Language of document : ECLI:EU:T:2024:302

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

της 8ης Μαΐου 2024 (*)

«Οικονομική και Νομισματική Ένωση – Τραπεζική ένωση – Ενιαίος μηχανισμός εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων (ΕΜΕ) – Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ΕΤΕ) – Απόφαση του ΕΣΕ σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών για το 2021 – Υποχρέωση αιτιολόγησης – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Περιορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων της απόφασης»

Στην υπόθεση T‑393/21,

Max Heinr. Sutor OHG, με έδρα το Αμβούργο (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους A. Glos, M. Rätz, H.-U. Klöppel και M. Meisgeier, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ), εκπροσωπούμενου από τον J. Kerlin, τη C. De Falco και τον T. Wittenberg, επικουρούμενους από τους B. Meyring και T. Klupsch και τη S. Ianc, δικηγόρους,

καθού,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Kornezov, πρόεδρο, G. De Baere, D. Petrlík (εισηγητή), K. Kecsmár και S. Kingston, δικαστές,

γραμματέας: S. Jund, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 9ης Μαρτίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση (1)

1        Με την προσφυγή της βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα, Max Heinr. Sutor OHG, ζητεί την ακύρωση της απόφασης SRB/ES/2021/22 του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ), της 14ης Απριλίου 2021, σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης για το 2021 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), κατά το μέρος που την αφορά.

[παραλειπόμενα]

III. Αιτήματα των διαδίκων

25      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση καθώς και την προσβαλλόμενη ανακοίνωση·

–        να καταδικάσει το ΕΣΕ στα δικαστικά έξοδα.

26      Το ΕΣΕ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα·

–        επικουρικώς, σε περίπτωση ακύρωσης, να διατηρήσει σε ισχύ τα αποτελέσματα της προσβαλλόμενης απόφασης μέχρι την αντικατάστασή της ή τουλάχιστον επί έξι μήνες αφότου η δικαστική απόφαση καταστεί αμετάκλητη.

IV.    Σκεπτικό

27      Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι, με την προσφυγή της, η προσφεύγουσα ζητεί επίσης ως εκ περισσού την ακύρωση της προσβαλλόμενης ανακοίνωσης για την περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο, απαντώντας στον έκτο λόγο ακυρώσεως, της προσδώσει αυτοτελές περιεχόμενο έναντι της προσβαλλόμενης απόφασης. Κατά την προσφεύγουσα, στην ανακοίνωση αυτή, το ΕΣΕ παρέχει διευκρινίσεις για την απόφασή του να μη δεχθεί το αίτημα αναθεώρησης των δεδομένων του σχετικά με τις εκ των προτέρων εισφορές για τις περιόδους συνεισφοράς από το 2018 έως το 2020.

28      Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, παρά τον τίτλο του αιτήματος περί ακύρωσης της προσβαλλόμενης ανακοίνωσης, όπως έχει διατυπωθεί από την προσφεύγουσα, στην πραγματικότητα η επιχειρηματολογία την οποία αυτή αναπτύσσει περιορίζεται στην αμφισβήτηση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης. Η προσφεύγουσα δεν προβάλλει δηλαδή κανένα αυτοτελές και στοχευμένο επιχείρημα όσον αφορά την προσβαλλόμενη ανακοίνωση. Υπό τις συνθήκες αυτές, συνάγεται ότι ο έκτος λόγος ακυρώσεως και η προσφυγή στο σύνολό της αφορούν στην πραγματικότητα μόνον την προσβαλλόμενη απόφαση.

29      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει δεκατέσσερις λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν:

–        ο πρώτος, παράβαση του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63·

–        ο δεύτερος, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας που προβλέπεται στο άρθρο 70, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014, σε συνδυασμό με το άρθρο 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59·

–        ο τρίτος, παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης·

–        ο τέταρτος, προσβολή της επιχειρηματικής ελευθερίας η οποία προστατεύεται από το άρθρο 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης)·

–        ο πέμπτος, προσβολή της ελευθερίας εγκατάστασής της που κατοχυρώνεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 49 και 54 ΣΛΕΕ·

–        ο έκτος, παράβαση του άρθρου 17, παράγραφοι 3 και 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63·

–        ο έβδομος, προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 41, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη·

–        ο όγδοος, παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης που προβλέπεται στο άρθρο 41, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του Χάρτη καθώς και στο άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ·

–        ο ένατος, παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 47, παράγραφος 1, του Χάρτη·

–        ο δέκατος, ο οποίος προβάλλεται επικουρικώς, ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας των άρθρων 4 έως 7 και 9 καθώς και του παραρτήματος I του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 λόγω παράβασης της υποχρέωσης αιτιολόγησης που προβλέπεται στο άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ·

–        ο ενδέκατος, ο οποίος προβάλλεται επικουρικώς, ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας των άρθρων 4 έως 7 και 9 καθώς και του παραρτήματος I του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 λόγω παραβίασης της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 47, παράγραφος 1, του Χάρτη·

–        ο δωδέκατος, ο οποίος προβάλλεται επικουρικώς, ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 14, παράγραφος 2, και του άρθρου 3, σημείο 11, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 λόγω παράβασης του άρθρου 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59 και παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης·

–        ο δέκατος τρίτος, ο οποίος προβάλλεται επικουρικώς, ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 14, παράγραφος 2, και του άρθρου 3, σημείο 11, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 λόγω προσβολής της επιχειρηματικής ελευθερίας η οποία προστατεύεται από το άρθρο 16 του Χάρτη·

–        ο δέκατος τέταρτος, ο οποίος προβάλλεται επικουρικώς, ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 14, παράγραφος 2, και του άρθρου 3, σημείο 11, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 λόγω προσβολής της ελευθερίας εγκατάστασης που προστατεύεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 49 και 54 ΣΛΕΕ.

30      Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα δήλωσε ότι παραιτούνταν από τον δέκατο και τον ενδέκατο λόγο ακυρώσεως.

31      Πρέπει να εξεταστούν καταρχάς οι λόγοι με τους οποίους η προσφεύγουσα προβάλλει έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 14, παράγραφος 2, και του άρθρου 3, σημείο 11, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 και εν συνεχεία οι λόγοι που αφορούν άμεσα τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.

Α.      Επί των ενστάσεων περί ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 3, σημείο 11, του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, και του άρθρου 14, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63

32      Με τον τίτλο του δωδέκατου, του δέκατου τρίτου και του δέκατου τέταρτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει ενστάσεις περί ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 14, παράγραφος 2, και του άρθρου 3, σημείο 11, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63. Πλην όμως, από τους λόγους της προσφυγής προκύπτει ότι η προσφεύγουσα αμφισβητεί επίσης, κατ’ ουσίαν, τη νομιμότητα του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού.

33      Ειδικότερα, η προσφεύγουσα προβάλλει, με τον δωδέκατο λόγο ακυρώσεως, ότι το άρθρο 3, σημείο 11, το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, και το άρθρο 14, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 αντιβαίνουν στο άρθρο 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59 και στην αρχή της ίσης μεταχείρισης. Με τον δέκατο τρίτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι εν λόγω διατάξεις του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προσβάλλουν επίσης την επιχειρηματική ελευθερία που προστατεύεται από το άρθρο 16 του Χάρτη. Με τον δέκατο τέταρτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι εν λόγω διατάξεις προσβάλλουν την ελευθερία εγκατάστασης που προστατεύεται από τα άρθρα 49 και 54 ΣΛΕΕ.

34      Η προσφεύγουσα προέβαλε τις ως άνω ενστάσεις ελλείψεως νομιμότητας για την περίπτωση που το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει τον αποκλεισμό των καταπιστευματικών υποχρεώσεων από τον υπολογισμό των υποχρεώσεων που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό των εκ των προτέρων εισφορών.

35      Επομένως, πρέπει να εξεταστεί, πρώτον, αν το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει τον εν λόγω αποκλεισμό. Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, θα πρέπει να εκτιμηθεί, δεύτερον, αν το άρθρο 14, παράγραφος 2, και το άρθρο 3, σημείο 11, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 συμβιβάζονται με το άρθρο 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59, με την αρχή της ίσης μεταχείρισης, με το άρθρο 16 του Χάρτη και με τα άρθρα 49 και 54 ΣΛΕΕ.

1.      Επί του περιεχομένου του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63

36      Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, οι εκ των προτέρων εισφορές υπολογίζονται αποκλειομένων, «στην περίπτωση επιχειρήσεων επενδύσεων, [των] υποχρεώσε[ων] που προκύπτουν λόγω της κατοχής περιουσιακών στοιχείων πελατών ή ρευστών των πελατών, [...] υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω πελάτες προστατεύονται δυνάμει της ισχύουσας νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας».

37      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η διάταξη αυτή έχει την έννοια ότι επιτρέπει τον αποκλεισμό των καταπιστευματικών υποχρεώσεών της από τον υπολογισμό των υποχρεώσεών της κατά τον καθορισμό της εκ των προτέρων εισφοράς της, διότι οι εν λόγω υποχρεώσεις πληρούν τις προϋποθέσεις που θέτει η ως άνω διάταξη.

38      Το ΕΣΕ αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

39      Από τη νομολογία προκύπτει ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 δεν παρέχει στο ΕΣΕ διακριτική ευχέρεια να αποκλείει ορισμένες υποχρεώσεις για λόγους προσαρμογής, ανάλογα με τον κίνδυνο, των εκ των προτέρων εισφορών, αλλά απαριθμεί, αντιθέτως, επακριβώς τις προϋποθέσεις αποκλεισμού μιας υποχρέωσης (πρβλ. απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2019, Iccrea Banca, C‑414/18, EU:C:2019:1036, σκέψη 93). Κατά την ίδια νομολογία, η συνεκτίμηση των αρχών της ίσης μεταχείρισης, της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της αναλογικότητας δεν μπορεί να δικαιολογήσει διαφορετικό συμπέρασμα, δεδομένου ότι ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63 διαχώρισε ορισμένες καταστάσεις που εμφανίζουν σημαντικές ιδιαιτερότητες, άμεσα συνδεόμενες με τους κινδύνους που ενέχουν οι εν λόγω υποχρεώσεις (απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2019, Iccrea Banca, C‑414/18, EU:C:2019:1036, σκέψη 95).

40      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, οι διατάξεις που εισάγουν παρέκκλιση πρέπει να ερμηνεύονται στενά (πρβλ. απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2019, State Street Bank International, C‑255/18, EU:C:2019:967, σκέψεις 39 και 40). Επομένως, δεδομένου ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 εισάγει παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα του άρθρου 103, παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/59 επιτρέποντας τον αποκλεισμό ορισμένων υποχρεώσεων από τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών, συνιστά διάταξη η οποία πρέπει να ερμηνεύεται στενά.

41      Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προβλέπει τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις για τον αποκλεισμό των οικείων υποχρεώσεων από τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών, δηλαδή, πρώτον, να κατέχονται οι υποχρεώσεις αυτές από επιχείρηση επενδύσεων, δεύτερον, να προκύπτουν λόγω της κατοχής περιουσιακών στοιχείων πελατών ή ρευστών των πελατών και, τρίτον, να προστατεύονται οι εν λόγω πελάτες δυνάμει της ισχύουσας νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας.

42      Σε σχέση με την πρώτη προϋπόθεση, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ίδια πρέπει να θεωρείται ως επιχείρηση επενδύσεων κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

43      Η έννοια του όρου «επιχειρήσεις επενδύσεων» ορίζεται στο άρθρο 3, σημείο 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 ως «οι επιχειρήσεις επενδύσεων, όπως ορίζονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 3, της οδηγίας 2014/59 [...]».

44      Δεν αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων ότι, κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, το άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 3, της οδηγίας 2014/59 παρέπεμπε, για τον ορισμό της «επιχείρησης επενδύσεων», στην «επιχείρηση επενδύσεων που ανταποκρίνεται στον ορισμό του άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 2, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 [...]», ενώ, κατά την τελευταία αυτή διάταξη, ως «επιχείρηση επενδύσεων» νοούνταν «το πρόσωπο όπως ορίζεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 1, της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, το οποίο υπόκειται στις απαιτήσεις που επιβάλλει η εν λόγω οδηγία, εκτός από: α) τα πιστωτικά ιδρύματα [...]».

45      Από αυτό καθεαυτό το γράμμα των εν λόγω διατάξεων προκύπτει ότι η παρέκκλιση του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού δεν ίσχυε, κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, για τις οντότητες που ήταν συγχρόνως πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων, όπως συνέβαινε στην περίπτωση της προσφεύγουσας. Συναφώς, δεν αμφισβητείται ότι η προσφεύγουσα είναι πιστωτικό ίδρυμα που διαθέτει τραπεζική άδεια ως ίδρυμα κατά την έννοια των συνδυασμένων διατάξεων του άρθρου 2 και του άρθρου 3, παράγραφος 1, σημείο 13, του κανονισμού 806/2014 καθώς και του άρθρου 2, παράγραφος 1, σημείο 2, της οδηγίας 2014/59.

46      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι διαθέτει άδεια για την παροχή των επενδυτικών υπηρεσιών και την άσκηση των επενδυτικών δραστηριοτήτων που προβλέπονται στο παράρτημα I, τμήμα A, σημεία 1 έως 7, της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ 2014, L 173, σ. 349).

47      Ειδικότερα, όπως υποστηρίζει το ΕΣΕ, αν η Επιτροπή είχε την πρόθεση να αναφερθεί, με το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, τόσο στα πιστωτικά ιδρύματα όσο και στις επιχειρήσεις επενδύσεων ή και στα πιστωτικά ιδρύματα που αποτελούν συγχρόνως επιχειρήσεις επενδύσεων, θα είχε κάνει λόγο, στη διάταξη αυτή, για «ιδρύματα» και όχι για «επιχειρήσεις επενδύσεων». Άλλωστε, στα στοιχεία αʹ, βʹ και στʹ της διάταξης αυτής, η Επιτροπή χρησιμοποίησε όντως τον όρο «ίδρυμα». Αντιθέτως, στις περιπτώσεις που η Επιτροπή θέλησε να εφαρμόσει εξαίρεση δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 1, του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού σε ορισμένες μόνον οντότητες, επέλεξε πιο συγκεκριμένες διατυπώσεις, όπως «κεντρικ[οί] αντισυμβ[αλλόμενοι]», «κεντρικ[ά] αποθετ[ήρια] τίτλων» και «επιχειρήσεις επενδύσεων» τις οποίες χρησιμοποιεί, αντιστοίχως, στα στοιχεία γʹ, δʹ και εʹ της διάταξης αυτής.

48      Όσον αφορά, τέλος, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η παραπομπή του άρθρου 2, παράγραφος 1, σημείο 3, της οδηγίας 2014/59 στο άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 2, του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ 2013, L 176, σ. 1), έγινε εκ παραδρομής και θα έπρεπε να έχει διορθωθεί από το ΕΣΕ, η προσφεύγουσα δεν προσκομίζει κανένα απτό στοιχείο προς στήριξη του επιχειρήματος αυτού.

49      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι ο ορισμός της «επιχείρησης επενδύσεων», όπως προβλέπεται πλέον στο άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 3, της οδηγίας 2014/59, τροποποιήθηκε με το άρθρο 63, σημείο 1, της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με την προληπτική εποπτεία επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των οδηγιών 2002/87/ΕΚ, 2009/65/ΕΚ, 2011/61/ΕΕ, 2013/36/ΕΕ, 2014/59/ΕΕ και 2014/65/ΕΕ (ΕΕ 2019, L 314, σ. 64). Ο ορισμός αυτός παραπέμπει πλέον στο άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 22, του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 575/2013, (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και (ΕΕ) αριθ. 806/2014 (ΕΕ 2019, L 314, σ. 1), διάταξη που με τη σειρά της παραπέμπει, όσον αφορά την έννοια της «επιχείρησης επενδύσεων», στο άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 1, της οδηγίας 2014/65, το οποίο ορίζει την εν λόγω έννοια ως καλύπτουσα κάθε νομικό πρόσωπο που παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες σε τρίτους, χωρίς να εξαιρεί από τον ορισμό αυτόν τα πιστωτικά ιδρύματα.

50      Πάντως, δεν αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων ότι η εν λόγω τροποποίηση του ορισμού της «επιχείρησης επενδύσεων» ο οποίος παρατίθεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 3, της οδηγίας 2014/59 είχε εφαρμογή μόνον από τις 26 Ιουνίου 2021 και εφεξής, σύμφωνα με το άρθρο 67, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2019/2034, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 39 της ίδιας οδηγίας.

51      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, στις 14 Απριλίου 2021, έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει τον αποκλεισμό των υποχρεώσεων που κατέχονται από πιστωτικά ιδρύματα, όπως η προσφεύγουσα, από τον υπολογισμό των υποχρεώσεων που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό των εκ των προτέρων εισφορών τους.

52      Υπό τις συνθήκες αυτές, οι καταπιστευματικές υποχρεώσεις της προσφεύγουσας δεν πληρούν την πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

53      Δεδομένου ότι οι τρεις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 έχουν σωρευτικό χαρακτήρα, η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί κατά πόσον πληρούνται οι άλλες δύο προϋποθέσεις.

54      Κατά συνέπεια, πρέπει να εξεταστούν οι ενστάσεις ελλείψεως νομιμότητας που προέβαλε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του δωδέκατου, του δέκατου τρίτου και του δέκατου τέταρτου λόγου ακυρώσεως.

2.      Επί του δωδέκατου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 3, σημείο 11, του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, και του άρθρου 14, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, λόγω του ότι αντιβαίνουν στο άρθρο 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59 και στην αρχή της ίσης μεταχείρισης

55      Ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως διαρθρώνεται σε δύο σκέλη, με το πρώτο εκ των οποίων προβάλλεται έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 3, σημείο 11, του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, και του άρθρου 14, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, λόγω αντίθεσης προς το άρθρο 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59, και, με το δεύτερο, αντίθεση των ίδιων διατάξεων προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης.

56      Καταρχάς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 14, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 επιβάλλει στα ιδρύματα την υποχρέωση να παρέχουν στο ΕΣΕ τουλάχιστον τις πληροφορίες που αναφέρονται στο παράρτημα II του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, ενώ, σύμφωνα με τη δεύτερη περίπτωση του εν λόγω παραρτήματος, τα ιδρύματα υποχρεούνται να υποβάλλουν στο ΕΣΕ τα δεδομένα που αφορούν το «[σ]ύνολο παθητικού», το οποίο ορίζεται στο άρθρο 3, σημείο 11, του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού ως το σύνολο του παθητικού όπως ορίζεται στο τμήμα 3 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 1986, για τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμούς των τραπεζών και λοιπών άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ 1986, L 372, σ. 1), ή όπως ορίζεται σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα χρηματοοικονομικής αναφοράς που αναφέρονται στον κανονισμό (ΕΚ) 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 2002, για την εφαρμογή διεθνών λογιστικών προτύπων (ΕΕ 2002, L 243, σ. 1).

α)      Επί του πρώτου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59

57      Από τις σκέψεις 39 έως 53 ανωτέρω προκύπτει ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 δεν προβλέπει τον αποκλεισμό των καταπιστευματικών υποχρεώσεων από τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών και, ως εκ τούτου, συμπεριλαμβάνει στον υπολογισμό αυτόν τις εν λόγω υποχρεώσεις. Ούτε το σημείο 11 του άρθρου 3 ή η παράγραφος 2 του άρθρου 14 του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού προβλέπουν τέτοιον αποκλεισμό.

58      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι οι προμνησθείσες διατάξεις του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 αντιβαίνουν στο άρθρο 103, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2014/59 διότι δεν λαμβάνουν υπόψη, για τον προσδιορισμό του προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων, το γεγονός ότι οι καταπιστευματικές υποχρεώσεις δεν ενέχουν κίνδυνο.

59      Το ΕΣΕ αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

60      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις προκειμένου να εξειδικεύσει την έννοια της «προσαρμογής των [εκ των προτέρων] συνεισφορών ανάλογα με το προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων».

61      Εντούτοις, στο πλαίσιο κατ’ εξουσιοδότηση αρμοδιότητας κατά την έννοια του άρθρου 290 ΣΛΕΕ, η Επιτροπή διαθέτει, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων που της έχουν ανατεθεί, ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, ιδίως όταν καλείται να προβεί σε σύνθετες εκτιμήσεις (πρβλ. απόφαση της 11ης Μαΐου 2017, Dyson κατά Επιτροπής, C‑44/16 P, EU:C:2017:357, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

62      Τούτο ισχύει όσον αφορά τον καθορισμό των κριτηρίων προσαρμογής των εκ των προτέρων εισφορών στο προφίλ κινδύνου δυνάμει του άρθρου 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59.

63      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η ειδική φύση των εισφορών αυτών συνίσταται, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 105 έως 107 της οδηγίας 2014/59 και από την αιτιολογική σκέψη 41 του κανονισμού 806/2014, στην κατοχύρωση, στο πλαίσιο μιας λογικής ασφαλιστικού τύπου, της παροχής επαρκών οικονομικών πόρων από τον χρηματοοικονομικό κλάδο στον ΕΜΕ, ώστε αυτός να μπορεί να εκπληρώνει τα καθήκοντά του, με ταυτόχρονη δημιουργία κινήτρων για τα ενδιαφερόμενα ιδρύματα προκειμένου να λειτουργούν με λιγότερο ριψοκίνδυνο μοντέλο (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 113).

64      Στο πλαίσιο αυτό, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 114 της οδηγίας 2014/59, ο νομοθέτης της Ένωσης ανέθεσε στην Επιτροπή να αποσαφηνίσει, με κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, τον τρόπο με τον οποίον οι εισφορές των ιδρυμάτων στις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης προσαρμόζονται ανάλογα με το προφίλ κινδύνου τους.

65      Υπό το ίδιο πρίσμα, η αιτιολογική σκέψη 107 της οδηγίας αυτής διευκρινίζει ότι, προκειμένου να διασφαλιστεί δίκαιος υπολογισμός των εκ των προτέρων εισφορών και να παρέχονται κίνητρα λειτουργίας με λιγότερο ριψοκίνδυνο μοντέλο, για τις εισφορές στις εθνικές χρηματοδοτικές ρυθμίσεις θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο βαθμός πιστωτικού κινδύνου, κινδύνου ρευστότητας και κινδύνου αγοράς στον οποίο εκτίθενται τα ιδρύματα.

66      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή όφειλε να καταρτίσει κανόνες για την προσαρμογή των εκ των προτέρων εισφορών ανάλογα με το προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων, επιδιώκοντας δύο συνδεόμενους μεταξύ τους σκοπούς, ήτοι, αφενός, τη συνεκτίμηση των διαφόρων κινδύνων που ενέχουν οι τραπεζικές ή ευρύτερα χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες των ιδρυμάτων και, αφετέρου, την παροχή κινήτρων στα ιδρύματα αυτά να ακολουθήσουν λιγότερο ριψοκίνδυνο μοντέλο λειτουργίας.

67      Όπως όμως προκύπτει από τα σχετικά με την έκδοση του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 έγγραφα, μεταξύ άλλων τα έγγραφα «JRC technical work supporting Commission second level legislation on risk based contributions to the (single) resolution fund» [Τεχνική μελέτη του ΚΚΕρ προς υποστήριξη της νομοθεσίας δευτέρου επιπέδου της Επιτροπής σχετικά με τις εισφορές βάσει κινδύνου στο (ενιαίο) ταμείο εξυγίανσης] και «Commission Staff Working Document: estimates of the application of the proposed methodology for the calculation of contributions to resolution financing arrangements» (Έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής: εκτιμήσεις σχετικά με την εφαρμογή της προτεινόμενης μεθόδου υπολογισμού των εισφορών στις ρυθμίσεις χρηματοδότησης της εξυγίανσης), η κατάρτιση τέτοιων κανόνων προϋπέθετε σύνθετες εκτιμήσεις εκ μέρους της Επιτροπής στο μέτρο που αυτή όφειλε να εξετάσει τις διάφορες παραμέτρους υπό το πρίσμα των οποίων γίνονταν αντιληπτά τα διάφορα είδη κινδύνου στον τραπεζικό και χρηματοπιστωτικό τομέα.

68      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, η Επιτροπή διέθετε ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τη θέσπιση, δυνάμει του άρθρου 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59, των κανόνων που εξειδικεύουν την έννοια της «προσαρμογής των [εκ των προτέρων] συνεισφορών ανάλογα με το προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων».

69      Υπό τις συνθήκες αυτές, όσον αφορά τη μέθοδο προσαρμογής των βασικών ετήσιων συνεισφορών δυνάμει του άρθρου 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59, ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης περιορίζεται στην εξέταση του αν, κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στην Επιτροπή, το εν λόγω θεσμικό όργανο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη ή σε κατάχρηση εξουσίας ή ακόμη αν η Επιτροπή υπερέβη προδήλως τα όρια της εν λόγω διακριτικής ευχέρειας (πρβλ. απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, Etimine, C‑15/10, EU:C:2011:504, σκέψη 60).

70      Υπό τις συνθήκες αυτές, εναπόκειται στην προσφεύγουσα να αποδείξει ότι οι προμνησθείσες στη σκέψη 57 ανωτέρω διατάξεις, κατά το μέρος που δεν προβλέπουν τον αποκλεισμό των καταπιστευματικών υποχρεώσεων από τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς της, ενέχουν πρόδηλη πλάνη ή κατάχρηση εξουσίας ή υπερβαίνουν προδήλως τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεως που απονέμει στην Επιτροπή το άρθρο 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59.

71      Συναφώς, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59 διότι οι καταπιστευματικές υποχρεώσεις δεν ενέχουν κίνδυνο, γεγονός που επηρεάζει τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών για δύο λόγους. Κατά πρώτον, όπως υποστηρίζει, τα ρευστά των πελατών τα οποία κατέχει η ίδια καταπιστευματικώς προστατεύονται σε περίπτωση αφερεγγυότητάς της δυνάμει της γερμανικής νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας. Κατά δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, στο μέτρο που υποχρεούται να μεταφέρει τα κεφάλαια των πελατών στα ιδρύματα που προσφέρουν χρηματοοικονομικά προϊόντα (στο εξής: ιδρύματα προϊόντων), σε περίπτωση πτώχευσης ενός τέτοιου ιδρύματος, τα κεφάλαια αυτά προστατεύονται επιπλέον από το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων κατά την έννοια της οδηγίας 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ 2014, L 173, σ. 149).

72      Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59 προβλέπει οκτώ στοιχεία τα οποία η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει υπόψη για την προσαρμογή των εκ των προτέρων εισφορών ανάλογα με το προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων. Μολονότι όμως μεταξύ των στοιχείων αυτών περιλαμβάνεται «[η] έκθεση του ιδρύματος σε κινδύνους» και κατά συνέπεια η Επιτροπή υποχρεούται να λαμβάνει το εν λόγω στοιχείο υπόψη όταν εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη όπως ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63, το στοιχείο αυτό αποτελεί μόνον ένα από τα οκτώ κριτήρια τα οποία η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει υπόψη κατά την κατάρτιση μιας τέτοιας πράξης.

73      Περαιτέρω, από κανένα στοιχείο του άρθρου 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59 δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή υποχρεούται να αποδίδει προέχουσα σπουδαιότητα σε ένα ή περισσότερα από τα εν λόγω στοιχεία που μνημονεύονται στη σκέψη 72 ανωτέρω, όπως η έκθεση του ιδρύματος σε κινδύνους. Εξάλλου, η διάταξη αυτή δεν διευκρινίζει με ποιον τρόπο οφείλει η Επιτροπή να λαμβάνει υπόψη την έκθεση αυτή.

74      Τέλος, εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι οι καταπιστευματικές υποχρεώσεις δεν ενείχαν κίνδυνο σε περίπτωση εξυγίανσης.

75      Ειδικότερα, όσον αφορά, καταρχάς, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι οι καταπιστευματικές υποχρεώσεις δεν ενέχουν κίνδυνο σε περίπτωση εξυγίανσης, διότι τα ρευστά των πελατών που κατέχονται καταπιστευματικώς προστατεύονται από τη γερμανική νομοθεσία σε περίπτωση αφερεγγυότητας, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε το επιχείρημα του ΕΣΕ κατά το οποίο η γερμανική νομοθεσία δεν παρέχει ιδιαίτερη προστασία στα κεφάλαια των πελατών ενόσω παραμένουν στον ενδιάμεσο λογαριασμό.

76      Συναφώς, το ΕΣΕ εξήγησε, χωρίς να αντιλέξει η προσφεύγουσα, ότι η παραμονή των εν λόγω κεφαλαίων σε ενδιάμεσο λογαριασμό αύξανε τον κίνδυνο που ενείχαν οι καταπιστευματικές υποχρεώσεις, διότι τα κεφάλαια αυτά δεν διαχωρίζονταν αμέσως από τα λοιπά κεφάλαια της προσφεύγουσας και, ως εκ τούτου, δεν προστατεύονταν από τη γερμανική νομοθεσία σε περίπτωση αφερεγγυότητας.

77      Όπως προκύπτει εξάλλου, ως προς το σημείο αυτό, από το δικόγραφο της προσφυγής και όπως επιβεβαιώθηκε επιπλέον από την προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, στην περίπτωση της προσφεύγουσας, τα κεφάλαια αυτά μεταφέρονται σε συλλογικούς καταπιστευματικούς λογαριασμούς των ιδρυμάτων προϊόντων στις 15 ή στις 30 του κάθε μηνός, πράγμα που σημαίνει ότι τα κεφάλαια μπορούν να παραμείνουν στον ενδιάμεσο λογαριασμό για μέγιστο χρονικό διάστημα δεκαπέντε ημερών χωρίς να προστατεύονται από τη γερμανική νομοθεσία σε περίπτωση αφερεγγυότητας.

78      Ομοίως, κακώς υποστηρίζει η προσφεύγουσα ότι οι καταπιστευματικές υποχρεώσεις δεν ενέχουν κίνδυνο αφότου τα κεφάλαια των πελατών μεταφερθούν από τον ενδιάμεσο λογαριασμό στα ιδρύματα προϊόντων, διότι, σε περίπτωση πτώχευσης ενός από τα ιδρύματα αυτά, τα κεφάλαια αυτά προστατεύονται από το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων.

79      Συναφώς, η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε το επιχείρημα του ΕΣΕ ότι τα κεφάλαια των πελατών προστατεύονται από το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων μόνον εφόσον τα οικεία ιδρύματα προϊόντων έχουν την έδρα τους σε κράτος μέλος και εφόσον οι πελάτες δεν τοποθετούν περισσότερα από 100 000 ευρώ σε τέτοια ιδρύματα, με αποτέλεσμα η εν λόγω προστασία να είναι περιορισμένη τόσο από εδαφικής όσο και από ποσοτικής απόψεως.

80      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι το άρθρο 3, σημείο 11, το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, και το άρθρο 14, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 αντέβαιναν στο άρθρο 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59.

β)      Επί του δευτέρου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης

81      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, εν συνόψει, ότι το γεγονός ότι το άρθρο 3, σημείο 11, το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, και το άρθρο 14, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 δεν προβλέπουν τον αποκλεισμό των καταπιστευματικών υποχρεώσεων από τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς αντιβαίνει στην αρχή της ίσης μεταχείρισης, στο μέτρο που τα πιστωτικά ιδρύματα όπως η ίδια τελούν μεν σε παρόμοια κατάσταση με τις επιχειρήσεις επενδύσεων τις οποίες αφορά το εν λόγω άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του ίδιου κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, αλλά αντιμετωπίζονται διαφορετικά.

82      Το ΕΣΕ αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

83      Υπενθυμίζεται ότι η αρχή της ίσης μεταχείρισης, ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικά παρόμοιες καταστάσεις ούτε να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο διαφορετικές μεταξύ τους καταστάσεις, εκτός αν η διαφορετική αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς (απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2021, Fussl Modestraße Mayr, C‑555/19, EU:C:2021:89, σκέψη 95).

84      Στο μέτρο που η προσφεύγουσα προέβαλε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, εναπόκειται στην ίδια να προσδιορίσει επακριβώς τις παρόμοιες καταστάσεις που θεωρεί ότι αντιμετωπίστηκαν διαφορετικά ή τις διαφορετικές καταστάσεις που θεωρεί ότι αντιμετωπίστηκαν με τον ίδιο τρόπο [απόφαση της 12ης Απριλίου 2013, Du Pont de Nemours (France) κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑31/07, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:167, σκέψη 311].

85      Κατά πάγια νομολογία, ο παρόμοιος χαρακτήρας τέτοιων καταστάσεων εκτιμάται λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων που τις χαρακτηρίζουν. Τα στοιχεία αυτά πρέπει, ειδικότερα, να προσδιορίζονται και να εκτιμώνται υπό το πρίσμα του αντικειμένου και του σκοπού της πράξεως που εισάγει την επίμαχη διάκριση. Πρέπει, επιπλέον, να λαμβάνονται υπόψη οι αρχές και οι σκοποί του τομέα στον οποίο εμπίπτει η πράξη αυτή (βλ. απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2021, Fussl Modestraße Mayr, C‑555/19, EU:C:2021:89, σκέψη 99 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

86      Όσον αφορά το αντικείμενο και τον σκοπό της οδηγίας 2014/59, του κανονισμού 806/2014 και του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, υπενθυμίζεται ότι οι πράξεις αυτές εμπίπτουν στο πεδίο του ΕΜΕ, του οποίου η δημιουργία αποσκοπεί, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 12 του κανονισμού 806/2014, στο να εξασφαλίσει ουδέτερη προσέγγιση όσον αφορά τη μεταχείριση των προβληματικών τραπεζών, να αυξήσει τη σταθερότητα των ιδρυμάτων στα κράτη μέλη που συμμετέχουν στον ΕΜΕ και να αποτρέψει τις δευτερογενείς επιπτώσεις πιθανών κρίσεων στα κράτη μέλη που δεν συμμετέχουν στον μηχανισμό αυτόν, ούτως ώστε να διευκολυνθεί η λειτουργία του συνόλου της εσωτερικής αγοράς.

87      Όσον αφορά εξάλλου, ειδικότερα, τις διατάξεις της οδηγίας 2014/59, του κανονισμού 806/2014 και του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 που θεσπίζουν τις εκ των προτέρων εισφορές, από τη σκέψη 63 ανωτέρω προκύπτει ότι σκοπός των εν λόγω εισφορών είναι να κατοχυρώσουν, στο πλαίσιο μιας λογικής ασφαλιστικού τύπου, την παροχή επαρκών οικονομικών πόρων από τον χρηματοοικονομικό κλάδο στον ΕΜΕ, ώστε αυτός να μπορεί να εκπληρώνει τα καθήκοντά του, και να δημιουργήσουν κίνητρα για τα ιδρύματα προκειμένου να λειτουργούν με λιγότερο ριψοκίνδυνο μοντέλο.

88      Υπό το πρίσμα των ως άνω αρχών και σκοπών πρέπει να εξεταστεί, κατά πρώτον, αν τα πιστωτικά ιδρύματα που διαθέτουν άδεια να ασκούν επίσης και επενδυτικές δραστηριότητες, όπως η προσφεύγουσα, τελούν σε παρόμοια κατάσταση με τις επιχειρήσεις επενδύσεων του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 (στο εξής: επιχειρήσεις επενδύσεων) σε ό,τι αφορά τη συνεκτίμηση των καταπιστευματικών υποχρεώσεων για τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών.

89      Συναφώς, επισημαίνεται ότι οι εκ των προτέρων εισφορές αποσκοπούν στη χρηματοδότηση των δράσεων εξυγίανσης η ανάληψη των οποίων εξαρτάται από την προϋπόθεση, η οποία προκύπτει από το άρθρο 18, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και παράγραφος 5, του κανονισμού 806/2014, ότι μια τέτοια δράση είναι αναγκαία για λόγους δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή ότι καθιστά δυνατή την επίτευξη, μεταξύ άλλων, του σκοπού –ο οποίος μνημονεύεται στο άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού– να αποφευχθούν οι σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις που θα είχε η εκκαθάριση ενός ιδρύματος για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, ιδίως με την πρόληψη της μετάδοσης, μεταξύ άλλων στις υποδομές της αγοράς, και με τη διατήρηση της πειθαρχίας στην αγορά.

90      Όπως, όμως, αναφέρει η αιτιολογική σκέψη 4 της οδηγίας 2019/2034, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν ενέχουν παρόμοιο κίνδυνο όσον αφορά τις δυσμενείς επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει η πτώχευσή τους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, διότι, σε αντίθεση με τα πιστωτικά ιδρύματα, οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν διατηρούν μεγάλα χαρτοφυλάκια δανείων λιανικής και επιχειρηματικών δανείων και δεν δέχονται καταθέσεις. Ειδικότερα, η κατοχή μεγάλων χαρτοφυλακίων καταθέσεων και δανείων λιανικής και επιχειρηματικών δανείων ενέχει κίνδυνο για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην περίπτωση που οι οφειλέτες ιδιώτες ή οι οφειλέτριες επιχειρήσεις αδυνατούν, σε μεγάλη κλίμακα, να αποπληρώσουν τα δάνεια στα οικεία πιστωτικά ιδρύματα ή στην περίπτωση που αποσύρεται μεγάλος αριθμός καταθέσεων.

91      Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο διότι η πελατεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων είναι διαφορετική. Ειδικότερα, όπως εκθέτει το ΕΣΕ, χωρίς να αντικρούεται συναφώς, η πελατεία των επιχειρήσεων επενδύσεων αποτελείται από πρόσωπα τα οποία χρησιμοποιούν ορισμένες ειδικές υπηρεσίες σχετικές με τα χρηματοπιστωτικά μέσα, η δε διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται από τον ορισμό της έννοιας του «πελάτη» τέτοιων επιχειρήσεων στο άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 9, της οδηγίας 2014/65. Αντιθέτως, όπως προκύπτει από το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 1, του κανονισμού 575/2013, τα πιστωτικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που διαθέτουν άδεια να ασκούν επίσης και επενδυτικές δραστηριότητες, αποδέχονται από το κοινό καταθέσεις ή άλλα επιστρεπτέα κεφάλαια και χορηγούν πιστώσεις για ίδιο λογαριασμό, με αποτέλεσμα να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε ευρύτερο κύκλο προσώπων.

92      Υπό τις συνθήκες αυτές, η πιθανότητα να τεθεί ένα πιστωτικό ίδρυμα υπό εξυγίανση, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 18, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και παράγραφος 5, του κανονισμού 806/2014, είναι υψηλότερη από την πιθανότητα να τεθεί υπό εξυγίανση μια επιχείρηση επενδύσεων, κατά συνέπεια δε οι δύο αυτές κατηγορίες ιδρυμάτων δεν τελούν, από την άποψη αυτή, σε παρόμοια κατάσταση.

93      Ομοίως, η κατάσταση των ιδρυμάτων αυτών δεν είναι παρόμοια σε ό,τι αφορά τη μεταχείριση των καταπιστευματικών υποχρεώσεων.

94      Ως προς το σημείο αυτό, η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε σοβαρά το ότι, σύμφωνα με το άρθρο 84, παράγραφος 2, του Wertpapierhandelsgesetz (νόμου για το εμπόριο των κινητών αξιών), της 9ης Σεπτεμβρίου 1998 (BGBl. 1998 I, σ. 2708), οι επιχειρήσεις επενδύσεων, οι οποίες δεν διαθέτουν άδεια να εκτελούν εργασίες καταθέσεων, υποχρεούνται να διαχωρίζουν αμέσως τα ποσά που λαμβάνουν από τους πελάτες τοποθετώντας τα σε καταπιστευματικούς λογαριασμούς τους οποίους διατηρούν σε πιστωτικά ιδρύματα. Αντιθέτως, ένα πιστωτικό ίδρυμα, όπως η προσφεύγουσα, δεν οφείλει να ενεργήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο στο πλαίσιο της άσκησης των επενδυτικών δραστηριοτήτων, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τα εκτιθέμενα στις σκέψεις 76 και 77 ανωτέρω, δεν υποχρεούται να μεταφέρει αμέσως τα εν λόγω ποσά από τον ενδιάμεσο λογαριασμό στα ιδρύματα προϊόντων.

95      Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι οι καταπιστευματικές υποχρεώσεις τις οποίες κατείχαν οι επιχειρήσεις επενδύσεων ήταν εκτεθειμένες σε επίπεδο κινδύνου παρόμοιο με εκείνο των καταπιστευματικών υποχρεώσεων τις οποίες κατείχαν τα πιστωτικά ιδρύματα που, όπως η ίδια, διέθεταν άδεια για να ασκούν επίσης και επενδυτικές δραστηριότητες. Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι η κατάσταση των πιστωτικών ιδρυμάτων που διαθέτουν άδεια για να ασκούν επίσης και επενδυτικές δραστηριότητες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ίδια, είναι παρόμοια με την κατάσταση των επιχειρήσεων επενδύσεων και ότι, επομένως, τα δύο αυτά είδη φορέων πρέπει να τυγχάνουν της ίδιας μεταχείρισης όσον αφορά τον αποκλεισμό των καταπιστευματικών υποχρεώσεων στο πλαίσιο του υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών.

96      Κατά δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το άρθρο 3, σημείο 11, και το άρθρο 14, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 εισάγουν άνιση μεταχείριση μεταξύ των ιδρυμάτων που έχουν την έδρα τους στη Γερμανία και των ιδρυμάτων που έχουν την έδρα τους σε κράτη μέλη τα οποία έχουν κάνει χρήση της παρέκκλισης που προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, της οδηγίας 86/635.

97      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 70, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 806/2014 και με το άρθρο 103, παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/59, το ΕΣΕ υπολογίζει βασική ετήσια συνεισφορά για το κάθε ίδρυμα, όπως εκτίθεται στη σκέψη 17 ανωτέρω. Η συνεισφορά αυτή καθορίζεται κατ’ αναλογίαν προς το ύψος των υποχρεώσεων του οικείου ιδρύματος, εξαιρουμένων των ιδίων κεφαλαίων και των καλυπτόμενων καταθέσεων, σε σχέση με το σύνολο των υποχρεώσεων, εξαιρουμένων των ιδίων κεφαλαίων και των καλυπτόμενων καταθέσεων, όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος των συμμετεχόντων στον ΕΜΕ κρατών μελών –όσον αφορά το μέρος της συνεισφοράς αυτής που υπολογίζεται σε ενωσιακή βάση– και όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο έχει την έδρα του το εν λόγω ίδρυμα –για το μέρος της εν λόγω συνεισφοράς που υπολογίζεται σε εθνική βάση.

98      Όσον αφορά τον καθορισμό των υποχρεώσεων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό αυτόν, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 3, σημείο 11, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 ορίζει το «σύνολο παθητικού» ως το «σύνολο του παθητικού όπως ορίζεται στο τμήμα 3 της οδηγίας 86/635/[…] ή όπως ορίζεται σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα χρηματοοικονομικής αναφοράς που αναφέρονται στον κανονισμό [...] αριθ. 1606/2002 [...]».

99      Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 86/635, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα 3 της οδηγίας αυτής, τα κεφάλαια τα οποία το πιστωτικό ίδρυμα διαχειρίζεται επ’ ονόματί του, αλλά για λογαριασμό τρίτου, πρέπει να εμφανίζονται κατά γενικό κανόνα στον ισολογισμό του ιδρύματος αυτού εφόσον το ίδρυμα είναι δικαιούχος των αντίστοιχων στοιχείων ενεργητικού.

100    Το άρθρο 10, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, της οδηγίας 86/635 ορίζει πάντως ότι τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στα οικεία ιδρύματα να εμφανίζουν τα κεφάλαια αυτά εκτός ισολογισμού, με την προϋπόθεση ότι ισχύει ειδικό καθεστώς που επιτρέπει να εξαιρούνται τα εν λόγω κεφάλαια από την πτωχευτική περιουσία σε περίπτωση πτώχευσης του ιδρύματος.

101    Συναφώς, οι διάδικοι δήλωσαν ότι, βάσει των διατάξεων που θέσπισε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προκειμένου να συμμορφωθεί προς το άρθρο 10 της οδηγίας 86/635, οι καταπιστευματικές υποχρεώσεις ενός πιστωτικού ιδρύματος που διέθετε άδεια για να ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες και είχε την έδρα του στο κράτος αυτό, όπως η προσφεύγουσα, έπρεπε να εμφανίζονται στον ισολογισμό του.

102    Οι διάδικοι ανέφεραν επίσης ότι ορισμένα κράτη μέλη είχαν κάνει χρήση της ευχέρειας που παρέχει το άρθρο 10, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, της οδηγίας 86/635 να επιτρέψουν στα ιδρύματα που είχαν την έδρα τους στα κράτη αυτά να εμφανίζουν εκτός ισολογισμού τα κεφάλαια τα οποία διαχειρίζονταν επ’ ονόματί τους, αλλά για λογαριασμό τρίτου.

103    Επομένως, κατά την προσφεύγουσα, αν ένα ίδρυμα έχει την έδρα του σε κράτος μέλος το οποίο έχει κάνει χρήση της ευχέρειας που παρέχεται από το άρθρο 10, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, της οδηγίας 86/635, μπορεί να εμφανίσει τις υποχρεώσεις που αφορούν τέτοιες καταπιστευματικές δραστηριότητες εκτός ισολογισμού, οπότε οι υποχρεώσεις αυτές δεν λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της βασικής ετήσιας συνεισφοράς του. Αντιθέτως, οι καταπιστευματικές υποχρεώσεις των ιδρυμάτων που έχουν την έδρα τους στα κράτη μέλη, όπως η Γερμανία, τα οποία δεν έχουν κάνει χρήση της δυνατότητας να εμφανίζονται τα καταπιστευματικά περιουσιακά στοιχεία και οι καταπιστευματικές υποχρεώσεις εκτός ισολογισμού, λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό αυτό.

104    Εξ αυτού συνάγεται ότι η συνέπεια που περιγράφεται στη σκέψη 103 ανωτέρω απορρέει από τη συνδυασμένη εφαρμογή του άρθρου 70, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 806/2014 και του άρθρου 103, παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/59 ερμηνευόμενων υπό το πρίσμα του τμήματος 3 της οδηγίας 86/635 και, ιδίως, του άρθρου 10, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, της οδηγίας αυτής, το οποίο ορίζει την έννοια του «παθητικού» των ιδρυμάτων και καθιερώνει τη δυνατότητα των κρατών μελών να επιλέξουν διαφορετικούς κανόνες όσον αφορά την εγγραφή των καταπιστευματικών υποχρεώσεων στον ισολογισμό των ιδρυμάτων.

105    Η προσφεύγουσα όμως δεν αμφισβήτησε το κύρος των διατάξεων αυτών υπό το πρίσμα της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

106    Εξάλλου, σε περίπτωση που η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας έχει την έννοια ότι αυτή υποστηρίζει, στην πραγματικότητα, ότι το άρθρο 3, σημείο 11, και το άρθρο 14, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 αντιβαίνουν στην αρχή της ίσης μεταχείρισης για τον λόγο ότι οι διατάξεις αυτές δεν λαμβάνουν υπόψη τη διαφορά που υφίσταται μεταξύ των λογιστικών κανόνων των διαφόρων κρατών μελών όσον αφορά την εγγραφή των καταπιστευματικών υποχρεώσεων στον ισολογισμό των ιδρυμάτων, επισημαίνεται ότι η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν απονέμει στην Επιτροπή την εξουσία, όταν εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις δυνάμει του άρθρου 290 ΣΛΕΕ, να ενεργεί πέραν της εξουσιοδότησης που έχει παράσχει ο νομοθέτης της Ένωσης με βάση την τελευταία αυτή διάταξη. Κατά συνέπεια, δεν είναι έργο της Επιτροπής να θεραπεύσει τα προβλήματα που δημιουργούνται από αποκλίνουσες εθνικές ρυθμίσεις εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, εκτός αν της έχει χορηγηθεί σχετική εξουσιοδότηση με νομοθετική πράξη.

107    Εν προκειμένω, ούτε η οδηγία 2014/59 ούτε ο κανονισμός 806/2014 έχουν εξουσιοδοτήσει την Επιτροπή να εναρμονίσει τους εθνικούς λογιστικούς κανόνες σχετικά με την εγγραφή των καταπιστευματικών υποχρεώσεων στον ισολογισμό των ιδρυμάτων.

108    Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να αιτιάται την Επιτροπή ότι παρέβη την αρχή της ίσης μεταχείρισης καθόσον δεν θεράπευσε τις υφιστάμενες αποκλίσεις μεταξύ των εθνικών λογιστικών κανόνων σχετικά με την εγγραφή των εν λόγω υποχρεώσεων στον ισολογισμό των ιδρυμάτων.

109    Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή μπορούσε να προβλέψει στο άρθρο 3, σημείο 11, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 διαφορετικό ορισμό του παθητικού από εκείνον που περιλαμβάνεται στο τμήμα 3 της οδηγίας 86/635, τούτο δεν θα σήμαινε ότι το άρθρο 3, σημείο 11, του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού αντιβαίνει στην αρχή της ίσης μεταχείρισης.

110    Πράγματι, όπως προκύπτει από τη νομολογία, η απαγόρευση διακρίσεων δεν αφορά ενδεχόμενες διαφορές μεταχειρίσεως που μπορούν να προκύψουν μεταξύ των κρατών μελών από υφιστάμενες μεταξύ των νομοθεσιών των κρατών μελών αποκλίσεις, εφόσον οι νομοθεσίες αυτές εφαρμόζονται σε όλα τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής τους (πρβλ. αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2009, Horvath, C‑428/07, EU:C:2009:458, σκέψη 55, και της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Πανελλήνιος Σύνδεσμος Βιομηχανιών Μεταποίησης Καπνού, C‑373/11, EU:C:2013:567, σκέψη 35).

111    Η αρχή αυτή έχει βεβαίως αναπτυχθεί στο πλαίσιο της ερμηνείας διατάξεων του δικαίου της Ένωσης ενόψει της εκτίμησης της συμβατότητας της εθνικής νομοθεσίας με την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, πλην όμως δεν μπορεί παρά να ισχύει και όσον αφορά την εξέταση του κύρους διάταξης του δικαίου της Ένωσης με την οποία παρέχεται στα κράτη μέλη εξουσία εκτιμήσεως, στο πλαίσιο της οποίας θεσπίζουν διαφορετικές διατάξεις κατά τα προεκτεθέντα (απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Πανελλήνιος Σύνδεσμος Βιομηχανιών Μεταποίησης Καπνού, C‑373/11, EU:C:2013:567, σκέψη 36).

112    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα δεν υποστήριξε, και ακόμη λιγότερο απέδειξε, ότι η οικεία γερμανική νομοθεσία δεν εφαρμοζόταν σε όλα τα πρόσωπα που ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής της.

113    Επιπλέον, η θέσπιση ενωσιακής νομοθεσίας σε συγκεκριμένο τομέα δράσης ενδέχεται να έχει διαφορετικό αντίκτυπο για ορισμένους επιχειρηματίες, ανάλογα με την ατομική τους κατάσταση ή τους εθνικούς κανόνες στους οποίους υπόκεινται κατά τα λοιπά, η δε συνέπεια αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης αν η εν λόγω νομοθεσία στηρίζεται σε κριτήρια αντικειμενικά και κατάλληλα για τους επιδιωκόμενους από αυτή σκοπούς (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Πανελλήνιος Σύνδεσμος Βιομηχανιών Μεταποίησης Καπνού, C‑373/11, EU:C:2013:567, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

114    Συναφώς, η προσφεύγουσα δεν υπέβαλε στο Γενικό Δικαστήριο κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι το άρθρο 3, σημείο 11, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, κατά το μέτρο που παραπέμπει στο τμήμα 3 της οδηγίας 86/635, δεν στηρίχθηκε σε κριτήρια αντικειμενικά και κατάλληλα για τους σκοπούς που επιδιώκονται από τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2015/63.

115    Το επιχείρημα της προσφεύγουσας πρέπει κατά συνέπεια να απορριφθεί.

116    Κατά τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τυγχάνει άνισης μεταχείρισης σε σχέση με τα πιστωτικά ιδρύματα που καταρτίζουν τον ισολογισμό τους σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα, ενώ η ίδια δεν θα μπορούσε να καταρτίσει τον ισολογισμό της σύμφωνα με τα εν λόγω πρότυπα, δεδομένου ότι, βάσει της εφαρμοστέας γερμανικής νομοθεσίας, μόνον οι μητρικές εταιρίες έχουν το δικαίωμα να καταρτίζουν τον ισολογισμό τους αποκλειστικώς σύμφωνα με τα πρότυπα αυτά.

117    Συναφώς, αφενός, επισημαίνεται ότι η εν λόγω προβαλλόμενη άνιση μεταχείριση είναι συνέπεια της εφαρμογής κανόνα που απορρέει από την εφαρμοστέα γερμανική νομοθεσία και όχι από το άρθρο 3, σημείο 11, το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, ή το άρθρο 14, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, το κύρος των οποίων αμφισβητεί η προσφεύγουσα.

118    Αφετέρου και εν πάση περιπτώσει, όπως δέχεται άλλωστε η προσφεύγουσα, αυτή θα μπορούσε να είχε καταρτίσει λογαριασμούς σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα, αλλά αποφάσισε διαφορετικά για διοικητικούς και οικονομικούς λόγους. Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλείται άνιση μεταχείριση εξ αυτού του λόγου.

119    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι το άρθρο 3, σημείο 11, το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, ή το άρθρο 14, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 αντέβαιναν στην αρχή της ίσης μεταχείρισης.

120    Κατά συνέπεια, ο δωδέκατος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

[παραλειπόμενα]

Β.      Επί των λόγων ακυρώσεως που αφορούν τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης

1.      Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63

144    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το ΕΣΕ, αρνούμενο να αποκλείσει από τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών τις καταπιστευματικές υποχρεώσεις της, παρέβη το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63. Η επιχειρηματολογία προς στήριξη του λόγου αυτού διαρθρώνεται σε δύο σκέλη.

α)      Επί του πρώτου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται μη συνεκτίμηση του γεγονότος ότι η προσφεύγουσα πληροί όλες τις προϋποθέσεις του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63

145    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που δεν απέκλεισε από τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών τις καταπιστευματικές υποχρεώσεις της, αντιβαίνει στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

146    Το ΕΣΕ αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

147    Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 39 έως 52 ανωτέρω, το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει να αποκλείονται οι καταπιστευματικές υποχρεώσεις της προσφεύγουσας από τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς της.

148    Υπό τις συνθήκες αυτές, το ΕΣΕ δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά το μέρος που δεν απέκλεισε το ποσό των υποχρεώσεων αυτών από τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς της προσφεύγουσας.

149    Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

β)      Επί του δευτέρου σκέλους, περί ανάλογης εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63

150    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, σε περίπτωση που το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει τον αποκλεισμό των καταπιστευματικών υποχρεώσεών της από τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς της, ο σκοπός του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού καθώς και οι αρχές της ίσης μεταχείρισης και της αναλογικότητας επιβάλλουν την ανάλογη εφαρμογή της διάταξης αυτής στην περίπτωσή της.

151    Το ΕΣΕ αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

152    Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, η εφαρμογή του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 σε περιπτώσεις που μπορούν να εξομοιωθούν προς εκείνες τις οποίες αφορά, έστω και αν οι εν λόγω περιπτώσεις δεν πληρούν το σύνολο των προϋποθέσεων που θέτει η διάταξη αυτή, είναι ασυμβίβαστη με το γράμμα της εν λόγω διάταξης (πρβλ. απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2019, Iccrea Banca, C‑414/18, EU:C:2019:1036, σκέψη 92).

153    Για τον λόγο αυτόν, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 δεν παρείχε διακριτική ευχέρεια στις αρμόδιες αρχές να αποκλείουν ορισμένες υποχρεώσεις στο πλαίσιο της προσαρμογής, ανάλογα με τον κίνδυνο, των κατά το άρθρο 103, παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/59 εκ των προτέρων εισφορών, αλλά απαριθμούσε, αντιθέτως, επακριβώς τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ορισμένες υποχρεώσεις μπορούσαν να αποκλειστούν από τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών (πρβλ. απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2019, Iccrea Banca, C‑414/18, EU:C:2019:1036, σκέψη 93).

154    Κατά συνέπεια, παρά τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το ΕΣΕ δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο μη εφαρμόζοντας κατ’ αναλογίαν στην περίπτωσή της το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

155    Η συνεκτίμηση των αρχών της ίσης μεταχείρισης και της αναλογικότητας, τις οποίες επικαλείται η προσφεύγουσα, δεν μπορεί να δικαιολογήσει άλλο συμπέρασμα, δεδομένου ότι ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63 διαχώρισε ορισμένες καταστάσεις που εμφανίζουν σημαντικές ιδιαιτερότητες, άμεσα συνδεόμενες με τους κινδύνους που ενέχουν οι εν λόγω υποχρεώσεις (απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2019, Iccrea Banca, C‑414/18, EU:C:2019:1036, σκέψη 95).

156    Εν πάση περιπτώσει, υπό το πρίσμα των όσων εκτίθενται στις σκέψεις 83 έως 120 ανωτέρω, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι η παράλειψη ανάλογης εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 αντιβαίνει στην αρχή της ίσης μεταχείρισης.

157    Το ίδιο συμπέρασμα επιβάλλεται και όσον αφορά την αρχή της αναλογικότητας.

158    Συναφώς, από τη νομολογία προκύπτει ότι η αρχή της αναλογικότητας, η οποία συγκαταλέγεται στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, επιτάσσει να είναι οι πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης πρόσφορες για την επίτευξη των επιδιωκόμενων με την οικεία ρύθμιση θεμιτών σκοπών και να μην υπερβαίνουν τα όρια αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των εν λόγω σκοπών, εξυπακουομένου ότι, όταν υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσότερων κατάλληλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές και ότι τα μειονεκτήματα που προκαλούνται από το μέτρο αυτό δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (αποφάσεις της 4ης Μαΐου 2016, Philip Morris Brands κ.λπ., C‑547/14, EU:C:2016:325, σκέψη 165, και της 20ής Ιανουαρίου 2021, ABLV Bank κατά ΕΣΕ, T‑758/18, EU:T:2021:28, σκέψη 142· πρβλ., επίσης, απόφαση της 8ης Ιουνίου 2010, Vodafone κ.λπ., C‑58/08, EU:C:2010:321, σκέψη 51).

159    Όσον αφορά, καταρχάς, το κατά πόσον ενδείκνυται η συνεκτίμηση των καταπιστευματικών υποχρεώσεων της προσφεύγουσας στο πλαίσιο του υπολογισμού της εκ των προτέρων εισφοράς της, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι η προσμέτρηση των καταπιστευματικών υποχρεώσεών της στο πλαίσιο του υπολογισμού της εισφοράς αυτής συμβάλλει στην επίτευξη των σκοπών των εκ των προτέρων εισφορών, οι οποίοι περιγράφονται στη σκέψη 63 ανωτέρω, παρέχοντας επαρκείς οικονομικούς πόρους στον ΕΜΕ, ώστε αυτός να μπορεί να εκπληρώνει τα καθήκοντά του, και δημιουργώντας κίνητρα για τα ιδρύματα προκειμένου να λειτουργούν με λιγότερο ριψοκίνδυνο μοντέλο.

160    Συναφώς, η προσφεύγουσα περιορίστηκε να προβάλει ατεκμηρίωτα επιχειρήματα.

161    Ειδικότερα, αφενός, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η συνεκτίμηση των καταπιστευματικών υποχρεώσεών της στο πλαίσιο του υπολογισμού της εκ των προτέρων εισφοράς της συνεπάγεται για την ίδια μια ανεπίτρεπτη και σαφώς δυσανάλογη σε σχέση με το μέγεθός της επιβάρυνση. Υπό το φως όμως των όσων εκτίθενται στις σκέψεις 39 έως 52 ανωτέρω, ένα τέτοιο επιχείρημα δεν μπορεί να γίνει δεκτό, δεδομένου ότι ο αποκλεισμός των υποχρεώσεων ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 δεν εξαρτάται από το μέγεθος των οικείων ιδρυμάτων, αλλά από την τήρηση των προϋποθέσεων που προβλέπει η διάταξη αυτή, οι οποίες είναι άσχετες με το μέγεθος των ιδρυμάτων.

162    Αφετέρου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσμέτρηση του ποσού των καταπιστευματικών υποχρεώσεών της κατά τον υπολογισμό των υποχρεώσεών της στο πλαίσιο του καθορισμού της εκ των προτέρων εισφοράς της αντιβαίνει στα κριτήρια που καθορίζονται με το άρθρο 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59. Συναφώς, αρκεί να διαπιστωθεί ότι η προσφεύγουσα δεν αποσαφηνίζει επαρκώς κατά νόμον τον σύνδεσμο μεταξύ του επιχειρήματος αυτού και της αρχής της αναλογικότητας.

163    Όσον αφορά, εν συνεχεία, το κατά πόσον είναι αναγκαία η συνεκτίμηση των καταπιστευματικών υποχρεώσεων της προσφεύγουσας στο πλαίσιο του υπολογισμού της εκ των προτέρων εισφοράς της, υπό το πρίσμα των σκοπών που μνημονεύονται στη σκέψη 63 ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα προβάλλει κατ’ ουσίαν δύο επιχειρήματα.

164    Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η συνεκτίμηση των καταπιστευματικών υποχρεώσεών της δεν είναι αναγκαία, διότι τα κεφάλαια των πελατών διατηρούνται ήδη, υπό μορφή καταθέσεων, στα ιδρύματα προϊόντων και προστατεύονται από το σύστημά τους για την εγγύηση των καταθέσεων και διότι υπάρχουν επαρκείς εγγυήσεις ώστε οι εν λόγω πελάτες να προστατεύονται δυνάμει της ισχύουσας νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας. Κατά την προσφεύγουσα, η συνεκτίμηση των καταπιστευματικών υποχρεώσεών της θα συνεπαγόταν πιθανώς διπλή συνεκτίμηση των εν λόγω υποχρεώσεων στο πλαίσιο του υπολογισμού της εκ των προτέρων εισφοράς της.

165    Συναφώς, η προσφεύγουσα δεν εξηγεί όμως ποια συγκεκριμένη μέθοδος υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών θα ήταν λιγότερο επαχθής για τα ιδρύματα και συγχρόνως κατάλληλη για την επίτευξη, με εξίσου αποτελεσματικό τρόπο, των σκοπών που μνημονεύονται στη σκέψη 63 ανωτέρω, αντισταθμίζοντας ιδίως τη μείωση των διαθέσιμων στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικών μέσων που θα προκαλούνταν από έναν τέτοιο αποκλεισμό.

166    Εξάλλου, εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα δεν επικαλέστηκε κανένα στοιχείο ικανό να κλονίσει το προμνησθέν στη σκέψη 79 ανωτέρω επιχείρημα του ΕΣΕ ότι τα κεφάλαια των πελατών προστατεύονται από το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων μόνον εφόσον τα οικεία ιδρύματα προϊόντων έχουν την έδρα τους σε κράτος μέλος και εφόσον οι πελάτες δεν τοποθετούν περισσότερα από 100 000 ευρώ σε τέτοια ιδρύματα.

167    Όσον αφορά, τέλος, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η συνεκτίμηση των καταπιστευματικών υποχρεώσεών της θα οδηγούσε σε διπλή συνεκτίμηση των εν λόγω υποχρεώσεων στο πλαίσιο του υπολογισμού της εκ των προτέρων εισφοράς της, αρκεί να διαπιστωθεί ότι η προσφεύγουσα δεν προβάλλει κανένα επιχείρημα από το οποίο να προκύπτει ότι με το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 η Επιτροπή είχε την πρόθεση να εξαλείψει πλήρως κάθε μορφή διπλής προσμέτρησης των υποχρεώσεων.

168    Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η συνεκτίμηση των καταπιστευματικών υποχρεώσεών της στο πλαίσιο του υπολογισμού της εκ των προτέρων εισφοράς της δεν πληροί το κριτήριο της αναγκαιότητας, διότι, σε περίπτωση αφερεγγυότητας, οι πελάτες της έχουν δικαίωμα σε διαχωρισμό των περιουσιακών στοιχείων που καταπιστευματικώς διαχειρίζεται η ίδια, γεγονός που αποδεικνύει ότι υπάρχουν επαρκείς εγγυήσεις για την προστασία των πελατών αυτών.

169    Αφενός, η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να απορριφθεί για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτίθενται στη σκέψη 165 ανωτέρω.

170    Αφετέρου και εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι τα περιουσιακά στοιχεία και τα ρευστά των πελατών της θα καλύπτονταν σε περίπτωση αφερεγγυότητας από εγγυήσεις παρόμοιες προς εκείνες που καλύπτουν τα περιουσιακά στοιχεία και τα ρευστά των πελατών των επιχειρήσεων επενδύσεων, όπως αναφέρεται στις σκέψεις 75 έως 77 ανωτέρω.

171    Τέλος, η προσφεύγουσα δεν υπέβαλε στο Γενικό Δικαστήριο κανένα συγκεκριμένο στοιχείο που να αποδεικνύει ότι η προσμέτρηση των καταπιστευματικών υποχρεώσεών της στο πλαίσιο του υπολογισμού της εκ των προτέρων εισφοράς της θα συνεπαγόταν μειονεκτήματα προδήλως δυσανάλογα σε σχέση με τους σκοπούς που μνημονεύονται στη σκέψη 63 ανωτέρω.

172    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να απορριφθεί το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, και ο λόγος αυτός στο σύνολό του.

[παραλειπόμενα]

6.      Επί της αιτιολόγησης του καθορισμού του ετήσιου επιπέδου-στόχου

240    Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι η ελλιπής ή ανεπαρκής αιτιολογία συνιστά λόγο δημοσίας τάξεως τον οποίο ο δικαστής της Ένωσης μπορεί και μάλιστα οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως (βλ. απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., C‑89/08 P, EU:C:2009:742, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί και μάλιστα οφείλει να λάβει υπόψη και άλλες πλημμέλειες της αιτιολογίας πέραν εκείνων τις οποίες επικαλείται η προσφεύγουσα, μεταξύ άλλων στην περίπτωση που οι πλημμέλειες αυτές αποκαλύπτονται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.

241    Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν το ΕΣΕ παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης που υπέχει όσον αφορά τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου.

242    Προς τον σκοπό αυτόν, οι διάδικοι ανέπτυξαν προφορικώς, στο πλαίσιο μέτρου οργάνωσης της διαδικασίας και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τις απόψεις τους ως προς όλες τις πλημμέλειες της αιτιολογίας από τις οποίες ενδεχομένως πάσχει η προσβαλλόμενη απόφαση σε σχέση με τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου‑στόχου.

243    Κατόπιν της διευκρίνισης αυτής, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, έως το τέλος της οκταετούς αρχικής περιόδου που άρχεται την 1η Ιανουαρίου 2016 (στο εξής: αρχική περίοδος), τα διαθέσιμα στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικά μέσα πρέπει να φθάσουν στο τελικό επίπεδο‑στόχο, το οποίο αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 1 % του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων στον ΕΜΕ κρατών μελών (στο εξής: τελικό επίπεδο‑στόχος).

244    Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014, στην αρχική περίοδο, οι εκ των προτέρων εισφορές κατανέμονται όσο το δυνατόν ισομερώς χρονικά μέχρις ότου επιτευχθεί το προμνησθέν στη σκέψη 243 ανωτέρω τελικό επίπεδο‑στόχος, αλλά λαμβανομένης δεόντως υπόψη της φάσης του οικονομικού κύκλου, καθώς και του αντικτύπου των φιλοκυκλικών εισφορών στη χρηματοοικονομική θέση των ιδρυμάτων.

245    Το άρθρο 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014 διευκρινίζει ότι, κάθε έτος, οι εισφορές που οφείλονται από το σύνολο των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων στον ΕΜΕ κρατών μελών δεν υπερβαίνουν το 12,5 % του τελικού επιπέδου-στόχου.

246    Όσον αφορά τον τρόπο υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών, το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προβλέπει ότι το ΕΣΕ καθορίζει το ύψος τους με βάση το ετήσιο επίπεδο-στόχο, λαμβάνοντας υπόψη το τελικό επίπεδο-στόχο, και με βάση το μέσο ποσό, υπολογιζόμενο ανά τρίμηνο, των καλυπτόμενων καταθέσεων του προηγούμενου έτους όσον αφορά όλα τα ιδρύματα με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων στον ΕΜΕ κρατών μελών.

247    Ομοίως, κατά το άρθρο 4 του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81, το ΕΣΕ υπολογίζει την εκ των προτέρων εισφορά για κάθε ίδρυμα με βάση το ετήσιο επίπεδο-στόχο, το οποίο πρέπει να καθορίζεται σε σχέση με το τελικό επίπεδο‑στόχο και με τη μεθοδολογία που ορίζεται στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2015/63.

248    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 48 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ καθόρισε το ύψος του ετήσιου επιπέδου‑στόχου, ως προς την περίοδο συνεισφοράς 2021, σε 11 287 677 212,56 ευρώ.

249    Στις αιτιολογικές σκέψεις 36 και 37 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ εξήγησε εν συνόψει ότι το ετήσιο επίπεδο-στόχος έπρεπε να καθορίζεται βάσει ανάλυσης που να εστιάζει στην εξέλιξη των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά τα προηγούμενα έτη, σε οποιαδήποτε σχετική εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης καθώς και στους δείκτες που αφορούν τη φάση του οικονομικού κύκλου και στα αποτελέσματα φιλοκυκλικών εισφορών για τη χρηματοοικονομική κατάσταση των ιδρυμάτων. Εν συνεχεία, το ΕΣΕ έκρινε σκόπιμο να καθορίσει συντελεστή ο οποίος στηριζόταν στην ανάλυση αυτή και στα διαθέσιμα στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικά μέσα (στο εξής: συντελεστής). Το ΕΣΕ εφάρμοσε τον συντελεστή στο ένα όγδοο του μέσου ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά το έτος 2020 προκειμένου να υπολογίσει το ετήσιο επίπεδο-στόχο.

250    Το ΕΣΕ εξέθεσε τη μέθοδο που ακολούθησε για τον καθορισμό του συντελεστή στις αιτιολογικές σκέψεις 38 έως 47 της προσβαλλόμενης απόφασης.

251    Στην αιτιολογική σκέψη 38 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ διαπίστωσε μια σταθερή ανοδική τάση των καλυπτόμενων καταθέσεων ως προς όλα τα ιδρύματα των συμμετεχόντων στον ΕΜΕ κρατών μελών. Ειδικότερα, το μέσο ποσό των καταθέσεων αυτών, υπολογιζόμενο ανά τρίμηνο, ανερχόταν για το έτος 2020 σε 6,689 τρισεκατομμύρια ευρώ.

252    Στις αιτιολογικές σκέψεις 40 και 41 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ παρουσίασε την προβλεπόμενη εξέλιξη των καλυπτόμενων καταθέσεων για τα τρία εναπομένοντα έτη της αρχικής περιόδου, ήτοι από το 2021 έως το 2023. Εκτίμησε ότι οι ετήσιοι ρυθμοί αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων έως το τέλος της αρχικής περιόδου θα κυμαίνονταν μεταξύ 4 % και 7 %.

253    Στις αιτιολογικές σκέψεις 42 έως 45 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ παρουσίασε μια αξιολόγηση της φάσης του οικονομικού κύκλου και του δυνητικού φιλοκυκλικού αποτελέσματος που θα μπορούσαν να έχουν οι εκ των προτέρων εισφορές για την οικονομική κατάσταση των ιδρυμάτων. Επισήμανε ότι προς τούτο είχε λάβει υπόψη διάφορους δείκτες, όπως είναι η πρόβλεψη της Επιτροπής για την αύξηση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος και οι σχετικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή η πιστωτική ροή του ιδιωτικού τομέα ως ποσοστό του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος.

254    Στην αιτιολογική σκέψη 46 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν μεν εύλογο να αναμένεται περαιτέρω αύξηση των καλυπτόμενων καταθέσεων εντός της τραπεζικής ένωσης, αλλά ο ρυθμός της εν λόγω αύξησης θα ήταν χαμηλότερος από ό,τι το 2020. Συναφώς, το ΕΣΕ επισήμανε, στην αιτιολογική σκέψη 47 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι είχε υιοθετήσει «συνετή προσέγγιση» όσον αφορά τους ρυθμούς αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων για τα επόμενα έτη έως και το 2023.

255    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το ΕΣΕ καθόρισε, στην αιτιολογική σκέψη 48 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ύψος του συντελεστή στο 1,35 %. Στη συνέχεια, υπολόγισε το ύψος του ετήσιου επιπέδου-στόχου, πολλαπλασιάζοντας το μέσο ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά το έτος 2020 με τον ως άνω συντελεστή και διαιρώντας το γινόμενο διά του οκτώ, σύμφωνα με τον ακόλουθο μαθηματικό τύπο, που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 48 της εν λόγω απόφασης:

«Στόχος0 [ύψος του ετήσιου επιπέδου-στόχου] = Άθροισμα των καλυπτόμενων καταθέσεων2020 * 0,0135 * ⅛ = EUR 11 287 677 212,56».

256    Εντούτοις, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το ΕΣΕ επισήμανε ότι είχε καθορίσει το ετήσιο επίπεδο-στόχο για την περίοδο συνεισφοράς 2021 ως εξής.

257    Πρώτον, βάσει ανάλυσης προοπτικών, το ΕΣΕ καθόρισε το ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων στον ΕΜΕ κρατών μελών, το οποίο προβλεπόταν για το τέλος της αρχικής περιόδου, σε περίπου 7,5 τρισεκατομμύρια ευρώ. Για να καταλήξει στο ως άνω ποσό, το ΕΣΕ έλαβε υπόψη το μέσο ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά το έτος 2020, ήτοι 6,689 τρισεκατομμύρια ευρώ, έναν ετήσιο ρυθμό αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων της τάξεως του 4 % καθώς και τον αριθμό των περιόδων συνεισφοράς που υπολείπονταν μέχρι το τέλος της αρχικής περιόδου, δηλαδή τρεις.

258    Δεύτερον, σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, το ΕΣΕ υπολόγισε το 1 % του ως άνω ποσού των 7,5 τρισεκατομμυρίων ευρώ προκειμένου να καταλήξει στο εκτιμώμενο ύψος του τελικού επιπέδου-στόχου που έπρεπε να έχει επιτευχθεί κατά τη λήξη της αρχικής περιόδου, ήτοι περίπου 75 δισεκατομμύρια ευρώ.

259    Τρίτον, το ΕΣΕ αφαίρεσε από το τελευταίο αυτό ποσό τους οικονομικούς πόρους που ήταν ήδη διαθέσιμοι στο πλαίσιο του ΕΤΕ το 2021, ήτοι περίπου 42 δισεκατομμύρια ευρώ, προκειμένου να καταλήξει στο ποσό που απέμενε να εισπραχθεί κατά τις υπολειπόμενες περιόδους συνεισφοράς μέχρι το τέλος της αρχικής περιόδου, ήτοι από το 2021 έως το 2023. Το ποσό αυτό ανερχόταν σε περίπου 33 δισεκατομμύρια ευρώ.

260    Τέταρτον, το ΕΣΕ διαίρεσε το τελευταίο αυτό ποσό διά του τρία προκειμένου να το κατανείμει ομοιόμορφα μεταξύ των τριών υπολειπόμενων περιόδων συνεισφοράς. Κατά τον τρόπο αυτόν, το ετήσιο επίπεδο-στόχος για την περίοδο συνεισφοράς 2021 καθορίστηκε στο προμνησθέν στη σκέψη 248 ανωτέρω ύψος, ήτοι περίπου 11,287 δισεκατομμύρια ευρώ.

261    Το ΕΣΕ υποστήριξε επίσης κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι είχε δημοσιοποιήσει πληροφοριακά στοιχεία στα οποία είχε στηριχθεί η μέθοδος που περιγράφεται στις σκέψεις 257 έως 260 ανωτέρω και τα οποία παρείχαν στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να κατανοήσει τη μέθοδο με την οποία καθορίστηκε το ετήσιο επίπεδο-στόχος. Συγκεκριμένα, διευκρίνισε ότι είχε δημοσιεύσει στον ιστότοπό του, τον Μάιο του 2021, ήτοι μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά πριν από την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής, ενημερωτικό δελτίο με την ονομασία «Fact Sheet 2021» (στο εξής: ενημερωτικό δελτίο), στο οποίο αναγραφόταν το εκτιμώμενο ύψος του τελικού επιπέδου-στόχου. Ομοίως, το ΕΣΕ υποστήριξε ότι η πληροφορία σχετικά με το ύψος των διαθέσιμων στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικών μέσων ήταν επίσης προσβάσιμη μέσω του ιστότοπού του καθώς και μέσω άλλων δημόσιων πηγών, και μάλιστα πολύ πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.

262    Όσον αφορά το περιεχόμενο της υποχρέωσης αιτιολόγησης, από τη νομολογία προκύπτει ότι η αιτιολογία απόφασης την οποία λαμβάνει θεσμικό ή άλλο όργανο της Ένωσης πρέπει, ιδίως, να μην περιέχει αντιφάσεις, ούτως ώστε να παρέχει στους μεν ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να λάβουν γνώση του πραγματικού σκεπτικού της απόφασης προκειμένου να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου, στο δε αρμόδιο δικαστήριο τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του (πρβλ. αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 2008, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, C‑413/06 P, EU:C:2008:392, σκέψη 169 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, της 22ας Σεπτεμβρίου 2005, Suproco κατά Επιτροπής, T‑101/03, EU:T:2005:336, σκέψεις 20 και 45 έως 47, και της 16ης Δεκεμβρίου 2015, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T‑241/13, EU:T:2015:982, σκέψη 56).

263    Ομοίως, όταν το όργανο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση παρέχει ορισμένες εξηγήσεις σχετικά με το σκεπτικό της κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, οι εξηγήσεις πρέπει να αντιστοιχούν στις εκτιμήσεις που διατυπώνονται στην απόφαση (πρβλ. αποφάσεις της 22ας Σεπτεμβρίου 2005, Suproco κατά Επιτροπής, T‑101/03, EU:T:2005:336, σκέψεις 45 έως 47, και της 13ης Δεκεμβρίου 2016, Printeos κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑95/15, EU:T:2016:722, σκέψεις 54 και 55).

264    Ειδικότερα, εάν οι εκτιμήσεις που διατυπώνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν αντιστοιχούν προς τις εν λόγω εξηγήσεις που παρέχονται κατά την ένδικη διαδικασία, η αιτιολογία της απόφασης δεν εκπληρώνει τις λειτουργίες που υπενθυμίζονται στις σκέψεις 217 και 218 ανωτέρω. Ιδίως, μια τέτοια αναντιστοιχία εμποδίζει τους μεν ενδιαφερομένους να λάβουν γνώση του πραγματικού σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, πριν από την άσκηση της προσφυγής, και να προετοιμάσουν την άμυνά τους υπό το πρίσμα του σκεπτικού αυτού, τον δε δικαστή της Ένωσης να εντοπίσει τις αιτιολογίες που αποτέλεσαν το πραγματικό νομικό έρεισμα της απόφασης και να εξετάσει τη συμμόρφωσή τους προς τους εφαρμοστέους κανόνες.

265    Τέλος, υπενθυμίζεται ότι, όποτε το ΕΣΕ εκδίδει απόφαση για τον καθορισμό των εκ των προτέρων εισφορών, οφείλει να γνωστοποιεί στα ενδιαφερόμενα ιδρύματα τη μέθοδο υπολογισμού των εισφορών αυτών (βλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 122).

266    Το ίδιο πρέπει να ισχύει όσον αφορά τη μέθοδο καθορισμού του ετήσιου επιπέδου-στόχου, δεδομένου ότι το ύψος του έχει ουσιώδη σημασία για την όλη οικονομία της απόφασης. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το άρθρο 4 του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81, ο τρόπος υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών συνίσταται στον επιμερισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου μεταξύ όλων των ενδιαφερομένων ιδρυμάτων και επομένως η αύξηση ή η μείωση του ύψους του συνεπάγεται αντίστοιχη αύξηση ή μείωση της εκ των προτέρων εισφοράς καθενός από τα ιδρύματα αυτά.

267    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, εφόσον το ΕΣΕ υποχρεούται να παράσχει στα ιδρύματα, μέσω της προσβαλλόμενης απόφασης, εξηγήσεις σχετικά με τη μέθοδο καθορισμού του ετήσιου επιπέδου-στόχου, οι εξηγήσεις αυτές πρέπει να αντιστοιχούν προς τις εξηγήσεις τις οποίες παρέχει το ΕΣΕ κατά την ένδικη διαδικασία και οι οποίες αφορούν την πράγματι εφαρμοσθείσα μέθοδο.

268    Τούτο δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

269    Ειδικότερα, επισημαίνεται καταρχάς ότι ο μαθηματικός τύπος που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 48 της προσβαλλόμενης απόφασης παρουσιάζεται ως η βάση για τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου. Αποδεικνύεται όμως ότι ο τύπος αυτός δεν περιλαμβάνει τα στοιχεία της μεθόδου που πράγματι εφάρμοσε το ΕΣΕ, όπως η μέθοδος αυτή αποσαφηνίστηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 257 έως 260 ανωτέρω, το ΕΣΕ προσδιόρισε το ύψος του ετήσιου επιπέδου-στόχου, στο πλαίσιο της μεθόδου αυτής, αφαιρώντας από το τελικό επίπεδο-στόχο τα χρηματοδοτικά μέσα που ήταν διαθέσιμα στο πλαίσιο του ΕΤΕ, προκειμένου να υπολογίσει το ποσό που απέμενε να εισπραχθεί μέχρι το τέλος της αρχικής περιόδου, και διαιρώντας το τελευταίο αυτό ποσό διά του τρία. Πλην όμως, τα δύο αυτά βήματα του υπολογισμού ουδόλως αποτυπώνονται στον εν λόγω μαθηματικό τύπο.

270    Εξάλλου, η διαπίστωση αυτή δεν ανατρέπεται από το επιχείρημα του ΕΣΕ το οποίο συνίσταται στο ότι δημοσίευσε, τον Μάιο του 2021, το ενημερωτικό δελτίο, το οποίο περιείχε εύρος τιμών όσον αφορά το πιθανό ύψος του τελικού επιπέδου‑στόχου, καθώς και, στον ιστότοπό του, το ποσό των διαθέσιμων στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικών μέσων. Ειδικότερα, ανεξαρτήτως του αν η προσφεύγουσα γνώριζε πράγματι τα ποσά αυτά, δεν μπορούσε βάσει των εν λόγω ποσών να διαγνώσει ότι οι δύο προμνησθείσες στη σκέψη 269 ανωτέρω μαθηματικές πράξεις είχαν όντως εκτελεστεί από το ΕΣΕ, διευκρινιζομένου επιπλέον ότι ο μαθηματικός τύπος που εκτίθετο στην αιτιολογική σκέψη 48 της προσβαλλόμενης απόφασης ούτε καν τις ανέφερε.

271    Παρόμοιες ανακολουθίες χαρακτηρίζουν επίσης τον τρόπο με τον οποίο καθορίστηκε ο συντελεστής του 1,35 %, ο οποίος διαδραματίζει ωστόσο βασικό ρόλο στον προμνησθέντα στη σκέψη 255 ανωτέρω μαθηματικό τύπο. Ειδικότερα, ο συντελεστής αυτός θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι βασίζεται, μεταξύ άλλων παραμέτρων, στην προβλεπόμενη αύξηση των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά τα υπολειπόμενα έτη της αρχικής περιόδου. Όπως όμως δέχθηκε το ΕΣΕ κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο συντελεστής αυτός καθορίστηκε κατά τρόπον ώστε να μπορεί να δικαιολογήσει το αποτέλεσμα του υπολογισμού του ύψους του ετήσιου επιπέδου-στόχου, ήτοι αφού το ΕΣΕ υπολόγισε το ύψος αυτό κατ’ εφαρμογήν των τεσσάρων βημάτων που εκτίθενται στις σκέψεις 257 έως 260 ανωτέρω και, ιδίως, με διαίρεση διά του τρία του ποσού που προκύπτει από την αφαίρεση των διαθέσιμων στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικών μέσων από το τελικό επίπεδο-στόχο. Πλην όμως, ο συγκεκριμένος τρόπος ενέργειας ουδόλως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση.

272    Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι, βάσει του ενημερωτικού δελτίου, το ύψος του εκτιμώμενου τελικού επιπέδου-στόχου εντασσόταν σε εύρος τιμών μεταξύ 70 και 75 δισεκατομμυρίων ευρώ. Το εν λόγω εύρος τιμών τελεί σε αναντιστοιχία με το εμφαινόμενο στην αιτιολογική σκέψη 41 της προσβαλλόμενης απόφασης εύρος τιμών όσον αφορά τον ρυθμό αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων, το οποίο κυμαίνεται μεταξύ 4 % και 7 %. Ειδικότερα, το ΕΣΕ δήλωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι, προκειμένου να καθορίσει το ετήσιο επίπεδο‑στόχο, είχε λάβει υπόψη ρυθμό αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων της τάξεως του 4 % –δηλαδή τη χαμηλότερη τιμή του δεύτερου εύρους τιμών– και είχε καταλήξει κατά τον τρόπο αυτόν σε εκτιμώμενο τελικό επίπεδο-στόχο ύψους 75 δισεκατομμυρίων ευρώ –το οποίο αποτελούσε την υψηλότερη τιμή του πρώτου εύρους τιμών. Προκύπτει επομένως μια αναντιστοιχία ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο εύρος τιμών. Ειδικότερα, αφενός, το εύρος τιμών που αφορά τον ρυθμό μεταβολής των καλυπτόμενων καταθέσεων περιλαμβάνει επίσης τιμές υψηλότερες του συντελεστή 4 %, οι οποίες όμως, αν είχαν εφαρμοστεί, θα συνεπάγονταν εκτιμώμενο ύψος του τελικού επιπέδου‑στόχου υψηλότερο από εκείνα που περιλαμβάνονται στο εύρος τιμών του τελικού επιπέδου‑στόχου. Αφετέρου, είναι αδύνατο για την προσφεύγουσα να κατανοήσει τον λόγο για τον οποίο το ΕΣΕ περιέλαβε στο εύρος τιμών του τελικού επιπέδου‑στόχου ποσά χαμηλότερα των 75 δισεκατομμυρίων ευρώ. Ειδικότερα, για να προκύψουν τέτοια ποσά, θα έπρεπε να είχε εφαρμοστεί συντελεστής χαμηλότερος του 4 %, ο οποίος ωστόσο δεν περιλαμβάνεται στο εύρος τιμών του ρυθμού αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων. Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί τον τρόπο με τον οποίο το ΕΣΕ είχε χρησιμοποιήσει το σχετικό με τον ρυθμό μεταβολής των καταθέσεων αυτών εύρος τιμών προκειμένου να υπολογίσει το εκτιμώμενο τελικό επίπεδο-στόχο.

273    Επομένως, όσον αφορά τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου, η μέθοδος την οποία πράγματι εφάρμοσε το ΕΣΕ, όπως η μέθοδος αυτή αποσαφηνίστηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν αντιστοιχεί στη μέθοδο που περιγράφεται στην προσβαλλόμενη απόφαση και ως εκ τούτου το πραγματικό σκεπτικό βάσει του οποίου καθορίστηκε το εν λόγω επίπεδο-στόχος δεν μπορούσε να προσδιοριστεί βάσει της προσβαλλόμενης απόφασης ούτε από τα ιδρύματα ούτε από το Γενικό Δικαστήριο.

274    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη όσον αφορά τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου‑στόχου. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί για τον λόγο αυτόν.

Γ.      Συμπέρασμα

275    Κατόπιν της αυτεπάγγελτης εξέτασης που διεξήγαγε το Γενικό Δικαστήριο, διαπιστώνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη όσον αφορά τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου‑στόχου. Δεδομένου ότι οι ως άνω πλημμέλειες είναι αφ’ εαυτών ικανές να επισύρουν την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, αυτή πρέπει να ακυρωθεί κατά το μέρος που αφορά την προσφεύγουσα.

[παραλειπόμενα]

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση SRB/ES/2021/22 του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ), της 14ης Απριλίου 2021, σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης για το 2021, κατά το μέρος που αφορά τη Max Heinr. Sutor OHG.

2)      Τα αποτελέσματα της απόφασης SRB/ES/2021/22, κατά το μέρος που αφορά τη Max Heinr. Sutor OHG, διατηρούνται σε ισχύ έως την έναρξη ισχύος, εντός εύλογης προθεσμίας η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι μήνες από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας απόφασης, νέας απόφασης του ΕΣΕ περί καθορισμού της εκ των προτέρων εισφοράς του ιδρύματος αυτού προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης για το έτος 2021.

3)      Το ΕΣΕ φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Max Heinr. Sutor OHG.

Kornezov

De Baere

Petrlík

Kecsmár

 

      Kingston

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 8 Μαΐου 2024.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.


1      Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις της παρούσας απόφασης των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.