Language of document : ECLI:EU:T:2014:191

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 9ης Απριλίου 2014 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Άτοκα δάνεια, με εγγύηση του Δημοσίου, χορηγηθέντα από τις ελληνικές αρχές σε ενώσεις αγροτικών συνεταιρισμών στον τομέα των δημητριακών – Απόφαση κηρύσσουσα τα μέτρα αυτά ασυμβίβαστα με την εσωτερική αγορά – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Πλεονέκτημα – Ενισχύσεις για την αντιμετώπιση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους»

Στην υπόθεση T‑150/12,

Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον Ι. Χαλκιά και τις Ξ. Μπασάκου και Α. Βασιλοπούλου,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπουμένης αρχικώς από τους S. Thomas και Δ. Τριανταφύλλου και, στη συνέχεια, από τον Δ. Τριανταφύλλου και την P. Nĕmečkova,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως 2012/320/ΕΕ της Επιτροπής, της 25ης Ιανουαρίου 2012, σχετικά με τις ενισχύσεις που χορήγησε η Ελλάδα σε παραγωγούς δημητριακών και σε αγροτικούς συνεταιρισμούς που συγκεντρώνουν δημητριακά (ΕΕ L 164, σ. 10),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Dittrich, πρόεδρο, I. Wiszniewska-Białecka και M. Prek (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Σεπτεμβρίου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

 Διοικητική διαδικασία

1        Κατόπιν πληροφοριών που περιήλθαν σ’ αυτή σχετικά με την ενίσχυση την οποία η Ελληνική Δημοκρατία χορήγησε σε γεωργικές εκμεταλλεύσεις παραγωγής δημητριακών και σε αγροτικούς συνεταιρισμούς του τομέα αυτού, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τής ζήτησε, με επιστολή της 21ης Νοεμβρίου 2008, πληροφορίες σχετικά με την επίμαχη ενίσχυση.

2        Μη έχοντας λάβει απάντηση εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η Επιτροπή απηύθυνε στην Ελληνική Δημοκρατία δεύτερη επιστολή με ημερομηνία 23 Ιανουαρίου 2009 και, στη συνέχεια, υπενθύμιση με ημερομηνία 24 Μαρτίου 2009, ζητώντας εκ νέου πληροφορίες σχετικά με το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων.

3        Στις 11 Μαΐου 2009, οι ελληνικές αρχές απηύθυναν στην Επιτροπή επιστολή με πληροφορίες σχετικά με το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων. Κατόπιν της επιστολής αυτής, η Επιτροπή απηύθυνε στις ελληνικές αρχές, στις 11 Ιουνίου 2009, δεύτερη αίτηση παροχής πληροφοριών με λεπτομερέστερες ερωτήσεις σχετικά με το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων.

4        Αφού χορήγησε δύο παρατάσεις προθεσμίας στην Ελληνική Δημοκρατία και της απέστειλε υπενθύμιση με ημερομηνία 1 Δεκεμβρίου 2009, η Επιτροπή τής απηύθυνε, στις 10 Μαρτίου 2010, απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108 ΣΛΕΕ] (ΕΕ L 83, σ. 1), και ζήτησε από τις ελληνικές αρχές να της παράσχουν τις ζητηθείσες πληροφορίες.

5        Με επιστολή της 15ης Μαρτίου 2010, η Ελληνική Δημοκρατία ενημέρωσε την Επιτροπή ότι οι ελληνικές αρχές είχαν απαντήσει στην επιστολή της 1ης Δεκεμβρίου 2009 με επιστολή της 9ης Φεβρουαρίου 2010.

6        Με επιστολή της 17ης Μαΐου 2010, η Επιτροπή διατύπωσε ορισμένες πρόσθετες ερωτήσεις. Εν τω μεταξύ, έλαβε νέες πληροφορίες και κάλεσε, για τον λόγο αυτόν, την Ελληνική Δημοκρατία, με επιστολή της 18ης Ιουνίου 2010, να διατυπώσει συναφώς τις παρατηρήσεις της.

7        Με επιστολή της 14ης Δεκεμβρίου 2010, η Επιτροπή ενημέρωσε την Ελληνική Δημοκρατία ότι αποφάσισε να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, ότι θα δημοσίευε την επιστολή στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς πληροφόρηση των ενδιαφερομένων και ότι θα καλούσε όλους τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

8        Στις 22 Μαρτίου 2011, η απόφαση της Επιτροπής περί κινήσεως της τυπικής διαδικασίας έρευνας, η οποία περιέχει πρόσκληση προς όλους τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους (στο εξής: απόφαση περί κινήσεως της τυπικής διαδικασίας έρευνας), δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα (ΕΕ C 90, σ. 11). Η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις από έναν ενδιαφερόμενο, ο οποίος υποστήριζε ότι τα επίμαχα μέτρα ήταν παράνομα. Οι παρατηρήσεις αυτές διαβιβάστηκαν στις ελληνικές αρχές.

9        Με επιστολή της 5ης Μαΐου 2011, η Επιτροπή έθεσε συμπληρωματικές ερωτήσεις στις ελληνικές αρχές, οι οποίες απάντησαν στις 6 Ιουνίου 2011. Εξάλλου, οι εν λόγω αρχές διατύπωσαν, με επιστολή της 30ής Νοεμβρίου 2011, τις δικές τους παρατηρήσεις επί των παρατηρήσεων του ενδιαφερομένου.

10      Στις 25 Ιανουαρίου 2012, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2012/320/ΕΕ, σχετικά με τις ενισχύσεις που χορήγησε η Ελλάδα σε παραγωγούς δημητριακών και σε αγροτικούς συνεταιρισμούς που συγκεντρώνουν δημητριακά (ΕΕ L 164, σ. 10, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

 Προσβαλλόμενη απόφαση

11      Στο σημείο ΙΙ της προσβαλλομένης αποφάσεως, που επιγράφεται «Λεπτομερής περιγραφή της ενίσχυσης», αναφέρεται ότι, σύμφωνα με τις πληροφορίες που διαβίβασαν οι ελληνικές αρχές, κατά τη διάρκεια του έτους 2008 σημειώθηκε υπερπαραγωγή αραβοσίτου και σίτου και, κατά συνέπεια, πτώση των τιμών. Οι εν λόγω αρχές υπογραμμίζουν ότι, λόγω της οικονομικής κρίσεως, οι οργανώσεις παραγωγών, δηλαδή οι ενώσεις αγροτικών συνεταιρισμών (στο εξής: ΕΑΣ), δεν διέθεταν ούτε τα απαραίτητα κεφάλαια για να ενισχύσουν το εισόδημα των γεωργών ούτε πρόσβαση στις χρηματαγορές για να λάβουν δάνεια. Οι ελληνικές αρχές εκθέτουν ότι, προκειμένου να αποφευχθεί η πτώση των τιμών των δημητριακών και να διασφαλιστεί ένα ελάχιστο εισόδημα στους γεωργούς, χορηγήθηκε στις ΕΑΣ και, εμμέσως, στους γεωργούς που είχαν παραδώσει την παραγωγή τους στους συνεταιρισμούς ενίσχυση υπό μορφή δανείων με την εγγύηση του Δημοσίου και με επιδότηση επιτοκίου. Επισημαίνουν ότι τα δάνεια που χορηγήθηκαν στις ΕΑΣ προορίζονταν να διατεθούν στους παραγωγούς για τις ποσότητες δημητριακών που οι ΕΑΣ είχαν αγοράσει ή παραλάβει κατά τη διάρκεια του έτους 2008 (αιτιολογικές σκέψεις 12 και 13 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

12      Το καθεστώς ενισχύσεων δημιουργήθηκε με σειρά υπουργικών αποφάσεων. Η απόφαση αριθ. 56700/B.3033 του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών της 8ης Δεκεμβρίου 2008 προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι εγκρίνεται επιδότηση επιτοκίου για τα δάνεια που έχουν χορηγηθεί ή θα χορηγηθούν εντός του 2008 από τα πιστωτικά ιδρύματα προς τις ΕΑΣ, προκειμένου να διατεθούν στους παραγωγούς για αγορασθείσες ή παραληφθείσες ποσότητες δημητριακών το 2008 (αιτιολογική σκέψη 15 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

13      Ομοίως, η απόφαση αριθ. 2/88675/0025 του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών της 9ης Δεκεμβρίου 2008 προβλέπει ότι η Ελληνική Δημοκρατία παρέχει εγγύηση σε ποσοστό 100 % στα δάνεια που θα χορηγηθούν από τα πιστωτικά ιδρύματα στις ΕΑΣ και στους πρωτοβάθμιους αγροτικούς συνεταιρισμούς της χώρας, προκειμένου να διατεθούν στους παραγωγούς για αγορασθείσες ή παραληφθείσες ποσότητες δημητριακών το 2008, και ότι το συνολικό ποσό των ήδη χορηγηθέντων δανείων ή των δανείων που πρόκειται να χορηγηθούν ανέρχεται σε 150 εκατομμύρια ευρώ (αιτιολογική σκέψη 16 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

14      Με άλλες υπουργικές αποφάσεις, η ημερομηνία εξοφλήσεως του δανείου, η οποία αρχικά ήταν η 30ή Σεπτεμβρίου 2009, μετατέθηκε για τις 30 Σεπτεμβρίου 2010 και προβλέφθηκε η κατανομή του ποσού των 150 εκατομμυρίων ευρώ μεταξύ 57 ΕΑΣ (αιτιολογικές σκέψεις 17 και 18 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

15      Κατόπιν εξετάσεως των επιχειρημάτων των ελληνικών αρχών, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ για τον χαρακτηρισμό του μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως όσον αφορά, αφενός, την εγγύηση για τα δάνεια και, αφετέρου, την επιδότηση επιτοκίου (αιτιολογική σκέψη 41 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

16      Πρώτον, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η επιδότηση επιτοκίου χορηγήθηκε από την Ελληνική Δημοκρατία, ότι η εν λόγω επιδότηση παρέχει σαφές πλεονέκτημα, δεδομένου ότι, στην πραγματικότητα, το δάνειο είναι άτοκο, και ότι οι ΕΑΣ είναι οι άμεσοι δικαιούχοι. Προσθέτει ότι, δεδομένου ότι, με τη χορήγηση των δανείων, η Ελληνική Δημοκρατία αποσκοπούσε στην αύξηση του εισοδήματος των Ελλήνων γεωργών με την τεχνητή αύξηση της τιμής πωλήσεως των δημητριακών από τους παραγωγούς προς τις ΕΑΣ, οι γεωργοί (παραγωγοί) είναι οι έμμεσοι δικαιούχοι της ενισχύσεως. Η Επιτροπή εκτιμά ότι πληρούνται τόσον η προϋπόθεση της επιλεκτικότητας, καθόσον οι ΕΑΣ και οι παραγωγοί που πώλησαν στις ΕΑΣ τα δημητριακά είναι οι μόνοι δικαιούχοι του καθεστώτος ενισχύσεων, όσο και η προϋπόθεση της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού, καθόσον η ανταγωνιστική θέση τους στην αγορά ενισχύθηκε σε σχέση προς τη θέση άλλων επιχειρήσεων. Υπογραμμίζει επίσης ότι, δεδομένου ότι στον τομέα των δημητριακών υπάρχει σημαντικό ενδοκοινοτικό εμπόριο, το καθεστώς ενισχύσεων ήταν ικανό να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών (αιτιολογικές σκέψεις 29 έως 31 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

17      Δεύτερον, η Επιτροπή εκτιμά επίσης ότι η εγγύηση της Ελληνικής Δημοκρατίας για τα δάνεια αντιπροσώπευε πλεονέκτημα για τις ΕΑΣ (άμεσους δικαιούχους) και, σε τελική ανάλυση, για τους γεωργούς (έμμεσους δικαιούχους), καθόσον οι δανειολήπτες δεν ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν την ενδεδειγμένη προμήθεια εγγυήσεως την οποία θα έπρεπε να καταβάλουν για την ανάληψη του κινδύνου. Υπογραμμίζει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις επιλεκτικότητας, στρεβλώσεως του ανταγωνισμού και επηρεασμού των συναλλαγών μεταξύ κρατών μελών και παραπέμπει συναφώς στις σκέψεις που διατυπώνονται στο πλαίσιο της εξετάσεως της επιδοτήσεως επιτοκίου (αιτιολογικές σκέψεις 32 έως 35 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

18      Οι ουσιαστικές διατάξεις της προσβαλλομένης αποφάσεως έχουν ως εξής:

«Άρθρο 1

Το μέτρο υπέρ των παραγωγών δημητριακών και των αγροτικών συνεταιρισμών που συγκεντρώνουν δημητριακά το οποίο θεσπίστηκε δυνάμει των υπουργικών αποφάσεων αριθ. 56700/Β.3033/8.12.2008 και αριθ. 2/88675/0025/9.2.2008 υπό μορφή δανείου με την εγγύηση [της Ελληνικής Δημοκρατίας] και επιδότηση επιτοκίου αποτελεί κρατική ενίσχυση. Η εν λόγω κρατική ενίσχυση, η οποία χορηγήθηκε παράνομα από την [Ελληνική Δημοκρατία], κατά παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, [ΣΛΕΕ], δεν είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά.

[…]

Άρθρο 4

1. Η [Ελληνική Δημοκρατία] οφείλει να ανακτήσει από τους δικαιούχους την ασυμβίβαστη ενίσχυση που χορηγήθηκε βάσει του μέτρου που αναφέρεται στο άρθρο 1.

2. Τα ανακτώμενα ποσά περιλαμβάνουν τόκους παραγόμενους από την ημερομηνία κατά την οποία τέθηκαν στη διάθεση των δικαιούχων μέχρι τον χρόνο της πραγματικής τους ανάκτησης.

3. Οι τόκοι υπολογίζονται με τη μέθοδο του ανατοκισμού σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου V του κανονισμού (ΕΚ) 794/2004 της Επιτροπής […]».

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

19      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 2 Απριλίου 2012, η Ελληνική Δημοκρατία άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

20      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, έθεσε δύο γραπτές ερωτήσεις στους διαδίκους. Οι διάδικοι απάντησαν στις ερωτήσεις εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

21      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 12ης Σεπτεμβρίου 2013.

22      Η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

23      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

24      Η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει προς στήριξη της προσφυγής της πέντε λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από την έλλειψη σαφήνειας και τον αντιφατικό χαρακτήρα της προσβαλλομένης αποφάσεως και της αποφάσεως περί κινήσεως της τυπικής διαδικασίας έρευνας. Στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και εκτίμησε εσφαλμένως τα πραγματικά στοιχεία. Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από πλάνη ως προς την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας. Ο τέταρτος λόγος αντλείται από εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ καθώς και από κακή χρήση, εκ μέρους της Επιτροπής, της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ συμπεριλαμβάνοντας στα προς ανάκτηση ποσά μια εισφορά και μια προμήθεια εγγυήσεως που δεν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις.

25      Πριν από την εξέταση των λόγων ακυρώσεως, σκόπιμο είναι να υπογραμμιστεί ότι, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος αφορούν τα κριτήρια που προβλέπει το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ προκειμένου ένα μέτρο να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση. Οι λόγοι αυτοί θα εξεταστούν, συνεπώς, από κοινού.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από την έλλειψη σαφήνειας και τον αντιφατικό χαρακτήρα της προσβαλλομένης αποφάσεως και της αποφάσεως περί κινήσεως της τυπικής διαδικασίας έρευνας

26      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως περιλαμβάνει δύο αιτιάσεις. Στο πλαίσιο της πρώτης αιτιάσεως, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αόριστη, καθόσον δεν προσδιορίζει σαφώς σε τι συνίσταται η παράνομη ενίσχυση, πώς προσδιορίζεται το ποσό της εν λόγω ενισχύσεως ούτε ποιοι είναι οι δικαιούχοι αυτής της ενισχύσεως που οφείλουν να την επιστρέψουν. Με την δεύτερη αιτίαση προβάλλεται ότι η απόφαση περί κινήσεως της τυπικής διαδικασίας έρευνας ήταν ασαφής.

 Επί της πρώτης αιτιάσεως, που αντλείται από την έλλειψη σαφήνειας και τον αντιφατικό χαρακτήρα της προσβαλλομένης αποφάσεως

27      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι ασαφές και ότι αυτό το πρόβλημα δεν μπορεί να επιλυθεί με ασφάλεια βάσει του αιτιολογικού της. Αφενός, διατείνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση σε κανένα σημείο δεν αναφέρει σε τι συνίσταται η ανακτητέα ενίσχυση ούτε τον τρόπο προσδιορισμού του ποσού της. Αφετέρου, υφίσταται αβεβαιότητα ως προς τον προσδιορισμό των προσώπων έναντι των οποίων πρέπει να ληφθούν μέτρα προς ανάκτηση των ενισχύσεων. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της ασφάλειας δικαίου.

28      Προκαταρκτικώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει κατ’ ουσίαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη και ότι λόγω ακριβώς αυτής της ελλιπούς αιτιολογίας παραβιάζεται η αρχή της ασφάλειας δικαίου.

29      Υπενθυμίζεται καταρχάς ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι αυτό αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίμαχης πράξεως (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C-367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I-1719, σκέψη 67, και της 22ας Μαρτίου 2001, C-17/99, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I-2481, σκέψη 35).

30      Περαιτέρω, η απαιτούμενη κατά το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της συγκεκριμένης πράξεως και να προκύπτει εξ αυτής κατά τρόπο σαφή και μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση η συλλογιστική του οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ώστε οι μεν ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου, το δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να μπορεί να ασκήσει τον έλεγχό του. Η απαίτηση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, και ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλόμενων λόγων και του συμφέροντος για παροχή εξηγήσεων που ενδέχεται να έχουν οι αποδέκτες της πράξεως ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του περιεχομένου της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 13ης Μαρτίου 1985, 296/82 και 318/82, Κάτω Χώρες και Leeuwarder Papierwarenfabriek κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 809, σκέψη 19· της 14ης Φεβρουαρίου 1990, C‑350/88, Delacre κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I‑395, σκέψεις 15 και 16, και της 29ης Φεβρουαρίου 1996, C‑56/93, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I‑723, σκέψη 86).

31      Εξάλλου, από τη νομολογία προκύπτει ότι οι ουσιαστικές διατάξεις μιας πράξεως συνδέονται άρρηκτα με την αιτιολογία της και πρέπει να ερμηνεύονται, εάν παρίσταται ανάγκη, λαμβανομένων υπόψη των λόγων που οδήγησαν στην έκδοσή της (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Μαΐου 1997, C-355/95 P, TWD κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. I-2549, σκέψη 21, και αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 22ας Οκτωβρίου 1997, T-213/95 και T-18/96, SCK και FNK κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II-1739, σκέψη 104, και της 11ης Μαρτίου 1999, T-136/94, Eurofer κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. ΙΙ-263, σκέψη 171).

32      Τέλος, κατά πάγια νομολογία, ουδεμία διάταξη του δικαίου της Ένωσης απαιτεί από την Επιτροπή, όταν αυτή διατάσσει την επιστροφή ενισχύσεως η οποία κηρύχθηκε μη συμβατή με την εσωτερική αγορά, να καθορίζει το ακριβές ποσό της ενισχύσεως που πρέπει να ανακτηθεί. Αρκεί η απόφαση της Επιτροπής να περιέχει στοιχεία βάσει των οποίων ο αποδέκτης της να μπορεί να καθορίσει ο ίδιος, χωρίς υπερβολικές δυσκολίες, το ποσό αυτό (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 13ης Ιουλίου 1988, 102/87, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 4067, σκέψη 33, και της 12ης Οκτωβρίου 2000, C‑480/98, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑8717, σκέψεις 25· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Νοεμβρίου 2009, T‑427/04 και T‑17/05, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. ΙΙ‑4315, σκέψη 297).

33      Πρέπει, συνεπώς, οι όροι της επίμαχης αποφάσεως να είναι σαφείς, ευχερώς κατανοητοί και χωρίς περιθώριο παρανοήσεως από το κράτος μέλος ούτε της έννοιάς τους ούτε του περιεχομένου τους (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Ιουνίου 2000, C‑404/97, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, Συλλογή 2000, σ. I‑4897, σκέψη 50). Ο υπολογισμός του ποσού της ανακτητέας ενισχύσεως θα πρέπει, επομένως, να μπορεί να γίνει, βάσει των στοιχείων που περιέχονται στην απόφαση, χωρίς υπερβολικές δυσκολίες (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσες στη σκέψη 32 αποφάσεις της 13ης Ιουλίου 1988, Γαλλία κατά Επιτροπής, σκέψη 33, και της 30ής Νοεμβρίου 2009, Γαλλία κατά Επιτροπής, σκέψη 298).

34      Για την περίπτωση στην οποία, κατά την εκτέλεση αυτής της εντολής ανακτήσεως, το κράτος μέλος αντιμετωπίζει απρόβλεπτες δυσκολίες, υπενθυμίζεται ότι μπορεί να υποβάλει τα προβλήματα αυτά στην κρίση της Επιτροπής, οπότε αυτή και το συγκεκριμένο κράτος μέλος οφείλουν, σε τέτοια περίπτωση, βάσει του καθήκοντος ειλικρινούς συνεργασίας του οποίου έκφραση αποτελεί, ιδίως, το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, να συνεργαστούν καλοπίστως για να υπερπηδήσουν τις δυσκολίες, τηρουμένων πλήρως των διατάξεων της Συνθήκης, ιδίως δε εκείνων που αφορούν τις ενισχύσεις (βλ., υπό το πνεύμα αυτό και κατ’ αναλογία, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 21ης Μαρτίου 1991, C‑303/88, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. I‑1433, σκέψη 58, και της 13ης Ιουνίου 2002, C-382/99, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑5163, σκέψη 50· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Μαΐου 2005, T‑111/01 και T‑133/01, Saxonia Edelmetalle και ZEMAG κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑1579, σκέψη 124).

35      Υπό το φως αυτής της νομολογίας πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον η Ελληνική Δημοκρατία διέθετε επαρκή στοιχεία προκειμένου, πρώτον να καθορίσει η ίδια σε τι συνίστατο η ανακτητέα ενίσχυση και να προβεί στον υπολογισμό του ποσού της και, δεύτερον, να προσδιορίσει τους δικαιούχους της ενισχύσεως.

36      Πρώτον, όσον αφορά το ζήτημα σε τι συνίσταται η ανακτητέα ενίσχυση υπό μορφή εγγυήσεως του Δημοσίου και, ως εκ τούτου, το κατά πόσον το ποσό της μπορεί να προσδιοριστεί, η Ελληνική Δημοκρατία υπογραμμίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αναφέρει αν το ανακτητέο ποσό συνίσταται στο συνολικό ποσό του χορηγηθέντος σε κάθε περίπτωση δανείου και, ενδεχομένως, αν πρέπει να ανακτηθεί με την άμεση αποπληρωμή του δανείου αυτού στο πιστωτικό ίδρυμα ή με άλλη μορφή, ή αν συνίσταται στην ενδεδειγμένη προμήθεια εγγυήσεως η οποία, κανονικά, σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής για την εφαρμογή των άρθρων [107 ΣΛΕΕ] και [108 ΣΛΕΕ] στις κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων (ΕΕ 2008, C 155, σ. 10, στο εξής: ανακοίνωση για τις εγγυήσεις), θα έπρεπε να είχε καταβληθεί για την ανάληψη του κινδύνου, ή αν συνίσταται σε κάποιο άλλο ποσό προσδιοριζόμενο με διαφορετικό τρόπο. Η Ελληνική Δημοκρατία παρατηρεί επίσης ότι δεν γίνεται καμία διάκριση μεταξύ του ανακτητέου ποσού στην περίπτωση της καταπτώσεως της εγγυήσεως λόγω μη εξυπηρετήσεως του δανείου ή στην περίπτωση όπου το δάνειο εξυπηρετείται κανονικά.

37      Η Ελληνική Δημοκρατία προσθέτει ότι, όσον αφορά την ενίσχυση υπό μορφή επιδοτήσεως επιτοκίου, η έναρξη τοκοφορίας για κάθε ποσό επιδοτήσεως πουθενά δεν προσδιορίζεται με βεβαιότητα. Ομοίως, όσον αφορά την ενίσχυση υπό μορφή εγγυήσεως του Δημοσίου, υπογραμμίζει ότι η μέθοδος υπολογισμού του ανακτητέου ποσού είναι προβληματική.

38      Από το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το καθεστώς των δανείων με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου και επιδότηση επιτοκίου, το οποίο θεσπίστηκε υπέρ των παραγωγών δημητριακών και των αγροτικών συνεταιρισμών του τομέα αυτού με τις υπουργικές αποφάσεις που μνημονεύονται ανωτέρω στη σκέψη 18, συνιστά κρατική ενίσχυση μη συμβατή με την εσωτερική αγορά.

39      Σύμφωνα με την προπαρατεθείσα στη σκέψη 31 νομολογία, το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να ερμηνευθεί υπό το φως του αιτιολογικού της εν λόγω αποφάσεως. Από τις αιτιολογικές σκέψεις 14 έως 22 και 29 έως 41 της αποφάσεως αυτής προκύπτει άνευ αμφισημίας ότι η Επιτροπή έκρινε ότι αποτελούσαν ενίσχυση ασύμβατη με την εσωτερική αγορά τα ακόλουθα δύο μέτρα: η επιδότηση επιτοκίου και η εγγύηση του Δημοσίου.

40      Πράγματι, αφενός, η επιδότηση επιτοκίου παρουσιάζεται, στην αιτιολογική σκέψη 29 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ως πλεονέκτημα, καθόσον το δάνειο στην πραγματικότητα είναι άτοκο. Όπως αναγνωρίζει η ίδια η Ελληνική Δημοκρατία, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι ως ανακτητέο θα πρέπει να θεωρηθεί το ποσό που αντιπροσωπεύει το επιτόκιο που θα έπρεπε να είχε εφαρμοστεί υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς σε κάθε ένα από τα χορηγηθέντα δάνεια. Το επιχείρημα ότι η έναρξη της τοκοφορίας πουθενά δεν καθορίζεται με βεβαιότητα είναι απορριπτέο. Πράγματι, η Επιτροπή αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμο την προσβαλλόμενη απόφαση ως προς το σημείο αυτό αναφέροντας, στο άρθρο 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα ανακτητέα ποσά περιλαμβάνουν τόκους παραγόμενους από την ημερομηνία κατά την οποία τέθηκαν στη διάθεση των δικαιούχων και μέχρι τον χρόνο της πραγματικής ανακτήσεώς τους, καθώς και ότι οι τόκοι αυτοί υπολογίζονται με τη μέθοδο του ανατοκισμού σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου V του κανονισμού 794/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108 ΣΛΕΕ] (ΕΕ L 140, σ. 1).

41      Αφετέρου, όσον αφορά την εγγύηση του Δημοσίου, από τις αιτιολογικές σκέψεις 32 και 33 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει αναμφισβήτητα ότι το πλεονέκτημα που παρασχέθηκε στις ΕΑΣ και στους γεωργούς συνίσταται στην προμήθεια που θα έπρεπε να είχαν καταβάλει προς ανάληψη του κινδύνου. Συναφώς, η Επιτροπή παραπέμπει ρητώς στην ανακοίνωση περί των εγγυήσεων, η οποία ορίζει τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να υπολογιστεί το εν λόγω πλεονέκτημα.

42      Εξάλλου, όσον αφορά τόσο την επιδότηση επιτοκίου όσο και την εγγύηση του Δημοσίου, πρέπει επίσης να τονιστεί ότι οι αιτιολογικές σκέψεις 33 και 40 της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρονται, αφενός, στην αναγκαιότητα συγκρίσεως μεταξύ της καταστάσεως στη συγκεκριμένη περίπτωση και της καταστάσεως υπό τις κανονικές συνθήκες της αγοράς και, αφετέρου, στο ότι δεν αποκλείονται από το καθεστώς ενισχύσεων οι δανειολήπτες που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες. Πράττοντας κατά τον τρόπο αυτόν, η Επιτροπή όρισε κατά τρόπο επαρκώς εύληπτο ότι το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και, ως εκ τούτου, τα ανακτητέα ποσά περιελάμβαναν, πέραν της επιστροφής των τόκων που θα έπρεπε να είχαν καταβληθεί υπό κανονικές συνθήκες αγοράς, το σύνολο των ποσών του δανείου πλέον των ως άνω τόκων στην περίπτωση που οι ΕΑΣ ή οι γεωργοί ουδόλως θα είχαν πρόσβαση στις χρηματαγορές προκειμένου να δανειστούν.

43      Από την εξέταση αυτή προκύπτει ότι οι όροι της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι σαφείς, ευχερώς κατανοητοί και ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορούσε να παρανοήσει ούτε την έννοιά τους ούτε το περιεχόμενό τους. Επομένως, ατελέσφορα η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η από 22 Ιουνίου 2012 επιστολή της Επιτροπής, που της απεστάλη προς απάντηση στην ερώτηση σε ποιο βαθμό και ποιοι όφειλαν να επιστρέψουν το συνολικό ποσό του δανείου, καταδεικνύει ότι η Επιτροπή ουδέποτε προσδιόρισε σε τι συνίστατο το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που έπρεπε να επιστραφεί μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

44      Ως εκ τούτου, αβασίμως η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι υφίσταται αμφιβολία ως προς το αν το ανακτητέο ποσό είναι το συνολικό ποσό του χορηγηθέντος σε κάθε περίπτωση δανείου, η ενδεδειγμένη προμήθεια εγγυήσεως που θα έπρεπε να είχε καταβληθεί για την ανάληψη του κινδύνου ή κάποιο άλλο ποσό.

45      Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον είναι δυνατή η ταυτοποίηση των δικαιούχων της ενισχύσεως οι οποίοι οφείλουν να την επιστρέψουν.

46      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι υφίσταται πλήρης αβεβαιότητα ως προς τον προσδιορισμό των προσώπων έναντι των οποίων πρέπει να ληφθούν μέτρα για την ανάκτηση των ενισχύσεων. Ισχυρίζεται ότι, αν τα πρόσωπα αυτά είναι σωρευτικώς οι ΕΑΣ και οι γεωργοί, κανένα στοιχείο της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν επιτρέπει να καθοριστούν «το μέτρο και ο βαθμός» κατά τα οποία θα πρέπει να πραγματοποιηθεί η ανάκτηση για κάθε κατηγορία.

47      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, οσάκις η Επιτροπή διαπιστώνει ότι ορισμένες ενισχύσεις δεν συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά, μπορεί να διατάξει το κράτος μέλος να προβεί στην ανάκτηση των ενισχύσεων αυτών έναντι των δικαιούχων. Η κατάργηση παράνομης ενισχύσεως μέσω της ανακτήσεώς της αποτελεί τη λογική συνέπεια της διαπιστώσεως του παρανόμου χαρακτήρα της και αποσκοπεί στην αποκατάσταση της προτέρας καταστάσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 2004, C-277/00, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. Ι-3925, σκέψεις 73 και 74). Ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται εφόσον οι επίμαχες ενισχύσεις, αυξημένες ενδεχομένως με τόκους υπερημερίας, επιστραφούν από τον δικαιούχο (απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Απριλίου 1995, C‑350/93, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1995, σ. I‑699, σκέψη 22) ή, με άλλες λέξεις, από τις επιχειρήσεις που επωφελήθηκαν πραγματικά (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσα στη σκέψη 34 απόφαση του Δικαστηρίου Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 57· απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Ιουλίου 2003, C‑457/00, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑6931, σκέψη 55, και προμνησθείσα απόφαση Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψη 75).

48      Συναφώς, ο δικαιούχος έναντι του οποίου πρέπει να ανακτηθεί η κρατική ενίσχυση δεν μπορεί να είναι άλλος από τον δανειολήπτη (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσα στη σκέψη 47 απόφαση της 3ης Ιουλίου 2003, Βέλγιο κατά Επιτροπής, σκέψη 57).

49      Επομένως, υπό το φως αυτών ακριβώς των γενικών σκέψεων θα πρέπει να εξεταστεί η νομιμότητα της διαταγής ανακτήσεως που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση.

50      Εν προκειμένω, η Επιτροπή προσδιόρισε σαφώς δύο κατηγορίες δικαιούχων στο άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι τους «παραγωγούς δημητριακών» και τους «αγροτικούς συνεταιρισμούς». Ακριβέστερα, στην αιτιολογική σκέψη 29 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι ΕΑΣ αναφέρονται ως οι άμεσοι δικαιούχοι της συνιστάμενης στην επιδότηση επιτοκίου ενισχύσεως, οι δε γεωργοί (παραγωγοί) ως οι έμμεσοι δικαιούχοι της ενισχύσεως. Ομοίως, στην αιτιολογική σκέψη 34 της εν λόγω αποφάσεως αναφέρεται ότι οι ΕΑΣ είναι οι άμεσοι δικαιούχοι της συνισταμένης στην εγγύηση του Δημοσίου ενισχύσεως, οι δε γεωργοί (παραγωγοί) οι έμμεσοι δικαιούχοι της ενισχύσεως.

51      Επιπλέον, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 13 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η ίδια η Ελληνική Δημοκρατία επισήμανε ότι οι ΕΑΣ δεν διέθεταν κεφάλαια ούτε είχαν πρόσβαση στις χρηματαγορές ώστε να λάβουν δάνεια, ότι τους χορηγήθηκε υπό τις συνθήκες αυτές δάνειο και ότι το δάνειο αυτό προοριζόταν να διατεθεί στους παραγωγούς που είχαν παραδώσει την παραγωγή τους στις ΕΑΣ. Με το ίδιο πνεύμα, η αιτιολογική σκέψη 29 της εν λόγω αποφάσεως αναφέρει ότι οι ΕΑΣ είναι οι μόνοι δικαιούχοι της ενισχύσεως, όπως και οι γεωργοί που πώλησαν τα δημητριακά τους στις εν λόγω ΕΑΣ. Επομένως, αν οι ΕΑΣ δεν διατηρούσαν οφέλη και μεταβίβαζαν το σύνολο των οφελών στους παραγωγούς-μέλη τους, μόνον οι τελευταίοι αντλούσαν όφελος, ενώ, αν οι ΕΑΣ μπορούσαν να διατηρήσουν τους πόρους από τις δραστηριότητές τους, επωφελούνταν και από την ενίσχυση. Συνεπώς, το συγκεκριμένο όφελος για κάθε κατηγορία εξηρτάτο κατ’ ανάγκην από τη σχέση μεταξύ των ΕΑΣ και των γεωργών-μελών τους και έπρεπε να εξεταστεί σε εθνική κλίμακα κατά το στάδιο της ανακτήσεως.

52      Συνεπώς, ατελέσφορα η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν διευκρίνισε ποια ήταν η κατηγορία των δικαιούχων της ενισχύσεως από την οποία έπρεπε να ζητηθεί να επιστρέψει την ενίσχυση ούτε ποιος ήταν ο «βαθμός» της ανακτήσεως για κάθε κατηγορία. Αν η Ελληνική Κυβέρνηση αντιμετώπιζε δυσκολίες κατά την εκτέλεση της αποφάσεως, ιδίως ως προς την επακριβή ταυτοποίηση των πραγματικών δικαιούχων των επίμαχων ενισχύσεων, ήτοι εκείνων από τους οποίους έπρεπε να ζητηθεί να επιστρέψουν την ενίσχυση, όφειλε να ενημερώσει την Επιτροπή, η οποία θα ήταν υποχρεωμένη να τη βοηθήσει να τις υπερπηδήσει σύμφωνα με το καθήκον της ειλικρινούς συνεργασίας που υπομνήσθηκε ανωτέρω στη σκέψη 34.

53      Στο πλαίσιο αυτό, η επιστολή της 22ας Ιουνίου 2012 στην οποία παραπέμπει η Ελληνική Δημοκρατία προς απόδειξη του ότι οι δικαιούχοι από τους οποίους έπρεπε να ζητηθεί να επιστρέψουν την εγγύηση δεν ήταν σαφώς προσδιορισμένοι δεν είναι κρίσιμη, καθόσον πρόκειται για επιστολή μεταγενέστερη της προσβαλλομένης αποφάσεως και της ασκήσεως της προσφυγής ακυρώσεως. Επιπλέον, η επιστολή αυτή απεστάλη από την Επιτροπή, σύμφωνα με την υποχρέωσή της ειλικρινούς συνεργασίας, προς απάντηση στην επιστολή της 27ης Μαρτίου 2012 με την οποία η Ελληνική Δημοκρατία ζητούσε πληροφορίες σχετικά με την εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Στην επιστολή αυτή, η Επιτροπή ορθώς υπενθύμισε το περιεχόμενο των αιτιολογικών σκέψεων 13 και 29 της προσβαλλομένης αποφάσεως και επιβεβαίωσε ότι η ταυτοποίηση των δικαιούχων εξαρτιόταν από το νομικό καθεστώς και την εσωτερική διαχείριση των ΕΑΣ, που καθόριζαν τη φύση των σχέσεων μεταξύ των ΕΑΣ και των παραγωγών. Όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή με την επιστολή της 22ας Ιουνίου 2012, το ζήτημα αυτό μπορεί να επιλυθεί μόνον βάσει της εθνικής νομοθεσίας, πράγμα το οποίο δεν μπορούσε να αγνοεί η Ελληνική Δημοκρατία.

54      Λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της προσβαλλομένης αποφάσεως και του ότι η Ελληνική Δημοκρατία γνωρίζει ή είναι σε θέση να γνωρίζει τη φύση των σχέσεων μεταξύ των ΕΑΣ και των μελών τους, η Ελληνική Δημοκρατία μπορεί εύκολα να ταυτοποιήσει εκείνους τους οποίους η Επιτροπή θεωρεί ως δικαιούχους της ενισχύσεως, ήτοι εκείνους που επωφελήθηκαν πραγματικά από την ενίσχυση και από τους οποίους πρέπει να ζητηθεί να την επιστρέψουν, και να καθορίσει χωρίς υπερβολική δυσκολία τα ποσά τα οποία, κατά την Επιτροπή, πρέπει να επιστραφούν.

55      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, αντίθετα προς τα υποστηριζόμενα από την Ελληνική Δημοκρατία, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει επαρκή στοιχεία που της επιτρέπουν να καθορίσει σε τι συνίσταντο οι ανακτητέες ενισχύσεις, το ποσό των ενισχύσεων αυτών και τους δικαιούχους έναντι των οποίων οι ενισχύσεις έπρεπε να ανακτηθούν. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν ανεπαρκώς αιτιολογημένη ούτε παραβιάστηκε η αρχή της ασφάλειας δικαίου.

56      Ως εκ τούτου, η πρώτη αιτίαση είναι απορριπτέα.

 Επί της δεύτερης αιτιάσεως, που αντλείται από την ασάφεια της αποφάσεως περί κινήσεως της τυπικής διαδικασίας έρευνας

57      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η απόφαση περί κινήσεως της τυπικής διαδικασίας έρευνας που απηύθηνε η Επιτροπή στους ενδιαφερομένους ήταν ασαφής ως προς τον προσδιορισμό των δικαιούχων της ενισχύσεως. Υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, χαρακτηρίζοντας τους γεωργούς ως έμμεσους δικαιούχους της ενισχύσεως, έδωσε την εντύπωση ότι οι διαπιστώσεις της δεν θα οδηγούσαν στην ανάκτηση της ενισχύσεως σε βάρος των τελευταίων. Ως εκ τούτου, η Ελληνική Δημοκρατία φρονεί ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ασφάλειας δικαίου, προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας των ενδιαφερομένων τρίτων και παρέβη το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999.

58      Πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ δεν απαιτεί ατομική όχληση, αλλά μόνο να ειδοποιούνται όλα τα εν δυνάμει ενδιαφερόμενα πρόσωπα για την κίνηση της διαδικασίας και να τους παρέχεται η δυνατότητα να διατυπώσουν συναφώς τις παρατηρήσεις τους. Υπό τις συνθήκες αυτές, η δημοσίευση ανακοινώσεως στην Επίσημη Εφημερίδα αποτελεί προσήκον και επαρκές μέσο για να γνωστοποιηθεί σε όλους τους ενδιαφερομένους η κίνηση τυπικής διαδικασίας έρευνας (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Νοεμβρίου 1984, 323/82, Intermills κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 3809, σκέψη 17, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 21ης Ιανουαρίου 1999, T-129/95, T-2/96 και T-97/96, Neue Maxhütte Stalhwerke και Lech-Stahlwerke κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. II-17, σκέψη 232).

59      Εν προκειμένω, η απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 22 Μαρτίου 2011, ικανοποιεί τις απαιτήσεις αυτές, στον βαθμό που η δημοσίευση αυτή παρέσχε στους ενδιαφερομένους γενικά πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τα ουσιώδη στοιχεία του μέτρου ενισχύσεως και εξέθεσε τα σημεία του φακέλου σχετικά με τα οποία η Επιτροπή διατηρούσε αμφιβολίες.

60      Όσον αφορά τους δικαιούχους τους οποίους αφορούσε η απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, από τα σημεία 21 και 26 της αποφάσεως αυτής προκύπτει άνευ αμφισημίας ότι η Επιτροπή προσδιόρισε δύο κατηγορίες δικαιούχων του καθεστώτος ενισχύσεων, ήτοι τις ΕΑΣ ως άμεσους δικαιούχους και τους γεωργούς (παραγωγούς) ως έμμεσους δικαιούχους.

61      Ως εκ τούτου, ατελέσφορα η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, εμφανίζοντας τους γεωργούς (παραγωγούς) ως τους έμμεσους δικαιούχους της ενισχύσεως, δημιούργησε την εντύπωση ότι η εν λόγω ενίσχυση δεν επρόκειτο να ανακτηθεί σε βάρος τους. Και τούτο κατά μείζονα λόγο διότι, κατά πάγια νομολογία (βλ. ανωτέρω σκέψη 47), η ενίσχυση πρέπει να επιστρέφεται από εκείνους που επωφελήθηκαν πραγματικά, ήτοι από εκείνους που άντλησαν ένα πλεονέκτημα. Η απόφαση περί κινήσεως της τυπικής διαδικασίας έρευνας αναφέρει σαφώς ότι η επιδότηση επιτοκίου και η εγγύηση του Δημοσίου επέτρεψαν στους γεωργούς (παραγωγούς) να αυξήσουν τα εισοδήματά τους, καθόσον τα δημητριακά τους αγοράζονταν σε τιμή τεχνητά αυξημένη.

62      Ομοίως, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η απόφαση περί κινήσεως της τυπικής διαδικασίας έρευνας είναι επίσης ασαφής όσον αφορά τις ΕΑΣ. Ισχυρίζεται ότι η εν λόγω απόφαση δημιουργούσε την εντύπωση ότι την προϋπόθεση επιλεξιμότητας πληρούσαν οι γεωργοί και όχι οι ΕΑΣ και ότι το πλεονέκτημα παρεχόταν τελικά μόνον στους γεωργούς. Τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να γίνουν δεκτά. Πράγματι, από την απόφαση αυτή συνάγεται ευχερώς ότι, όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή, το όφελος που αντλεί κάθε κατηγορία εξαρτάται από τη σχέση μεταξύ της ΕΑΣ και των γεωργών και ότι το όφελος αυτό πρέπει να εξεταστεί σε εθνική κλίμακα κατά το στάδιο της ανακτήσεως.

63      Πρέπει, συνεπώς, να θεωρηθεί ότι η απόφαση περί κινήσεως της τυπικής διαδικασίας έρευνας ήταν επαρκώς σαφής και απαλλαγμένη αμφισημίας και ότι, ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας και δεν παραβίασε την αρχή της ασφάλειας δικαίου ούτε παρέβη το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999.

64      Ως εκ τούτου, η δεύτερη αιτίαση, που αντλείται από την ασάφεια της αποφάσεως περί κινήσεως της τυπικής διαδικασίας έρευνας, είναι απορριπτέα.

65      Βάσει όλων των προεκτεθέντων, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, που αντλείται από την έλλειψη σαφήνειας και τον αντιφατικό χαρακτήρα της προσβαλλομένης αποφάσεως καθώς και της αποφάσεως περί κινήσεως της τυπικής διαδικασίας έρευνας, πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλούνται από εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και παράβαση ουσιώδους τύπου

66      Στο πλαίσιο του δεύτερου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και προβάλλει, κατ’ ουσίαν, τέσσερις αιτιάσεις. Κατ’ αυτήν, πρώτον, η επιδότηση επιτοκίου δεν παρείχε πλεονέκτημα στους άμεσους και έμμεσους δικαιούχους της ενισχύσεως. Δεύτερον, η εγγύηση του Δημοσίου δεν παρείχε οικονομικό πλεονέκτημα στις ΕΑΣ και στους γεωργούς. Τρίτον, η εκτίμηση σύμφωνα με την οποία τα επίμαχα μέτρα συνιστούσαν επιλεκτικό οικονομικό πλεονέκτημα για τους δικαιούχους είναι εσφαλμένη και η συναφής αιτιολογία πλημμελής και ανεπαρκής. Τέταρτον, η εκτίμηση σύμφωνα με την οποία τα επίμαχα μέτρα απειλούσαν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο είναι εσφαλμένη και η συναφής αιτιολογία πλημμελής και ανεπαρκής.

 Επί της πρώτης αιτιάσεως, που αντλείται από το ότι η επιδότηση επιτοκίου δεν παρέχει πλεονέκτημα στους άμεσους και έμμεσους δικαιούχους

67      Προκαταρκτικώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, στα δικόγραφά της, η Ελληνική Δημοκρατία εμφανίζει την πρώτη αιτίαση ως αντλούμενη από το ότι η επιδότηση επιτοκίου δεν παρέχει πλεονέκτημα στους έμμεσους δικαιούχους της ενισχύσεως. Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στο πλαίσιο του συλλογισμού που αναπτύσσει προς στήριξη της αιτιάσεώς της, η προσφεύγουσα αναφέρεται και στους άμεσους δικαιούχους της ενισχύσεως.

68      Ως εκ τούτου, η πρώτη αιτίαση πρέπει να εκληφθεί υπό την έννοια ότι η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι ούτε οι ΕΑΣ ούτε οι παραγωγοί δημητριακών αποκόμισαν οικονομικό όφελος. Πρώτον, υποστηρίζει, επικαλούμενη σχετικά έγγραφα, ότι οι τιμές των δημητριακών στις οποίες οι παραγωγοί πώλησαν ή παρέδωσαν δημητριακά στις ΕΑΣ δεν ήταν τεχνητά αυξημένες και ήταν μάλιστα χαμηλότερες από τις τιμές του εμπορίου ή της αγοράς. Δεύτερον, υπογραμμίζει ότι η διακύμανση των τιμών μεταξύ του 2008 και του 2009 δεν στοιχειοθετεί παρέμβαση στους μηχανισμούς της αγοράς με τη δημιουργία πλεονεκτήματος για τη συγκεκριμένη ομάδα παραγωγών. Τρίτον, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι τα επίμαχα δάνεια χορηγήθηκαν προκειμένου να μπορέσουν οι ΕΑΣ να καταβάλουν μέρος της αντικαταβολής, δηλαδή μέρος του τιμήματος για τις ποσότητες που είχαν αγοράσει ή παραλάβει το 2008 από τους παραγωγούς δημητριακών, οι οποίοι δεν απέκτησαν κανένα πλεονέκτημα έναντι των λοιπών ανταγωνιστριών επιχειρήσεων. Τέταρτον, η Ελληνική Δημοκρατία διατείνεται ότι, έστω και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένο, το αντληθέν πλεονέκτημα στην περίπτωση της επιδοτήσεως επιτοκίου είναι πολύ μικρό.

69      Πρέπει εκ προοιμίου να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, θεωρούνται ενισχύσεις οι παρεμβάσεις εκείνες οι οποίες, υπό οποιαδήποτε μορφή, ενδέχεται να ευνοήσουν επιχειρήσεις άμεσα ή έμμεσα (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 1964, 6/64, Costa, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 1191) ή οι οποίες πρέπει να θεωρηθούν ως οικονομικό όφελος το οποίο δεν θα είχε αποκομίσει η δικαιούχος επιχείρηση υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 1996, C-39/94, SFEI κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. I‑3547, σκέψη 60· της 29ης Απριλίου 1999, C-342/96, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-2459, σκέψη 41, και της 24ης Ιουλίου 2003, C‑280/00, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, Συλλογή 2003, σ. I‑7747, σκέψη 84).

70      Πρώτον, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 29 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η επιδότηση επιτοκίου αντιπροσωπεύει σαφώς πλεονέκτημα για τους άμεσους δικαιούχους της ενισχύσεως, δηλαδή τις ΕΑΣ, και τους έμμεσους δικαιούχους της ενισχύσεως αυτής, δηλαδή τους παραγωγούς.

71      Πράγματι, αφενός, όσον αφορά τις ΕΑΣ, το δάνειο που τους χορηγήθηκε είναι άτοκο, πράγμα που δεν αμφισβητείται από την Ελληνική Δημοκρατία. Όμως, κατά τη νομολογία, η επιδότηση επιτοκίου είναι ικανή να ευνοήσει τον δικαιούχο έναντι των ανταγωνιστών του (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 8ης Μαρτίου 1988, 62/87 και 72/87, Exécutif régional wallon και Glaverbel κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 1573, σκέψη 13, και της 7ης Ιουνίου 1988, 57/86, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 2855, σκέψη 8).

72      Η Ελληνική Δημοκρατία δεν προβάλλει κανένα πειστικό στοιχείο βάσει του οποίου να μπορεί να θεωρηθεί ότι, εν προκειμένω, η χορήγηση άτοκου δανείου δεν ευνοούσε τις ΕΑΣ. Συναφώς, σημειώνει, σε επιστολή της 1ης Δεκεμβρίου 2011 που αφορούσε τις παρατηρήσεις τρίτων, ότι «το ζήτημα της συμβατότητας των υπό εξέταση δανείων υπό τη μορφή της επιδότησης του επιτοκίου δεν τίθεται πλέον, καθόσον με την [απόφαση αριθ. 2/21304/0025/26.10.2010 του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών], με την οποία ρυθμίστηκαν τα δάνεια αυτά, ορίστηκε ως επιτόκιο του δανείου της ρύθμισης το ισχύον για κάθε πιστωτικό ίδρυμα επιτόκιο για την ίδια κατηγορία δανείων». Είναι μεν αληθές ότι, αντίθετα προς τα υποστηριζόμενα από την Επιτροπή, οι ανωτέρω σκέψεις δεν αποτελούν ομολογία εκ μέρους των ελληνικών αρχών περί του ότι η νομιμότητα της επιδοτήσεως επιτοκίου ήταν αμφισβητήσιμη πριν από την εφαρμογή του επιτοκίου που εφαρμοζόταν από κάθε πιστωτικό ίδρυμα, πλην όμως δεν επιτρέπουν να εξηγηθεί πώς η επιδότηση επιτοκίου υπέρ των ΕΑΣ δεν συνιστούσε πλεονέκτημα γι’ αυτές.

73      Αφετέρου, οι αιτιολογικές σκέψεις 13, 15, 19 και 29 της προσβαλλομένης αποφάσεως περιγράφουν το πλεονέκτημα που αντιπροσωπεύει η επιδότηση επιτοκίου για τους παραγωγούς. Καταρχάς, στην αιτιολογική σκέψη 13 επισημαίνεται η ύπαρξη σχέσεως μεταξύ των ΕΑΣ και των παραγωγών καθόσον οι δεύτεροι παρέδωσαν ή πώλησαν τα δημητριακά τους στις πρώτες. Περαιτέρω, στη σκέψη 15 καταδεικνύεται η σχέση που υφίσταται μεταξύ του συστήματος της επιδοτήσεως επιτοκίου και της πωλήσεως των δημητριακών από τους παραγωγούς. Συγκεκριμένα, η εν λόγω αιτιολογική σκέψη παραπέμπει στην απόφαση αριθ. 56700/B.3033 του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών της 8ης Δεκεμβρίου 2008, στην οποία αναφέρεται ότι η επιδότηση επιτοκίου χορηγήθηκε στις ΕΑΣ για δάνεια που θα διετίθεντο για τις ποσότητες δημητριακών που είχαν αγοράσει ή παραλάβει από τους παραγωγούς το 2008. Επιπλέον, από την αιτιολογική σκέψη 19 προκύπτει ότι, κατά τις ελληνικές αρχές, η επιδότηση επιτοκίου αποτελούσε αναγκαίο μέτρο προκειμένου να αποφευχθεί η πτώση των τιμών εξαιτίας της πλεονάζουσας παραγωγής δημητριακών στη χώρα. Επομένως, το μέτρο αφορούσε και τους παραγωγούς. Τέλος, στην αιτιολογική σκέψη 29 επισημαίνεται ότι, χορηγώντας τα δάνεια, η Ελληνική Δημοκρατία επεδίωκε την αύξηση του εισοδήματος των παραγωγών με την τεχνητή αύξηση της τιμής των δημητριακών που αυτοί πωλούσαν στις ΕΑΣ και ότι, συνεπώς, οι παραγωγοί ήταν οι έμμεσοι δικαιούχοι της συνιστάμενης στην επιδότηση επιτοκίου ενισχύσεως. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το πλεονέκτημα συνίσταται στη θετική επίδραση του μέτρου επί των όρων πωλήσεως των δημητριακών από τους παραγωγούς προς τις ΕΑΣ.

74      Συναφώς, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι οι τιμές των δημητριακών στις οποίες αυτοί πώλησαν ή παρέδωσαν δημητριακά στις ΕΑΣ δεν ήταν τεχνητά αυξημένες και ήταν μάλιστα χαμηλότερες από τις τιμές του εμπορίου ή της αγοράς. Η Ελληνική Δημοκρατία προβαίνει σε σύγκριση μεταξύ των τιμών των δημητριακών ανά κιλό που αναφέρονται στην υπουργική απόφαση αριθ. 8264/9 του Δεκεμβρίου 2008 και των μέσων ετήσιων σταθμισμένων τιμών των ίδιων δημητριακών που αναφέρονται στο έγγραφο αριθ. 431/34104/22 του Μαρτίου 2012 του τμήματος αγροτικής στατιστικής του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Υποστηρίζει ότι οι πληροφορίες αυτές σε συνδυασμό με τις ονομαστικές καταστάσεις των παραγωγών που έλαβαν προκαταβολές εκ μέρους των ΕΑΣ πιστοποιούν ότι οι τιμές των δημητριακών δεν ήταν τεχνητά αυξημένες και ήταν μάλιστα χαμηλότερες από τις τιμές της αγοράς.

75      Πρέπει να παρατηρηθεί ότι η υπουργική απόφαση αριθ. 8264/9 του Δεκεμβρίου 2008 προβλέπει την κατανομή του ποσού των 150 εκατομμυρίων ευρώ μεταξύ 57 ΕΑΣ. Οι τιμές των δημητριακών που καθορίζονται στην υπουργική αυτή απόφαση αντιστοιχούν στις τιμές που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των προκαταβολών που θα καταβληθούν στους γεωργούς δυνάμει της δανειακής συμβάσεως και, ως εκ τούτου, δεσμεύουν μόνον τις ΕΑΣ ως προς τη χρηματοδότηση που θα χορηγήσουν ανά κιλό πωλουμένων δημητριακών. Όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, οι παραγωγοί επωφελήθηκαν από τη θετική επίδραση του μέτρου επί των όρων πωλήσεως των δημητριακών τους στις ΕΑΣ χάρη στην κρατική παρέμβαση. Υπό την έννοια αυτή, η Ελληνική Δημοκρατία, απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, παραδέχεται ότι ορισμένοι παραγωγοί πώλησαν τα δημητριακά σε τιμή ανώτερη ή κατώτερη εκείνων που καθορίζονται με την εν λόγω υπουργική απόφαση, επιβεβαιώνοντας έτσι ότι δεν υφίσταται σχέση μεταξύ του ποσού της επιδοτήσεως ανά κιλό δημητριακών που αναφέρεται στην υπουργική αυτή απόφαση και της τιμής πωλήσεως ανά κιλό των δημητριακών και, συνεπώς, δεν τίθεται θέμα συγκρίσεώς τους.

76      Συναφώς, αλυσιτελώς η Ελληνική Δημοκρατία στηρίζεται στο έγγραφο αριθ. 431/34104/22 του Μαρτίου 2012 του τμήματος αγροτικής στατιστικής του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων προς κατάδειξη του ότι οι τιμές πωλήσεως των δημητριακών στις ΕΑΣ ήταν χαμηλότερες από τις τιμές του εμπορίου ή της αγοράς. Πράγματι, όπως υπογραμμίζει η ίδια η Ελληνική Δημοκρατία, το έγγραφο αυτό αντικατοπτρίζει τις μέσες ετήσιες σταθμισμένες τιμές των παραγωγών για την πώληση των δημητριακών ολοκλήρου του έτους 2008. Αυτό δεν αποδεικνύει, ωστόσο, ότι οι τιμές του εμπορίου ή της αγοράς στα τέλη του 2008, ήτοι κατά τον χρόνο κατά τον οποίο είχαν δημιουργηθεί σημαντικά αποθέματα δημητριακών λόγω της πλεονάζουσας παραγωγής και έπρεπε να πωληθούν, ήταν υψηλότερες από τις τιμές πωλήσεως των δημητριακών προς τις ΕΑΣ.

77      Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, η Ελληνική Δημοκρατία δήλωσε ότι τα ληφθέντα μέτρα ήταν αναγκαία προκειμένου να αντιμετωπιστεί η πτώση των τιμών το 2008 εξαιτίας της πλεονάζουσας παραγωγής δημητριακών στη χώρα. Πράγματι, σε επιστολή της 9ης Φεβρουαρίου 2010, οι ελληνικές αρχές δήλωσαν ότι, αν, κατά τη διάρκεια του χειμώνα 2008, οι συνεταιρισμοί είχαν πωλήσει τα δημητριακά που είχαν συγκεντρώσει, οι τιμές θα είχαν σημειώσει σημαντική πτώση και οι παραγωγοί θα είχαν υποστεί σημαντικές απώλειες. Πρέπει κατ’ ανάγκη να θεωρηθεί ότι οι παραγωγοί άντλησαν πλεονέκτημα συνιστάμενο στη θετική επίδραση του μέτρου επί των όρων πωλήσεως των δημητριακών από τους παραγωγούς προς τις ΕΑΣ, πλεονέκτημα το οποίο δεν θα είχαν επιτύχει αν δεν είχε χορηγηθεί δάνειο στις ΕΑΣ.

78      Δεύτερον, το επιχείρημα ότι η διακύμανση των τιμών μεταξύ του 2008 και του 2009 δεν επιτρέπει να αποδειχθεί ότι υπήρξε παρέμβαση στους μηχανισμούς της αγοράς δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Πράγματι, ορθώς η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η μείωση των τιμών μεταξύ 2008 και 2009 δεν σημαίνει την απουσία πλεονεκτήματος για τους παραγωγούς. Η ίδια η Ελληνική Δημοκρατία αναγνωρίζει ότι η πλεονάζουσα παραγωγή είχε άμεση ουσιώδη επίδραση στη διαμόρφωση των τιμών και δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να ήταν η επίδραση αυτή ακόμα περισσότερο έκδηλη αν δεν είχαν ληφθεί μέτρα ενισχύσεως. Συνεπώς, το γεγονός απλώς και μόνον ότι το καθεστώς ενισχύσεων δεν είχε ως αποτέλεσμα την οριστική αποτροπή της πτώσεως των τιμών δεν σημαίνει ότι δεν επιβράδυνε την πτώση αυτή και ότι η εν λόγω επιβράδυνση δεν ωφέλησε τους γεωργούς.

79      Τρίτον, ατελέσφορα η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι έχει εν προκειμένω κατ’ αναλογίαν εφαρμογή η αρχή που διατυπώθηκε με την απόφαση Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (ανωτέρω σκέψη 69), σύμφωνα με την οποία, στον βαθμό που μια κρατική παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί ως αντιστάθμιση των παρεχομένων εκ μέρους των δικαιούχων επιχειρήσεων υπηρεσιών προς εκπλήρωση υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας, οπότε οι επιχειρήσεις αυτές δεν αντλούν στην πραγματικότητα οικονομικό πλεονέκτημα και δεν περιέρχονται λόγω της παρεμβάσεως αυτής σε ευνοϊκότερη θέση, από απόψεως ανταγωνισμού, σε σχέση προς τις επιχειρήσεις που τις ανταγωνίζονται, η παρέμβαση αυτή δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Η Επιτροπή δικαίως υποστηρίζει ότι, εν προκειμένω, οι δικαιούχοι δεν είχαν να εκπληρώσουν καμία υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

80      Τέταρτον, το επιχείρημα ότι το πλεονέκτημα στην περίπτωση της επιδοτήσεως επιτοκίου ήταν πολύ μικρό είναι αλυσιτελές. Πράγματι, οποιοδήποτε οικονομικό πλεονέκτημα που η δικαιούχος επιχείρηση δεν θα είχε επιτύχει υπό τις κανονικές συνθήκες της αγοράς συνιστά κρατική ενίσχυση. Όπως παρατηρεί η Επιτροπή, η μόνη εξαίρεση από τον κανόνα αυτόν είναι η περίπτωση της ενισχύσεως ήσσονος σημασίας που προβλέπεται από τους κανονισμούς (ΕΚ) 1998/2006 της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 2006, για την εφαρμογή των άρθρων [107 ΣΛΕΕ] και [108 ΣΛΕΕ] στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (ΕΕ L 379, σ. 5), και (ΕΚ) 1535/2007, της 20ής Δεκεμβρίου 2007, για την εφαρμογή των άρθρων [107 ΣΛΕΕ] και [108 ΣΛΕΕ] στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (de minimis) στον τομέα της παραγωγής γεωργικών προϊόντων (ΕΕ L 337, σ. 35).

81      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η πρώτη αιτίαση, που αντλείται από το ότι η επιδότηση επιτοκίου δεν παρέσχε πλεονέκτημα στους άμεσους δικαιούχους της ενισχύσεως, πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της δεύτερης αιτιάσεως, που αντλείται από το ότι η εγγύηση του Δημοσίου δεν παρέχει οικονομικό πλεονέκτημα στις ΕΑΣ και στους γεωργούς

82      Η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί ότι η εγγύηση του Δημοσίου παρέχει οικονομικό πλεονέκτημα στις ΕΑΣ και τους γεωργούς και συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Συναφώς, επικαλείται, καταρχάς, την ύπαρξη εμπράγματης ασφάλειας και, περαιτέρω, την ύπαρξη προμήθειας εγγυήσεως. Στο πλαίσιο αυτό, επικαλείται την ελληνική νομοθεσία η οποία υποχρεώνει τις οικονομικές υπηρεσίες να διασφαλίζουν και να εισπράττουν τις απαιτήσεις ή επιτρέπει στο Δημόσιο να ανακαλεί την εγγύηση. Τέλος, υποστηρίζει ότι οι διατάξεις της ανακοινώσεως για τις εγγυήσεις τηρήθηκαν.

83      Καταρχάς, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του ελληνικού νόμου περί συστάσεως ενεχύρου χωρίς παράδοση, συστάθηκε εμπράγματη ασφάλεια επί των δημητριακών αξίας ίσης προς το ποσό του δανείου και ότι η ασφάλεια αυτή επεκτεινόταν σε όλα τα προϊόντα που ο δανειολήπτης προμηθεύτηκε χάρη στο εν λόγω δάνειο καθώς και σε όλα τα εμπορεύματα που βρίσκονταν στην κατοχή του ή τελούσαν υπό τη διαχείρισή του.

84      Η Επιτροπή δικαίως θεωρεί ότι η ύπαρξη τέτοιας ασφάλειας δεν καθιστά νόμιμο το καθεστώς ενισχύσεων. Συγκεκριμένα, υπογραμμίζει στην αιτιολογική σκέψη 36 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι, αν οι ΕΑΣ δεν εξοφλήσουν τα δάνεια, επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δημοσίου να κρίνει αν θα κάνει χρήση των δικαιωμάτων που του παρέχει η εμπράγματη ασφάλεια.

85      Συναφώς, ατελέσφορα η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται τον νόμο 2322/1995, σχετικά με την παροχή εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου για τη χορήγηση δανείων, την υπουργική απόφαση αριθ. 2/487/0025/2006, για τη διαδικασία βεβαίωσης και διαγραφής οφειλών εγγυημένων από το Ελληνικό Δημόσιο, και την υπουργική απόφαση αριθ. 2/88675/0025/2008, για την παροχή εγγύησης στα επίμαχα δάνεια, για να υποστηρίξει ότι το Δημόσιο έχει την υποχρέωση –και όχι την επιλογή– να κάνει χρήση των δικαιωμάτων που του παρέχει η ασφάλεια σε περίπτωση μη εξοφλήσεως των δανείων. Όπως παρατηρεί η Επιτροπή, η υπουργική απόφαση αριθ. 2/88675/0025/2008 δεν αναφέρει στο αιτιολογικό της ή στις ουσιαστικές διατάξεις της ότι έχει εφαρμογή η υπουργική απόφαση αριθ. 2/487/0025/2006. Μόνον το άρθρο 3 της υπουργικής αποφάσεως αριθ. 2/88675/0025/2008 προβλέπει ότι οι τράπεζες που επιθυμούν να πληρωθούν από το Δημόσιο οφείλουν να υποβάλουν τα έγγραφα που προβλέπονται στην υπουργική απόφαση αριθ. 2/487/0025/2006. Ομοίως, η Ελληνική Δημοκρατία δεν προσδιόρισε επακριβώς τη διάταξη του νόμου 2322/1995 που επιβάλλει την αυτόματη ενεργοποίηση της εμπράγματης ασφάλειας εκ μέρους της Ελληνικής Δημοκρατίας.

86      Περαιτέρω, όσον αφορά την ύπαρξη προμήθειας, από τις αιτιολογικές σκέψεις 22 και 37 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, με την υπουργική απόφαση αριθ. 2/21304/0025/2010, οι συμβάσεις εμπράγματης ασφάλειας επί των δημητριακών υπέρ της Ελληνικής Δημοκρατίας καταργήθηκαν και αντικαταστάθηκαν από προμήθεια εγγυήσεως ποσοστού 2 % επί του ανεξόφλητου υπολοίπου του δανείου, από τις 30 Μαρτίου 2011.

87      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η ύπαρξη αυτής της προμήθειας που αντικατέστησε την εμπράγματη ασφάλεια επιβεβαιώνει ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια του δανείου, υπήρχε ανταμοιβή εκ μέρους του δανειολήπτη σε αντιστάθμιση της αναλήψεως του κινδύνου από την Ελληνική Δημοκρατία.

88      Ωστόσο, από το σημείο A της υπουργικής αποφάσεως αριθ. 2/21304/0025/2010 που μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 22 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι οι ΕΑΣ έχουν τη δυνατότητα και όχι την υποχρέωση να προβαίνουν σε ρύθμιση σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στο εν λόγω σημείο και ότι, ως εκ τούτου, η εφαρμογή της προμήθειας εγγυήσεως 2 % επί του ανεξόφλητου υπολοίπου του δανείου δεν είναι αυτόματη. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο από το οποίο να συνάγεται ότι η διαδικασία αυτή είναι αυτόματη.

89      Τέλος, από το σημείο 3.5 της ανακοινώσεως για τις εγγυήσεις προκύπτει ότι, για να μη θεωρηθεί μια εγγύηση χορηγούμενη στο πλαίσιο καθεστώτος εγγυήσεων υπέρ των ΜΜΕ ως συνιστώσα κρατική ενίσχυση, θα πρέπει το καθεστώς να εξασφαλίζει την αυτοχρηματοδότησή του και να πληρούνται πλείονες προϋποθέσεις που απαριθμούνται στο σημείο 3.4 της εν λόγω ανακοινώσεως. Ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή ότι δύο τουλάχιστον προϋποθέσεις, ήτοι η προϋπόθεση του αποκλεισμού των αντιμετωπιζόντων οικονομικές δυσχέρειες δανειοληπτών από το καθεστώς (σημείο 3.4, στοιχείο α΄, της ανακοινώσεως αυτής) και η προϋπόθεση της μη καλύψεως ποσοστού άνω του 80 % του ανεξόφλητου υπολοίπου κάθε δανείου (σημείο 3.4, στοιχείο γ΄, της ίδιας ανακοινώσεως), δεν συνέτρεχαν.

90      Όσον αφορά την προϋπόθεση του αποκλεισμού των αντιμετωπιζόντων οικονομικές δυσχέρειες δανειοληπτών από το καθεστώς, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν προέβαλε, με τα δικόγραφά της ή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, επιχείρημα ή αποδεικτικό στοιχείο προς κατάδειξη του ότι οι αντιμετωπίζοντες οικονομικές δυσχέρειες δανειολήπτες δεν μπορούσαν να επωφεληθούν του καθεστώτος εγγυήσεων. Συναφώς, ατελέσφορα η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η προϋπόθεση αυτή, που προβλέπεται στο σημείο 3.4, στοιχείο α΄, της ανακοινώσεως για τις εγγυήσεις, δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω επειδή το σημείο αυτό παραπέμπει στις κατευθυντήριες γραμμές για τις ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης προβληματικών επιχειρήσεων (ΕΕ 2004, C 244, σ. 2) και ότι η αξιολόγηση της βιωσιμότητας των ΕΑΣ δεν αποτελεί προϋπόθεση για τη χορήγηση της ενισχύσεως υπό την έννοια της ανακοινώσεως για τις εγγυήσεις. Πέραν του ότι η συλλογιστική της Ελληνικής Δημοκρατίας στερείται σαφήνειας ως προς το ζήτημα αυτό, διαπιστώνεται, αφενός, ότι η παραπομπή αυτή χρησιμεύει αποκλειστικά στον καθορισμό του πότε ο δανειολήπτης πρέπει να θεωρείται ότι αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες και, αφετέρου, ότι από την ανακοίνωση αυτή προκύπτει αδιαμφισβήτητα ότι οι αντιμετωπίζοντες οικονομικές δυσχέρειες δανειολήπτες δεν πρέπει να έχουν πρόσβαση στο καθεστώς των εγγυήσεων.

91      Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, ήτοι αυτή της μη καλύψεως ποσοστού άνω του 80 % του ανεξόφλητου υπολοίπου κάθε δανείου, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι το σημείο 3.6 της ανακοινώσεως για τις εγγυήσεις, σε συνδυασμό με το σημείο 3.2, στοιχείο γ΄, της εν λόγω ανακοινώσεως, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το όριο του 80 % του ανεξόφλητου υπολοίπου κάθε δανείου που καλύπτεται από την εγγύηση δεν ισχύει ανελαστικά και ότι επιτρέπεται η χορήγηση εγγυήσεων πέραν του ορίου του 80 % αν τούτο τεκμηριώνεται επαρκώς. Η προσφεύγουσα εκτιμά, εν προκειμένω, ότι εξέθεσε επαρκείς λόγους για τους οποίους της επιτρεπόταν να χορηγήσει εγγύηση καθ’ υπέρβαση του ανωτάτου ορίου του 80 %.

92      Πρέπει να υπομνησθεί ότι το σημείο 3.6 της ανακοινώσεως για τις εγγυήσεις προβλέπει ότι η μη τήρηση μιας από τις προϋποθέσεις των σημείων 3.2 έως 3.5 της εν λόγω ανακοινώσεως δεν σημαίνει ότι η εγγύηση ή το καθεστώς εγγυήσεων χαρακτηρίζονται αυτομάτως ως κρατική ενίσχυση, ούτε ότι, σε περίπτωση αμφιβολιών ως προς κατά πόσον μια σχεδιαζόμενη εγγύηση ή ένα σχεδιαζόμενο καθεστώς εγγυήσεων έχουν χαρακτήρα κρατικής ενισχύσεως, το σχέδιο πρέπει να κοινοποιείται στην Επιτροπή.

93      Το σημείο 3.2, στοιχείο γ΄, της ανακοινώσεως για τις εγγυήσεις, στο οποίο παραπέμπει το σημείο 3.4, στοιχείο γ΄, της εν λόγω ανακοινώσεως, αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι για να μη συνιστά κρατική ενίσχυση, η εγγύηση πρέπει να μην καλύπτει πλέον του 80 % του ανεξόφλητου υπολοίπου του δανείου. Το τελευταίο εδάφιο του εν λόγω σημείου 3.2, στοιχείο γ΄, της ανακοινώσεως αυτής προβλέπει, ωστόσο, τη δυνατότητα χορηγήσεως εγγυήσεως πέραν του ανωτάτου ορίου του 80 % του υπολοίπου του δανείου. Ορίζει ότι το κράτος μέλος που επιθυμεί να χορηγήσει τέτοια εγγύηση και ισχυρίζεται ότι η εγγύηση αυτή δεν συνιστά ενίσχυση οφείλει να τεκμηριώσει κατάλληλα τον ισχυρισμό του, παραδείγματος χάριν εκθέτοντας τον μηχανισμό της συνολικής συναλλαγής, και να την κοινοποιήσει στην Επιτροπή. Στην Επιτροπή εναπόκειται να εκτιμήσει αν τα στοιχεία που προσκομίζει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος επιτρέπουν να θεωρηθεί ότι η εγγύηση δεν συνιστά κρατική ενίσχυση.

94      Εν προκειμένω, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι ο σκοπός του εγγυημένου δανείου, δηλαδή η μερική πληρωμή των παραγωγών που είχαν παραδώσει τα δημητριακά τους σε τιμές χαμηλότερες από αυτές της αγοράς, δικαιολογούσε την υπέρβαση του ανωτάτου ορίου του 80 %. Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι, ακόμα και αν η εγγύηση κάλυπτε το 100 % του δανείου, αυτό δεν θα δημιουργούσε πλεονέκτημα για τους εν λόγω παραγωγούς, αλλά θα αποτελούσε γι’ αυτούς ένα στοιχειώδες εισόδημα που επιβάλλεται από τον προβλεπόμενο στο άρθρο 39, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ σκοπό της κοινής γεωργικής πολιτικής, ο οποίος συνίσταται στην εξασφάλιση δίκαιου βιοτικού επιπέδου στον γεωργικό πληθυσμό.

95      Ωστόσο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι, με τα υπομνησθέντα στη σκέψη 94 στοιχεία, η Ελληνική Δημοκρατία απέδειξε επαρκώς ότι η εκτίμηση της Επιτροπής σύμφωνα με την οποία το καθεστώς εγγυήσεων συνιστούσε κρατική ενίσχυση ήταν πεπλανημένη. Πράγματι, διαπιστώνεται ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν κοινοποίησε στην Επιτροπή το καθεστώς εγγυήσεων που υπερέβαινε το 80 %, ενώ η ανακοίνωση για τις εγγυήσεις προέβλεπε την κοινοποίηση αυτή. Επιπλέον, η Ελληνική Δημοκρατία δεν απέδειξε ότι οι παραγωγοί είχαν παραδώσει τα δημητριακά τους σε τιμές χαμηλότερες από αυτές της αγοράς. Εξάλλου, όπως υπογραμμίστηκε ανωτέρω στη σκέψη 73, χορηγώντας τα δάνεια, η Ελληνική Δημοκρατία αποσκοπούσε στην αύξηση του εισοδήματος των παραγωγών με την τεχνητή αύξηση της τιμής των δημητριακών που αυτοί πωλούσαν στις ΕΑΣ.

96      Επιπλέον, ο σκοπός της κοινής γεωργικής πολιτικής που συνίσταται στην εξασφάλιση δίκαιου βιοτικού επιπέδου στον γεωργικό πληθυσμό, τον οποίο επικαλείται η Ελληνική Δημοκρατία, δεν αναιρεί το συμπέρασμα ότι ο μηχανισμός της συνολικής συναλλαγής δεν συνιστά κρατική ενίσχυση. Τουλάχιστον, κανένα στοιχείο δεν επιτρέπει να συναχθεί ότι η διαπίστωση στην οποία προέβη η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 33 της προσβαλλομένης αποφάσεως, και σύμφωνα με την οποία δεν πληρούνταν η προϋπόθεση της μη υπερβάσεως του ανωτάτου ορίου του 80 %, είναι εσφαλμένη.

97      Εν κατακλείδι, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν προκειμένω, η εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κάλυπτε το 100 % του ανεξόφλητου υπολοίπου του δανείου, χορηγήθηκε δε και σε δανειολήπτες οι οποίοι αντιμετώπιζαν οικονομικές δυσχέρειες. Συναφώς, από τη νομολογία (βλ. ανωτέρω σκέψη 69) προκύπτει ότι οι συνήθεις συνθήκες της αγοράς χρησιμεύουν ως σημείο αναφοράς προς εκτίμηση του χαρακτηρισμού του καθεστώτος εγγυήσεων ως κρατικής ενισχύσεως. Εν προκειμένω, ευλόγως η Επιτροπή εκτίμησε ότι τα επίμαχα μέτρα δεν ανταποκρίνονταν στις συνήθεις συνθήκες της αγοράς.

98      Επομένως, η δεύτερη αιτίαση, που αντλείται από το ότι η εγγύηση του Δημοσίου δεν παρέχει οικονομικό πλεονέκτημα στις ΕΑΣ και στους γεωργούς, είναι απορριπτέα.

 Επί της τρίτης αιτιάσεως, που αντλείται από ανεπαρκή αιτιολογία και εσφαλμένη εκτίμηση σύμφωνα με την οποία η επιδότηση επιτοκίου και η εγγύηση του Δημοσίου παρέχουν επιλεκτικό οικονομικό πλεονέκτημα στους δικαιούχους

99      Η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί ότι η επιδότηση επιτοκίου και η εγγύηση του Δημοσίου παρείχαν επιλεκτικό πλεονέκτημα στις ΕΑΣ και τους παραγωγούς. Υπενθυμίζει ότι οι προκαταβολές που έλαβαν οι παραγωγοί ως ελάχιστο εισόδημα για τις ποσότητες δημητριακών που πώλησαν ή παρέδωσαν στις ΕΑΣ υπολογίστηκαν βάσει τιμών χαμηλότερων από εκείνες της αγοράς. Υπογραμμίζει ότι η Επιτροπή όφειλε να συγκρίνει τις ΕΑΣ που έλαβαν τα δάνεια με τους άλλους συνεταιρισμούς. Έπρεπε επίσης να προβεί σε σύγκριση της καταστάσεως των παραγωγών που είχαν παραδώσει ή πωλήσει τα δημητριακά στις ΕΑΣ με την κατάσταση των λοιπών ανταγωνιστών παραγωγών οι οποίοι δεν διέθεσαν τα προϊόντα τους μέσω των ΕΑΣ. Συνεπώς, η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως ως προς το ζήτημα αυτό.

100    Πρέπει εκ προοιμίου να τονιστεί ότι, στο πλαίσιο αυτής της αιτιάσεως, η Ελληνική Δημοκρατία προσάπτει κατ’ ουσίαν στην Επιτροπή, αφενός, ότι δεν αιτιολόγησε επαρκώς την προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά την ύπαρξη επιλεκτικού οικονομικού πλεονεκτήματος το οποίο παρείχαν η επιδότηση επιτοκίου και η εγγύηση του Δημοσίου και, αφετέρου, ότι υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη εκτιμήσεως καταλήγοντας στην ύπαρξη ενός τέτοιου πλεονεκτήματος. Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι τα επιχειρήματα που προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία αφορούν ουσιαστικά την ύπαρξη πλεονεκτήματος και μόνον εμμέσως αφορούν τον επιλεκτικό χαρακτήρα του μέτρου.

101    Καταρχάς, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη όσον αφορά το επιλεκτικό οικονομικό πλεονέκτημα που παρέχουν η επιδότηση επιτοκίου και η εγγύηση του Δημοσίου.

102    Κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι αυτό αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίμαχης πράξεως. Όπως υπομνήσθηκε ανωτέρω στη σκέψη 30, η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του περιεχομένου της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑88/03, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑7115, σκέψη 88, και της 30ής Απριλίου 2009, C‑494/06 P, Επιτροπή κατά Ιταλίας και Wam, Συλλογή 2009, σ. I‑3639, σκέψη 48).

103    Εφαρμοζόμενη στον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως ενισχύσεως, η αρχή αυτή επιβάλλει να δηλώνονται οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή εκτιμά ότι το επίμαχο μέτρο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (προμνησθείσες στη σκέψη 102 αποφάσεις Πορτογαλία κατά Επιτροπής, σκέψη 89, και Επιτροπή κατά Ιταλίας και Wam, σκέψη 49).

104    Εν προκειμένω, η αιτιολογική σκέψη 29 της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρει ότι η επιδότηση επιτοκίου αντιπροσωπεύει πλεονέκτημα τόσο για τις ΕΑΣ όσο και για τους γεωργούς, καθόσον το δάνειο ήταν άτοκο και καθιστούσε δυνατή την τεχνητή αύξηση της τιμής των δημητριακών που πωλούσαν οι γεωργοί στις ΕΑΣ. Αναφέρει επίσης ότι η προϋπόθεση της επιλεκτικότητας πληρούται, καθόσον οι ΕΑΣ και οι γεωργοί που αγόρασαν και παρήγαγαν δημητριακά στην Ελλάδα το 2008 είναι οι μόνοι δικαιούχοι της ενισχύσεως.

105    Ομοίως, από την αιτιολογική σκέψη 32 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Ελληνική Δημοκρατία χορήγησε στις ΕΑΣ εγγύηση για το άτοκο δάνειο της οποίας αυτές επωφελήθηκαν και ότι δεν απαίτησε την καταβολή της ενδεδειγμένης προμήθειας σε αντιστάθμιση του κινδύνου που ανέλαβε. Στην αιτιολογική σκέψη 33 της εν λόγω αποφάσεως υπογραμμίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι, με την εγγύηση αυτή, οι ΕΑΣ και, σε τελική ανάλυση, οι γεωργοί αντλούν διπλό όφελος: αφενός, δεν υποχρεούνται να καταβάλουν την ενδεδειγμένη προμήθεια την οποία θα όφειλαν να καταβάλουν για την κάλυψη του κινδύνου που ανέλαβε η Ελληνική Δημοκρατία και, αφετέρου, η εγγύηση του Δημοσίου τούς επιτρέπει να λάβουν δάνειο με ευνοϊκότερους όρους χρηματοδοτήσεως από εκείνους που συνήθως ισχύουν στην αγορά. Συναφώς, η αιτιολογική σκέψη 33 της αποφάσεως αυτής διευκρινίζει επίσης ότι η εγγύηση της Ελληνικής Δημοκρατίας υπερέβαινε το 80 % του ανεξόφλητου υπολοίπου των δανείων που χορηγήθηκαν στις ΕΑΣ και τους παραγωγούς και ότι το επίμαχο καθεστώς δεν απέκλειε τους δανειολήπτες που αντιμετώπιζαν οικονομικές δυσχέρειες. Όσον αφορά την προϋπόθεση της επιλεκτικότητας της ενισχύσεως, η αιτιολογική σκέψη 34 της ίδιας αποφάσεως υπογραμμίζει ότι η προϋπόθεση αυτή πληρούται, καθόσον οι ΕΑΣ και οι γεωργοί που αγόρασαν και παρήγαγαν δημητριακά στην Ελλάδα το 2008 είναι οι μόνοι δικαιούχοι της ενισχύσεως, παραπέμπει δε συναφώς στην αιτιολογική σκέψη 29 της επίδικης αποφάσεως.

106    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η αιτιολογία σχετικά με το επιλεκτικό οικονομικό πλεονέκτημα που παρείχαν η επιδότηση επιτοκίου και η εγγύηση του Δημοσίου είναι επαρκής και ανταποκρίνεται στην απαίτηση του άρθρου 296 ΣΛΕΕ.

107    Κανένα από τα επιχειρήματα περί ανεπαρκούς αιτιολογήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

108    Καταρχάς, ατελέσφορα η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή δεν προσδιόρισε με την προσβαλλόμενη απόφαση την έκταση και τη σημασία των εμπραγμάτων ασφαλειών και της προμήθειας εγγυήσεως 2 % επί του ανεξόφλητου υπολοίπου του δανείου υπέρ του Δημοσίου σε αντιστάθμιση της εγγυήσεως την οποία παρέσχε για το άτοκο δάνειο.

109    Πράγματι, όσον αφορά την εμπράγματη ασφάλεια, η Επιτροπή παρατήρησε, στην αιτιολογική σκέψη 36 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Ελληνική Δημοκρατία μπορούσε να αποφασίσει αν θα έκανε ή όχι χρήση των δικαιωμάτων που συνδέονται με την εν λόγω ασφάλεια και ότι η σύμβαση συστάσεως εμπράγματης ασφάλειας δεν διασφάλιζε το πλήρες ποσό του δανείου. Πράττοντας αυτό, η Επιτροπή αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμο τους λόγους για τους οποίους εκτιμούσε ότι η ύπαρξη της εμπράγματης ασφάλειας δεν ασκούσε επιρροή επί του χαρακτηρισμού της εγγυήσεως του Δημοσίου ως κρατικής ενισχύσεως.

110    Περαιτέρω, η Ελληνική Δημοκρατία αβασίμως υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη για τον λόγον ότι έπρεπε να περιέχει σύγκριση της οικονομικής καταστάσεως των ΕΑΣ και των παραγωγών που πώλησαν ή παρήγαγαν δημητριακά με εκείνη των ανταγωνιστριών επιχειρήσεων. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, εφόσον η Επιτροπή έχει εκθέσει τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι το επίμαχο μέτρο ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, δεν είναι υποχρεωμένη να προβεί σε οικονομική ανάλυση της πραγματικής καταστάσεως των οικείων αγορών, του μεριδίου αγοράς των επιχειρήσεων που είναι δικαιούχοι των ενισχύσεων, της θέσεως των ανταγωνιστριών επιχειρήσεων και των εμπορικών ρευμάτων μεταξύ κρατών μελών (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 2002, T‑152/99, HAMSA κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑3049, σκέψη 225· της 8ης Ιουλίου 2004, T‑198/01, Technische Glaswerke Ilmenau κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2717, σκέψη 215, και της 15ης Ιουνίου 2010, T‑177/07, Mediaset κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑2341, σκέψη 145).

111    Τέλος, είναι αλυσιτελές το επιχείρημα ότι η απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη επειδή δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη της το ότι η τελική οικονομική ωφέλεια κάθε παραγωγού ήταν πολύ μικρή. Αφενός, από το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη περιπτώσεις στις οποίες η ωφέλεια ήταν ενδεχομένως πολύ μικρή. Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι οι ενισχύσεις υπό μορφή δανείου με εγγύηση του Δημοσίου και επιδότηση επιτοκίου δεν συνιστούσαν ενίσχυση αν, κατά τον χρόνο της χορηγήσεώς τους, πληρούσαν τις προϋποθέσεις της ενισχύσεως de minimis. Αφετέρου, κατά πάγια νομολογία, το σχετικά χαμηλό ύψος μιας ενισχύσεως ή το σχετικά μέτριο μέγεθος της επιχειρήσεως που λαμβάνει την ενίσχυση δεν αποκλείουν a priori τη δυνατότητα επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 21ης Μαρτίου 1990, C‑142/87, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I‑959, σκέψη 43· της 14ης Σεπτεμβρίου 1994, C‑278/92 έως C‑280/92, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I‑4103, σκέψη 42, και προμνησθείσα στη σκέψη 69 απόφαση Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, σκέψη 81). Οι σχετικά μικρές ενισχύσεις είναι ικανές να επηρεάσουν τον ανταγωνισμό και το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο στην περίπτωση που στον τομέα στον οποίο δραστηριοποιούνται οι επιχειρήσεις που τις λαμβάνουν επικρατεί έντονος ανταγωνισμός (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 1987, 259/85, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 4393, σκέψη 24, και της 26ης Σεπτεμβρίου 2002, C-351/98, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. Ι-8031, σκέψη 63). Από τη νομολογία γίνεται δεκτό ότι στον τομέα της γεωργίας υπάρχει έντονος ανταγωνισμός μεταξύ των παραγωγών των κρατών μελών των οποίων τα προϊόντα αποτελούν αντικείμενο ενδοκοινοτικού εμπορίου (απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Σεπτεμβρίου 2002, C‑114/00, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑7657, σκέψη 47· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Σεπτεμβρίου 2012, T‑379/09, Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 58· βλ, επίσης, υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 2004, C‑73/03, Ισπανία κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 29). Συνεπώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή, επισημαίνοντας στην αιτιολογική σκέψη 30 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι στον τομέα των δημητριακών υπάρχει σημαντικό ενδοκοινοτικό εμπόριο, έλαβε υπόψη της το γεγονός ότι η τελική ωφέλεια κάθε παραγωγού ήταν ενδεχομένως μικρή. Ως εκ τούτου, η απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη ως προς το θέμα αυτό.

112    Δεύτερον, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η εκτίμηση της Επιτροπής ως προς την ύπαρξη επιλεκτικού οικονομικού πλεονεκτήματος είναι ως προς πολλά σημεία της πεπλανημένη.

113    Καταρχάς, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι οι τιμές των δημητριακών που πωλήθηκαν ή παραδόθηκαν στις ΕΑΣ ήταν στην πραγματικότητα χαμηλότερες από εκείνες της αγοράς, οπότε η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη χαρακτηρίζοντας τα επίμαχα μέτρα ως κρατική ενίσχυση.

114    Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Πράγματι, όπως προκύπτει από τα διαλαμβανόμενα στις ανωτέρω σκέψεις 75 και 77, η Ελληνική Δημοκρατία αναγνωρίζει ότι ορισμένοι παραγωγοί πώλησαν τα δημητριακά σε τιμές ίσες, υψηλότερες ή χαμηλότερες από τις καθορισθείσες με την υπουργική απόφαση αριθ. 8264/9 του Δεκεμβρίου 2008 και, συνεπώς, επιβεβαιώνει εμμέσως ότι η τιμή πωλήσεως ανά κιλό δημητριακών δεν αντιστοιχούσε αναγκαστικά στο ποσό της επιδοτήσεως ανά κιλό δημητριακών που αναφερόταν στην εν λόγω υπουργική απόφαση. Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία δήλωσε ότι τα ληφθέντα μέτρα ήταν αναγκαία προκειμένου να αποφευχθεί η πτώση των τιμών εξαιτίας της πλεονάζουσας παραγωγής δημητριακών στη χώρα. Πράγματι, με επιστολή της 9ης Φεβρουαρίου 2010, οι ελληνικές αρχές δήλωσαν ότι αν κατά τη διάρκεια του χειμώνα του 2008 οι συνεταιρισμοί είχαν πωλήσει τα δημητριακά που είχαν συγκεντρώσει, οι τιμές των δημητριακών θα είχαν σημειώσει σημαντική πτώση και οι παραγωγοί θα είχαν, συνεπώς, υποστεί σημαντικές απώλειες. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, χάρη στον μηχανισμό άτοκου δανείου με εγγύηση του Δημοσίου, οι παραγωγοί μπόρεσαν, παρά την κατάσταση πλεονάζουσας παραγωγής, να πωλήσουν το απόθεμά τους δημητριακών στις ΕΑΣ, και μάλιστα σε τιμή την οποία δεν θα είχαν επιτύχει αν δεν είχε χορηγηθεί δάνειο στις εν λόγω ΕΑΣ.

115    Περαιτέρω, η ύπαρξη εμπράγματης ασφάλειας την οποία επικαλείται η Ελληνική Δημοκρατία δεν συνεπάγεται ότι η εγγύηση που χορηγήθηκε από την Ελληνική Δημοκρατία δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση. Πράγματι, όπως παρατηρήθηκε ανωτέρω στις σκέψεις 84 και 85, η Ελληνική Δημοκρατία διέθετε διακριτική ευχέρεια προκειμένου να εκτιμήσει αν θα έκανε χρήση των δικαιωμάτων που της παρείχε η εμπράγματη ασφάλεια.

116    Τέλος, για τους λόγους που εκτέθηκαν ανωτέρω στις σκέψεις 86 έως 88, η ύπαρξη προμήθειας εγγυήσεως 2 % επί του ανεξόφλητου υπολοίπου του δανείου υπέρ του Δημοσίου σε αντιστάθμιση της εγγυήσεως που χορήγησε για το άτοκο δάνειο δεν ασκεί επιρροή ως προς τον χαρακτηρισμό της εγγυήσεως που χορήγησε η Ελληνική Δημοκρατία ως κρατικής ενισχύσεως.

117    Δικαίως η Επιτροπή εκτίμησε ότι η επιδότηση επιτοκίου και η εγγύηση της Ελληνικής Δημοκρατίας παρείχαν επιλεκτικό οικονομικό πλεονέκτημα στις ΕΑΣ και στους παραγωγούς.

118    Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί η τρίτη αιτίαση, η οποία αντλείται από ανεπαρκή αιτιολογία και εσφαλμένη εκτίμηση σύμφωνα με την οποία τα επίμαχα μέτρα παρέχουν επιλεκτικό οικονομικό πλεονέκτημα στους δικαιούχους.

 Επί της τέταρτης αιτιάσεως, που αντλείται από ανεπαρκή αιτιολογία και εσφαλμένη εκτίμηση σύμφωνα με την οποία τα επίμαχα μέτρα απείλησαν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο

119    Στο πλαίσιο της τέταρτης αιτιάσεως, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, πρώτον, ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι αόριστη, καθόσον αφήνει αμφιβολίες ως προς τα δεδομένα βάσει των οποίων η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα επίμαχα μέτρα απείλησαν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο. Δεύτερον, υποστηρίζει ότι η εκτίμηση της Επιτροπής όσον αφορά τη στρέβλωση του ανταγωνισμού και τον επηρεασμό του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου είναι εσφαλμένη.

120    Πρέπει εκ προοιμίου να υπογραμμιστεί ότι τα προβαλλόμενα επιχειρήματα αφορούν σχεδόν αποκλειστικά την παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, μόνον δε πολύ περιθωριακά την αιτίαση περί εσφαλμένης εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών.

121    Πρώτον, στη σκέψη 103 ανωτέρω υπομνήσθηκε ότι, εφαρμοζόμενη στον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως ενισχύσεως, η υποχρέωση αιτιολογήσεως απαιτεί να εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή θεωρεί ότι το εν λόγω μέτρο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Συναφώς, ακόμα και στις περιπτώσεις εκείνες όπου, από τις περιστάσεις υπό τις οποίες χορηγήθηκε η ενίσχυση, προκύπτει ότι αυτή είναι ικανή να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο και να στρεβλώσει ή να απειλήσει με στρέβλωση τον ανταγωνισμό, η Επιτροπή οφείλει τουλάχιστον να αναφερθεί στις περιστάσεις αυτές με την αιτιολογία της αποφάσεώς της (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσες στη σκέψη 102 αποφάσεις Πορτογαλία κατά Επιτροπής, σκέψη 89, και Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 49).

122    Στο πλαίσιο αυτό, διευκρινίζεται ότι, επίσης κατά πάγια νομολογία, για τον χαρακτηρισμό ενός εθνικού μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως, δεν απαιτείται να διαπιστωθεί ότι οι ενισχύσεις αυτές έχουν πραγματικές επιπτώσεις στο μεταξύ κρατών μελών εμπόριο και στρεβλώνουν όντως τον ανταγωνισμό, αλλά απλώς να εξεταστεί κατά πόσον οι ενισχύσεις δύνανται να επηρεάσουν το εν λόγω εμπόριο και να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιανουαρίου 2006, C‑222/04, Cassa di Risparmio di Firenze κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. I‑289, σκέψη 140 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

123    Όσον αφορά, ειδικότερα, την προϋπόθεση του επηρεασμού του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, όταν μια ενίσχυση χορηγούμενη από κράτος μέλος ενισχύει τη θέση μιας επιχειρήσεως στο ενδοκοινοτικό εμπόριο σε σχέση με άλλες ανταγωνίστριες επιχειρήσεις, πρέπει να θεωρείται ότι το εμπόριο αυτό επηρεάζεται από την ενίσχυση (βλ. προμνησθείσα στη σκέψη 122 απόφαση Cassa di Risparmio di Firenze κ.λπ., σκέψη 141 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

124    Συναφώς, στην περίπτωση που ένας τομέας της οικονομίας έχει ελευθερωθεί σε κοινοτικό επίπεδο, μπορεί να γίνει λόγος για πραγματικές ή δυνητικές επιπτώσεις των ενισχύσεων επί του ανταγωνισμού καθώς και για συνέπειές τους στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών (προμνησθείσα στη σκέψη 122 απόφαση Cassa di Risparmio di Firenze κ.λπ., σκέψη 142).

125    Όσον αφορά την προϋπόθεση της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού, υπενθυμίζεται ότι οι ενισχύσεις που αποσκοπούν στο να απαλλάξουν μια επιχείρηση από έξοδα που θα έπρεπε κανονικά να επωμιστεί η ίδια, στο πλαίσιο της τρέχουσας διαχειρίσεώς της ή των συνήθων δραστηριοτήτων της, νοθεύουν καταρχήν τους όρους του ανταγωνισμού (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, C-156/98, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑6857, σκέψη 30, και της 3ης Μαρτίου 2005, C‑172/03, Heiser, Συλλογή 2005, σ. I‑1627, σκέψη 55).

126    Εν προκειμένω, η Επιτροπή αναφέρει σαφώς τα κριτήρια στα οποία ένα μέτρο πρέπει να ανταποκρίνεται ώστε να συνιστά κρατική ενίσχυση και τα εφαρμόζει στην υπό κρίση περίπτωση (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 29 έως 31 και 32 έως 35 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

127    Όσον αφορά την αιτιολογία σχετικά με τη στρέβλωση του ανταγωνισμού και τα αποτελέσματα της ενισχύσεως στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, διαπιστώνεται ότι οι αιτιολογικές σκέψεις 30 και 35 της προσβαλλομένης αποφάσεως εκθέτουν, αφενός, ότι το γεγονός και μόνον ότι ενισχύεται η ανταγωνιστική θέση μιας επιχειρήσεως σε σχέση με τη θέση άλλων επιχειρήσεων με την παροχή οικονομικού πλεονεκτήματος το οποίο η επιχείρηση αυτή δεν θα είχε αποκομίσει υπό τις κανονικές συνθήκες ασκήσεως της δραστηριότητάς της νοθεύει τον ανταγωνισμό και, αφετέρου, ότι η ενίσχυση που χορηγείται σε επιχείρηση δραστηριοποιούμενη σε αγορά ανοικτή στο ενδοκοινοτικό εμπόριο είναι ικανή να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο. Διευκρινίζουν ότι στον τομέα των δημητριακών υπάρχει σημαντικό ενδοκοινοτικό εμπόριο και ότι το καθεστώς της επιδοτήσεως επιτοκίου και το καθεστώς της εγγυήσεως του Δημοσίου είναι, συνεπώς, ικανά να επηρεάσουν το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο.

128    Επομένως, η Επιτροπή αιτιολόγησε δεόντως την άποψή της ότι οι επίμαχες ενισχύσεις επηρέαζαν το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο και νόθευαν ή απειλούσαν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό.

129    Κανένα από τα επιχειρήματα που προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία δεν είναι ικανό να ανατρέψει την ως άνω διαπίστωση.

130    Καταρχάς, το επιχείρημα κατά το οποίο από την αιτιολογία έπρεπε να προκύπτει ότι η Επιτροπή εξέτασε τα συγκεκριμένα δεδομένα όπως η τιμή που ίσχυε στην αγορά σε σχέση με την τιμή πωλήσεως των δημητριακών από τους παραγωγούς προς τις ΕΑΣ είναι απορριπτέο. Στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται ρητώς ότι η Ελληνική Δημοκρατία, χορηγώντας τα δάνεια, αποσκοπούσε στην αύξηση του εισοδήματος των γεωργών με την τεχνητή αύξηση της τιμής των δημητριακών που πωλούσαν οι παραγωγοί στις ΕΑΣ και ότι, δεδομένου ότι στον τομέα των δημητριακών υπάρχει σημαντικό ενδοκοινοτικό εμπόριο, το παρόν καθεστώς ήταν συνεπώς ικανό να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο.

131    Περαιτέρω, αντίθετα προς τα υποστηριζόμενα από την Ελληνική Δημοκρατία, η αιτιολογία όσον αφορά τις ενισχύσεις υπό μορφή εγγυήσεως είναι επαρκής, καθόσον οι όροι με τους οποίους χορηγήθηκαν εκτίθενται λεπτομερώς στις αιτιολογικές σκέψεις 16 έως 22 της προσβαλλομένης αποφάσεως και αναλύονται στις αιτιολογικές σκέψεις 32 έως 41 της εν λόγω αποφάσεως. Αν η επιχειρηματολογία της Ελληνικής Δημοκρατίας εκληφθεί υπό την έννοια ότι η Επιτροπή όφειλε να υπολογίσει το ποσό της ενισχύσεως κατ’ εφαρμογήν του σημείου 2.1 της ανακοινώσεως για τις εγγυήσεις, η επιχειρηματολογία αυτή δεν είναι λυσιτελής. Το εν λόγω σημείο ορίζει απλώς ότι η εκτίμηση του κατά πόσο μία εγγύηση συνιστά κρατική ενίσχυση και, σε περίπτωση που συνιστά, ο προσδιορισμός του ποσού της πρέπει να γίνονται κατά τον χρόνο κατά τον οποίο παρέχεται η εγγύηση, πλην όμως αυτό δεν σημαίνει ότι, προς εκπλήρωση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, η Επιτροπή όφειλε να προβεί στον εν λόγω υπολογισμό.

132    Εξάλλου, απορριπτέο είναι και το επιχείρημα ότι από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή εξέτασε την ένταση του ανταγωνισμού στην αγορά στην οποία δραστηριοποιούνται οι παραγωγοί. Όπως επιβεβαιώθηκε με τη νομολογία που παρατίθεται ανωτέρω στη σκέψη 111, υπάρχει στον γεωργικό τομέα έντονος ανταγωνισμός μεταξύ των παραγωγών των κρατών μελών των οποίων τα προϊόντα αποτελούν αντικείμενο ενδοκοινοτικών συναλλαγών. Ως εκ τούτου, όπως υπομνήσθηκε ανωτέρω στη σκέψη 127, η Επιτροπή αιτιολόγησε επαρκώς την απόφασή της υπογραμμίζοντας ότι στον τομέα των δημητριακών υπάρχει σημαντικό ενδοκοινοτικό εμπόριο.

133    Εξάλλου, είναι αλυσιτελές το επιχείρημα ότι η απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη εξαιτίας του ότι δεν περιέχει στοιχεία που να βεβαιώνουν ότι η Επιτροπή εξέτασε το γεγονός ότι η τελική ωφέλεια για κάθε παραγωγό ήταν μικρή. Πράγματι, όπως υπομνήσθηκε ανωτέρω στη σκέψη 111, το σχετικά χαμηλό ύψος μιας ενισχύσεως ή το σχετικά μέτριο μέγεθος της επιχειρήσεως που λαμβάνει την ενίσχυση δεν αποκλείουν a priori τη δυνατότητα επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών (προμνησθείσες στη σκέψη 111 αποφάσεις της 21ης Μαρτίου 1990, Βέλγιο κατά Επιτροπής, σκέψη 43, και της 14ης Σεπτεμβρίου 1994, Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 42, και προμνησθείσα στη σκέψη 69 απόφαση Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, σκέψη 81). Άλλα στοιχεία μπορούν όντως να ασκούν καθοριστική επιρροή για την εκτίμηση του αποτελέσματος μιας ενισχύσεως, και ιδίως ο σωρευτικός χαρακτήρας της ενισχύσεως καθώς και το γεγονός ότι οι αποδέκτριες επιχειρήσεις δρουν σε τομέα ιδιαιτέρως εκτεθειμένο στον ανταγωνισμό (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 2004, C‑278/00, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑3997, σκέψεις 69 και 70 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και προμνησθείσα στη σκέψη 111 απόφαση Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψεις 57 και 58). Έτσι, μια σχετικά χαμηλού ύψους κρατική ενίσχυση μπορεί κάλλιστα να είναι ικανή να επηρεάσει τον ανταγωνισμό και το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών όταν, στον τομέα στον οποίο δραστηριοποιούνται οι επιχειρήσεις που τη λαμβάνουν, επικρατεί έντονος ανταγωνισμός. Όπως υπομνήσθηκε ανωτέρω στις σκέψεις 111, 127 και 132, η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει ουσιαστικά ότι στον τομέα των δημητριακών υπάρχει έντονος ανταγωνισμός.

134    Τέλος, αντίθετα προς τα υποστηριζόμενα από την Ελληνική Δημοκρατία, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη, προκειμένου να ανταποκριθεί στην υποχρέωση αιτιολογήσεως, να προβεί σε συγκεκριμένη σύγκριση μεταξύ της καταστάσεως των ΕΑΣ και των παραγωγών που έλαβαν ενισχύσεις και της καταστάσεως των ΕΑΣ και των παραγωγών που δεν έλαβαν. Πράγματι, όπως υπομνήσθηκε ανωτέρω στη σκέψη 110, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να προβαίνει σε οικονομική ανάλυση της πραγματικής καταστάσεως των οικείων αγορών, του μεριδίου αγοράς των επιχειρήσεων που λαμβάνουν τις ενισχύσεις, της θέσεως των ανταγωνιστριών επιχειρήσεων και των εμπορικών ρευμάτων μεταξύ κρατών μελών (βλ., συναφώς, προμνησθείσες στη σκέψη 110 αποφάσεις HAMSA κατά Επιτροπής, σκέψη 225, Technische Glaswerke Ilmenau κατά Επιτροπής, σκέψη 215, και Mediaset κατά Επιτροπής, σκέψη 145).

135    Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι, λαμβανομένου υπόψη ότι οι τιμές πωλήσεως των δημητριακών στις ΕΑΣ ήταν χαμηλότερες από τις τιμές του εμπορίου ή της αγοράς, τα επίμαχα μέτρα ενισχύσεως δεν ήταν ικανά να έχουν ουσιαστικές επιπτώσεις στον ανταγωνισμό και να επηρεάσουν το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο.

136    Για τους λόγους που εκτίθενται ανωτέρω στις σκέψεις 73 έως 77, το επιχείρημα αυτό είναι απορριπτέο.

137    Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί η τέταρτη αιτίαση, σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή, κρίνοντας ότι τα επίμαχα μέτρα απείλησαν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο, παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως και προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών.

138    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως, που αντλούνται από εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και παράβαση ουσιώδους τύπου, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ, πλάνη εκτιμήσεως και ανεπαρκή αιτιολόγηση της προσβαλλομένης αποφάσεως

139    Στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι συνέτρεχαν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ και ότι οι επίμαχες ενισχύσεις ήταν, συνεπώς, συμβατές με την εσωτερική αγορά. Προς στήριξη αυτού του λόγου ακυρώσεως, προβάλλει κατ’ ουσίαν δύο αιτιάσεις, εκ των οποίων η μεν πρώτη αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, η δε δεύτερη αντλείται από εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ και στηρίζεται στο ότι συνέτρεχαν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με το προσωρινό κοινοτικό πλαίσιο για τη λήψη μέτρων κρατικής ενίσχυσης με σκοπό να στηριχθεί η πρόσβαση στη χρηματοδότηση κατά τη διάρκεια της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης (ΕΕ 2009, C 16, σ. 1, στο εξής: ΠΚΠ).

140    Πρέπει εκ προοιμίου να υπομνησθεί ότι το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ προβλέπει ότι οι ενισχύσεις για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους δύνανται να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά.

141    Στο πλαίσιο της πρώτης αιτιάσεως, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως καθόσον δεν εξέτασε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, το επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο τα χορηγηθέντα μέτρα δικαιολογούνταν βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ. Υπογραμμίζει συναφώς ότι η περιεχόμενη στην αιτιολογική σκέψη 43 της προσβαλλομένης αποφάσεως ανάλυση της συμβατότητας των ενισχύσεων με τις εξαιρέσεις του άρθρου 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ δεν περιέχει καμία σχετική αιτιολογία. Εξάλλου, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η Επιτροπή δεν εξέθεσε επαρκώς τους λόγους για τους οποίους θεωρούσε ότι το ΠΚΠ δεν είχε εν προκειμένω εφαρμογή.

142    Τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να γίνουν δεκτά. Πράγματι, από τις αιτιολογικές σκέψεις 53 έως 56 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή εξέτασε το κατά πόσον, λόγω της οικονομικής κρίσεως, η σοβαρότητα της οποίας αναγνωρίστηκε το 2009, οι ενισχύσεις ήταν συμβατές με την εσωτερική αγορά. Συγκεκριμένα, στην αιτιολογική σκέψη 53 της εν λόγω αποφάσεως αναφέρεται ότι, το 2009, η Επιτροπή ενέκρινε το ΠΚΠ, που καθορίζει τα κριτήρια τα οποία αυτή εφαρμόζει προς εκτίμηση του συμβατού των κρατικών ενισχύσεων για την προώθηση της προσβάσεως στη χρηματοδότηση σε περίοδο οικονομικής κρίσεως, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ. Η αιτιολογική σκέψη 55 της αποφάσεως αυτής αναφέρει ότι το ΠΚΠ προέβλεψε ότι οι επιχειρήσεις που ειδικεύονται στην πρωτογενή γεωργική παραγωγή δεν μπορούσαν να υπαχθούν προσωρινώς σε καθεστώς ενισχύσεων θεωρούμενο ως συμβατό με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ και ότι η δυνατότητα αυτή προβλέφθηκε μόνον από τις 31 Οκτωβρίου 2009 και εντεύθεν, ήτοι από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος της ανακοινώσεως της Επιτροπής για την τροποποίηση του προσωρινού κοινοτικού πλαισίου για τη λήψη μέτρων κρατικής ενίσχυσης, με σκοπό να στηριχθεί η πρόσβαση στη χρηματοδότηση στη διάρκεια της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης (ΕΕ 2009, C 261, σ. 2). Η Επιτροπή υπογράμμισε ότι τα καθεστώτα κρατικών ενισχύσεων στον τομέα της πρωτογενούς γεωργικής παραγωγής που είχαν εγκριθεί πριν από την ημερομηνία αυτή δεν καλύπτονταν από το ΠΚΠ, παραπέμποντας έτσι σιωπηρώς αλλά ασφαλώς στα στοιχεία του ΠΚΠ που περιέγραφαν τις οικονομικές περιστάσεις κατά τον χρόνο εκείνο και, ειδικότερα, τους λόγους για τους οποίους οι επιχειρήσεις που ειδικεύονταν στην πρωτογενή γεωργική παραγωγή δεν μπορούσαν να επωφεληθούν της δυνατότητας να υπαχθούν προσωρινώς σε καθεστώς ενισχύσεων θεωρούμενο ως συμβατό με την εσωτερικό αγορά βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι επίμαχες ενισχύσεις χορηγήθηκαν το 2008, ήτοι πριν από τις 31 Οκτωβρίου 2009, και έκρινε ότι οι παραγωγοί δεν μπορούσαν να επωφεληθούν της δυνατότητας που προβλέπει το ΠΚΠ. Περαιτέρω, στην αιτιολογική σκέψη 56 της ίδιας αποφάσεως, η Επιτροπή επισημαίνει ότι τα επίμαχα μέτρα δεν πληρούσαν την προϋπόθεση του προσωρινού πλαισίου σύμφωνα με την οποία, για να θεωρηθεί μια ενίσχυση συμβατή, πρέπει να εφαρμόζεται σε ολόκληρο τον γεωργικό τομέα και όχι σε ένα συγκεκριμένο προϊόν, όπως εν προκειμένω τα δημητριακά.

143    Πράττοντας κατά τον τρόπο αυτόν, η Επιτροπή εξέθεσε επαρκώς κατά νόμο τους λόγους για τους οποίους απέρριψε τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας σύμφωνα με τα οποία, αφενός, η οικονομία στην Ελλάδα είχε σοβαρά διαταραχθεί κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ κατά τον χρόνο χορηγήσεως των ενισχύσεων και, αφετέρου, συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ΠΚΠ στην προκειμένη περίπτωση.

144    Στο πλαίσιο της δεύτερης αιτιάσεως, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή έκανε κακή χρήση της εξουσίας εκτιμήσεως που έχει στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ, ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της διατάξεως αυτής λαμβανομένων υπόψη των σοβαρών διαταραχών της ελληνικής οικονομίας και ότι, ως εκ τούτου, η επιδότηση επιτοκίου και η εγγύηση του Δημοσίου συμβιβάζονταν με την εσωτερική αγορά. Η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να εξαρτήσει την εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως από την έναρξη της ισχύος του ΠΚΠ. Εξάλλου, υποστηρίζει ότι, αντίθετα προς τα υποστηριζόμενα από την Επιτροπή, οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ΠΚΠ συνέτρεχαν από την έναρξη της ισχύος του και ότι το ΠΚΠ έπρεπε να εφαρμοστεί και στις περιπτώσεις που αφορούσαν γεωργούς δραστηριοποιούμενους στην πρωτογενή γεωργική παραγωγή.

145    Πρώτον, πρέπει να εξεταστεί η έκταση της εξουσίας εκτιμήσεως που έχει η Επιτροπή στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ.

146    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, εφόσον πρόκειται για παρέκκλιση από τη γενική αρχή του ασυμβίβαστου των κρατικών ενισχύσεων με την εσωτερική αγορά, την οποία θέτει το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνεύεται στενά (βλ., υπό το πνεύμα αυτό και κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, C‑301/96, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑9919, σκέψη 66).

147    Το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ αναφέρει ότι η Επιτροπή «δύναται» να θεωρήσει συμβατές με την εσωτερική αγορά τις ενισχύσεις για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους. Η Επιτροπή έχει την ευχέρεια και όχι την υποχρέωση να χορηγήσει παρέκκλιση από την απαγόρευση των κρατικών ενισχύσεων την οποία προβλέπει το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Διαθέτει συνεπώς ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως ώστε να καθορίσει αν τα κράτη μέλη δύνανται να θεσπίσουν μέτρα ικανά να άρουν σοβαρή διαταραχή της οικονομίας τους και μπορεί, στο πλαίσιο αυτής της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως, να θεσπίσει συναφή κριτήρια. Ως εκ τούτου, το ζήτημα κατά πόσον τα κριτήρια που θεσπίζει ώστε να καταστήσει δυνατή τη χορήγηση ενισχύσεων για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας είναι δικαιολογημένα συνεπάγεται σύνθετες εκτιμήσεις οικονομικής και κοινωνικής φύσεως που πρέπει να γίνονται μέσα σε κοινοτικό πλαίσιο και οι οποίες εμπίπτουν στην άσκηση της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως την οποία έχει η Επιτροπή στο πλαίσιο του άρθρου 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσα στη σκέψη 34 απόφαση της 21ης Μαρτίου 1991, Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 34· προμνησθείσα στη σκέψη 31 απόφαση TWD κατά Επιτροπής, σκέψη 26, και προμνησθείσα στη σκέψη 125 απόφαση Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψη 67). Ο ασκούμενος από τον δικαστή έλεγχος πρέπει να περιορίζεται συναφώς στην εξακρίβωση της τηρήσεως των κανόνων διαδικασίας και αιτιολογήσεως, του υποστατού των πραγματικών περιστατικών, καθώς και της απουσίας πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και καταχρήσεως εξουσίας. Ειδικότερα, δεν εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης να υποκαταστήσει την Επιτροπή στην οικονομική εκτίμησή της (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Δεκεμβρίου 1996, T‑380/94, AIUFFASS και AKT κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑2169, σκέψη 56, και της 5ης Νοεμβρίου 1997, T‑149/95, Ducros κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II‑2031, σκέψη 63).

148    Δεύτερον, πρέπει να καθοριστεί αν η Επιτροπή έκανε προδήλως εσφαλμένη χρήση της εξουσίας εκτιμήσεως που έχει όσον αφορά την εξέταση των προϋποθέσεων του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ. Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι συντρέχει τέτοια περίπτωση. Καταρχάς, εκτιμά ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να εξαρτήσει την εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως από την έναρξη της ισχύος του ΠΚΠ. Περαιτέρω, υποστηρίζει ότι οι προϋποθέσεις του ΠΚΠ πληρούνταν κατά τη θέσπιση των μέτρων ενισχύσεως λόγω της σοβαρότατης διαταραχής της ελληνικής οικονομίας που έπληττε προδήλως το σύνολο της οικονομίας. Τέλος, υποστηρίζει ότι η ενίσχυση ήταν συμβατή με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ και μόνον.

149    Πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσεως που εκδηλώθηκε στα τέλη του 2008, η Επιτροπή ενέκρινε το ΠΚΠ, με το οποίο θεώρησε ότι ορισμένες κατηγορίες κρατικών ενισχύσεων μπορούσαν να δικαιολογηθούν, επί περιορισμένο χρονικό διάστημα, για την αντιμετώπιση των δυσκολιών εξαιτίας της οικονομικής κρίσεως και ότι οι ενισχύσεις αυτές μπορούσαν να κηρυχθούν συμβατές με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ. Η Επιτροπή προέβλεψε ρητώς, στο σημείο 4.2.2, στοιχείο η΄, του ΠΚΠ, ότι η δυνατότητα προσωρινής εφαρμογής καθεστώτος ενισχύσεων θεωρουμένου ως συμβατού με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ δεν ίσχυε για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην πρωτογενή γεωργική παραγωγή. Μόνο με το ΠΚΠ όπως αυτό τροποποιήθηκε με τη μνημονευθείσα ανωτέρω στη σκέψη 142 ανακοίνωση διαπίστωσε η Επιτροπή ότι, λόγω της χρηματοπιστωτικής κρίσεως, οι γεωργοί αντιμετώπιζαν ολοένα αυξανόμενες πιστοληπτικές δυσκολίες. Συνεπώς, με το τροποποιημένο ΠΚΠ, έκρινε αναγκαίο να επεκτείνει και στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνταν στην πρωτογενή παραγωγή γεωργικών προϊόντων τη δυνατότητα προσωρινής εφαρμογής καθεστώτος ενισχύσεων θεωρουμένου ως συμβατού με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ, και τούτο από 28ης Οκτωβρίου 2009. Προέβλεψε επίσης ανώτατο όριο ενισχύσεως 15 000 ευρώ ανά επιχείρηση.

150    Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι οι παραγωγοί δημητριακών δεν μπορούσαν να υπαχθούν προσωρινώς σε καθεστώς ενισχύσεων θεωρούμενο ως συμβατό με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, η αιτιολογική σκέψη 55 αναφέρει ότι το άρθρο 1 της υπουργικής αποφάσεως αριθ. 56700/B.3033 του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών της 8ης Δεκεμβρίου 2008 όριζε ότι η επιδότηση επιτοκίου αφορούσε δάνεια χορηγηθέντα το 2008 και καταλήγει ότι τα εν λόγω δάνεια, και συνεπώς η κρατική ενίσχυση, είχαν χορηγηθεί πριν από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος της τροποποιήσεως του προσωρινού πλαισίου (δηλαδή πριν από τις 29 Οκτωβρίου 2009).

151    Στο πλαίσιο αυτό ακριβώς πρέπει να καθοριστεί κατά πόσον η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

152    Όσον αφορά το οικονομικό πλαίσιο κατά τον χρόνο της χορηγήσεως των επιμάχων ενισχύσεων και της εγκρίσεως του ΠΚΠ από την Επιτροπή, από το σημείο 4.2.2, στοιχείο η΄, του ΠΚΠ προκύπτει ότι οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνταν στην πρωτογενή γεωργική παραγωγή δεν είχαν τη δυνατότητα να υπαχθούν προσωρινώς σε καθεστώς ενισχύσεων θεωρούμενο ως συμβατό με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ. Πράγματι, στο ΠΚΠ περιεχόταν ρητή παραπομπή στον κανονισμό (ΕΚ) 1857/2006 της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων [107] και [108] της Συνθήκης στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα της παραγωγής γεωργικών προϊόντων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 70/2001 (ΕΕ L 358, σ. 3). Το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού καθορίζει τι πρέπει να νοείται με τον όρο «πρωτογενής γεωργική παραγωγή», η δε αιτιολογική σκέψη 6 αναφέρει ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ, αφενός, της διαρθρώσεως της πρωτογενούς παραγωγής και, αφετέρου, της διαρθρώσεως της μεταποιήσεως και της εμπορίας των γεωργικών προϊόντων και ότι φαίνεται σκοπιμότερο να προβλεφθεί διαφορετική προσέγγιση για τη μεταποίηση και εμπορία των γεωργικών προϊόντων και να εκπονηθεί ένας κανονισμός απαλλαγής που να επικεντρώνεται στις ειδικές ανάγκες της πρωτογενούς γεωργικής παραγωγής. Ειδικότερα, όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή, το γεγονός ότι δεν παρασχέθηκε στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην πρωτογενή παραγωγή γεωργικών προϊόντων η δυνατότητα να υπαχθούν προσωρινά σε καθεστώς ενισχύσεων θεωρούμενο ως συμβατό με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ δικαιολογούνταν από τις πολύ γνωστές σημαντικές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που ήταν δυνατόν να προκληθούν στον τομέα αυτόν, ο οποίος αποτελεί τον κατ’ εξοχήν ενοποιημένο και μαζικώς επιδοτούμενο τομέα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έστω και με μικρά ποσά ενισχύσεως.

153    Από τα στοιχεία αυτά, το περιεχόμενο των οποίων δεν αμφισβητήθηκε άλλωστε από την Ελληνική Δημοκρατία, δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή έκανε εν προκειμένω προδήλως εσφαλμένη χρήση της εξουσίας εκτιμήσεως μη χορηγώντας στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην πρωτογενή παραγωγή γεωργικών προϊόντων, υπό τις οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν κατά τον χρόνο χορηγήσεως των ενισχύσεων, τη δυνατότητα να υπαχθούν προσωρινά σε καθεστώς ενισχύσεων θεωρούμενο ως συμβατό με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ. Επομένως, η Επιτροπή δεν προέβη σε εσφαλμένη χρήση της εξουσίας της εκτιμήσεως κρίνοντας κατ’ ουσίαν ότι η επιδότηση επιτοκίου και η εγγύηση του Δημοσίου που χορηγήθηκαν στους παραγωγούς δημητριακών και στις ΕΑΣ, ήτοι σε επιχειρήσεις δραστηριοποιούμενες στην πρωτογενή παραγωγή γεωργικών προϊόντων, δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως καθεστώς ενισχύσεων συμβατό με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ.

154    Συνεπώς, αντίθετα προς τα υποστηριζόμενα από την Ελληνική Δημοκρατία, οι προϋποθέσεις που προέβλεπε το ΠΚΠ δεν ήταν ασύμβατες με τη Συνθήκη. Ομοίως, βάσει των διαλαμβανομένων ανωτέρω στη σκέψη 152, η άποψη ότι η Επιτροπή εξάρτησε την εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ από την έναρξη της ισχύος του ΠΚΠ δεν ευσταθεί.

155    Υπό την ίδια έννοια, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν προσέδωσε αναδρομικό χαρακτήρα στην τροποποίηση που επέφερε στις 29 Οκτωβρίου 2009 στο σημείο 4.2.2, στοιχείο η΄, της ανακοινώσεως για το ΠΚΠ. Πράγματι, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, μολονότι, κατά κανόνα, η αρχή της ασφάλειας δικαίου δεν επιτρέπει σε κοινοτική πράξη να έχει ως χρονικό σημείο ενάρξεως της ισχύος της ημερομηνία προγενέστερη της δημοσιεύσεώς της, μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να συμβεί το αντίθετο, οσάκις το απαιτεί ο επιδιωκόμενος σκοπός γενικού συμφέροντος και εφόσον προστατεύεται δεόντως η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων, καθώς και στο μέτρο που, από τη διατύπωση, τους σκοπούς ή την οικονομία των οικείων κοινοτικών κανόνων, προκύπτει σαφώς ότι πρέπει να τους αναγνωριστεί τέτοιο αποτέλεσμα (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 9ης Μαρτίου 2006, C‑293/04, Beemsterboer Coldstore Services, Συλλογή 2006, σ. I‑2263, σκέψη 21, και της 19ης Μαρτίου 2009, C‑256/07, Mitsui & Co. Deutschland, Συλλογή 2009, σ. I‑1951, σκέψη 32). Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων του τομέα της πρωτογενούς γεωργικής παραγωγής, που υπομνήσθηκαν ανωτέρω στη σκέψη 152, επιβάλλεται να θεωρηθεί ότι ο σκοπός γενικού συμφέροντος που συνίστατο στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσεως δεν απαιτούσε να προσδοθεί στην τροποποίηση του σημείου 4.2.2, στοιχείο η΄, της ανακοινώσεως για το ΠΚΠ αναδρομικός χαρακτήρας. Η προσφεύγουσα δεν επικαλείται κανένα άλλο στοιχείο προς δικαιολόγηση της αναδρομικής εφαρμογής της εν λόγω ανακοινώσεως.

156    Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, οι παρεκκλίσεις από τη γενική αρχή του μη συμβατού των κρατικών ενισχύσεων με την εσωτερική αγορά, την οποία θέτει το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Η στενή αυτή ερμηνεία επιβάλλει, ωσαύτως, τον περιορισμό της εφαρμογής μιας παρεκκλίσεως στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων στον μετά την έναρξη της ισχύος χρόνο, τουλάχιστον αν οι επίμαχες ενισχύσεις έχουν ήδη καταβληθεί (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Απριλίου 2008, T‑348/04, SIDE κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑625, σκέψη 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Το να θεωρηθεί ότι μια μη κοινοποιηθείσα ενίσχυση μπορεί να κηρυχθεί συμβατή με την εσωτερική αγορά δυνάμει παρεκκλίσεως η οποία δεν ίσχυε κατά την καταβολή της ισοδυναμεί με το να ευνοείται το κράτος μέλος που τη χορήγησε σε σχέση με κράτη μέλη τα οποία ήθελαν ενδεχομένως να χορηγήσουν παρεμφερή ενίσχυση και δεν το έπραξαν, ελλείψει παρεκκλίσεως που να το επιτρέπει. Ομοίως, το εν λόγω κράτος μέλος θα ευνοείτο σε σχέση προς κάθε άλλο κράτος μέλος το οποίο, επιθυμώντας να χορηγήσει ενίσχυση για την ίδια περίοδο, την είχε κοινοποιήσει πριν από την έναρξη της ισχύος της εν λόγω παρεκκλίσεως και, κατά συνέπεια, είχε προκαλέσει απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα το ασύμβατο της ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά. Τούτο θα συνιστούσε παρότρυνση προς τα κράτη μέλη να μην κοινοποιούν τις ενισχύσεις που κρίνουν ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά, ελλείψει παρεκκλίσεως εφαρμοστέας επί των ενισχύσεων αυτών, με την ελπίδα ότι στη συνέχεια θα μπορούσε να θεσπισθεί μια τέτοια παρέκκλιση (προμνησθείσα απόφαση SIDE κατά Επιτροπής, σκέψη 67).

157    Δεύτερον, ατελέσφορα η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι οι προϋποθέσεις του ΠΚΠ πληρούνταν κατά τη θέσπιση των μέτρων ενισχύσεως λόγω της σοβαρότατης διαταραχής της ελληνικής οικονομίας που έπληττε προδήλως το σύνολο της οικονομίας και ότι, ως εκ τούτου, έπρεπε να παρασχεθεί στους παραγωγούς δημητριακών η δυνατότητα να υπαχθούν προσωρινά σε καθεστώς ενισχύσεων θεωρούμενο ως συμβατό με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ. Με τη συλλογιστική αυτή, η Ελληνική Δημοκρατία επιχειρεί στην πραγματικότητα διάκριση μεταξύ των παραγωγών δημητριακών και των λοιπών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην πρωτογενή παραγωγή γεωργικών προϊόντων. Δεν προβάλλει, ωστόσο, κανένα στοιχείο που να δικαιολογεί το ότι οι Έλληνες παραγωγοί δημητριακών είχαν περιέλθει σε κατάσταση δυσχερέστερη από εκείνη των λοιπών Ελλήνων παραγωγών γεωργικών προϊόντων κατά τον χρόνο εγκρίσεως του ΠΚΠ. Ως εκ τούτου, δεν δικαιολογεί το πώς οι προϋποθέσεις του ΠΚΠ συνέτρεχαν εν προκειμένω.

158    Τρίτον, ατελέσφορα η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η ενίσχυση ήταν συμβατή με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ και μόνον. Πράγματι, από την εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων που επισύναψε η Ελληνική Δημοκρατία στα δικόγραφά της προκύπτει ότι τα στοιχεία αυτά αφορούν σχεδόν αποκλειστικά το έτος 2009 και δεν είναι ικανά να πιστοποιήσουν την ύπαρξη σοβαρής διαταραχής της ελληνικής οικονομίας κατά τη διάρκεια του έτους 2008.

159    Πιο συγκεκριμένα, η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται την έκθεση της Eurostat για το έτος 2011, η οποία αναφέρει ότι το ποσοστό αναπτύξεως του ΑΕΠ ήταν 1,3 % το 2008. Από αυτό προκύπτει ότι το 2008 η ελληνική οικονομία δεν βρισκόταν σε ύφεση. Ομοίως, στηρίζει την επιχειρηματολογία της σε έγγραφα της Πανελλήνιας Συνομοσπονδίας των ΕΑΣ και της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδας. Τα έγγραφα αυτά δεν αποδεικνύουν, ωστόσο, ότι υπήρξε σοβαρή διαταραχή της ελληνικής οικονομίας ήδη το έτος 2008. Ασφαλώς, αναφέρουν ότι απορρίφθηκαν πλείονα αιτήματα γεωργών για τη χορήγηση δανείων. Ωστόσο, από αυτά προκύπτει ότι η μείωση των εισοδημάτων και ο αριθμός των αρνήσεων δανειοδοτήσεως σημείωσαν σαφή αύξηση το 2009. Η ίδια η Ελληνική Δημοκρατία εκθέτει στα δικόγραφά της ότι υπήρξε σοβαρή διαταραχή της οικονομίας της το 2009.

160    Πρέπει να παρατηρηθεί ότι τα επίμαχα μέτρα θεσπίστηκαν με τις υπουργικές αποφάσεις του Δεκεμβρίου 2008 (βλ. ανωτέρω σκέψεις 12 και 13). Το άρθρο 1 της υπουργικής αποφάσεως αριθ. 56700/B.3033 του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών προβλέπει ότι η επιδότηση επιτοκίου επιτρέπεται για τα δάνεια που έχουν χορηγηθεί ή θα χορηγηθούν εντός του 2008. Όσον αφορά την εγγύηση του Δημοσίου, το σημείο 2.1 της ανακοινώσεως για τις εγγυήσεις ορίζει ότι το κατά πόσον η εγγύηση συνιστά κρατική ενίσχυση πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τον χρόνο κατά τον οποίο παρέχεται η εγγύηση (βλ. ανωτέρω σκέψη 131). Συνεπώς, ορθώς η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι οι επίμαχες ενισχύσεις χορηγήθηκαν το αργότερο πριν από τα τέλη του 2008.

161    Ως εκ τούτου, από την επιχειρηματολογία της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ συνέτρεχαν κατά τον χρόνο θεσπίσεως των επίμαχων μέτρων και ότι, συνεπώς, η Επιτροπή παρέβη τη διάταξη αυτή.

162    Τρίτον, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο η Επιτροπή, αποκλείοντας από το ΠΚΠ τις γεωργικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνταν στην πρωτογενή γεωργική παραγωγή, παραβίασε τις αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αναλογικότητας, της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, της οικονομικής ελευθερίας και της διαφυλάξεως του υγιούς ανταγωνισμού και παρέβη το άρθρο 39 ΣΛΕΕ.

163    Πρώτον, κατά πάγια νομολογία, δικαίωμα επικλήσεως της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έχει κάθε πρόσωπο που βρίσκεται σε κατάσταση από την οποία προκύπτει ότι η διοίκηση της Ένωσης, παρέχοντάς του συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις, του δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Μαρτίου 2003, T‑273/01, Innova Privat-Akademie κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑1093, σκέψη 26, και της 11ης Ιουνίου 2009, T‑33/07, Ελλάδα κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 227).

164    Όπως, όμως, υπογραμμίζει η Επιτροπή, αυτό καθαυτό το δικαίωμα χορηγήσεως κρατικής ενισχύσεως δεν αναγνωρίζεται, οι δε κρατικές ενισχύσεις απαγορεύονται καταρχήν από το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, εκτός αν έχουν εγκριθεί από την Επιτροπή βάσει των διατάξεων των άρθρων 107, παράγραφος 2, ή 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Εν προκειμένω, δεν υπάρχει καμία ένδειξη περί του ότι η Ελληνική Δημοκρατία είχε λάβει συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις εκ μέρους της Επιτροπής όσον αφορά το κύρος των κρατικών ενισχύσεων προς τους παραγωγούς δημητριακών. Ομοίως, όταν η ενίσχυση έχει καταβληθεί χωρίς προηγούμενη κοινοποίηση στην Επιτροπή, οπότε είναι παράνομη δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, ο δικαιούχος της ενισχύσεως αυτής δεν μπορεί, κατά τον χρόνο αυτό, να έχει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς τη νομιμότητα της χορηγήσεως της ενισχύσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Φεβρουαρίου 2006, C‑346/03 και C‑529/03, Atzeni κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. I‑1875, σκέψη 65). Εν προκειμένω, όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή, η ενίσχυση χορηγήθηκε χωρίς προηγούμενη κοινοποίηση, κατά παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και χωρίς καμία εύλογη προοπτική να θεωρηθεί η ενίσχυση συμβατή με την εσωτερική αγορά δυνάμει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ κατά τον κρίσιμο χρόνο, καθόσον, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής καταστάσεως που επικρατούσε κατά τον χρόνο θεσπίσεως των μέτρων ενισχύσεων όπως αυτή προέκυπτε από το ΠΚΠ, οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνταν στην πρωτογενή γεωργική παραγωγή δεν είχαν τη δυνατότητα να υπαχθούν προσωρινώς σε καθεστώς ενισχύσεων θεωρούμενο ως συμβατό με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου, αποκλείεται παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

165    Είναι ασφαλώς αληθές ότι, όπως υπογραμμίζει κατά βάση η Ελληνική Δημοκρατία, αν οι επίμαχες ενισχύσεις είχαν χορηγηθεί μετά την έναρξη της ισχύος του σημείου 4.2.2, στοιχείο η΄, της ανακοινώσεως για το ΠΚΠ, όπως αυτό τροποποιήθηκε στις 28 Οκτωβρίου 2009, θα είχαν ενδεχομένως θεωρηθεί συμβατές με την εσωτερική αγορά. Ωστόσο, στην ανωτέρω σκέψη 147 εκτέθηκε ότι η Επιτροπή είχε την εξουσία να εκτιμήσει ότι οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνταν στην πρωτογενή γεωργική παραγωγή δεν είχαν τη δυνατότητα να υπαχθούν προσωρινώς σε καθεστώς ενισχύσεων θεωρούμενο ως συμβατό με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ και ότι δεν υπέπεσε συναφώς σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ούτε παρέβη το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ. Συνεπώς, ορθώς υπογραμμίζει ότι, σύμφωνα με την αρχή tempus regit actum, η νομιμότητα της προσβαλλομένης πράξεως πρέπει να εκτιμηθεί βάσει των πραγματικών και νομικών στοιχείων που υπήρχαν κατά τον χρόνο εκδόσεως της πράξεως.

166    Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, υπενθυμίζεται ότι η αρχή αυτή επιβάλλει να μην υπερβαίνουν οι πράξεις των κοινοτικών οργάνων τα όρια αυτού που είναι πρόσφορο και αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Δεκεμβρίου 2003, T‑305/00, Conserve Italia κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑5659, σκέψη 111 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι μια παρέμβαση σε ολόκληρο τον πρωτογενή τομέα με μέτρα χρηματοδοτούμενα από το κράτος μέλος ενδέχεται να αποδειχθεί ανέφικτη λόγω του υψηλού κόστους της και ότι μια τομεακή παρέμβαση μπορεί να επιτρέψει αποτελεσματικότερη επίτευξη των σκοπών του ΠΚΠ.

167    Από τις σκέψεις αυτές δεν προκύπτει ότι υπήρξε εν προκειμένω παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Πράγματι, κατά τον χρόνο της θεσπίσεως των επίμαχων μέτρων ενισχύσεως, το ΠΚΠ προέβλεπε ότι οι παραγωγοί του πρωτογενούς τομέα δεν είχαν τη δυνατότητα να υπαχθούν προσωρινώς σε καθεστώς ενισχύσεων θεωρούμενο ως συμβατό με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ.

168    Τρίτον, ατελέσφορα η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι παραβιάστηκαν οι αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων επειδή οι επιχειρήσεις που παρήγαν «πράσινα προϊόντα» είχαν εξαρχής τη δυνατότητα να υπαχθούν σε καθεστώς ενισχύσεων θεωρούμενο ως συμβατό με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ. Πράγματι, οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον πρωτογενή γεωργικό τομέα «πράσινων προϊόντων» χρησιμοποιούν ένα διαφορετικό τρόπο παραγωγής σύμφωνα με πρακτικές φιλικές προς το περιβάλλον που χαρακτηρίζονται ιδίως από τη μη χρήση παρασιτοκτόνων. Συνεπώς, ο τομέας των «πράσινων προϊόντων» δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτόν του συνόλου της πρωτογενούς γεωργικής παραγωγής. Συναφώς, χρήσιμο είναι να παρατηρηθεί ότι, στο σημείο 1.3 της ανακοινώσεως για το ΠΚΠ, η Επιτροπή τόνισε ότι, σε κατάσταση κρίσεως, οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνταν στον περιβαλλοντικό τομέα πλήττονταν περισσότερο και έπρεπε, συνεπώς, να τους παρασχεθεί μεγαλύτερη στήριξη, προκειμένου οι τομείς αυτοί να μην περιθωριοποιηθούν, και επιβεβαίωσε έτσι την ανάγκη ενθαρρύνσεως των επιχειρήσεων ώστε να συνεχίσουν να επενδύουν στο μέλλον, ιδίως σε μια οικονομία βιώσιμης αναπτύξεως και προσωρινής στηρίξεως των επιχειρήσεων που επένδυαν σε περιβαλλοντικά σχέδια. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή εξέθεσε δεόντως τον λόγο για τον οποίο οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνταν στον πρωτογενή γεωργικό τομέα των «πράσινων προϊόντων» είχαν εξαρχής τη δυνατότητα να υπαχθούν σε καθεστώς ενισχύσεων θεωρούμενο ως συμβατό με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ.

169    Τέταρτον, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβλέπει τον σκοπό της οικονομικής ελευθερίας και της διαφυλάξεως του υγιούς ανταγωνισμού, όπως υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία. Η απαγόρευση των κρατικών ενισχύσεων από τη Συνθήκη αποσκοπεί ακριβώς στην αποτροπή των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού, οι οποίες μπορεί να είναι σημαντικότερες στον τομέα της πρωτογενούς γεωργικής παραγωγής όταν υπάρχουν κρατικές ενισχύσεις, δεδομένου ότι ο εν λόγω τομέας χαρακτηρίζεται από μικρές επιχειρησιακές δομές.

170    Πέμπτον, το επιχείρημα που αντλείται από την παράβαση του άρθρου 39 ΣΛΕΕ είναι αλυσιτελές. Πρέπει να υπομνησθεί ότι οι περί κρατικών ενισχύσεων κανόνες της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν εφαρμογή, δυνάμει του άρθρου 42, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 1 και 180 του κανονισμού (ΕΚ) 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα («Ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ») (ΕΕ L 299, σ. 1). Το άρθρο 39 ΣΛΕΕ δεν μπορεί να δικαιολογήσει οποιαδήποτε παρέκκλιση από την απαγόρευση των κρατικών ενισχύσεων την οποία προβλέπει το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

171    Ως εκ τούτου, η δεύτερη αιτίαση, που αντλείται από εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ καθώς και πλάνη εκτιμήσεως, είναι απορριπτέα.

172    Βάσει του συνόλου των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως, που αντλείται από εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ, από πλάνη εκτιμήσεως και ανεπαρκή αιτιολόγηση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, λόγω του ότι, στα ποσά που πρέπει να ανακτηθούν ως παράνομες ενισχύσεις, περιελήφθησαν μια εισφορά και μια προμήθεια που δεν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις

173    Στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, μεταξύ των μέτρων που έλαβε η Ελληνική Δημοκρατία για τη χρηματοδότηση των δανείων προς τις ΕΑΣ, τα χρηματικά ποσά που αντιστοιχούν στην εισφορά 0,12 % επί του επιτοκίου και η προμήθεια ασφάλειας σε ποσοστό 2 % επί του ανεξόφλητου υπολοίπου του δανείου δεν αποτελούν παροχές καταβληθείσες από το Δημόσιο και δεν συνιστούν, συνεπώς, παράνομες ενισχύσεις.

174    Καταρχάς, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, δεν είναι υποχρεωμένη να προσδιορίζει το ακριβές ποσό που πρέπει να ανακτηθεί έναντι των δικαιούχων του καθεστώτος κρατικών ενισχύσεων. Συναφώς, ορθώς υπενθυμίζει ότι, αν ορισμένα ποσά δεν πρέπει να συμπεριληφθούν στην ανακτητέα ενίσχυση, αυτά θα πρέπει να προσδιοριστούν κατά περίπτωση κατά τη διαδικασία ανακτήσεως, στο πλαίσιο στενής συνεργασίας μεταξύ της Επιτροπής και των ελληνικών αρχών.

175    Επιπλέον, η Επιτροπή ορθώς επισημαίνει ότι το ζήτημα της εισφοράς 0,12 % που περιλαμβάνεται στην επιδότηση επιτοκίου ουδέποτε εθίγη κατά τη διοικητική διαδικασία, πράγμα που δεν αμφισβητεί άλλωστε η Ελληνική Δημοκρατία. Συνεπώς, η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορεί να επικαλεστεί βασίμως σχετική πλάνη ή ανακρίβεια της Επιτροπής, ενώ η ίδια ήταν η μόνη η οποία μπορούσε να ενημερώσει την Επιτροπή ως προς το ζήτημα αυτό.

176    Ως εκ τούτου, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

177    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Ελληνική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα)

αποφασίζει:


1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Dittrich

Wiszniewska-Białecka

Prek

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 9 Απριλίου 2014.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Διοικητική διαδικασία

Προσβαλλόμενη απόφαση

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από την έλλειψη σαφήνειας και τον αντιφατικό χαρακτήρα της προσβαλλομένης αποφάσεως και της αποφάσεως περί κινήσεως της τυπικής διαδικασίας έρευνας

Επί της πρώτης αιτιάσεως, που αντλείται από την έλλειψη σαφήνειας και τον αντιφατικό χαρακτήρα της προσβαλλομένης αποφάσεως

Επί της δεύτερης αιτιάσεως, που αντλείται από την ασάφεια της αποφάσεως περί κινήσεως της τυπικής διαδικασίας έρευνας

Επί του δεύτερου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλούνται από εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και παράβαση ουσιώδους τύπου

Επί της πρώτης αιτιάσεως, που αντλείται από το ότι η επιδότηση επιτοκίου δεν παρέχει πλεονέκτημα στους άμεσους και έμμεσους δικαιούχους

Επί της δεύτερης αιτιάσεως, που αντλείται από το ότι η εγγύηση του Δημοσίου δεν παρέχει οικονομικό πλεονέκτημα στις ΕΑΣ και στους γεωργούς

Επί της τρίτης αιτιάσεως, που αντλείται από ανεπαρκή αιτιολογία και εσφαλμένη εκτίμηση σύμφωνα με την οποία η επιδότηση επιτοκίου και η εγγύηση του Δημοσίου παρέχουν επιλεκτικό οικονομικό πλεονέκτημα στους δικαιούχους

Επί της τέταρτης αιτιάσεως, που αντλείται από ανεπαρκή αιτιολογία και εσφαλμένη εκτίμηση σύμφωνα με την οποία τα επίμαχα μέτρα απείλησαν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο

Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ, πλάνη εκτιμήσεως και ανεπαρκή αιτιολόγηση της προσβαλλομένης αποφάσεως

Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, λόγω του ότι, στα ποσά που πρέπει να ανακτηθούν ως παράνομες ενισχύσεις, περιελήφθησαν μια εισφορά και μια προμήθεια που δεν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.