Language of document : ECLI:EU:T:2010:294

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
(αναιρετικό τμήμα)

της 8ης Ιουλίου 2010

Υπόθεση T-160/08 P

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Françoise Putterie-De-Beukelaer

«Αίτηση αναιρέσεως — Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Ακύρωση πρωτοδίκως της εκθέσεως εξελίξεως της σταδιοδρομίας — Περίοδος αξιολογήσεως 2005 — Εφαρμοστέα κανονιστική ρύθμιση — Στήλη “Ικανότητα” — Διαδικασία αξιολογήσεως — Διαδικασία πιστοποιήσεως»

Αντικείμενο: Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 21ης Φεβρουαρίου 2008, F‑31/07, Putterie-De-Beukelaer κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑A‑1‑53 και II‑A‑1‑261).

Απόφαση: Αναιρείται η απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα), της 21ης Φεβρουαρίου 2008, F‑31/07, Putterie-De-Beukelaer κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑A‑1‑53 et II‑A‑1‑261). Η υπόθεση παραπέμπεται ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Δικαστήριο επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Λόγος που αφορά την αναρμοδιότητα του συντάκτη της πράξεως και τη μη τήρηση διαδικαστικών κανόνων — Κρίνεται αυτεπαγγέλτως

2.      Διαδικασία — Υποχρέωση του δικαστή να σεβαστεί το πλαίσιο της διαφοράς, όπως το όρισαν οι διάδικοι

3.      Υπάλληλοι — Βαθμολογία — Έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας — Αξιολόγηση της ικανότητας υπαλλήλου ενόψει της διαδικασίας πιστοποιήσεως στο πλαίσιο της Επιτροπής

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)

1.      Η αναρμοδιότητα του συντάκτη βλαπτικής πράξεως συνιστά λόγο δημοσίας τάξεως, η εξέταση του οποίου, εν ανάγκη αυτεπαγγέλτως, απόκειται στον δικαστή της Ένωσης.

Η μη τήρηση των διαδικαστικών κανόνων που διέπουν την έκδοση βλαπτικών πράξεων συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου, την οποία ελέγχει ο δικαστής της Ένωσης, έστω αυτεπαγγέλτως. Η παράλειψη εξετάσεως εσωτερικής προσφυγής, την οποία προβλέπουν οι κανόνες που διέπουν την έκδοση βλαπτικών πράξεων, συνιστά, προφανώς, παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, την οποία είναι, επομένως, δυνατό να διαπιστώσει αυτεπαγγέλτως το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης.

(βλ. σκέψεις 61 και 63)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 17 Δεκεμβρίου 1959, 14/59, Société des fonderies de Pont-à-Mousson κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή 1954-1964, σ. 351· 13 Ιουλίου 2000, C‑210/98 P, Salzgitter κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑5843, σκέψη 56

ΓΔΕΕ, 24 Σεπτεμβρίου 1996, T‑182/94, Marx Esser και Del Amo Martinez κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I‑A‑411 και II‑1197, σκέψεις 42 και 44· 13 Ιουλίου 2006, T‑165/04, Βουνάκης κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑155 και II‑A‑2‑735, σκέψη 30· 13 Δεκεμβρίου 2007, T‑113/05, Aγγελίδης κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ. I‑A‑2‑237 και II‑A‑2‑1555, σκέψη 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 2 Οκτωβρίου 2009, T‑300/05 και T‑316/05, Κύπρος κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 206

2.      Ο δικαστής, αν και οφείλει να αποφαίνεται μόνον επί των αιτημάτων των διαδίκων, στους οποίους απόκειται ο καθορισμός του πλαισίου της διαφοράς, εντούτοις δεν δεσμεύεται μόνον από τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι προς στήριξη των ισχυρισμών τους, διότι, σε αντίθετη περίπτωση, θα μπορούσε να θεμελιώσει την απόφασή του σε εσφαλμένους νομικούς ισχυρισμούς.

(βλ. σκέψη 65)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 27 Σεπτεμβρίου 2004, C‑470/02 P, UER κατά M6 κ.λπ., η οποία δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 69· 13 Ιουνίου 2006, C‑172/05 P, Mancini κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 41

3.      Από τις γενικές εκτελεστικές διατάξεις του άρθρου 43 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (ΚΥΚ), που εξέδωσε η Επιτροπή στις 23 Δεκεμβρίου 2004, και τις Διοικητικές πληροφορίες υπ' αριθ. 1‑2006 προκύπτει ότι η στήλη «Ικανότητα» της εκθέσεως αξιολογήσεως σταδιοδρομίας κατόχου θέσεως ο οποίος επιθυμεί να ασκήσει καθήκοντα ανώτερης κατηγορίας αφορά, κατ’ ουσία, την αποτίμηση των αντιστοιχούντων σε ανώτερη κατηγορία καθηκόντων που καθημερινώς ασκούσε στην πράξη ο εν λόγω υπάλληλος στο πλαίσιο της εργασίας του κατά την περίοδο, την οποία αφορά η έκθεση εξελίξεως σταδιοδρομίας, προκειμένου να καταστεί, μεταξύ άλλων, δυνατή η πιστοποίησή του.

Λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της αποτιμήσεως όσον αφορά την ικανότητα υπαλλήλου, ήτοι το τμήμα της δραστηριότητάς του και την ποιότητα της επιδόσεώς του στο πλαίσιο εμπιπτόντων σε ανώτερη κατηγορία καθηκόντων, που αυτός πράγματι άσκησε κατά την περίοδο την οποία αφορά η έκθεση εξελίξεως σταδιοδρομίας, η εν λόγω αποτίμηση συνιστά προφανώς αναπόσπαστο τμήμα της αξιολογήσεως της επαγγελματικής εμπειρίας και της αξίας του υπαλλήλου, που αντικατοπτρίζονται κατ’ ανάγκη, τουλάχιστον, στην αξιολόγηση της ικανότητάς του κατά την ίδια περίοδο.

Επομένως, οι αρχές που είναι επιφορτισμένες, στο πλαίσιο της διαδικασίας αξιολογήσεως, με την αξιολόγηση των ικανοτήτων των υπαλλήλων υπό το πρίσμα των διαφόρων τμημάτων της εκθέσεως εξελίξεως σταδιοδρομίας, ήτοι ο αξιολογητής και ο βαθμολογητής, υπό την επιφύλαξη τυχόν παρεμβάσεως κατ’ έφεση αξιολογητή, καλούνται επίσης να αξιολογήσουν την «ικανότητα» των υπαλλήλων που ζήτησαν να συμπληρωθεί η σχετική στήλη από τον αξιολογητή.

Όταν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή λαμβάνει υπόψη τη δυνατότητα των υπαλλήλων να ασκούν καθήκοντα ανώτερης κατηγορίας, ουδόλως αξιολογεί η ίδια την εν λόγω ικανότητα, αλλά βασίζεται στις πληροφορίες που αναγράφονται στο αντίστοιχο τμήμα της εκθέσεως αξιολογήσεως σταδιοδρομίας του προηγούμενου έτους.

Παρότι η στήλη «Ικανότητα» ασκεί επιρροή στο πλαίσιο της διαδικασίας πιστοποιήσεως, αποτελεί τμήμα της αξιολογήσεως των υπαλλήλων. Κατά συνέπεια, υπό την επιφύλαξη διατάξεως που προβλέπει ρητώς ότι η εν λόγω στήλη πρέπει να αξιολογείται στο πλαίσιο της διαδικασίας πιστοποιήσεως, δεν είναι δυνατό να αποσπασθεί από τη διαδικασία αξιολογήσεως, προκειμένου να υπαχθεί αποκλειστικώς στην αρμοδιότητα της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής στο πλαίσιο της διαδικασίας πιστοποιήσεως.

(βλ. σκέψεις 78 έως 80, 87 και 90)