Language of document : ECLI:EU:T:2016:29

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 27ης Ιανουαρίου 2016

Υπόθεση T-782/14 P

DF

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως — Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Αποδοχές — Απόσπαση προς το συμφέρον της υπηρεσίας — Επίδομα αποδημίας — Προϋπόθεση που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ — Αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων»

Αντικείμενο:      Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τρίτο τμήμα) της 1ηςΟκτωβρίου 2014, DF κατά Επιτροπής (F‑91/13, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:F:2014:228), με αίτημα τη μερική αναίρεση της αποφάσεως αυτής.

Απόφαση:      Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Ο DF φέρει τα δικαστικά έξοδά του, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων — Προϋποθέσεις — Προδήλως αντικανονική καταβολή — Κριτήρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 85)

2.      Υπάλληλοι — Αποδοχές — Επίδομα αποδημίας — Προϋποθέσεις χορηγήσεως — Έλλειψη συνήθους διαμονής ή κύριας επαγγελματικής δραστηριότητας στον τόπο υπηρεσίας πριν από την ανάληψη των καθηκόντων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα VII, άρθρο 4 § 1, στοιχείο βʹ)

3.      Υπαλληλικές προσφυγές — Αίτηση υπό την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ — Υποβολή του ζητήματος στην κρίση της Διοικήσεως, ανεξαρτήτως της υπάρξεως νομίμου βάσεως για την επίμαχη απόφαση

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90 § 1)

4.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Αρχές — Ασφάλεια δικαίου — Κανονιστική ρύθμιση της Ένωσης — Απαιτήσεις σαφήνειας και ακρίβειας

5.      Υπάλληλοι — Αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων — Συνέπειες για τους τρίτους που ενδεχομένως ωφελήθηκαν από τις αντικανονικές καταβολές — Ζήτημα που εμπίπτει στο ιδιωτικό δίκαιο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 85)

6.      Προνόμια και ασυλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Μόνιμοι και μη μόνιμοι υπάλληλοι της Ένωσης — Υπόκεινται στο εθνικό δίκαιο που διέπει τις έννομες σχέσεις της ιδιωτικής ζωής

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 23, εδ. 1)

1.      Όσον αφορά τις προϋποθέσεις αναζητήσεως των αχρεωστήτως καταβληθέντων, δύο στοιχεία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εξέταση του αν η αντικανονικότητα μιας καταβολής, υπό την έννοια του άρθρου 85, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, είναι τόσο εμφανής, ώστε ο υπάλληλος δεν ήταν δυνατό να την αγνοεί, συγκεκριμένα η σαφήνεια των εφαρμοστέων διατάξεων, αφενός, και ο βαθμός και η πείρα του υπαλλήλου, αφετέρου.

Συναφώς, η έκφραση «τόσο εμφανής» δεν σημαίνει ότι ο λαβών τα αχρεωστήτως καταβληθέντα απαλλάσσεται κάθε προσπάθειας σκέψεως ή ελέγχου, αλλά ότι η επιστροφή αυτή οφείλεται εφόσον πρόκειται περί σφάλματος το οποίο δεν μπορεί να μη διακρίνει υπάλληλος που επιδεικνύει τη συνήθη επιμέλεια και υποτίθεται ότι γνωρίζει τους κανόνες που διέπουν τον μισθό του.

Τα στοιχεία που λαμβάνει υπόψη ο δικαστής της Ένωσης προκειμένου να εκτιμήσει την ικανότητα του οικείου υπαλλήλου να προβαίνει στους αναγκαίους ελέγχους αφορούν το επίπεδο ευθύνης του υπαλλήλου, τον βαθμό και την αρχαιότητά του, τον βαθμό σαφήνειας των διατάξεων του ΚΥΚ που ορίζουν τις προϋποθέσεις χορηγήσεως της οικείας παροχής, καθώς και τη σπουδαιότητα των μεταβολών που επήλθαν στην προσωπική ή οικογενειακή του κατάσταση, εφόσον η καταβολή του επίμαχου ποσού συνδέεται με την εκτίμηση από τη Διοίκηση μιας τέτοιας καταστάσεως.

Εξάλλου, δεν είναι απαραίτητο να μπορεί ο οικείος υπάλληλος, στο πλαίσιο του καθήκοντος επιμελείας που υπέχει, να καθορίσει με ακρίβεια την έκταση του σφάλματος της Διοικήσεως. Αρκεί, συναφώς, να αμφιβάλλει ως προς την κανονικότητα των επίμαχων καταβολών, οπότε είναι υποχρεωμένος να ενημερώσει σχετικά τη Διοίκηση ώστε αυτή να προβεί στους αναγκαίους ελέγχους.

(βλ. σκέψεις 25 έως 28)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: αποφάσεις της 29ης Σεπτεμβρίου 2005, Thommes κατά Επιτροπής, T‐195/03, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:T:2005:344, σκέψεις 123 και 124 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 16ης Μαΐου 2007, F κατά Επιτροπής, T‐324/04, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:T:2007:140, σκέψη 145 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

2.      Το γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ καθιστά δυνατό στον υπάλληλο που επιδεικνύει τη μέση επιμέλεια να κατανοήσει το περιεχόμενό του και να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η δεκαετία την οποία αφορά η διάταξη αυτή λήγει πριν την ανάληψη υπηρεσίας στο θεσμικό όργανο-εργοδότη, κατά μείζονα λόγο διότι η διάταξη αυτή έχει αποτελέσει επί μακρό χρονικό διάστημα, αντικείμενο συνεπούς και ομοιόμορφης ερμηνείας από τον δικαστή της Ένωσης.

Εν πάση περιπτώσει, η διάταξη αυτή είναι τόσο σαφής όσο και ακριβής και καθιστά ευχερώς κατανοητό ότι η εν λόγω δεκαετία σκοπεί μόνο στον προσδιορισμό των προϋποθέσεων υπό τις οποίες, κατά το χρόνο αναλήψεως υπηρεσίας του υπαλλήλου ο οποίος έχει την ιθαγένεια του κράτους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται ο τόπος υπηρεσίας, μπορεί να του χορηγηθεί επίδομα αποδημίας.

Πράγματι, το γεγονός ότι το άρθρο 4 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ δεν ρυθμίζει μια ειδική περίπτωση, όπως αυτή του δικαιώματος αποδημίας ενός υπαλλήλου σε περίπτωση αποσπάσεως στη χώρα της οποίας την ιθαγένεια έχει, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι θίγει την αρχή της ασφάλειας δικαίου, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή ρυθμίζει κατά τρόπο γενικό και αόριστο τα κριτήρια βάσει των οποίων μπορεί να χορηγείται το επίδομα αυτό σε κάθε σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.

(βλ. σκέψεις 30, 47 και 48)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: διάταξη της 14ης Ιουλίου 2005, Γκούβρας κατά Επιτροπής, C‐420/04 P, Συλλογή, EU:C:2005:482, σκέψεις 57 και 60

ΓΔΕΕ: απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 1993, Magdalena Fernández κατά Επιτροπής, T‐90/92, Συλλογή, EU:T:1993:78, σκέψη 32

3.      Το άρθρο 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ ορίζει, άνευ περιορισμού, ότι κάθε πρόσωπο το οποίο αφορά ο ΚΥΚ δύναται να προσφύγει στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, ζητώντας της να λάβει απόφαση σχετική με το πρόσωπο αυτό. Η άσκηση του δικαιώματος αυτού δεν εξαρτάται από την προϋπόθεση της υπάρξεως νομίμου βάσεως επιτρέπουσας στη Διοίκηση να λάβει τη ζητούμενη απόφαση ούτε κωλύεται από το ότι η Διοίκηση δεν διαθέτει κανένα περιθώριο εκτιμήσεως για να λάβει την απόφαση αυτή.

(βλ. σκέψη 41)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 1980, Hochstrass κατά Δικαστηρίου, 147/79, Συλλογή, EU:C:1980:238, σκέψεις 2 έως 4

4.      Η αρχή της ασφάλειας δικαίου συνιστά θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία απαιτεί ιδίως να είναι σαφής και ακριβής η ρύθμιση, ώστε οι ιδιώτες να έχουν τη δυνατότητα να γνωρίζουν σαφώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους και να λαμβάνουν κατά συνέπεια τα μέτρα τους.

(βλ. σκέψη 45)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: απόφαση της 14ης Απριλίου 2005, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C‐110/03, Συλλογή, EU:C:2005:223, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

5.      Όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις της αναζητήσεως των αχρεωστήτως καταβληθέντων τις οποίες προβλέπει το άρθρο 85, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, το θεσμικό όργανο-εργοδότης υποχρεούται να αναζητήσει τα ποσά που εισπράχθηκαν αχρεωστήτως ποσά από τους πόρους της Ένωσης, δεδομένου ότι η εν λόγω διάταξη δεν προβλέπει εξαίρεση συναφώς.

Άλλωστε, προκύπτει σαφώς από το γράμμα του άρθρου 85 του ΚΥΚ ότι το άρθρο αυτό αφορά αποκλειστικώς την οικονομική σχέση μεταξύ του υπαλλήλου που έλαβε τις αντικανονικές πληρωμές και του θεσμικού οργάνου-εργοδότη. Εξάλλου, η διάταξη αυτή δεν λαμβάνει υπόψη τις ενδεχόμενες συνέπειες της αναζητήσεως για τον υπάλληλο έναντι άλλων προσώπων τα οποία ωφελήθηκαν αμέσως ή εμμέσως από τις αντικανονικές πληρωμές που αναζητήθηκαν από το θεσμικό όργανο-εργοδότη, δεδομένου ότι τα ζητήματα αυτά εμπίπτουν στο ιδιωτικό δίκαιο.

(βλ. σκέψεις 53 και 54)

6.      Η καταβολή διατροφής απορρέει από έννομες σχέσεις ιδιωτικού δικαίου μεταξύ των πρώην συζύγων. Γι’ αυτό το είδος σχέσεων, ιδίως όσον αφορά την τήρηση των ατομικών υποχρεώσεών τους, σύμφωνα με το άρθρο 23, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, οι υπάλληλοι της Ένωσης υπόκεινται πλήρως, όπως κάθε άλλος ιδιώτης, στο εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο.

(βλ. σκέψη 55)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: απόφαση της 17ης Μαΐου 2006, Καλλιάνος κατά Επιτροπής, T‐93/04, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:T:2006:130, σκέψη 49