Language of document : ECLI:EU:T:2013:469

Υπόθεση T‑378/10

Masco Corp. κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Βελγική, γερμανική, γαλλική, ιταλική, ολλανδική και αυστριακή αγορά ειδών υγιεινής – Απόφαση με την οποία η Επιτροπή διαπίστωσε παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ – Συντονισμένη αύξηση τιμών και ανταλλαγή εμπορικά ευαίσθητων πληροφοριών – Ενιαία παράβαση»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα)
της 16ης Σεπτεμβρίου 2013

1.      Συμπράξεις – Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές οι οποίες στοιχειοθετούν ενιαία παράβαση – Έννοια – Γενική σύμπραξη – Κριτήρια – Ενιαίος σκοπός – Τρόπος τελέσεως της παραβάσεως – Στερείται σημασίας

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

2.      Συμπράξεις – Απαγόρευση – Παραβάσεις – Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές οι οποίες στοιχειοθετούν ενιαία παράβαση – Καταλογισμός ευθύνης σε επιχείρηση λόγω συμμετοχής στην παράβαση θεωρούμενη στο σύνολό της – Προϋποθέσεις

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

3.      Συμπράξεις – Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές οι οποίες στοιχειοθετούν ενιαία παράβαση – Έννοια – Χαρακτηρισμός παραβάσεως ως ενιαίας – Περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής – Δικαστικός έλεγχος – Έκταση

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

1.      Στον τομέα του ανταγωνισμού, παραβίαση της απαγορεύσεως του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν στοιχειοθετείται μόνο στην περίπτωση συμφωνιών ή εναρμονισμένων πρακτικών οι οποίες είναι μεμονωμένες, οπότε πρέπει να επιβληθούν κυρώσεις για χωριστές παραβάσεις, αλλά και στην περίπτωση μιας αλληλουχίας πράξεων ή μιας διαρκούς συμπεριφοράς, οπότε μπορεί ορθώς να θεωρηθεί ότι τα επιμέρους στοιχεία τους συνθέτουν μία ενιαία παράβαση.

Συναφώς, όσον αφορά τη διαπίστωση ότι υπήρξε μία ενιαία παράβαση, απόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει ότι οι επίμαχες συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές, μολονότι αφορούν διαφορετικά προϊόντα, υπηρεσίες ή εδάφη, εντάσσονται στο πλαίσιο συνολικού σχεδίου το οποίο οι οικείες επιχειρήσεις έθεσαν εν γνώσει τους σε εφαρμογή προκειμένου να επιτύχουν έναν κοινό, αντίθετο προς τον ανταγωνισμό σκοπό. Η σχέση συμπληρωματικότητας μεταξύ των συμφωνιών ή των εναρμονισμένων πρακτικών συνιστά αντικειμενική ένδειξη ότι υφίσταται συνολικό σχέδιο. Η Επιτροπή οφείλει να εξετάζει στο πλαίσιο αυτό όλα τα πραγματικά στοιχεία τα οποία ενδέχεται να επιβεβαιώνουν ή να αναιρούν την ύπαρξη ενός τέτοιου συνολικού σχεδίου.

Δεν τίθεται ζήτημα πλάνης της Επιτροπής περί το δίκαιο, σε περίπτωση που το θεσμικό όργανο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι υφίσταται μία ενιαία παράβαση, στηριζόμενο στην ύπαρξη συνολικού σχεδίου των οικείων επιχειρήσεων, καθόσον αυτές θέτουν σε εφαρμογή έναν μηχανισμό που έχει ως μοναδικό σκοπό να καθίσταται δυνατό στους κατασκευαστές τριών υποκατηγοριών συμπληρωματικών προϊόντων να συντονίζουν, στο πλαίσιο του ίδιου συστήματος διανομής σε τρία επίπεδα, τις αυξήσεις των τιμών που χρεώνουν στους χονδρεμπόρους, οι οποίοι είναι κοινοί τους πελάτες και διαθέτουν σημαντική διαπραγματευτική δύναμη.

Το ως άνω συμπέρασμα επ’ ουδενί αναιρείται σε περίπτωση που οι επιχειρήσεις οι οποίες μετέχουν στις αθέμιτες πρακτικές δεν είναι οι ίδιες. Συγκεκριμένα, το στοιχείο ότι στις παράνομες πρακτικές μετέχουν οι ίδιες επιχειρήσεις αποτελεί απλώς και μόνον μία από τις ενδείξεις τις οποίες η Επιτροπή οφείλει να λάβει υπόψη στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του ζητήματος αν πρόκειται για συνολικό σχέδιο ή μεμονωμένες παραβάσεις. Επιπλέον, ούτε το γεγονός ότι οι οικείες επιχειρήσεις πωλούν προϊόντα τα οποία ανήκουν σε χωριστές αγορές και δεν είναι δυνατό να αντικαταστήσουν το ένα το άλλο αποκλείει την ύπαρξη ενιαίας παραβάσεως. Πράγματι, η διαπίστωση ότι υφίσταται μία ενιαία παράβαση προϋποθέτει εξ ορισμού ότι οι αντίθετες προς τον ανταγωνισμό πρακτικές αφορούν είτε διαφορετικά προϊόντα ή υπηρεσίες είτε διαφορετικά εδάφη. Ομοίως, η διαπίστωση αυτή δεν επηρεάζεται ούτε στο ελάχιστο από το γεγονός ότι οι αθέμιτες πρακτικές ξεκίνησαν σε διαφορετικές ημερομηνίες ανάλογα με το κράτος μέλος και την υποκατηγορία προϊόντων, από τη στιγμή που υπάρχει σε μεγάλο βαθμό, τόσο από πλευράς αντικειμένου όσο και από γεωγραφική και χρονική άποψη, αλληλοεπικάλυψη μεταξύ των αθέμιτων πρακτικών σε σχέση με όλα τα οικεία προϊόντα.

(βλ. σκέψεις 21-23, 29, 32, 59, 67, 79)

2.      Στον τομέα του ανταγωνισμού, όσον αφορά τη διαπίστωση ότι μια επιχείρηση μετείχε σε ενιαία παράβαση, απόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει ότι η επιχείρηση είχε την πρόθεση να συμβάλει, με τη συμπεριφορά της, στον κοινό σκοπό τον οποίο επιδίωκαν όλοι οι μετέχοντες στη σύμπραξη και ότι γνώριζε τις συγκεκριμένες ενέργειες που σχεδιάζονταν ή εφαρμόζονταν από άλλες επιχειρήσεις προς επίτευξη του ίδιου σκοπού ή ότι μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει και αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο. Η Επιτροπή μπορεί να καταλογίσει σε μια επιχείρηση ευθύνη για όλες τις αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού ενέργειες που συνθέτουν την ενιαία παράβαση και, επομένως, για την παράβαση στο σύνολό της, εφόσον αποδεικνύεται ότι η επιχείρηση έχει μετάσχει άμεσα στο σύνολο των σχετικών ενεργειών ή έχει μετάσχει μεν άμεσα σε ορισμένες μόνον από αυτές, αλλά ήταν ενήμερη και για όλες τις άλλες παράνομες ενέργειες τις οποίες σχεδίαζαν ή εφάρμοζαν οι λοιποί μετέχοντες στη σύμπραξη προς επίτευξη των ίδιων σκοπών, ή μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει και αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο.

Δεν τίθεται ζήτημα πλάνης της Επιτροπής περί το δίκαιο, σε περίπτωση που το θεσμικό όργανο κρίνει ότι το γεγονός και μόνον ότι καθένας από τους μετέχοντες στη σύμπραξη ενδέχεται να διαδραματίζει διαφορετικό ρόλο ανάλογα με την ιδιαίτερή του κατάσταση δεν αποκλείει ενδεχόμενη ευθύνη για την παράβαση στο σύνολό της, εφόσον η συγκεκριμένη επιχείρηση είτε ήταν ενήμερη για τις αθέμιτες συμπεριφορές των λοιπών μετεχόντων είτε μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει και αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο.

(βλ. σκέψεις 24-26, 28, 29)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 57)