Language of document : ECLI:EU:T:2007:257

Υπόθεση T-25/04

González y Díez, SA,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Ενισχύσεις προοριζόμενες για την κάλυψη εκτάκτων δαπανών αναδιαρθρώσεως — Ανάκληση προηγούμενης αποφάσεως — Λήξη ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ — Αρμοδιότητα της Επιτροπής — Συνέχεια της κοινοτικής έννομης τάξεως — Ανυπαρξία παραβάσεως ουσιώδους τύπου — Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης — Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Ενισχύσεις υπαγόμενες ratione materiae και ratione temporis στο νομικό καθεστώς της Συνθήκης ΕΚΑΧ — Λήξη ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ — Διατήρηση ελέγχου εκ μέρους της Επιτροπής, ενεργούσας στο νομικό πλαίσιο του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ

(Άρθρο 88 § 2 ΕΚ)

2.      Πράξεις των οργάνων — Διαχρονική εφαρμογή — Διαδικαστικοί κανόνες — Ουσιαστικοί κανόνες — Διάκριση — Αναδρομικότητα ουσιαστικού κανόνα — Προϋποθέσεις

(Κανονισμός 1407/2002 του Συμβουλίου· ανακοίνωση 2002/C 152/03 της Επιτροπής)

3.      Προσφυγή ακυρώσεως — Πράξεις δεκτικές προσφυγής — Πράξεις που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα — Απόφαση της Επιτροπής περί περατώσεως της προβλεπόμενης από το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ επίσημης διαδικασίας εξετάσεως των κρατικών ενισχύσεων

(Άρθρα 88 § 2 ΕΚ και 230 ΕΚ)

4.      Πράξεις των οργάνων — Ανάκληση — Παράνομες πράξεις — Αποφάσεις της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων — Προϋποθέσεις

(Κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 9)

5.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Ενισχύσεις εγκριθείσες από την Επιτροπή — Καταχρηστική χρήση από τον δικαιούχο — Απόφαση διαπιστώνουσα καταχρηστική εφαρμογή μέρους των εγκριθεισών ενισχύσεων — Ανάκληση — Κίνηση νέας επίσημης διαδικασίας εξετάσεως

(Άρθρο 88 § 2 ΕΚ)

6.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη — Απόφαση της Επιτροπής περί κινήσεως επίσημης διαδικασίας εξετάσεως μιας ενισχύσεως — Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των ενδιαφερομένων ως προς τις αιτιάσεις που έγιναν δεκτές από την Επιτροπή κατά των εξετασθέντων μέτρων ενισχύσεως

(Άρθρο 88 § 2 ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 6)

1.      Ναι μεν το γεγονός ότι το νομικό πλαίσιο της Συνθήκης ΕΚ διαδέχθηκε εκείνο της Συνθήκης ΕΚΑΧ επέφερε, από τις 24 Ιουλίου 2002, τροποποίηση των νομικών βάσεων, των διαδικασιών και των εφαρμοστέων ουσιαστικών κανόνων, πλην όμως αυτό εντάσσεται στο πλαίσιο της ενότητας και της συνέχειας της κοινοτικής έννομης τάξεως και των σκοπών της. Συναφώς, η εγκαθίδρυση και η διατήρηση ενός καθεστώτος ελεύθερου ανταγωνισμού, στο πλαίσιο του οποίου εξασφαλίζεται η τήρηση κανονικών όρων ανταγωνισμού και από το οποίο απορρέουν, ιδίως, οι κανόνες σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, αποτελεί έναν από τους βασικούς σκοπούς τόσο της Συνθήκης ΕΚ όσο και της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Στο πλαίσιο αυτό, αν και οι κανόνες των Συνθηκών ΕΚΑΧ και ΕΚ που διέπουν τη ρύθμιση σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις διαφέρουν σε ορισμένο βαθμό, οι ενισχύσεις που χορηγούνται υπό το καθεστώς της Συνθήκης ΕΚΑΧ ανταποκρίνονται στην έννοια της ενισχύσεως κατά το πνεύμα των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ. Έτσι, η επιδίωξη του σκοπού της διασφαλίσεως ανόθευτου ανταγωνισμού στους τομείς που υπάγονταν αρχικώς στην κοινή αγορά άνθρακα και χάλυβα δεν διεκόπη λόγω της λήξεως ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, δεδομένου ότι ο σκοπός αυτός επιδιώκεται, επίσης, στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΚ.

Έτσι, η συνέχεια της κοινοτικής έννομης τάξεως και των σκοπών που πρυτανεύουν κατά τη λειτουργία της απαιτεί, εφόσον η Ευρωπαϊκή Κοινότητα διαδέχθηκε την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα, και στο δικό της διαδικαστικό πλαίσιο, να εξασφαλίζει η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, έναντι των καταστάσεων που δημιουργήθηκαν υπό το καθεστώς της Συνθήκης ΕΚΑΧ, τον σεβασμό των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που ήσαν επιβεβλημένες eo tempore τόσο στα κράτη μέλη όσο και στους ιδιώτες δυνάμει της Συνθήκης ΕΚΑΧ και των κανόνων που θεσπίσθηκαν για την εφαρμογή της εν λόγω Συνθήκης. Η απαίτηση αυτή είναι επιβεβλημένη πολλώ μάλλον εφόσον η στρέβλωση του ανταγωνισμού που απορρέει από τη μη τήρηση των κανόνων σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις μπορεί να επεκτείνει τα αποτελέσματά της, από χρονικής απόψεως, και μετά τη λήξη ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, υπό το καθεστώς της Συνθήκης ΕΚ.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να ελέγχει, μετά τις 23 Ιουλίου 2002, τη συμβατότητα προς την κοινή αγορά των κρατικών ενισχύσεων οι οποίες χορηγούνται στο πλαίσιο τομέων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης ΕΚΑΧ ratione materiae και ratione temporis, καθώς και την εκ μέρους των κρατών μελών εφαρμογή αποφάσεων περί εγκρίσεως κρατικών ενισχύσεων που θεσπίσθηκαν δυνάμει της Συνθήκης ΕΚΑΧ, έναντι καταστάσεων που έχουν διαμορφωθεί προ της λήξεως ισχύος της εν λόγω Συνθήκης.

(βλ. σκέψεις 55-57)

2.      Ναι μεν θεωρείται γενικώς ότι οι διαδικαστικοί κανόνες έχουν εφαρμογή εφ’ όλων των δικών που ήσαν εκκρεμείς κατά τον χρόνο ενάρξεως της ισχύος των κανόνων αυτών, πλην όμως δεν ισχύει το ίδιο όσον αφορά τους ουσιαστικούς κανόνες. Συγκεκριμένα, οι τελευταίοι αυτοί κανόνες, προκειμένου να διασφαλισθεί η τήρηση των αρχών της ασφαλείας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, πρέπει να ερμηνεύονται ως έχοντες εφαρμογή επί καταστάσεων που έχουν διαμορφωθεί προ της ενάρξεως της ισχύος τους, μόνον εφόσον προκύπτει σαφώς από τη διατύπωσή τους, τους σκοπούς ή την οικονομία τους ότι πρέπει να τους αναγνωρισθεί αναδρομική ισχύς.

Υπό το πρίσμα αυτό, η συνέχεια της κοινοτικής έννομης τάξεως και οι αφορώσες τις αρχές της ασφαλείας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης απαιτήσεις επιβάλλουν την εφαρμογή των ουσιαστικών διατάξεων που θεσπίσθηκαν κατ’ εφαρμογήν της Συνθήκης ΕΚΑΧ επί των πραγματικών περιστατικών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής τους ratione materiae και ratione temporis. Το γεγονός ότι, λόγω λήξεως της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, το επίμαχο κανονιστικό πλαίσιο δεν είναι πλέον σε ισχύ κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο διεξάγεται η εκτίμηση της πραγματικής καταστάσεως δεν έχει επίπτωση, εφόσον η εκτίμηση αυτή αφορά μια νομική κατάσταση που έχει οριστικώς διαμορφωθεί σε χρόνο κατά τον οποίο ήσαν εφαρμοστέες οι ουσιαστικές διατάξεις που θεσπίσθηκαν κατ’ εφαρμογήν της Συνθήκης ΕΚΑΧ.

Στο πλαίσιο αυτό, ο κανονισμός 1407/2002, σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις προς τη βιομηχανία άνθρακα, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής επί νομικών καταστάσεων που έχουν οριστικώς διαμορφωθεί προ της λήξεως ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Συγκεκριμένα, από τη διατύπωση του άρθρου 14 του εν λόγω κανονισμού προκύπτει σαφώς ότι ο κανονισμός αυτός τυγχάνει εφαρμογής επί καταστάσεων που διαμορφώθηκαν το ενωρίτερο από τις 24 Ιουλίου 2002. Επομένως, η Επιτροπή αβασίμως αποφάνθηκε, στο σημείο 47 της ανακοινώσεως σχετικά με ορισμένα θέματα που αφορούν τη διευθέτηση υποθέσεων ανταγωνισμού συνεπεία της λήξεως ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, ότι επρόκειτο να εφαρμοσθούν οι διατάξεις του κανονισμού 1407/2002 επί των κρατικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν πριν από τις 23 Ιουλίου 2002 χωρίς προηγούμενη έγκριση της Επιτροπής .

(βλ. σκέψεις 58-59, 67-68)

3.      Η εκδοθείσα από την Επιτροπή τελική απόφαση για την περάτωση της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ συνιστά πράξη δυναμένη να προσβληθεί βάσει του άρθρου 230 ΕΚ. Πράγματι, η απόφαση αυτή παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να επηρεάσουν τα συμφέροντα των ενδιαφερομένων μερών, εφόσον θέτει τέρμα στην επίμαχη διαδικασία και αποφαίνεται οριστικώς επί της συμβατότητας του εξετασθέντος μέτρου με τους εφαρμοστέους στις κρατικές ενισχύσεις κανόνες. Επομένως, τα ενδιαφερόμενα μέρη διαθέτουν πάντοτε τη δυνατότητα να προσβάλουν την τελική απόφαση με την οποία περατώνεται η επίσημη διαδικασία εξετάσεως και, στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να μπορούν να αμφισβητήσουν τα διάφορα στοιχεία που θεμελιώνουν την τελικώς υιοθετηθείσα από την Επιτροπή θέση.

Η δυνατότητα αυτή είναι ανεξάρτητη από το ζήτημα αν η απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως παράγει ή όχι έννομα αποτελέσματα δυνάμενα να αποτελέσουν το αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως. Συγκεκριμένα, η δυνατότητα προσβολής της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την αποδυνάμωση των διαδικαστικών δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων μερών εμποδίζοντάς τα να προσβάλουν την τελική απόφαση και να επικαλεσθούν προς στήριξη της προσφυγής τους ελαττώματα σχετικά με όλα τα στάδια της διαδικασίας που οδηγεί στην απόφαση αυτή.

(βλ. σκέψεις 91-92)

4.      Από τη διατύπωση του άρθρου 9 του κανονισμού 659/1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88 ΕΚ], προκύπτει ότι η προβλεπόμενη από την εν λόγω διάταξη διαδικασία εφαρμόζεται αποκλειστικώς για την ανάκληση θετικών αποφάσεων στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, οι οποίες ελήφθησαν κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 2 ή 3, ή του άρθρου 7, παράγραφος 2, 3 ή 4 του κανονισμού αυτού και οι οποίες θεσπίσθηκαν βάσει ανακριβών πληροφοριών που διαβιβάσθηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Επομένως, η διαδικασία αυτή δεν τυγχάνει εφαρμογής επί αρνητικών αποφάσεων, με τις οποίες διαπιστώνεται η καταχρηστική χρήση εγκριθείσας ενισχύσεως ή το ασυμβίβαστο ενισχύσεως προς την κοινή αγορά.

Ούτως εχόντων των πραγμάτων, η δυνατότητα της Επιτροπής να ανακαλεί απόφαση με την οποία το εν λόγω θεσμικό όργανο απεφάνθη επί κρατικών ενισχύσεων δεν περιορίζεται στη μόνη περίπτωση που προβλέπει το άρθρο 9 του κανονισμού 659/1999. Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή αποτελεί απλώς ειδική έκφραση της γενικής αρχής του δικαίου ότι η αναδρομική ανάκληση παρανόμου διοικητικής πράξεως που δημιούργησε υποκειμενικά δικαιώματα επιτρέπεται, ιδίως όταν η επίμαχη διοικητική πράξη εκδόθηκε βάσει ψευδών ή ελλιπών ενδείξεων τις οποίες παρείχε ο ενδιαφερόμενος. Ωστόσο, η δυνατότητα αναδρομικής ανακλήσεως παρανόμου διοικητικής πράξεως που δημιούργησε υποκειμενικά δικαιώματα δεν περιορίζεται στην ως άνω περίσταση και μόνον, δεδομένου ότι μια τέτοια ανάκληση μπορεί πάντοτε να διεξαχθεί, υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως, εκ μέρους του εκδόντος την πράξη θεσμικού οργάνου, των προϋποθέσεων σχετικά με την τήρηση ευλόγου προθεσμίας και τον σεβασμό της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του δικαιούχου της πράξεως που βασίσθηκε ενδεχομένως στη νομιμότητα της πράξεως αυτής.

(βλ. σκέψεις 96-97)

5.      Όταν με απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνεται καταχρηστική χρήση μέρους των εγκριθεισών ενισχύσεων, το υπόλοιπο μέρος των επίμαχων ενισχύσεων, το οποίο δεν αποτέλεσε αντικείμενο διαπιστώσεως περί καταχρηστικής χρήσεως, εξακολουθεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της αποφάσεως περί εγκρίσεως και, ως εκ τούτου, ως προς το μέρος αυτό ισχύει τεκμήριο μη καταχρηστικής χρήσεως.

Πάντως, η διεξαγόμενη από την Επιτροπή εξέταση το πλαίσιο νέας επίσημης διαδικασίας, η οποία κινήθηκε προκειμένου να ανακληθεί η προγενέστερη απόφαση του εν λόγω θεσμικού οργάνου περί διαπιστώσεως της καταχρηστικής χρήσεως μέρους των ενισχύσεων και προκειμένου να θεσπισθεί νέα απόφαση επί του ζητήματος αυτού, πρέπει να αφορά το σύνολο των ποσών των ενισχύσεων που αποτέλεσαν αντικείμενο της πρώτης εξετάσεως στο πλαίσιο της διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της εν λόγω προγενέστερης αποφάσεως.

Έτσι, ο προσφεύγων δεν μπορεί να επικαλεσθεί την ύπαρξη δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ως εκ του ότι τα ποσά των ενισχύσεων που δεν θεωρήθηκαν ότι αποτέλεσαν αντικείμενο καταχρηστικής χρήσεως στο πλαίσιο της προγενέστερης αποφάσεως δεν υπάγονταν στο πεδίο εξετάσεως της Επιτροπής εντός του πλαισίου της νέας επίσημης διαδικασίας.

(βλ. σκέψεις 119-121)

6.      Σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού 659/1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88 ΕΚ], η απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως μιας κρατικής ενισχύσεως πρέπει να παρέχει στα ενδιαφερόμενα μέρη τη δυνατότητα να μετάσχουν κατά τρόπο αποτελεσματικό στην επίσημη διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας θα έχουν τη δυνατότητα να αναπτύξουν τα επιχειρήματά τους. Προς τον σκοπό αυτόν, αρκεί τα ενδιαφερόμενα μέρη να γνωρίζουν τη συλλογιστική που οδήγησε την Επιτροπή να θεωρήσει προσωρινώς ότι το επίμαχο μέτρο συνιστούσε ενδεχομένως ενίσχυση ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.

Συγκεκριμένα, η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει υπόψη, κατά τη διεξαγωγή διαδικασίας εξετάσεως μιας κρατικής ενισχύσεως, τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη που δημιούργησαν οι περιεχόμενες στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας εξετάσεως ενδείξεις και, στη συνέχεια, τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη καθόσον η τελική απόφαση δεν θα στηρίζεται στην ανυπαρξία στοιχείων που τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν είχαν κρίνει, λαμβανομένων υπόψη των ενδείξεων αυτών, ότι έπρεπε να της προσκομίσουν.

(βλ. σκέψεις 124-125)