Language of document : ECLI:EU:T:2009:69

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 16ης Μαρτίου 2009

Υπόθεση T-156/08 P

R

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Δόκιμοι υπάλληλοι – Έκθεση αξιολογήσεως για την περίοδο δοκιμαστικής εργασίας – Δεν υφίσταται βλαπτική πράξη – Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής – Εκπρόθεσμο»

Αντικείμενο: Αίτηση αναιρέσεως που ασκήθηκε κατά της διατάξεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 19ης Φεβρουαρίου 2008, F‑49/07, R κατά Επιτροπής (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στη Συλλογή), και με την οποία επιδιώκεται η αναίρεση της διατάξεως αυτής.

Απόφαση: Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. O R φέρει τα δικαστικά του έξοδα, καθώς και εκείνα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή στο πλαίσιο της παρούσας δίκης.

Περίληψη

1.      Διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Τυπικά στοιχεία του δικογράφου – Έκθεση των αιτημάτων της προσφυγής

(Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 44 § 1, στοιχεία γ΄ και δ΄)

2.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Βλαπτική πράξη – Έννοια – Προπαρασκευαστική πράξη – Μέτρα που λαμβάνονται κατά τη διάρκεια δοκιμαστικής υπηρεσίας ενός υπαλλήλου – Δεν εμπίπτουν

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 34, 90 και 91)

3.      Υπάλληλοι – Αγωγή – Δικονομικό πλαίσιο – Άρθρο 236 ΕΚ και άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ – Αγωγή αποζημιώσεως που στηρίζεται σε παράβαση του κανονισμού 45/2001

(Άρθρο 236 ΕΚ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91· κανονισμός 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)

4.      Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Δικαιώματα άμυνας – Αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως ενώπιον δικαστηρίου – Υποχρέωση ενσωματώσεως στην απόφαση του συνόλου των ισχυρισμών των διαδίκων – Δεν υφίσταται

1.      Για να πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχεία γ΄ και δ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το δικόγραφο της προσφυγής δεν πρέπει κατ’ ανάγκην να περιέχει επίσημα αιτήματα, στο μέτρο που από το σύνολο της επιχειρηματολογίας του προσφεύγοντος προκύπτει ποια είναι η πράξη την οποία αφορά η προσφυγή. Ωστόσο, ένα δικόγραφο που δεν μνημονεύει ρητώς την πράξη, της οποίας ζητείται η ακύρωση, και που δεν παρέχει τη δυνατότητα να προσδιορισθεί η εν λόγω πράξη με επαρκή ακρίβεια δεν πληροί τις προαναφερθείσες απαιτήσεις.

(βλ. σκέψεις 36 και 37)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 7 Φεβρουαρίου 1994, C‑388/93, PIA Hifi κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I‑387, σκέψη 10

2.      Όταν πρόκειται για πράξεις ή αποφάσεις η κατάρτιση των οποίων ακολουθεί διάφορα στάδια, ιδίως κατόπιν μιας εσωτερικής διαδικασίας, συνιστούν, κατ’ αρχήν, πράξεις δυνάμενες να προσβληθούν μόνον τα μέτρα τα οποία καθορίζουν οριστικώς τη θέση του θεσμικού οργάνου μετά το πέρας της εν λόγω διαδικασίας και όχι τα ενδιάμεσα μέτρα, σκοπός των οποίων είναι η προετοιμασία της τελικής αποφάσεως. Οι προπαρασκευαστικές πράξεις μιας αποφάσεως δεν συνιστούν βλαπτικές πράξεις και μόνον επ’ ευκαιρία προσφυγής κατά της αποφάσεως, η οποία ελήφθη μετά το πέρας της διαδικασίας, ο προσφεύγων μπορεί να προβάλει τον παράτυπο χαρακτήρα των προγενεστέρων πράξεων που είναι στενά συνδεδεμένες με την εν λόγω απόφαση.

Αυτό ακριβώς ισχύει όσον αφορά τις εκθέσεις αξιολογήσεως για την περίοδο δοκιμαστικής υπηρεσίας, που έχουν ως αντικείμενο την προετοιμασία της αποφάσεως της διοικήσεως σχετικά με τη μονιμοποίηση του ενδιαφερομένου μετά το πέρας της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας του ή σχετικά με την απόλυσή του, και όσον αφορά τα μέτρα τα οποία σχετίζονται με τη διεξαγωγή της δοκιμαστικής υπηρεσίας και τα οποία θεσπίζονται βάσει του άρθρου 34 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ), όπως είναι η απόφαση να ανατοποθετηθεί ο δόκιμος υπάλληλος σε άλλη υπηρεσία προκειμένου να συνεχίσει τη δοκιμαστική υπηρεσία του ή η απόφαση να παραταθεί η περίοδος δοκιμαστικής υπηρεσίας του. Τα μέτρα αυτά έχουν, προφανώς, ως σκοπό να καταστεί δυνατή μια καλύτερη εκτίμηση, εκ μέρους της διοικήσεως, των προσόντων του δόκιμου υπαλλήλου, καθώς και να προετοιμασθεί η απόφαση περί μονιμοποιήσεως ή περί απολύσεως του ενδιαφερομένου που πρόκειται να εκδοθεί μετά το πέρας της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας και, επομένως, δεν μπορούν να προσβληθούν αυτοτελώς με προσφυγή ακυρώσεως. Τα εν λόγω μέτρα δεν μπορούν να προσλάβουν τον χαρακτήρα βλαπτικής πράξεως, ακόμη και όταν περιέχουν αρνητικές εκτιμήσεις ως προς τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο, εφόσον τα εν λόγω μέτρα δεν μεταβάλλουν, αυτά καθαυτά, τη νομική κατάσταση του ενδιαφερομένου. Οι ως άνω εκτιμήσεις μπορούν, ενδεχομένως, να αποτελέσουν αντικείμενο αγωγής αποζημιώσεως προς αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη ο ενδιαφερόμενος.

(βλ. σκέψεις 49, 55, 56 και 58)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 8 Μαρτίου 2005, T‑275/02, D κατά ΕΤΕπ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑51 και II‑211, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

3.      Μια αγωγή αποζημιώσεως την οποία ασκεί ένας υπάλληλος κατά του θεσμικού οργάνου στο οποίο υπηρετεί και η οποία στηρίζεται στην προβαλλόμενη παράβαση, εκ μέρους του εν λόγω θεσμικού οργάνου, του κανονισμού 45/2001, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, εμπίπτει στο πλαίσιο του άρθρου 236 ΕΚ καθώς και των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ και, επομένως, το παραδεκτό της ως άνω αγωγής εξαρτάται από την τήρηση της προβλεπομένης από τον ΚΥΚ διαδικασίας προ της ασκήσεως της προσφυγής. Καμία αντίθετη διάταξη δεν περιλαμβάνεται στον κανονισμό 45/2001.

(βλ. σκέψη 73)

4.      Η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως δεν συνεπάγεται ότι ο δικαστής πρέπει να ενσωματώσει πλήρως στην απόφασή του όλους τους ισχυρισμούς κάθε διαδίκου. Ο δικαστής, αφού ακούσει τους ισχυρισμούς των διαδίκων και εκτιμήσει τα αποδεικτικά στοιχεία, πρέπει να αποφανθεί επί των αιτημάτων της προσφυγής και να αιτιολογήσει την απόφασή του.

(βλ. σκέψη 87)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 10 Δεκεμβρίου 1998, C‑221/97 P, Schröder κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑8255, σκέψη 24