Language of document : ECLI:EU:T:2010:350

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 6ης Σεπτεμβρίου 2010

Υπόθεση T-60/08 P

Georgi Kerelov

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως — Υπαλληλική υπόθεση — Πρόσληψη — Προκήρυξη διαγωνισμού — Μη εγγραφή στον εφεδρικό πίνακα — Αποκλεισμός από τον διαγωνισμό λόγω παραβιάσεως του κανόνα που απαγορεύει οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση επαφή των υποψηφίων με τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής — Αίτηση αναιρέσεως εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει προδήλως αβάσιμη»

Αντικείμενο: Αίτηση αναιρέσεως ασκηθείσα κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 29ης Νοεμβρίου 2007, F‑19/07, Kerelov κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ. I‑A‑1‑399 και II‑A‑1‑2227).

Απόφαση: Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Ο Georgi Kerelov φέρει τα δικαστικά έξοδά του καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

Περίληψη

1.      Διαδικασία — Προθεσμίες — Παρέκταση της προθεσμίας λόγω αποστάσεως

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 9· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρα 96 § 4 και 102 § 2)

2.      Αναίρεση — Λόγοι — Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών — Απαράδεκτο — Έλεγχος από το Γενικό Δικαστήριο της εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων — Αποκλείεται πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου των εν λόγω στοιχείων

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11)

3.      Υπάλληλοι — Διαγωνισμός — Εξεταστική επιτροπή — Πειθαρχική εξουσία για τον αποκλεισμό υποψηφίου από διαγωνισμό

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 30· παράρτημα III, άρθρο 5, εδ. 5)

4.      Αναίρεση — Λόγοι — Μη προσδιορισμός της προβαλλόμενης πλάνης περί το δίκαιο — Απαράδεκτο

(Άρθρο 225 A ΕΚ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11 § 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 138 § 1, εδ. 1, στοιχείο γ΄)

1.      Κατά το άρθρο 96, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η υποβολή αιτήσεως παροχής του ευεργετήματος πενίας αναστέλλει την προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής μέχρι την ημερομηνία κοινοποιήσεως της διατάξεως η οποία αποφαίνεται επί της αιτήσεως αυτής. Συναφώς, παρέκταση της προθεσμίας λόγω αποστάσεως δεν πρέπει να θεωρείται χωριστή προθεσμία από την προθεσμία διαδικασίας αλλά απλή παράταση αυτής. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής κατά την έννοια του άρθρου 96, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας πρέπει να νοείται ως η προθεσμία προσφυγής παρεκτεινομένη λόγω αποστάσεως κατά δέκα ημέρες κατ’ αποκοπή.

(βλ. σκέψεις 14 έως 16)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ, 20 Νοεμβρίου 1997, T‑85/97, Horeca-Wallonie κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II‑2113, σκέψη 26

2.      Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο, αφενός, για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών, εκτός αν η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας που του έχουν υποβληθεί, και, αφετέρου, για την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών. Συνεπώς, η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν αποτελεί, υπό την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεως αποδεικτικών στοιχείων προσκομισθέντων ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, νομικό ζήτημα που υπόκειται, ως τέτοιο, στην κρίση του Γενικού Δικαστηρίου.

Το αναιρετικό δικαστήριο, όχι μόνο δεν είναι αρμόδιο να διαπιστώνει τα πραγματικά περιστατικά, αλλά κατ’ αρχήν δεν είναι αρμόδιο ούτε να εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που δέχθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε σχέση με τα περιστατικά αυτά. Εφόσον δηλαδή η προσκόμιση των αποδεικτικών αυτών στοιχείων ήταν νομότυπη και τηρήθηκαν οι κανόνες και γενικές αρχές του δικαίου σε σχέση με το βάρος αποδείξεως και οι δικονομικοί κανόνες που διέπουν τη διεξαγωγή των αποδείξεων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και μόνο είναι αρμόδιο να εκτιμήσει την αξία που πρέπει να προσδοθεί στα στοιχεία που του έχουν υποβληθεί. Επομένως, η ως άνω εκτίμηση δεν αποτελεί νομικό ζήτημα υποκείμενο στον έλεγχο του Γενικού Δικαστηρίου, εκτός αν συντρέχει παραμόρφωση του περιεχομένου των στοιχείων αυτών.

Μια τέτοια παραμόρφωση πρέπει να προκύπτει σαφώς από τα έγγραφα της δικογραφίας, χωρίς να απαιτείται νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων.

(βλ. σκέψεις 28 και 29)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 27 Απριλίου 2006, C‑230/05 P, L κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 45 και 46

ΓΔΕΕ, 8 Σεπτεμβρίου 2008, T‑222/07 P, Kerstens κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑Β‑1‑37 και II‑Β‑1‑267, σκέψεις 60 έως 62· 8 Σεπτεμβρίου 2009, T‑404/06 P, ETF κατά Landgren, Συλλογή 2009, σ. II‑2841, σκέψεις 191 και 192

3.      Η ανάθεση στην εξεταστική επιτροπή της αρμοδιότητας καταρτίσεως του πίνακα ικανότητας των υποψηφίων προβλέπεται ρητώς από το άρθρο 30 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, καθώς και από το άρθρο 5, πέμπτο εδάφιο, του παραρτήματος III του εν λόγω κανονισμού, γεγονός το οποίο συνεπάγεται κατ’ ανάγκη την αρμοδιότητα αποκλεισμού από διαγωνισμό ενός υποψηφίου ο οποίος παρέβη την απαγόρευση επαφής με τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής, η οποία διατυπώνεται στην προκήρυξη του διαγωνισμού.

(βλ. σκέψη 61)

4.      Από το άρθρο 225 A ΕΚ και από το άρθρο 11, παράγραφος 1, του παραρτήματος I, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, καθώς και από το άρθρο 138, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα στοιχεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό.

Δεν πληροί την επιταγή αυτή η αίτηση αναιρέσεως η οποία δεν περιέχει καμία επιχειρηματολογία αποσκοπούσα ειδικώς στον προσδιορισμό της πλάνης περί το δίκαιο την οποία ενέχει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ή η οικεία διάταξη.

Επιπλέον, ισχυρισμοί οι οποίοι είναι υπερβολικά γενικοί και ασαφείς ώστε να μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο νομικής εκτιμήσεως πρέπει να θεωρούνται προδήλως απαράδεκτοι.

(βλ. σκέψεις 75 και 76)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 17 Σεπτεμβρίου 1996, C‑19/95 P, San Marco κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I‑4435, σκέψη 37· 8 Ιουλίου 1999, C‑51/92 P, Hercules Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑4235, σκέψη 113· 1 Φεβρουαρίου 2001, C‑300/99 P και C‑388/99 P, Area Cova κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. I‑983, σκέψη 37· 12 Δεκεμβρίου 2006, C‑129/06 P, Autosalone Ispra κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 31 και 32· 29 Νοεμβρίου 2007, C‑107/07 P, Weber κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 24

ΓΔΕΕ, 12 Μαρτίου 2008, T‑107/07 P, Rossi Ferreras κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑Β‑1‑5 και II‑Β‑1‑31, σκέψη 27