Language of document : ECLI:EU:T:2005:298

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 18ης Οκτωβρίου 2018 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Ντάμπινγκ – Εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας ή που αποστέλλονται από τη Μαλαισία – Παράβαση της συμφωνίας αντιντάμπινγκ που συνάφθηκε στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) – Κατάργηση οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ που έχουν ήδη εισπραχθεί – Μη αναδρομικό αποτέλεσμα – Άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ – Πρόσωπο το οποίο η πράξη αφορά ατομικά – Κανονιστική πράξη η οποία δεν συνεπάγεται εκτελεστικά μέτρα»

Στην υπόθεση C‑145/17 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 21 Μαρτίου 2017,

Internacional de Productos Metálicos SA, με έδρα τη Vitoria Gasteiz (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τους C. Cañizares Pacheco, E. Tejedor de la Fuente και A. Monreal Lasheras, abogados,

αναιρεσείουσα,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους J.-F. Brakeland, M. França και G. Luengo,

καθής πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, Αντιπρόεδρο, προεδρεύουσα του πρώτου τμήματος, J.-C. Bonichot, E. Regan, C. G. Fernlund και S. Rodin (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: E. Tanchev

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Internacional de Productos Metálicos SA ζητεί την αναίρεση της διατάξεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 25ης Ιανουαρίου 2017, Internacional de Productos Metálicos κατά Επιτροπής (T‑217/16, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, EU:T:2017:37), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της με αίτημα την ακύρωση του άρθρου 2 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2016/278 της Επιτροπής, της 26ης Φεβρουαρίου 2016, για την κατάργηση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, όπως επεκτάθηκε στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα που αποστέλλονται από τη Μαλαισία, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Μαλαισίας είτε όχι (ΕΕ 2016, L 52, σ. 24, στο εξής: επίδικος κανονισμός).

 Το νομικό πλαίσιο

2        Με την απόφαση 94/800/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με την εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σύναψη των συμφωνιών που απέρρευσαν από τις πολυμερείς διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης (1986-1994), καθ’ όσον αφορά τα θέματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές της (ΕΕ 1994, L 336, σ. 1), το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενέκρινε τη Συμφωνία για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), που υπογράφηκε στο Μαρακές στις 15 Απριλίου 1994, καθώς και τις συμφωνίες που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα 1 έως 3 της Συμφωνίας αυτής, στις οποίες περιλαμβάνονται η Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου του 1994 (ΕΕ 1994, L 336, σ. 11) καθώς και η Συμφωνία για την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 (ΕΕ 1994, L 336, σ. 103, στο εξής: συμφωνία αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ).

3        Στις 26 Ιανουαρίου 2009, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 91/2009, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ 2009, L 29, σ. 1).

4        Στις 28 Ιουλίου 2011, το όργανο επίλυσης διαφορών του ΠΟΕ (στο εξής: ΟΕΔ) ενέκρινε την έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου και την έκθεση της ειδικής ομάδας, όπως τροποποιήθηκε με την έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου, στην υπόθεση «Ευρωπαϊκές Κοινότητες – Οριστικά μέτρα αντιντάμπινγκ για ορισμένους συνδετήρες από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Κίνας» (WT/DS 397). Με τις εν λόγω εκθέσεις, διαπιστώθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε ενεργήσει κατά τρόπο αντίθετο προς ορισμένες διατάξεις της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ.

5        Κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως αυτής του ΟΕΔ, το Συμβούλιο εξέδωσε στις 4 Οκτωβρίου 2012 τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 924/2012 για την τροποποίηση του κανονισμού 91/2009 (ΕΕ 2012, L 275, σ. 1), προβαίνοντας, μεταξύ άλλων, σε μείωση του δασμού αντιντάμπινγκ που προέβλεπε ο τελευταίος αυτός κανονισμός.

6        Με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 723/2011 του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2011, για την επέκταση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβάλλεται με τον κανονισμό 91/2009 στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα που αποστέλλονται από τη Μαλαισία, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Μαλαισίας είτε όχι (ΕΕ 2011, L 194, σ. 6), όπως τροποποιήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 693/2012 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 2012 (ΕΕ 2012, L 203, σ. 23), τα μέτρα αντιντάμπινγκ επεκτάθηκαν στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα που αποστέλλονται από τη Μαλαισία, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Μαλαισίας είτε όχι.

7        Κατόπιν επανεξετάσεως ενόψει της λήξεως ισχύος των μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 2009, L 343, σ. 51), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2015/519, της 26ης Μαρτίου 2015, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, όπως επεκτάθηκε στις εισαγωγές ορισμένων συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα που αποστέλλονται από τη Μαλαισία, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Μαλαισίας είτε όχι, κατόπιν επανεξέτασης ενόψει της λήξης των μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1225/2009 (ΕΕ 2015, L 82, σ. 78), διατήρησε, για περαιτέρω περίοδο πέντε ετών, τον δασμό αντιντάμπινγκ όπως θεσπίστηκε και τροποποιήθηκε, αντιστοίχως, με τον κανονισμό 91/2009 και με τον εκτελεστικό κανονισμό 924/2012.

8        Με απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2016, το ΟΕΔ ενέκρινε νέες εκθέσεις με τις οποίες διαπιστώθηκε το ασυμβίβαστο των μέτρων που η Ένωση είχε λάβει με τον εκτελεστικό κανονισμό 924/2012 προς ορισμένες διατάξεις της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ.

 Το ιστορικό της διαφοράς και ο επίδικος κανονισμός

9        Η Internacional de Productos Metálicos είναι εταιρία ισπανικού δικαίου, της οποίας η κύρια δραστηριότητα συνίσταται στην εισαγωγή και τη διάθεση στην εθνική επικράτεια συνδετήρων από σίδηρο ή χάλυβα.

10      Κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 91/2009 και του εκτελεστικού κανονισμού 924/2012, η ισπανική φορολογική αρχή επέβαλε στην αναιρεσείουσα την καταβολή τελωνειακών δασμών, δασμών αντιντάμπινγκ και φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ), πλέον τόκων υπερημερίας, ύψους 672 934,20 ευρώ.

11      Η επιβολή αυτών των ποσών αμφισβητήθηκε από την αναιρεσείουσα ενώπιον των ισπανικών δικαστηρίων.

12      Στις 26 Φεβρουαρίου 2016, η Επιτροπή εξέδωσε, βάσει του κανονισμού (ΕΕ) 2015/476 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2015, για τα μέτρα που μπορεί να λάβει η Ένωση μετά από έκθεση που εγκρίνει το Όργανο Επίλυσης Διαφορών του ΠΟΕ σχετικά με μέτρα αντιντάμπινγκ και αντεπιδοτήσεις (ΕΕ 2015, L 83, σ. 6), τον επίδικο κανονισμό.

13      Με το άρθρο 1 του επίδικου κανονισμού, οι δασμοί αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν με τον κανονισμό 91/2009, τροποποιήθηκαν με τον εκτελεστικό κανονισμό 924/2012 και διατηρήθηκαν με τον εκτελεστικό κανονισμό 2015/519 καταργούνται.

14      Κατά το άρθρο 2 του επίδικου κανονισμού, η κατάργηση των δασμών αντιντάμπινγκ που αναφέρονται στο άρθρο 1 αυτού ισχύει από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του εν λόγω κανονισμού, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο του 3, και δεν χρησιμεύει ως βάση για την επιστροφή δασμών που έχουν εισπραχθεί πριν από την ημερομηνία αυτή.

 Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη

15      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 10 Μαΐου 2016, η νυν αναιρεσείουσα άσκησε προσφυγή κατά του επίδικου κανονισμού, με αίτημα, πρώτον, την ακύρωση του άρθρου 2 του κανονισμού αυτού και, δεύτερον, τη ρητή αναγνώριση της αναδρομικής ισχύος των αποτελεσμάτων του άρθρου 1 του εν λόγω κανονισμού.

16      Το Γενικό Δικαστήριο, αφού απέρριψε σε πρώτο στάδιο, με τη σκέψη 21 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, το δεύτερο αυτό αίτημα ως προδήλως απαράδεκτο, αποφάνθηκε σε δεύτερο στάδιο επί της ενστάσεως απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή και η οποία στηριζόταν στο απαράδεκτο της προσφυγής, υπό το πρίσμα των προϋποθέσεων παραδεκτού που απορρέουν από το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

17      Για τον σκοπό αυτό, αφενός, το Γενικό Δικαστήριο, με τις σκέψεις 26 έως 33 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, εξέτασε αν ο επίδικος κανονισμός αφορούσε ατομικά την αναιρεσείουσα, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

18      Εκτιμώντας, μεταξύ άλλων, ότι ο κανονισμός αυτός αφορούσε την αναιρεσείουσα μόνον υπό την αντικειμενική ιδιότητά της ως εισαγωγέα προϊόντων επί των οποίων είχαν επιβληθεί τα μέτρα αντιντάμπινγκ, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ατομική κατάσταση αυτής, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο εν λόγω κανονισμός δεν αφορούσε ατομικά την αναιρεσείουσα.

19      Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο, με τις σκέψεις 34 έως 37 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, εξέτασε την ύπαρξη εκτελεστικών μέτρων του επίδικου κανονισμού.

20      Με το σκεπτικό, μεταξύ άλλων, ότι το τελωνειακό σύστημα που θεσπίστηκε από το δίκαιο της Ένωσης προέβλεπε ότι η είσπραξη των δασμών αντιντάμπινγκ πραγματοποιείται με βάση τα μέτρα που θεσπίζουν οι εθνικές αρχές και ότι η προσφυγή κατά των μέτρων αυτών ασκείτο, όπως στην προκειμένη περίπτωση, σε εθνικό επίπεδο, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο επίδικος κανονισμός συνεπαγόταν τη λήψη εκτελεστικών μέτρων κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

21      Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή ως προδήλως απαράδεκτη.

 Τα αιτήματα των διαδίκων

22      Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη·

–        να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί του χρονικού περιορισμού που προβλέπεται στο άρθρο 2 του επίδικου κανονισμού, και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

23      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

–        να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι ο επίδικος κανονισμός δεν αφορούσε ατομικά την αναιρεσείουσα

 Επιχειρήματα των διαδίκων

24      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι ο επίδικος κανονισμός δεν την αφορούσε ατομικά, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

25      Συναφώς, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, όταν ένας κανονισμός θίγει ορισμένη ομάδα προσώπων, ο κανονισμός αυτός μπορεί να αφορά ατομικά τα εν λόγω πρόσωπα λόγω των πραγματικών περιστάσεων που επικρατούσαν πριν από την έκδοσή του.

26      Κατά την αναιρεσείουσα, μολονότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με τη σκέψη 30 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι ο επίδικος κανονισμός την αφορούσε υπό την αντικειμενική ιδιότητά της ως εισαγωγέα προϊόντων επί των οποίων είχαν επιβληθεί τα μέτρα αντιντάμπινγκ, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την ατομική της κατάσταση, εντούτοις, το γεγονός ότι ο κανονισμός την αφορούσε με τον τρόπο αυτό συνεπάγεται κατ’ ανάγκην, εμμέσως, ότι την αφορά ατομικά.

27      Εν προκειμένω, η προϋπόθεση περί του ότι η πράξη πρέπει να αφορά το πρόσωπο ατομικά πληρούται, στον βαθμό που οι επίμαχοι δασμοί αντιντάμπινγκ δεν θίγουν το σύνολο των εισαγωγέων, αλλά μόνον εκείνους οι οποίοι εισάγουν τους ρητώς προσδιοριζόμενους στον κανονισμό 91/2009 συνδετήρες συγκεκριμένης καταγωγής, ήτοι Κίνας ή Μαλαισίας.

28      Συνεπώς, αν η αναιρεσείουσα θίγεται αντικειμενικά από την κατάργηση του επίμαχου δασμού αντιντάμπινγκ, είναι εξίσου βέβαιο ότι θίγεται και ατομικά, λόγω της ιδιότητάς της ως εισαγωγέα ορισμένων προϊόντων καταγωγής Κίνας ή Μαλαισίας.

29      Επιπλέον, η αναιρεσείουσα αμφισβητεί τη διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκέψη 31 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, κατά την οποία η προσβαλλόμενη διάταξη του επίδικου κανονισμού δεν είχε ως αποτέλεσμα, αυτή καθαυτή, την τροποποίηση δικαιώματος που η αναιρεσείουσα είχε αποκτήσει πριν από την έκδοση του εν λόγω κανονισμού.

30      Η νομολογία στην οποία στηρίχθηκε το Γενικό Δικαστήριο συναφώς δεν μπορεί να ισχύσει στην περίπτωση καταργήσεως υποχρεώσεων. Συγκεκριμένα, μπορεί να γίνει λόγος για πρόσωπο το οποίο η πράξη αφορά ατομικά, όταν η διάταξη ή η προσβαλλόμενη πράξη έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση δικαιώματος ή υποχρεώσεως του προσφεύγοντος που είχε αποκτηθεί πριν από την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού.

31      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

32      Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι το παραδεκτό προσφυγής ασκούμενης από φυσικό ή νομικό πρόσωπο κατά πράξεως της οποίας δεν είναι αποδέκτης, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, εξαρτάται από την προϋπόθεση να γίνει δεκτό ότι το πρόσωπο αυτό νομιμοποιείται ενεργητικώς να ασκήσει το συγκεκριμένο ένδικο βοήθημα, κάτι το οποίο ισχύει σε δύο περιπτώσεις. Αφενός, η προσφυγή αυτή μπορεί να ασκηθεί υπό την προϋπόθεση ότι η πράξη αφορά το πρόσωπο άμεσα και ατομικά. Αφετέρου, το πρόσωπο αυτό μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά κανονιστικής πράξεως μη συνεπαγομένης εκτελεστικά μέτρα εφόσον η πράξη το αφορά άμεσα (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψεις 59 και 91, καθώς και της 13ης Μαρτίου 2018, Industrias Químicas del Vallés κατά Επιτροπής, C‑244/16 P, EU:C:2018:177, σκέψη 39).

33      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα αμφισβητεί την ανάλυση στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο, με τις σκέψεις 26 έως 33 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, στο πλαίσιο της εξετάσεως της πρώτης περιπτώσεως υπό το πρίσμα της προϋποθέσεως ότι η πράξη αφορά το πρόσωπο ατομικά, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

34      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι από πάγια νομολογία προκύπτει ότι πρόσωπα που δεν είναι αποδέκτες μιας αποφάσεως δεν μπορούν να ισχυριστούν ότι η απόφαση τα αφορά ατομικά, παρά μόνον αν η πράξη αυτή τα θίγει λόγω συγκεκριμένων ιδιοτήτων οι οποίες τα χαρακτηρίζουν ή λόγω μιας ιδιαίτερης πραγματικής καταστάσεως η οποία τα διακρίνει έναντι κάθε άλλου προσώπου και, ως εκ τούτου, τα εξατομικεύει κατά τρόπον ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη (αποφάσεις της 3ης Οκτωβρίου 2013, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψη 72, καθώς και της 28ης Απριλίου 2015, T & L Sugars και Sidul Açúcares κατά Επιτροπής, C‑456/13 P, EU:C:2015:284, σκέψη 63).

35      Όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 28 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, από πάγια νομολογία προκύπτει επίσης ότι η δυνατότητα προσδιορισμού, με μεγαλύτερη ή μικρότερη ακρίβεια, του αριθμού ή ακόμη και της ταυτότητας των υποκειμένων δικαίου επί των οποίων εφαρμόζεται ένα μέτρο ουδόλως συνεπάγεται ότι το μέτρο αυτό πρέπει να θεωρηθεί ότι αφορά τα υποκείμενα αυτά ατομικώς, εφόσον η εφαρμογή αυτή γίνεται βάσει μιας αντικειμενικής, νομικής ή πραγματικής, καταστάσεως η οποία προσδιορίζεται από την επίδικη πράξη (αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Telefónica κατά Επιτροπής, C‑274/12 P, EU:C:2013:852, σκέψη 47, και της 13ης Μαρτίου 2018, Industrias Químicas del Vallés κατά Επιτροπής, C‑244/16 P, EU:C:2018:177, σκέψη 88).

36      Μολονότι είναι αληθές, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 29 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι, όταν η απόφαση επηρεάζει μια ομάδα προσώπων που ήταν προσδιορισμένα ή που μπορούσαν να προσδιοριστούν κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως αυτής και βάσει κριτηρίων συνδεόμενων ειδικά με τα μέλη της εν λόγω ομάδας, η απόφαση αυτή μπορεί να αφορά ατομικά τα εν λόγω πρόσωπα καθόσον αυτά αποτελούν τμήμα ενός περιορισμένου κύκλου επιχειρηματιών και ότι τα ανωτέρω ισχύουν, μεταξύ άλλων, όταν η απόφαση τροποποιεί δικαιώματα του ιδιώτη που κτήθηκαν προ της εκδόσεώς της (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 2008, Επιτροπή κατά Infront WM, C‑125/06 P, EU:C:2008:159, σκέψεις 71 και 72, καθώς και της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Stichting Woonpunt κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑132/12 P, EU:C:2014:100, σκέψη 59), εντούτοις, οι προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούνται στην προκειμένη περίπτωση.

37      Συγκεκριμένα, στο μέτρο που η αναιρεσείουσα υποστηρίζει, πρώτον, ότι τα μέτρα αντιντάμπινγκ που καταργήθηκαν με τον επίδικο κανονισμό αφορούν αποκλειστικά τους εισαγωγείς των προϊόντων τα οποία ειδικώς υπόκεινται στα μέτρα αυτά, απλώς επιβεβαιώνει τη διαπίστωση που περιλαμβάνεται στη σκέψη 30 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, κατά την οποία ο εν λόγω κανονισμός την αφορά μόνον υπό την αντικειμενική ιδιότητα του εισαγωγέα προϊόντων επί των οποίων είχαν επιβληθεί τα σχετικά μέτρα αντιντάμπινγκ, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την ατομική της κατάσταση.

38      Ειδικότερα, λαμβανομένης υπόψη της πάγιας νομολογίας σχετικά με την προϋπόθεση ότι η πράξη πρέπει να αφορά το πρόσωπο ατομικά, όπως αυτή υπομνήσθηκε στις σκέψεις 34 έως 36 της παρούσας αποφάσεως, δεν μπορεί προφανώς να υποστηριχθεί ότι η προϋπόθεση αυτή πληρούται στην περίπτωση πράξεως που θίγει μια αντικειμενική κατάσταση.

39      Στο μέτρο που η αναιρεσείουσα αμφισβητεί, δεύτερον, τη διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου, που περιλαμβάνεται στη σκέψη 31 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, κατά την οποία η προσβαλλόμενη διάταξη του επίδικου κανονισμού δεν είχε ως αποτέλεσμα, αυτή καθεαυτή, να τροποποιήσει δικαίωμα που η αναιρεσείουσα είχε αποκτήσει πριν από την έκδοσή του, επισημαίνεται ότι η αναιρεσείουσα δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα ικανό να κλονίσει τη διαπίστωση αυτή.

40      Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι ένα πρόσωπο υπόκειται σε μέτρα αντιντάμπινγκ, όπως αυτά τα οποία καταργήθηκαν με τον επίδικο κανονισμό, δεν μπορεί βασίμως να θεωρηθεί ότι συνιστά «κεκτημένο δικαίωμα», υπό την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 36 της παρούσας αποφάσεως.

41      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε, ιδίως με τη σκέψη 33 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι ο επίδικος κανονισμός δεν αφορούσε ατομικά την αναιρεσείουσα, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

42      Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι ο επίδικος κανονισμός συνεπαγόταν εκτελεστικά μέτρα

 Επιχειρήματα των διαδίκων

43      Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε, με τις σκέψεις 36 και 37 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι ο επίδικος κανονισμός συνεπαγόταν εκτελεστικά μέτρα, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

44      Συναφώς, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε ότι οι πράξεις εκκαθαρίσεως δασμών που της κοινοποιήθηκαν προϋπέθεταν τη λήψη εκτελεστικού μέτρου του επίδικου κανονισμού. Συγκεκριμένα, οι πράξεις αυτές εκκαθαρίσεως διενεργήθηκαν από τις ισπανικές φορολογικές αρχές κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 91/2009 και όχι δυνάμει του επίδικου κανονισμού με τον οποίο οι δασμοί αντιντάμπινγκ που είχαν επιβληθεί με τον πρώτο κανονισμό καταργήθηκαν.

45      Κατά την αναιρεσείουσα, πρέπει να γίνει σαφής διάκριση μεταξύ των δύο αυτών κανονισμών. Όσον αφορά το άρθρο 2 του επίδικου κανονισμού, η διάταξη αυτή συνιστά αυτοτελή κανόνα που δεν απαιτεί την έκδοση εκτελεστικής πράξεως για την παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του, στο μέτρο που η εν λόγω διάταξη αρκείται στην κατάργηση των δασμών αντιντάμπινγκ. Στο πλαίσιο αυτό, ο επίδικος κανονισμός περιορίζεται να επιβάλει στην αρμόδια ισπανική φορολογική αρχή να μην προβεί σε καμία ενέργεια για την εκκαθάριση αυτών των δασμών αντιντάμπινγκ.

46      Επομένως, η άσκηση προσφυγής ακυρώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ήταν ο μοναδικός τρόπος για την αμφισβήτηση του άρθρου 2 του επίδικου κανονισμού.

47      Η αναιρεσείουσα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, δεδομένου ότι, επιπλέον, ο περιορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων αυτής της διατάξεως την αφορά άμεσα και ότι η εν λόγω διάταξη δεν απαιτεί κανένα εκτελεστικό μέτρο για την εφαρμογή της, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να κρίνει την προσφυγή της παραδεκτή.

48      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της αναιρεσείουσας και ζητεί την απόρριψη του δεύτερου λόγου αναιρέσεως.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

49      Προκειμένου να εξεταστεί το ζήτημα αν, όπως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε, με τις σκέψεις 34 έως 38 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι ο επίδικος κανονισμός συνεπάγεται εκτελεστικά μέτρα κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, τελευταίο σκέλος της περιόδου, ΣΛΕΕ, υπενθυμίζεται ότι, όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 34 της εν λόγω διατάξεως, η φράση «που δεν περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα», η οποία περιέχεται στη διάταξη αυτή, πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα τον σκοπό της εν λόγω διατάξεως, ο οποίος συνίσταται, όπως προκύπτει από το ιστορικό θεσπίσεώς της, στην αποτροπή του ενδεχομένου να υποχρεούται ο ιδιώτης να παραβεί τον νόμο προκειμένου να έχει πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Σε περίπτωση, όμως, κατά την οποία κανονιστική πράξη παράγει άμεσα αποτελέσματα ως προς τη νομική κατάσταση φυσικού ή νομικού προσώπου χωρίς να απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα, το πρόσωπο αυτό θα διέτρεχε τον κίνδυνο να στερηθεί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας εάν δεν διέθετε ένδικο βοήθημα δυνάμενο να ασκηθεί ενώπιον του δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης προς αμφισβήτηση της νομιμότητας της κανονιστικής πράξεως. Πράγματι, ελλείψει εκτελεστικών μέτρων, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, μολονότι η επίμαχη πράξη το αφορά άμεσα, θα μπορούσε να επιτύχει τον δικαστικό έλεγχο της πράξεως αυτής μόνον αφότου παρέβαινε τις διατάξεις της, επικαλούμενο την έλλειψη νομιμότητάς τους στο πλαίσιο των διαδικασιών που θα κινούνταν εναντίον του ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων (αποφάσεις της 28ης Απριλίου 2015, T & L Sugars και Sidul Açúcares κατά Επιτροπής, C‑456/13 P, EU:C:2015:284, σκέψη 29, καθώς και της 13ης Μαρτίου 2018, Industrias Químicas del Vallés κατά Επιτροπής, C‑244/16 P, EU:C:2018:177, σκέψη 42).

50      Αντιθέτως, σε περίπτωση κατά την οποία κανονιστική πράξη συνεπάγεται τη λήψη εκτελεστικών μέτρων, ο δικαστικός έλεγχος της τηρήσεως της εννόμου τάξεως της Ένωσης διασφαλίζεται ανεξαρτήτως του αν τα μέτρα αυτά ελήφθησαν από την Ένωση ή από τα κράτη μέλη. Τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία δεν δύνανται, λόγω των προϋποθέσεων παραδεκτού που καθορίζει το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, να προσβάλουν απευθείας ενώπιον του δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης μια κανονιστική πράξη της Ένωσης, προστατεύονται από την έναντι αυτών εφαρμογή τέτοιας πράξεως με τη δυνατότητα να προσβάλουν τα εκτελεστικά μέτρα των οποίων τη λήψη συνεπάγεται η πράξη αυτή (αποφάσεις της 28ης Απριλίου 2015, T & L Sugars και Sidul Açúcares κατά Επιτροπής, C‑456/13 P, EU:C:2015:284, σκέψη 30, καθώς και της 13ης Μαρτίου 2018, Industrias Químicas del Vallés κατά Επιτροπής, C‑244/16 P, EU:C:2018:177, σκέψη 43).

51      Οσάκις η θέση σε εφαρμογή τέτοιας πράξεως απόκειται στα θεσμικά όργανα ή στους οργανισμούς της Ένωσης, τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα δύνανται να ασκήσουν ευθεία προσφυγή ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης κατά των πράξεων εφαρμογής υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και να προβάλουν, προς στήριξη της προσφυγής τους, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 277 ΣΛΕΕ, την έλλειψη νομιμότητας της επίμαχης βασικής πράξεως. Οσάκις η θέση αυτή σε εφαρμογή απόκειται στα κράτη μέλη, τα πρόσωπα αυτά μπορούν να επικαλεσθούν την έλλειψη κύρους της επίμαχης βασικής πράξεως ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, υποχρεώνοντάς τα να υποβάλουν στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα, βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ (αποφάσεις της 28ης Απριλίου 2015, T & L Sugars και Sidul Açúcares κατά Επιτροπής, C‑456/13 P, EU:C:2015:284, σκέψη 31, καθώς και της 13ης Μαρτίου 2018, Industrias Químicas del Vallés κατά Επιτροπής, C‑244/16 P, EU:C:2018:177, σκέψη 44).

52      Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, προκειμένου να εκτιμηθεί αν κανονιστική πράξη συνεπάγεται εκτελεστικά μέτρα, πρέπει να λαμβάνεται κυρίως υπόψη η θέση του προσώπου που επικαλείται το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, τελευταίο σκέλος της περιόδου, ΣΛΕΕ. Στερείται, επομένως, σημασίας το ζήτημα αν η επίμαχη πράξη συνεπάγεται εκτελεστικά μέτρα έναντι άλλων ιδιωτών (αποφάσεις της 28ης Απριλίου 2015, T & L Sugars και Sidul Açúcares κατά Επιτροπής, C‑456/13 P, EU:C:2015:284, σκέψη 32, καθώς και της 13ης Μαρτίου 2018, Industrias Químicas del Vallés κατά Επιτροπής, C‑244/16 P, EU:C:2018:177, σκέψη 45).

53      Επιπλέον, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτής, η εξέταση πρέπει να διενεργείται με γνώμονα αποκλειστικώς το αντικείμενο της προσφυγής, σε περίπτωση δε κατά την οποία ο προσφεύγων ζητεί τη μερική μόνον ακύρωση πράξεως πρέπει, εφόσον παρίσταται ανάγκη, να λαμβάνονται υπόψη μόνον τα εκτελεστικά μέτρα τα οποία συνεπάγεται ενδεχομένως το μέρος αυτό της πράξεως (αποφάσεις της 10ης Δεκεμβρίου 2015, Kyocera Mita Europe κατά Επιτροπής, C‑553/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:805, σκέψη 45, καθώς και της 13ης Μαρτίου 2018, Industrias Químicas del Vallés κατά Επιτροπής, C‑244/16 P, EU:C:2018:177, σκέψη 46).

54      Στερείται, εξάλλου, σημασίας συναφώς το ζήτημα αν τα μέτρα αυτά έχουν απλώς διεκπεραιωτικό χαρακτήρα (αποφάσεις της 28ης Απριλίου 2015, T & L Sugars και Sidul Açúcares κατά Επιτροπής, C‑456/13 P, EU:C:2015:284, σκέψεις 41 και 42, καθώς και της 10ης Δεκεμβρίου 2015, Kyocera Mita Europe κατά Επιτροπής, C‑553/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:805, σκέψη 46).

55      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι η προσφυγή αποσκοπούσε στην ακύρωση του άρθρου 2 του επίδικου κανονισμού, καθόσον η διάταξη αυτή ορίζει ότι η κατάργηση των δασμών αντιντάμπινγκ που αναφέρονται στο άρθρο 1 του εν λόγω κανονισμού, ήτοι των δασμών που επιβλήθηκαν με τον κανονισμό 91/2009, τροποποιήθηκαν με τον εκτελεστικό κανονισμό 924/2012 και διατηρήθηκαν με τον εκτελεστικό κανονισμό 2015/519, παράγει αποτελέσματα μόνον από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του επίδικου κανονισμού και ότι αυτή η κατάργηση δεν χρησιμεύει ως βάση για την επιστροφή δασμών που έχουν εισπραχθεί πριν από την ημερομηνία αυτή.

56      Στο μέτρο που η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η εν λόγω διάταξη δεν απαιτεί καμία εκτελεστική πράξη προκειμένου να παραγάγει έννομα αποτελέσματα, δεδομένου ότι περιορίζεται απλώς στην κατάργηση των επίμαχων δασμών αντιντάμπινγκ, επισημαίνεται ότι το γεγονός ότι κανονιστική πράξη της Ένωσης συνεπάγεται τη λήψη εκτελεστικών μέτρων, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, τελευταίο σκέλος της περιόδου, ΣΛΕΕ, με συνέπεια ορισμένα έννομα αποτελέσματα της εν λόγω πράξεως να επέρχονται μόνο μέσω των μέτρων αυτών, δεν αποκλείει πάντως το ενδεχόμενο η πράξη αυτή να παράγει, επί της νομικής καταστάσεως φυσικού ή νομικού προσώπου, άλλα έννομα αποτελέσματα, τα οποία δεν εξαρτώνται από τη λήψη εκτελεστικών μέτρων (απόφαση της 13ης Μαρτίου 2018, European Union Copper Task Force κατά Επιτροπής, C‑384/16 P, EU:C:2018:176, σκέψη 45).

57      Επομένως, εν προκειμένω, μολονότι είναι αληθές, όπως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, ότι η κατάργηση των δασμών αντιντάμπινγκ στην οποία προβαίνει ο επίδικος κανονισμός δεν εξαρτάται, αυτή καθεαυτή, από τη λήψη εκτελεστικών μέτρων προκειμένου να παύσει η ισχύς των εν λόγω δασμών, εντούτοις, γεγονός παραμένει ότι το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού, καθόσον ιδίως προβλέπει την παύση ισχύος των εν λόγω δασμών από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του κανονισμού και αποκλείει οποιαδήποτε αναδρομική ισχύ, μπορεί να τεθεί σε εφαρμογή, όσον αφορά την αναιρεσείουσα, μόνο διά πράξεων εκδιδόμενων από τις εθνικές αρχές για την είσπραξη των επίμαχων δασμών αντιντάμπινγκ πριν από την ημερομηνία αυτή.

58      Πράγματι, μόνον λόγω του γεγονότος ότι οι δασμοί αντιντάμπινγκ επιβλήθηκαν στην αναιρεσείουσα από τις εθνικές αρχές κατ’ εφαρμογήν των κανονισμών περί θεσπίσεως των δασμών αυτών, όπως ιδίως του κανονισμού 91/2009, μπορεί να θεωρηθεί ότι η νομική κατάσταση της αναιρεσείουσας επηρεάζεται από τα αποτελέσματα του άρθρου 2 του επίδικου κανονισμού σχετικά με την ημερομηνία καταργήσεως των δασμών αυτών και ειδικότερα από τη, φερόμενη ως παράνομη, μη αναδρομική ισχύ της καταργήσεως αυτής.

59      Καθόσον η αναιρεσείουσα υποστηρίζει, στο πλαίσιο αυτό, ότι τα μέτρα που ελήφθησαν από τις εθνικές αρχές για την είσπραξη των επίμαχων δασμών αντιντάμπινγκ, όπως εν προκειμένω οι πράξεις εκκαθαρίσεως δασμών που της κοινοποιήθηκαν από τις ισπανικές φορολογικές αρχές, θεσπίστηκαν δυνάμει των κανονισμών περί επιβολής των εν λόγω δασμών αντιντάμπινγκ και όχι βάσει του επίδικου κανονισμού, υπενθυμίζεται ότι το γράμμα του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, τελευταία φράση, ΣΛΕΕ, δεν απαιτεί, προκειμένου ένα μέτρο να χαρακτηρισθεί ως εκτελεστικό μέτρο κανονιστικής πράξεως, να αποτελεί η εν λόγω πράξη τη νομική βάση του μέτρου αυτού. Το ίδιο μέτρο μπορεί να είναι εκτελεστικό τόσο της πράξεως της οποίας οι διατάξεις αποτελούν τη νομική βάση του όσο και μιας διακριτής πράξεως, όπως εν προκειμένω ο επίμαχος κανονισμός, εφόσον το σύνολο ή μέρος των εννόμων αποτελεσμάτων της τελευταίας αυτής πράξεως θα επέλθουν, έναντι της αναιρεσείουσας, μόνο μέσω του μέτρου αυτού (απόφαση της 13ης Μαρτίου 2018, Industrias Químicas del Vallés κατά Επιτροπής, C‑244/16 P, EU:C:2018:177, σκέψη 72).

60      Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς αναφέρθηκε, με τη σκέψη 35 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, προκειμένου να θεμελιώσει την ύπαρξη εκτελεστικών μέτρων του επίδικου κανονισμού, στα μέτρα που οι εθνικές αρχές θεσπίζουν, σύμφωνα με το τελωνειακό σύστημα της Ένωσης, με σκοπό την είσπραξη των δασμών αντιντάμπινγκ και τα οποία μπορούν να αμφισβητηθούν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, ζητώντας ιδίως την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων δασμών αντιντάμπινγκ.

61      Ως εκ τούτου, αν ένας εισαγωγέας θεωρεί, στο πλαίσιο αυτό, ότι θίγεται λόγω ενός κανονισμού τον οποίο θεωρεί παράνομο, όπως, εν προκειμένω, ο επίδικος κανονισμός, και ο οποίος θα πρέπει, σύμφωνα με τα επιχειρήματα της αναιρεσείουσας, να χρησιμεύσει ως βάση για την επιστροφή των δασμών αντιντάμπινγκ που είχαν εισπραχθεί πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού αυτού, μπορεί να επικαλεστεί ενώπιον του αρμόδιου εθνικού δικαστηρίου αυτόν τον παράνομο χαρακτήρα. Συνεπώς, το εν λόγω εθνικό δικαστήριο μπορεί, ή κατά περίπτωση οφείλει, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα ως προς το κύρος του επίμαχου κανονισμού (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 14ης Ιουνίου 2012, CIVAD, C‑533/10, EU:C:2012:347, σκέψη 33).

62      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε, με τη σκέψη 36 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι ο επίμαχος κανονισμός συνεπάγεται τη λήψη εκτελεστικών μέτρων, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, τελευταίο σκέλος της περιόδου, ΣΛΕΕ.

63      Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς απέρριψε το δεύτερο αίτημα της προσφυγής ως απαράδεκτο

 Επιχειρήματα των διαδίκων

64      Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον απέρριψε, με τις σκέψεις 20 και 21 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ως προδήλως απαράδεκτο το δεύτερο αίτημα της προσφυγής, με το οποίο ζητήθηκε από το Γενικό Δικαστήριο να αναγνωρίσει ρητώς την αναδρομική ισχύ των αποτελεσμάτων του άρθρου 1 του επίδικου κανονισμού.

65      Συναφώς, η αναιρεσείουσα επισημαίνει ότι η αναδρομικότητα αυτή είναι αναγκαία συνέπεια της ζητηθείσας ακυρώσεως του άρθρου 2 του επίδικου κανονισμού, δεδομένου ότι το άρθρο αυτό προβλέπει έναν χρονικό περιορισμό του οποίου ακριβώς το βάσιμο αμφισβητείται. Με άλλα λόγια, η ακύρωση αυτή συνεπάγεται το βάσιμο της εν λόγω αναδρομικότητας, οπότε το Γενικό Δικαστήριο είναι όντως αρμόδιο να αποφανθεί ρητώς επ’ αυτής.

66      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της αναιρεσείουσας και υποστηρίζει ότι ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

67      Επισημαίνεται ότι, όπως το Γενικό Δικαστήριο ορθώς διαπίστωσε με τη σκέψη 20 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ δεν εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητα των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και, ενδεχομένως, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη πράξη. Επομένως, δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου το να προβαίνει, στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας, σε δηλώσεις νομικού περιεχομένου ή σε διαπιστώσεις όπως η σχετική με την αναγνώριση της αναδρομικής εφαρμογής του άρθρου 1 του επίδικου κανονισμού, στην οποία αναφέρεται το δεύτερο αίτημα της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη της 25ης Νοεμβρίου 2008, TEA κατά Επιτροπής, C‑500/07 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2008:651, σκέψη 33).

68      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε, με τη σκέψη 21 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι το αίτημα αυτό ήταν προδήλως απαράδεκτο.

69      Επομένως, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

70      Δεδομένου ότι κανένας από τους λόγους αναιρέσεως που προέβαλε η αναιρεσείουσα δεν έγινε δεκτός, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

71      Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

72      Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου του 184, παράγραφος 1, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Καταδικάζει την Internacional de Productos Metálicos SA στα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.