Language of document : ECLI:EU:T:2010:294

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 8ης Ιουλίου 2010 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Ακύρωση πρωτοδίκως της εκθέσεως εξελίξεως της σταδιοδρομίας – Περίοδος αξιολογήσεως 2005 – Εφαρμοστέα κανονιστική ρύθμιση – Στήλη “Ικανότητα” – Διαδικασία αξιολογήσεως – Διαδικασία πιστοποιήσεως»

Στην υπόθεση T‑160/08 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 21ης Φεβρουαρίου 2008, F-31/07, Putterie-De-Beukelaer κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή),

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις C. Berardis-Kayser και K. Hermann,

αναιρεσείουσα,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η

Françoise Putterie-De-Beukelaer, υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κάτοικος Βρυξελλών (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τον É. Boigelot, δικηγόρο,

προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (αναιρετικό τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Jaeger, Πρόεδρο, A. W. H. Meij, Μ. Βηλαράς, N. J. Forwood και E. Martins Ribeiro (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: C. Kristensen, υπάλληλος διοικήσεως,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με το δικόγραφο της αιτήσεώς της αναιρέσεως, την οποία άσκησε δυνάμει του άρθρου 9 του παραρτήματος Ι του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 21ης Φεβρουαρίου 2007, F-31/07, Putterie-De-Beukelaer κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία ακυρώθηκε η έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας της F. Putterie-De-Beukelaer για την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου έως 31 Δεκεμβρίου 2005 (στο εξής: ΕΕΣ 2005), καθόσον δεν αναγνωρίζει την ικανότητά της να ασκήσει καθήκοντα της κατηγορίας B* (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

 Νομικό πλαίσιο

2        Κατά το άρθρο 43 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των Υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ):

«Η ικανότητα, η απόδοση και η συμπεριφορά στην υπηρεσία κάθε υπαλλήλου αποτελούν το αντικείμενο περιοδικής εκθέσεως που συντάσσεται τουλάχιστον ανά διετία, κατά τα προβλεπόμενα από κάθε όργανο, σύμφωνα με το άρθρο 110. Κάθε όργανο θεσπίζει διατάξεις με τις οποίες παρέχεται το δικαίωμα κατάθεσης προσφυγής στο πλαίσιο της διαδικασίας των εκθέσεων, το οποίο πρέπει να ασκείται πριν από την υποβολή αιτήματος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 90, παράγραφος 2.

Η έκθεση των υπαλλήλων που ανήκουν στην ομάδα καθηκόντων AST και από τον τέταρτο βαθμό της ομάδας αυτής μπορεί επίσης να περιλαμβάνει γνώμη για το κατά πόσο, βάσει της επίδοσής του, ο ενδιαφερόμενος διαθέτει την απαιτούμενη ικανότητα για την ανάληψη καθηκόντων υπαλλήλου διοικήσεως.

Η έκθεση αυτή γνωστοποιείται στον υπάλληλο, ο οποίος έχει την ευχέρεια να επισυνάπτει κάθε παρατήρηση που θεωρεί χρήσιμη.»

3        Το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, των γενικών διατάξεων εκτελέσεως του άρθρου 43 του ΚΥΚ, τις οποίες εξέδωσε η Επιτροπή την 23η Δεκεμβρίου 2004 (στο εξής: ΓΕΔ 43), ορίζει:

«1. Σύμφωνα με το άρθρο 43 του [παλαιού] ΚΥΚ […], στην αρχή κάθε έτους γίνεται αξιολόγηση του προσωπικού. Η περίοδος αναφοράς για την αξιολόγηση εκτείνεται από την 1η Ιανουαρίου μέχρι την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους. Προς τούτο, ετήσια έκθεση, η οποία αποκαλείται έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας, καταρτίζεται για κάθε υπάλληλο υπό την έννοια του άρθρου [1] του ΚΥΚ […], ο οποίος ήταν εν ενεργεία, ή είχε αποσπαστεί προς το συμφέρον της υπηρεσίας, τουλάχιστον επί ένα μήνα χωρίς διακοπή κατά την περίοδο αναφοράς. […]

2. Η αξιολόγηση του προσωπικού έχει ως αντικείμενο ιδίως να αξιολογηθούν η απόδοση, οι ικανότητες και η συμπεριφορά εντός της υπηρεσίας του κατόχου μιας θέσεως. Ο υπάλληλος βαθμολογείται βάσει των αξιολογήσεων σχετικά με κάθε μία από τις τρεις αυτές πτυχές, όπως εκτίθεται στο υπόδειγμα εκθέσεως που επισυνάπτεται ως παράρτημα II.»

4        Το άρθρο 2 των ΓΕΔ 43 ορίζει:

«1. Ο κάτοχος της θέσεως είναι ο υπάλληλος [...], κατά την έννοια του άρθρου [1], ο οποίος αξιολογείται.

2. Ο αξιολογητής είναι επιφορτισμένος με το έργο της αξιολογήσεως. Μετά την ολοκλήρωση της κατά το άρθρο 8, παράγραφος 5, συνεντεύξεως ο αξιολογητής συντάσσει έκθεση. Ο αξιολογητής υπογράφει τις εκθέσεις που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά του.

3. Ο επικυρωτής μεριμνά για τη συνεπή εφαρμογή των κανόνων αξιολογήσεως που ορίζονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφος 3, επί του συνόλου των εμπιπτουσών στην αρμοδιότητά του εκθέσεων εξελίξεως της σταδιοδρομίας. Πριν προσυπογράψει τις εμπίπτουσες στην αρμοδιότητά του εκθέσεις εξελίξεως της σταδιοδρομίας, προβαίνει σε σύγκριση των προσόντων και σε εξομάλυνση των βαθμολογιών που έχουν προταθεί από τους αξιολογητές. Σε περίπτωση διαφωνίας με τον αξιολογητή, την ευθύνη για την τελική απόφαση επί της εκθέσεως έχει ο επικυρωτής.

4. Ο δευτεροβάθμιος αξιολογητής αποφασίζει για τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί στη γνώμη που έχει εκδώσει η επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως [...]».

5        Το άρθρο 8 των ΓΕΔ 43 ορίζει:

«1. Η ετήσια διαδικασία αξιολογήσεως αρχίζει το αργότερο τη 15η Ιανουαρίου εκάστου έτους.

[...]

4. Ο κάτοχος της θέσεως συμπληρώνει, εντός οκτώ εργάσιμων ημερών από της διατυπώσεως σχετικού αιτήματος εκ μέρους του αξιολογητή, έντυπο αυτοαξιολογήσεως, το οποίο ενσωματώνεται στην έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας.

5. Το αργότερο δέκα εργάσιμες ημέρες μετά την κοινοποίηση της αυτοαξιολογήσεως του κατόχου της θέσεως πραγματοποιείται συνέντευξη μεταξύ αυτού και του αξιολογητή […]

6. Αμέσως μετά την ολοκλήρωση της συνεντεύξεως, ο αξιολογητής συντάσσει σχέδιο εκθέσεως εξελίξεως της σταδιοδρομίας. Το σχέδιο αυτό περιλαμβάνει ιδίως τις εκτιμήσεις περί της αποδόσεως, των ικανοτήτων και της συμπεριφοράς του υπαλλήλου στην υπηρεσία, καθώς και πρόταση βαθμολογήσεως των προσόντων του συνακόλουθη προς τα στοιχεία που παρασχέθηκαν κατά τη συνέντευξη.

7. Στην περίπτωση κατά την οποία, για συγκεκριμένο υπαλληλικό βαθμό, έχουν συνταχθεί τουλάχιστον τα δύο τρίτα των σχεδίων εκθέσεως εξελίξεως της σταδιοδρομίας που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα επικυρωτή, ο επικυρωτής ελέγχει, από κοινού με τους αξιολογητές, τη συνεπή εφαρμογή των κανόνων αξιολογήσεως που ορίζονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφος 3, και προβαίνει στη σύγκριση των προσόντων και στην εξομάλυνση των προτεινόμενων βαθμολογιών, βασιζόμενος στα στοιχεία που παρασχέθηκαν από τους αξιολογητές κατά την επίσημη συνέντευξη.

Προ της ολοκληρώσεως των εκθέσεων, ο γενικός διευθυντής διαβουλεύεται με τους επικυρωτές. Η διαβούλευση αυτή σκοπεί στην εξασφάλιση, σε επίπεδο γενικής διευθύνσεως και ανά υπαλληλικό βαθμό, της συνοχής της αξιολογήσεως των προσόντων των κατόχων των θέσεων.

8. Κατόπιν της διαβουλεύσεως της παραγράφου 7, ο αξιολογητής και ο επικυρωτής ολοκληρώνουν την έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας και την κοινοποιούν στον κάτοχο της θέσεως.

[…]

9. Ο κάτοχος της θέσεως έχει στη διάθεσή του πέντε εργάσιμες ημέρες προκειμένου να αποδεχθεί την έκθεση άνευ διατυπώσεως παρατηρήσεων, να αποδεχθεί την έκθεση προσθέτοντας σχόλια στο τμήμα της εκθέσεως που προβλέπεται προς τούτο ή να μην αποδεχθεί την έκθεση αιτιολογώντας, στο τμήμα της εκθέσεως που προβλέπεται προς τούτο, την αίτησή του για αναθεώρησή της.

[…]

10. Σε περίπτωση μη αποδοχής της εκθέσεως, ο επικυρωτής καλεί, εντός δέκα εργάσιμων ημερών, τον κάτοχο της θέσεως σε συνέντευξη. Κατόπιν διατυπώσεως σχετικού αιτήματος εκ μέρους του κατόχου της θέσεως, του αξιολογητή ή του επικυρωτή, στη συνέντευξη συμμετέχει και ο αξιολογητής.

[…]

Το αργότερο δέκα ημέρες μετά τη συνέντευξη, ο επικυρωτής επικυρώνει ή τροποποιεί την έκθεση. Η έκθεση κοινοποιείται στον κάτοχο της θέσεως.

Ο κάτοχος της θέσεως έχει στη διάθεσή του δέκα εργάσιμες ημέρες προκειμένου να αποδεχθεί την έκθεση άνευ διατυπώσεως παρατηρήσεων, να αποδεχθεί την έκθεση προσθέτοντας σχόλια στο τμήμα της εκθέσεως που προβλέπεται προς τούτο ή να μην αποδεχθεί την έκθεση αιτιολογώντας την άρνησή του. Σε περίπτωση αποδοχής της εκ μέρους του κατόχου της θέσεως, η έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας ολοκληρώνεται. Η μη διατύπωση, εκ μέρους του κατόχου της θέσεως, αντιρρήσεων εντός της ανωτέρω προθεσμίας ισοδυναμεί με αποδοχή της εκθέσεως.

11. Η αιτιολογημένη απόκρουση της εκθέσεως εκ μέρους του κατόχου της θέσεως συνεπάγεται παραπομπή της υποθέσεως στην προβλεπόμενη από το άρθρο 9 επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως για την αξιολόγηση.

12. Ο επικυρωτής ενημερώνει προσηκόντως τον αξιολογητή για την εξέλιξη των διαφόρων σταδίων της διαδικασίας και για τις λαμβανόμενες αποφάσεις.

[…]

15. Ο κάτοχος της θέσεως ενημερώνεται, ηλεκτρονικώς ή διά άλλης οδού, περί της αποφάσεως με την οποία η έκθεση καθίσταται οριστική, κατ’ εφαρμογήν του παρόντος άρθρου ή του άρθρου 9, παράγραφος 7, και περί της δυνατότητας προσβάσεώς σε αυτήν μέσω του πληροφοριακού συστήματος, Η ενημέρωση αυτή ισοδυναμεί με κοινοποίηση της αποφάσεως κατά την έννοια του άρθρου 25 του ΚΥΚ.»

6        Το άρθρο 9 των ΓΕΔ 43 ορίζει:

«1. Σε κάθε γενική διεύθυνση [...] συνίσταται επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως για την αξιολόγηση […]

4. Η επιτροπή δεν υποκαθιστά τους αξιολογητές και τους επικυρωτές στο καθήκον της αξιολογήσεως των υπηρεσιών που παρέσχε ο κάτοχος της θέσεως. Αποστολή της είναι να εξακριβώνει αν οι εκθέσεις καταρτίσθηκαν κατά τρόπο δίκαιο και αντικειμενικό, ήτοι, στο μέτρο του δυνατού, επί τη βάσει πραγματικών στοιχείων, και συμφώνως προς τις παρούσες γενικές εκτελεστικές διατάξεις και τον οδηγό αξιολογήσεως. Η επιτροπή ελέγχει ιδίως εάν τηρήθηκε η διαδικασία του άρθρου 8. Προς τούτο προβαίνει στις αναγκαίες διαβουλεύσεις και έχει τη δυνατότητα προσβάσεως στα έγγραφα εργασίας που είναι χρήσιμα για τη διεκπεραίωση του έργου της.

[…]

5. Στην περίπτωση κατά την οποία η [επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως για την αξιολόγηση] επιλαμβάνεται υποθέσεως κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 8, παράγραφος 11, εκδίδει γνώμη εντός δέκα εργάσιμων ημερών από της ημερομηνίας κατά την οποία επελήφθη.

[…]

7. Η γνώμη της [επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως για την αξιολόγηση] διαβιβάζεται στον κάτοχο της θέσεως, στον αξιολογητή, στον επικυρωτή και στον δευτεροβάθμιο αξιολογητή. Στην περίπτωση κατά την οποία έχει εκδοθεί κατόπιν ψηφοφορίας, η γνώμη της [επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως για την αξιολόγηση] μνημονεύει τις πλειοψηφούσες και τις μειοψηφούσες θέσεις που διατυπώθηκαν. Στην περίπτωση κατά την οποία η έκδοση γνώμης εκ μέρους της [επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως για την αξιολόγηση] δεν καταστεί δυνατή, ο κάτοχος της θέσεως, ο αξιολογητής, ο επικυρωτής και ο δευτεροβάθμιος αξιολογητής ενημερώνονται για τη μη έκδοση γνώμης.

Εντός πέντε εργάσιμων ημερών, ο δευτεροβάθμιος αξιολογητής επικυρώνει την έκθεση ή την τροποποιεί. Στην περίπτωση κατά την οποία ο δευτεροβάθμιος αξιολογητής αποκλίνει από τις συστάσεις που διατυπώνονται με τη γνώμη της [επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως για την αξιολόγηση], αιτιολογεί την απόφασή του.

Στην περίπτωση κατά την οποία η [επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως για την αξιολόγηση], επιλαμβανόμενη υποθέσεως στο πλαίσιο της οποίας ο κάτοχος της θέσεως έχει τον ίδιο βαθμό με τον αξιολογητή του, δεν εκδίδει ομόφωνη γνώμη ή δεν είναι σε θέση να εκδώσει γνώμη, ο δευτεροβάθμιος αξιολογητής οφείλει να δώσει ιδιαίτερη προσοχή στην προσφυγή και να πραγματοποιήσει, εντός πέντε εργάσιμων ημερών, συνέντευξη με τον κάτοχο της θέσεως. Πέντε εργάσιμες ημέρες μετά τη συνέντευξη αυτή, ο δευτεροβάθμιος αξιολογητής επικυρώνει την έκθεση ή την τροποποιεί κατ’ εφαρμογήν του προηγούμενου εδαφίου.

Η έκθεση ολοκληρώνεται και κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο, στον αξιολογητή και στον επικυρωτή, καθώς και στην [επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως για την αξιολόγηση].»

7        Υπόδειγμα εκθέσεως εξελίξεως της σταδιοδρομίας, που περιλαμβάνεται σε παράρτημα των ΓΕΔ 43, περιέχει τη στήλη 6.5 «[Ικανότητα]», με υπότιτλο «Επισήμανση που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της διαδικασίας πιστοποιήσεως του άρθρου 10, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ», και το ακόλουθο κείμενο:

«Ο κάτοχος της θέσεως ανέλαβε καθήκοντα της κατηγορίας B* (ή, από 1ης Μαΐου 2006, καθήκοντα υπαλλήλου με βαθμό ανώτερο του AST 7, προκειμένου για υπαλλήλους που, προ της 1ης Μαΐου 2004, ασκούσαν καθήκοντα της κατηγορίας D ή C):

–        φύση των προαναφερθέντων καθηκόντων:

[συμπληρώνεται από τον αξιολογητή]

–        ποσοστό της δραστηριότητας του κατόχου της θέσεως που αντιστοιχεί στα εν λόγω καθήκοντα:

[συμπληρώνεται από τον αξιολογητή]

–        ποιότητα των υπηρεσιών που παρέσχε ο κάτοχος της θέσεως κατά την εκτέλεση των εν λόγω καθηκόντων:

[συμπληρώνεται από τον αξιολογητή].»

8        Στις Διοικητικές πληροφορίες αριθ. 1-2006, της 12ης Ιανουαρίου 2006, περί της περιόδου αξιολογήσεως 2006, η οποία αντιστοιχεί στο διάστημα μεταξύ 1ης Ιανουαρίου και 31ης Δεκεμβρίου 2005, επισημαίνεται σχετικά με τη στήλη που αφορά την αξιολόγηση των ικανοτήτων: «Η στήλη αυτή συμπληρώνεται στο πλαίσιο των διαδικασιών πιστοποιήσεως. Συμπληρώνεται από τον αξιολογητή μόνον αν ο κάτοχος της θέσεως το ζητήσει ρητώς με την αυτοαξιολόγησή του (σημειώνοντας το αντίστοιχο τετραγωνίδιο).

Η παρουσίαση της στήλης περί [ικανοτήτων] έχει τροποποιηθεί. Ο αξιολογητής έχει πλέον ενώπιόν του κατάλογο καθηκόντων κατηγορίας A* ή κατηγορίας B*. Σημειώνει το ή τα τετραγωνίδια που αφορούν τα καθήκοντα της ανώτερης κατηγορίας και εκτιμά το ποσοστό της δραστηριότητας του κατόχου της θέσεως που αντιστοιχεί στα καθήκοντα αυτά, καθώς και την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων αυτών».

9        Το άρθρο 10 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ ορίζει:

«1. Οι υπάλληλοι που υπηρετούν στις κατηγορίες C ή D πριν από την 1η Μαΐου 2004, τοποθετούνται από την 1η Μαΐου 2006 στις σταδιοδρομίες που επιτρέπουν προαγωγές:

α) στην παλαιά κατηγορία C, έως το βαθμό AST 7·

β) στην παλαιά κατηγορία D, έως το βαθμό AST 5.

[…]

3. Υπάλληλος στον οποίο εφαρμόζεται η παράγραφος 1 μπορεί να καθίσταται μέλος της ομάδας καθηκόντων των βοηθών χωρίς περιορισμό, αφού επιτύχει σε γενικό διαγωνισμό ή βάσει διαδικασίας πιστοποίησης. Η διαδικασία πιστοποίησης βασίζεται στην αρχαιότητα, την εμπειρία, τα προσόντα και το επίπεδο κατάρτισης των υπαλλήλων και τη διαθεσιμότητα των θέσεων στην ομάδα καθηκόντων AST. Οι υποψηφιότητες των υπαλλήλων για την πιστοποίηση εξετάζονται από επιτροπή ίσης εκπροσώπησης. Τα όργανα θεσπίζουν τους κανόνες εφαρμογής της εν λόγω διαδικασίας πριν από την 1η Μαΐου 2004. Εάν χρειασθεί, τα όργανα θεσπίζουν ειδικές διατάξεις για να ληφθούν υπόψη οι αλλαγές που έχουν ως αποτέλεσμα να τροποποιούνται τα εφαρμοστέα ποσοστά προαγωγής.»

10      Κατά το άρθρο 1 της αποφάσεως της Επιτροπής της 7ης Απριλίου 2004 περί των κανόνων εφαρμογής της διαδικασίας πιστοποιήσεως, η οποία δημοσιεύθηκε στις Διοικητικές πληροφορίες αριθ. 70-2004, της 22ας Ιουνίου 2004:

«1. Η διαδικασία πιστοποιήσεως έχει ως αντικείμενο την επιλογή των υπαλλήλων που υπηρετούσαν στις κατηγορίες C ή D, πριν από την 1η Μαΐου 2004, οι οποίοι μπορούν να καταστούν μέλη της ομάδας καθηκόντων των βοηθών χωρίς περιορισμούς.

[…]»

11      Το άρθρο 4 της αποφάσεως της 7ης Απριλίου 2004 ορίζει:

«Πριν από την 30ή Σεπτεμβρίου εκάστου έτους, η [αρμόδια για τους διορισμούς αρχή] καθορίζει τον αριθμό των θέσεων εργασίας στην ομάδα καθηκόντων των βοηθών που θα μπορούν να πληρωθούν το επόμενο έτος από πιστοποιημένους υπαλλήλους σύμφωνα με το άρθρο 8.

Κατόπιν της αποφάσεως αυτής, η [αρμόδια για τους διορισμούς αρχή] δημοσιεύει πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων.»

12      Το άρθρο 5 της αποφάσεως της 7ης Απριλίου 2004 ορίζει:

«1. Οι υπάλληλοι του άρθρου 1 που υπέβαλαν υποψηφιότητα υπόκεινται στη διαδικασία πιστοποιήσεως εφόσον πληρούν τα δύο ακόλουθα κριτήρια:

–        επίπεδο κατάρτισης τουλάχιστον ανάλογο του απαιτούμενου από το άρθρο 5, παράγραφος 3, [στοιχείο] α΄, του ΚΥΚ, για τοποθέτηση σε θέση υπαλλήλου στην ομάδα καθηκόντων των βοηθών·

–        αρχαιότητα τουλάχιστον πέντε ετών κατά τη διάρκεια σταδιοδρομίας στην κατηγορία C ή D. […]

2. Κατά την εκάστοτε διαδικασία πιστοποιήσεως, η [αρμόδια για τους διορισμούς αρχή] συντάσσει και δημοσιεύει κατάλογο των υπαλλήλων που υπέβαλαν υποψηφιότητα, οι οποίοι γίνονται δεκτοί στη διαδικασία πιστοποιήσεως.

3. Οι υποβαλόντες υποψηφιότητα υπάλληλοι που εκτιμούν ότι πληρούν τα δύο κριτήρια της παραγράφου 1 και δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο της παραγράφου 2 μπορούν, εντός δέκα εργάσιμων ημερών από της δημοσιεύσεως του εν λόγω καταλόγου, να προσφύγουν στην επιτροπή του άρθρου 9.

[…]»

13      Το άρθρο 6 της αποφάσεως της 7ης Απριλίου 2004 ορίζει:

«1. Κατά την εκάστοτε διαδικασία πιστοποιήσεως, η [αρμόδια για τους διορισμούς αρχή] συντάσσει κατάλογο των υπαλλήλων που έγιναν δεκτοί, οι οποίοι κατατάσσονται με σειρά προτεραιότητας, σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια: το επίπεδο κατάρτισης· την αρχαιότητα κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας στην κατηγορία C ή D· την πείρα και τα προσόντα που εκτιμώνται σύμφωνα με τις διαθέσιμες εκθέσεις εξελίξεως της σταδιοδρομίας.

2. Η αξία των κριτηρίων και η στάθμισή τους αποφασίζονται από την [αρμόδια για τους διορισμούς αρχή], πριν από την 31η Δεκεμβρίου 2004, κατόπιν γνώμης της επιτροπής του άρθρου 9. Μπορούν να αναπροσαρμόζονται κάθε έτος με απόφαση της [αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής], βάσει συστάσεως της επιτροπής του άρθρου 9.

3. Κάθε υπάλληλος που γίνεται δεκτός ενημερώνεται για τη σειρά κατατάξεως που έχει στον συνταχθέντα από την [αρμόδια για τους διορισμούς αρχή] κατάλογο και για τον αριθμό των μονάδων που έλαβε βάσει των κριτηρίων, εκτιμήσεων και σταθμίσεων των παραγράφων 1 και 2.

4. Εντός προθεσμίας δέκα εργασίμων ημερών από τη γνωστοποίηση των εν λόγω πληροφοριών, οι υπάλληλοι που έγιναν δεκτοί μπορούν να προσφύγουν στην επιτροπή του άρθρου 9, αν αμφισβητούν τον αριθμό των μονάδων που έλαβαν. Οφείλουν να προβάλουν σχετική αιτιολογία και να προσκομίσουν στην επιτροπή του άρθρου 9 όλα τα χρήσιμα επίσημα έγγραφα.

Η επιτροπή του άρθρου 9 εκδίδει εντός δέκα εργασίμων ημερών γνώμη την οποία κοινοποιεί στην [αρμόδια για τους διορισμούς αρχή] που αποφασίζει ακολούθως.»

14      Κατά το άρθρο 7 της αποφάσεως της 7ης Απριλίου 2004:

«1. Οι υπάλληλοι που κατατάσσονται πρώτοι στον κατάλογο του άρθρου 6, μέχρι τον διπλάσιο αριθμό των προβλεπομένων βάσει του άρθρου 4 θέσεων, δύνανται, έως την 31η Δεκεμβρίου του επόμενου έτους, να θέσουν υποψηφιότητα για την πλήρωση των κενών θέσεων στην ομάδα καθηκόντων των βοηθών.

2. Ο κατάλογος των υπαλλήλων της παραγράφου 1 δημοσιεύεται από την [αρμόδια για τους διορισμούς αρχή].

3. Οι κενές θέσεις που μπορούν να καλυφθούν από τους υπαλλήλους της παραγράφου 1 επισημαίνονται κατά τη δημοσίευση των κενών θέσεων.»

15      To άρθρο 8 της αποφάσεως της 7ης Απριλίου 2004 ορίζει:

«1. Οι υπάλληλοι του άρθρου 7, παράγραφος 1, που τοποθετούνται στις κενές θέσεις του άρθρου 7, παράγραφος 3, θεωρούνται ότι έχουν πιστοποιηθεί. Καθίστανται μέλη της ομάδας καθηκόντων των βοηθών χωρίς περιορισμούς στη σταδιοδρομία τους.

2. Η [αρμόδια για τους διορισμούς αρχή] δημοσιεύει πριν από την 31η Μαρτίου εκάστου έτους τον κατάλογο των υπαλλήλων που πιστοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της τελευταίας διαδικασίας πιστοποιήσεως.»

16      Το άρθρο 9 της αποφάσεως της 7ης Απριλίου 2004 προβλέπει τη σύσταση επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως για τη διαδικασία πιστοποιήσεως και ορίζει τη σύνθεσή της, καθώς και τους όρους λειτουργίας της. Η παράγραφος 7 του άρθρου αυτού ορίζει ότι, στην αρχή εκάστου έτους, η εν λόγω επιτροπή εκδίδει γνώμη επί των αποτελεσμάτων της τελευταίας διαδικασίας πιστοποιήσεως, την οποία έχει τη δυνατότητα να συμπληρώσει με συστάσεις, οι οποίες μπορούν να αφορούν και τις συναφείς εκτιμήσεις και σταθμίσεις.

17      Η απόφαση της 7ης Απριλίου 2004 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε με την απόφαση της Επιτροπής της 29ης Νοεμβρίου 2006 περί των κανόνων εφαρμογής της διαδικασίας πιστοποιήσεως.

18      Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της αποφάσεως της 29ης Νοεμβρίου 2006 ορίζει:

«Οι υπάλληλοι του άρθρου 1 που υπέβαλαν υποψηφιότητα γίνονται δεκτοί στη διαδικασία πιστοποιήσεως, κατόπιν γνώμης της επιτροπής του άρθρου 7, εφόσον πληρούν τα ακόλουθα τέσσερα κριτήρια:

–        διαθέτουν επίπεδο κατάρτισης τουλάχιστον ανάλογο του απαιτουμένου από το άρθρο 5, παράγραφος 3, [στοιχείο] α΄, του ΚΥΚ, προκειμένου να τοποθετηθούν σε θέση υπαλλήλου στην ομάδα καθηκόντων των βοηθών·

–        έχουν συμπληρώσει αρχαιότητα τουλάχιστον πέντε ετών κατά τη σταδιοδρομία τους στην κατηγορία C ή D […]·

–        έχουν αναγνωριστεί ικανοί να εκπληρώσουν καθήκοντα του επιπέδου “βοηθός διοικήσεως”·

–        δεν χαρακτηρίζονται από επαγγελματική ανεπάρκεια.»

19      Η απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής (στο εξής: ΑΔΑ) περί της εφαρμογής των κριτηρίων αποδοχής στη διαδικασία πιστοποιήσεως του έτους 2006, η οποία δημοσιεύθηκε στις Διοικητικές πληροφορίες αριθ. 59-2006, της 21ης Δεκεμβρίου 2006, ορίζει, στο σημείο 3, το οποίο φέρει τον τίτλο «[Ικανότητα]»:

«[Η ικανότητα] εκπλήρωσης των καθηκόντων του επιπέδου “βοηθός διοικήσεως” πρέπει να έχ[ει] τύχει θετικής αξιολογήσεως στο πλαίσιο της διαδικασίας αξιολογήσεως του έτους 2005.»

 Ιστορικό της διαφοράς

20      Το ιστορικό της διαφοράς, το οποίο εκτίθεται με τις σκέψεις 16 έως 24 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, είναι το ακόλουθο:

«16      Η [F. Putterie-De-Beukelaer] εργάζεται ως υπάλληλος στη γενική γραμματεία της Επιτροπής από το 1985. Η [F. Putterie-De-Beukelaer] ήταν γραμματέας διευθύνσεως μέχρι τον Νοέμβριο του 1996 και στη συνέχεια άλλαξε επαγγελματικό προσανατολισμό και έγινε εκπαιδεύτρια πληροφορικής. Αναγνωρίστηκε επισήμως ως υπεύθυνη των εκπαιδευτικών προγραμμάτων πληροφορικής [το έτος] 2000.

17      Από τον βαθμό C2 πριν από την 1η Μαΐου 2004, η [F. Putterie-De-Beukelaer] κατετάγη στον βαθμό C*5 από της ημερομηνίας αυτής, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 1, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, και στη συνέχεια στον βαθμό AST 5 από 1ης Μαΐου 2006, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 1, του ΚΥΚ.

18      Κατά την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου έως 31ης Δεκεμβρίου 2005, η οποία αποτέλεσε αντικείμενο ΕΕΣ [...], η [F. Putterie-De-Beukelaer] ασκούσε τα καθήκοντα που είχε και προηγουμένως. Κατά τη σύνταξη της ΕΕΣ του έτους 2005, όπως και της προηγούμενης ΕΕΣ που την αφορούσε, η [F. Putterie-De-Beukelaer] ζήτησε τη συμπλήρωση από τον αξιολογητή της στήλης 6.5 με τίτλο “[Ικανότητα]”, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις Διοικητικές πληροφορίες αριθ. 1-2006, της 12ης Ιανουαρίου 2006, προκειμένου να μπορεί να συμμετάσχει στη διαδικασία πιστοποιήσεως του 2006.

19      Στην εν λόγω στήλη 6.5 της ΕΕΣ του έτους 2005, της οποίας ο υπότιτλος επισημαίνει ότι λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της διαδικασίας πιστοποιήσεως, ο αξιολογητής έκρινε ότι τα καθήκοντα που ασκούσε η [F. Putterie-De-Beukelaer] κατά την επίμαχη περίοδο δεν αντιστοιχούσαν, ούτε μερικώς, στα καθήκοντα υπαλλήλου της κατηγορίας B*. Ως εκ τούτου, ο αξιολογητής έκρινε, όπως και με την προηγούμενη ΕΕΣ, ότι η ενδιαφερόμενη δεν είχε αποδείξει την ικανότητά της να εκπληρώσει καθήκοντα αυτής της κατηγορίας. Κατόπιν σχετικής αποφάσεως του επικυρωτή με το ίδιο περιεχόμενο, η [F. Putterie-De-Beukelaer] άσκησε, στις 6 Ιουνίου 2006, την αιτιολογημένη διοικητική προσφυγή που προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 11, των ΓΕΔ 43, απευθύνθηκε δηλαδή, στην επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως για την αξιολόγηση.

20      Με τη γνωμοδότησή της, η επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως για την αξιολόγηση δεν διαπίστωσε αναντιστοιχία μεταξύ των σχολίων και των βαθμών που περιείχε η έκθεση της [F. Putterie-De-Beukelaer], ούτε προφανή πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τη μη αναγνώριση της ικανότητάς της να αναλάβει καθήκοντα της κατηγορίας B*.

21      Με απόφαση της 26ης Ιουνίου 2006, ο δευτεροβάθμιος αξιολογητής επιβεβαίωσε την ΕΕΣ του έτους 2005.

22      Στις 26 Σεπτεμβρίου 2006, η [F. Putterie-De-Beukelaer] υπέβαλε “διοικητική ένσταση δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ” κατά “της αποφάσεως του ιεραρχικώς προϊσταμένου [της] που αφορούσε την ΕΕΣ του έτους 2005, η οποία είχε ως αποτέλεσμα να μην καταστεί δυνατή η πιστοποίησή [της] λόγω μη αναγνωρίσεως της εργασίας [της] […] και σφάλματος ως προς την ονομασία της θέσεως εργασίας” […]

23      Με απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2006, η ΑΔΑ απέρριψε τη διοικητική ένσταση της [F. Putterie-De-Beukelaer] εκτιμώντας ότι ο επικυρωτής, στον οποίο, “[β]άσει των πληροφοριών που παρέχει ο αξιολογητής, εναπόκειται […] να αποφασίσει αν ο κρινόμενος απέδειξε όντως την ικανότητά του να εκπληρώσει καθήκοντα της ανώτερης κατηγορίας”, δεν υπέπεσε σε “πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως”. Η διαδικασία πιστοποιήσεως του έτους 2006 ξεκίνησε την ίδια ημέρα με δημοσίευση της προσκλήσεως υποβολής υποψηφιοτήτων στις Διοικητικές πληροφορίες αριθ. 60‑2006.

24      Σύμφωνα με απόσπασμα του ηλεκτρονικού φακέλου Sysper 2 της [F. Putterie-De-Beukelaer], το οποίο αυτή κατέθεσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η υποβληθείσα στις 25 Ιανουαρίου 2007 υποψηφιότητά της απορρίφθηκε την 1η Φεβρουαρίου του ιδίου έτους με το σκεπτικό ότι δεν αποδείχθηκε η ικανότητά της. Η διοικητική προσφυγή που άσκησε η [F. Putterie-De-Beukelaer] κατά της αποφάσεως αυτής, στις 24 Απριλίου 2007, απορρίφθηκε στις 25 Μαΐου 2007 από την ΑΔΑ κατόπιν εξετάσεώς της από την επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως κατά τη διαδικασία πιστοποιήσεως. Με γνωμοδότησή της, η οποία λήφθηκε υπόψη από την ΑΔΑ, η επιτροπή αυτή έκρινε ότι δεν μπορούσε να χορηγηθεί πιστοποίηση στην [F. Putterie-De-Beukelaer], καθόσον ο επικυρωτής της ΕΕΣ του έτους 2005 που την αφορούσε έκρινε ότι αυτή δεν είχε την ικανότητα εκπληρώσεως καθηκόντων της κατηγορίας B*.»

21      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης την 2α Απριλίου 2007, η F. Putterie-De-Beukelaer άσκησε προσφυγή, η οποία έλαβε τον αριθμό πρωτοκόλλου F-31/07.

22      Η F. Putterie-De-Beukelaer ζήτησε από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να ακυρώσει την ΕΕΣ του έτους 2005, καθόσον δεν αναγνωρίζει την ικανότητά της να ασκήσει καθήκοντα της κατηγορίας B*, καθώς και να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

23       Η Επιτροπή ζήτησε από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη και, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμη και να αποφανθεί κατά νόμον επί των δικαστικών εξόδων.

 Επί της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

24      Επί της ουσίας και πριν αποφανθεί επί των λόγων ακυρώσεως που προέβαλε η F. Putterie-De-Beukelaer κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, αφού υπενθύμισε, με τη σκέψη 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το Πρωτοδικείο είχε κρίνει, με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 1994, T-576/93 έως T-582/93, Browet κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1993, σ. II-677, σκέψη 35), ότι ο λόγος ακυρώσεως που σχετίζεται με το πεδίο εφαρμογής του νόμου είναι δημοσίας τάξεως και, συνεπώς, απόκειται στο ίδιο να τον εξετάσει αυτεπαγγέλτως, αποφάνθηκε, με τη σκέψη 52 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι επεβάλλετο η αυτεπάγγελτη εξέταση του δημοσίας τάξεως λόγου ακυρώσεως που αντλείτο από παραβίαση, εκ μέρους της Διοικήσεως, των ορίων του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 43 του ΚΥΚ και του άρθρου 10, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ.

25      Αφού κάλεσε τους διαδίκους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί της προθέσεώς του να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τον δημοσίας τάξεως λόγο ακυρώσεως που αντλείτο από παραβίαση, εκ μέρους της Διοικήσεως, των ορίων του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 43 του ΚΥΚ και του άρθρου 10, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε:

«54      Με την απάντησή της, η [F. Putterie-De-Beukelaer] εξέθεσε ότι ο λόγος που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως είναι κατά τη γνώμη της βάσιμος.

55      Αντιθέτως, με τις γραπτές παρατηρήσεις της επί του λόγου που της γνωστοποίησε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, η Επιτροπή υποστήριξε ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν μπορεί να εξετάζει αυτεπαγγέλτως λόγους που αφορούν την εσωτερική νομιμότητα. Καταρχάς, οι λόγοι αυτοί μπορούν να εξετασθούν από τον κοινοτικό δικαστή μόνον εφόσον προβάλλονται από τους προσφεύγοντες ή, τουλάχιστον, αν συνδέονται άμεσα με την επιχειρηματολογία των διαδίκων. Ακολούθως, η δυνατότητα του δικαστή να εξετάζει αυτεπαγγέλτως ζητήματα που αφορούν την εσωτερική νομιμότητα της προσβαλλομένης πράξεως θα καθιστούσε άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας τόσο το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το οποίο απαγορεύει την προβολή νέων ισχυρισμών από τους διαδίκους κατά τη διάρκεια της δίκης, όσο και τον κανόνα της αντιστοιχίας μεταξύ προσφυγής και διοικητικής ενστάσεως. Τέλος, η αυτεπάγγελτη εξέταση ενός λόγου που αφορά την εσωτερική νομιμότητα ενέχει τον κίνδυνο προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας, καθόσον μεταβάλλει το πλαίσιο της κατ’ αντιμωλία συζητήσεως.

56      Καταρχάς, πρέπει να δοθεί απάντηση στις εν λόγω αντιρρήσεις αρχής.

57      Πρώτον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, έχει ήδη κριθεί ότι ο κοινοτικός δικαστής έχει την ευχέρεια και, εφόσον παρίσταται ανάγκη, την υποχρέωση να εξετάζει αυτεπαγγέλτως ορισμένους λόγους που αφορούν την εσωτερική νομιμότητα. Όπως εκτέθηκε στη σκέψη 50, αυτό ισχύει στην περίπτωση υπέρβασης του πεδίου εφαρμογής του νόμου. Ομοίως, το δεδικασμένο αποτελεί λόγο δημοσίας τάξεως που αφορά την εσωτερική νομιμότητα τον οποίο ο δικαστής πρέπει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως [απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Ιουνίου 2006, C-442/03 P και C-471/03 P, P & O European Ferries (Vizcaya) και Diputación Foral de Vizcaya κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I-4845, σκέψη 45]. Τέλος, η κοινοτική νομολογία υποχρεώνει, σε ορισμένες περιπτώσεις, τον εθνικό δικαστή, ο οποίος στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του καλείται να εφαρμόσει διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, να εξετάζει αυτεπαγγέλτως λόγους που αφορούν την εσωτερική νομιμότητα, όπως είναι μεταξύ άλλων οι λόγοι που αντλούνται από τον καταχρηστικό χαρακτήρα μιας ρήτρας που εμπεριέχεται σε συμβάσεις συναφθείσες μεταξύ καταναλωτών και επαγγελματιών (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 21ης Νοεμβρίου 2002, C-473/00, Cofidis, Συλλογή 2002, σ. I-10875, σκέψεις 36 και 38, καθώς και της 26ης Οκτωβρίου 2006, C-168/05, Mostaza Claro, Συλλογή 2006, σ. I-10421, σκέψη 39).

58      Όσον αφορά το επιχείρημα της Επιτροπής, κατά το οποίο ο δικαστής μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως ένα λόγο που αφορά την εσωτερική νομιμότητα μόνον εφόσον ο λόγος αυτός προβλήθηκε από τους διαδίκους ή συνδέεται άμεσα με την επιχειρηματολογία τους, το επιχείρημα αυτό έρχεται σε αντίθεση προς αυτόν καθαυτόν τον σκοπό της αυτεπάγγελτης εξέτασης και θα ισοδυναμούσε με άρνηση κάθε δυνατότητας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης να εξετάζει αυτεπαγγέλτως λόγους που αφορούν την εσωτερική νομιμότητα, μολονότι κάτι τέτοιο προβλέπεται από τη νομολογία.

59      Δεύτερον, αντιθέτως προς την επιχειρηματολογία της Επιτροπής, η απαγόρευση που ισχύει για τους προσφεύγοντες σε υπαλληλικές υποθέσεις να προβάλλουν με την προσφυγή τους λόγους που δεν συνδέονται με την επιχειρηματολογία που ανέπτυξαν στην προηγηθείσα διοικητική ένστασή τους και η απαγόρευση προβολής νέων ισχυρισμών μετά την πρώτη ανταλλαγή υπομνημάτων που προβλέπει το άρθρο 43, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας αφορούν τους διαδίκους και όχι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης.

60      Τρίτον, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η αυτεπάγγελτη εξέταση ενός λόγου που αφορά την εσωτερική νομιμότητα θα μπορούσε να θίξει τον κατ’ αντιμωλία χαρακτήρα της δικανικής συζητήσεως και την αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας. Συγκεκριμένα, το άρθρο 77 του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης μπορεί αυτεπαγγέλτως, αφού ακούσει τους διαδίκους, να αποφανθεί ως προς το απαράδεκτο ενός λόγου δημοσίας τάξεως. Πάντως, αν η προϋπόθεση αυτή συνιστά επαρκή εγγύηση των αρχών της ακροάσεως και του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας στην περίπτωση της αυτεπάγγελτης εξέτασης ενός λόγου απαραδέκτου δημοσίας τάξεως, δεν υπάρχει κανένας λόγος να θεωρηθεί ότι αυτό δεν ισχύει στην περίπτωση της αυτεπάγγελτης εξέτασης ενός λόγου δημοσίας τάξεως που αφορά την εσωτερική ή την εξωτερική νομιμότητα. Πρέπει, επομένως, να διαπιστωθεί ότι, γνωστοποιώντας στους διαδίκους τον λόγο δημοσίας τάξεως που επρόκειτο να εξετάσει, καλώντας τους διαδίκους να υποβάλουν σχετικώς γραπτές παρατηρήσεις και παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να διατυπώσουν τις απόψεις τους επί του ζητήματος αυτού ενώπιόν του κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης τήρησε τις επιταγές που απορρέουν από τις αρχές που επικαλέστηκε η Επιτροπή.

61      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι τα επιχειρήματα που προέβαλε η Επιτροπή κατά της αυτεπάγγελτης εξέτασης ενός λόγου που αφορά την εσωτερική νομιμότητα πρέπει να απορριφθούν.»

26      Υπό τις συνθήκες αυτές, με τη σκέψη 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επισήμανε αυτεπαγγέλτως την υπέρβαση, στην οποία προέβη η Διοίκηση με την προσβαλλόμενη απόφαση, των ορίων του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 43 του ΚΥΚ και του άρθρου 10, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, ενώ, με τη σκέψη 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είχε εκδοθεί συμφώνως προς τους κανόνες αρμοδιότητας, τους διαδικαστικούς κανόνες και τους ουσιαστικούς κανόνες της διαδικασίας αξιολογήσεως και όχι συμφώνως προς τους κανόνες της διαδικασίας πιστοποιήσεως, οι οποίοι ήταν και οι μόνοι που ετύγχαναν εν προκειμένω εφαρμογής. Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης αποφάνθηκε ότι η Διοίκηση, κρίνοντας ότι η F. Putterie-De-Beukelaer δεν μπορούσε να μετάσχει στη διαδικασία πιστοποιήσεως επειδή δεν είχε αποδείξει ότι διέθετε την απαιτούμενη προς τούτο «ικανότητα», ενώ οι εφαρμοστέες διατάξεις δεν εξαρτούν τη συμμετοχή στη διαδικασία πιστοποιήσεως από τον όρο αυτό, αλλά αποκλειστικώς από την αρχαιότητα, την πείρα, τα προσόντα και το επίπεδο καταρτίσεως, είχε προβεί σε παραβίαση των ορίων του πεδίου εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων και, ως εκ τούτου, ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

27      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] την 5η Μαΐου 2008, η Επιτροπή άσκησε την υπό κρίση αναίρεση.

28      Οι διάδικοι αγόρευσαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 23ης Σεπτεμβρίου 2009.

29      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

–        να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης·

–        να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.

30      Η F. Putterie-De-Beukelaer ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο·

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της κατ’ αναίρεση δίκης.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

31      Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η Επιτροπή προβάλλει ένα μόνο λόγο, ο οποίος αφορά ειδικώς τις σκέψεις 50 έως 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Ο λόγος αναιρέσεως διαρθρώνεται σε δύο σκέλη, εκ των οποίων το πρώτο αφορά υπέρβαση, εκ μέρους του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, των ορίων του αυτεπάγγελτου ελέγχου που ασκεί ο δικαστής στο πλαίσιο ευθείας προσφυγής, λόγω της αυτεπάγγελτης εξετάσεως λόγου που αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της προσβαλλομένης πράξεως, ενώ το δεύτερο αφορά παραβίαση της αρχής της διαθέσεως του αντικειμένου της δίκης και της απαγορεύσεως αποφάνσεως ultra petita.

 Επί του πρώτου σκέλους, το οποίο αντλείται από υπέρβαση, εκ μέρους του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, των ορίων του αυτεπάγγελτου ελέγχου που ασκεί ο δικαστής στο πλαίσιο ευθείας προσφυγής, λόγω της εκ μέρους του αυτεπάγγελτης εξετάσεως λόγου που αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της προσβαλλομένης πράξεως

32      Κατά την Επιτροπή, η συλλογιστική που το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης αναπτύσσει με τις σκέψεις 50 έως 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ενέχει πλάνη περί το δίκαιο, καθώς παρορά την παγιωθείσα, τόσο με τη νομολογία του Δικαστηρίου όσο και με αυτή του Γενικού Δικαστηρίου, διάκριση, μεταξύ, αφενός, της εξωτερικής νομιμότητας πράξεως και των δημοσίας τάξεως προϋποθέσεων παραδεκτού της προσφυγής και, αφετέρου, της ουσιαστικής νομιμότητας πράξεως (εσωτερικής νομιμότητας).

33      Όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από παραβίαση των ορίων του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 43 και του άρθρου 10, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ αφορά την εσωτερική νομιμότητα της πράξεως, στοιχείο που, όπως προκύπτει από τη σκέψη 61 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης μάλλον αναγνωρίζει, και συνεπώς αποτελεί λόγο τον οποίο ο δικαστής δεν μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως, εν αντιθέσει προς τους λόγους που αφορούν την εξωτερική νομιμότητα ή τους δημοσίας τάξεως λόγους απαραδέκτου.

34      Κατά την Επιτροπή, πρώτον, καμία διάταξη του Οργανισμού του Δικαστηρίου ή των Κανονισμών Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης δεν παρέχει στον κοινοτικό δικαστή τη δυνατότητα να εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σε οιοδήποτε στάδιο, λόγο σχετικό με την εσωτερική νομιμότητα της προσβαλλομένης πράξεως, εν αντιθέσει προς ό,τι προβλέπει η διάταξη του άρθρου 77 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης για τους λόγους απαραδέκτου.

35      Δεύτερον, μια τέτοια δυνατότητα έχει αποκλεισθεί τόσο από το Δικαστήριο, το οποίο, με την απόφαση της 2ας Απριλίου 1998, C‑367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France (Συλλογή 1998, σ. I‑1719) έκρινε ότι ο λόγος ακυρώσεως που αφορά την ουσιαστική νομιμότητα άπτεται της παραβάσεως κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή της Συνθήκης και δύναται να εξετασθεί από τον κοινοτικό δικαστή μόνον εφόσον προβάλλεται από τον προσφεύγοντα, όσο και από το Πρωτοδικείο, το οποίο, με την απόφαση της 8ης Ιουλίου 2004, T‑44/00, Mannesmannröhren-Werke κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. II‑2223, σκέψη 126 και 192), επισήμανε ότι, εν αντιθέσει προς τους λόγους ακυρώσεως που αντλούνται από ανεπαρκή αιτιολογία, οι επί της ουσίας λόγοι ακυρώσεως δεν μπορούν να εξετασθούν αυτεπαγγέλτως από τον κοινοτικό δικαστή.

36      Τρίτον, κατά την Επιτροπή, τα αντλούμενα από τη νομολογία παραδείγματα που το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης παραθέτει προς στήριξη της θέσεώς του περί της αυτεπάγγελτης εξετάσεως της εσωτερικής νομιμότητας αντιφάσκουν προς τη συλλογιστική του.

37      Αφενός, εν αντιθέσει προς την άποψη που δέχθηκε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης με τη σκέψη 57 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το δεδικασμένο δεν άπτεται της εσωτερικής νομιμότητας, αλλά των λόγων απαραδέκτου προσφυγής ή ισχυρισμού. Κατά την Επιτροπή, με τη σκέψη 45 της αποφάσεως της 1ης Ιουνίου 2006, C‑442/03 P και C‑471/03 P, P & O European Ferries (Vizcaya) και Diputación Foral de Vizcaya κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. I‑4845), το Δικαστήριο έκρινε ότι η ισχύς του δεδικασμένου αποτελεί ζήτημα δημοσίας τάξεως και μπορεί, ως εκ τούτου, να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, καθώς απαγορεύει την εκ νέου εξέταση ισχυρισμών οι οποίοι έχουν κριθεί με απόφαση που κατέστη απρόσβλητη.

38      Αφετέρου, τα παραδείγματα που αντλούνται από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου επί της ερμηνείας της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ L 95, σ. 29), τα οποία αντιτίθενται στην επιβαλλόμενη στον δικαστή απαγόρευση να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας, ουδεμία σχέση έχουν με την έκταση του αυτεπάγγελτου ελέγχου που ασκεί ο κοινοτικός δικαστής στο πλαίσιο ευθείας διοικητικής προσφυγής κατά την έννοια του 236 ΕΚ. Εν πάση περιπτώσει, με την απόφαση της 7ης Ιουνίου 2007, C‑222/05 έως C‑225/05, van der Weerd κ.λπ. (Συλλογή 2007, σ. I‑4233), το Δικαστήριο περιόρισε την εμβέλεια των αποφάσεων της 21ης Νοεμβρίου 2002, C‑473/00, Cofidis (Συλλογή 2002, σ. I‑10875), και της 26ης Οκτωβρίου 2006, C‑168/05, Mostaza Claro (Συλλογή 2006, σ. I‑10421), κρίνοντας ότι η αρχή της αποτελεσματικότητας δεν επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια την υποχρέωση να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως ισχυρισμό αντλούμενο από διάταξη του κοινοτικού δικαίου, ανεξαρτήτως της σπουδαιότητας της διατάξεως αυτής για την κοινοτική έννομη τάξη, εφόσον οι διάδικοι έχουν πράγματι τη δυνατότητα να προβάλουν ισχυρισμό βασιζόμενο στο κοινοτικό δίκαιο ενώπιον εθνικού δικαστηρίου.

39      Τέταρτον, κατά την Επιτροπή, μολονότι η αυτεπάγγελτη εξέταση λόγου σχετικού με το πεδίο εφαρμογής του νόμου είναι τουλάχιστον γνωστή στο γαλλικό διοικητικό δίκαιο, δεν ισχύει το ίδιο στην κοινοτική έννομη τάξη. Η θέση που διατύπωσε το Πρωτοδικείο με την προμνησθείσα με τη σκέψη 24 απόφαση Browet κ.λπ. κατά Επιτροπής (σκέψη 35), δεν παύει να συνιστά μεμονωμένη περίπτωση και αποτελεί απλώς obiter dictum στο σκεπτικό του Πρωτοδικείου, καθόσον η διαφορά της εν λόγω υποθέσεως επελύθη βάσει των προβληθέντων από τους διαδίκους ισχυρισμών.

40      Η F. Putterie-De-Beukelaer εκτιμά, κατ’ αρχάς, ότι, κατά τη συναφή νομολογία, απόκειται στον κοινοτικό δικαστή να εξετάζει αυτεπαγγέλτως λόγους δημοσίας τάξεως, μολονότι ο ορισμός τους δεν είναι ευχερής. Όπως έκρινε το Πρωτοδικείο με την προμνησθείσα με τη σκέψη 24 απόφαση Browet κ.λπ. κατά Επιτροπής, ο λόγος ακυρώσεως που σχετίζεται με το πεδίο εφαρμογής του νόμου αποτελεί ασφαλώς λόγο δημοσίας τάξεως, τούτο δε όχι μόνον, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, όταν αυτός συνδέεται άμεσα με τα επιχειρήματα του αντιδίκου. Ένας τέτοιος περιορισμός θα ερχόταν σε αντίθεση προς τη δυνατότητα αυτεπάγγελτης εξετάσεως λόγου ακυρώσεως.

41      Επιπροσθέτως, κατά την F. Putterie-De-Beukelaer, η δυνατότητα αυτεπάγγελτης εξετάσεως λόγου ακυρώσεως δεν δύναται να εξαρτάται από τη θεωρητική διάκριση μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής νομιμότητας, διάκριση την οποία δεν έχει άλλωστε υιοθετήσει το Δικαστήριο. Η φορμαλιστική και επισφαλής αυτή διάκριση οδηγεί σε υπέρμετρη σχηματοποίηση. Εφόσον ένα λόγος ακυρώσεως είναι δημοσίας τάξεως, πρέπει, ανεξαρτήτως της σχέσεώς του με την εσωτερική ή εξωτερική νομιμότητα, να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως. Το ζήτημα, επομένως, είναι αν ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από υπέρβαση των ορίων του πεδίου εφαρμογής του νόμου είναι δημοσίας τάξεως. Στο πλαίσιο αυτό, θα ήταν απαράδεκτο να μην εξετάζεται αυτεπαγγέλτως τέτοιου είδους ουσιαστική παρανομία και να επιβάλλεται, αντιθέτως, η αυτεπάγγελτη εξέταση παραβάσεων ορισμένων διαδικαστικών κανόνων.

42      Τέλος, κατά την F. Putterie-De-Beukelaer, η εμβέλεια της αποφάσεως του Πρωτοδικείου την οποία επικαλείται η Επιτροπή δεν μπορεί να επιταθεί υπέρμετρα, καθόσον η διάκριση μεταξύ των ισχυρισμών που αφορούν την εξωτερική νομιμότητα και εκείνων που σχετίζονται με την εσωτερική νομιμότητα δεν είχε καμία επιρροή επί της επιλύσεως της διαφοράς στο πλαίσιο της οποίας διατυπώθηκε. Εξάλλου, η εν λόγω νομολογία αφορά αποκλειστικώς τους λόγους που αντλούνται, αντιστοίχως, από την υποχρέωση αιτιολογήσεως και από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, η οποία αποτελεί κατ’ εξοχήν ουσιαστικό λόγο ακυρώσεως. Στις υποθέσεις επί των οποίων κλήθηκε να αποφανθεί, το Δικαστήριο ακολούθησε διαφορετική προσέγγιση, εξετάζοντας αυτεπαγγέλτως λόγους, ανεξαρτήτως της κατηγοριοποιήσεώς τους. Συνεπώς, κατά τη νομολογία, διαπίστωση η οποία αφορά την αρμοδιότητα της Επιτροπής θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως.

43      Επιπροσθέτως, κατά την F. Putterie-De-Beukelaer, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στο πλαίσιο των συμβάσεων που περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες, το Δικαστήριο επέμεινε στη δυνατότητα του εθνικού δικαστή να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας και, ως εκ τούτου, θα ήταν ανακόλουθο να πρέπει το Γενικό Δικαστήριο να αποποιηθεί τη δυνατότητα αυτή στο πλαίσιο των «διαδικασιών ακυρώσεως».

44      Εν πάση περιπτώσει, η παραβίαση των ορίων του πεδίου εφαρμογής του νόμου συνιστά, εν προκειμένω, πρόδηλη παρατυπία αρκούντως σοβαρή. Συγκεκριμένα, κατά την F. Putterie-De-Beukelaer, η εφαρμογή των κανόνων της διαδικασίας αξιολογήσεως επί αποφάσεως λαμβανόμενης στο πλαίσιο της διαδικασίας πιστοποιήσεως συνεπάγεται ουσιώδεις παρατυπίες, τόσο από πλευράς αρμοδιότητας όσο και ουσίας, διαδικαστικές παρατυπίες που αφορούν, ιδίως, τις λεπτομέρειες της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως και, κατά συνεπεία, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας. Κατά την F. Putterie-De-Beukelaer, το αντικείμενο των διατάξεων του άρθρου 43 του ΚΥΚ και του άρθρου 10, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ έχει ορισθεί προς το συμφέρον των υπαλλήλων εν γένει και όχι προς το συμφέρον προσώπων τα οποία οι διατάξεις αφορούν άμεσα.

 Επί του δευτέρου σκέλους, το οποίο αφορά παραβίαση της αρχής της διαθέσεως και της απαγορεύσεως αποφάνσεως ultra petita

45      Κατά την Επιτροπή, ακυρώνοντας την προσβαλλόμενη απόφαση αποκλειστικώς βάσει αυτεπαγγέλτως εξετασθέντος λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παραβίαση των ορίων του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 43 του ΚΥΚ και του άρθρου 10, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης παραβίασε την αρχή της διαθέσεως και αποφάνθηκε ultra petita. Συγκεκριμένα, ο κοινοτικός δικαστής δεσμεύεται από το πλαίσιο της διαφοράς όπως αυτό έχει οριοθετηθεί με το εισαγωγικό δικόγραφο. Με την εξαίρεση των λόγων απαραδέκτου και των δημοσίας τάξεως λόγων που σχετίζονται με την εξωτερική νομιμότητα της πράξεως, κατά τον δικαστικό έλεγχο που ασκεί, ο κοινοτικός δικαστής οφείλει να τηρεί την αρχή της διαθέσεως του αντικειμένου της δίκης, η οποία του απαγορεύει να διευρύνει μονομερώς το πλαίσιο της διαφοράς. Σε υποθέσεις ευθείας προσφυγής, απόκειται στους διαδίκους να καθορίσουν το πλαίσιο αυτό και να επιλέξουν τους λόγους ουσιαστικής νομιμότητας με τους οποίους θα βάλουν κατά της πράξεως.

46      Κατά την Επιτροπή, στο πλαίσιο της προμνησθείσας με τη σκέψη 24 αποφάσεως Browet κ.λπ. κατά Επιτροπής, το Πρωτοδικείο είχε λάβει υπόψη το γεγονός ότι ο λόγος ακυρώσεως που αντλείτο από παραβίαση των ορίων του πεδίου εφαρμογής του νόμου συνδεόταν στενά με την επιχειρηματολογία των διαδίκων, καθώς, προκειμένου να είναι σε θέση να αποφανθεί επί των λόγων ακυρώσεως που προέβαλαν οι προσφεύγοντες, το Πρωτοδικείο όφειλε, εν πάση περιπτώσει, να εξετάσει το πεδίο εφαρμογής του νόμου.

47      Κατά την Επιτροπή, η θέση του Δικαστηρίου ότι, μολονότι ο δικαστής οφείλει να αποφαίνεται αποκλειστικώς επί των αιτημάτων των διαδίκων, στους οποίους απόκειται η οριοθέτηση του πλαισίου της διαφοράς, δεν δεσμεύεται από τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι προς στήριξη των ισχυρισμών τους, διότι, σε αντίθετη περίπτωση, κινδυνεύει να θεμελιώσει την απόφασή του σε εσφαλμένες νομικές εκτιμήσεις, δεν συνιστά απόκλιση από την ανωτέρω θεώρηση· πρόκειται για θέση η οποία αφορά αποκλειστικώς τα επιχειρήματα τα οποία ο δικαστής δύναται οποτεδήποτε να συμπληρώσει, εν αντιθέσει προς τους λόγους ακυρώσεως. Το γεγονός ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης παρέσχε εν προκειμένω στους διαδίκους τη δυνατότητα να διατυπώσουν τις θέσεις τους επί του επίμαχου λόγου ακυρώσεως δεν αρκεί για την αναγνώρισή του ως εμπίπτοντος εντός του οριοθετηθέντος από τους διαδίκους πλαισίου της διαφοράς.

48      Κατά την Επιτροπή, η παρουσία της στήλης «Ικανότητα» όχι μόνο δεν περιήγαγε την F. Putterie-De-Beukelaer σε μειονεκτική θέση σε επίπεδο διαδικασίας, αλλά της παρέσχε τη δυνατότητα να ζητήσει νέα εκτίμηση από τον επικυρωτή της και εξέταση της περιπτώσεώς της από την επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως για την αξιολόγηση, καθώς και τη δυνατότητα να υποβάλει διοικητική ένσταση πριν ακόμη από την έναρξη της διαδικασίας πιστοποιήσεως. Καλούμενο να εξετάσει αποκλειστικώς το ζήτημα του βασίμου της μη αναγνωρίσεως της ικανότητας της F. Putterie-De-Beukelaer, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης προέβη σε μια αφηρημένη ανάλυση, χωρίς να αποφανθεί επί των σημείων που ήγειραν αμφιλογίες.

49      Ο δικαστής δεν δύναται βεβαίως να υιοθετήσει παράνομη απόφαση, γεγονός που συνιστά και τον λόγο για τον οποίο αυτός δεν δεσμεύεται από τα νομικώς εσφαλμένα επιχειρήματα της F. Putterie-De-Beukelaer, πλην όμως οφείλει να σεβασθεί τους σχετικούς με την εσωτερική νομιμότητα λόγους που η F. Putterie-De-Beukelaer προβάλλει. Κατά την Επιτροπή, ο δικαστής υποχρεούται να αξιολογήσει τους λόγους εσωτερικής νομιμότητας που προβάλλει η F. Putterie-De-Beukelaer ακριβώς προς αποφυγή μη αναμενόμενων αποτελεσμάτων, όπως συνέβη στην προκειμένη περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ακύρωσε μεν την προσβαλλόμενη απόφαση, πλην όμως η ακύρωση δεν παρήγαγε κανένα αποτέλεσμα επί της καταστάσεως της προσφεύγουσας.

50      Κατά την Επιτροπή, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο δικαστής της νομιμότητας δύναται να αποφανθεί μόνον εντός του πλαισίου της ισχύουσας νομοθεσίας και ότι απόκειται, ως εκ τούτου, σε αυτόν να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το πεδίο εφαρμογής του νόμου επί του οποίου βασίζονται τα επιχειρήματα της F. Putterie-De-Beukelaer, η αυτεπάγγελτη εξέταση του συγκεκριμένου λόγου ακυρώσεως στην οποία το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης προέβη στο πλαίσιο της διαφοράς της οποίας επελήφθη στερείτο ερείσματος. Το εν λόγω δικαστήριο δεν εξήγησε, εξάλλου, τους λόγους για τους οποίους η εξέταση των προβαλλόμενων λόγων ακυρώσεως είχε ως αποτέλεσμα την εκ μέρους του πλημμελή άσκηση της αρμοδιότητάς του ως δικαστή της νομιμότητας.

51      Επικουρικώς, στον βαθμό κατά τον οποίο οι σκέψεις 75 και 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως θεωρηθούν ανεξάρτητες του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παραβίαση των ορίων του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 43 του ΚΥΚ και του άρθρου 10, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ και χαρακτηρισθούν, επομένως, ως διακριτός λόγος, αντλούμενος από αναρμοδιότητα του εκδότη της προσβαλλομένης αποφάσεως, η ακύρωση της ΕΕΣ του έτους 2005, ως προς το τμήμα που δεν αναγνωρίζει την ικανότητα της F. Putterie-De-Beukelaer να ασκήσει καθήκοντα υπαλλήλου της κατηγορίας B*, συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, η οποία είναι αντίθετη προς τις επιταγές του άρθρου 77 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης.

52      Εξάλλου, κατά την Επιτροπή, το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως έγινε δεκτός οφείλεται στην εσφαλμένη προκείμενη ότι η στήλη «Ικανότητα» της ΕΕΣ του έτους 2005 συνιστούσε αυτοτελή, σε σχέση με την εν λόγω ΕΕΣ, απόφαση, η οποία μπορούσε να ληφθεί από αρχή διάφορη της αρχής της διαδικασίας αξιολογήσεως. Επρόκειτο, ωστόσο, για στήλη η οποία δεν μπορούσε να αποσπασθεί από το σύνολο των στοιχείων που συναποτελούσαν την ΕΕΣ του έτους 2005, η οποία συνιστά και τη δεκτική προσβολής πράξη.

53      Επιπροσθέτως, εν αντιθέσει προς τις διαπιστώσεις στις οποίες προβαίνει το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης με τη σκέψη 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η ΑΔΑ έπρεπε να αποφασίσει επί της αποδοχής στη διαδικασία πιστοποιήσεως, προϋπόθεση της οποίας ήταν η στήλη «Ικανότητα» της ΕΕΣ του έτους 2005. Κατά την Επιτροπή, οι διατάξεις που διέπουν τη διαδικασία πιστοποιήσεως του έτους 2006 δεν προβλέπουν ότι αρμόδια για τη διαπίστωση της εν λόγω ικανότητας ως κριτηρίου αποδοχής ήταν η ΑΔΑ που ήταν υπεύθυνη για την αποδοχή υποψηφίων στη διαδικασία πιστοποιήσεως.

54      Η F. Putterie-De-Beukelaer υποστηρίζει, κατ’ αρχάς, ότι ο εντοπισμός λόγου ακυρώσεως δημόσιας τάξεως, όπως η παραβίαση των ορίων του πεδίου εφαρμογής του νόμου, αποτελεί εξαίρεση από την αρχή της διαθέσεως και ότι η μη αναγνώριση, στον κοινοτικό δικαστή, της δυνατότητας να εξετάζει αυτεπαγγέλτως λόγο ακυρώσεως δημοσίας τάξεως ο οποίος δεν συνδέεται άμεσα με τα επιχειρήματα των διαδίκων θα ερχόταν σε αντίθεση με τον ίδιο τον σκοπό της αυτεπάγγελτης εξετάσεως.

55      Επιπροσθέτως, προς αντίκρουση του επιχειρήματος της Επιτροπής κατά το οποίο η ύπαρξη της στήλης «Ικανότητα» δεν της προκάλεσε κάποια βλάβη, η F. Putterie-De-Beukelaer επισημαίνει ότι δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει τη δυνατότητα προσφυγής που παρέχεται στο πεδίο της πιστοποιήσεως προκειμένου να βάλει κατά της απορρίψεως της αιτήσεως περί αποδοχής της στη διαδικασία πιστοποιήσεως. Εν πάση περιπτώσει, όπως το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το ίδιο θα προέβαινε σε πλημμελή άσκηση της αρμοδιότητάς του αν, ακόμη και άνευ υπάρξεως αμφισβητήσεως επί του σημείου αυτού, επέλυε τη διαφορά βάσει κανόνα ο οποίος δεν ηδύνατο να εφαρμοσθεί στην προκειμένη περίπτωση. Παρέχοντας στους διαδίκους τη δυνατότητα προβολής ισχυρισμών και επιχειρημάτων, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης τήρησε τις αρχές της εκατέρωθεν ακροάσεως και της προστασίας των δικαιωμάτων άμυνας.

56      Τέλος, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι, την ίδια ημέρα, με την απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2008, F‑19/06, Semeraro κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή), το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι η συμπερίληψη σε έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας του έτους 2004 της μνείας περί της ικανότητας ήταν παράνομη, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ανταποκρίνεται σε επιταγές συνέπειας, καθώς επί των δύο διαφορών ετύγχαναν εφαρμογής οι ίδιοι κανόνες και το ίδιο νομικό πλαίσιο.

57      Όσον αφορά τις επικουρικού χαρακτήρα παρατηρήσεις της Επιτροπής, η F. Putterie-De-Beukelaer, συμμεριζόμενη τη θέση της Επιτροπής, εκτιμά ότι οι σκέψεις 75 και 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν μπορούν να θεωρηθούν ως διακριτός λόγος ακυρώσεως αντλούμενος από αναρμοδιότητα του εκδότη της προσβαλλομένης αποφάσεως. Εν πάση περιπτώσει, κατά την F. Putterie-De-Beukelaer, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης τήρησε και ως προς αυτό το σημείο τις αρχές της εκατέρωθεν ακροάσεως και της προστασίας των δικαιωμάτων άμυνας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

58      Στο πλαίσιο της προσφυγής της, η F. Putterie-De-Beukelaer ζήτησε την ακύρωση της ΕΕΣ του έτους 2005, καθόσον, με τη στήλη «[Ικανότητα]» η οποία συμπληρώθηκε ενόψει της διαδικασίας πιστοποιήσεως, δεν αναγνωρίσθηκε η ικανότητά της να ασκήσει καθήκοντα υπαλλήλου της κατηγορίας B*.

59      Επιβάλλεται η υπόμνηση ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, χωρίς να εξετάσει την ουσία της ασκηθείσας από την F. Putterie-De-Beukelaer προσφυγής, επισήμανε αυτεπαγγέλτως λόγο ακυρώσεως ο οποίος αφορούσε την παραβίαση των ορίων του πεδίου εφαρμογής του νόμου και έκρινε, κατ’ ουσίαν, με τη σκέψη 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είχε εκδοθεί συμφώνως προς τους κανόνες αρμοδιότητας, τους διαδικαστικούς κανόνες και τους ουσιαστικούς κανόνες της διαδικασίας αξιολογήσεως και όχι συμφώνως προς τους κανόνες της διαδικασίας πιστοποιήσεως, οι οποίοι ήταν και οι μόνοι εφαρμοστέοι εν προκειμένω.

60      Κατ’ αρχάς, με τις σκέψεις 75 και 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διαπίστωσε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είχε εκδοθεί από την αρμόδια αρχή, ήτοι από την ΑΔΑ, η οποία είναι αρμόδια να αποφαίνεται επί των υποψηφιοτήτων προς πιστοποίηση, αλλά από τον επικυρωτή, ο οποίος είναι αρμόδιος για την έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας (στο εξής: ΕΕΣ).

61      Επιβάλλεται η υπόμνηση ότι η αναρμοδιότητα του εκδότη βλαπτικής πράξεως συνιστά λόγο ακυρώσεως δημοσίας τάξεως (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1959, 14/59, Société des fonderies de Pont-à-Mousson κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 351, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 24ης Σεπτεμβρίου 1996, T-182/94, Marx Esser και Del Amo Martinez κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I-A-411 και II‑1197, σκέψεις 42 και 44), του οποίου η εξέταση, εν ανάγκη αυτεπάγγελτη, απόκειται στον δικαστή της Ένωσης (απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Ιουλίου 2000, C-210/98 P, Salzgitter κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I-5843, σκέψη 56, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Ιουλίου 2006, T-165/04, Βουνάκης κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I-A-2-155 και II-A-2-735, σκέψη 30).

62      Δεύτερον, με τις σκέψεις 77 έως 79, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν είχε παρασχεθεί στην F. Putterie-De-Beukelaer η δυνατότητα να ασκήσει αποτελεσματικώς την προβλεπόμενη στο πλαίσιο της διαδικασίας πιστοποιήσεως προσφυγή κατά της απορρίψεως της αιτήσεώς της για αποδοχή της στη διαδικασία αυτή, καθώς η επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως για τη διαδικασία πιστοποιήσεως, η οποία, κατά το άρθρο 10, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, γνωμοδοτεί στην περίπτωση κατά την οποία υπάλληλος προσβάλλει την απόφαση με την οποία απορρίπτεται η υποψηφιότητά του προς πιστοποίηση, είχε δηλώσει αναρμόδια να εξετάσει την εσωτερική προσφυγή της.

63      Κατά τη νομολογία, όμως, η μη τήρηση των διαδικαστικών κανόνων που διέπουν την έκδοση βλαπτικής πράξεως συνιστά παράβαση ουσιωδών τύπων, την οποία ο δικαστής της Ένωσης δύναται να εξετάσει ακόμη και αυτεπαγγέλτως (βλ. αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 13ης Δεκεμβρίου 2007, T‑113/05, Αγγελίδης κατά Κοινοβουλίου, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 2ας Οκτωβρίου 2009, T‑300/05 και T‑316/05, Κύπρος κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 206). Η άρνηση εξετάσεως εσωτερικής προσφυγής, προβλεπόμενης από τους διαδικαστικούς κανόνες που εφαρμόζονται επί της εκδόσεως βλαπτικής πράξεως, συνιστά πρόδηλη παράβαση ουσιωδών τύπων κατά την έννοια της εν λόγω νομολογίας και, συνεπώς, μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο αυτεπάγγελτης εξετάσεως εκ μέρους του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης.

64      Τρίτον, με τις σκέψεις 80 έως 86 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης αποφάνθηκε ότι η ικανότητα δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των κριτηρίων που προβλέπονται από τις εφαρμοστέες επί της διαδικασίας πιστοποιήσεως διατάξεις.

65      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ερμηνεία της κανονιστικής ρυθμίσεως που σχετίζεται με το ζήτημα αν η Διοίκηση όφειλε ή όχι να αποφανθεί, με την προσβαλλόμενη απόφαση, επί της ικανότητας της F. Putterie-De-Beukelaer συνιστούσε αναγκαία προϋπόθεση της εξετάσεως του προβαλλόμενου από την ίδια λόγου που αντλείτο από πλάνη εκτιμήσεως. Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, μολονότι ο δικαστής οφείλει να αποφαίνεται αποκλειστικώς επί των αιτημάτων των διαδίκων, στους οποίους απόκειται η οριοθέτηση του πλαισίου της διαφοράς, δεν δεσμεύεται από τα επιχειρήματα που αυτοί προβάλλουν προς στήριξη των ισχυρισμών τους, διότι, σε αντίθετη περίπτωση, κινδυνεύει να θεμελιώσει την απόφασή του σε εσφαλμένες νομικές εκτιμήσεις (διατάξεις του Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 2004, C‑470/02 P, UER κατά M6 κ.λπ., που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 69, και της 13ης Ιουνίου 2006, C‑172/05 P, Mancini κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 41).

66      Επομένως, εν προκειμένω, η εξέταση, εκ μέρους του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, ενδεχόμενης παραβάσεως, διά της ΕΕΣ της F. Putterie-De-Beukelaer για το έτος 2005, των διατάξεων της συναφούς κανονιστικής ρυθμίσεως δεν ήταν απόρροια νομικής πλάνης, καθόσον η εν λόγω εξέταση ήταν αναγκαία, αφενός, για την ανάλυση των λόγων ακυρώσεως που αντλούνταν από αναρμοδιότητα του εκδότη της προσβαλλομένης πράξεως και από παράβαση ουσιωδών τύπων, τους οποίους το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης μπορούσε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως, και, αφετέρου, για την αντιμετώπιση ζητήματος του οποίου η επίλυση προηγείτο, δεδομένης της επιχειρηματολογίας της F. Putterie-De-Beukelaer.

67      Συνεπώς, επιβάλλεται η απόρριψη της κύριας αιτιάσεως που διατυπώνει η Επιτροπή κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η οποία αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την εξέταση, εκ μέρους του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, των τριών προαναφερθέντων ζητημάτων, χωρίς να είναι αναγκαία η διερεύνηση της δυνατότητας του δικαστή της Ένωσης να εξετάζει αυτεπαγγέλτως λόγο ακυρώσεως αντλούμενο από παραβίαση των ορίων του πεδίου εφαρμογής του νόμου.

68      Επιβάλλεται, εξάλλου, η διαπίστωση ότι, στο πλαίσιο των επικουρικού χαρακτήρα παρατηρήσεών της, η Επιτροπή αμφισβητεί, κατ’ ουσίαν, την ανάλυση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης περί της εφαρμοστέας επί των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως κανονιστικής ρυθμίσεως. Αφενός, η Επιτροπή εκτιμά ότι η θέση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης βασίζεται στην εσφαλμένη προκείμενη ότι η στήλη «Ικανότητα» συνιστά αυτοτελή, σε σχέση με την ΕΕΣ, απόφαση, η οποία μπορούσε να ληφθεί από αρχή διάφορη των αρμόδιων για τη διαδικασία αξιολογήσεως αρχών. Αφετέρου, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι διατάξεις που διέπουν τη διαδικασία πιστοποιήσεως του έτους 2006 δεν προβλέπουν ότι αρμόδια για τη διαπίστωση της ικανότητας, ως κριτηρίου αποδοχής στη διαδικασία πιστοποιήσεως, είναι η ΑΔΑ που είναι αρμόδια για την αποδοχή στη διαδικασία πιστοποιήσεως και όχι ο αξιολογητής.

69      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, διευκρίνισε ότι αρμόδιοι για την αξιολόγηση της ικανότητας της F. Putterie-De-Beukelaer ήταν ο αξιολογητής και ο επικυρωτής και, συνεπώς, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, κρίνοντας ότι η εν λόγω αξιολόγηση ενέπιπτε στην αρμοδιότητα της ΑΔΑ που ήταν αρμόδια για την αποδοχή υποψηφίων στη διαδικασία πιστοποιήσεως, υπέπεσε σε πλάνη, καθώς αποφάνθηκε ότι η Επιτροπή είχε παραβιάσει τα όρια του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 43 του ΚΥΚ και του άρθρου 10, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ.

70      Συναφώς, επιβάλλεται κατ’ αρχάς η επισήμανση ότι, κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία διατάξεως του κοινοτικού δικαίου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της διατάξεως, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται, καθώς και οι σκοποί που επιδιώκει η κανονιστική ρύθμιση της οποίας η εν λόγω διάταξη αποτελεί μέρος (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 30ής Ιουλίου 1996, C‑84/95, Bosphorus, Συλλογή 1996, σ. I‑3953, σκέψη 11, και της 22ας Οκτωβρίου 2009, C‑301/08, Bogiatzi, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 39· απόφαση του Πρωτοδικείου της 26ης Ιουνίου 2008, T‑94/98, Alferink κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑1125, σκέψη 68).

71      Επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 43, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, ανά δύο τουλάχιστον έτη συντάσσεται, για κάθε υπάλληλο και κατά τους όρους που προβλέπει έκαστο των οργάνων, ΕΕΣ περί της ικανότητας, της αποδόσεως και της συμπεριφοράς του υπαλλήλου στην υπηρεσία.

72      Κατά πάγια νομολογία, πρωταρχική λειτουργία της ΕΕΣ, ως εσωτερικού εγγράφου, είναι η εξασφάλιση της περιοδικής ενημερώσεως της Διοικήσεως περί της εκ μέρους των υπαλλήλων της εκτελέσεως των καθηκόντων τους. Η ΕΕΣ διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της σταδιοδρομίας του υπαλλήλου, ιδίως όσον αφορά τις δυνατότητες μετατάξεως και προαγωγής (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑249/04, Combescot κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

73      Όσον αφορά, πρώτον, τους υπαλλήλους της ομάδας καθηκόντων AST από τον τέταρτο βαθμό της ομάδας αυτής, το άρθρο 43, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ ορίζει ότι η ΕΕΣ μπορεί επίσης να περιλαμβάνει γνώμη, βασιζόμενη στις παρασχεθείσες υπηρεσίες του ενδιαφερομένου, με την οποία επισημαίνεται η εκ μέρους του κατοχή ή μη της απαιτούμενης ικανότητας για την ανάληψη καθηκόντων υπαλλήλου διοικήσεως.

74      Δεύτερον, οι υπάλληλοι οι οποίοι, προ της 1ης Μαΐου 2004, υπηρετούσαν στις κατηγορίες C και D, στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 10, παράγραφος 1, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ και οι οποίοι μπορούν να προαχθούν έως τους βαθμούς AST 7 και AST 5, αντιστοίχως, δύνανται επίσης να αναλάβουν καθήκοντα υψηλότερων βαθμών εντός της ομάδας καθηκόντων AST. Το άρθρο 10, παράγραφος 2, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ ορίζει ότι, πέραν της επιτυχίας σε διαγωνισμό, οι εν λόγω υπάλληλοι έχουν τη δυνατότητα να καταστούν μέλη της ομάδας καθηκόντων των βοηθών, άνευ περιορισμού, βάσει διαδικασίας πιστοποιήσεως, με κριτήρια την αρχαιότητα, την πείρα, τα προσόντα και το επίπεδο καταρτίσεώς τους, καθώς και τη διαθεσιμότητα θέσεων στην ομάδα καθηκόντων AST. Οι λεπτομέρειες της εφαρμογής της εν λόγω διαδικασίας καθορίσθηκαν από την Επιτροπή, με απόφαση της 7ης Απριλίου 2004, η οποία εφαρμόσθηκε επί της πρώτης διαδικασίας πιστοποιήσεως για το έτος 2005, και με απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2006, η οποία εφαρμόσθηκε επί της διαδικασίας πιστοποιήσεως του έτους 2006, που ξεκίνησε την 21η Δεκεμβρίου 2006.

75      Όσον αφορά τη διαδικασία αξιολογήσεως, αφενός, επιβάλλεται να επισημανθεί ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, των ΓΕΔ 43 ορίζει ότι αυτή σκοπεί ιδίως στην αξιολόγηση της αποδόσεως, των ικανοτήτων και της συμπεριφοράς στην υπηρεσία του κατόχου της θέσεως. Η εν λόγω διάταξη προσθέτει ότι ο υπάλληλος βαθμολογείται επί τη βάσει των επιμέρους αξιολογήσεων σε εκάστη των τριών αυτών πτυχών, κατά το υπόδειγμα εκθέσεως που παρατίθεται στο παράρτημα II των εν λόγω ΓΕΔ. Το συγκεκριμένο υπόδειγμα ΕΕΣ (για την ισχύουσα κατά τη διαδικασία αξιολογήσεως του έτους 2005 μορφή του οποίου βλ. προμνησθείσα με τη σκέψη 56 απόφαση Semeraro κατά Επιτροπής) περιλαμβάνει, ειδικότερα, τη στήλη «Ικανότητα», με τίτλο «Επισήμανση που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της διαδικασίας πιστοποιήσεως του άρθρου 10, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ», στην οποία πρέπει να καταχωρίζονται η φύση των καθηκόντων, το ποσοστό της συνολικής δραστηριότητας του κατόχου της θέσεως που αντιστοιχεί στα εν λόγω καθήκοντα και η ποιότητα των υπηρεσιών που παρέσχε ο κάτοχος της θέσεως κατά την εκτέλεση των εν λόγω καθηκόντων.

76      Τούτο ακριβώς συνέβη στην περίπτωση των ΕΕΣ της F. Putterie-De-Beukelaer όσον αφορά τις διαδικασίες αξιολογήσεως των ετών 2005 και 2006.

77      Αφετέρου, στις Διοικητικές πληροφορίες αριθ. 1-2006, της 12ης Ιανουαρίου 2006, περί της περιόδου αξιολογήσεως 2006, η οποία και ενδιαφέρει στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, επισημαίνεται σχετικά με τη στήλη «[Ικανότητα]»:

«Η στήλη αυτή συμπληρώνεται στο πλαίσιο των διαδικασιών πιστοποιήσεως. Συμπληρώνεται από τον αξιολογητή μόνον αν ο κάτοχος της θέσεως το ζητήσει ρητώς με την αυτοαξιολόγησή του (σημειώνοντας το αντίστοιχο τετραγωνίδιο).

Η παρουσίαση της στήλης περί [ικανότητας] έχει τροποποιηθεί. Ο αξιολογητής έχει πλέον ενώπιόν του κατάλογο καθηκόντων κατηγορίας A* ή κατηγορίας B*. Σημειώνει το ή τα τετραγωνίδια που αφορούν τα καθήκοντα της ανώτερης κατηγορίας και εκτιμά το ποσοστό της δραστηριότητας του κατόχου της θέσεως που αντιστοιχεί στα καθήκοντα αυτά, καθώς και την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων αυτών.»

[…]

Αρμόδιος να υποδείξει αν ο κάτοχος της θέσεως έχει αποδείξει την ικανότητά του για ανάληψη καθηκόντων υπαλλήλου ανώτερης κατηγορίας είναι πλέον ο επικυρωτής.

Σημείωση: Εφιστάται η προσοχή των υπαλλήλων κατηγορίας B*, C* ή D* στο γεγονός ότι η ανανέωση της ισχύος της προηγούμενης εκθέσεως δεν καλύπτει τη στήλη “Ικανότητα”, η οποία συμπληρώθηκε για τις ανάγκες της διαδικασίας πιστοποιήσεως. Αποδεχόμενος την ανανέωση αυτή, ο υπάλληλος δηλώνει, ως εκ τούτου, την άρνησή του για την αξιολόγηση της ικανότητάς του βάσει των παρασχεθεισών κατά το έτος 2005 υπηρεσιών.»

78      Από τις ΓΕΔ 43 και από τις Διοικητικές πληροφορίες αριθ. 1‑2006 προκύπτει ότι η στήλη «Ικανότητα», η οποία συμπληρώνεται για τον κάτοχο θέσεως που επιθυμεί να ασκήσει καθήκοντα υπαλλήλου ανώτερης κατηγορίας, έχει κατ’ ουσίαν ως σκοπό την ενσωμάτωση στην ΕΕΣ εκτιμήσεως περί των καθηκόντων ανώτερης κατηγορίας τα οποία ο εν λόγω υπάλληλος άσκησε πράγματι στο πλαίσιο της καθημερινής εργασίας του κατά το διάστημα που καλύπτει η ΕΕΣ, προκειμένου κυρίως να λάβει αυτός την πιστοποίηση.

79      Από τον σκοπό της σχετικής με την ικανότητα του υπαλλήλου εκτιμήσεως, κατά την οποία εξετάζεται το ποσοστό της δραστηριότητας του κατόχου της θέσεως που αντιστοιχεί στα καθήκοντα ανώτερης κατηγορίας και η ποιότητα των υπηρεσιών που αυτός παρέσχε στο πλαίσιο των καθηκόντων ανώτερης κατηγορίας τα οποία πράγματι άσκησε κατά το διάστημα που καλύπτει η ΕΕΣ, προκύπτει ότι η εν λόγω εκτίμηση αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της αξιολογήσεως της επαγγελματικής πείρας και των προσόντων του υπαλλήλου, τα οποία αντανακλώνται, κατά το δυνατό, στην αξιολόγηση της ικανότητάς του κατά το ίδιο διάστημα.

80      Επιβάλλεται, ως εκ τούτου, η διαπίστωση ότι οι αρχές που είναι αρμόδιες να αξιολογήσουν, στο πλαίσιο της διαδικασίας αξιολογήσεως, τα προσόντα των υπαλλήλων υπό το πρίσμα των διαφόρων κριτηρίων-στηλών που περιλαμβάνονται στην ΕΕΣ, ήτοι ο αξιολογητής και ο επικυρωτής, υπό την επιφύλαξη ενδεχόμενης παρεμβάσεως εκ μέρους του δευτεροβάθμιου αξιολογητή, είναι εκείνες οι οποίες καλούνται επίσης να αξιολογήσουν την «ικανότητα» των υπαλλήλων που ζήτησαν τη συμπλήρωση της σχετικής στήλης από τον αξιολογητή.

81      Όσον αφορά τη διαδικασία πιστοποιήσεως, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι τα άρθρα 4 έως 8 της αποφάσεως της 7ης Απριλίου 2004, περί της διαδικασίας πιστοποιήσεως του έτους 2005, την οποία το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε εφαρμοστέα επί των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υποθέσεως, προβλέπουν 4 στάδια.

82      Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η ΑΔΑ, αφού καθορίσει, σε ένα πρώτο στάδιο, τον αριθμό των θέσεων οι οποίες μπορούν εντός του επόμενου έτους να καλυφθούν από πιστοποιημένους υπαλλήλους (άρθρο 4) και αφού συντάξει και δημοσιεύσει, σε ένα δεύτερο στάδιο, κατάλογο των υπαλλήλων που υπέβαλαν υποψηφιότητα, έγιναν δεκτοί στη διαδικασία πιστοποιήσεως και πληρούν τις σχετικές με το επίπεδο καταρτίσεως και την αρχαιότητα προϋποθέσεις (άρθρο 5), οφείλει, κατά το τρίτο στάδιο, να συντάξει ένα δεύτερο κατάλογο στον οποίο οι υποψήφιοι κατατάσσονται βάσει ορισμένων κριτηρίων (άρθρο 6), για να συντάξει, στο τέταρτο στάδιο, κατάλογο των υπαλλήλων στους οποίους παρέχεται το δικαίωμα υποβολής υποψηφιότητας για την πλήρωση των κενών θέσεων της ομάδας καθηκόντων των βοηθών (άρθρο 7).

83      Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως της 7ης Απριλίου 2004, τα κριτήρια κατατάξεως είναι, αφενός, το επίπεδο καταρτίσεως και η αρχαιότητα κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας στην κατηγορία C ή D –η οποία ελήφθη ήδη υπόψη για την αποδοχή στη διαδικασία– και, αφετέρου, η εμπειρία και τα προσόντα που εκτιμώνται βάσει των διαθέσιμων ΕΕΣ.

84      Ο βαθμός πληρώσεως και η στάθμιση των κριτηρίων αυτών, για τα οποία, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 2, της αποφάσεως της 7ης Απριλίου 2004, οφείλει να αποφασίσει η ΑΔΑ προ της 31ης Δεκεμβρίου 2004, αποτέλεσαν αντικείμενο της αποφάσεως της ΑΔΑ της 11ης Μαΐου 2005, περί των κριτηρίων κατατάξεως που αφορούν τη διαδικασία πιστοποιήσεως του έτους 2005 (Διοικητικές πληροφορίες αριθ. 33‑2005, της 20ής Μαΐου 2005), η οποία ελήφθη κατόπιν ομόφωνης γνώμης της επιτροπής που προβλέπεται από το άρθρο 9 της αποφάσεως της 7ης Απριλίου 2004.

85      Κατ’ αρχάς, όσον αφορά τον βαθμό πληρώσεως των κριτηρίων κατατάξεως, με την απόφαση της 11ης Μαΐου 2005, η ΑΔΑ επισήμανε ότι η ικανότητα υπαλλήλου, ο οποίος γίνεται δεκτός στη διαδικασία πιστοποιήσεως, για την ανάληψη καθηκόντων της κατηγορίας B* έπρεπε να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο του σχετικού με την πείρα κριτηρίου, διευκρινίζοντας ότι η ικανότητα αυτή θα έπρεπε να έχει αναγνωρισθεί με την ΕΕΣ του υπαλλήλου για το έτος 2004.

86      Δεύτερον, όσον αφορά τη στάθμιση των κριτηρίων κατατάξεως, με την ίδια απόφαση, η ΑΔΑ επισήμανε ότι η σχετική διαδικασία διαρθρώνεται σε δύο στάδια. Κατ’ αρχάς, η ΑΔΑ συντάσσει δύο προπαρασκευαστικούς καταλόγους προτεραιότητας, εκ των οποίων ο πρώτος βασίζεται στα κριτήρια της αρχαιότητας και των προσόντων των υπαλλήλων, ενώ ο δεύτερος στα κριτήρια της καταρτίσεως και των προσόντων. Για την ανάδειξη των ικανότερων υποψηφίων εκάστου καταλόγου, η ΑΔΑ διευκρίνισε ότι θα ελάμβανε υπόψη τον υπαλληλικό βαθμό, τις σχετικές με την ισότητα των ευκαιριών εκτιμήσεις και, τέλος, τα στοιχεία της ΕΕΣ που αφορούν την ικανότητα του υπαλλήλου να αναλάβει καθήκοντα της κατηγορίας B*. Εν συνεχεία, η ΑΔΑ συντάσσει τον κατάλογο των υπαλλήλων που έχουν δικαίωμα υποβολής υποψηφιότητας για την πλήρωση των κενών θέσεων οι οποίες έχουν καθορισθεί για τις ανάγκες της διαδικασίας πιστοποιήσεως.

87      Από τη συνδυασμένη ερμηνεία των διατάξεων της αποφάσεως της Επιτροπής της 7ης Απριλίου 2004 και της αποφάσεως της ΑΔΑ της 11ης Μαΐου 2005 προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας πιστοποιήσεως, η ΑΔΑ δεν ήταν αρμόδια να προβεί στην αξιολόγηση της ικανότητας των υπαλλήλων που ήταν υποψήφιοι προς πιστοποίηση. Πέραν του γεγονότος ότι η ικανότητα δεν αποτελούσε προϋπόθεση συμμετοχής στη διαδικασία, πρέπει να επισημανθεί ότι η ΑΔΑ λαμβάνει υπόψη την ικανότητα εκάστου υπαλλήλου, προκειμένου να αναδείξει τους καλύτερους υπαλλήλους των δύο προπαρασκευαστικών καταλόγων που έχουν συνταχθεί βάσει της αρχαιότητας, των προσόντων και της καταρτίσεως, μόλις στο τέταρτο στάδιο της διαδικασίας, όταν συντάσσει τον κατάλογο των υπαλλήλων στους οποίους παρέχεται δικαίωμα υποβολής υποψηφιότητας για την πλήρωση κενών θέσεων της ομάδας καθηκόντων των βοηθών. Εντούτοις, ακόμη και όταν λαμβάνει υπόψη την ικανότητα των υπαλλήλων για ανάληψη καθηκόντων ανώτερης κατηγορίας, η ΑΔΑ δεν προβαίνει η ίδια στην αξιολόγηση της εν λόγω ικανότητας, αλλά βασίζεται στις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην αντίστοιχη στήλη της ΕΕΣ του προηγούμενου έτους.

88      Καμία εκ των διατάξεων των δύο αυτών αποφάσεων δεν κάνει λόγο για λήψη, εκ μέρους της ΑΔΑ, αποφάσεως περί της αξιολογήσεως της ικανότητας των υπαλλήλων που υπέβαλαν υποψηφιότητα προς πιστοποίηση, η οποία να διαφέρει και να προηγείται χρονικώς της συνεκτιμήσεως, εκ μέρους της ΑΔΑ, των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στη στήλη «Ικανότητα» των αντίστοιχων ΕΕΣ, με σκοπό τη σύνταξη του καταλόγου των υπαλλήλων στους οποίους παρέχεται δικαίωμα υποβολής υποψηφιότητας για την πλήρωση κενών θέσεων της ομάδας καθηκόντων των βοηθών, συμφώνως προς το άρθρο 7 της αποφάσεως της 7ης Απριλίου 2004.

89      Η ερμηνεία αυτή συνάδει, εξάλλου, με την οικονομία του συστήματος το οποίο σκοπεί, στο πλαίσιο της νέας διαρθρώσεως της σταδιοδρομίας, που βασίζεται σε δύο ομάδες καθηκόντων, στην εξασφάλιση υπέρ των υπαλλήλων που σταδιοδρομούν σε θέσεις επιτρέπουσες προαγωγές έως ορισμένο βαθμό της ικανότητας να μεταβούν στην ομάδα καθηκόντων των βοηθών άνευ περιορισμών, μέσω, κυρίως, διαδικασίας πιστοποιήσεως, η οποία βασίζεται στις εκτιμήσεις στις οποίες προέβησαν, στο πλαίσιο της διαδικασίας αξιολογήσεως, ο αξιολογητής και ο επικυρωτής, υπό την επιφύλαξη ενδεχόμενης παρεμβάσεως εκ μέρους του δευτεροβάθμιου αξιολογητή.

90      Πράγματι, μολονότι ασκεί επιρροή στο πλαίσιο της διαδικασίας πιστοποιήσεως, η στήλη «Ικανότητα» εντάσσεται στο πλαίσιο της διαδικασίας αξιολογήσεως των υπαλλήλων. Συνεπώς, ελλείψει διατάξεως ορίζουσας ρητώς ότι άπτεται εκτιμήσεως που πρέπει να πραγματοποιείται στο πλαίσιο της διαδικασίας πιστοποιήσεως, η στήλη «Ικανότητα» δεν δύναται, εν αντιθέσει προς την άποψη που υιοθετεί το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, να αποσπασθεί από τη διαδικασία αξιολογήσεως και να συνδεθεί αποκλειστικώς με την αρμοδιότητα της ΑΔΑ στο πλαίσιο της διαδικασίας πιστοποιήσεως.

91      Από την οικονομία του συστήματος προκύπτει, επομένως, ότι η ικανότητα, της οποίας η αναγνώριση πρέπει να προηγείται χρονικώς, συνδέεται στενά, όπως και τα εν ευρεία εννοία προσόντα, με τη βαθμολογία του υπαλλήλου και δύναται να έχει ως συνέπεια, κατά το άρθρο 6 της αποφάσεως της 7ης Απριλίου 2004, την ατελέσφορη κατάταξη υπαλλήλου ο οποίος επιθυμεί να ασκήσει καθήκοντα βαθμού ανώτερου εκείνου των καθηκόντων που θα μπορούσε να ασκεί και του οποίου η ικανότητα δεν έχει προηγουμένως αναγνωρισθεί, στο πλαίσιο της ΕΕΣ, από τα πρόσωπα που είναι αρμόδια για τη βαθμολόγησή του.

92      Επιβάλλεται, εξάλλου, η διαπίστωση ότι ο αξιολογητής, ως προϊστάμενος της μονάδας στην οποία υπηρετεί ο κάτοχος της θέσεως και ως αρχή που καλείται να αξιολογήσει τον υπάλληλο, είναι σε θέση να διατυπώσει ασφαλέστερη κρίση περί της ασκήσεως, εκ μέρους του κρινόμενου υπαλλήλου, καθηκόντων ανώτερης κατηγορίας. Το αυτό ισχύει για τον επικυρωτή και για τον δευτεροβάθμιο αξιολογητή. Συγκεκριμένα, η ικανότητα υπαλλήλου να αναλάβει καθήκοντα κατηγορίας ανώτερης εκείνης στην οποία υπάγεται πρέπει κατ’ ανάγκην να αξιολογείται in concreto, με συνεκτίμηση των καθηκόντων που ο εν λόγω υπάλληλος πράγματι ανέλαβε και του τρόπου κατά τον οποίο τα εκτέλεσε.

93      Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται και από την οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής των αντίστοιχων ελέγχων στους οποίους προβαίνουν, αφενός, η επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως για την αξιολόγηση και, αφετέρου, η επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως για τη διαδικασία πιστοποιήσεως.

94      Η επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως για την αξιολόγηση, μεριμνώντας για τη δίκαιη, αντικειμενική και σύμφωνη προς τις ΓΕΔ 43 σύνταξη των ΕΕΣ, είναι υπεύθυνη, χωρίς να υποκαθίσταται στο έργο των αξιολογητών και των επικυρωτών, για τις συγκεκριμένες εκτιμήσεις στις οποίες αυτοί προβαίνουν και οι οποίες περιλαμβάνονται στις διάφορες στήλες της ΕΕΣ (βλ., μεταξύ άλλων, άρθρο 9, παράγραφος 4, των ΓΕΔ 43).

95      Αντιθέτως, όσον αφορά την επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως για τη διαδικασία πιστοποιήσεως, επιβάλλεται, κατ’ αρχάς, η διαπίστωση ότι, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 2, της αποφάσεως της 7ης Απριλίου 2004, η εν λόγω επιτροπή εκδίδει γνώμη για τις ανάγκες της αποφάσεως της ΑΔΑ περί του βαθμού πληρώσεως των κριτηρίων –που σχετίζονται με την κατάρτιση, την αρχαιότητα κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας στην κατηγορία C ή D, την εμπειρία και τα προσόντα που αξιολογούνται βάσει των διαθέσιμων ΕΕΣ– και περί της σταθμίσεώς τους. Επιπροσθέτως, το άρθρο 9, παράγραφος 7, της ως άνω αποφάσεως διευκρινίζει ότι, στην αρχή εκάστου έτους, η εν λόγω επιτροπή εκδίδει γνώμη επί των αποτελεσμάτων της τελευταίας διαδικασίας πιστοποιήσεως, την οποία έχει τη δυνατότητα να συμπληρώσει με συστάσεις, οι οποίες μπορούν να αφορούν και τον βαθμό πληρώσεως και τη στάθμιση των κριτηρίων. Εν συνεχεία, στο πλαίσιο του δευτέρου σταδίου της προμνησθείσας με τη σκέψη 82 διαδικασίας, το άρθρο 5, παράγραφος 3, της αποφάσεως της 7ης Απριλίου 2004 ορίζει ότι οι υπάλληλοι οι οποίοι εκτιμούν ότι πληρούν τα κριτήρια καταρτίσεως και αρχαιότητας και δεν έχουν περιληφθεί στον κατάλογο των υπαλλήλων που έχουν υποβάλει υποψηφιότητα και έχουν γίνει δεκτοί στη διαδικασία πιστοποιήσεως μπορούν να προσφύγουν στην εν λόγω επιτροπή. Τέλος, στο πλαίσιο του τρίτου σταδίου της διαδικασίας, το άρθρο 6, παράγραφοι 1 έως 4, της αποφάσεως της 7ης Απριλίου 2004 ορίζει ότι οι υπάλληλοι που έγιναν δεκτοί και έχουν καταταγεί με σειρά προτεραιότητας, βάσει των ανωτέρων κριτηρίων, εκτιμήσεων και σταθμίσεων, μπορούν να προσφύγουν στην επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως για τη διαδικασία πιστοποιήσεως αν αμφισβητούν τον αριθμό των μονάδων που έλαβαν.

96      Συνεπώς, από το γράμμα των διατάξεων αυτών, αφενός, προκύπτει, ότι η επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως για την αξιολόγηση είναι αρμόδια για τις συγκεκριμένες εκτιμήσεις περί των εν ευρεία εννοία προσόντων των υπαλλήλων.

97      Αφετέρου, προκύπτει, ότι η επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως για τη διαδικασία πιστοποιήσεως είναι αρμόδια για την εξέταση των αντιρρήσεων που προβάλλουν οι υπάλληλοι οι οποίοι δεν έχουν περιληφθεί στον κατάλογο των υπαλλήλων που υπέβαλαν υποψηφιότητα και έγιναν δεκτοί στη διαδικασία πιστοποιήσεως, καθώς και των αντιρρήσεων που σχετίζονται, ειδικότερα, με τον βαθμό πληρώσεως των προμνησθέντων με τη σκέψη 95 κριτηρίων και τη στάθμισή τους. Η επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως για τη διαδικασία πιστοποιήσεως δεν δύναται, αντιθέτως, να επεκτείνει τα όρια της αρμοδιότητας της στις ποικίλες βαθμολογίες ή εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στις διάφορες στήλες της ΕΕΣ, οι οποίες άπτονται αποκλειστικώς του ελέγχου που διενεργεί η επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως για την αξιολόγηση.

98      Τέλος, το γεγονός ότι το άρθρο 43 του ΚΥΚ ορίζει απλώς ότι η ΕΕΣ των υπαλλήλων της ομάδας καθηκόντων AST, από τον τέταρτο βαθμό της ομάδας αυτής, μπορεί να περιλαμβάνει γνώμη, βασιζόμενη στις παρασχεθείσες υπηρεσίες του ενδιαφερομένου, περί της εκ μέρους του κατοχής ή όχι της απαιτούμενης ικανότητας για την ανάληψη καθηκόντων υπαλλήλου διοικήσεως, χωρίς, ωστόσο, να διευκρινίζει ρητώς ότι η σχετική με την εν λόγω ικανότητα στήλη πρέπει επίσης να συμπληρώνεται προκειμένου για τους υπαλλήλους των κατηγοριών C και D που επιθυμούν να μεταβούν άνευ περιορισμού στην ομάδα καθηκόντων AST, δεν δύναται να οδηγεί στη θέση, την οποία δέχθηκε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, ότι πρόκειται για αρμοδιότητα της ΑΔΑ που είναι υπεύθυνη για τη διαδικασία πιστοποιήσεως. ???

99      Συγκεκριμένα, επιβάλλεται συναφώς η υπόμνηση ότι, κατά πάγια νομολογία, οι γενικές εκτελεστικές διατάξεις που εκδίδονται στο πλαίσιο του άρθρου 110, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ μπορούν να εισάγουν κριτήρια για την καθοδήγηση της Διοικήσεως κατά την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας ή να αποσαφηνίζουν το περιεχόμενο διατάξεων του ΚΥΚ που στερούνται σαφήνειας (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Δεκεμβρίου 1990, T‑75/89, Brems κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1990, σ. II‑899, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Μαρτίου 1993, T‑4/92, Βαρδάκας κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II‑357, σκέψη 44).

100    Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως επισημάνθηκε με τις σκέψεις 3 και 7, το άρθρο 1, παράγραφος 2, των ΓΕΔ 43 ορίζει το αντικείμενο της διαδικασίας αξιολογήσεως και παραπέμπει σε υπόδειγμα εκθέσεως που παρατίθεται στο παράρτημα II, το οποίο περιλαμβάνει τη στήλη με τίτλο «Ικανότητα». Το παράρτημα αυτό, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα των ΓΕΔ 43, αντανακλά τη βούληση του νομοθέτη να προηγείται η αναγνώριση, στο πλαίσιο της ΕΕΣ, υπέρ υπαλλήλων των κατηγοριών C και D που επιθυμούν να μεταβούν άνευ περιορισμού στην ομάδα καθηκόντων AST, της ικανότητάς τους να ασκήσουν τέτοια καθήκοντα (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Ιουνίου 1973, 80/72, Koninklijke Lassiefabrieken, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 587, σκέψη 15).

101    Επομένως, οι ΓΕΔ 43 καθοδηγούν απλώς τη Διοίκηση κατά την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας στο πλαίσιο του άρθρου 43 του ΚΥΚ, για τον καθορισμό των εν ευρεία εννοία προσόντων ορισμένων υπαλλήλων των κατηγοριών C και D που επιθυμούν να μεταβούν άνευ περιορισμού στην ομάδα καθηκόντων AST.

102    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η προκείμενη στην οποία στηρίχθηκε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κατά την οποία η στήλη «Ικανότητα» της ΕΕΣ του έτους 2005 συνιστούσε αυτοτελή, σε σχέση με την εν λόγω ΕΕΣ, απόφαση είναι εσφαλμένη και, συνεπώς, εσφαλμένα το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι αρμόδιες συναφώς ήταν οι υπεύθυνες για τη διαδικασία πιστοποιήσεως αρχές. Ως εκ τούτου, η απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης πρέπει να αναιρεθεί.

 Επί της αναπομπής της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

103    Κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1, του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου, εάν η αίτηση αναιρέσεως κριθεί βάσιμη, το Γενικό Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης και αποφαίνεται το ίδιο επί της διαφοράς. Το Γενικό Δικαστήριο αναπέμπει, εντούτοις, την υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, όταν η διαφορά δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση.

104    Δεδομένου ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν αποφάνθηκε επί των λόγων ακυρώσεως που η F. Putterie-De-Beukelaer προέβαλε πρωτοδίκως, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι η υπό κρίση διαφορά δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση και ότι επιβάλλεται η αναπομπή της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της προσφυγής.

105    Αναπέμποντας την υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, το Γενικό Δικαστήριο επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα της κατ’ αναίρεση δίκης.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (αναιρετικό τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Αναιρεί την απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 21ης Φεβρουαρίου 2008, F‑31/07, Putterie-De-Beukelaer κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή).

2)      Αναπέμπει την υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Jaeger

Meij

Βηλαράς

Forwood

 

      Martins Ribeiro

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 8 Ιουλίου 2010.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.