Language of document : ECLI:EU:T:2015:503

Υπόθεση T‑398/13

TVR Automotive Ltd

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς

(σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

«Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία ανακοπής — Αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού εικονιστικού σήματος TVR ITALIA — Προγενέστερο εθνικό και κοινοτικό λεκτικό σήμα TVR — Σχετικός λόγος απαραδέκτου — Κίνδυνος συγχύσεως — Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 — Διαδικασία κηρύξεως εκπτώσεως — Ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος — Άρθρο 42, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 207/2009 — Άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα)
της 15ης Ιουλίου 2015

1.      Κοινοτικό σήμα — Παρατηρήσεις τρίτων και ανακοπή — Εξέταση της ανακοπής — Σχέση μεταξύ οριστικής αποφάσεως περί κηρύξεως εκπτώσεως ή ακυρότητας και της διαδικασίας ανακοπής — Δεδικασμένο — Περιεχόμενο

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρα 42 § 2, 53 § 4, 57 § 2 και 100 § 2)

2.      Κοινοτικό σήμα — Παρατηρήσεις τρίτων και ανακοπή — Εξέταση της ανακοπής — Απόδειξη της χρήσεως του προγενέστερου σήματος — Ουσιαστική χρήση — Έννοια — Κριτήρια εκτιμήσεως

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρα 15 § 1 και 42 § 2· κανονισμός 2868/95 της Επιτροπής, άρθρο 1, κανόνας 22 § 1)

3.      Κοινοτικό σήμα — Παρατηρήσεις τρίτων και ανακοπή — Εξέταση της ανακοπής — Απόδειξη της χρήσεως του προγενέστερου σήματος — Ουσιαστική χρήση — Έννοια — Ερμηνεία λαμβανομένης υπόψη της ratio legis του άρθρου 42, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 207/2009

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 42 §§ 2 και 3)

4.      Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία προσφυγής — Προσφυγή ενώπιον του δικαστή της Ένωσης — Δυνατότητα του Γενικού Δικαστηρίου να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη απόφαση — Όρια

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 65 § 3)

1.      Η αρχή του δεδικασμένου, που απαγορεύει την αμφισβήτηση του απρόσβλητου χαρακτήρα μιας δικαστικής αποφάσεως, δεν εφαρμόζεται στη σχέση μεταξύ μιας τελικής αποφάσεως επί ανακοπής και μιας αιτήσεως κηρύξεως ακυρότητας, δεδομένου ιδίως, αφενός, ότι οι διαδικασίες ενώπιον του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) είναι διοικητικής και όχι δικαστικής φύσεως και, αφετέρου, ότι το άρθρο 53, παράγραφος 4, και το άρθρο 100, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 δεν προβλέπουν αντίστοιχο κανόνα. Επιπλέον, οι διαπιστώσεις που περιέχονται στην τελική απόφαση επί της ανακοπής δεν μπορούν να αγνοηθούν εντελώς όταν πρόκειται να κριθεί η αίτηση κηρύξεως ακυρότητας που αφορά τους ίδιους διαδίκους, έχει το ίδιο αντικείμενο και στηρίζεται στους ίδιους λόγους, υπό την προϋπόθεση ότι οι διαπιστώσεις αυτές ή τα κριθέντα ζητήματα δεν επηρεάζονται από νέα πραγματικά στοιχεία, νέες αποδείξεις ή νέους λόγους ακυρώσεως. Συγκεκριμένα, η παρατήρηση αυτή αποτελεί απλώς ειδική έκφραση της νομολογίας κατά την οποία η πρότερη σχετική με λήψη αποφάσεων πρακτική του ΓΕΕΑ αποτελεί στοιχείο το οποίο μπορεί να λαμβάνεται υπόψη για να εκτιμηθεί αν ένα σημείο είναι κατάλληλο προς καταχώριση.

Επομένως, το τμήμα προσφυγών δεν υποχρεούτο να ακολουθήσει πιστά το σκεπτικό και το συμπέρασμα της αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεων. Άλλως, η πρακτική αποτελεσματικότητα των διακριτών προσφυγών, αφενός, της ανακοπής της καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος και, αφετέρου, της κηρύξεως εκπτώσεως ή ακυρότητας καταχωρισμένου κοινοτικού σήματος θα διακυβευόταν, καίτοι η διαδοχική ή παράλληλη άσκησή τους είναι δυνατή δυνάμει του κανονισμού 207/2009. Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, υπό το πρίσμα του άρθρου 42, παράγραφος 2, και του άρθρου 57, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, αναλόγως της ημερομηνίας είτε της υποβολής αιτήσεως κηρύξεως εκπτώσεως ή ακυρότητας είτε της δημοσιεύσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως, οι πενταετείς περίοδοι κατά τις οποίες απαιτείται απόδειξη της ουσιαστικής χρήσεως κοινοτικού σήματος ενδέχεται να είναι διαφορετικές.

(βλ. σκέψεις 38, 39)

2.      Κατά πάγια νομολογία, συντρέχει «ουσιαστική χρήση» σήματος όταν αυτό χρησιμοποιείται κατά τρόπο σύμφωνο προς τη βασική του λειτουργία, η οποία συνίσταται στη διασφάλιση της ταυτότητας της προελεύσεως των υπηρεσιών ή των προϊόντων για τα οποία καταχωρίσθηκε, προς διευκόλυνση ή διατήρηση της εμπορευσιμότητας των εν λόγω προϊόντων και υπηρεσιών, και όχι όταν αυτό χρησιμοποιείται συμβολικά προς τον σκοπό και μόνο της διατηρήσεως των δικαιωμάτων που παρέχει το σήμα. Κατά την εκτίμηση του ουσιαστικού χαρακτήρα της χρήσεως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των γεγονότων και περιστάσεων που μπορούν να αποδείξουν το υπαρκτό της εμπορικής εκμεταλλεύσεως στον κύκλο των συναλλαγών, ιδίως η χρήση που θεωρείται δικαιολογημένη στον οικείο οικονομικό τομέα για τη διατήρηση ή δημιουργία μεριδίου αγοράς για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που προστατεύει το σήμα, η φύση των εν λόγω προϊόντων ή υπηρεσιών, τα χαρακτηριστικά της αγοράς, η έκταση και η συχνότητα χρήσεως του σήματος αυτού. Εντούτοις, η ανάλυση της ουσιαστικής χρήσεως προγενέστερου σήματος δεν μπορεί να περιορίζεται στην απλή διαπίστωση της χρήσεως του σήματος αυτού στην επιχειρηματική ζωή δεδομένου ότι πρέπει, επιπροσθέτως, να πρόκειται για ουσιαστική χρήση σύμφωνα με το γράμμα του άρθρου 42, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 για το κοινοτικό σήμα. Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός της χρήσεως ενός σήματος ως «ουσιαστικής» συναρτάται προς τα χαρακτηριστικά του οικείου προϊόντος ή της οικείας υπηρεσίας στην αντίστοιχη αγορά. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί κάθε αποδεδειγμένη εμπορική εκμετάλλευση να χαρακτηριστεί αυτομάτως ως ουσιαστική χρήση του επίμαχου σήματος.

Όσον αφορά την έκταση της χρήσεως του προγενέστερου σήματος, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, μεταξύ άλλων, αφενός, η εμπορική αξία του συνόλου των πράξεων χρήσεως και, αφετέρου, η διάρκεια της περιόδου κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν οι πράξεις χρήσεως, καθώς και η συχνότητα των πράξεων αυτών. Κατά την εκτίμηση του ουσιαστικού χαρακτήρα της χρήσεως προγενέστερου σήματος απαιτείται σφαιρική εκτίμηση που να λαμβάνει υπόψη όλους τους παράγοντες που ασκούν επιρροή στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η εκτίμηση αυτή γίνεται με δεδομένο ότι υφίσταται αμφίδρομη σχέση μεταξύ των συνεκτιμώμενων παραγόντων. Επομένως, η τυχόν μικρή ποσότητα προϊόντων που διατίθενται στο εμπόριο υπό το εν λόγω σήμα μπορεί να αντισταθμίζεται από τη μεγάλη συχνότητα ή τη μακροχρόνια συνεχή χρήση του σήματος αυτού και αντιστρόφως. Περαιτέρω, η ουσιαστική χρήση ενός σήματος δεν αποδεικνύεται από πιθανότητες ή εικασίες, αλλά πρέπει να στηρίζεται σε συγκεκριμένα και αντικειμενικά στοιχεία που να αποδεικνύουν την αποτελεσματική και επαρκή χρήση του σήματος στην οικεία αγορά.

Όσον αφορά τη διάρκεια της χρήσεως, έχει ήδη κριθεί ότι από τις κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 πλήττονται αποκλειστικώς τα σήματα των οποίων δεν έγινε ουσιαστική χρήση επί μία συνεχή πενταετία. Ως εκ τούτου, αρκεί να έχει γίνει ουσιαστική χρήση σήματος για μέρος μόνον της κρίσιμης περιόδου ώστε να μην τύχουν εφαρμογής οι προαναφερθείσες κυρώσεις. Ομοίως, ο κανόνας 22, παράγραφος 3, του κανονισμού 2868/95 περί λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού 207/2009 θέτει το κριτήριο της διάρκειας χωρίς να επιτάσσει την απόδειξη του συνεχούς χαρακτήρα της κατά τη διάρκεια της πενταετούς προθεσμίας και το διακρίνει, ιδίως, από τα κριτήρια της συχνότητας και της φύσεως της χρήσεως τα οποία, μόνον εξεταζόμενα στο σύνολό τους, καθιστούν δυνατό το συμπέρασμα ότι υφίσταται ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος. Συγκεκριμένα, μόνον κατόπιν της συνεκτιμήσεως του συνόλου των στοιχείων που έχουν τεθεί υπόψη του τμήματος προσφυγών είναι δυνατόν να κριθεί αποδειχθείσα η ως άνω χρήση.

Επομένως, η πρόβλεψη προθεσμίας πέντε ετών από τα άρθρα 42, παράγραφος 2, και 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 δεν συνεπάγεται ότι τα αποδεικτικά στοιχεία της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σήματος πρέπει να προσκομισθούν χωριστά για καθένα από τα έτη που καλύπτει η ως άνω προθεσμία, αλλά, αντιθέτως, αρκεί να αποδειχθεί ότι, λαμβανομένων υπόψη όλων των κρίσιμων στη συγκεκριμένη περίπτωση παραγόντων, για μέρος τουλάχιστον της ως άνω προθεσμίας, το εν λόγω σήμα χρησιμοποιήθηκε όχι αμιγώς συμβολικώς, αλλά πράγματι με σκοπό να δημιουργήσει ή να διατηρήσει μερίδιο αγοράς για τα επίμαχα προϊόντα και τις επίμαχες υπηρεσίες. Άλλως, σε περίπτωση όπως η προκείμενη, η επέλευση μιας προσωρινής, μόνο, οικονομικής κρίσεως η οποία θα εμπόδιζε τη χρήση του προγενέστερου σήματος για περιορισμένη περίοδο, καίτοι ο δικαιούχος του σκόπευε να συνεχίσει τη χρήση του ως άνω σήματος στο εγγύς μέλλον, θα μπορούσε να είναι αρκετή ώστε να μην του είναι πλέον δυνατόν να ασκήσει ανακοπή κατά της καταχωρίσεως αναλόγου σήματος.

(βλ. σκέψεις 44, 46, 52, 53)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 45)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 62)