Language of document : ECLI:EU:C:2017:439

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

EVGENI TANCHEV

της 8ης Ιουνίου 2017 (1)

Υπόθεση C214/16

C. King

κατά

The Sash Window Workshop Ltd

RichardDollar

[αίτηση του Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division)
(εφετείου Αγγλίας και Ουαλίας, πολιτικό τμήμα, Ηνωμένο Βασίλειο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Κοινωνική πολιτική – Άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ και δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών – Άρθρο 31 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε περιπτώσεις διαφορών οριζόντιου χαρακτήρα μεταξύ δύο ιδιωτών – Μη παροχή, καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασιακής σχέσεως, διευκολύνσεως για την άσκηση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών – Νομοθεσία κράτους μέλους κατά την οποία οι εργαζόμενοι πρέπει να λάβουν άδεια προτού να είναι σε θέση να γνωρίζουν αν δικαιούνται αποδοχών για την άδεια αυτή – Άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88 και δικαίωμα λήψεως χρηματικής αποζημιώσεως σε αντικατάσταση μη ληφθείσας άδειας κατά τη λύση της εργασιακής σχέσεως – Δικαίωμα αποτελεσματικού ενδίκου βοηθήματος»






I.      Εισαγωγή

1.        Όταν εργαζόμενος, όπως ο C. King, μόνο κατά μέρος της όλης διάρκειας της 13ετούς σχέσεώς του εργασίας διευκολύνθηκε από τον εργοδότη του για την άσκηση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών ή ίσως δεν διευκολύνθηκε καθόλου (2), δύναται να αποσβεσθεί το εν λόγω δικαίωμα κατά το εθνικό δίκαιο για τον λόγο ότι μέχρι τη λύση της σχέσεως εργασίας ο C. King δεν προέβη σε καμία ενέργεια προκειμένου να επικαλεστεί το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών;

2.        Αυτό είναι το ζήτημα το οποίο τίθεται με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Court of Appeal of England and Wales [Εφετείο Αγγλίας και Ουαλίας, Ηνωμένο Βασίλειο]. Το ζήτημα αυτό απαιτεί ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργανώσεως του χρόνου εργασίας (3), ιδίως υπό το πρίσμα του άρθρου 31, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο ορίζει, ανεπιφύλακτα, ότι «[κ]άθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα […] σε ετήσια περίοδο αμειβόμενων διακοπών». Περαιτέρω, το ακριβές περιεχόμενο του κατά το δίκαιο της Ένωσης δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών χρήζει εξετάσεως, όπως και η έκταση στην οποία υπάρχουν οποιοιδήποτε περιορισμοί της δυνατότητας εφαρμογής του ανωτέρω δικαιώματος στην υπό κρίση υπόθεση, με δεδομένο ότι ο C. King επικαλείται την οδηγία 2003/88 έναντι φορέα του ιδιωτικού τομέα (4).

3.        Το υπό εξέταση πρόβλημα έχει έντονη κοινωνική σημασία λαμβανομένου υπόψη του διαρκώς αυξανόμενου αριθμού προσώπων σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση που εργάζονται με ευέλικτους όρους εργασίας, σε περιστασιακή βάση ή μόνο κατά διακοπτόμενα χρονικά διαστήματα. Αυτές οι μορφές απασχολήσεως καθίστανται όλο και πιο διαδεδομένες λόγω της παροχής υπηρεσιών μέσω ψηφιακών τεχνολογιών στην εποχή του διαδικτύου. Ποιος πρέπει να φέρει τον κίνδυνο της μη τηρήσεως του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών όταν στο πλαίσιο της σχέσεως εργασίας δεν υπάρχει διευκόλυνση για την άσκησή του, ο εργοδότης ή οι συγκεκριμένοι εργαζόμενοι; Είναι συμβατό με το κατά το δίκαιο της Ένωσης δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών νομοθεσία κράτους μέλους να επιβάλλει στον εργαζόμενο να λάβει άδεια προτού να είναι σε θέση να γνωρίζει αν δικαιούται αποδοχών για την άδεια αυτή; Και, υπό τις περιστάσεις της κύριας δίκης, ποιο είναι το όριο, αν υπάρχει, που πρέπει να τεθεί όσον αφορά τη χρηματική αποζημίωση που ένας εργαζόμενος, όπως ο C. King, δικαιούται να λάβει σε αντικατάσταση της μη ληφθείσας ετήσιας άδειάς του κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας του δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88;

4.        Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, υπό το πρίσμα του σημαντικού βάρους που αναγνωρίζεται στο δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών από το δίκαιο της Ένωσης, από το διεθνές δίκαιο (5) και από τα εθνικά δίκαια των κρατών μελών (6), η απαίτηση ο εργαζόμενος, και όχι ο εργοδότης, να προβεί σε ενέργειες προκειμένου να διευκολύνει την άσκηση του δικαιώματος άδειας μετ’ αποδοχών εξαρτά παρανόμως την ύπαρξη του εν λόγω δικαιώματος από μια προϋπόθεση (7) και, ως εκ τούτου, υπερβαίνει την εξουσία εκτιμήσεως που το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 παρέχει στα κράτη μέλη όσον αφορά «τους όρους […] για την απόκτηση του σχετικού δικαιώματος και τη χορήγηση της άδειας».

5.        Έτσι, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88, ήτοι διατάξεως που δεν επιδέχεται στενή ερμηνεία (8), με τη λύση της σχέσεως εργασίας ενεργοποιείται το δικαίωμα χρηματικής αποζημιώσεως σε αντικατάσταση της μη ληφθείσας άδειας μετ’ αποδοχών, και για να καλυφθεί ολόκληρη η χρονική περίοδος κατά την οποία ο εργοδότης δεν διευκόλυνε προσηκόντως την άσκηση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, η οποία περίοδος λήγει μόνον αν παρασχεθεί η εν λόγω διευκόλυνση. Μόνο σε αυτό το σημείο μπορούν να αρχίσουν να εφαρμόζονται οι χρονικοί και λοιποί περιορισμοί για την άσκηση του δικαιώματος άδειας μετ’ αποδοχών τους οποίους ενδέχεται να έχουν επιλέξει τα κράτη μέλη, και μάλιστα μόνον αν οι περιορισμοί αυτοί εμπίπτουν στη διακριτική ευχέρεια που το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 παρέχει στα κράτη μέλη, και κατά τα λοιπά συνάδουν με το δίκαιο της Ένωσης. Αν για την άσκηση του δικαιώματος άδειας μετ’ αποδοχών ουδέποτε παρασχέθηκε προσήκουσα διευκόλυνση, τότε βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88 οφείλεται χρηματική αποζημίωση για να καλυφθεί ολόκληρη η περίοδος απασχολήσεως μέχρι τη λύση της σχέσεως εργασίας.

II.    Νομικό πλαίσιο

1.      Το δίκαιο της Ένωσης

6.        Η αιτιολογική σκέψη 6 της οδηγίας 2003/88 αναφέρει:

«Οι αρχές του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας ως προς την οργάνωση του χρόνου εργασίας […] πρέπει να συνεκτιμηθούν.»

7.        Το άρθρο 1 της οδηγίας 2003/88 επιγράφεται «Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής». Το άρθρο της 1, παράγραφος 1, ορίζει:

«Η παρούσα οδηγία καθορίζει τις στοιχειώδεις προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας όσον αφορά την οργάνωση του χρόνου εργασίας.»

8.        Το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88 επιγράφεται «Ετήσια άδεια» και ορίζει:

«1.      Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να παρέχεται σε όλους τους εργαζομένους ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπουν οι εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές για την απόκτηση του σχετικού δικαιώματος και τη χορήγηση της άδειας.

2.      Η ελάχιστη περίοδος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών μπορεί να αντικαθίσταται από χρηματική αποζημίωση μόνον σε περίπτωση τερματισμού της εργασιακής σχέσης.»

2.      Το εθνικό δίκαιο

9.        Η οδηγία 2003/88 μεταφέρθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο με τους Working Time Regulations 1998 (κανονιστική πράξη του 1998 σχετικά με τον χρόνο εργασίας) (όπως τροποποιήθηκε). Το άρθρο 13, παράγραφος 1, έχει ως εξής:

«(1) […] οι εργαζόμενοι δικαιούνται ετήσιας άδειας τεσσάρων εβδομάδων εντός κάθε έτους άδειας.»

10.      Το δικαίωμα αποδοχών αναγνωρίζεται από το άρθρο 16, το οποίο ορίζει:

«(1)      Ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να λαμβάνει, για κάθε περίοδο ετήσιας άδειας που δικαιούται δυνάμει του άρθρου 13, αποδοχές ίσες προς τις αποδοχές μιας εβδομάδας για κάθε εβδομάδα άδειας.»

11.      Περαιτέρω, στην διάταξη περί παραπομπής διευκρινίζεται ότι το άρθρο 13, παράγραφος 9, καθιερώνει μία κατάσταση η οποία στην καθομιλουμένη αποκαλείται αρχή «use it or lose it». Η εν λόγω αρχή απαιτεί η άδεια να χορηγείται εντός του έτους κατά το οποίο οφείλεται, ειδάλλως επέρχεται απώλεια του σχετικού δικαιώματος. Το άρθρο 13, παράγραφος 9, ορίζει τα εξής:

«Η άδεια την οποία δικαιούται ο εργαζόμενος μπορεί να χορηγείται τμηματικά, υπό την προϋπόθεση ότι:

(a)      θα ληφθεί μόνον εντός του έτους αναφοράς στο οποίο αντιστοιχεί, και

(b)      δεν επιτρέπεται να χορηγηθεί έναντι αυτής χρηματική αποζημίωση, παρά μόνον σε περίπτωση τερματισμού της σχέσεως εργασίας».

12.      Το αιτούν εθνικό δικαστήριο σημειώνει ότι υπάρχουν άλλα τρία άρθρα της κανονιστικής πράξεως τα οποία είναι, ενδεχομένως, κρίσιμα στην κύρια δίκη. Το άρθρο 14 καθορίζει τις έκτακτες περιστάσεις υπό τις οποίες το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88 επιτρέπει να υποκαθίσταται η ετήσια άδεια από την καταβολή χρηματικής αποζημιώσεως, δηλαδή τις περιπτώσεις στις οποίες η σύμβαση εργασίας λύεται εντός του έτους στο οποίο αντιστοιχεί η άδεια και ο εργαζόμενος μέχρι εκείνη τη χρονική στιγμή δεν έχει λάβει το αντίστοιχο ποσοστό ετήσιας αδείας που δικαιούται. Το άρθρο 14 ορίζει τα ακόλουθα:

«(1)      Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται στην περίπτωση που:

(a)      η σχέση εργασίας λύεται κατά τη διάρκεια του έτους αναφοράς, και

(b)      κατά την ημερομηνία κατά την οποία αποκτά ισχύ η λύση της εργασιακής σχέσεως (“ημερομηνία λύσεως”), το ποσοστό που έχει λάβει ο εργαζόμενος από την άδεια που δικαιούται για το έτος αναφοράς, δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 1, διαφέρει από το ποσοστό του έτους αναφοράς που έχει διανυθεί.

(2)      Όταν το ποσοστό άδειας που έχει λάβει ο εργαζόμενος είναι μικρότερο από το ποσοστό του έτους αναφοράς που έχει διανυθεί, ο εργοδότης πρέπει να του καταβάλει χρηματική αποζημίωση αντί αδείας μετ’ αποδοχών σύμφωνα με την παράγραφο 3 […]».

13.      Το άρθρο 15 διέπει τη διαδικασία που ακολουθείται προκειμένου ο εργαζόμενος να λάβει την άδειά του και τις ημερομηνίες κατά τις οποίες μπορεί να χορηγηθεί η άδεια αυτή. Ορίζει τα εξής:

«(1)      Ο εργαζόμενος μπορεί να λάβει την άδεια που δικαιούται βάσει του άρθρου 13 […] κατά τις ημέρες της επιλογής του, ενημερώνοντας τον εργοδότη του σύμφωνα με την παράγραφο 3, με την επιφύλαξη οποιουδήποτε όρου του επιβληθεί από τον εργοδότη του δυνάμει της παραγράφου 2.

(2)      Ο εργοδότης μπορεί να απαιτήσει από τον εργαζόμενο, ενημερώνοντάς τον σύμφωνα με την παράγραφο 3,

(a)      να λάβει την άδεια που δικαιούται βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 1, σε συγκεκριμένες ημέρες, ή

(b)      να μην λάβει την άδεια αυτή σε συγκεκριμένες ημέρες.»

14.      Το άρθρο 30 αφορά την εφαρμογή και τα ένδικα μέσα που προβλέπονται. Κατά τη διάταξη περί παραπομπής, διακρίνει μεταξύ, αφενός, των περιπτώσεων στις οποίες ο εργοδότης αρνείται στον εργαζόμενο το δικαίωμα για ετήσια άδεια που προβλέπεται από το άρθρο 13, παράγραφος 1, και αφετέρου, των περιπτώσεων στις οποίες ο εργοδότης αρνείται να καταβάλει στον εργαζόμενο τα ποσά που αυτός δικαιούται βάσει των άρθρων 16 ή 14. Το άρθρο 30 της κανονιστικής πράξεως έχει ως εξής:

«Κάθε εργαζόμενος μπορεί να προσφύγει ενώπιον των δικαστηρίων που είναι αρμόδια για την επίλυση των εργατικών διαφορών, εφόσον ο εργοδότης

(a)      δεν του επιτρέπει να ασκήσει το δικαίωμα που απορρέει […] από το άρθρο 13, παράγραφος 1 […]

(b)      αρνείται να του καταβάλει, εν όλω ή εν μέρει, οποιοδήποτε ποσό του οφείλεται δυνάμει των άρθρων 14, παράγραφος 2, ή 16, παράγραφος 1.

(2).      Η αγωγή είναι παραδεκτή μόνον εφόσον ασκείται

(a)      εντός προθεσμίας τριών μηνών (ή στην περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 38, παράγραφος 2, έξι μηνών) από την ημερομηνία κατά την οποία θα έπρεπε να είχε επιτραπεί η άσκηση του δικαιώματος άδειας (ή, αν πρόκειται για περίοδο αναπαύσεως ή άδεια που εκτείνεται πέραν της μίας ημέρας, την ημερομηνία κατά την οποία θα έπρεπε να είχε ξεκινήσει αυτή η περίοδος) ή, ανάλογα με την περίπτωση, θα έπρεπε να είχε καταβληθεί το οφειλόμενο ποσό·

(b)      εντός οποιασδήποτε περαιτέρω προθεσμίας την οποία το δικαστήριο θεωρεί εύλογη, όταν διαπιστώσει ότι η αγωγή ήταν πρακτικώς ανέφικτο να ασκηθεί πριν από την παρέλευση της ως άνω προθεσμίας των τριών ή, ανάλογα με την περίπτωση, των έξι μηνών.»

III. Τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

15.      Η πρώτη εφεσίβλητη, ήτοι η Sash Window Workshop Ltd (στο εξής: SWWL), είναι εταιρία η οποία προμηθεύει και εγκαθιστά παράθυρα και θύρες. Ο δεύτερος εφεσίβλητος, ο R. Dollar, είναι ο διευθύνων σύμβουλος της SWWL. Ο C. King άρχισε να εργάζεται για την SWWL την 1η Ιουνίου 1999 ως πωλητής. Αμειβόταν αποκλειστικά βάσει προμηθειών, οι οποίες ήσαν ανάλογες με τις πωλήσεις που πραγματοποιούσε. Όλες οι άδειες που ελάμβανε ήσαν άνευ αποδοχών. Δεν προβλεπόταν δικαίωμα άδειας μετ’ αποδοχών στη σύμβασή του, η οποία δεν ανέφερε τίποτα όσον αφορά την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών. Στη διάταξη περί παραπομπής, η σύμβαση περιγράφεται ως «σύμβαση αυτοαπασχολούμενου προβλέπουσα αμοιβή μόνο βάσει προμήθειας».

16.      Πάντως, το 2008, η SWWL προσέφερε στον C. King σύμβαση εξαρτημένης εργασίας η οποία, κατά τα όσα ο δικαστικός πληρεξούσιος του C. King ανέφερε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, περιελάμβανε όλα τα δικαιώματα των οποίων συνήθως απολαύουν οι εργαζόμενοι, όπως το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών. Ο C. King επέλεξε να παραμείνει αυτοαπασχολούμενος (9).

17.      Ο C. King εργάστηκε για την SWWL συνεχώς μέχρι την απόλυσή του η οποία απέκτησε ισχύ την ημέρα των 65ων γενεθλίων του στις 6 Οκτωβρίου 2012. Στις 20 Δεκεμβρίου 2012 ο C. King άσκησε αγωγή ενώπιον του United Kingdom Employment Tribunal [δικαστηρίου εργατικών διαφορών του Ηνωμένου Βασιλείου] και η επ’ ακροατηρίου συζήτηση διεξήχθη από τις 20 έως τις 22 Αυγούστου 2013.

18.      Το Employment Tribunal [δικαστήριο εργατικών διαφορών] δέχθηκε την αγωγή του C. King όσον αφορά τον ισχυρισμό του περί διακρίσεως λόγω ηλικίας σχετικά με την απόλυσή του, ενώ ενώπιον του Employment Appeal Tribunal [δικαστηρίου εργατικών διαφορών το οποίο εκδίκασε ένδικο μέσο κατά της ανωτέρω αποφάσεως του Εmployment Tribunal, στο εξής: ΕΑΤ] δεν αμφισβητήθηκε αυτή η πτυχή της επιχειρηματολογίας του C. King ούτε η διαπίστωση του Employment Tribunal [δικαστηρίου εργατικών διαφορών] ότι ο C. King ήταν «εργαζόμενος» κατά την έννοια της Working Time Regulations [κανονιστικής πράξεως του Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με τον χρόνο εργασίας], με την οποία μεταφέρθηκε η οδηγία 2003/88.

19.      Το Employment Tribunal [δικαστήριο εργατικών διαφορών] δέχθηκε επίσης τα αιτήματα του C. King περί καταβολής επιδομάτων αδείας. Τα αιτήματα αυτά αφορούσαν τρία διαφορετικά είδη επιδομάτων:

1.      «Επίδομα αδείας 1», ποσού 518,40 βρετανικών λιρών (UKL), το οποίο αφορούσε την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών που δικαιούνταν ο C. King αλλά δεν έλαβε κατά το τελευταίο (μη ολοκληρωμένο) υ, ήτοι από την 1η Ιουνίου έως τις 6 Οκτωβρίου 2012.

2.      «Επίδομα αδείας 2», ποσού 17 402,83 UKL, το οποίο αφορούσε άδειες (άνευ αποδοχών) τις οποίες ο C. King όντως έλαβε κατά τη διάρκεια των 13 ετών εργασίας του στην SWWL· και

3.      «Επίδομα αδείας 3», ποσού 9 336,73 UKL, το οποίο αφορούσε άδειες που δικαιούνταν να λάβει ο C. King κατά το χρονικό διάστημα που εργαζόταν για την SWWL, αλλά ουδέποτε του χορηγήθηκαν.

20.      Η SWWL άσκησε ενώπιον του ΕΑΤ ένδικο μέσο κατά της αποφάσεως του Employment Tribunal [δικαστηρίου εργατικών διαφορών] ως προς το επίδομα αδείας 3.

21.      Η επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του ΕΑΤ διεξήχθη την Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014. Το ΕΑΤ δέχθηκε το ένδικο μέσο της SWWL κατά της αποφάσεως του Employment Tribunal [δικαστηρίου εργατικών διαφορών] σχετικά με το επίδομα αδείας 3 και ανέπεμψε αυτό το στοιχείο της αξιώσεως του C. King στο αρχικώς επιληφθέν Employment Tribunal [δικαστήριο εργατικών διαφορών] προκειμένου αυτό να προβεί σε επανεξέταση.

22.      Ο C. King άσκησε στις 23 Δεκεμβρίου 2014 έφεση ενώπιον του Court of Appeal [εφετείου] κατά της αποφάσεως του ΕΑΤ σχετικά με το επίδομα αδείας 3. Η επ’ ακροατηρίου συζήτηση στην κατ’ έφεση δίκη πραγματοποιήθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 2016. Η SWWL και ο R. Dollar υποστήριξαν ότι ο C. King εκπρόθεσμα ζητεί το επίδομα αδείας 3. Στη διάταξη περί παραπομπής το Court of Appeal [εφετείο] σημειώνει ότι το Employment Tribunal [δικαστήριο εργατικών διαφορών] έκρινε ότι όλη η μη ληφθείσα άδεια του C. King μεταφέρθηκε επειδή η SWWL ουδέποτε κατέβαλε ποσά για την άδεια αυτή, οπότε το σε αντικατάσταση της μη ληφθείσας άδειας δικαίωμα χρηματικής αποζημιώσεως ενεργοποιήθηκε κατά την απόλυση, η δε ένσταση παραγραφής που προέβαλαν η SWWL και ο R. Dollar δεν έγινε δεκτή. Σύμφωνα με την ανάλυση αυτή, η αγωγή του C. King είναι εμπρόθεσμη επειδή ασκήθηκε εντός τριών μηνών από την ημερομηνία λύσεως της σχέσεώς του εργασίας.

23.      Το Court of Appeal [εφετείο] προσδιόρισε τρία ζητήματα που απαιτούν ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης όσον αφορά το επίδομα αδείας 3, και αποτελούν το αντικείμενο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως. Πρώτον, το Court of Appeal [εφετείο] διερωτάται αν το άρθρο 13 της Working Time Regulations [κανονιστικής πράξεως σχετικά με τον χρόνο εργασίας] του 1998 στοιχεί με το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88 και με το κατά το δίκαιο της Ένωσης δικαίωμα αποτελεσματικού ενδίκου βοηθήματος, με δεδομένο ότι, κατά τη συλλογιστική του EAT, ο εργαζόμενος πρέπει πρώτα να λάβει άδεια άνευ αποδοχών και μόνον αν το πράξει θα είναι σε θέση να γνωρίζει αν δικαιούται αποδοχών.

24.      Δεύτερον, το Court of Appeal [εφετείο] ζητεί διευκρινίσεις σχετικά με τις περιστάσεις υπό τις οποίες μπορεί να μεταφερθεί η μη ληφθείσα άδεια άνευ αποδοχών, στο μέτρο που ο C. King ζήτησε να του καταβληθεί χρηματική αποζημίωση λόγω της λύσεως της σχέσεως εργασίας σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88, η οποία θα καλύπτει το σύνολο της σχέσεως εργασίας. Δεδομένου ότι κατά τη διάρκεια της σχέσεώς του εργασίας ο C. King ουδέποτε επεδίωξε την ικανοποίηση των δικαιωμάτων του προβάλλοντάς τα ενώπιον του Employment Tribunal [δικαστηρίου εργατικών διαφορών], μήπως μπορεί να λεχθεί ότι ο C. King δεν είχε τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμα ετήσιας άδειας για λόγους πέραν του δικού του ελέγχου, οπότε το δικαίωμα αυτό δύναται να μεταφερθεί σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Schultz-Hoff κ.λπ. (10);

25.      Τρίτον, το Court of Appeal [εφετείο] έχει, εν πάση περιπτώσει, αμφιβολίες ως προς το αν η άδεια μετ’ αποδοχών μπορεί να μεταφέρεται επ’ αόριστον.

26.      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το Court of Appeal [εφετείο] έθεσε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«(1)      Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ εργαζομένου και εργοδότη ως προς το κατά πόσον ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών δυνάμει του άρθρου 7 της οδηγίας 2003/88, είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα με το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής, η κατάσταση κατά την οποία ο εργαζόμενος θα πρέπει πρώτα να λάβει την άδεια και ακολούθως να πληροφορηθεί αν αυτή μπορεί να είναι μετ’ αποδοχών;

(2)      Εάν ο εργαζόμενος δεν λάβει το σύνολο ή μέρος της ετήσιας άδειας που δικαιούται εντός του έτους κατά το οποίο θα έπρεπε να ασκήσει το οικείο δικαίωμα, μολονότι θα το είχε πράξει αν ο εργοδότης δεν αρνείτο να του καταβάλει αποδοχές για οποιαδήποτε περίοδο ληφθείσας άδειας, μπορεί ο εργαζόμενος να υποστηρίξει ότι παρεμποδίζεται η άσκηση του δικαιώματός του για άδεια μετ’ αποδοχών, με συνέπεια το δικαίωμα αυτό να μεταφέρεται μέχρι τη χρονική στιγμή κατά την οποία θα έχει τη δυνατότητα να το ασκήσει;

(3)      Εάν γίνει δεκτό ότι το ως άνω δικαίωμα μεταφέρεται, τούτο μπορεί να συμβαίνει επ’ αόριστον ή υπάρχει συγκεκριμένη περίοδος μεταφοράς εντός της οποίας μπορεί να ασκηθεί το εν λόγω μεταφερθέν δικαίωμα, κατ’ αναλογίαν προς τους περιορισμούς που επιβάλλονται όταν ο εργαζόμενος δεν έχει τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμα ετήσιας άδειας εντός του χρόνου αναφοράς λόγω ασθενείας;

(4)      Εάν δεν υφίσταται ούτε κανονιστική ούτε συμβατική διάταξη από τις οποίες να συνάγεται η εν λόγω περίοδος μεταφοράς, οφείλουν τα εθνικά δικαστήρια που επιλαμβάνονται των σχετικών υποθέσεων να επιβάλλουν περιορισμούς ως προς την περίοδο αυτή προκειμένου να διασφαλίσουν ότι η εφαρμογή της κανονιστικής πράξεως δεν θίγει τον σκοπό του άρθρου 7 [της οδηγίας];

(5)      Εάν τούτο ισχύει, είναι συμβατή με το δικαίωμα που προβλέπει το άρθρο 7 [της οδηγίας] η προθεσμία 18 μηνών μετά το τέλος του έτους εντός του οποίου γεννήθηκε το δικαίωμα άδειας;»

27.      Γραπτές παρατηρήσεις υποβλήθηκαν από τον C. King, την SWWL και τον R. Dollar, την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου καθώς και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Άπαντες παρέστησαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη στις 29 Μαρτίου 2017.

IV.    Ανάλυση

1.      Εισαγωγικές παρατηρήσεις

28.      Σημειώνω εξαρχής ότι, από τις πλείστες όσες αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως που έχουν υποβληθεί στο Δικαστήριο ως προς την ερμηνεία του άρθρου 7 της οδηγίας 2003/88 σχετικά με το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών (11), αυτή φαίνεται να είναι η πρώτη φορά όπου, αφενός, το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης δεν συνίσταται στο αν ο διάδικος που ασκεί το εν λόγω δικαίωμα είναι «εργαζόμενος» κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης και του εθνικού δικαίου, και επομένως δικαιούται άδειας μετ’ αποδοχών (12), και, αφετέρου, ζητείται να εξετάσει το Δικαστήριο μόνο τις συνέπειες του γεγονότος ότι ο εργαζόμενος δεν ενήργησε πριν από τη λύση της σχέσεως εργασίας προκειμένου να ασκήσει το εν λόγω δικαίωμα (13). Συνηθέστερα, το Δικαστήριο καλείται να κρίνει αν οι «όρο[ι] που προβλέπουν οι εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές για την απόκτηση του σχετικού δικαιώματος και τη χορήγηση της άδειας», ήτοι η εξουσία εκτιμήσεως που παρέχεται στα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88, είναι συμβατοί με το δίκαιο της Ένωσης (14).

29.      Το γεγονός ότι στη νομολογία απαντούν μεν διαφωνίες ως προς τους όρους ασκήσεως του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, αλλά όχι όσον αφορά την ύπαρξη του συγκεκριμένου δικαιώματος, μπορεί κάλλιστα να δείξει το κύρος και τη σημασία του συγκεκριμένου δικαιώματος στο δίκαιο της Ένωσης, στο δίκαιο των κρατών μελών και στο διεθνές δίκαιο, λαμβανομένου δε υπόψη ότι το δικαίωμα αυτό έχει ενσωματωθεί στον κορμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων του εργατικού δικαίου τα οποία, εν γένει, πρέπει να τηρούνται με αυστηρό τρόπο (15).

30.      Τούτο έχει σημασία επειδή, όπως θα εξηγήσω στα σημεία 71 έως 75 των παρουσών προτάσεων, διατηρώ αμφιβολίες ως προς το αν η μέχρι σήμερα νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το αν ο εργαζόμενος είχε όντως τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, έτσι ώστε να τεθούν εκποδών οι περιορισμοί που τα κράτη μέλη επιβάλλουν όσον αφορά την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος (16), ασκεί επιρροή για τη λύση της παρούσας διαφοράς. Και τούτο επειδή όλες οι αποφάσεις αυτές αφορούν μεν την έκταση της διακριτικής ευχέρειας που έχουν τα κράτη μέλη όσον αφορά τις προϋποθέσεις για την απόκτηση του σχετικού δικαιώματος και τη χορήγηση της άδειας (όπως είναι η παρέλευση της χρονικής περιόδου κατά την οποία δύναται να μεταφερθεί η άδεια μετ’ αποδοχών) (17), πλην όμως ουδεμία εξ αυτών αφορούσε κατάσταση όπου είχε τεθεί υπό αμφισβήτηση η ίδια η ουσία του εν λόγω δικαιώματος λόγω μη παροχής διευκολύνσεως, στο πλαίσιο της σχέσεως εργασίας, για την άσκηση του δικαιώματος αυτού.

31.      Όπως θα εξηγήσω στη συνέχεια των παρουσών προτάσεων, η καλύτερη προσέγγιση στο υπό εξέταση πρόβλημα συνεπάγεται την εξέταση του ακόλουθου ζητήματος. Μπορούσε ο C. King να επικαλεστεί το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88 κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας προκειμένου να εξασφαλίσει την καταβολή χρηματικής αποζημιώσεως σε αντικατάσταση των μη ληφθεισών αδειών μετ’ αποδοχών, όταν ο εργοδότης παρέσχε προσήκουσα διευκόλυνση, για την άσκηση του δικαιώματος άδειας μετ’ αποδοχών, μόνο κατά μέρος της όλης διάρκειας της σχέσεως εργασίας ή ίσως και καθόλου (βλ. σημεία 84 έως 86 των παρουσών προτάσεων).

32.      Πριν έλθω στο ζήτημα αυτό, είναι σημαντικό να αποσαφηνιστεί τι ακριβώς συνεπάγεται το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών.

2.      Πηγές του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών

33.      Το δικαίωμα κάθε εργαζόμενου για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών αποτελεί ιδιαίτερης σημασίας αρχή του κοινωνικού δικαίου της Ένωσης, η οποία αποτυπώνεται πλέον στο άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη. Η οδηγία 2003/88 δεν περιλαμβάνει διάταξη προβλέπουσα παρέκκλιση από το εν λόγω δικαίωμα (18), και το δικαίωμα αυτό πρέπει να εφαρμόζεται από τις αρμόδιες εθνικές αρχές εντός των ορίων που καθορίζει η οδηγία 2003/88 (19). Πρόκειται περί δικαιώματος το οποίο παρέχεται ευθέως από το δίκαιο της Ένωσης σε κάθε εργαζόμενο (20) και το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88, το οποίο το κατοχυρώνει, επιβάλλει σαφή υποχρέωση στα κράτη μέλη για την επίτευξη συγκεκριμένου αποτελέσματος (21). Το δικαίωμα έχει διττό σκοπό, ο οποίος συνίσταται στην παροχή στους εργαζόμενους της δυνατότητας, αφενός, να αναπληρώνουν τις δυνάμεις τους όσον αφορά την εκτέλεση των καθηκόντων τα οποία έχουν αναλάβει στο πλαίσιο της σχέσεώς τους εργασίας και, αφετέρου, να έχουν στη διάθεσή τους ένα χρονικό διάστημα χαλαρώσεως και ψυχαγωγίας (22). Έτσι, πρόκειται για μέτρο υγείας και ασφάλειας, όπως αποτυπώνεται στο άρθρο 31, παράγραφος 1, του Χάρτη. Επιπλέον, το κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών δεν επιδέχεται στενή ερμηνεία (23), όπως και το κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας δικαίωμα λήψεως χρηματικής αποζημιώσεως σε αντικατάσταση μη ληφθείσας άδειας (24).

34.      Επιπλέον, θεμελιώδης αρχή για την ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 είναι ότι, μολονότι τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να καθορίζουν, μέσω των εθνικών νομοθεσιών τους, τους όρους ασκήσεως και εφαρμογής του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, εντούτοις δεν μπορούν να εξαρτούν την ίδια την ύπαρξη του δικαιώματος αυτού από οποιαδήποτε προϋπόθεση (25). Η οδηγία 2003/88 δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να αποκλείσουν την ίδια την ύπαρξη ενός δικαιώματος το οποίο ρητώς παρέχεται σε όλους τους εργαζόμενους της Ένωσης (26).

35.      Τότε, τι επιπλέον προσφέρει το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη; Κατά τις Επεξηγήσεις που συνοδεύουν τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (27), το άρθρο 31, παράγραφος 2, βασίζεται στον πρόδρομο της οδηγίας 2003/88, ήτοι στην οδηγία 93/104, στο άρθρο 2 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη του Συμβουλίου της Ευρώπης του 1961, καθώς και στο σημείο 8 του Κοινοτικού Χάρτη των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων του 1989. Ο τελευταίος προβλέπει ότι κάθε «εργαζόμενος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας έχει δικαίωμα εβδομαδιαίας αναπαύσεως και ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, ως προς τη διάρκεια των οποίων θα πρέπει να επιτευχθεί προοδευτική προσέγγιση, σύμφωνα με τα ισχύοντα σε κάθε κράτος» ενώ ο πρώτος αναφέρει ότι, «προκειμένου να εξασφαλισθεί η αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος δίκαιων συνθηκών εργασίας, τα συμβαλλόμενα μέρη δεσμεύονται: […] να διασφαλίζουν τη χορήγηση ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον δύο εβδομάδων».

36.      Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι το άρθρο 31, παράγραφος 2, αποτελεί ειδική έκφραση του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η οποία προστατεύεται ευρύτερα στον τίτλο I του Χάρτη. Και τούτο επειδή το άρθρο 31, παράγραφος 1, ορίζει ότι «[κ]άθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα σε συνθήκες εργασίας οι οποίες σέβονται την υγεία, την ασφάλεια και την αξιοπρέπειά του» (28). Σύμφωνα με τις Επεξηγήσεις που συνοδεύουν τον Χάρτη, το άρθρο 31, παράγραφος 1, εμπνέεται, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 26 του αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη του Συμβουλίου της Ευρώπης, το οποίο προβλέπει ότι «[ό]λοι οι εργαζόμενοι έχουν δικαίωμα στην αξιοπρέπεια κατά την εργασία τους». Ένας σχολιαστής έχει υποστηρίξει ότι, λαμβανομένης υπόψη της συνδέσεως μεταξύ του άρθρου 31 του Χάρτη και του άρθρου 1 για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, το άρθρο 31 είναι διάταξη «πολύ σημαντικού βάρους και αξίας. Πράγματι, το άρθρο 31 μπορεί να θεωρηθεί ως το πιο θεμελιώδες εργατικό δικαίωμα στον Χάρτη της ΕΕ» (29).

37.      Το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών έχει επίσης ενσωματωθεί, και μάλιστα προ πολλού, σε διάφορες διεθνείς συμφωνίες στις οποίες συμβαλλόμενα μέρη είναι τα κράτη μέλη της Ένωσης. Για παράδειγμα, προστατεύεται με το άρθρο 24 της Οικουμενικής Διακηρύξεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του 1948, το οποίο παρέχει σε κάθε έναν «το δικαίωμα στην ανάπαυση, σε ελεύθερο χρόνο και, ιδιαίτερα, σε λογικό περιορισμό του χρόνου εργασίας και σε περιοδικές άδειες με πλήρεις αποδοχές». Αναγνωρίζεται επίσης στο άρθρο 7, στοιχείο δʹ, του Διεθνούς Συμφώνου του 1966 για τα οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά δικαιώματα ως έκφραση του δικαιώματος κάθε προσώπου για δίκαιες και ευνοϊκές συνθήκες εργασίας.

38.      Στο πλαίσιο της Διεθνούς Οργανώσεως Εργασίας, το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών ορισμένης τουλάχιστον διάρκειας έχει αποτελέσει το αντικείμενο δύο πολυμερών συμβάσεων. Η Σύμβαση 132, η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 30 Ιουνίου 1973, τροποποίησε τη μέχρι τότε ισχύουσα Σύμβαση 52. Οι συμβάσεις αυτές τάσσουν στα συμβαλλόμενα κράτη επιτακτικές απαιτήσεις όσον αφορά την υλοποίηση αυτού του θεμελιώδους κοινωνικού δικαιώματος στα εσωτερικά τους νομικά συστήματα (30).

39.      Έχει σημασία να σημειωθεί ότι, τόσο στις ευρωπαϊκές όσο και στις διεθνείς νομικές πράξεις, το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών απαντά επανειλημμένως υπό τον αγγλικό όρο «entitlement». Αυτή είναι η ακριβής διατύπωση του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88, η οποίο, όπως έχω ήδη αναφέρει, δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να θέσουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο σε κίνδυνο «την ίδια την ύπαρξη του δικαιώματος» (31). Κατά συνέπεια, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι, αφενός, το άρθρο 13, παράγραφος 1, της Working Time Regulations [κανονιστικής πράξεως σχετικά με τον χρόνο εργασίας] του Ηνωμένου Βασιλείου αναφέρει κατά τρόπο κατηγορηματικό ότι «[κ]άθε εργαζόμενος δικαιούται ετήσιας άδειας τεσσάρων εβδομάδων κάθε έτος» και, αφετέρου, ότι το άρθρο 16, παράγραφος 1, σχετικά με την καταβολή αποδοχών κατά τη διάρκεια αυτής της άδειας, είναι διατυπωμένο με ανάλογους επιτακτικούς όρους.

40.      Ο όρος «entitlement» απαντά επίσης στις κρίσιμες νομικές πράξεις του διεθνούς δικαίου στις οποίες συμβαλλόμενα μέρη είναι τα κράτη μέλη. Εν προκειμένω, παραπέμπω στη χρήση του όρου «πρέπει» στο σημείο 8 του Κοινοτικού Χάρτη των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων του 1989 (προαναφέρθηκε στο σημείο 35 των παρουσών προτάσεων), ενώ το άρθρο 7, στοιχείο δʹ, του Διεθνούς Συμφώνου του 1966 για τα οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά δικαιώματα αναφέρει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη «αναγνωρίζουν» και «εξασφαλίζουν» «περιοδικές άδειες μετ’ αποδοχών καθώς και καταβολή των αποδοχών για τις επίσημες δημόσιες αργίες». Το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 1, της Συμβάσεως 132 της Διεθνούς Οργανώσεως Εργασίας είναι ακόμη πιο επιτακτικό, και δεν απευθύνεται αποκλειστικώς σε κράτη. Αναφέρει ότι κάθε «πρόσωπο που διέπεται από την παρούσα σύμβαση δικαιούται ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών με καθορισμένη ελάχιστη διάρκεια».

41.      Έχοντας κατά νου αυτές ακριβώς τις πηγές καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών που προβλέπεται από το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88, όπως αυτό ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του άρθρου 31 του Χάρτη και των διεθνών νομικών πράξεων σχετικά με το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών στις οποίες συμβαλλόμενα μέρη είναι τα κράτη μέλη, σημαίνει ότι οι εργοδότες οφείλουν να παράσχουν στους εργαζομένους τους προσήκουσες διευκολύνσεις για την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος. Σύμφωνα με γερά θεμελιωμένες αρχές του δικαίου της Ένωσης, η επίτευξη των αποτελεσμάτων που προβλέπει το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88, συμπεριλαμβανομένης της παροχής τέτοιων διευκολύνσεων από τους εργοδότες, δεσμεύει όλες τις αρχές των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων (32).

42.      Προς τούτο, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τα δικαστήρια των κρατών μελών οφείλουν να λάβουν υπόψη όλους τους νομικούς κανόνες και να εφαρμόσουν τις αναγνωριζόμενες από αυτούς μεθόδους ερμηνείας προκειμένου να ερμηνεύσουν το δίκαιο του κράτους μέλους, στο μέτρο του δυνατού, σύμφωνα με το γράμμα και τον σκοπό του άρθρου 7 της οδηγίας 2003/88, ώστε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που η ίδια επιδιώκει, μέρος του οποίου αποτελεί, κατά την άποψή μου, η δυνατότητα παροχής, στο πλαίσιο της σχέσεως εργασίας, προσήκουσας διευκολύνσεως για την άσκηση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, και έτσι να συμμορφωθούν με το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ σχετικά με τον αντίκτυπο που οι οδηγίες έχουν στις εθνικές νομοθεσίες των κρατών μελών (33).

43.      Η παροχή προσήκουσας διευκολύνσεως για την άσκηση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών μπορεί να λάβει τη μορφή συγκεκριμένου συμβατικού όρου παρέχοντος το εν λόγω δικαίωμα ή τη μορφή μιας νομικώς δεσμευτικής διοικητικής διαδικασίας μέσω της οποίας οι εργαζόμενοι θα μπορούν να ζητήσουν από τους εργοδότες τους ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών.

44.      Στην υπόθεση της κύριας δίκης, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να κρίνει αν, υπό το πρίσμα όλων των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, η παρασχεθείσα από την SWWL διευκόλυνση ήταν προσήκουσα για την άσκηση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών (βλ., κατωτέρω, σημεία 84 έως 86 των παρουσών προτάσεων). Πάντως, όπως ο πληρεξούσιος δικηγόρος του C. King παρατήρησε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη αίρει κάθε αμφιβολία ως προς το αν ο εργοδότης ή ο εργαζόμενος είναι αυτός που φέρει τον κίνδυνο της μη τηρήσεως του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, τουλάχιστον όσον αφορά το ποιος εξ αυτών οφείλει να διευκολύνει την άσκηση του δικαιώματος αυτού.

45.      Όποιο και αν είναι το μέσο που θα επιλεγεί, θεωρώ ότι η τριτενέργεια του είδους που αποδίδω στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88, η οποία συνεπάγεται ότι το άρθρο αυτό εμμέσως επηρεάζει βασικά δικαιώματα τρίτων (34), στοιχεί με την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας 2003/88, όπως ερμηνεύεται στη νομολογία του Δικαστηρίου. Συνάδει επίσης με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου ως προς τις συνέπειες των οδηγιών σε διαφορές οριζόντιου χαρακτήρα μεταξύ δύο φορέων του ιδιωτικού τομέα και με την έκταση στην οποία ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να είναι κρίσιμος για τη λύση τέτοιων διαφορών. Αυτά ακριβώς τα ζητήματα θα αναλύσω στη συνέχεια.

3.      Άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88: πάγια νομολογία του Δικαστηρίου

1.      Αποφάσεις-κλειδιά σχετικά με το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88 και την πρακτική αποτελεσματικότητά του

46.      Στην απόφαση Fuβ, το Δικαστήριο έκρινε ότι υποχρέωση που επιβάλλεται από την εθνική νομοθεσία και συνίσταται στην υποβολή προτέρου αιτήματος στον εργοδότη για να διασφαλιστεί η τήρηση της οδηγίας 2003/88 σχετικά με τα όρια του χρόνου εργασίας, ως προϋπόθεση για την άσκηση αγωγής αποζημιώσεως ενώπιον των δικαστηρίων κράτους μέλους, «μεταθέτει κατά σύστημα στους ιδιώτες το βάρος να μεριμνούν για την τήρηση τέτοιων κανόνων», ενώ παρέχει στους εργοδότες «τη δυνατότητα να απαλλάσσονται της τηρήσεως των κανόνων αυτών στην περίπτωση που δεν έχει υποβληθεί τέτοιο αίτημα» (35).

47.      Κατά συνέπεια, θα ήταν εξίσου αντίθετο προς την πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 7, παράγραφος 1, να απαιτείται εργαζόμενοι, όπως ο C. King, να υποβάλουν αίτημα ενώπιον δικαστηρίου, ή οποιουδήποτε άλλου οργάνου, προκειμένου να υποχρεωθεί ο εργοδότης να παράσχει προσήκουσα διευκόλυνση για την άσκηση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, ζήτημα το οποίο διαφέρει σημαντικά από μια διαφωνία ως προς τους όρους ασκήσεως της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών (βλ., κατωτέρω, σημεία 71 έως 75 των παρουσών προτάσεων).

48.      Περαιτέρω, στην απόφαση Bollacke (36), το Δικαστήριο έκρινε, όσον αφορά το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88 και το δικαίωμα χρηματικής αποζημιώσεως σε αντικατάσταση μη ληφθείσας άδειας μετ’ αποδοχών, ότι ούτε ο θάνατος απαλλάσσει από την υποχρέωση συμμορφώσεως που οι εργοδότες έχουν συναφώς. Σε περιστάσεις όπου η κληρονόμος αποβιώσαντος εργαζομένου ζητούσε να της καταβληθεί χρηματική αποζημίωση σε αντικατάσταση 140,5 ημερών εναπομείνασας ετήσιας άδειας, ενώ τούτο δεν προβλεπόταν από τη γερμανική νομοθεσία επειδή με τον θάνατο επήλθε η λύση της ε σχέσεως εργασίας, το Δικαστήριο επισήμανε ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88 δεν επιδέχεται στενή ερμηνεία (37) και, ακολούθως, έκρινε τα εξής:

«[…] δεδομένου ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88 δεν θέτει κανέναν όρο για τη θεμελίωση δικαιώματος σε χρηματική αποζημίωση, πέραν εκείνου που συναρτάται με τον τερματισμό της σχέσεως εργασίας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η καταβολή τέτοιας αποζημιώσεως δεν είναι δυνατόν να εξαρτάται από την ύπαρξη προηγούμενης σχετικής αιτήσεως.

Πράγματι […] το δικαίωμα αυτό απονέμεται άμεσα από την οδηγία χωρίς να απαιτείται σχετική ενέργεια του οικείου εργαζομένου και, αφετέρου, το δικαίωμα αυτό δεν μπορεί να εξαρτάται από άλλους όρους πέραν εκείνων που ρητώς προβλέπονται από αυτήν, με αποτέλεσμα να μην ασκεί καμία επιρροή το γεγονός ότι ο εργαζόμενος δεν ζήτησε εκ των προτέρων να λάβει χρηματική αποζημίωση βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας» (38).

49.      Οι εν λόγω αποφάσεις αποτυπώνουν το γεγονός ότι ο εργαζόμενος είναι «το ασθενές μέρος στο πλαίσιο της σχέσεως εργασίας» και, «επομένως, είναι αναγκαίο να μην παρέχεται στον εργοδότη η ευχέρεια να του επιβάλει περιορισμό των δικαιωμάτων του» (39).

50.      Πράγματι, η απόφαση Bollacke (40) καθορίζει τι απαιτείται προκειμένου να τηρηθεί η πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88. Όπως ο πληρεξούσιος δικηγόρος του C. King παρατήρησε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αν, σε αντίθεση με τη νομολογία του Δικαστηρίου (41), το άρθρο 7, παράγραφος 2, ερμηνευθεί στενά, ο κίνδυνος μη συμμορφώσεως θα μεταφερθεί από τον εργοδότη στον εργαζόμενο, δημιουργώντας στον πρώτο την ασφαλή πεποίθηση ότι ο εργαζόμενος δεν δύναται να επικαλεστεί το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88 προκειμένου να επανορθώσει τη μη παροχή προσήκουσας διευκολύνσεως για την άσκηση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών μετά τη λύση της σχέσεως εργασίας. Ή, όπως σημείωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ο εκπρόσωπος της Επιτροπής, μια παρατεταμένη παράλειψη του εργοδότη θα μπορούσε να στερήσει από τους εργαζόμενους τα δικαιώματά τους.

2.      Το οριζόντιο αποτέλεσμα του Χάρτη και η εφαρμογή των οδηγιών.

51.      Σε αντίθεση με διάφορες άλλες διατάξεις του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (42), δεν ορίζεται ότι η εφαρμογή του άρθρου 31, παράγραφος 2, εξαρτάται από το δίκαιο της Ένωσης και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές, ούτε ότι η διάταξη αυτή απευθύνεται αποκλειστικώς στα κράτη μέλη. Αντιθέτως, όπως προανέφερα, η συγκεκριμένο διάταξη είναι διατυπωμένη με πιο ευρύ τρόπο, οπότε ορίζει ότι κάθε «εργαζόμενος έχει δικαίωμα […] σε ετήσια περίοδο αμειβόμενων διακοπών».

52.      Λαμβανομένων υπόψη της διατυπώσεως αυτής, του επιτακτικού χαρακτήρα του κατά το δίκαιο της Ένωσης δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, καθώς και της σημαντικής του αξίας (η οποία εξετάστηκε λεπτομερώς ανωτέρω, στα σημεία 33 έως 40 των παρουσών προτάσεων), το κατά το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών πρέπει να αντιμετωπίζεται ως «δικαίωμα» σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης και όχι απλώς ως «αρχή» (43) κατά την έννοια του άρθρου 52, παράγραφος 5, του Χάρτη (44). Όποιες και αν είναι οι ενδεχόμενες συνέπειες από τη διάκριση μεταξύ «δικαιωμάτων» και «αρχών του δικαίου των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ένωσης» (45), το άρθρο 31, παράγραφος 2, ως «δικαίωμα», αναμφίβολα, αποτελεί εργαλείο για την ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2003/88, είτε ο φορέας κατά του οποίου εφαρμόζεται η οδηγία 2003/88 αποτελεί προέκταση του κράτους (46) είτε είναι φορέας του ιδιωτικού τομέα. Τούτο, με τη σειρά του, αναπόφευκτα επηρεάζει τη διαδικασία ερμηνείας του δικαίου των κρατών μελών κατά τρόπο σύμφωνο με την οδηγία 2003/88.

53.      Έτσι, το ανεπίδεκτο αμφισβητήσεως γράμμα του άρθρου 31, παράγραφος 2, του Χάρτη συνηγορεί περαιτέρω κατά της ερμηνείας του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 κατά τρόπον ο οποίος απαιτεί από τους εργαζόμενους να προσφύγουν σε δικαστήριο, ή σε οποιαδήποτε άλλη αρχή, ώστε να υποχρεωθεί ο εργοδότης τους να παράσχει προσήκουσες διευκολύνσεις για την άσκηση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, ζήτημα που είναι χωριστό από τον αδιαμφισβήτητο ρόλο των δικαστηρίων να αποφαίνονται σε διαφορές όπου ο εργαζόμενος βάλλει κατά της διακριτικής ευχέρειας που κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, τα κράτη μέλη έχουν όσον αφορά τους όρους για την απόκτηση του σχετικού δικαιώματος και τη χορήγηση της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών (βλ., κατωτέρω, σημεία 71 έως 75 των παρουσών προτάσεων), ανεξάρτητα από το αν ο καθού η προσφυγή είναι προέκταση του κράτους ή φορέας του ιδιωτικού τομέα. Πράγματι, το Δικαστήριο έχει κρίνει ειδικά ότι το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών «δεν μπορεί να θιγεί από εθνικές διατάξεις οι οποίες προβλέπουν τον αποκλεισμό της γενέσεως του δικαιώματος αυτού» (47).

54.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο εκπρόσωπος της Επιτροπής επισήμανε ότι η υποχρέωση συμμορφώσεως όσον αφορά ζητήματα υγείας και ασφάλειας βαρύνει τους εργοδότες και όχι τους εργαζομένους, και τόνισε ότι το να απαιτείται από εργαζόμενο να κινήσει ένδικη διαδικασία προκειμένου να λάβει ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών ισοδυναμεί με το να απαιτείται από εργαζόμενο ο οποίος εργάζεται με τοξικές ουσίες να ζητήσει από τον εργοδότη του τη χορήγηση προστατευτικής μάσκας. Κατή την άποψή μου, η από τους εργοδότες παροχή προσήκουσας διευκολύνσεως για την άσκηση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών αποτελεί όντως στοιχείο της σχέσεως εργασίας η εφαρμογή του οποίου δεν πρέπει να αποτελεί αντικείμενο δικαστικού καταναγκασμού και η επιβολή οποιασδήποτε τέτοιας υποχρεώσεως αντιβαίνει σε πάγια νομολογία ότι η ύπαρξη του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών δεν πρέπει να υπόκειται σε οποιαδήποτε προϋπόθεση (48).

55.      Περαιτέρω, αντίθετη ερμηνεία δεν θα αρκούσε να αποτρέψει τους εργοδότες από την παράβαση του άρθρου 7 της οδηγίας 2003/88 (49), ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι τα ποσά που διακυβεύονται είναι χαμηλά σε σχέση με τα ενδεχόμενα δικαστικά έξοδα. Αποτελεί πάγια νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την ίση μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών ότι τα μέσα που προβλέπονται από τις εθνικές νομοθεσίες των κρατών μελών προκειμένου να εξασφαλιστεί η εφαρμογή των κρίσιμων οδηγιών πρέπει να είναι αρκούντως ισχυρά ώστε να διασφαλίζουν ένα «πραγματικά αποτρεπτικό αποτέλεσμα» όσον αφορά την παραβίαση τους από τους εργοδότες, και το Δικαστήριο έχει αναφέρει την απαίτηση αυτή σε διάφορες διαφορές οριζόντιου χαρακτήρα (50). Το ίδιο πρέπει οπωσδήποτε να ισχύει για το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88, λαμβανομένου υπόψη ειδικά του σημαντικού βάρους του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, όπως αυτό αποτυπώνεται στο άρθρο 31 του Χάρτη.

56.      Τούτου λεχθέντος, πρέπει να ληφθούν δεόντως υπόψη οι περιορισμοί που εξακολουθεί να επιβάλλει η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τις οριζόντιες συνέπειες των οδηγιών σε διαφορές ιδιωτικού χαρακτήρα,. Με την πρόσφατη απόφασή του της 19ης Απριλίου 2016, DI (C‑441/14, EU:C:2016:278), σε υπόθεση η οποία επίσης αφορούσε τα εργατικά δικαιώματα και το κοινωνικό δίκαιο, το Δικαστήριο έκρινε τα εξής:

«Βεβαίως, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ορισμένα όρια στην αρχή της σύμφωνης ερμηνείας του εθνικού δικαίου. Ειδικότερα, η υποχρέωση του εθνικού δικαστή να ανατρέχει στο δίκαιο της Ένωσης όποτε ερμηνεύει και εφαρμόζει τους κρίσιμους κανόνες του εσωτερικού δικαίου οριοθετείται από τις γενικές αρχές του δικαίου και δεν είναι δυνατό να αποτελέσει έρεισμα για μια contra legem ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας […].

Είναι όμως σημαντικό να τονιστεί συναφώς ότι η απαίτηση σύμφωνης ερμηνείας περιλαμβάνει και την υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να τροποποιούν, αν παρίσταται ανάγκη, την πάγια νομολογία τους σε περίπτωση που αυτή στηρίζεται σε ερμηνεία του εσωτερικού δικαίου η οποία δεν συμβιβάζεται με τους σκοπούς της εκάστοτε οδηγίας […]» (51).

57.      Η διάταξη περί παραπομπής αναφέρει ότι, αν η ανάλυση του Employment Tribunal [δικαστηρίου εργατικών διαφορών] είναι ορθή (κατά την οποία στον C. King πρέπει να επιδικαστεί το επίδομα αδείας 3), τότε τα άρθρα 13, παράγραφος 9, και 14 της κανονιστικής πράξεως WTR, σχετικά με τον χρόνο εργασίας, θα μπορούν να ερμηνευθούν σύμφωνα με τη νομολογία Marleasing η οποία απαιτεί οι νομοθεσίες των κρατών μελών να ερμηνεύονται κατά τρόπο σύμφωνο με τις οδηγίες, έτσι ώστε να παραγάγει πλήρη αποτελέσματα η απόφαση Schulz-Hoff κ.λπ. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο δικαστικός πληρεξούσιος της SWWL ανέφερε περαιτέρω ότι η «σύμφωνη» με το δίκαιο της Ένωσης ερμηνεία του δικαίου του Ηνωμένου Βασιλείου είναι δυνατή μέχρις ότου το εθνικό δικαστήριο κρίνει διαφορετικά, και το Court of Appeal [εφετείο] δεν έχει πράξει κάτι τέτοιο. Επομένως, η ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 υπέρ της οποίας συνηγορώ δεν φαίνεται να οδηγεί σε contra legem ερμηνεία του εθνικού δικαίου (52), στο δε Δικαστήριο δεν τέθηκε προδικαστικό ερώτημα ως προς το ζήτημα αυτό. Το πολύ, κατά τη διάταξη περί παραπομπής, η ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 υπό την έννοια ότι απαιτεί από τους εργοδότες να παρέχουν προσήκουσα διευκόλυνση για την άσκηση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών θα έχει ως αποτέλεσμα η διάταξη αυτή να επηρεάσει έμμεσα μια διαφορά οριζόντιου χαρακτήρα, πράγμα που επιτρέπεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου (53). Όπως παρατήρησε μια γενική εισαγγελέας, «στην περίπτωση της σύμφωνης με την οδηγία ερμηνείας, τις υποχρεώσεις στους ιδιώτες δεν επιβάλλει η ίδια η οδηγία, αλλά η εθνική νομοθεσία, η οποία πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με την οδηγία» (54).

58.      Επομένως, κατά την άποψή μου, δεν είναι απαραίτητο να εξεταστεί αν το κατά το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών αποτελεί γενική αρχή του δικαίου, της οποίας συγκεκριμένη έκφραση συνιστά η οδηγία 2003/88 (55), στο μέτρο που ενσωματώνεται στη γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης περί απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας (56), η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 21 του Χάρτη ως μία εκ των γενικών αρχών που έχουν άμεση εφαρμογή από έναν ιδιώτη κατά ενός άλλου, ακόμη και αν στο γράμμα της εθνικής νομοθεσίας υπάρχουν εμπόδια προς τούτο (57).

3.      Το πρωτόκολλο (αριθ. 30) σχετικά με την εφαρμογή του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Πολωνία και στο Ηνωμένο Βασίλειο

59.      Τέλος, η λύση που προτείνω εμπίπτει εντός των ορίων του πρωτοκόλλου (αριθ. 30) σχετικά με την εφαρμογή του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Πολωνία και στο Ηνωμένο Βασίλειο (στο εξής: πρωτόκολλο), βάσει του γράμματος του εν λόγω πρωτοκόλλου και της νομολογίας του Δικαστηρίου. Το διατακτικό του πρωτοκόλλου ορίζει τα εξής:

 «Άρθρο 1

1.      Ο Χάρτης δεν διευρύνει την ευχέρεια του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή οποιουδήποτε δικαστηρίου της Πολωνίας ή του Ηνωμένου Βασιλείου, να κρίνει ότι οι νόμοι, οι κανονισμοί ή οι διοικητικές διατάξεις, πρακτικές ή δράση της Πολωνίας ή του Ηνωμένου Βασιλείου δεν συνάδουν με τα θεμελιώδη δικαιώματα, ελευθερίες και αρχές που επιβεβαιώνει.

2.      Ειδικότερα, και προς αποφυγή πάσης αμφιβολίας, ουδέν στον τίτλο IV του Χάρτη παράγει αγώγιμα δικαιώματα τα οποία εφαρμόζονται στην Πολωνία ή στο Ηνωμένο Βασίλειο, εκτός εάν η Πολωνία ή το Ηνωμένο Βασίλειο προβλέπουν τέτοια δικαιώματα στην εθνική τους νομοθεσία.

 Άρθρο 2

Όταν μια διάταξη του Χάρτη αναφέρεται στις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές, εφαρμόζεται στην Πολωνία ή στο Ηνωμένο Βασίλειο μόνο στον βαθμό που τα δικαιώματα ή οι αρχές που περιέχει αναγνωρίζονται στη νομοθεσία ή τις πρακτικές της Πολωνίας ή του Ηνωμένου Βασιλείου.»

60.      Δεν αμφισβητείται ότι το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών προβλέπεται πλήρως στο δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου, οπότε τηρούνται τα όρια που καθορίζονται από τη διάταξη του άρθρου 1, παράγραφος 2. Εξάλλου, η λύση που προτείνω δεν συνεπάγεται, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, του πρωτοκόλλου, διεύρυνση των αρμοδιοτήτων και των υποχρεώσεων ούτε του Δικαστηρίου ούτε των δικαστηρίων του Ηνωμένου Βασιλείου όπως αυτές είχαν κατά την υπογραφή της Συνθήκης της Λισσαβώνας, δεδομένου ότι η «ευχέρεια» των δικαστηρίων των κρατών μελών να ερμηνεύουν το εθνικό δίκαιο σύμφωνα με τις οδηγίες της Ένωσης, καθιερώθηκε το 1990 με την απόφαση Marleasing (58).

61.      Όσον αφορά την ερμηνεία των δικαιωμάτων που ήδη υφίσταντο κατά τον χρόνο που τέθηκε σε ισχύ η Συνθήκη της Λισσαβώνας, το Δικαστήριο έκρινε στην απόφαση NS κ.λπ. ότι «το άρθρο 1, παράγραφος 1, του Πρωτοκόλλου (αριθ. 30) επεξηγεί το άρθρο 51 του Χάρτη, σχετικά με το πεδίο εφαρμογής του δευτέρου, και δεν έχει ως σκοπό την απαλλαγή της Δημοκρατίας της Πολωνίας και του Ηνωμένου Βασιλείου από την υποχρέωση τηρήσεως των διατάξεων του Χάρτη, ούτε σκοπεί να απαγορεύσει σε δικαστήριο ενός από αυτά τα κράτη μέλη να μεριμνά για την τήρηση των διατάξεων αυτών» (59).

62.      Συνεπώς, ακόμη και αν το άρθρο 1, παράγραφος 2, αποκλείει ότι αγώγιμα δικαιώματα μπορούν να τύχουν επικλήσεως οριζοντίως όσον αφορά τον τίτλο IV του Χάρτη (στον οποίο περιλαμβάνεται το άρθρο 31) και αποτρέπει τη γένεση νέων δικαιωμάτων από οποιαδήποτε εκ των διατάξεων του Τίτλου IV (60), η λύση που προτείνω δεν αφορά κανένα από τα ενδεχόμενα αυτά.

63.      Τέλος, το άρθρο 2 του πρωτοκόλλου δεν ασκεί επιρροή στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεδομένου ότι διαδραματίζει ρόλο μόνον «[ό]ταν μια διάταξη του Χάρτη αναφέρεται στις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές». Όπως προαναφέρθηκε, το άρθρο 31 του Χάρτη, σε αντίθεση με διάφορες άλλες διατάξεις του Χάρτη (61), δεν εξασθενεί μέσω παραπομπής σε εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές.

4.      Οι προτεινόμενες απαντήσεις στα προδικαστικά ερωτήματα

1.      Ερωτήματα 2 έως 5

64.      Ανέλυσα το περιεχόμενο του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών που προβλέπεται από το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88, όπως αυτό ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του άρθρου 31 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις διεθνείς νομικές πράξεις σχετικά με το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών στις οποίες συμβαλλόμενα μέρη είναι τα κράτη μέλη. Η εξέταση αυτή δείχνει ότι η ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών έχει επιτακτικό χαρακτήρα, και δεν απευθύνεται μόνο σε κράτη. Ανέφερα επίσης τις παραμέτρους υπό τις οποίες είναι δυνατή η επίκληση του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88, ως επανορθωτικού μέτρου σε περιπτώσεις όπου ο εργοδότης δεν παρέσχε στον εργαζόμενο προσήκουσα διευκόλυνση ώστε ο τελευταίος να ασκήσει το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών (είτε καθ’ όλη τη διάρκεια είτε κατά μέρος της όλης διάρκειας της σχέσεως εργασίας) και εξέτασα επίσης τα νομικά όρια των συνεπειών που οι οδηγίες και ο Χάρτης της Ένωσης έχουν σε οριζόντιου χαρακτήρα διαφορές μεταξύ δύο φορέων του ιδιωτικού τομέα. Δεδομένου ότι τα ερωτήματα 2 έως 5 συνδέονται ευθέως με το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88, θα απαντήσω πρώτα σε αυτά πριν εξετάσω το ερώτημα 1. Θα εξετάσω το ερώτημα 2 χωριστά από τα ερωτήματα 3 έως 5.

1)      Ερώτημα 2

65.      Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν εθνικό δικαστήριο ερωτά αν εργαζόμενος όπως ο C. King, ο οποίος δεν έλαβε την ετήσια άδεια που δικαιούται εντός του έτους άδειας επειδή ο εργοδότης αρνείται να του καταβάλει αποδοχές για οποιαδήποτε περίοδο άδειας, μπορεί να υποστηρίξει ότι εμποδίζεται να ασκήσει το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών. Επιπλέον, με το δεύτερο ερώτημα ερωτάται περαιτέρω αν το σχετικό δικαίωμα μεταφέρεται μέχρις ότου ο εργαζόμενος αποκτήσει τη δυνατότητα να το ασκήσει.

66.      Έχει σημασία να σημειωθεί ότι η κύρια δίκη αφορά μια κατάσταση την οποία θα αποκαλούσα ως «τερματισμό της συμβάσεως», καθόσον ο εκκαλών ζητεί, με τη λύση της σχέσεως εργασίας, χρηματική αποζημίωση σε αντικατάσταση μη ληφθείσας άδειας μετ’ αποδοχών βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88 (62). Τούτο σημαίνει ότι οι λεπτομερώς εξετασθείσες στο σημείο 48 των παρουσών προτάσεων σημαντικές αρχές που απορρέουν από την απόφαση Bollacke έχουν εφαρμογή στην περίπτωση του C. King, όπως και η διάταξη του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88, κατά την οποία «[η] ελάχιστη περίοδος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών μπορεί να αντικαθίσταται από χρηματική αποζημίωση μόνον σε περίπτωση τερματισμού της εργασιακής σχέσης» (η υπογράμμιση δική μου).

67.      Στην υπόθεση Maschek, το Δικαστήριο εξέτασε περιστάσεις υπό τις οποίες το αυστριακό δίκαιο απαγόρευε την καταβολή χρηματικής αποζημιώσεως σε αντικατάσταση μη ληφθείσας ετήσιας άδειας, στην περίπτωση συνταξιοδοτήσεως δημοσίου υπαλλήλου κατόπιν αιτήσεώς του. Το Δικαστήριο υπενθύμισε πάγια νομολογία του ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88 προβλέπει ότι ο εργαζόμενος δικαιούται χρηματικής αποζημιώσεως για να αποκλείεται το ενδεχόμενο η οφειλόμενη στη λύση της σχέσεως εργασίας αδυναμία λήψεως ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών να οδηγήσει σε μια κατάσταση όπου ο εργαζόμενος χάνει κάθε απόλαυση του δικαιώματος αυτού, έστω και σε χρηματική μορφή (63). Στη συνέχεια, το Δικαστήριο προσέθεσε τα εξής:

«Ακολούθως, πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, δεν θέτει καμία προϋπόθεση για τη θεμελίωση δικαιώματος χρηματικής αποζημιώσεως, πέραν εκείνης κατά την οποία, αφενός, η σχέση εργασίας πρέπει να έχει λυθεί και, αφετέρου, ο εργαζόμενος δεν πρέπει να έχει λάβει όλη την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών την οποία δικαιούτο κατά τον χρόνο λύσεως της σχέσεως αυτής […].

Συνεπώς, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88, ο εργαζόμενος ο οποίος δεν ήταν σε θέση να λάβει όλη την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών πριν από τη λύση της σχέσεως εργασίας του δικαιούται χρηματική αποζημίωση για τη μη ληφθείσα άδεια. Δεν ασκεί, συναφώς, επιρροή ο λόγος για τον οποίο λύθηκε η σχέση εργασίας» (64).

68.      Επομένως, δεν συμμερίζομαι την άποψη ότι η χρηματική αποζημίωση σκοπό έχει μόνο να επιτρέψει στον εργαζόμενο, ακόμη και μετά τη λύση της σχέσεως του εργασίας, να λάβει ένα χρονικό διάστημα αναπαύσεως κατά τη διάρκεια του οποίου θα λαμβάνει τις αποδοχές του, πριν συνάψει νέα σύμβαση εργασίας (65). Αντιθέτως, ο πρωταρχικός σκοπός της έγκειται στην αποκατάσταση, μέσω χρηματικής αποζημιώσεως, της εναπομένουσας ετήσιας άδειας κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας έτσι ώστε ο εργαζόμενος να μην στερηθεί παντελώς την απόλαυση του δικαιώματος αυτού (66). Τούτο υπόκειται μόνο στους περιορισμούς που επιβάλλουν τα κράτη μέλη στο άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88, οι οποίοι είναι συμβατοί με το δίκαιο της Ένωσης, οπότε οι επιβαλλόμενοι από τα κράτη μέλη όροι εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88 δεν εξαρτούν την ίδια την ύπαρξη του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών από οποιαδήποτε προϋπόθεση (67).

69.      Το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι υπάρχουν περίοδοι μετά την παρέλευση των οποίων η ετήσια άδεια παύει να έχει θετικό αποτέλεσμα για τον εργαζόμενο ως περίοδος αναπαύσεως, οπότε τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να καθορίσουν περιόδους αναφοράς και μεταφοράς, η παρέλευση των οποίων επιφέρει την απόσβεση του κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών (στο εξής: αρχή της αποσβέσεως) (68). Η λύση που εδώ προτείνω ουδόλως θα διαταράξει αυτή τη γραμμή της νομολογίας του Δικαστηρίου (69).

70.      Τούτο επειδή το Δικαστήριο έχει δεχθεί ως ζήτημα αρχής, έστω και αν υπάρχουν όρια, ότι «το ζήτημα της μεταφοράς της άδειας και, κατά συνέπεια, του προσδιορισμού μιας περιόδου κατά την οποία ένας εργαζόμενος, ο οποίος εμποδίστηκε να λάβει ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς, εξακολουθεί να έχει τη δυνατότητα να λάβει την εν λόγω ετήσια άδεια ανήκει στους όρους ασκήσεως και εφαρμογής του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών και διέπεται κατά συνέπεια από τις εθνικές νομοθεσίες και/ή πρακτικές» (70).

71.      Πάντως, το πραγματικό πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης είναι εντελώς διαφορετικό.

72.      Όλες οι αποφάσεις σχετικά με την αρχή της αποσβέσεως αφορούν την εξουσία εκτιμήσεως των κρατών μελών και, κατά κανόνα, έχουν σχέση με την επιτρεπόμενη έκταση επιβολής περιορισμών από τις νομοθεσίες των κρατών μελών, όπως η επιβολή κάποιου χρονικού ορίου για τη λήψη άδειας εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος ή οι προϋποθέσεις της χρηματικής αποζημιώσεως σε αντικατάσταση μη ληφθείσας άδειας μετ’ αποδοχών (71), πλην όμως αφορούν δικαιώματα για την άσκηση των οποίων πράγματι παρέσχε διευκόλυνση ο εργοδότης. Οι ίδιες πραγματικές περιστάσεις χαρακτηρίζουν υποθέσεις στις οποίες η διαφορά σχετικά με τις προϋποθέσεις καταβολής αποδοχών κατά τη διάρκεια της ετήσιας άδειας ανέκυψε στο πλαίσιο υφιστάμενων σχέσεων εργασίας (72) και, ως εκ τούτου, διέπεται από το άρθρο 7, παράγραφος 1, και όχι από το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88 (73).

73.      Επομένως, νομοθεσία κράτους μέλους η οποία επιτρέπει στους εργοδότες να αρνούνται την παροχή προσήκουσας διευκολύνσεως στους εργαζόμενους ώστε αυτοί να ασκήσουν το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών και επιβαρύνει τους εργαζόμενους με τη δημιουργία της σχετικής διευκολύνσεως είτε με την άσκηση ενδίκου βοηθήματος είτε με ενέργειες οποιασδήποτε άλλης μορφής, υπερβαίνει την εξουσία εκτιμήσεως που έχει ανατεθεί στα κράτη μέλη για την υλοποίηση του δικαιώματος ετήσιας άδειας και αντιθέτως καταλήγει στη δημιουργία προϋποθέσεως για την ίδια την ύπαρξη του εν λόγω δικαιώματος (74).

74.      Κατά συνέπεια, παρά το γεγονός ότι η επιχειρηματολογία της SWWL και του C. King στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό, αν όχι αποκλειστικώς, στην απόφαση Schultz-Hoff, κατά την οποία η απώλεια του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών κατά το τέλος του έτους αναφοράς ή μετά την παρέλευση της περιόδου μεταφοράς επέρχεται μόνον εάν ο εργαζόμενος «είχε πράγματι τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμα που του απονέμει η οδηγία» (75), εντούτοις δεν έχω πεισθεί ότι η εν λόγω απόφαση ασκεί επιρροή στη διαφορά της κύριας δίκης.

75.      Κατόπιν αυτού, έχω την άποψη ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να παρεκκλίνει από την πάγια νομολογία του σχετικά με τους χρονικούς και λοιπούς περιορισμούς στην άσκηση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών και να προσεγγίσει το υπό εξέταση ζήτημα ως εξής: υπάρχει κάποιος λόγος για τον οποίο θα έπρεπε να απαγορευθεί στον C. King να επικαλεστεί αυτό καθ’ εαυτό το γράμμα της διατάξεως του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, προκειμένου να διασφαλίσει την καταβολή χρηματικής αποζημιώσεως σε αντικατάσταση μη ληφθείσας άδειας στην περίπτωση που ο εργοδότης δεν είχε παράσχει προσήκουσα διευκόλυνση για την άσκηση του σχετικού δικαιώματος κατά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 ή, αν η εν λόγω διευκόλυνση παρασχέθηκε, αυτό έγινε μόνο κατά μέρος της όλης διάρκειας της σχέσεως εργασίας; Υπό το πρίσμα της λεπτομερούς αναλύσεως στις παρούσες προτάσεις, φρονώ ότι στο συγκεκριμένο ερώτημα πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση.

76.      Επικουρικώς, θα μπορούσα να δεχθώ την επιχειρηματολογία που προέβαλε ο C. King, υποστηριζόμενος από την Επιτροπή, κατά την οποία ο C. King δεν είχε καν τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου, αλλά βάσει του ότι προσήκουσα διευκόλυνση δεν του είχε παρασχεθεί από τον εργοδότη του μέχρι το 2008 και ενδεχομένως δεν του παρασχέθηκε καθόλου (βλ., κατωτέρω, σημεία 84 έως 86 των παρουσών προτάσεων). Η προσέγγιση όμως αυτή συμβαδίζει λιγότερο με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τόσο για τους λόγους που προαναφέρθηκαν όσο και λόγω του γεγονότος ότι, μολονότι το Δικαστήριο έκρινε αρχικώς ότι στους εργαζόμενους πρέπει πρώτα να χορηγείται η δυνατότητα ασκήσεως του δικαιώματος που τους παρέχει η οδηγία πριν επέλθει απώλεια του σχετικού δικαιώματος (76) κατά το δίκιο του κράτους μέλους, εντούτοις μέχρι σήμερα η νομολογία αυτή δεν έχει επεκταθεί σε άλλες υποθέσεις πέραν αυτών στις οποίες ο εργαζόμενος απουσιάζει από την εργασία του λόγω ασθενείας. Το Δικαστήριο έχει φθάσει μέχρι του σημείου να κρίνει ότι, όταν ένας «εργαζόμενος δεν υπόκειται στους σωματικούς ή ψυχολογικούς περιορισμούς τους οποίους συνεπάγεται μια ασθένεια, η κατάστασή του διαφέρει από την κατάσταση ανικανότητας προς εργασία οφειλόμενης σε πρόβλημα υγείας» (77).

77.      Παρά ταύτα, δέχομαι ότι μια στηριζόμενη στο σαφές νόημα ανάλυση οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ένας εργαζόμενος δεν είχε τη δυνατότητα να ασκήσει το κατά την οδηγία 2003/88 δικαίωμα άδειας μετ’ αποδοχών για περιόδους κατά τις οποίες ο εργοδότης δεν παρείχε προσήκουσα διευκόλυνση για την άσκηση του δικαιώματος αυτού, οπότε πρέπει οπωσδήποτε να μείνουν ανεφάρμοστοι οι επιβαλλόμενοι από το κράτος μέλος περιορισμοί οι οποίοι άλλως θα ενέπιπταν στη διακριτική ευχέρεια που το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 παρέχει στα κράτη μέλη.

78.      Επομένως, στο ερώτημα 2 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, αν εργαζόμενος δεν έχει λάβει το σύνολο ή μέρος της ετήσιας άδειας που δικαιούται εντός του έτους αναφοράς στο οποίο έπρεπε να ασκήσει οποιοδήποτε δικαίωμα, σε περίπτωση που θα το είχε πράξει αν ο εργοδότης δεν είχε αρνηθεί να του καταβάλει αποδοχές για οποιαδήποτε περίοδο ληφθείσας άδειας, ο εργαζόμενος δύναται να υποστηρίξει ότι εμποδίζεται να ασκήσει το δικαίωμά του για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών, οπότε το δικαίωμα αυτό μεταφέρεται μέχρις ότου θα έχει τη δυνατότητα να το ασκήσει.

2)      Οι απαντήσεις στα ερωτήματα 3 έως 5

79.      Με τα ερωτήματα 3 έως 5, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, ερωτάται αν το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών μπορεί να μεταφέρεται επ’ αόριστον. Ποια, αν υπάρχει, είναι η περίοδος μεταφοράς που θα πρέπει να εφαρμοστεί όταν δεν υπάρχει νομοθετική ή συμβατική διάταξη καθορίζουσα περίοδο μεταφοράς και σε περίπτωση ελλείψεως τέτοιας διατάξεως οφείλει το δικαστήριο να επιβάλει μια τέτοια περίοδο; Αν ναι, είναι μια περίοδος 18 μηνών μετά το τέλος του έτους αναφοράς συμβατή με το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών κατά το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88;

80.      Τα συγκεκριμένα ερωτήματα μπορούν να απαντηθούν με συνοπτικό τρόπο.

81.      Με τη λύση της σχέσεως εργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88 ο εργαζόμενος δικαιούται χρηματικής αποζημιώσεως σε αντικατάσταση της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών την οποία δεν είχε λάβει μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία ο εργοδότης παρέσχε σε αυτόν προσήκουσα διευκόλυνση για την άσκηση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών. Μόνο σε αυτό το σημείο οι επιβαλλόμενοι από το δίκαιο του κράτους μέλους χρονικοί και λοιποί περιορισμοί για την άσκηση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών μπορούν να αρχίσουν να εφαρμόζονται, και ακόμη και τότε μόνον αν οι περιορισμοί αυτοί εμπίπτουν στη διακριτική ευχέρεια που το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 παρέχει στα κράτη μέλη, και κατά τα λοιπά συνάδουν με το δίκαιο της Ένωσης. Αν ουδέποτε παρασχέθηκε προσήκουσα διευκόλυνση για την άσκηση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, τότε βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88 οφείλεται αποζημίωση για να καλυφθεί ολόκληρη η περίοδος απασχολήσεως μέχρι τη λύση της σχέσεως εργασίας.

82.      Η διάταξη περί παραπομπής αφήνει να νοηθεί ότι ο περιορισμός της περιόδου μεταφοράς σε 18 μήνες μετά το τέλος του έτους κατά το οποίο αποκτήθηκε το δικαίωμα άδειας είναι επιτρεπτός περιορισμός για την άσκηση του δικαιώματος άδειας μετ’ αποδοχών.

83.      Η εκτίμηση αυτή φαίνεται να εμπνέεται από το άρθρο 9, παράγραφος 1, της Συμβάσεως 132 της ΔΟΕ του 1970 σχετικά με τις ετήσιες άδειες μετ’ αποδοχών. Πάντως, η συγκεκριμένη διάταξη, όπως και η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την αρχή της αποσβέσεως, προϋποθέτουν ότι έχει παρασχεθεί προσήκουσα διευκόλυνση για την άσκηση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών. Επομένως, το άρθρο 9, παράγραφος 1, της συμβάσεως 132 της ΔΟΕ του 1970 δεν αφορά τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης.

84.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο δικαστικός πληρεξούσιος της SWWL διευκρίνισε ότι οι όροι της συμβάσεως του C. King δεν ανέφεραν τίποτα όσον αφορά το ζήτημα της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών. Τούτο εκ των πραγμάτων σημαίνει ότι η SWWL δεν παρέσχε διευκόλυνση για την άσκηση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών. Σημειώνω ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η SWWL αναγνώρισε ότι ο C. King ήταν εργαζόμενος και, συνεπώς, καθ’ όλη τη διάρκεια της σχέσεώς του εργασίας δικαιούνταν να λάβει ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών.

85.      Πάντως, η SWWL διατείνεται επίσης ότι το 2008 προσέφερε στον C. King σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, και ο δικαστικός της πληρεξούσιος δήλωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι η σύμβαση αυτή θα συνεπαγόταν δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών. Αν αυτό ισοδυναμεί με παροχή προσήκουσας διευκολύνσεως για την άσκηση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, πράγμα που στο αιτούν εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να κρίνει, τότε αποζημίωση σε αντικατάσταση της μη ληφθείσας άδειας θα πρέπει να καταβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88 από την έναρξη της απασχολήσεως του C. King τον Ιούνιο του 1999 μέχρι και την ημερομηνία εντός του 2008 κατά την οποία του προσφέρθηκε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας παρέχουσα κατάλληλη διευκόλυνση για την άσκηση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών. Μόνον τότε οποιοιδήποτε περιορισμοί όσον αφορά την άσκηση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών που επιβάλλονται κατά το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου, και είναι συμβατοί με το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 και γενικότερα με το δίκιο της Ένωσης, θα μπορούν να αρχίσουν να εφαρμόζονται.

86.      Από την άλλη πλευρά, αν αυτή η προσφορά δεν περιείχε μια τέτοια διευκόλυνση, μέσω, για παράδειγμα, ενός αρκούντως λεπτομερούς συμβατικού όρου σχετικού με την άσκηση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, τότε η προβλεπόμενη από το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88 χρηματική αποζημίωση θα πρέπει οπωσδήποτε να καλύπτει ολόκληρη τη σχέση εργασίας, από την έναρξή της τον Ιούνιο του 1999 μέχρι τη λύση της στις 6 Οκτωβρίου 2012.

87.      Η απάντηση στα ερωτήματα 3 έως 5 έχει ως εξής:

«Με τη λύση της σχέσεως εργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88 ο εργαζόμενος δικαιούται χρηματικής αποζημιώσεως σε αντικατάσταση της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών την οποία δεν είχε λάβει μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία ο εργοδότης παρέσχε σε αυτόν προσήκουσα διευκόλυνση για την άσκηση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών. Μόνο σε αυτό το σημείο οι επιβαλλόμενοι από το δίκαιο του κράτους μέλους χρονικοί και λοιποί περιορισμοί για την άσκηση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών μπορούν να αρχίσουν να εφαρμόζονται, και ακόμη και τότε μόνον αν οι περιορισμοί αυτοί εμπίπτουν στη διακριτική ευχέρεια που το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 παρέχει στα κράτη μέλη, και κατά τα λοιπά συνάδουν με το δίκαιο της Ένωσης. Αν ουδέποτε παρασχέθηκε προσήκουσα διευκόλυνση για την άσκηση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, τότε βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88 οφείλεται αποζημίωση για να καλυφθεί ολόκληρη η περίοδος απασχολήσεως μέχρι τη λύση της σχέσεως εργασίας. Υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης, περιορισμός της δεκαοκτάμηνης περιόδου μεταφοράς μετά το τέλος του έτους κατά το οποίο αποκτήθηκε το δικαίωμα άδειας δεν είναι συμβατός με το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88.»

2.      Η απάντηση στο ερώτημα 1

88.      Με το πρώτο ερώτημά του το αιτούν εθνικό δικαστήριο ερωτά αν, σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ εργαζομένου και του εργοδότη του ως προς το αν ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88, είναι συμβατό με το δίκαιο της Ένωσης, και ιδίως με το δικαίωμα αποτελεσματικού ενδίκου βοηθήματος, η κατάσταση κατά την οποία ο εργαζόμενος θα πρέπει να λάβει άδεια προτού να είναι σε θέση να γνωρίσει αν δικαιούται αποδοχών.

89.      Δεδομένου ότι έχω ήδη προτείνει ότι το να απαιτείται από τους εργαζόμενους να προβούν σε οποιεσδήποτε ενέργειες, είτε αυτές συνίσταται στην κίνηση δίκης είτε σε οτιδήποτε άλλο, προκειμένου να παρασχεθεί σε αυτούς προσήκουσα διευκόλυνση για την άσκηση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, θα ισοδυναμούσε με την επιβολή παράνομης προϋποθέσεως για την ίδια την ύπαρξη του δικαιώματος αυτού (78), το ερώτημα 1 χρήζει απαντήσεως μόνον στην περίπτωση που το Δικαστήριο δεν δεχθεί τις απαντήσεις που προτείνω να δοθούν στα ερωτήματα 2 έως 5. Και τούτο επειδή το να απαιτείται από τον εργαζόμενο να λάβει άδεια προτού να είναι σε θέση να γνωρίζει αν δικαιούται αποδοχών για την άδεια αυτή, επίσης ισοδυναμεί με την επιβολή υποχρεώσεως στον εργαζόμενο, και όχι στον εργοδότη, να ενεργήσει ο ίδιος προκειμένου να του παρασχεθεί η σχετική διευκόλυνση.

90.      Τούτου λεχθέντος, εν πάση περιπτώσει προτείνω να δοθεί αρνητική απάντηση στο πρώτο ερώτημα για τους ακόλουθους λόγους.

91.      Πρώτον, κατά πάγια πλέον νομολογία του Δικαστηρίου, η οδηγία 2003/88 αντιμετωπίζει το δικαίωμα ετήσιας άδειας και το δικαίωμα σε αποδοχές κατά την άδεια αυτή ως δύο πτυχές του ίδιου δικαιώματος (79). Το Δικαστήριο έχει κρίνει ασύμβατες με το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 πρακτικές οι οποίες δημιουργούν «σημαντικ[ό] κίνδυν[ο] [ο εργαζόμενος] να μη χρησιμοποιήσει την άδειά του» (80). Σε αυτές περιλαμβάνονται οικονομικοί όροι σχετικά με τη διάρκεια της άδειας οι οποίοι δεν είναι συγκρίσιμοι με αυτούς που ισχύουν για την απασχόληση των εργαζομένων, όπως η καταβολή μόνο του βασικού μισθού, χωρίς προμήθειες (81). Όπως παρατήρησε μια γενική εισαγγελέας, «πρέπει να εξασφαλιστεί ότι η απόφαση του εργαζομένου να ασκήσει το δικαίωμά του ετήσιας άδειας δεν θα έχει οποιαδήποτε αρνητική επίπτωση σε αυτόν» (82).

92.      Αναμφιβόλως, εργαζόμενος, ο οποίος πρέπει να λάβει την ετήσια άδειά του προτού να είναι σε θέση να γνωρίζει αν δικαιούται αποδοχών για την άδεια αυτή, αποτρέπεται από την άσκηση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών. Η κατάσταση αυτή δεν συνάδει ούτε με την πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 ούτε με την ερμηνεία που έχει δώσει στην εν λόγω διάταξη το Δικαστήριο, σύμφωνα με την οποία «κατά τη διάρκεια της ετήσιας άδειας […] πρέπει να συνεχίζεται η καταβολή αποδοχών και ότι, με άλλα λόγια, ο εργαζόμενος πρέπει να λαμβάνει τις τακτικές αποδοχές του γι’ αυτήν την περίοδο αναπαύσεως» (83). Τούτο σημαίνει ότι εγγενές στοιχείο του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών είναι το στοιχείο να είναι σύγχρονες η άδεια και οι αποδοχές για αυτήν.

93.      Δεύτερον, η απαίτηση ο εργαζόμενος να λάβει άδεια άνευ αποδοχών προτού να είναι σε θέση να γνωρίζει αν για την άδεια αυτή δικαιούται αποδοχών είναι επίσης ασύμβατη με την προαναφερθείσα στο σημείο 55 των παρουσών προτάσεων υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέπουν μέσα για την εφαρμογή του άρθρου 7 της οδηγίας 2003/88, τα οποία θα εγγυώνται πραγματικό αποτρεπτικό αποτέλεσμα όσον αφορά την παράβασή του από τους εργοδότες. Μια τέτοια υποχρέωση θα καθιστούσε, επίσης, υπέρμετρα δυσχερή την πρακτική άσκηση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, δεδομένου ότι από τη θέση που έχει η εν λόγω διάταξη στη διαδικασία, την εξέλιξη της διαδικασίας και τις ιδιαιτερότητές της (84), δεν συνάγεται κανένα στοιχείο ικανό να δικαιολογήσει μια τέτοιου είδους παρεμπόδιση της ασκήσεως του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών. Ούτε φαίνεται να είναι επιβεβλημένη από λόγους προστασίας των δικαιωμάτων άμυνας και ασφάλειας δικαίου (85).

94.      Τρίτον, οποιαδήποτε, κατά το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου, αποσύνδεση του δικαιώματος λήψεως άδειας από το δικαίωμα καταβολής αποδοχών για την εν λόγω άδεια θα είχε ως συνέπεια να καταστεί υπέρμετρα περίπλοκο το επανορθωτικό μέτρο που προβλέπεται από το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου, με αποτέλεσμα την παραβίαση του άρθρου 47 του Χάρτη (86).

95.      Συνεπώς, στο ερώτημα 1 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ εργαζομένου και του εργοδότη του ως προς το αν ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών δυνάμει του άρθρου 7 της οδηγίας 2003/88, είναι ασύμβατη με το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα με το δικαίωμα αποτελεσματικού ενδίκου βοηθήματος, η κατάσταση κατά την οποία ο εργαζόμενος πρέπει να λάβει άδεια προτού να είναι σε θέση να γνωρίζει αν δικαιούται αποδοχών.

5.      Συμπερασματικές παρατηρήσεις

96.      Αντιλαμβάνομαι ότι οι απαντήσεις που προτείνω να δοθούν στα προδικαστικά ερωτήματα θα υποχρεώσουν τους εργοδότες, και όχι τους εργαζόμενους, να προβούν σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες προκειμένου να εξακριβώσουν αν οφείλουν να διευκολύνουν προσηκόντως την άσκηση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, μεταξύ των οποίων ενεργειών συγκαταλέγονται η λήψη νομικών συμβουλών, η διαβούλευση με τις αντίστοιχες εργατικές ενώσεις και η λήψη γνωμοδοτήσεων από τις υπηρεσίες των κρατών μελών που είναι υπεύθυνες για την εφαρμογή του εργατικού δικαίου. Εργοδότες οι οποίοι δεν θα λάβουν τέτοια μέτρα κινδυνεύουν, μετά τη λύση της σχέσεως εργασίας, να κληθούν να καταβάλουν χρηματική αποζημίωση σε αντικατάσταση των αδειών που δεν ελήφθησαν. Ωστόσο, τούτο συνάδει με την εγγύηση της πρακτικής αποτελεσματικότητας του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, ήτοι ενός θεμελιώδους δικαιώματος σημαντικής αξίας κατά το δίκαιο των κρατών μελών, το δίκαιο της Ένωσης και το διεθνές δίκαιο, ενώ συμβαδίζει και με τη ρεαλιστική διαπίστωση, που αναγνωρίζεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου, ότι ο εργαζόμενος αποτελεί το ασθενές μέρος στο πλαίσιο της σχέσεως εργασίας (87).

97.      Ταυτόχρονα, η παροχή σε εργαζόμενους, όπως ο C. King, της δυνατότητας να επικαλεστούν το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88 μετά τη λύση της σχέσεώς τους εργασίας ουδόλως επιτρέπει στους εργαζόμενους να σωρεύσουν τη χρηματική αποζημίωση κατά παράβαση του σκοπού του άρθρου 7 της οδηγίας 2003/88, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση πραγματικής αναπαύσεως και στην κατοχύρωση αποτελεσματικής προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων (88). Και τούτο επειδή, άπαξ ο εργοδότης παράσχει προσήκουσα διευκόλυνση για την άσκηση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, ο εργαζόμενος καθίσταται υπεύθυνος για τη λήψη της άδειας αυτής (89). Με άλλα λόγια, ο εργαζόμενος αποκτά τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών κατά την έννοια της αποφάσεως Schultz-Hoff κ.λπ., εκτός αν συντρέχουν άλλες περιστάσεις που αναγνωρίζονται από το Δικαστήριο ως εμποδίζουσες την άσκηση του δικαιώματος αυτού, όπως η ασθένεια.

V.      Πρόταση

98.      Επομένως, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Court of Appeal of England and Wales (Εφετείου Αγγλίας και Ουαλίας, Ηνωμένο Βασίλειο) ως εξής:

1)      Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ εργαζομένου και του εργοδότη του ως προς το αν ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών δυνάμει του άρθρου 7 της οδηγίας 2003/88, είναι ασύμβατη με το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα με το δικαίωμα αποτελεσματικού ενδίκου βοηθήματος, η κατάσταση κατά την οποία ο εργαζόμενος πρέπει να λάβει άδεια προτού να είναι σε θέση να γνωρίζει αν δικαιούται αποδοχών.

2)      Αν εργαζόμενος δεν έχει λάβει το σύνολο ή μέρος της ετήσιας άδειας που δικαιούται εντός του έτους αναφοράς στο οποίο έπρεπε να ασκήσει οποιοδήποτε δικαίωμα, σε περίπτωση που θα το είχε πράξει αν ο εργοδότης δεν είχε αρνηθεί να του καταβάλει αποδοχές για οποιαδήποτε περίοδο ληφθείσας άδειας, ο εργαζόμενος δύναται να υποστηρίξει ότι εμποδίζεται να ασκήσει το δικαίωμά του για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών, οπότε το δικαίωμα αυτό μεταφέρεται μέχρις ότου θα έχει τη δυνατότητα να το ασκήσει.

3)      Με τη λύση της σχέσεως εργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88 ο εργαζόμενος δικαιούται χρηματικής αποζημιώσεως σε αντικατάσταση της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών την οποία δεν είχε λάβει μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία ο εργοδότης παρέσχε σε αυτόν προσήκουσα διευκόλυνση για την άσκηση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών. Μόνο σε αυτό το σημείο οι επιβαλλόμενοι από το δίκαιο του κράτους μέλους χρονικοί και λοιποί περιορισμοί για την άσκηση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών μπορούν να αρχίσουν να εφαρμόζονται, και ακόμη και τότε μόνον αν οι περιορισμοί αυτοί εμπίπτουν στη διακριτική ευχέρεια που το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 παρέχει στα κράτη μέλη, και κατά τα λοιπά συνάδουν με το δίκαιο της Ένωσης. Αν ουδέποτε παρασχέθηκε προσήκουσα διευκόλυνση για την άσκηση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, τότε βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88 οφείλεται αποζημίωση για να καλυφθεί ολόκληρη η περίοδος απασχολήσεως μέχρι τη λύση της σχέσεως εργασίας. Υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης, περιορισμός της δεκαοκτάμηνης περιόδου μεταφοράς μετά το τέλος του έτους κατά το οποίο αποκτήθηκε το δικαίωμα άδειας δεν είναι συμβατός με το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική


2      Το συγκεκριμένο ζήτημα είναι πραγματικό ζήτημα και απόκειται στην κρίση του εθνικού δικαστή. Βλ. σημεία 44 και 84 έως 86 των παρουσών προτάσεων.


3      ΕΕ 2003, L 299, σ. 9.


4      Για αποφάσεις-κλειδιά στις οποίες το Δικαστήριο εξέτασε τις συνέπειες που ο Χάρτης έχει για την ερμηνεία οδηγιών σε διαφορές οριζόντιου χαρακτήρα, βλ. αποφάσεις της 19ης Απριλίου 2016, DI (C‑441/14, EU:C:2016:278), και της 15ης Ιανουαρίου 2014, Association de mediation sociale (C‑176/12, EU:C:2014:2)· όσον αφορά το συγκεκριμένο πλαίσιο του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, βλ. απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2012, Dominguez (C‑282/10, EU:C:2012:33), όπου το Δικαστήριο συνήγαγε, στη σκέψη 40, ότι του εθνικού δικαστηρίου έργο ήταν να καθορίσει αν, μέσω της θεωρίας του άμεσου αποτελέσματος, χωρεί επίκληση της οδηγίας κατά εργοδότη που όντως μπορεί να αποτελεί προέκταση του κράτους.


5      Βλ., περαιτέρω, σημεία 35 έως 40 των παρουσών προτάσεων.


6      Βλ., συναφώς, ανάλυση της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στις προτάσεις της στην υπόθεση Dominguez (C‑282/10, EU:C:2011:559, σημεία 106 έως 113).


7      Αυτό αποκλείεται μετά την απόφαση της 26ης Ιουνίου 2001, BECTU (C‑173/99, EU:C:2001:356). Στην υπόθεση εκείνη, το Δικαστήριο είχε ερμηνεύσει τον πρόδρομο της οδηγίας 2003/88, ήτοι την οδηγία 93/104/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1993, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργανώσεως του χρόνου εργασίας (ΕΕ 1993, L 307, σ. 18). Πάντως, το γράμμα του άρθρου 7 και στις δύο οδηγίες είναι το ίδιο.


8      Απόφαση της 12ης Ιουνίου 2014, Bollacke (C‑118/13, EU:C:2014:1755, σκέψη 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


9      Πράγμα του οποίου γίνεται μνεία στις γραπτές παρατηρήσεις της SWWL και του R. Dollar.


10      Απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2009, Schultz-Hoff κ.λπ. (C‑350/06 και C‑520/06, EU:C:2009:18).


11      Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 20ής Ιανουαρίου 2009, Schultz-Hoff κ.λπ. (C‑350/06 και C‑520/06, EU:C:2009:18)· της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Vicente Pereda (C‑277/08, EU:C:2009:542)· της 22ας Νοεμβρίου 2011, KHS (C‑214/10, EU:C:2011:761)· της 24ης Ιανουαρίου 2012, Dominguez (C‑282/10, EU:C:2012:33)· της 3ης Μαΐου 2012, Neidel (C‑337/10, EU:C:2012:263)· της 21ης Ιουνίου 2012, ANGED (C‑78/11, EU:C:2012:372), και της 8ης Νοεμβρίου 2012, Heimann και Toltschin (C‑229/11 και C‑230/11, EU:C:2012:693)· διάταξη της 21ης Φεβρουαρίου 2013, Maestre García (C‑194/12, EU:C:2013:102)· αποφάσεις της 15ης Ιανουαρίου 2014, Association de médiation sociale (C‑176/12, EU:C:2014:2)· της 22ας Μαΐου 2014, Lock (C‑539/12, EU:C:2014:351)· της 12ης Ιουνίου 2014, Bollacke (C‑118/13, EU:C:2014:1755)· της 26ης Μαρτίου 2015, Fenoll (C‑316/13, EU:C:2015:200)· της 11ης Νοεμβρίου 2015, Greenfield (C‑219/14, EU:C:2015:745)· της 12ης Φεβρουαρίου 2015, Sähköalojen ammattiliitto (C‑396/13, EU:C:2015:86)· της 30ής Ιουνίου 2016, Sobczyszyn (C‑178/15, EU:C:2016:502), και της 20ής Ιουλίου 2016, Maschek (C‑341/15, EU:C:2016:576).


12      Βλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2015, Fenoll (C‑316/13, EU:C:2015:200).


13      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της SWWL επιβεβαίωσε ότι η μοναδική του ένσταση κατά της αξιώσεως του C. King ήταν ότι ο τελευταίος κινήθηκε πολύ καθυστερημένα για τη δικαστική ικανοποίηση των δικαιωμάτων του.


14      Βλ. προαναφερθείσες αποφάσεις στην υποσημείωση 11.


15      Βλ. ανάλυση των εθνικών νομοθεσιών των κρατών μελών στις προτάσεις της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην υπόθεση Dominguez (C‑282/10, EU:C:2011:559, σημεία 106 έως 113). Βλ., επίσης, τη συζήτηση στο σημείο 36 των παρουσών προτάσεων σχετικά με τη σύνδεση μεταξύ του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Επισημαίνω ότι η δημοσίευση σχετικά με την «έξυπνη εργασία» του United Kingdom Trade Union Congress, η οποία επιγράφεται «Know your rights: paid Holidays and Rest Breaks at Work», αναφέρει στην εναρκτήρια παράγραφό της ότι «[χ]άρη στους ευρωπαϊκούς κανόνες, από το 1998 απολαμβάνουμε εγγυημένες διακοπές μετ’ αποδοχών»· περίοδος σχεδόν 20 ετών. Βλ. www.worksmart.org.ukwww.worksmart.org.ukwww.worksmart.org.ukwww.worksmart.org.ukwww.worksmart.org.ukwww.worksmart.org.ukwww.worksmart.org.uk/work-rights/hours-and-holidays/holidays.


16      Όπως κρίθηκε στην απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2009, Schultz-Hoff κ.λπ. (C‑350/06 και C‑520/06, EU:C:2009:18, βλ., ιδίως, σκέψη 43).


17      Παραδείγματος χάριν, απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2011, KHS (C‑214/10, EU:C:2011:761).


18      Το Δικαστήριο δεν έχει ακόμη αποφανθεί ως προς την έκταση στην οποία το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη θέτει περιορισμούς στο άρθρο 31, παράγραφος 1. Ένας σχολιαστής έχει υποστηρίξει ότι, από την πρώτη ματιά, το άρθρο 31, παράγραφος 1, θέτει «[…] σοβαρή υποψηφιότητα ως δικαίωμα το οποίο δεν επιδέχεται περιορισμούς και παρεκκλίσεις». Bogg,A., «Article 31» σε Peers, S. κ.λπ. (επιμ.), The EU Charter of Fundamental Rights; a commentary, 2014 (Hart Publishing), σ. 833 επ., και συγκεκριμένα σ. 863.


19      Απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2012, Dominguez (C‑282/10, EU:C:2012:33, σκέψη 16 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


20      Απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2011, KHS (C‑214/10, EU:C:2011:761, σκέψη 34).


21      Βλ. απόφαση της 26ης Ιουνίου 2001, BECTU (C‑173/99, EU:C:2001:356, σκέψη 34).


22      Αποφάσεις της 22ας Νοεμβρίου 2011, KHS (C‑214/10, EU:C:2011:761, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Βλ., επίσης, απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2015, Greenfield (C‑219/14, EU:C:2015:745, σκέψη 29).


23      Απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2015, Greenfield (C‑219/14, EU:C:2015:745, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


24      Απόφαση της 12ης Ιουνίου 2014, Bollacke (C‑118/13 EU:C:2014:1755, σκέψη 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


25      Απόφαση της 26ης Ιουνίου 2001, BECTU (C‑173/99 EU:C:2001:356, σκέψη 53). Βλ., επίσης, αποφάσεις της 20ής Ιανουαρίου 2009, Schultz-Hoff κ.λπ. (C‑350/06 και C‑520/06, EU:C:2009:18, σκέψη 46), και της 24ης Ιανουαρίου 2012, Dominguez (C‑282/10, EU:C:2012:33, σκέψη 18).


26      Απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2012, Dominguez (C‑282/10, EU:C:2012:33, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


27      ΕΕ 2007, C 303, σ. 17.


28      Για λεπτομερή συζήτηση, βλ. Bogg. A., όπ.π., υποσημείωση 18, σ. 836 και 837.


29      Η υπογράμμιση είναι του πρωτοτύπου. Bogg, A., όπ.π., σ. 837. Βλ., επίσης, Anderson, E., «Human Dignity as a Concept for the Economy» σε Düwell, M., κ.λπ. (επιμ.), The Cambridge Handbook of Human Dignity; interdisciplinary perspectives, 2014 (Cambridge University Press), σ. 492 επ., και συγκεκριμένα σ. 496. «Η εργασία αποτελεί τομέα δραστηριότητας στο πλαίσιο του οποίου οι άνθρωποι είναι ιδιαιτέρως ευάλωτοι στην απώλεια της αξιοπρέπειάς τους. […] Τα δικαιώματα που αφορούν την τήρηση ασφαλών και αξιοπρεπών συνθηκών εργασίας […] και καθιερώνουν συγκεκριμένο εργασιακό ωράριο […] χαρακτηρίζουν τους δικαιούχους τους ως ανθρώπινα όντα άξια σεβασμού και όχι ως απλά εργαλεία με ημερομηνία λήξεως».


30      Βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην υπόθεση Schultz-Hoff κ.λπ. (C‑350/06 και C‑520/06, EU:C:2008:37, σημεία 35 και 36).


31      Απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2012, Dominguez (C‑282/10, EU:C:2012:33, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


32      Απόφαση της 19ης Απριλίου 2016, DI (C‑441/14, EU:C:2016:278, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


33      Απόφαση της 19ης Απριλίου 2016, DI (C‑441/14, EU:C:2016:278, σκέψη 31).


34      Βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην υπόθεση Carp (C‑80/06, EU:C:2007:200, σημείο 69 και εκεί παρατιθέμενες παραπομπές). Βλ., γενικά, Fredman, S., Human Rights Transformed: Positive Rights and Positive Duties, (Oxford University Press, 2008).


35      Απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2010, Fuβ (C‑429/09 EU:C:2010:717, σκέψη 83).


36      Απόφαση της 12ης Ιουνίου 2014, Bollacke (C‑118/13, EU:C: 2014:1755).


37      Όπ.π., σκέψη 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.


38      Απόφαση της 12ης Ιουνίου 2014, Bollacke (C‑118/13, EU:C:2014:1755, σκέψεις 27 και 28).


39      Απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2010, Fuβ (C‑429/09, EU:C:2010:717, σκέψη 80 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


40      Απόφαση της 12ης Ιουνίου 2014 (C‑118/13, EU:C: 2014:1755).


41      Όπ.π., σκέψη 22.


42      Βλ., για παράδειγμα, άρθρο 16 του Χάρτη και επιχειρηματική ελευθερία, άρθρο 27 και δικαίωμα των εργαζομένων στην ενημέρωση και τη διαβούλευση στο πλαίσιο της επιχειρήσεως, άρθρο 28 και δικαίωμα διαπραγματεύσεως και συλλογικών δράσεων, άρθρο 30 και προστασία σε περίπτωση αδικαιολόγητης απολύσεως, καθώς και άρθρο 34 και κοινωνική ασφάλιση και κοινωνική αρωγή.


43      Σχετικά με την εν λόγω διάκριση, βλ. αποφάσεις της 15ης Ιανουαρίου 2014, Association de médiation sociale (C‑176/12, EU:C:2014:2), και της 22ας Μαΐου 2014, Glatzel (C‑356/12, EU:C:2014:350).


44      Στην απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2012, Dominguez (C‑282/10, EU:C:2012:33), το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88 αποτελεί εργαλείο για την ερμηνεία του εθνικού δικαίου σε διαφορές οριζόντιου χαρακτήρα, το οποίο υπόκειται σε περιορισμούς, χωρίς να αποφανθεί ως προς το αν το άρθρο 32, παράγραφος 1, του Χάρτη συνιστά δικαίωμα ή αρχή. Βλ. Lenaerts, K. «La solidarité ou le chapitre IV de la Charte des droits fondamentaux de l’Union européenne» (82) (2010), Revue Trimestrielle des droits de l’homme, σ. 217.


45      Βλ., για παράδειγμα, Gumundsdottir, D., «A renewed emphasis on the Charter’s distinction between rights and principles: is a doctrine of judicial restraint more appropriate?», 52, CMLRev (2015), σ. 685 επ., και συγκεκριμένα σ. 692, όπου αναφέρεται ότι «από τις αρχές του Χάρτη δεν απορρέουν δικαιώματα και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να γεννηθούν νέα δικαιώματα τα οποία, σε διαφορετική περίπτωση, δεν θα υπήρχαν στο εθνικό δίκαιο και, κατ’ επέκταση, δεν μπορεί να γίνει επίκληση των εν λόγω αρχών σε διαφορά μεταξύ ιδιωτών». Βλ., περαιτέρω, von Danwitz, T., και Paraschas, K., «A fresh start for the Charter: Fundamental questions on the application of the European Charter of fundamental rights», 35 (2012), Fordham International Law Journal, σ. 1396· Lenaerts, K., και Gutiérrez-Fons, J., «The Charter in the EU Constitutional Edifice» σε Peers κ.λπ. (επιμ.), σ. 1559. Βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα N. Wahl στην υπόθεση Photovost (C‑470/12, EU:C:2013:844), ο οποίος στο σημείο 66 των προτάσεών του υποστηρίζει ότι η επίκληση των αρχών ενώπιον δικαστηρίου είναι παραδεκτή μόνο «για την ερμηνεία και τον έλεγχο της νομιμότητας των νομοθετικών πράξεων της Ένωσης».


46      Βλ. προσφάτως, π.χ., απόφαση της 7ης Ιουλίου 2016, Ambisig (C‑46/15, EU:C:2016:530, σκέψη 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι αν, στο πλαίσιο αγωγής που έχει ασκηθεί μεταξύ ιδιωτών, το εθνικό δίκαιο δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθεί σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88, «ο διάδικος που θίγεται από το γεγονός ότι το εθνικό δίκαιο δεν είναι σύμφωνο με το δίκαιο της Ενώσεως μπορεί, πάντως, να επικαλεσθεί τη νομολογία που έχει διαμορφωθεί κατόπιν της αποφάσεως της 19ης Νοεμβρίου 1991, Francovich κ.λπ. (C‑6/90 και C‑9/90, EU:C:1991:428), προκειμένου, κατά περίπτωση, να επιτύχει την αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη». Βλ. απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2012, Dominguez (C‑282/10, EU:C:2012:33, σκέψη 43).


47      Απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2009, Schultz-Hoff κ.λπ. (C‑350/06 και C‑520/06, EU:C:2009:18, σκέψη 48).


48      Απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2012, Dominguez (C‑282/10, EU:C:2012:33, σκέψη 18 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


49      Στην απόφαση της 10ης Απριλίου 1984, von Colson και Kamann (C‑14/83, EU:1984:153), το Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 23, ότι οι κυρώσεις για την εφαρμογή της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (ΕΕ ειδ. έκδ, 05/002, σ. 70), πρέπει να έχουν «πραγματικό αποτρεπτικό αποτέλεσμα» σε περίπτωση παραβάσεως από τους εργοδότες. Όπως σημειώνεται στη σκέψη 24, η έλλειψη του αποτελέσματος αυτού «δεν συμβιβάζεται προς την ανάγκη αποτελεσματικής μεταφοράς της οδηγίας». Βλ., πιο πρόσφατα, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi στην υπόθεση Arjona Camacho (C‑407/14, EU:C:2015:534, σημείο 34).


50      Βλ., π.χ., αποφάσεις της 10ης Απριλίου 1984, von Colson και Kamman (C‑14/83, EU:C:1984:153)· της 22ας Απριλίου 1997, Draehmpaehl (C‑180/95, EU:C:1997:208), και της 17ης Δεκεμβρίου 2015, Arjona Camacho (C‑407/14, EU:C:2015:831).


51      Σκέψεις 32 και 33.


52      Βλ. απόφαση της 19ης Απριλίου 2016, DI (C‑441/14, EU:C:2016:278, σκέψη 32).


53      Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot στην υπόθεση DI (C‑441/14, EU:C:2015:776, σημείο 41). Βλ., επίσης, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Hutchison 3 G κ.λπ. (C‑369/04, EU:C:2007:523, σημεία 147 και 148).


54      Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Hutchison 3 G κ.λπ. (C‑369/04, EU:C:2006:523, σημείο 148).


55      Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot στην υπόθεση DI (C‑441/14, EU:C:2015:776, σημείο 50).


56      Βλ. αποφάσεις της 22ας Νοεμβρίου 2005, Mangold Helm (C‑144/04, EU:C:2005:709)· της 19ης Ιανουαρίου 2010, Kücükdeveci (C‑555/07, EU:C:2010:21), και της 19ης Απριλίου 2016, DI (C‑441/14, EU:C:2016:278). Βλ. γενικώς, π.χ., Mazák, J. και Moser, M., «Adjudication by Reference to General Principles of EU Law: A Second Look at the Mangold Case Law» σε Adams, M. κ.λπ. (επιμ.), Judging Europe’s Judges (Hart Publishing, Οξφόρδη, 2013), σ. 61. Σημειώνω ότι ο γενικός εισαγγελέας P. Mengozzi, στο σημείο 59 των προτάσεών του στην υπόθεση Fenoll (C‑316/13, EU:C:2014:1753) εξέφρασε την άποψη ότι το δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών δεν μπορεί «να προβληθεί ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης η οποία θα μπορούσε να θεμελιώσει, ακολουθώντας τη γραμμή της νομολογίας που διατυπώθηκε με τις αποφάσεις Mangold και Kücükdeveci, υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να μην εφαρμόσει αντίθετη εθνική διάταξη». Βλ., επίσης, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην υπόθεση Dominguez (C‑282/10, EU:C:2011:559, σημείο 142).


57      Βλ., γενικώς, Frantziou, E., «The Horizontal Effect of the Charter of Fundamental Rights of the European Union: Rediscovering the Reasons for Horizontality», 21 (2015), European Law Journal, σ. 657· Seifert, A., «L’effet horizontal des droits fondamentaux: quelques réflexions de droit européen et de droit comparé» (2012) 48, Revue trimestrielle de droit européen, σ. 801· Safjan, M. και Miklaszewicz, P., «Horizontal Effect of the General Principles of EU law in the sphere of private law», (2010), 18, European Review of Private Law, σ. 475.


58      Απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 1990, MarleasingComercial Internacional de Alimentación (C‑106/89, EU:C:1990:395). Εν προκειμένω, παραπέμπω στις παρατηρήσεις της House of Commons European Scrutiny Committee «European Union Intergovernmental Conference: Government Responses to the Committee’s Thirty-Fifth Report of Session 2006-07 and the Committee’s Third Report of Session 2007-08», πρώτη ειδική έκθεση της συνεδριάσεως 2007-2008, HC 179, δημοσιευθείσα στις 17 Δεκεμβρίου 2007, παράγραφος 38, σ. 16. «Είναι σαφές ότι η Κυβέρνηση δέχεται το γεγονός ότι ο Χάρτης θα είναι νομικά δεσμευτικός και έχει δηλώσει ότι το πρωτόκολλο δεν αποτελεί εξαίρεση. Δεδομένου ότι το πρωτόκολλο πρόκειται να λειτουργήσει υπό την επιφύλαξη των υποχρεώσεων που υπέχει το Ηνωμένο Βασίλειο βάσει των Συνθηκών, εξακολουθούμε να διατηρούμε αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσον το πρωτόκολλο θα έχει ως αποτέλεσμα να μην δεσμεύονται τα εθνικά δικαστήρια από τις ερμηνείες των πράξεων της Ένωσης που έχουν δοθεί από το Δικαστήριο και στηρίζονται στον Χάρτη».


59      Απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011 (C‑411/10 και C‑493/10, EU:C:2011:865, σκέψη 120).


60      Βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην υπόθεση N.S. κ.λπ. (C‑411/10 και C 493/10, EU:C:2011:611, σημείο 173) όπου η γενική εισαγγελέας παραπέμπει στο House of Lords, European Union Committee, The Treaty of Lisbon: an impact assessment, Volume I: Report (10th Report of Session 2007-08), http://www.parliament.the-stationary-ofice.co.uk/pa/ld200708/ldselect/ldeucom/62/62http://www.parliament.the-stationary-ofice.co.uk/pa/ld200708/ldselect/ldeucom/62/62http://www.parliament.the-stationary-ofice.co.uk/pa/ld200708/ldselect/ldeucom/62/62http://www.parliament.the-stationary-ofice.co.uk/pa/ld200708/ldselect/ldeucom/62/62http://www.parliament.the-stationary-ofice.co.uk/pa/ld200708/ldselect/ldeucom/62/62http://www.parliament.the-stationary-ofice.co.uk/pa/ld200708/ldselect/ldeucom/62/62http://www.parliament.the-stationary-ofice.co.uk/pa/ld200708/ldselect/ldeucom/62/62http://www.parliament.the-stationary-ofice.co.uk/pa/ld200708/ldselect/ldeucom/62/62http://www.parliament.the-stationary-ofice.co.uk/pa/ld200708/ldselect/ldeucom/62/62http://www.parliament.the-stationary-ofice.co.uk/pa/ld200708/ldselect/ldeucom/62/62http://www.parliament.the-stationary-ofice.co.uk/pa/ld200708/ldselect/ldeucom/62/62http://www.parliament.the-stationary-ofice.co.uk/pa/ld200708/ldselect/ldeucom/62/62http://www.parliament.the-stationary-ofice.co.uk/pa/ld200708/ldselect/ldeucom/62/62http://www.parliament.the-stationary-ofice.co.uk/pa/ld200708/ldselect/ldeucom/62/62http://www.parliament.the-stationary-ofice.co.uk/pa/ld200708/ldselect/ldeucom/62/62http://www.parliament.the-stationary-ofice.co.uk/pa/ld200708/ldselect/ldeucom/62/62http://www.parliament.the-stationary-ofice.co.uk/pa/ld200708/ldselect/ldeucom/62/62http://www.parliament.the-stationary-ofice.co.uk/pa/ld200708/ldselect/ldeucom/62/62http://www.parliament.the-stationary-ofice.co.uk/pa/ld200708/ldselect/ldeucom/62/62, παράγραφος 5.103 (b).


61      Βλ. υποσημείωση 42 των παρουσών προτάσεων.


62      Η διαφορά μεταξύ των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 7 είναι ενίοτε δυσδιάκριτη, πλην όμως παραμένει σημαντική. Βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην υπόθεση KHS (C‑214/10, EU:C:2011:465, σημείο 35).


63      Απόφαση της 20ής Ιουλίου 2016, Maschek (C‑341/15, EU:C:2016:576, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


64      Όπ.π., σκέψεις 27 και 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.


65      Βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην υπόθεση Stringer κ.λπ. (C‑520/06, EU:C:2008:38, σημείο 85).


66      Απόφαση της 20ής Ιουλίου 2016, Maschek (C‑341/15, EU:C:2016:576, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


67      Βλ. απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2012, Dominguez (C‑282/10, EU:C:2012:33, σκέψη 18 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


68      Αποφάσεις της 22ας Νοεμβρίου 2011, KHS (C‑214/10, EU:C:2011:761, σκέψη 33)· της 3ης Μαΐου 2012, Neidel (C‑337/10, 2012:263, σκέψη 39), και της 30ής Ιουνίου 2016, Sobczyszyn (C‑178/15, EU:C:2016:502, σκέψη 22).


69      Για παράδειγμα, απόφαση 12 της 11ης Νοεμβρίου 2010 του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Βουλγαρίας.


70      Απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2009, Schultz-Hoff κ.λπ. (C‑350/06 έως C‑520/06, EU:C:2009:18, σκέψη 34). Βλ., επίσης, σκέψη 35.


71      Για παράδειγμα, αποφάσεις της 29ης Ιανουαρίου 2009, Schultz-Hoff κ.λπ. (C‑350/06 και C‑520/06, EU:C:2009:18) (χρονικός περιορισμός)· της 22ας Νοεμβρίου 2011, KHS (C‑214/10, EU:C:2011:761) (χρονικός περιορισμός), και της 20ής Ιουλίου 2016, Maschek (C‑341/15, EU:C:2016:576) (προϋπόθεση σχετικά με την προαιρετική συνταξιοδότηση).


72      Βλ., π.χ., απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2012, Dominguez, C‑282/10, EU:C:2012:33 (ελάχιστη περίοδος υπηρεσίας πριν από την άδεια μετ’ αποδοχών)· διάταξη της 21ης Φεβρουαρίου 2013, Maestre Garcia (C‑194/12, EU:C:2013:102) (ζητήματα ανθρωπίνων πόρων και οργανώσεως περιορίζοντα την άδεια μετ’ αποδοχών), και απόφαση της 30ής Ιουνίου 2016, Sobczyszyn (C‑178/15, EU:C:2016:502) (αναρρωτική άδεια με τη χρήση άδειας μετ’ αποδοχών).


73      Διάταξη της 21ης Φεβρουαρίου 2013, Maestre Garcia (C‑194/12, EU:C:2013:12, σκέψη 29).


74      Σημείο 34 των παρουσών προτάσεων.


75      Απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2009, Schultz-Hoff κ.λπ. (C‑350/06 και C‑520/06, EU:C:2009:18, σκέψη 43).


76      Όπ.π.


77      Απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2012, Heimann και Toltschin (C‑229/11 και C‑230/11, EU:C:2012:693, σκέψη 29).


78      Απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2012, Dominguez, C‑282/10 (EU:C:2012:33, σκέψεις 18 και 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


79      Αποφάσεις της 16ης Μαρτίου 2006, Robinson-Steele κ.λπ. (C‑131/04 και C‑257/04, EU:C:2006:177, σκέψη 58)· της 22ας Μαΐου 2014, Lock (C‑539/12, EU:C:2014:351, σκέψη 17 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), και της 12ης Φεβρουαρίου 2015, Sähköalojen ammattiliitto (C‑396/13, EU:C:2015:86, σκέψη 67).


80      Απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2011, Williams κ.λπ. (C‑155/10, EU:C:2011:588, σκέψη 21).


81      Απόφαση της 22ας Μαΐου 2014, Lock (C‑539/12, EU:C:2014:351, σκέψη 24).


82      Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην υπόθεση Williams κ.λπ. (C‑155/10, EU:C:2011:403, σημείο 51).


83      Απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2015, Greenfield (C 219/14, EU:C:2015:745, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


84      Απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2016, Danqua (C‑429/15, EU:C:2016:789, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


85      Όπ.π. Βλ., προσφάτως, απόφαση της 8ης Μαρτίου 2017, Euro Park Service (C‑14/16, EU:C:2017:177, σκέψεις 36 έως 39).


86      Βλ., για παράδειγμα, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα N. Jääskinen στην υπόθεση Tarsia (C‑69/14, EU:C:2015:269, σημεία 34 έως 43). Όσον αφορά τη διάκριση μεταξύ δικαιώματος πραγματικής δικαστικής προστασίας και του δικαιώματος αποτελεσματικού ενδίκου βοηθήματος, βλ Prechal, S., «Redefining the Relationship between ‘Rewe-effectiveness’ and Effective Judicial Protection», 4 (2011) Review of European Administrative Law, σ. 31. Σχετικά με το άρθρο 47 γενικώς, βλ, Prechal, S., «The Court of Justice and Effective Judicial Protection: What Has the Charter Changed?», σε Paulussen, C. (επιμ.), Fundamental Rights in International and European Law, 2016, Asser Press, σ. 143.


87      Απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2010, Fuβ (C‑429/09, EU:C:2010:717, σκέψη 80). Σημειώνω, επίσης, ότι η έννοια του «εργαζομένου» για τους σκοπούς του άρθρου 7 της οδηγίας 2003/88 έχει επίσης εξελιχθεί σε μεγάλο βαθμό. Βλ., π.χ., απόφαση της 26ης Μαρτίου 2015, Fenoll (C‑316/13, EU:C:2015:200).


88      Παραδείγματος χάριν, απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2011, KHS (C‑214/10, EU:C:2011:761, σκέψεις 29 έως 34), και διάταξη της 21ης Φεβρουαρίου 2013, Maestre García (C‑194/12, EU:C:2013:102, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


89      Σημειώνω ότι, όταν το Δικαστήριο κατέκρινε μέτρα κράτους μέλους τα οποία θα λειτουργούσαν ως κίνητρο για τους εργαζόμενους να αντικαταστήσουν την πραγματική λήψη άδειας με τη λήψη χρηματικής αποζημιώσεως, το έπραξε σε πλαίσιο όπου η διευκόλυνση της ασκήσεως του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών έπρεπε να παρασχεθεί από τον εργοδότη. Βλ., π.χ., απόφαση της 6ης Απριλίου 2006, Federatie Nederlandse Vakbeweging (C‑124/05, EU:C:2006:244).