Language of document : ECLI:EU:C:2008:741

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-101/07 P και C-110/07 P

Coop de France bétail et viande, πρώην Fédération nationale de la coopération bétail et viande (FNCBV), κ.λπ.

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

«Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Αγορά του βοείου κρέατος – Συμφωνία συναφθείσα μεταξύ εθνικών ομοσπονδιών κτηνοτρόφων και σφαγέων με αντικείμενο την αναστολή των εισαγωγών βοείου κρέατος και τον καθορισμό ελάχιστης τιμής αγοράς – Πρόστιμα – Κανονισμός 17 – Άρθρο 15, παράγραφος 2 – Συνυπολογισμός του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων μελών των ομοσπονδιών»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Ανακοίνωση των αιτιάσεων – Υποχρεωτικό περιεχόμενο – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου· κανονισμός 99/63 της Επιτροπής, άρθρο 4)

2.        Αναίρεση – Λόγοι – Ανεπαρκής αιτιολογία – Χρησιμοποίηση από το Πρωτοδικείο έμμεσης αιτιολογίας – Επιτρέπεται

(Άρθρο 225 ΕΚ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 51· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 64)

3.        Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Κύκλος εργασιών που λαμβάνεται υπόψη – Κύκλος εργασιών του συνόλου των επιχειρήσεων που συνιστούν ένωση επιχειρήσεων – Επιτρέπεται

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

4.        Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Απόφαση επιβάλλουσα πρόστιμα σε ένωση αποτελούμενη από ενώσεις επιχειρήσεων, καθώς και στα μέλη αυτής – Παραβίαση των αρχών ne bis in idem και της αναλογικότητας

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

1.        Αν η Επιτροπή αναφέρει ρητώς, με την ανακοίνωση των αιτιάσεων, ότι πρόκειται να εξετάσει το αν πρέπει να επιβάλει πρόστιμα στις οικείες επιχειρήσεις και αν αναφέρει τα κύρια πραγματικά και νομικά στοιχεία που μπορούν να επισύρουν πρόστιμο, όπως είναι η σοβαρότητα και η διάρκεια της φερόμενης παραβάσεως και το γεγονός ότι αυτή διεπράχθη «εκ προθέσεως ή εξ αμελείας», πληροί την υποχρέωσή της σεβασμού του δικαιώματος ακροάσεως των επιχειρήσεων. Η Επιτροπή, ενεργώντας έτσι, παρέχει στις επιχειρήσεις τα αναγκαία στοιχεία για να αμυνθούν όχι μόνον έναντι της διαπιστώσεως της παραβάσεως, αλλά και έναντι της επιβολής προστίμου.

Ωστόσο, η παροχή στοιχείων με την ανακοίνωση των αιτιάσεων σχετικά με το ύψος των προστίμων των οποίων μελετάται η επιβολή, πριν παρασχεθεί στις επιχειρήσεις η δυνατότητα να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους επί των αιτιάσεων που ελήφθησαν υπόψη κατ’ αυτών, θα προδίκαζε κατά τρόπον ανάρμοστο την απόφαση της Επιτροπής.

(βλ. σκέψεις 47, 49)

2.        Προκειμένου να εκπληρώσει ορθώς την υποχρέωσή του εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς, το Πρωτοδικείο πρέπει να εξετάζει προσεκτικά όλα τα έγγραφα που του έχουν υποβάλει οι διάδικοι και να τα λαμβάνει υπόψη, συμπεριλαμβανομένων αυτών που τέθηκαν στη δικογραφία μετά την προφορική συζήτηση, στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας κατά την έννοια άρθρου 64 του Κανονισμού του Διαδικασίας.

Ωστόσο, η υποχρέωση αιτιολογήσεως δεν επιβάλλει στο Πρωτοδικείο να παραθέτει αιτιολογία που να ακολουθεί σε όλη τους την έκταση και έναν προς έναν όλους τους συλλογισμούς που διατύπωσαν οι διάδικοι, καθόσον η αιτιολογία μπορεί να είναι έμμεση, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχει στους μεν ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να γνωρίσουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθησαν τα σχετικά μέτρα, στο δε αρμόδιο δικαστήριο επαρκή στοιχεία για να ασκήσει τον έλεγχό του.

(βλ. σκέψεις 74-75)

3.        Όταν τα μέλη μιας ενώσεως επιχειρήσεων μετέσχον ενεργά στην εφαρμογή μιας αντίθετης προς τον ανταγωνισμό συμφωνίας, οι κύκλοι εργασιών των μελών αυτών μπορούν να ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό της κυρώσεως, έστω και αν η οικεία ένωση δεν διαθέτει τη δυνατότητα να δεσμεύει τα μέλη της. Μια τέτοια συνεκτίμηση δικαιολογείται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η παράβαση την οποία διέπραξε μία ένωση αφορά τις δραστηριότητες των μελών της και οι αντίθετες προς τον ανταγωνισμό επίμαχες πρακτικές εκτελούνται άμεσα από την ένωση προς όφελος των μελών της και σε συνεργασία με αυτά, καθόσον η ένωση δεν έχει αντικειμενικά συμφέροντα αυτοτελή σε σχέση με αυτά των μελών της.

Κάθε άλλη ερμηνεία θα ήταν αντίθετη προς την ανάγκη διασφαλίσεως του αποτρεπτικού χαρακτήρα των κυρώσεων που επιβάλλονται για παραβάσεις των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού. Συγκεκριμένα, η δυνατότητα της Επιτροπής να επιβάλλει πρόστιμα καταλλήλου ποσού στους διαπράξαντες τις σχετικές παραβάσεις θα μπορούσε στην αντίθετη περίπτωση να διακυβευθεί, στον βαθμό που σε ενώσεις με πολύ μικρό κύκλο εργασιών, οι οποίες όμως έχουν ως μέλη, έστω και αν δεν μπορούν να τις δεσμεύσουν τυπικώς, μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων οι οποίες, συνολικά, πραγματοποιούν σημαντικό κύκλο εργασιών, θα μπορούσαν να επιβληθούν ως κυρώσεις μόνο μικρά πρόστιμα, έστω και αν οι διαπραχθείσες από αυτές παραβάσεις μπορούσαν να ασκήσουν σημαντική επιρροή στις σχετικές αγορές.

(βλ. σκέψεις 97-98)

4.        Μια απόφαση της Επιτροπής επιβάλλουσα πρόστιμα σε ένωση αποτελούμενη από ενώσεις επιχειρήσεων, καθώς και στις ενώσεις που είναι μέλη αυτής, ανάλογα με τη συμμετοχή και τον βαθμό της ευθύνης εκάστης σε παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, δεν συνιστά παραβίαση της αρχής non bis in idem. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι οι ενώσεις αυτές είναι μέλη της πρώτης ενώσεως δεν σημαίνει ότι τους επιβλήθηκαν πλείονες κυρώσεις για την ίδια παράβαση, καθόσον, δεδομένου ότι αποτελούν αυτοτελή νομικά πρόσωπα, έχουν χωριστούς προϋπολογισμούς και σκοπούς που δεν συμπίπτουν πάντοτε, διεξάγουν δε τις δραστηριότητές τους προς υπεράσπιση ιδίων και ειδικών συμφερόντων, δεν συντρέχει η ενότητα των παραβατών που είναι αναγκαία για την εφαρμογή της αρχής non bis in idem.

Ομοίως, η απόφαση αυτή δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, έστω και αν η Επιτροπή έλαβε υπόψη τον κύκλο εργασιών των μελών κάθε ενώσεως κατά τον καθορισμό του ανωτάτου ορίου του 10 % που διαλαμβάνεται στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17. Συγκεκριμένα, δεν επιβλήθηκε ως εκ τούτου δύο φορές πρόστιμο για μία και την αυτή παράβαση στα άμεσα ή έμμεσα μέλη των ενώσεων στις οποίες επιβλήθηκε κύρωση, καθόσον η συνεκτίμηση αυτού του κύκλου εργασιών δεν σημαίνει ότι επιβλήθηκε πρόστιμο στα μέλη της ενώσεως ούτε ότι η εν λόγω ένωση υποχρεούται να μετακυλίσει στα μέλη της το βάρος του προστίμου.

(βλ. σκέψεις 127-130)