γεγονός ότι μια αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβάλλεται στο πλαίσιο εθνικής διαδικασίας που επιτρέπει τη λήψη τέτοιων μέτρων δεν είναι, αυτό καθεαυτό, ικανό να αποδείξει ότι η φύση της υπόθεσης απαιτεί να αποφανθεί το Δικαστήριο το συντομότερο δυνατόν (πρβλ. διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 18ης Οκτωβρίου 2017, Weiss κ.λπ., C‑493/17, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:792, σκέψη 12 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

41      Περαιτέρω, η διευκρίνιση του ζητήματος αν η απόφαση του J. M. περί ορισμού του πειθαρχικού δικαστηρίου που είναι αρμόδιο να επιληφθεί της κινηθείσας κατά της Μ. F. πειθαρχικής διαδικασίας αντιβαίνει, κατά περίπτωση, στο δίκαιο της Ένωσης δεν είναι, επίσης, ικανή να δημιουργήσει εξαιρετικά επείγουσα κατάσταση δυνάμενη να δικαιολογήσει την εφαρμογή της ταχείας διαδικασίας.

42      Τέλος, η προοπτική και μόνον ότι η απάντηση του Δικαστηρίου στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί στην υπό κρίση υπόθεση ενδέχεται, πέραν της επίλυσης της διαφοράς της κύριας δίκης, να καταστήσει δυνατή την άσκηση περαιτέρω αγωγών με αίτημα την αναγνώριση της ανυπαρξίας υπηρεσιακής σχέσης, στρεφόμενων κατά άλλων δικαστών που διορίστηκαν προσφάτως στο Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο), ή να συμβάλει στην αποτροπή άλλων ανάλογων διορισμών στο μέλλον δεν είναι ικανή να δικαιολογήσει την υπαγωγή της υπό κρίση υπόθεσης σε ταχεία διαδικασία.

43      Κατά τα λοιπά, εν προκειμένω, ελήφθη επίσης υπόψη ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 29, 30 και 33 της παρούσας απόφασης, πλείονα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου επί των οποίων στηρίζονται τα προδικαστικά ερωτήματα της υπό κρίση υπόθεσης αποτελούσαν ήδη κατ’ ουσίαν, όταν υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο, αντικείμενο άλλων προδικαστικών παραπομπών ευρισκόμενων σε αρκετά προχωρημένο στάδιο εξέτασης.

 Επί του αιτήματος επανάληψης της προφορικής διαδικασίας

44      Κατόπιν της έγγραφης διαδικασίας, τα ενδιαφερόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένης της Πολωνικής Κυβέρνησης, ανέπτυξαν προφορικώς τις απόψεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 22ας Σεπτεμβρίου 2020. Ο γενικός εισαγγελέας ανέπτυξε τις προτάσεις του στις 15 Απριλίου 2021, οπότε και περατώθηκε, ως εκ τούτου, η προφορική διαδικασία.

45      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 7 Μαΐου 2021, η Πολωνική Κυβέρνηση ζήτησε την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας.

46      Προς στήριξη του αιτήματος αυτού, η εν λόγω κυβέρνηση επικαλέστηκε το γεγονός ότι υπήρχε διάσταση μεταξύ των θέσεων που διατυπώνονται, αφενός, στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα στην υπό κρίση υπόθεση και, αφετέρου, στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα G. Hogan στην υπόθεση Repubblika (C‑896/19, EU:C:2020:1055) και στην απόφαση της 20ής Απριλίου 2021, Repubblika (C‑896/19, EU:C:2021:311), όσον αφορά την αξιολόγηση της διαδικασίας διορισμού των εθνικών δικαστών στα διάφορα κράτη μέλη υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης.

47      Επίσης, η Πολωνική Κυβέρνηση φρονεί ότι η επανάληψη της προφορικής διαδικασίας δικαιολογείται εν προκειμένω από το γεγονός ότι ο γενικός εισαγγελέας, στις προτάσεις του στην υπό κρίση υπόθεση, με τις οποίες η Πολωνική Κυβέρνηση διαφωνεί, δεν έλαβε επαρκώς υπόψη τα επιχειρήματα της κυβέρνησης αυτής, με αποτέλεσμα οι εν λόγω προτάσεις να στερούνται αντικειμενικότητας.

48      Συναφώς, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι ο Οργανισμός του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ο Κανονισμός Διαδικασίας δεν προβλέπουν δυνατότητα των κατά το άρθρο 23 του Οργανισμού αυτού ενδιαφερομένων να διατυπώνουν παρατηρήσεις σε απάντηση των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα (απόφαση της 6ης Μαρτίου 2018, Achmea, C‑284/16, EU:C:2018:158, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

49      Αφετέρου, δυνάμει του άρθρου 252, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ο γενικός εισαγγελέας διατυπώνει δημοσία, με πλήρη αμεροληψία και ανεξαρτησία, αιτιολογημένες προτάσεις επί των υποθέσεων οι οποίες, σύμφωνα με τον Οργανισμό του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απαιτούν την παρέμβασή του. Το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται ούτε από τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα ούτε από την αιτιολογία βάσει της οποίας αυτός καταλήγει στις εν λόγω προτάσεις. Επομένως, η διαφωνία οποιουδήποτε από τους ενδιαφερομένους με τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα, όποια και αν είναι τα ζητήματα που εξετάζει ο τελευταίος με τις προτάσεις του, δεν μπορεί να συνιστά, αυτή καθεαυτήν, λόγο που δικαιολογεί την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας (απόφαση της 6ης Μαρτίου 2018, Achmea, C‑284/16, EU:C:2018:158, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

50      Όσον αφορά τους ισχυρισμούς της Πολωνικής Κυβέρνησης περί έλλειψης αντικειμενικότητας των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα στην υπό κρίση υπόθεση, αρκεί η επισήμανση ότι το γεγονός ότι η εν λόγω κυβέρνηση εκτιμά ότι τα επιχειρήματά της δεν ελήφθησαν επαρκώς υπόψη στις προτάσεις αυτές ή σε εκείνες –στις οποίες παραπέμπουν σε μεγάλο βαθμό οι ως άνω προτάσεις– που ανέπτυξε ο γενικός εισαγγελέας στην υπόθεση η οποία αποτέλεσε αντικείμενο συντονισμένης εξέτασης με την υπό κρίση υπόθεση και επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, W.Ż. (Τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου – Διορισμός) (C‑487/19, EU:C:2021:798), δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να αποδείξει την έλλειψη αντικειμενικότητας.

51      Σύμφωνα με το άρθρο 83 του Κανονισμού Διαδικασίας του, το Δικαστήριο μπορεί, βεβαίως, οποτεδήποτε, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να διατάξει την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, ιδίως αν κρίνει ότι δεν έχει διαφωτιστεί επαρκώς, ή όταν ένας διάδικος, μετά τη λήξη της διαδικασίας αυτής, επικαλείται νέο πραγματικό περιστατικό δυνάμενο να ασκήσει αποφασιστική επιρροή επί της απόφασης του Δικαστηρίου.

52      Ωστόσο, εν προκειμένω, το Δικαστήριο, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, εκτιμά ότι, κατόπιν της έγγραφης διαδικασίας και της επ’ ακροατηρίου συζήτησης που διεξήχθη ενώπιόν του, έχει στη διάθεσή του όλα τα αναγκαία στοιχεία για να αποφανθεί επί της υπό κρίση αίτησης προδικαστικής αποφάσεως. Σημειώνει δε ότι από το υποβληθέν από την Πολωνική Κυβέρνηση αίτημα επανάληψης της προφορικής διαδικασίας δεν προκύπτει κανένα νέο πραγματικό περιστατικό δυνάμενο να ασκήσει επιρροή επί της απόφασης που το Δικαστήριο καλείται να εκδώσει.

53      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν απαιτείται να διαταχθεί η επανάληψη της προφορικής διαδικασίας.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου

54      Κατά τον Prokurator Generalny (γενικό εισαγγελέα, Πολωνία), μια διαδικασία που αποσκοπεί στο να αναγνωριστεί ότι ένα πρόσωπο δεν έχει υπηρεσιακή σχέση ως δικαστής και ότι, κατά συνέπεια, δεν μπορούσε νομίμως να ορίσει το πειθαρχικό δικαστήριο που είναι αρμόδιο να επιληφθεί πειθαρχικής διαδικασίας κινηθείσας κατά άλλου δικαστή εμπίπτει στο εθνικό δίκαιο και στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών, οπότε εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να απαντήσει στην υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.

55      Ειδικότερα, κατά τον εθνικό γενικό εισαγγελέα, όσον αφορά το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, το Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα ερμηνείας μόνον εφόσον το αιτούν δικαστήριο καλείται πράγματι να εφαρμόσει συγκεκριμένα το δίκαιο της Ένωσης στην υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί, πράγμα που δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Εν πάση περιπτώσει, η διάταξη αυτή, ακόμη και αν γίνει δεκτή μια ευρύτερη ερμηνεία της, δεν ασκεί επιρροή στην προκειμένη περίπτωση, διότι, αφενός, ο πρόεδρος του πειθαρχικού τμήματος του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου), όταν ορίζει το όργανο που είναι αρμόδιο ως πειθαρχικό δικαστήριο, δεν αποφαίνεται επί της ουσίας μιας ατομικής διαφοράς κατόπιν κατ’ αντιμωλία διαδικασίας. Αφετέρου, ο εν λόγω πρόεδρος δεν είναι αρμόδιος να εκδίδει άλλες αποφάσεις σχετικά με ζητήματα που εμπίπτουν στο δίκαιο της Ένωσης.

56      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η οργάνωση της δικαιοσύνης εντός των κρατών μελών εμπίπτει μεν στην αρμοδιότητά τους, πλην όμως κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από το δίκαιο της Ένωσης, τούτο μάλιστα μπορεί να ισχύει, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση εθνικών κανόνων σχετικών με την έκδοση αποφάσεων περί διορισμού των δικαστών και, ενδεχομένως, στην περίπτωση κανόνων σχετικών με τον δικαστικό έλεγχο ο οποίος τυγχάνει εφαρμογής στο πλαίσιο τέτοιων διαδικασιών διορισμού καθώς και κανόνων που διέπουν το πειθαρχικό καθεστώς το οποίο ισχύει για τους δικαστές [πρβλ. αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών), C‑791/19, EU:C:2021:596, σκέψεις 56 και 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 16ης Νοεμβρίου 2021, Prokuratura Rejonowa w Mińsku Mazowieckim κ.λπ., C‑748/19 έως C‑754/19, EU:C:2021:931, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

57      Εξάλλου, η επιχειρηματολογία του εθνικού γενικού εισαγγελέα αφορά, κατ’ ουσίαν, το ίδιο το περιεχόμενο των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης οι οποίες μνημονεύονται στα υποβληθέντα ερωτήματα και, ως εκ τούτου, την ερμηνεία των διατάξεων αυτών. Η εν λόγω ερμηνεία, όμως, εμπίπτει προδήλως στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2021, Prokuratura Rejonowa w Mińsku Mazowieckim κ.λπ., C‑748/19 έως C‑754/19, EU:C:2021:931, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

58      Επομένως, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της υπό κρίση αίτησης προδικαστικής αποφάσεως.

 Επί του παραδεκτού

59      Ανεξαρτήτως των διαφόρων αντιρρήσεων που διατύπωσαν ο J. M., ο εθνικός γενικός εισαγγελέας και η Πολωνική Κυβέρνηση όσον αφορά το παραδεκτό της αίτησης προδικαστικής αποφάσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, εναπόκειται στο ίδιο το Δικαστήριο να εξετάσει τις συνθήκες υπό τις οποίες του έχουν υποβληθεί τα ερωτήματα από το εθνικό δικαστήριο, προκειμένου να εξακριβώσει αν έχει αρμοδιότητα ή αν είναι παραδεκτή η αίτηση που του έχει υποβληθεί (πρβλ. αποφάσεις της 24ης Απριλίου 2012, Kamberaj, C‑571/10, EU:C:2012:233, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, καθώς και διάταξη της 6ης Σεπτεμβρίου 2018, Di Girolamo, C‑472/17, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:684, σκέψη 25).

60      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως τονίσει ότι η διαδικασία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ αποτελεί μέσο συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, με την οποία το Δικαστήριο παρέχει στα εθνικά δικαστήρια τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που τους είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς επί της οποίας καλούνται να αποφανθούν, και ότι ο δικαιολογητικός λόγος της προδικαστικής παραπομπής δεν έγκειται στη διατύπωση συμβουλευτικής γνώμης επί γενικών ή υποθετικών ζητημάτων, αλλά στην αυτονόητη ανάγκη αποτελεσματικής επίλυσης μιας ένδικης διαφοράς (πρβλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny, C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

61      Όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, η ζητούμενη προδικαστική απόφαση πρέπει να είναι «αναγκαία» για να καταστεί δυνατή η εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου «έκδοση της δικής του απόφασης» επί της υπόθεσης της οποίας έχει επιληφθεί (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny, C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

62      Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως υπενθυμίσει ότι τόσο από το γράμμα όσο και από την οικονομία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ προκύπτει ότι η διαδικασία προδικαστικής αποφάσεως προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, ότι εκκρεμεί πράγματι διαφορά ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, στο πλαίσιο της οποίας αυτά καλούνται να εκδώσουν απόφαση που θα λαμβάνει υπόψη την προδικαστική απόφαση (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny, C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

63      Εν προκειμένω, πρέπει να υπογραμμιστεί κατ’ αρχάς ότι, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, η αγωγή που άσκησε η ενάγουσα της κύριας δίκης αποσκοπεί, βεβαίως, τυπικά στην αναγνώριση της ανυπαρξίας υπηρεσιακής σχέσης μεταξύ του J. M. και του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου). Ωστόσο, από την περιγραφή της διαφοράς της κύριας δίκης που περιλαμβάνεται στην εν λόγω απόφαση καθίσταται σαφές ότι η Μ. F. δεν αμφισβητεί τόσο την ύπαρξη τέτοιας σχέσης στηριζόμενης σε σύμβαση ή σε διορισμό μεταξύ του J. M. και του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου), ως εργαζομένου και ως εργοδότη αντιστοίχως, ή την ύπαρξη δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων που απορρέουν από μια τέτοια υπηρεσιακή σχέση μεταξύ των μερών αυτής, όσο τις συνθήκες υπό τις οποίες ο J. M. διορίστηκε δικαστής στο πειθαρχικό τμήμα του εν λόγω δικαστηρίου. Πράγματι, όπως προκύπτει από την ως άνω περιγραφή, με την άσκηση της αγωγής της η Μ. F. στην πραγματικότητα επιδιώκει, ουσιαστικά, να αμφισβητήσει την απόφαση με την οποία ο J. M., υπό την ιδιότητα του δικαστή και του προέδρου του πειθαρχικού τμήματος του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου), προέβη, δυνάμει του άρθρου 110, παράγραφος 3, του νόμου περί των τακτικών δικαστηρίων, στον ορισμό του πειθαρχικού δικαστηρίου που είναι αρμόδιο να επιληφθεί, σε πρώτο βαθμό, της πειθαρχικής διαδικασίας κατά της Μ. F.

64      Ειδικότερα, προς στήριξη της αγωγής της κύριας δίκης, η Μ. F. υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών υπό τις οποίες πραγματοποιήθηκε ο διορισμός του J. M., η ως άνω απόφαση ορισμού πειθαρχικού δικαστηρίου εκδόθηκε από πρόσωπο το οποίο δεν πληροί την απαίτηση περί ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως και, ως εκ τούτου, δεν διασφαλίζεται το θεμελιώδες δικαίωμά της για δίκαιη δίκη στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας που έχει κινηθεί εναντίον της ενώπιον του εν λόγω πειθαρχικού δικαστηρίου.

65      Κατά τα λοιπά, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, η Μ. F. ζητεί μεταξύ άλλων να διαταχθεί, ως ασφαλιστικό μέτρο, η αναστολή της ως άνω πειθαρχικής διαδικασίας. Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε εξάλλου να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο την υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο πλαίσιο της εξέτασης που αφορά ειδικά την εν λόγω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

66      Όσον αφορά το γεγονός ότι με την αγωγή της κύριας δίκης ζητείται η έκδοση αναγνωριστικής απόφασης με σκοπό την πρόληψη της προσβολής σοβαρώς απειλούμενου δικαιώματος, πρέπει, βεβαίως, να υπομνησθεί ότι, εφόσον το εθνικό δίκαιο επιτρέπει την άσκηση τέτοιας αγωγής και ένα αιτούν δικαστήριο έχει κρίνει παραδεκτή την αγωγή της οποίας έχει επιληφθεί βάσει του δικαίου αυτού, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να θέσει υπό αμφισβήτηση την ως άνω κρίση, οπότε τα υποβληθέντα από το εν λόγω εθνικό δικαστήριο ερωτήματα μπορούν να ανταποκρίνονται σε αντικειμενική ανάγκη για την επίλυση της διαφοράς της οποίας αυτό έχει νομοτύπως επιληφθεί (πρβλ. απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1995, Bosman, C‑415/93, EU:C:1995:463, σκέψεις 64 και 65).

67      Ωστόσο, εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, στην απόφαση περί παραπομπής, το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι, όταν επιλαμβάνεται αγωγής με αίτημα την αναγνώριση της ανυπαρξίας έννομης σχέσης όπως αυτή της κύριας δίκης, δεν διαθέτει δυνάμει του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου ακριβώς την αρμοδιότητα εκείνη που θα του επέτρεπε να αποφανθεί επί της νομιμότητας της πράξης με την οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο διορίστηκε δικαστής και ότι η εν λόγω αγωγή δεν μπορεί, επίσης, να κριθεί παραδεκτή βάσει του εθνικού αυτού δικαίου.

68      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατ’ αρχήν, η συνεργασία μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων την οποία καθιερώνει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ προϋποθέτει ότι το αιτούν δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της διαφοράς της κύριας δίκης, προκειμένου αυτή να μη θεωρηθεί ως αμιγώς υποθετική (διάταξη της 6ης Σεπτεμβρίου 2018, Di Girolamo, C‑472/17, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:684, σκέψη 31).

69      Τούτο ενδέχεται μεν να μην ισχύει σε ορισμένες εξαιρετικές περιστάσεις (πρβλ. απόφαση A. K. κ.λπ., σκέψη 166 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και απόφαση A.B. κ.λπ., σκέψη 150), πλην όμως μια τέτοια λύση δεν μπορεί να γίνει δεκτή στην υπό κρίση υπόθεση.

70      Πράγματι, κατά πρώτον, και όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 63 έως 65 της παρούσας απόφασης, από την περιγραφή της διαφοράς της κύριας δίκης που περιλαμβάνεται στην απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η αγωγή που άσκησε η ενάγουσα της κύριας δίκης, μολονότι αποσκοπεί τυπικά στην αναγνώριση της ανυπαρξίας υπηρεσιακής σχέσης μεταξύ του J. M. και του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) –σχέσης με την οποία άλλωστε ουδόλως συνδέεται η εν λόγω ενάγουσα–, επιδιώκει εν τέλει την αμφισβήτηση του κύρους του διορισμού του J. M. σε θέση δικαστή του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) και, ως εκ τούτου, την επίλυση νομικού ζητήματος τιθέμενου στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας που εκκρεμεί επί του παρόντος εναντίον της ενώπιον άλλου δικαστηρίου, δηλαδή μιας δικαστικής διαδικασίας η οποία είναι διαφορετική από εκείνη της κύριας δίκης και ως προς την οποία η ενάγουσα ζητεί άλλωστε από το αιτούν δικαστήριο να διατάξει την αναστολή της ως ασφαλιστικό μέτρο.

71      Επομένως, τα ερωτήματα που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση αφορούν εγγενώς όχι τη διαφορά της κύριας δίκης, αλλά άλλη διαφορά, ως προς την οποία η διαφορά της κύριας δίκης έχει στην πραγματικότητα απλώς παρεπόμενο χαρακτήρα, καθόσον, με τα ως άνω ερωτήματα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να εκτιμηθεί αν ο διορισμός του J. M. ως προέδρου του πειθαρχικού τμήματος του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) και ο ορισμός, από τον εν λόγω δικαστή, του πειθαρχικού δικαστηρίου το οποίο καλείται να επιληφθεί πειθαρχικής δίωξης όπως αυτή που στρέφεται κατά της ενάγουσας της κύριας δίκης συνάδουν με το δίκαιο της Ένωσης και, εν τέλει, αν το πειθαρχικό δικαστήριο που ορίστηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο από τον J. M. για να επιληφθεί της πειθαρχικής δίωξης κατά της εν λόγω ενάγουσας αποτελεί ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, κατά την έννοια του άρθρου 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο, προκειμένου να εκτιμήσει πλήρως το περιεχόμενο των εν λόγω ερωτημάτων και να δώσει κατάλληλη απάντηση σε αυτά, θα ήταν υποχρεωμένο να λάβει υπόψη τα σχετικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν την άλλη αυτή διαφορά αντί να εμμείνει στα χαρακτηριστικά της διαφοράς της κύριας δίκης, όπως απαιτεί ωστόσο το άρθρο 267 ΣΛΕΕ.

72      Κατά δεύτερον, ελλείψει δικαιώματος άσκησης ευθείας προσφυγής κατά του διορισμού του J. M. ως προέδρου του πειθαρχικού τμήματος του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) ή κατά της πράξης του J. M. περί ορισμού του πειθαρχικού δικαστηρίου που είναι αρμόδιο για την εξέταση της εν λόγω διαφοράς, η Μ. F. θα μπορούσε να προβάλει, ενώπιον του πειθαρχικού αυτού δικαστηρίου, ένσταση σχετική με ενδεχόμενη προσβολή, απορρέουσα από την ως άνω πράξη, του δικαιώματός της να εκδικαστεί η διαφορά από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως.

73      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, μετά την υποβολή της υπό κρίση αίτησης προδικαστικής αποφάσεως, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 110, παράγραφος 3, και το άρθρο 114, παράγραφος 7, του νόμου περί των τακτικών δικαστηρίων, καθόσον αναθέτουν στον πρόεδρο του πειθαρχικού τμήματος του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) τη διακριτική ευχέρεια να ορίζει το κατά τόπον αρμόδιο πειθαρχικό δικαστήριο για την εκδίκαση των πειθαρχικών διαδικασιών κατά δικαστών των τακτικών δικαστηρίων, ήτοι δικαστών που ενδέχεται να κληθούν να ερμηνεύσουν και να εφαρμόσουν το δίκαιο της Ένωσης, δεν πληρούν την εκ του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ απαίτηση κατά την οποία οι υποθέσεις αυτές πρέπει να μπορούν να εξετάζονται από δικαστήριο που «έχει συσταθεί νομίμως» [απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών), C‑791/19, EU:C:2021:596, σκέψη 176].

74      Εξάλλου, στο μέτρο που θέτει μια τέτοια απαίτηση, το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει άμεσο αποτέλεσμα (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση A.B. κ.λπ., σκέψη 146), οπότε η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης επιβάλλει στο ορισθέν κατά τα ανωτέρω πειθαρχικό δικαστήριο να μην εφαρμόσει τις μνημονευόμενες στην προηγούμενη σκέψη εθνικές διατάξεις δυνάμει των οποίων έγινε ο ορισμός πειθαρχικού δικαστηρίου και, ως εκ τούτου, να κηρύξει εαυτό αναρμόδιο να εκδικάσει τη διαφορά που υποβλήθηκε στην κρίση του.

75      Κατά τρίτον, από τις διευκρινίσεις που περιέχονται στην απόφαση περί παραπομπής, όπως αυτές συνοψίζονται στις σκέψεις 27 έως 29 της παρούσας απόφασης, καθώς και από την ίδια τη διατύπωση του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος προκύπτει ότι τα ερωτήματα που διατυπώνει εν προκειμένω το αιτούν δικαστήριο συνδέονται, μεταξύ άλλων, με το γεγονός ότι ο Πολωνός νομοθέτης φέρεται να προέβη σκοπίμως σε τροποποίηση της εθνικής έννομης τάξης προκειμένου να εμποδίζεται πλέον ο αποτελεσματικός δικαστικός έλεγχος της διαδικασίας διορισμού των δικαστών στο Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο). Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, λαμβανομένων υπόψη, ακριβώς, του σκοπού και των αποτελεσμάτων της νομοθετικής αυτής τροποποίησης, μπορεί να κρίνει ότι έχει, δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, την αρμοδιότητα να ασκήσει έναν τέτοιο έλεγχο στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης.

76      Συναφώς, πρώτον, όπως προκύπτει από τη σκέψη 22 της παρούσας απόφασης, κατά του πορίσματος του KRS της 23ης Αυγούστου 2018 με το οποίο προτάθηκε ο διορισμός του J. M. στη θέση δικαστή του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) ασκήθηκε προσφυγή, βάσει του άρθρου 44, παράγραφος 1 bis, του νόμου περί του KRS, ενώπιον του Naczelny Sąd Administracyjny (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου), από υποψήφιο που δεν προτάθηκε για διορισμό δυνάμει του εν λόγω πορίσματος.

77      Δεύτερον, όσον αφορά τις νομοθετικές τροποποιήσεις που επηρέασαν διαδοχικά το άρθρο 44 του νόμου περί του KRS, τροποποιήσεις κατά των οποίων βάλλει το αιτούν δικαστήριο και οι οποίες μνημονεύονται στις σκέψεις 28 και 29 της παρούσας απόφασης, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, αφότου υποβλήθηκε η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το Δικαστήριο έκρινε μεταξύ άλλων, στο διατακτικό της απόφασης A.B. κ.λπ., ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε διατάξεις οι οποίες τροποποιούν το ισχύον εθνικό δίκαιο και βάσει των οποίων:

–        αφενός, παρά την άσκηση, εκ μέρους υποψηφίου για θέση δικαστή σε δικαστήριο όπως το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο), προσφυγής κατά της απόφασης οργάνου όπως το KRS να μην προκρίνει την υποψηφιότητά του, αλλά να υποβάλει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας πρόταση διορισμού άλλων υποψηφίων, η απόφαση αυτή καθίσταται απρόσβλητη καθόσον προτείνει τον διορισμό άλλων υποψηφίων, οπότε η προσφυγή αυτή δεν εμποδίζει τον διορισμό των τελευταίων από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, η δε ενδεχόμενη ακύρωση της εν λόγω απόφασης, καθόσον με αυτή δεν προτείνεται ο διορισμός του προσφεύγοντος, δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα εκ νέου εκτίμηση της κατάστασής του με σκοπό τον ενδεχόμενο διορισμό στην οικεία θέση, και

–        αφετέρου, η προσφυγή αυτή δεν μπορεί να στηρίζεται σε λόγο με τον οποίο προβάλλεται μη προσήκουσα εκτίμηση περί του αν οι υποψήφιοι πληρούν κριτήρια τα οποία λαμβάνονται υπόψη κατά τη λήψη απόφασης όσον αφορά την υποβολή πρότασης διορισμού,

οσάκις προκύπτει, κατόπιν εκτίμησης στην οποία, κατά το Δικαστήριο, όφειλε να προβεί, βάσει του συνόλου των κρίσιμων στοιχείων, το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, ότι οι διατάξεις αυτές δύνανται να προκαλέσουν στους πολίτες εύλογες αμφιβολίες ως προς το ανεπηρέαστο των δικαστών, οι οποίοι διορίζονται ως άνω από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας βάσει αποφάσεων του KRS, έναντι εξωτερικών στοιχείων, ειδικότερα δε έναντι της άμεσης ή έμμεσης άσκησης επιρροής εκ μέρους της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας και ως προς την ουδετερότητά τους έναντι των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων και, ως εκ τούτου, δύνανται να έχουν ως αποτέλεσμα να μη δίδουν οι εν λόγω δικαστές εντύπωση ανεξαρτησίας ή αμεροληψίας, στοιχείο που μπορεί να θίξει την εμπιστοσύνη την οποία πρέπει να εμπνέει η δικαιοσύνη στους πολίτες στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας και ενός κράτους δικαίου.

78      Στο ίδιο διατακτικό, το Δικαστήριο έκρινε εξάλλου ότι, σε περίπτωση τροποποιήσεων της εθνικής έννομης τάξης οι οποίες, πρώτον, στερούν από εθνικό δικαστήριο την αρμοδιότητά του να αποφαίνεται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό επί προσφυγών ασκούμενων από υποψηφίους για θέσεις δικαστών δικαστηρίου όπως είναι το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο) κατά αποφάσεων οργάνου όπως το KRS να μην προταθεί στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας η υποψηφιότητά τους, αλλά να προταθεί εκείνη άλλων υποψηφίων ενόψει διορισμού στις θέσεις αυτές, δεύτερον, καταργούν αυτοδικαίως τη δίκη επί τέτοιων προσφυγών εφόσον η εκδίκασή τους εκκρεμεί, αποκλείοντας το ενδεχόμενο να συνεχισθεί η εξέτασή τους ή να ασκηθούν οι προσφυγές αυτές εκ νέου, και, τρίτον, στερούν, ως εκ τούτου, από εθνικό δικαστήριο τη δυνατότητα να λάβει απάντηση σε προδικαστικά ερωτήματα τα οποία είχε υποβάλει στο Δικαστήριο:

–        το άρθρο 267 ΣΛΕΕ και το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε τέτοιες τροποποιήσεις σε περίπτωση κατά την οποία προκύπτει, κατόπιν εκτίμησης στην οποία, κατά το Δικαστήριο, όφειλε να προβεί, βάσει του συνόλου των κρίσιμων στοιχείων, το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση A.B. κ.λπ., ότι οι τροποποιήσεις αυτές είχαν ειδικώς ως αποτέλεσμα να εμποδίζουν το Δικαστήριο να αποφανθεί επί προδικαστικών ερωτημάτων όπως αυτά που του υποβλήθηκαν από το συγκεκριμένο δικαστήριο και να αποκλείουν κάθε δυνατότητα μελλοντικής εκ νέου υποβολής από εθνικό δικαστήριο ερωτημάτων ανάλογων προς τα υπό κρίση·

–        το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε τέτοιες τροποποιήσεις σε περίπτωση κατά την οποία προκύπτει, κατόπιν εκτίμησης στην οποία όφειλε να προβεί το ως άνω αιτούν δικαστήριο βάσει του συνόλου των κρίσιμων στοιχείων, ότι οι τροποποιήσεις αυτές δύνανται να προκαλέσουν στους πολίτες εύλογες αμφιβολίες ως προς το ανεπηρέαστο των δικαστών, οι οποίοι διορίζονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας βάσει των εν λόγω αποφάσεων του KRS, έναντι εξωτερικών στοιχείων, ειδικότερα δε έναντι της άμεσης ή έμμεσης άσκησης επιρροής εκ μέρους της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας, και ως προς την ουδετερότητά τους έναντι των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων και, ως εκ τούτου, δύνανται να έχουν ως αποτέλεσμα να μη δίδουν οι εν λόγω δικαστές εντύπωση ανεξαρτησίας ή αμεροληψίας, στοιχείο που μπορεί να θίξει την εμπιστοσύνη την οποία πρέπει να εμπνέει η δικαιοσύνη στους πολίτες στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας και ενός κράτους δικαίου.

79      Τέλος, το Δικαστήριο διευκρίνισε στο εν λόγω διατακτικό ότι, όταν αποδεικνύονται τέτοιες παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης, η αρχή της υπεροχής του δικαίου αυτού έχει την έννοια ότι επιβάλλει στο αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση A.B. κ.λπ. να μην εφαρμόσει τις επίμαχες εθνικές διατάξεις, αλλά τις προϊσχύσασες εθνικές διατάξεις, ασκώντας παράλληλα τον δικαστικό έλεγχο που προβλέπουν οι τελευταίες.

80      Τρίτον, υπενθυμίζεται ότι, στις σκέψεις 129 και 156 της απόφασης A.B. κ.λπ., το Δικαστήριο υπογράμμισε, ειδικότερα, ότι τέτοιες παραβάσεις του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ μπορούν να επέλθουν σε περιπτώσεις κατά τις οποίες το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων που χαρακτηρίζουν μια διαδικασία διορισμού σε θέσεις δικαστών εθνικού ανωτάτου δικαστηρίου, σε συγκεκριμένο εθνικό νομικό και πραγματικό πλαίσιο, ιδίως δε οι συνθήκες της αιφνίδιας κατάργησης των μέχρι τότε υφιστάμενων ένδικων βοηθημάτων όσον αφορά μια τέτοια διαδικασία διορισμού ή της αιφνίδιας εξάλειψης της αποτελεσματικότητας των εν λόγω ένδικων βοηθημάτων, δύνανται να προκαλέσουν στους πολίτες αμφιβολίες συστημικής φύσεως ως προς την ανεξαρτησία και την αμεροληψία των δικαστών που διορίζονται κατά το πέρας της διαδικασίας αυτής.

81      Ωστόσο, το Δικαστήριο υπογράμμισε επίσης ρητώς, στις εν λόγω σκέψεις 129 και 156, ότι αυτό καθεαυτό το ενδεχόμενο να μην υφίσταται δυνατότητα άσκησης ένδικου βοηθήματος στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας διορισμού μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, να μην αποδεικνύεται προβληματικό υπό το πρίσμα των απαιτήσεων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης, ειδικότερα δε από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ. Επιβάλλεται, συναφώς, η διαπίστωση ότι αγωγή όπως αυτή της κύριας δίκης αποσκοπεί κατ’ ουσίαν σε μια μορφή ακύρωσης erga omnes του διορισμού του εναγομένου της κύριας δίκης ως δικαστή του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου), μολονότι το εθνικό δίκαιο δεν επιτρέπει και ουδέποτε επέτρεψε στο σύνολο των πολιτών να αμφισβητήσουν τον διορισμό των δικαστών με ένδικο βοήθημα που να αποσκοπεί ευθέως στην ακύρωση ή την αναγνώριση του ανισχύρου ενός τέτοιου διορισμού.

82      Υπό το πρίσμα όλων των προεκτεθέντων και του γεγονότος ότι η αποστολή που έχει ανατεθεί στο Δικαστήριο με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ συνίσταται στην παροχή σε κάθε δικαστήριο της Ένωσης των στοιχείων ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης τα οποία του είναι αναγκαία για την επίλυση των πραγματικών διαφορών που υποβάλλονται στην κρίση του, λαμβανομένου ιδίως υπόψη, στο πλαίσιο αυτό, του συστήματος του συνόλου των ένδικων βοηθημάτων που μπορούν να ασκήσουν οι ιδιώτες, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα ερωτήματα που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο με την υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υπερβαίνουν το πλαίσιο της δικαιοδοτικής αποστολής την οποία έχει το Δικαστήριο βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 11ης Μαρτίου 1980, Foglia, 104/79, EU:C:1980:73, σκέψη 12).

83      Υπό τις συνθήκες αυτές, η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να κριθεί απαράδεκτη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

84      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Sąd Najwyższy (Izba Pracy i Ubezpieczeń Społecznych) [Ανώτατο Δικαστήριο (τμήμα εργατικών και κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών), Πολωνία] είναι απαράδεκτη.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.