Language of document : ECLI:EU:T:2011:605

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 19ης Οκτωβρίου 2011 (*)

«Μη εκτέλεση αποφάσεως του Δικαστηρίου διαπιστώνουσας παράβαση κράτους μέλους – Χρηματική ποινή – Λήψη ορισμένων μέτρων από το κράτος μέλος – Αίτημα πληρωμής – Αρμοδιότητα της Επιτροπής – Αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου»

Στην υπόθεση T-139/06,

Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους E. Belliard, G. de Bergues και S. Gasri, στη συνέχεια δε από τους E. Belliard, G. de Bergues και B. Cabouat,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από τους T. van Rijn, K. Banks και F. Clotuche-Duvieusart,

καθής,

υποστηριζόμενης από το

Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο από τις S. Behzadi-Spencer, T. Harris και C. Murrell,

παρεμβαίνον,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως C (2006) 659 τελικό της Επιτροπής, της 1ης Μαρτίου 2006, αφορώσας αίτημα πληρωμής των χρηματικών ποινών που οφείλονται σε εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2005, C-304/02, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 2005, σ. I-6263),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Moavero Milanesi, πρόεδρο, N. Wahl και S. Soldevila Fragoso (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: N. Rosner, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Μαΐου 2011,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Με απόφαση της 11ης Ιουνίου 1991, C-64/88, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 1991, σ. I-2727, στο εξής: απόφαση της 11ης Ιουνίου 1991), το Δικαστήριο αποφάσισε τα ακόλουθα:

«Η Γαλλική Δημοκρατία, μη εξασφαλίζοντας από το 1984 έως το 1987 έναν έλεγχο που να εγγυάται την τήρηση των κοινοτικών τεχνικών μέτρων για τη διατήρηση των αλιευτικών πόρων που προβλέπονται από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 171/83 του Συμβουλίου, της 25ης Ιανουαρίου 1983, καθώς και από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3094/86 του Συμβουλίου, της 7ης Οκτωβρίου 1986, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 1 του κανονισμού 2057/82 του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1982, περί θεσπίσεως ορισμένων μέτρων ελέγχου των αλιευτικών δραστηριοτήτων που ασκούνται από σκάφη των κρατών μελών, καθώς και από το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2241/87 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1987, για τη θέσπιση ορισμένων μέτρων ελέγχου για τις αλιευτικές δραστηριότητες.»

2        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 27 Αυγούστου 2002, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε προσφυγή, δυνάμει του άρθρου 228 ΕΚ, με αίτημα να διαπιστωθεί ότι η Γαλλική Δημοκρατία δεν συμμορφώθηκε προς τις υποχρεώσεις που της επέβαλε η απόφαση της 11ης Ιουνίου 1991 και να υποχρεωθεί στην καταβολή χρηματικής ποινής.

3        Με απόφαση της 12ης Ιουλίου 2005, C-304/02, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 2005, σ. I-6263, στο εξής: απόφαση της 12ης Ιουλίου 2005), το Δικαστήριο αποφάσισε τα ακόλουθα:

«1)      Η Γαλλική Δημοκρατία, μη εξασφαλίζοντας έλεγχο των αλιευτικών δραστηριοτήτων σύμφωνα με τις επιταγές των κοινοτικών διατάξεων και μη εξασφαλίζοντας τη δίωξη των παραβάσεων της ρυθμίσεως περί αλιευτικών δραστηριοτήτων σύμφωνα με τις επιταγές των κοινοτικών διατάξεων, δεν εφάρμοσε όλα τα μέτρα τα οποία συνεπαγόταν η εκτέλεση της αποφάσεως της 11ης Ιουνίου 1991 […] και, ως εκ τούτου, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 228 ΕΚ.

2)      Υποχρεώνει τη Γαλλική Δημοκρατία να καταβάλλει στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στον λογαριασμό “΄Ιδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Κοινότητας”, χρηματική ποινή ύψους 57 761 250 ευρώ, ανά εξάμηνο από της δημοσιεύσεως της παρούσας αποφάσεως, εφόσον, λήγοντος του εκάστοτε εξαμήνου, η προαναφερθείσα απόφαση της 11ης Ιουνίου 1991 […] δεν έχει ακόμη εκτελεσθεί πλήρως.

3)      Υποχρεώνει τη Γαλλική Δημοκρατία να καταβάλει στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στον λογαριασμό “΄Ιδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Κοινότητας”, κατ’ αποκοπήν ποσό 20 000 000 ευρώ.

4)      Καταδικάζει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.»

4        Με το σημείωμα JUR JM 1128/2005 της 29ης Ιουλίου 2005, οι γαλλικές αρχές πληροφόρησαν την Επιτροπή για τα μέτρα που είχαν λάβει από το 2003 σχετικά με την ενίσχυση των ελέγχων στον τομέα της κοινής αλιευτικής πολιτικής, όσον αφορά ειδικότερα τον έλεγχο του επιτρεπόμενου μεγέθους των αλιευμάτων, ανακοινώνοντάς της τα σχέδια ελέγχου των αλιευτικών δραστηριοτήτων για τα έτη 2004 και 2005.

5        Η Επιτροπή απάντησε στις γαλλικές αρχές με το σημείωμα FISH/D/3/AC/mrh D(2005) 10572 της 28ης Σεπτεμβρίου 2005, με το οποίο ανέφερε ότι τα πληροφοριακά στοιχεία που της υποβλήθηκαν δεν της παρέχουν τη δυνατότητα να διαπιστώσει πλήρη εκτέλεση της αποφάσεως της 12ης Ιουλίου 2005. Με το ίδιο σημείωμα, η Επιτροπή ζήτησε επιπροσθέτως από τις γαλλικές αρχές να της γνωστοποιήσουν το συντομότερο ορισμένες πληροφορίες τις οποίες έκρινε αναγκαίες για να εκτιμήσει τον βαθμό εκτελέσεως της αποφάσεως αυτής.

6        Οι γαλλικές αρχές ανταποκρίθηκαν στο αίτημα αυτό με το σημείωμα JUR SJ 1808/05 της 15ης Δεκεμβρίου 2005.

7        Η Επιτροπή έκρινε ότι οι σχετικές απαντήσεις ήταν ατελείς και διευκρίνισε συναφώς στις γαλλικές αρχές, με το σημείωμα FISH/D/3/AC/mhr D(2005) της 23ης Δεκεμβρίου 2005, τα έγγραφα που έπρεπε να αποστείλουν οι αρχές αυτές.

8        Οι γαλλικές αρχές απάντησαν στην Επιτροπή με το σημείωμα JUR SJ 42/06 της 16ης Ιανουαρίου 2006.

9        Επιπροσθέτως, η Επιτροπή διενήργησε, από τον Οκτώβριο μέχρι τον Δεκέμβριο του 2005, πέντε ελέγχους, εκ των οποίων οι τρεις ήταν απροειδοποίητοι. Οι εκθέσεις των ελέγχων αυτών διαβιβάστηκαν στις γαλλικές αρχές στις 21 και στις 23 Δεκεμβρίου 2005.

10      Οι γαλλικές αρχές υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί των ως άνω εκθέσεων με το σημείωμα JUR SJ 43/06 της 16ης Ιανουαρίου 2006.

11      Με το σημείωμα JUR SJ 212/06 της 15ης Φεβρουαρίου 2006, οι γαλλικές αρχές ενημέρωσαν τα στοιχεία που είχαν διαβιβάσει στην Επιτροπή με τα ανωτέρω σημειώματα.

12      Εξάλλου, διενεργήθηκαν δύο συσκέψεις μεταξύ των υπηρεσιών της Επιτροπής και των γαλλικών αρχών στις 18 Ιουλίου και στις 12 Οκτωβρίου 2005.

13      Τέλος, η Επιτροπή προέβη σε δύο νέους ελέγχους μεταξύ 7 και 9 Φεβρουαρίου 2006.

14      Οι εκθέσεις ελέγχου διαβιβάστηκαν στις γαλλικές αρχές στις 21 Φεβρουαρίου 2006, οι οποίες αντέδρασαν στις εν λόγω εκθέσεις με το σημείωμα AGRAP-RP/162/06, με ημερομηνία 7 Μαρτίου 2006, αποσταλέν όμως στην Επιτροπή με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ήδη στις 24 Φεβρουαρίου 2006.

15      Η Επιτροπή έκρινε ότι η Γαλλική Δημοκρατία δεν είχε εκτελέσει πλήρως την απόφαση της 12ης Ιουλίου 2005 και, κατά συνέπεια, της κοινοποίησε, στις 2 Μαρτίου 2006, την απόφαση C (2006) 659, τελικό, της 1ης Μαρτίου 2006, αφορώσα αίτημα καταβολής ποσού 57 761 250 ευρώ προς εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

16      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 12 Μαΐου 2006, η Γαλλική Δημοκρατία άσκησε την παρούσα προσφυγή.

17      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 5 Σεπτεμβρίου 2006, το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα διαδικασία υπέρ της Επιτροπής. Με διάταξη της 12ης Οκτωβρίου 2006, ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου δέχθηκε την παρέμβαση αυτή. Το Ηνωμένο Βασίλειο κατέθεσε το υπόμνημά του και οι λοιποί διάδικοι κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επ’ αυτού εντός των ταχθεισών προθεσμιών.

18      Δεδομένου ότι η σύνθεση των τμημάτων του Πρωτοδικείου τροποποιήθηκε, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο έκτο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε κατά συνέπεια η υπό κρίση υπόθεση.

19      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, κάλεσε τους διαδίκους να απαντήσουν εγγράφως, πριν από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, σε μια ερώτηση αφορώσα την ενδεχόμενη επιρροή της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της 29ης Μαρτίου 2011, T-33/09, Πορτογαλία κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή), επί της παρούσας διαφοράς. Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 12ης Μαΐου 2011, με εξαίρεση το Ηνωμένο Βασίλειο που δεν μετέσχε σε αυτή.

20      Η Γαλλική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        επικουρικώς, να μειώσει το ποσό της χρηματικής ποινής·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων ή, σε περίπτωση μειώσεως του ποσού της χρηματικής ποινής από το Γενικό Δικαστήριο, να καταδικάσει κάθε διάδικο στα δικαστικά έξοδά του.

21      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή της Γαλλικής Δημοκρατίας·

–        να καταδικάσει τη Γαλλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

22      Το Ηνωμένο Βασίλειο, παρεμβαίνον υπέρ της Επιτροπής, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή.

 Σκεπτικό

23      Η Γαλλική Δημοκρατία προβάλλει τέσσερις λόγους, που αφορούν αναρμοδιότητα της Επιτροπής να ζητήσει την καταβολή χρηματικής ποινής, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, εσφαλμένη εκτίμηση των ληφθέντων μέτρων για τη συμμόρφωση προς τις αποφάσεις του Δικαστηρίου και το γεγονός ότι η Επιτροπή όφειλε να ορίσει μικρότερο ποσό χρηματικής ποινής.

 Επί του πρώτου λόγου, που αφορά αναρμοδιότητα της Επιτροπής

24      Κατ’ ουσίαν, η Γαλλική Δημοκρατία φρονεί ότι οι Συνθήκες δεν παρέχουν στην Επιτροπή αρμοδιότητα να ζητεί την καταβολή χρηματικής ποινής βάσει του άρθρου 228 ΕΚ και ότι ο μόνος δυνατός τρόπος ενεργείας είναι η άσκηση από την Επιτροπή νέας προσφυγής λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ.

25      Διαπιστώνεται, εισαγωγικώς, ότι η Συνθήκη ΕΚ δεν καθορίζει τους τρόπους εκτελέσεως της αποφάσεως που εκδίδει το Δικαστήριο κατόπιν της διαδικασίας την οποία προβλέπει το άρθρο 228 ΕΚ, ειδικότερα όταν επιβάλλεται χρηματική ποινή (απόφαση Πορτογαλία κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 61).

26      Καίτοι, βεβαίως, οι διαδικασίες που προβλέπουν τα άρθρα 226 ΕΚ και 228 ΕΚ έχουν τον ίδιο σκοπό, ήτοι την εξασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εντούτοις είναι διαφορετικές και έχουν διαφορετικό αντικείμενο.

27      Συγκεκριμένα, η διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 226 ΕΚ αποσκοπεί στο να διαπιστωθεί, με σκοπό να παύσει, συμπεριφορά κράτους μέλους που συνιστά παράβαση του δικαίου της Ένωσης (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 7ης Φεβρουαρίου 1979, 15/76 και 16/76, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 141, σκέψη 27, και της 6ης Δεκεμβρίου 2007, C-456/05, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 2007, σ. I-10517, σκέψη 25), ενώ το αντικείμενο της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 228 ΕΚ είναι πολύ πιο περιορισμένο, καθόσον αυτή αποσκοπεί απλώς να παρακινήσει το κράτος μέλος που δεν έχει συμμορφωθεί προς απόφαση του Δικαστηρίου επί προσφυγής λόγω παραβάσεως να εκτελέσει την απόφαση αυτή (απόφαση της 12ης Ιουλίου 2005, σκέψη 80).

28      Επομένως, όταν το Δικαστήριο διαπιστώνει, με απόφαση εκδιδόμενη βάσει του άρθρου 226 ΕΚ, ότι κράτος μέλος έχει παραβεί τις υποχρεώσεις του, η συνέχιση των διαπραγματεύσεων μεταξύ του κράτους μέλους αυτού και της Επιτροπής δεν θα έχει πλέον ως αντικείμενο την ύπαρξη της παραβάσεως –η οποία ακριβώς έχει ήδη διαπιστωθεί από το Δικαστήριο– αλλά το ζήτημα αν πληρούνται οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την άσκηση προσφυγής βάσει του άρθρου 228 ΕΚ (απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Σεπτεμβρίου 2010, C-514/07 P, C-528/07 P και C-532/07 P, Σουηδία κατά API και Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 118 έως 120).

29      Εν προκειμένω, με απόφαση της 12ης Ιουλίου 2005, το Δικαστήριο διαπίστωσε παράβαση του άρθρου 228 ΕΚ εκ μέρους της Γαλλικής Δημοκρατίας και την υποχρέωσε να καταβάλλει στην Επιτροπή, στον λογαριασμό «Ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Κοινότητας», χρηματική ποινή 57 761 250 ευρώ για κάθε περίοδο έξι μηνών από της δημοσιεύσεως της εν λόγω αποφάσεως, κατά τη λήξη της οποίας η καθής δεν θα έχει εκτελέσει πλήρως την απόφαση της 11ης Ιουνίου 1991.

30      Από το διατακτικό της αποφάσεως της 12ης Ιουλίου 2005 προκύπτει ότι το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ειδικής διαδικασίας εκτελέσεως των αποφάσεων του την οποία προβλέπει το άρθρο 228, παράγραφος 2, ΕΚ, που λογίζεται ως μέσο αναγκαστικής εκτελέσεως (απόφαση της 12ης Ιουλίου 2005, σκέψη 92), προσδιόρισε συγκεκριμένα τόσο το ύψος της χρηματικής ποινής όσο και την αρμόδια για την είσπραξή της διοικητική αρχή.

31      Τηρουμένης της διαδικασίας που προβλέπει η Συνθήκη, κατόπιν προσφυγής της Επιτροπής στηριζόμενης στο άρθρο 226 ΕΚ, το Δικαστήριο καταδίκασε τη Γαλλική Δημοκρατία λόγω παραβάσεως, με απόφαση της 11ης Ιουνίου 1991. Κατόπιν προσφυγής της Επιτροπής στηριζόμενης στο άρθρο 228 ΕΚ, το Δικαστήριο διαπίστωσε τη μη εκτέλεση της πρώτης αυτής αποφάσεώς του και υποχρέωσε τη Γαλλική Δημοκρατία στην καταβολή χρηματικής ποινής και κατ’ αποκοπήν ποσού προκειμένου να την παρακινήσει να συμμορφωθεί το συντομότερο δυνατό προς την απόφαση της 11ης Ιουνίου 1991.

32      Κατά τα άρθρα 226 ΕΚ έως 228 ΕΚ, ο καθορισμός των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των κρατών μελών και η κρίση επί της συμπεριφοράς τους μπορούν να προέρχονται μόνον από απόφαση του Δικαστηρίου (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, C-191/95, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1998, σ. I-5449, σκέψη 45· βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Μαΐου 1981, 142/80 και 143/80, Essevi και Salengo, Συλλογή 1981, σ. 1413, σκέψεις 15 και 16). Δεδομένου ότι το Δικαστήριο έχει σαφώς προσδιορίσει τις υποχρεώσεις της Γαλλικής Δημοκρατίας με την απόφαση της 12ης Ιουλίου 2005, θα ήταν αντίθετο προς το πνεύμα της Συνθήκης και προς τον σκοπό του μηχανισμού που προβλέπει το άρθρο 228 ΕΚ να επιβληθεί στην Επιτροπή η άσκηση νέας προσφυγής λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ.

33      Με την απόφαση της 12ης Ιουλίου 2005, αφενός, το κατ’ αποκοπήν ποσό στην καταβολή του οποίου υποχρεώθηκε η Γαλλική Δημοκρατία κατέστη αμέσως απαιτητό, ως κύρωση λόγω της καθυστερήσεως των γαλλικών αρχών να εκτελέσουν πλήρως την απόφαση της 11ης Ιουνίου 1991, και, αφετέρου, για την καταβολή της ενδεχόμενης χρηματικής ποινής προβλέφθηκε ως προϋπόθεση η ανά εξάμηνο διαπίστωση από την Επιτροπή της παραλείψεως πλήρους εκτελέσεως της εν λόγω αποφάσεως. Στο πλαίσιο του άρθρου 228 ΕΚ, η απόφαση της 12ης Ιουλίου 2005 παρέχει αρμοδιότητα στην Επιτροπή να προβεί στη σχετική διαπίστωση κατά τρόπο αυτόνομο, ενώ η Γαλλική Δημοκρατία έχει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει τη διαπίστωση της μη εκτελέσεως με προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, όπως συμβαίνει στην υπό κρίση υπόθεση. Στο πλαίσιο της προσφυγής αυτής, η Γαλλική Δημοκρατία έχει τη δυνατότητα να αποδείξει ότι η Επιτροπή υπερέβη τα όρια της εντολής που έλαβε από το Δικαστήριο και ότι έλαβε συγκεκριμένα μέτρα, μετά από τον εξαμηνιαίο έλεγχο, προς πλήρη εκτέλεση της αποφάσεως της 11ης Ιουνίου 1991 με την οποία διαπιστώθηκε η παράβασή της.

34      Επιπλέον, οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 248, σ. 1), όπως διευκρινίστηκαν με τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού 1605/2002 (ΕΕ L 357, σ. 1), παρέχουν έννομη βάση στην προσβαλλόμενη απόφαση, όσον αφορά τις λεπτομέρειες εφαρμογής της εισπράξεως χρηματικής ποινής και κατ’ αποκοπήν ποσού. Πράγματι, δυνάμει της αποφάσεως της 12ης Ιουλίου 2005, η Γαλλική Δημοκρατία υποχρεώνεται στην καταβολή χρηματικής ποινής και κατ’ αποκοπή ποσού στην Επιτροπή, στον λογαριασμό «΄Ιδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Κοινότητας».

35      Το άρθρο 274 ΕΚ ορίζει ότι «[η] Επιτροπή εκτελεί τον προϋπολογισμό, σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού που εκδίδεται σε εκτέλεση του άρθρου 279 ΕΚ». Εξάλλου, το άρθρο 60 του κανονισμού 1605/2002 προβλέπει ότι ο διατάκτης είναι επιφορτισμένος να εφαρμόζει τους σχετικούς με τα έσοδα κανόνες και, ιδίως, να διαπιστώνει την ύπαρξη δικαιωμάτων προς είσπραξη και να εκδίδει διαταγές εισπράξεως. Τέλος, το άρθρο 78, παράγραφος 1, του κανονισμού 2342/2002 εκθέτει περαιτέρω ότι η εκ μέρους του διατάκτη βεβαίωση απαιτήσεως είναι η αναγνώριση του δικαιώματος έναντι ενός οφειλέτη και η κατάρτιση του τίτλου με τον οποίο μπορεί να απαιτηθεί από τον οφειλέτη αυτόν η καταβολή του χρέους του.

36      Εν προκειμένω, ο διατάκτης, δηλαδή η Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 59, παράγραφος 1, του κανονισμού 1605/2002, εξακριβώνει την ύπαρξη της οφειλής και, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις απαιτητού αυτής, ζητεί από τη Γαλλική Δημοκρατία την καταβολή της σε εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου.

37      Καθόσον απόφαση του Δικαστηρίου, εκδιδόμενη δυνάμει του άρθρου 228, παράγραφος 2, ΕΚ, επιβάλλει σε κράτος μέλος την υποχρέωση να καταβάλει στην Επιτροπή, στον λογαριασμό «Ίδιοι πόροι της Ευρωπαϊκής Κοινότητας», χρηματική ποινή και καθόσον, δυνάμει του άρθρου 274 ΕΚ, η Επιτροπή εκτελεί τον προϋπολογισμό, σε αυτήν εναπόκειται να εισπράττει τα οφειλόμενα υπέρ του προϋπολογισμού της Ένωσης ποσά κατ’ εφαρμογήν της δικαστικής αποφάσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις των κανονισμών που εκδίδονται προς εκτέλεση του άρθρου 279 ΕΚ (απόφαση Πορτογαλία κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 62).

38      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η Επιτροπή είναι καταρχήν αρμόδια να απαιτήσει την καταβολή χρηματικής ποινής που καθόρισε το Δικαστήριο και, κατά συνέπεια, ότι ο λόγος που αφορά αναρμοδιότητα της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί.

39      Εντούτοις, η Γαλλική Δημοκρατία υποστήριξε περαιτέρω, με την απάντησή της σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι, καίτοι η Επιτροπή πρέπει να έχει τη δυνατότητα εκτιμήσεως των μέτρων που έλαβε το κράτος μέλος για να συμμορφωθεί προς την απόφαση του Δικαστηρίου, εντούτοις «η Επιτροπή [οφείλει] να περιορίζεται στον έλεγχο της πρόδηλης μη εκτελέσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου».

40      Συναφώς, από τη σκέψη 82 της προαναφερθείσας αποφάσεως Πορτογαλία κατά Επιτροπής προκύπτει ότι η άσκηση της ως άνω εξουσίας εκτιμήσεως από την Επιτροπή δεν μπορεί να θίγει ούτε τα δικαιώματα –και, ειδικότερα, τα διαδικαστικά δικαιώματα– των κρατών μελών, όπως αυτά απορρέουν από τη διαδικασία του άρθρου 226 ΕΚ, ούτε την αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφαίνεται επί της συμφωνίας εθνικής νομοθεσίας προς το κοινοτικό δίκαιο. Επομένως, στο πλαίσιο ιδίως του τρίτου λόγου που προέβαλε η Γαλλική Δημοκρατία και αφορά εσφαλμένη εκτίμηση των ληφθέντων μέτρων, πρέπει να εξεταστεί η εκ μέρους της Επιτροπής τήρηση των ορίων της εξουσίας εκτιμήσεώς της, όπως αυτά προσδιορίζονται με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου.

 Επί του δευτέρου λόγου, που αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

41      Η Γαλλική Δημοκρατία προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν της παρέσχε τη δυνατότητα να διατυπώσει δεόντως την άποψή της, πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, επί του υποστατού και της βαρύτητας των πραγματικών περιστατικών, των αιτιάσεων και των περιστάσεων που επικαλείται η τελευταία. Φρονεί ότι, για να είναι η ίδια σε θέση να υποβάλει δεόντως τις παρατηρήσεις της, η Επιτροπή όφειλε να της γνωστοποιήσει τα κριτήρια επί των οποίων επρόκειτο να στηρίξει την εκτίμησή της περί του αν η προσφεύγουσα είχε εκτελέσει πλήρως την απόφαση της 12ης Ιουλίου 2005.

42      Μολονότι το άρθρο 228 ΕΚ δεν ορίζει τον χρόνο εντός του οποίου πρέπει να εκτελεστεί απόφαση του Δικαστηρίου διαπιστώνουσα παράβαση κράτους μέλους, εντούτοις από πάγια νομολογία προκύπτει ότι το συμφέρον της άμεσης και ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης επιτάσσει ότι η εκτέλεση αυτή πρέπει να αρχίζει αμέσως και να ολοκληρώνεται το συντομότερο δυνατόν (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Δεκεμβρίου 2008, C-121/07, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2008, σ. I-9159, σκέψη 21 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

43      Από το πνεύμα της Συνθήκης και τη σχέση μεταξύ των άρθρων 226 ΕΚ και 228 ΕΚ προκύπτει ότι απόφαση του Δικαστηρίου που διαπιστώνει παράβαση κράτους μέλους, καθώς και επακόλουθη απόφαση που διαπιστώνει την παράλειψη πλήρους εκτελέσεως της πρώτης αποφάσεως, πρέπει να λογίζονται ως νομικό πλαίσιο παρέχον τη δυνατότητα στο κράτος μέλος να προσδιορίσει επακριβώς τα αναγκαία μέτρα που οφείλει να λάβει προκειμένου να συμμορφωθεί προς το δίκαιο της Ένωσης.

44      Κατόπιν της αποφάσεως της 12ης Ιουλίου 2005, η Γαλλική Δημοκρατία όφειλε να παρουσιάσει στην Επιτροπή συγκεκριμένα αποτελέσματα, που να προκύπτουν από παλαιότερα και, ενδεχομένως, νέα μέτρα, ώστε να είναι σε θέση να απαντήσει στις αιτιάσεις που δέχθηκε ως βάσιμες το Δικαστήριο και να αποδείξει με τον τρόπο αυτόν την πλήρη εκτέλεση της αποφάσεως της 11ης Ιουνίου 1991. Μολονότι πρέπει πάντοτε να επιδιώκεται ο εποικοδομητικός διάλογος μεταξύ κράτους μέλους και Επιτροπής στο πλαίσιο της υποχρεώσεως ειλικρινούς συνεργασίας η οποία απορρέει από το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ και την οποία υπέχουν τόσο τα κράτη μέλη όσο και τα όργανα της Ένωσης, εντούτοις μια νέα καταδίκη από το Δικαστήριο επιβάλλει στο κράτος μέλος να λάβει την πρωτοβουλία συμμορφώσεώς του προς τις υποχρεώσεις που υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης και να ενημερώσει σχετικά την Επιτροπή, ως το θεσμικό όργανο που είναι επιφορτισμένο με την επίβλεψη της δέουσας εφαρμογής του δικαίου αυτού από τα κράτη μέλη.

45      Όσον αφορά την εκτίμηση της ορθής εκτελέσεως της αποφάσεως της 11ης Ιουνίου 1991, τα κριτήρια εκτιμήσεως που χρησιμοποιήθηκαν προς τούτο καθορίστηκαν από το Δικαστήριο με την απόφαση της 12ης Ιουλίου 2005. Επιπλέον, η Επιτροπή διευκρίνισε τα κριτήρια αυτά κατά τη διάρκεια της συναντήσεως της 18ης Ιουλίου 2005, καθώς και με το σημείωμά της της 28ης Σεπτεμβρίου 2005, εντός ευλόγου χρόνου, ήτοι εντός δύο μηνών μετά τη δημοσίευση της αποφάσεως της 12ης Ιουλίου 2005, παρέχοντας με τον τρόπο αυτόν τη δυνατότητα στις γαλλικές αρχές να εκφράσουν την άποψή τους δύο φορές επί των εφαρμοζομένων κριτηρίων. Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός ότι οι ως άνω αρχές φρονούν ότι δεν μπόρεσαν να εκφράσουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με τον πρόσφορο χαρακτήρα των κριτηρίων αυτών ουδόλως επηρεάζει το ότι αυτές εξακολουθούσαν να μην έχουν εφαρμόσει πλήρως την απόφαση της 11ης Ιουνίου 1991, με γνώμονα την απόφαση της 12ης Ιουλίου 2005, κατά το πέρας της πρώτης εξάμηνης περιόδου ελέγχου.

46      Οι πρώτοι έλεγχοι διενεργήθηκαν τον Οκτώβριο του 2005, ήτοι τρεις μήνες μετά την απόφαση της 12ης Ιουλίου 2005, και οι εκθέσεις σχετικά με τους εν λόγω ελέγχους γνωστοποιήθηκαν στα τέλη Δεκεμβρίου εντός ευλόγου χρόνου, ήτοι δύο μήνες μετά τους επιτόπιους ελέγχους. Πρέπει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή δέχθηκε τις αιτήσεις παρατάσεως των σχετικών προθεσμιών τις οποίες υπέβαλε η Γαλλική Δημοκρατία. Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ακόμη ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε τελικά την 1η Μαρτίου 2006, ήτοι ενάμισι μήνα μετά την πρώτη εξάμηνη περίοδο ελέγχου, που καθόρισε το Δικαστήριο στις 12 Ιανουαρίου 2006, και ύστερα από νέους επιτόπιους ελέγχους εκ μέρους της Επιτροπής, χωρίς η Γαλλική Δημοκρατία να ζητήσει νέα παράταση.

47      Είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί συναφώς ότι, μολονότι η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να συνεργάζεται καλοπίστως με τα κράτη μέλη προκειμένου να διευκολύνει την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, εντούτοις, στο πλαίσιο του διαλόγου αυτού, δεν μπορεί να της προσάπτεται ότι παρήλθε μια πρώτη περίοδος ελέγχου μετά την οποία κράτος μέλος πρέπει να καταβάλει χρηματική ποινή λόγω μη εκτελέσεως δικαστικής αποφάσεως διαπιστώνουσας παράβαση κράτους μέλους.

48      Κατά συνέπεια, ο λόγος ακυρώσεως που αφορά την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου, που αφορά εσφαλμένη εκτίμηση των μέτρων που ελήφθησαν για τη συμμόρφωση προς τις αποφάσεις του Δικαστηρίου

49      Η Γαλλική Δημοκρατία εκτιμά ότι εξετέλεσε πλήρως την απόφαση της 12ης Ιουλίου 2005.

50      Πρέπει να σημειωθεί καταρχάς ότι το Δικαστήριο, με την απόφαση της 12ης Ιουλίου 2005, διαπίστωσε ότι δεν είχε πλήρως εκτελεστεί η απόφαση της 11ης Ιουνίου 1991 που αφορούσε παράβαση των υποχρεώσεων της Γαλλικής Δημοκρατίας οι οποίες απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης. Από τη διαπίστωση αυτή προκύπτει ότι κάθε μέτρο το οποίο επικαλέστηκε η Γαλλική Δημοκρατία, είτε ενώπιον της Επιτροπής στο πλαίσιο της πρώτης εξαμηνιαίας εκτιμήσεως είτε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, λαμβάνεται υπόψη αποκλειστικά όσον αφορά την απόδειξη συγκεκριμένων αποτελεσμάτων στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της πλήρους εκτελέσεως της αποφάσεως της 11ης Ιουνίου 1991 και σε συνάρτηση με τις αιτιάσεις που δέχθηκε ως βάσιμες το Δικαστήριο. Πράγματι, στις 12 Ιουλίου 2005, το Δικαστήριο διαπίστωσε τη συνέχιση της παραβάσεως.

51      Επιπλέον, πρέπει να διευκρινιστεί ότι μια ενδεχόμενη πλάνη εκτιμήσεως της Επιτροπής θα ασκούσε επιρροή μόνον αν η Γαλλική Δημοκρατία είχε αποδείξει ότι προέβη σε πλήρη εκτέλεση της αποφάσεως της 11ης Ιουνίου 1991. Η μερική εκτέλεση δεν θα επηρέαζε το απαιτητό της χρηματικής ποινής, καθόσον το Δικαστήριο ρητώς αποφάσισε ότι, σε περίπτωση που η απόφαση της 11ης Ιουνίου 1991 δεν έχει εκτελεστεί πλήρως έξι μήνες μετά τη δημοσίευση της αποφάσεως της 12ης Ιουλίου 2005 και για κάθε ακόλουθη εξάμηνη περίοδο, η Γαλλική Δημοκρατία οφείλει να καταβάλλει χρηματική ποινή 57 761 250 ευρώ. Πράγματι, η Γαλλική Δημοκρατία είχε την υποχρέωση να εκτελέσει πλήρως την απόφαση της 11ης Ιουνίου 1991 πριν από τις 12 Ιανουαρίου 2006.

52      Εξάλλου, από τη νομολογία προκύπτει ότι, σε περίπτωση που η Επιτροπή έχει σοβαρή και εύλογη αμφιβολία όσον αφορά τους ελέγχους που διενεργούν οι εθνικές αρχές, το κράτος μέλος δεν μπορεί να ανατρέψει τις διαπιστώσεις της χωρίς να στηριχθεί σε στοιχεία αποδεικνύοντα την ύπαρξη αξιόπιστου και λειτουργικού συστήματος ελέγχου. Πράγματι, στο κράτος μέλος αυτό εναπόκειται να προσκομίσει τη λεπτομερέστερη και πληρέστερη δυνατή απόδειξη ως προς το ότι είναι πραγματικοί οι έλεγχοί του και, ενδεχομένως, ως προς το ότι είναι ανακριβείς οι ισχυρισμοί της Επιτροπής (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Οκτωβρίου 2005, C-387/03, Ελλάδα κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 96 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Τούτο ισχύει ιδίως στο πλαίσιο μιας διαδικασίας εκτελέσεως αποφάσεως του Δικαστηρίου αφορώσας παράβαση κράτους μέλους, καθόσον εναπόκειται στο κράτος μέλος να αποδείξει ότι έπαψε την οικεία παράβαση.

53      Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο εκτελέσεως αποφάσεως του Δικαστηρίου με την οποία επιβάλλεται χρηματική ποινή σε κράτος μέλος, η Επιτροπή πρέπει να είναι σε θέση να εκτιμήσει τα μέτρα που έλαβε το κράτος μέλος για να συμμορφωθεί προς την απόφαση του Δικαστηρίου, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να αποτραπεί το ενδεχόμενο το κράτος μέλος που παρέβη τις υποχρεώσεις του να περιοριστεί στη λήψη μέτρων τα οποία στην πραγματικότητα έχουν το ίδιο περιεχόμενο με εκείνα που αποτέλεσαν το αντικείμενο της αποφάσεως του Δικαστηρίου (απόφαση Πορτογαλία κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 81).

54      Ωστόσο, η άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως αυτής δεν πρέπει να θίγει ούτε τα δικαιώματα –και ειδικότερα τα δικονομικά δικαιώματα– των κρατών μελών, όπως απορρέουν από τη διαδικασία του άρθρου 226 ΕΚ, ούτε την αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφαίνεται επί της συμφωνίας εθνικής νομοθεσίας προς το κοινοτικό δίκαιο (απόφαση Πορτογαλία κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 82).

55      Κατά συνέπεια, η Επιτροπή, πριν ζητήσει την καταβολή χρηματικής ποινής, υποχρεούται να εξακριβώσει αν οι αιτιάσεις που δέχθηκε το Δικαστήριο στο πλαίσιο αποφάσεως στηριζόμενης στο άρθρο 228 ΕΚ εξακολουθούν να είναι βάσιμες κατά την εκπνοή της προθεσμίας που όρισε το Δικαστήριο.

56      Με την απόφαση της 11ης Ιουνίου 1991 το Δικαστήριο δέχτηκε σε βάρος της Γαλλικής Δημοκρατίας πέντε αιτιάσεις, αφορώσες τους ακόλουθους τομείς:

–        ανεπαρκείς έλεγχοι ως προς το ελάχιστο μέγεθος των ματιών των διχτύων (σκέψεις 12 έως 15 της αποφάσεως)·

–        ανεπαρκείς έλεγχοι ως προς τη στερέωση στα δίχτυα συμπληρωματικού εξοπλισμού απαγορευόμενου από την κοινοτική ρύθμιση (σκέψεις 16 και 17 της αποφάσεως)·

–        παράβαση των υποχρεώσεων ελέγχου ως προς την παρεμπίπτουσα αλιεία (σκέψεις 18 και 19 της αποφάσεως)·

–        παράβαση των υποχρεώσεων ελέγχου ως προς την τήρηση των τεχνικών μέσων διατηρήσεως που απαγορεύουν την πώληση ψαριών που δεν έχουν το ελάχιστο απαιτούμενο μέγεθος (σκέψεις 20 έως 23 της αποφάσεως)·

–        παράβαση της υποχρεώσεως διώξεως των παραβάσεων (σκέψη 24).

57       Με την απόφαση της 12ης Ιουλίου 2005 το Δικαστήριο επιβεβαίωσε τις αιτιάσεις όσον αφορά την εξακολούθηση της παραβάσεως της κοινοτικής νομοθεσίας εκ μέρους της Γαλλικής Δημοκρατίας σχετικά με:

–        την ανεπάρκεια των ελέγχων (σκέψεις 44 έως 62)·

–        την ανεπάρκεια των διώξεων (σκέψεις 69 έως 74).

58      Όπως υπενθύμισε το Δικαστήριο στις σκέψεις 32 έως 38 της αποφάσεως της 12ης Ιουλίου 2005, ο κανονισμός (ΕΟΚ) 2847/93 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1993, για τη θέσπιση συστήματος ελέγχου της κοινής αλιευτικής πολιτικής (ΕΕ L 261, σ. 1), παρέχει ακριβή στοιχεία σχετικά με το περιεχόμενο των μέτρων τα οποία οφείλουν να λαμβάνουν τα κράτη μέλη με σκοπό τη διασφάλιση της νομιμότητας της αλιευτικής δραστηριότητας, μέσω τόσο της προλήψεως όσο και της διώξεως ενδεχομένων παραβάσεων. Ο σκοπός αυτός σημαίνει ότι τα εφαρμοζόμενα μέτρα πρέπει να έχουν χαρακτήρα αποτελεσματικό, ανάλογο προς τη βαρύτητα της παραβάσεως και αποτρεπτικό.

59      Κατά συνέπεια, η Γαλλική Δημοκρατία δεν μπορεί να ισχυρίζεται βασίμως ότι δεν είχε συγκεκριμένη γνώση περί της παραβάσεως και των αναγκαίων μέτρων προς εξασφάλιση της τηρήσεως της κοινοτικής νομοθεσίας και της πλήρους εκτελέσεως των αποφάσεων του Δικαστηρίου.

60      Στη συνέχεια πρέπει να εξεταστεί αν η Επιτροπή προσκόμισε επαρκείς αποδείξεις, με την προσβαλλόμενη απόφαση, περί της συνεχίσεως των παραβάσεων στις οποίες στηρίζονταν οι δύο αιτιάσεις που δέχθηκε το Δικαστήριο με την απόφαση της 12ης Ιουλίου 2005.

 Επί της ανεπάρκειας των ελέγχων

61      Στο σημείο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως σημειώνεται ότι οι καταστάσεις και οι ενέργειες που οδήγησαν το Δικαστήριο να διαπιστώσει παράβαση των υποχρεώσεων που υπέχει η Γαλλική Δημοκρατία από το δίκαιο της Ένωσης με τις αποφάσεις της 11ης Ιουνίου 1991 και της 12ης Ιουλίου 2005 εξακολουθούσαν να υφίστανται στο τέλος του έτους 2005 και στις αρχές του έτους 2006. Ενεργώντας με τον τρόπο αυτόν, η Επιτροπή δεν διαπίστωσε ότι διαπράττεται νέα παράβαση, αλλά ότι δεν υφίσταται σημαντική μεταβολή όσων είχε διαπιστώσει το Δικαστήριο με τις δύο προηγούμενες αποφάσεις του. Προκειμένου όμως να εκτελέσει πλήρως την απόφαση της 11ης Ιουνίου 1991, η Γαλλική Δημοκρατία όφειλε να μεταβάλει τη συμπεριφορά της η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη μη τήρηση της νομοθεσίας της Ένωσης. Έτσι, δεν μπορεί να προσάπτεται στην Επιτροπή ότι προέβη στις σχετικές διαπιστώσεις με την προσβαλλόμενη απόφαση. Αντιθέτως, οι διαπιστώσεις αυτές διευκρινίζουν, καθόσον απαιτείται, στις γαλλικές αρχές ποιες είναι οι ενέργειες που έχουν ως αποτέλεσμα τη συνέχιση της παραβάσεως που είχε διαπιστώσει το Δικαστήριο ήδη από τις 11 Ιουνίου 1991, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να προσδιορίσουν τα αναγκαία για την άρση της παραβάσεως μέτρα στο μέλλον.

62      Τούτο είναι ακριβές για τον επιπρόσθετο λόγο ότι το Δικαστήριο, με την απόφαση της 12ης Ιουλίου 2005, είχε υπογραμμίσει τη σοβαρότητα της παραβάσεως και, ειδικότερα, τις συνέπειες της μη εκτελέσεως επί της κοινής αλιευτικής πολιτικής. Πράγματι, το δημόσιο συμφέρον επιβάλλει την ορθολογική και υπεύθυνη εκμετάλλευση των θαλασσίων πόρων σε διηνεκή βάση, υπό πρόσφορες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες. Στο πλαίσιο αυτό, η προστασία αποβαίνει καθοριστική για την αναπλήρωση των αποθεμάτων. Η μη τήρηση των προβλεπομένων από την κοινή πολιτική τεχνικών μέτρων διατηρήσεως, ιδίως των επιταγών τηρήσεως της ελαχίστης διαστάσεως των ψαριών, συνιστά σοβαρή απειλή για τη διατήρηση ορισμένων ειδών και ορισμένων αλιευτικών τόπων και θέτει σε κίνδυνο την επιδίωξη του βασικού σκοπού της κοινής αλιευτικής πολιτικής (απόφαση της 12ης Ιουλίου 2005, σκέψη 105).

63      Η Γαλλική Δημοκρατία αμφισβητεί κατ’ ουσίαν την ποιότητα των ελέγχων της Επιτροπής, χωρίς ωστόσο να αποδεικνύει ότι αυτοί επηρέασαν καθ’ οποιονδήποτε τρόπο την πρακτική των αρμόδιων γαλλικών υπηρεσιών, πράγμα το οποίο συνέβαλε στη μη πλήρη εκτέλεση της αποφάσεως της 11ης Ιουνίου 1991. Εξάλλου, η διαπίστωση της Επιτροπής περί ελλείψεως αποτελεσματικών ελέγχων στα διάφορα επίπεδα λειτουργίας των εμπλεκόμενων υπηρεσιών, ιδίως με συστηματική επαλήθευση στοιχείων, δεν αναιρείται απλώς και μόνο με τη δήλωση της Γαλλικής Δημοκρατίας ότι η εν λόγω επαλήθευση στοιχείων αποτελεί «τακτική πρακτική των υπηρεσιών» επικαλούμενη μια εγκύκλιο της 30ής Μαΐου 2005.

64      Πράγματι, οι διαπιστώσεις, κατόπιν ελέγχου που πραγματοποιήθηκε στη χονδρική αγορά του Rungis τον Δεκέμβριο του 2005, περί ελλείψεως ελέγχου των εγγράφων μεταφοράς, τα οποία θα παρείχαν τη δυνατότητα διαπιστώσεως της προελεύσεως των διαφόρων αλιευμάτων και συνακόλουθης οργανώσεως των ελέγχων, και, κατόπιν ελέγχων στο Guilvinec, στο Loctudy, στο Saint-Gilles-Croix-de-Vie και στο Cotinière τον Φεβρουάριο του 2006, περί ελλείψεως συστηματικής επαληθεύσεως των ημερολογίων πλοίου, των δηλώσεων εκφορτώσεως και των σημειωμάτων πωλήσεως δεν αμφισβητούνται απευθείας από τη Γαλλική Δημοκρατία. Όμως, οι εν λόγω διαπιστώσεις αρκούν καθαυτές για να αποδείξουν τη μη πλήρη εκτέλεση της αποφάσεως της 11ης Ιουνίου 1991 και καθιστούν απαιτητή τη χρηματική ποινή που επέβαλε το Δικαστήριο, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση.

65      Όπως τόνισε το Δικαστήριο στις σκέψεις 51 και 52 της αποφάσεως της 12ης Ιουλίου 2005, από τα στοιχεία αυτά διαπιστώνεται η συνέχιση μιας πρακτικής διαθέσεως στην αγορά ψαριών με μέγεθος μικρότερο από το επιτρεπόμενο ελλείψει αποτελεσματικής επεμβάσεως των αρμοδίων εθνικών αρχών, με τέτοια διάρκεια και έκταση, ώστε να απειλεί σοβαρά, λόγω του σωρευτικού της αποτελέσματος, τους σκοπούς του κοινοτικού καθεστώτος διατηρήσεως και διαχειρίσεως των αλιευτικών πόρων.

66      Επιπλέον, η ομοιομορφία και η επανάληψη των καταστάσεων που διαπιστώθηκαν σε όλες τις εκθέσεις δικαιολογούν την κρίση ότι τα περιστατικά αυτά αποτελούσαν συνέπεια διαρθρωτικής ανεπάρκειας των μέτρων που ελάμβαναν οι γαλλικές αρχές και, κατά συνέπεια, παραβάσεως της υποχρεώσεως των αρχών αυτών να προβαίνουν σε αποτελεσματικούς, ανάλογους προς τη βαρύτητα των παραβάσεων και αποτρεπτικού χαρακτήρα ελέγχους, όπως επιβάλλει η κοινοτική ρύθμιση (βλ. απόφαση της 12ης Ιουλίου 2005, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

67      Οι διαπιστώσεις των ελεγκτών της Επιτροπής κατά τη διάρκεια των ελέγχων που διενεργήθηκαν μεταξύ Δεκεμβρίου 2005 και Φεβρουαρίου 2006, που αφορούν τη μη τήρηση των στοιχειωδών κανόνων ελέγχου, η έλλειψη επαρκούς γνώσεως της κοινοτικής ρυθμίσεως και η έλλειψη γνώσεων περί των τεχνικών μετρήσεως των ψαριών, καθώς και περί των βιολογικών διαφορών βάσει των οποίων διακρίνονται τα ζωικά είδη για τα οποία προβλέπονται διαφορετικές κανονιστικές ρυθμίσεις, εκ μέρους των Γάλλων ελεγκτών, δεν μπορούν να τεθούν υπό αμφισβήτηση με τα μέτρα επαγγελματικής καταρτίσεως που έλαβε η Γαλλική Δημοκρατία πριν από τη διενέργεια των επιτόπιων ελέγχων.

68      Πράγματι, μολονότι είναι πιθανό ότι τέτοια μέτρα συμβάλλουν στην πλήρη εκτέλεση της αποφάσεως της 11ης Ιουνίου 1991 στο μέλλον, επιβάλλεται να σημειωθεί ότι, έξι μήνες μετά την απόφαση της 12ης Ιουλίου 2005, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η ποιότητα των ελέγχων ήταν ανεπαρκής, χωρίς η Γαλλική Δημοκρατία να αποδεικνύει το αντίθετο. Η έλλειψη ελέγχου των εγγράφων πλοίου, ιδίως, καθιστά αδύνατη τη σύγκριση μεταξύ των ποσοτήτων ψαριών μεγέθους μικρότερου από το κανονικό που διαπιστώνονται στη δήλωση εκφορτώσεως και εκείνων που περιλαμβάνονται στο σημείωμα πωλήσεως, ενώ εμποδίζει τη διαπίστωση ενδεχόμενων παραβάσεων.

69      Οι δυσχέρειες που αντιμετώπισε η Επιτροπή προκειμένου να προσδιορίσει τον αριθμό του διαθέσιμου ανά ημέρα προσωπικού που ήταν επιφορτισμένο με τη διεξαγωγή ελέγχων, καθώς και για να εξακριβώσει την τήρηση του ποσοστού ελέγχου 1 % κατά την εκφόρτωση δεν τίθενται υπό αμφισβήτηση με τα επιχειρήματα της Γαλλικής Δημοκρατίας. Πράγματι, το ανακύπτον ζήτημα δεν είναι αυτό του προσδιορισμού ενός θεωρητικού αριθμού των ενδεχομένως διαθέσιμων ελεγκτών προς διεξαγωγή ελέγχων, αλλά αυτό του πραγματικού αριθμού ελεγκτών που διενεργούσαν συστηματικώς επιτόπιους ελέγχους κατά το διάστημα μεταξύ 12 Ιουλίου 2005 και της ημερομηνίας εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Είναι όμως αδύνατο να προσδιοριστεί επακριβώς πόσοι ήταν οι ελεγκτές, ενώ το ποσοστό ελέγχου ύψους 1 % κατά την εκφόρτωση, που αποτελεί τον κρίσιμο χρόνο για τον προσδιορισμό των ποσοτήτων ψαριών μεγέθους μικρότερο από το επιτρεπόμενο, εξακολουθεί να είναι ανεπαρκές προς εκτίμηση της πλήρους εκτελέσεως της αποφάσεως της 11ης Ιουνίου 1991.

70      Τέλος, και γενικά, εφόσον η Επιτροπή έχει προσκομίσει επαρκή στοιχεία εκ των οποίων προκύπτει συνέχιση της παραβάσεως, στο οικείο κράτος μέλος εναπόκειται να αμφισβητήσει, με εμπεριστατωμένα και λεπτομερή επιχειρήματα, τα προσκομισθέντα στοιχεία και τις συνέπειές τους (βλ. απόφαση της 12ης Ιουλίου 2005, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

71      Ακόμα και αν ακόμη γίνει δεκτό ότι οι πληροφορίες που προσκομίζει η Γαλλική Κυβέρνηση μπορούν να λογίζονται ως ενδεικτικές βελτιώσεως της καταστάσεως, γεγονός παραμένει ότι οι καταβληθείσες προσπάθειες δεν απαλλάσσουν την προσφεύγουσα των ευθυνών της για τις διαπιστωθείσες παραβάσεις (βλ. απόφαση της 12ης Ιουλίου 2005, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

 Επί της ανεπάρκειας των διώξεων των παραβάσεων

72      Η Επιτροπή προσάπτει στη Γαλλική Δημοκρατία ότι δεν διώκει συστηματικώς τις παραβάσεις και ότι δεν τηρεί πρακτικά των σχετικών δραστηριοτήτων ελέγχου. Έτσι, όσον αφορά τον μερλούκιο με μέγεθος μικρότερο από το επιτρεπόμενο, δεν επιβλήθηκε καμία κύρωση κατόπιν των διαπιστώσεων παραβάσεων κατά τη διάρκεια της περιόδου από 1ης Ιανουαρίου 2004 μέχρι 12ης Ιανουαρίου 2006, ενώ οι γαλλικές αρχές δεν αρνούνται το γεγονός αυτό.

73      Η Γαλλική Δημοκρατία εκθέτει με τα υπομνήματά της τους σχετικούς με την εσωτερική της οργάνωση λόγους οι οποίοι την εμπόδισαν να προσκομίσει ορισμένες πληροφορίες τις οποίες ζήτησε η Επιτροπή, ήτοι, για παράδειγμα, την εξέλιξη που είχαν οι δικαστικές διαδικασίες που κινήθηκαν πριν από το 2004, ή οι οποίοι την υποχρέωσαν να προσκομίσει αποσπασματικές μόνον πληροφορίες. Οι ως άνω εξηγήσεις επιβεβαιώνουν τον ελλιπή χαρακτήρα των παρασχεθεισών πληροφοριών και, γενικότερα, την αδυναμία των γαλλικών αρχών να αποδείξουν την αποτελεσματικότητα του εθνικού συστήματος διώξεων και επιβολής κυρώσεων στον τομέα των παραβάσεων των κανόνων περί αλιείας ψαριών με μέγεθος μικρότερο από το επιτρεπόμενο.

74      Όμως, όπως τόνισε το Δικαστήριο στη σκέψη 70 της αποφάσεως της 12ης Ιουλίου 2005, όταν αποδεικνύεται ότι παραβάσεις, που μπορούσαν να διαπιστωθούν από τις εθνικές αρχές, δεν επισημάνθηκαν και ότι δεν συνετάγησαν σχετικώς εκθέσεις σε βάρος των παραβατών, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι εν λόγω αρχές παρέβησαν την υποχρέωση ασκήσεως διώξεως που τους επιβάλλει η κοινοτική ρύθμιση (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 11ης Ιουνίου 1991, σκέψη 24).

75      Υπό τις συνθήκες αυτές, λαμβανομένων υπόψη των εμπεριστατωμένων στοιχείων που προσκόμισε η Επιτροπή, οι πληροφορίες που παρέσχε η Γαλλική Κυβέρνηση δεν αρκούν για να αποδείξουν ότι τα μέτρα τα οποία έλαβε για τη δίωξη των παραβάσεων των κανονισμών περί αλιείας έχουν τον αποτελεσματικό, ανάλογο προς τη βαρύτητα της παραβάσεως και αποτρεπτικό χαρακτήρα που απαιτείται προς τήρηση της υποχρεώσεώς της να εξασφαλίζει την αποτελεσματικότητα του κοινοτικού καθεστώτος διατηρήσεως και διαχειρίσεως των αλιευτικών πόρων (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 12ης Ιουλίου 2005, σκέψεις 37, 38 και 73).

76      Από τις ανωτέρω σκέψεις απορρέει, αφενός, ότι η Γαλλική Δημοκρατία δεν απέδειξε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση βαρύνεται με πλάνη εκτιμήσεως και, αφετέρου, ότι η Επιτροπή δεν υπερέβη τα όρια της αρμοδιότητάς της, διότι, στο πλαίσιο της προσβαλλομένης αποφάσεως, περιορίστηκε στο να αποδείξει την εξακολούθηση των δύο αιτιάσεων τις οποίες δέχθηκε ως βάσιμες το Δικαστήριο με την απόφαση της 12ης Ιουλίου 2005. Επομένως, ο τρίτος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τετάρτου λόγου, που αφορά υποχρέωση της Επιτροπής να καθορίσει τη χρηματική ποινή σε χαμηλότερο επίπεδο

77      Η Γαλλική Δημοκρατία φρονεί η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη τις προσπάθειες που είχαν καταβληθεί με σκοπό την πλήρη εκτέλεση της αποφάσεως της 12ης Ιουλίου 2005 και, κατά συνέπεια, να μειώσει τη χρηματική ποινή που καθόρισε το Δικαστήριο.

78      Όμως, με την απόφαση της 12ης Ιουλίου 2005, το Δικαστήριο αποφάσισε να καθορίσει μια σταθερή χρηματική ποινή η οποία καθίσταται απαιτητή μετά από κάθε εξάμηνο κατόπιν της δημοσιεύσεως της αποφάσεώς του, μετά το πέρας του οποίου δεν θα έχει εκτελεστεί η απόφαση της 11ης Ιουνίου 1991. Εξ αυτού συνάγεται ότι η μερική εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως δεν δικαιολογεί μείωση του ποσού της χρηματικής ποινής.

79      Πράγματι, το Δικαστήριο όρισε ρητώς retenu μια «σταθερή χρηματική ποινή», και όχι μια «χρηματική ποινή σταδιακώς μειούμενου ύψους», όπως αποφάσισε στην απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2003, C-278/01, Επιτροπή κατά Ισπανία (Συλλογή 2003, σ. I-14141, σκέψεις 49 έως 62). Επομένως, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεσμεύεται από την απόφαση του Δικαστηρίου, δεν είχε την αρμοδιότητα να μειώσει το ποσό της εν λόγω χρηματικής ποινής.

80      Έτσι, παρά τις ενδεχόμενες προόδους της Γαλλικής Δημοκρατίας όσον αφορά την εκτέλεση της αποφάσεως της 11ης Ιουνίου 1991, την 1η Μαρτίου 2006 η απόφαση αυτή εξακολουθούσε να μην έχει εκτελεστεί πλήρως. Κατά συνέπεια, η χρηματική ποινή 57 761 250 ευρώ ήταν πλήρως απαιτητή.

81      Εξάλλου, όσον αφορά το επικουρικό ζήτημα μιας ενδεχόμενης αρμοδιότητας πλήρους δικαιοδοσίας του Γενικού Δικαστηρίου να μειώσει το ίδιο το ποσό της χρηματικής ποινής, διαπιστώνεται ότι ο ενδεχόμενος καθορισμός χρηματικής ποινής και του ύψους της στον τομέα της μη εκτελέσεως δικαστικής αποφάσεως λόγω παραβάσεως κράτους μέλους υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου. Κατά συνέπεια, θα ήταν αντίθετο προς τη λογική συνοχή της Συνθήκης να προβεί το Γενικό Δικαστήριο σε μια τέτοια μείωση στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως. Τέλος, το άρθρο 229 ΕΚ απαιτεί η αρμοδιότητα αυτή να είναι ρητή. Τούτο όμως δεν μπορεί να συναχθεί ούτε από τις διατάξεις του άρθρου 226 ΕΚ ούτε από εκείνες του άρθρου 228 ΕΚ.

82      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι ο λόγος που αφορά την υποχρέωση της Επιτροπής να καθορίσει τη χρηματική ποινή σε χαμηλότερο επίπεδο και, επικουρικώς, από την αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου να προβεί το ίδιο σε μια τέτοια μείωση πρέπει να απορριφθεί.

83      Επομένως, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

84      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού, τα κράτη μέλη που παρεμβαίνουν στη διαφορά φέρουν τα δικά τους έξοδα.

85      Επειδή η Γαλλική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί να φέρει τα δικαστικά της έξοδα, καθώς και τα έξοδα της Επιτροπής, σύμφωνα με τα αιτήματα της τελευταίας αυτής. Το Ηνωμένο Βασίλειο φέρει τα δικά του δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Γαλλική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

3)      Το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Moavero Milanesi

Wahl

Soldevila Fragoso

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 19 Οκτωβρίου 2011.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.