Language of document : ECLI:EU:T:2012:637

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 29ης Νοεμβρίου 2012 (*)

«Ασφαλιστικά μέτρα — Ανταγωνισμός — Απόφαση της Επιτροπής περί διαβιβάσεως εγγράφων σε εθνικό δικαστήριο — Εμπιστευτικός χαρακτήρας — Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας — Αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων — Fumus boni juris — Επείγον — Στάθμιση των συμφερόντων»

Στην υπόθεση T‑164/12 R,

Alstom, με έδρα το Levallois‑Perret (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τον J. Derenne, δικηγόρο, καθώς και τους N. Heaton, P. Chaplin και M. Farley, solicitors,

αιτούσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από την Α. Antoniadis, καθώς και τους N. Khan και P. J. O. Van Nuffel,

καθής,

υποστηριζομένης από τη

National Grid Electricity Transmission plc, εκπροσωπούμενη από τους A. Magnus, C. Bryant και E. Coulson, solicitors, καθώς και τους J. Turner και D. M. Beard, QC,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο αίτηση αναστολής εκτελέσεως της αποφάσεως της Επιτροπής της 26ης Ιανουαρίου 2012, η οποία περιέχεται στα έγγραφα αριθ. D/2012/006840 και D/2012/006863 του γενικού διευθυντή της Γενικής Διευθύνσεως Ανταγωνισμού της Επιτροπής, σχετικά με τη διαβίβαση ορισμένων εγγράφων στο High Court of England and Wales προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά στοιχεία στο πλαίσιο αγωγής ασκηθείσας κατά της αιτούσας, καθώς και αίτημα να διαταχθεί η εμπιστευτική μεταχείριση, στο πλαίσιο της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, των επαγγελματικών απορρήτων που περιέχονται στην από 30 Ιουνίου 2006 απάντηση της αιτούσας στην ανακοίνωση των αιτιάσεων στην υπόθεση COMP/F/38.899 — Εξοπλισμός μεταγωγής με μόνωση αερίου,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Ιστορικό της διαφοράς

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

1        Οι Areva T&D Holding SA, Areva T&D SA και Areva T&D AG ήταν εταιρίες του ομίλου της αιτούσας, Alstom, έως τις 8 Ιανουαρίου 2004, ημερομηνία κατά την οποία εξαγοράσθηκαν από την Areva. Στις 7 Ιουνίου 2010 η Areva μεταπώλησε τις ανωτέρω εταιρίες στην αιτούσα, η οποία τροποποίησε τις επωνυμίες τους, αντιστοίχως, σε T&D Holding (ακολούθως Alstom Holdings μετά από εσωτερική αναδιοργάνωση στις 30 και 31 Μαρτίου 2012), Alstom Grid SAS και Alstom Grid AG. Οι εν λόγω τρεις επιχειρήσεις θα καλούνται στο εξής «εταιρίες Grid», ανεξαρτήτως της ταυτότητας της μητρικής εταιρίας τους.

 Η διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής και των δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης

2        Στις 20 Απριλίου 2006 η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση των αιτιάσεων στην υπόθεση COMP/F/38.899 — Εξοπλισμός μεταγωγής με μόνωση αερίου (στο εξής: απόφαση AIG), στην οποία η μεν αιτούσα απάντησε στις 30 Ιουνίου 2006 (στο εξής: απάντηση της αιτούσας), η δε Areva και οι εταιρίες Grid απάντησαν από κοινού την ίδια ημερομηνία με την αιτούσα (στο εξής: απάντηση της Areva και των εταιριών Grid).

3        Στις 24 Ιανουαρίου 2007 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C (2006) 6762 τελικό στην υπόθεση αυτή, με την οποία επέβαλε κυρώσεις, μεταξύ άλλων, στην αιτούσα, στην Areva και στις εταιρίες Grid για τη συμμετοχή τους σε σύμπραξη στην αγορά εξοπλισμών μεταγωγής με μόνωση αερίου. Στις 18 Απριλίου 2007, αφενός, η αιτούσα και, αφετέρου, η Areva και οι εταιρίες Grid άσκησαν προσφυγή ακυρώσεως κατά της εν λόγω αποφάσεως.

4        Με απόφαση της 3ης Μαρτίου 2011, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T‑117/07 και T‑121/07, Areva κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. ΙΙ‑633), το Γενικό Δικαστήριο μείωσε το ποσό των προστίμων που είχαν επιβληθεί στην αιτούσα, στην Areva και στις εταιρίες Grid. Η Areva, αφενός, και η αιτούσα και οι εταιρίες Grid, αφετέρου, άσκησαν αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής (συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑247/11 P και C‑253/11 P, Areva κατά Επιτροπής), αντιστοίχως, στις 24 και 25 Μαΐου 2011.

 Η διαδικασία ενώπιον του High Court of England and Wales

5        Στις 17 Νοεμβρίου 2008 η National Grid Electricity Transmission plc (στο εξής: NGET) άσκησε ενώπιον του High Court of England and Wales (στο εξής: High Court) αγωγή αποζημιώσεως, μεταξύ άλλων, κατά της αιτούσας, της Areva και των εταιριών Grid, με το αιτιολογικό ότι, λόγω της συγκεκριμένης παραβάσεως, ήταν υπέρμετρες οι τιμές που είχε καταβάλει για την αγορά, κατά την περίοδο 1988 έως 2004, εξοπλισμού μεταγωγής με μόνωση αερίου από εμπλεκόμενες στην ανωτέρω σύμπραξη εταιρίες.

6        Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, η NGET ζήτησε να της κοινοποιηθούν η απάντηση της αιτούσας και η απάντηση της Areva και των εταιριών Grid επί της ανακοινώσεως των αιτιάσεων στην υπόθεση COMP/F/38.899 — Εξοπλισμός μεταγωγής με μόνωση αερίου. Το High Court αποφάνθηκε επί του αιτήματος αυτού με απόφαση της 4ης Ιουλίου 2011, και στη συνέχεια, αφού εξέδωσε διάταξη στις 11 Ιουλίου 2011 (στο εξής: διάταξη περί εμπιστευτικής μεταχειρίσεως), με την οποία επέβαλε την υποχρέωση εχεμύθειας για την προστασία των στοιχείων εμπιστευτικού χαρακτήρα τα οποία περιέχονταν στα έγγραφα που τίθενταν στη διάθεση των διαδίκων στην ενώπιον του διαδικασία, ζήτησε, με έγγραφο της 13ης Ιουλίου 2011, από την Επιτροπή να του διαβιβάσει, δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), την απάντηση της αιτούσας και την απάντηση της Areva και των εταιριών Grid. Με έγγραφο της 25ης Ιουλίου 2011 η αιτούσα και οι εταιρίες Grid υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους στην Επιτροπή επί του ανωτέρω αιτήματος του High Court.

7        Στις 28 Οκτωβρίου 2011 η Επιτροπή απέστειλε στο High Court έγγραφο με το οποίο του γνωστοποιούσε ότι είχε πρόθεση να δεχθεί το αίτημά του, διευκρινίζοντας πάντως ότι προηγουμένως όφειλε να ενημερώσει σχετικώς την αιτούσα και τις εταιρίες Grid. Με έγγραφο της 26ης Ιανουαρίου 2012, η Επιτροπή ανακοίνωσε στις επιχειρήσεις αυτές την απόφασή της να δεχθεί το αίτημα του High Court (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση) και τους γνωστοποίησε τα έγγραφα που προτίθετο να διαβιβάσει, αν αυτές δεν προσέβαλλαν την ανωτέρω απόφαση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων.

8        Στις 21 Φεβρουαρίου 2012 η αιτούσα και οι εταιρίες Grid γνωστοποίησαν στην Επιτροπή την πρόθεσή τους να ασκήσουν προσφυγή κατά της εν λόγω αποφάσεως καθώς και να υποβάλουν αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου.

 Διαδικασία

 Η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και το αίτημα μερικής παραιτήσεως

9        Στις 10 Απριλίου 2012 η αιτούσα και οι εταιρίες Grid άσκησαν προσφυγή ακυρώσεως κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως. Με χωριστό δικόγραφο της ίδιας ημερομηνίας, υπέβαλαν αίτηση ασφαλιστικών μέτρων με αίτημα την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με τα άρθρα 278 ΣΛΕΕ και 279 ΣΛΕΕ.

10      Η Επιτροπή, αφού παρέλαβε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, παρατήρησε την αιτίαση της αιτούσας και των εταιριών Grid κατά την οποία, παρά τον αποκλεισμό από το πεδίο εφαρμογής της αιτήσεως του High Court των προσκομισθέντων στο πλαίσιο της ανακοινώσεώς της σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) (ΕΕ 2002, C 45, σ. 3) στοιχείων, το κείμενο των απαντήσεων που προτίθετο να του διαβιβάσει η Επιτροπή περιελάμβανε τέτοιου είδους στοιχεία. Με έγγραφο της 26ης Απριλίου 2012 η Επιτροπή γνωστοποίησε στις επιχειρήσεις αυτές την απόφασή της να τροποποιήσει τα εν λόγω κείμενα αφαιρώντας τα στοιχεία αυτά.

11      Στις 10 Μαΐου 2012 η Επιτροπή κατέθεσε τις παρατηρήσεις της επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων.

12      Στις 21 Μαΐου 2012 η αιτούσα και οι εταιρίες Grid κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου έγγραφο με το οποίο επισήμαιναν ότι, μετά την απόφαση της Επιτροπής της 26ης Απριλίου 2012, δεν ανέκυπτε πλέον κανένα αρκούντως σοβαρό πρόβλημα από το τροποποιημένο κείμενο της απαντήσεως της Areva και των εταιριών Grid και ότι, κατά συνέπεια, οι εταιρίες Grid είχαν αποφασίσει να παραιτηθούν από το δικόγραφο της προσφυγής στην κύρια δίκη και να ανακαλέσουν την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων. Επιπροσθέτως, η αιτούσα, αφού έλαβε γνώση της αποφάσεως της Επιτροπής, τροποποίησε τα αιτήματά της, δεδομένου ότι είχαν καταστεί πλέον αλυσιτελείς ορισμένοι προβληθέντες λόγοι και ορισμένα συνημμένα έγγραφα προς στήριξη της αιτήσεως αυτής.

13      Στις 29 Μαΐου 2012 η Επιτροπή κατέθεσε τις παρατηρήσεις της επί του αιτήματος μερικής παραιτήσεως και της εκ μέρους της αιτούσας τροποποιήσεως των αιτημάτων της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων.

14      Στις 13 Ιουνίου 2012 ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου εξέδωσε διάταξη περί μερικής διαγραφής στην υπόθεση T‑164/12 R, ώστε να αφαιρεθεί το όνομα των εταιριών Grid από τον κατάλογο των αιτουσών. Στις 10 Ιουλίου 2012 ο πρόεδρος του τετάρτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου διέγραψε, επίσης, με διάταξη τις εταιρίες Grid από τον κατάλογο των προσφευγουσών στην υπόθεση της κύριας δίκης και καταδίκασε την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδά της και στο ένα τρίτο των δικαστικών εξόδων στα οποία είχαν υποβληθεί οι εταιρίες Grid στο πλαίσιο των υποθέσεων T‑164/12 και T‑164/12 R.

 Αίτηση παρεμβάσεως της NGET και αίτηση της αιτούσας περί εμπιστευτικής μεταχειρίσεως

15      Την 1η Μαΐου 2012 η NGET κατέθεσε αίτηση παρεμβάσεως στην υπόθεση T‑164/12 R υπέρ της Επιτροπής. Με έγγραφο της 22ας Μαΐου 2012 η Επιτροπή ενημέρωσε τον Πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου ότι δεν είχε καμία αντίρρηση συναφώς. Στις 23 Μαΐου 2012 η αιτούσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί της ανωτέρω αιτήσεως, με τις οποίες διευκρίνιζε, κατ’ ουσίαν, ότι δεν είχε καμία αντίρρηση επί της παρεμβάσεως αυτής. Με χωριστό δικόγραφο της ίδιας ημερομηνίας, η αιτούσα υπέβαλε αίτηση εμπιστευτικής μεταχειρίσεως των προσκομισθέντων στοιχείων και εγγράφων στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑164/12 R. Στις 6 Ιουνίου 2012 η NGET κατέθεσε έγγραφο με το οποίο, αφενός, επισήμαινε ότι η αιτούσα είχε παρουσιάσει εσφαλμένως μια πτυχή της εθνικής διαδικασίας, με τις παρατηρήσεις της επί της αιτήσεως παρεμβάσεως, και, αφετέρου, επαναλάμβανε επ’ ευκαιρία τη σημασία της αποδοχής του αιτήματός της να παρέμβει στη δίκη προκειμένου να μπορέσει να διαφωτίσει το Γενικό Δικαστήριο σχετικά με τη φύση και το καθεστώς της διαδικασίας ενώπιον του High Court.

16      Στις 10 Ιουλίου 2012 η NGET κατέθεσε αίτηση παρεμβάσεως υπέρ της Επιτροπής στην υπόθεση T‑164/12, επί της οποίας δεν προβλήθηκε καμία αντίρρηση από την Επιτροπή ή την αιτούσα. Εντούτοις, η Alstom υπέβαλε στις 7 Αυγούστου 2012 αίτηση εμπιστευτικής μεταχειρίσεως των προσκομισθέντων στοιχείων και εγγράφων στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑164/12.

17      Με διάταξη της 4ης Σεπτεμβρίου 2012 ο πρόεδρος του τετάρτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου δέχθηκε την αίτηση παρεμβάσεως της NGET στην υπόθεση T‑164/12. Στις 13 Σεπτεμβρίου 2012 ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου εξέδωσε διάταξη, με την οποία δέχθηκε την παρέμβαση της NGET στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑164/12 R. Με την επιφύλαξη της αποφάσεως του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων σχετικά με το βάσιμο της αιτήσεως εμπιστευτικής μεταχειρίσεως, διαβιβάστηκε, μεταξύ άλλων, στην παρεμβαίνουσα το μη εμπιστευτικό κείμενο των προσκομισθέντων εγγράφων στο πλαίσιο της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, το οποίο είχε συντάξει η αιτούσα, και της ζητήθηκε να υποβάλει συναφώς τυχόν παρατηρήσεις της.

18      Στις 27 Σεπτεμβρίου 2012, η παρεμβαίνουσα κατέθεσε, αφενός, το υπόμνημα παρεμβάσεως και, αφετέρου, τις παρατηρήσεις της επί της αιτήσεως εμπιστευτικής μεταχειρίσεως που είχε υποβάλει η αιτούσα, με τις οποίες δήλωνε ότι έθετε στην κρίση του Γενικού Δικαστηρίου τη δυνατότητα λήψεως διαδικαστικών μέτρων που θα της επέτρεπαν να διατυπώσει τις απόψεις της επί του ζητήματος αυτού. Στις 8 Οκτωβρίου 2012 ο Γραμματέας του Γενικού Δικαστηρίου επέδωσε τα εν λόγω δύο έγγραφα στην αιτούσα και στην Επιτροπή.

 Αιτήματα των διαδίκων

19      Η αιτούσα ζητεί, κατ’ ουσίαν, από τον Πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου:

–        να αναστείλει την εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως μέχρις ότου το Γενικό Δικαστήριο αποφανθεί επί της κύριας προσφυγής·

–        να διατάξει την εμπιστευτική μεταχείριση, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, των επαγγελματικών απορρήτων που περιέχονται στην απάντηση της αιτούσας·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

20      Λαμβανομένης της εκ μέρους της αιτούσας τροποποιήσεως των αιτημάτων της (βλ. ανωτέρω σκέψη 12), πρέπει να θεωρηθεί ότι η αιτούσα παραιτήθηκε από την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων καθόσον αυτή αφορά τα πληροφοριακά στοιχεία που παρασχέθηκαν στο πλαίσιο της ανακοινώσεως σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ).

21      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, ζητεί, κατ’ ουσίαν, από τον Πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου:

–        να απορρίψει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων·

–        να καταδικάσει την αιτούσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του αιτήματος να διαταχθεί η εμπιστευτική μεταχείριση, στο πλαίσιο της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, των επαγγελματικών απορρήτων που περιέχονται στην απάντηση της αιτούσας

22      Με τις παρατηρήσεις που υπέβαλε στις 10 Μαΐου 2012 η Επιτροπή φρονεί ότι η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, στο μέτρο που έχει ως αντικείμενο την εμπιστευτική μεταχείριση, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, των επαγγελματικών απορρήτων που περιέχονται στην απάντηση της αιτούσας.

23      Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, όπως έχει συνταχθεί, η αίτηση περί εμπιστευτικής μεταχειρίσεως, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, των επαγγελματικών απορρήτων που περιέχονται στην απάντηση της αιτούσας μπορεί να εννοηθεί μόνον ως στρεφόμενη κατά της καθής. Όμως, εν προκειμένω, μια τέτοια αίτηση είναι άνευ νοήματος, καθόσον η Επιτροπή έχει στην κατοχή της το εμπιστευτικό κείμενο των επίμαχων εγγράφων. Εάν, εντούτοις, η αιτούσα είχε, με την αίτηση αυτή, την πρόθεση να ζητήσει μια τέτοια μεταχείριση έναντι τυχόν μελλοντικού παρεμβαίνοντος, η αίτηση αυτή θα ήταν πρόωρη. Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω με τις σκέψεις 17 και 18, στην παρεμβαίνουσα παρασχέθηκε πρόσβαση μόνο στο μη εμπιστευτικό κείμενο των εγγράφων που προσκομίζονται στο πλαίσιο της παρούσας αιτήσεως.

 Επί της αιτήσεως αναστολής εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

24      Από τη συνδυασμένη ερμηνεία, αφενός, των άρθρων 278 ΣΛΕΕ και 279 ΣΛΕΕ και, αφετέρου, του άρθρου 256, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων μπορεί, εφόσον εκτιμά ότι τούτο επιβάλλεται από τις περιστάσεις, να διατάξει την αναστολή της εκτελέσεως μιας προσβαλλομένης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου πράξεως ή να διατάξει τα αναγκαία προσωρινά μέτρα.

25      Το άρθρο 104, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας ορίζει ότι οι αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να προσδιορίζουν το αντικείμενο της διαφοράς, τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το επείγον της υποθέσεως, καθώς και τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που δικαιολογούν, εκ πρώτης όψεως, τη λήψη του ζητούμενου προσωρινού μέτρου. Συνεπώς, η αναστολή εκτελέσεως και τα άλλα προσωρινά μέτρα μπορούν να διαταχθούν από τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων εφόσον αποδεικνύεται ότι η λήψη τους δικαιολογείται εκ πρώτης όψεως βάσει των προβαλλομένων πραγματικών και νομικών ισχυρισμών (fumus boni juris) και ότι τα μέτρα αυτά είναι επείγοντα, υπό την έννοια ότι είναι αναγκαίο, προκειμένου να αποφευχθεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη των συμφερόντων του αιτούντος, να διαταχθούν και να παραγάγουν τα αποτελέσματά τους πριν από την έκδοση της αποφάσεως επί της κύριας προσφυγής. Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων προβαίνει επίσης, κατά περίπτωση, στη στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων (διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 23ης Φεβρουαρίου 2001, C‑445/00 R, Αυστρία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. I‑1461, σκέψη 73).

26      Στο πλαίσιο αυτής της συνολικής εξετάσεως, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και παραμένει ελεύθερος να καθορίσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να εξακριβωθεί η συνδρομή των διαφόρων αυτών προϋποθέσεων καθώς και τη σειρά με την οποία θα διεξαχθεί η εξέταση αυτή, εφόσον κανένας κανόνας δικαίου δεν του επιβάλλει προκαθορισμένο σχέδιο αναλύσεως για να εκτιμήσει την αναγκαιότητα της εκδόσεως διατάξεως ασφαλιστικών μέτρων [διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 19ης Ιουλίου 1995, C‑149/95 P(R), Επιτροπή κατά Atlantic Container Line κ.λπ., Συλλογή 1995, σ. Ι‑2165, σκέψη 23, και της 3ης Απριλίου 2007, C‑459/06 P(R), Vischim κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 25].

27      Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων της δικογραφίας, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων εκτιμά ότι διαθέτει όλα τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου να αποφανθεί επί της παρούσας αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, χωρίς να χρειάζεται να ακούσει προηγουμένως τις προφορικές εξηγήσεις των διαδίκων και χωρίς να λάβει κανένα μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, όπως ζητεί η παρεμβαίνουσα.

28      Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υποθέσεως, πρέπει καταρχάς να γίνει στάθμιση των συμφερόντων.

 Επί της σταθμίσεως των συμφερόντων

29      Κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της σταθμίσεως των διαφόρων εμπλεκομένων συμφερόντων, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων οφείλει να καθορίσει κατά πόσον το συμφέρον του αιτούντος τα προσωρινά μέτρα διαδίκου για τη λήψη των μέτρων αυτών υπερισχύει του συμφέροντος που αντιπροσωπεύει η άμεση εφαρμογή της επίμαχης πράξεως εξετάζοντας, ειδικότερα, αν η τυχόν ακύρωση της πράξεως αυτής από τον δικαστή που κρίνει την ουσία της διαφοράς θα επέτρεπε την αναστροφή της καταστάσεως που θα προκαλούσε η άμεση εκτέλεσή της και, αντιστρόφως, αν η αναστολή της εκτελέσεως της εν λόγω πράξεως θα ήταν ικανή να εμποδίσει την πράξη να παραγάγει πλήρως το αποτέλεσμά της σε περίπτωση απορρίψεως της κύριας προσφυγής (βλ., συναφώς, διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 11ης Μαΐου 1989, 76/89 R, 77/89 R και 91/89 R, RTE κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 1141, σκέψη 15, και της 26ης Ιουνίου 2003, C‑182/03 R και C‑217/03 R, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑6887, σκέψη 142). Στο πλαίσιο αυτό, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων μπορεί, επίσης, να αποφασίσει να λάβει υπόψη τα συμφέροντα τρίτων.

30      Όσον αφορά, ειδικότερα, την προϋπόθεση του αναστρέψιμου της νομικής καταστάσεως που θα δημιουργηθεί με τη διάταξη ασφαλιστικών μέτρων, πρέπει να σημειωθεί ότι ο σκοπός της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων περιορίζεται στην εξασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας της μέλλουσας να εκδοθεί αποφάσεως επί της ουσίας (βλ., συναφώς, διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 2004, C‑7/04 P(R), Επιτροπή κατά Akzo και Akcros, Συλλογή 2004, σ. I-8739, σκέψη 36]. Κατά συνέπεια, η διαδικασία αυτή έχει αμιγώς παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με την κύρια δίκη προς την οποία συναρτάται (διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Φεβρουαρίου 1996, T‑228/95 R, Lehrfreund κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑111, σκέψη 61), οπότε η απόφαση την οποία λαμβάνει ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να έχει προσωρινό χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι δεν πρέπει να προδικάζει τη μέλλουσα να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας ούτε να την καθιστά μάταιη ως στερούμενη πρακτικής αποτελεσματικότητας (βλ., συναφώς, διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 17ης Μαΐου 1991, C‑313/90 R, CIRFS κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. I‑2557, σκέψη 24, και του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Δεκεμβρίου 1995, T‑203/95 R, Connolly κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑2919, σκέψη 16).

31      Έπεται κατ’ ανάγκην ότι το συμφέρον που επικαλείται ένας διάδικος στη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων δεν είναι άξιο προστασίας όταν ο διάδικος αυτός ζητεί από τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων να εκδώσει απόφαση η οποία, χωρίς να έχει αμιγώς προσωρινό χαρακτήρα, έχει ως αποτέλεσμα να προδικάζει τη μέλλουσα να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας και να την καθιστά μάταιη ως στερούμενη πρακτικής αποτελεσματικότητας.

32      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο θα κληθεί να αποφανθεί, στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, εάν η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία η Επιτροπή αποφάσισε να δεχθεί το αίτημα του High Court να του κοινοποιηθεί, ιδίως, η απάντηση της αιτούσας, πρέπει να ακυρωθεί, μεταξύ άλλων, λόγω παραβάσεως του προστατευόμενου από το άρθρο 339 ΣΛΕΕ επαγγελματικού απορρήτου.

33      Πρώτον, όσον αφορά το έννομο συμφέρον που επικαλείται η παρεμβαίνουσα, πρέπει να επισημανθεί ότι, με το υπόμνημα παρεμβάσεως, η παρεμβαίνουσα εφιστά την προσοχή του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων στο γεγονός ότι, στο πλαίσιο της σταθμίσεως των εμπλεκομένων συμφερόντων, πρέπει να ληφθούν υπόψη τα διαφορετικά ενδεχόμενα που προκύπτουν από τα αντίστοιχα χρονοδιαγράμματα του Γενικού Δικαστηρίου και του High Court.

34      Καταρχάς, εάν γίνει δεκτή η αίτηση αναστολής εκτελέσεως, τα επίμαχα έγγραφα δεν θα μπορούν να διαβιβασθούν από την Επιτροπή στο High Court μέχρις ότου το Γενικό Δικαστήριο εκδώσει την απόφασή του στο πλαίσιο της κύριας δίκης. Η παρεμβαίνουσα εκτιμά ότι, αν το Γενικό Δικαστήριο αποφανθεί μεν υπέρ της Επιτροπής, αλλά εκδώσει την απόφασή του μετά την έκδοση της αποφάσεως του High Court, η ίδια θα έχει στερηθεί χρήσιμα για την αγωγή της έγγραφα και η αναστολή θα έχει, ως εκ τούτου, αποτελέσματα οριστικής αποφάσεως υπέρ της αιτούσας, παρά την απόρριψη, από το Γενικό Δικαστήριο, της προσφυγής ως αβάσιμης.

35      Ακολούθως, αν απορριφθεί η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, τα επίμαχα έγγραφα θα διαβιβασθούν από την Επιτροπή στο High Court το οποίο, με τη σειρά του, θα τα κοινοποιήσει στους περιλαμβανομένους στον «κύκλο εμπιστευτικότητας» βάσει της διατάξεως της 11ης Ιουλίου 2011, προκειμένου να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της αγωγής αποζημιώσεως. Η παρεμβαίνουσα φρονεί ότι, αν το Γενικό Δικαστήριο αποφανθεί υπέρ της αιτούσας πριν από την έκδοση της αποφάσεως του High Court, τα παρανόμως διαβιβασθέντα στοιχεία δεν θα περιληφθούν στη δικογραφία του εθνικού δικαστηρίου.

36      Εντούτοις, πρέπει να επισημανθεί ότι η παρεμβαίνουσα παραβλέπει και ένα άλλο ουσιώδες για τα συμφέροντα της αιτούσας ενδεχόμενο: την περίπτωση της απορρίψεως της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων και της εκδόσεως της αποφάσεως του High Court πριν από την έκδοση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση της κύριας δίκης. Σε μια τέτοια περίπτωση, μια ακυρωτική απόφαση θα ήταν μάταιη και άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας. Ειδικότερα, η απόρριψη της παρούσας αιτήσεως θα είχε ως αποτέλεσμα να προδικάζει de facto τη μέλλουσα να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας, δηλαδή την απόρριψη της προσφυγής ακυρώσεως.

37      Όσον αφορά την προμνησθείσα στις σκέψεις 30 και 31 νομολογία, πρέπει συνεπώς να επισημανθεί ότι, ενώπιον του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων, η διαφωνία σχετικά με τη ζητούμενη, στο πλαίσιο εκκρεμούσας όπως εν προκειμένω διαφοράς, διαβίβαση επίμαχων εγγράφων από θεσμικό όργανο σε εθνικό δικαστήριο μπορεί να αναιρέσει τον παρεπόμενο χαρακτήρα της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

38      Εντούτοις, σε περίπτωση που, αφενός, γινόταν δεκτή η παρούσα αίτηση και, αφετέρου, το High Court μπορούσε να αποφανθεί πριν από την έκδοση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο της κύριας δίκης, η παρεμβαίνουσα δεν απέδειξε ότι δεν θα ήταν σε θέση να διατηρήσει το έννομο συμφέρον της ζητώντας, ως ενάγουσα ενώπιον του High Court, την αναστολή της εκδικάσεως της αγωγής αποζημιώσεως.

39      Εξάλλου, η αποδοχή μιας τέτοιας αιτήσεως αναστολής φαίνεται πιθανότερη από την αποδοχή αιτήσεως αναστολής της αιτούσας ως εναγομένης ενώπιον του High Court, στην περίπτωση που, αφενός απορριπτόταν η παρούσα αίτηση, με αποτέλεσμα τη διαβίβαση των εγγράφων στο High Court, και, αφετέρου, το High Court ήταν σε θέση να αποφανθεί πριν από την έκδοση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο της κύριας δίκης.

40      Δεύτερον, όσον αφορά το συμφέρον που επικαλείται η Επιτροπή, πρέπει να επισημανθεί ότι, με τις παρατηρήσεις που υπέβαλε στις 10 Μαΐου 2012, υποστηρίζει ότι το μόνο συμφέρον που έχει είναι να παραμείνουν τα εθνικά δικαστήρια αρμόδια για την εφαρμογή των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, διασφαλίζοντας την πλήρη εφαρμογή τους και προστατεύοντας τα δικαιώματα που απονέμουν στους ιδιώτες. Συναφώς, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι τα εμπλεκόμενα συμφέροντα δεν είναι μόνον τα συμφέροντα των προσώπων που ζητούν την αποκατάσταση της ζημίας που τους έχει προκαλέσει ορισμένη συμπεριφορά δυνάμενη να περιορίσει ή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, αλλά και το γενικό συμφέρον της αποτελεσματικής εφαρμογής των κανόνων της Ένωσης στον τομέα του ανταγωνισμού, καθόσον οι αγωγές αποζημιώσεως ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων μπορούν να συμβάλουν ουσιωδώς στη διατήρηση ουσιαστικού ανταγωνισμού. Η παρεμβαίνουσα προσθέτει, συναφώς, ότι τόσο η Επιτροπή όσο και τα δικαστήρια της Ένωσης έχουν αναγνωρίσει τη σημασία της διασφαλίσεως, στους ζημιωθέντες από παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού, της δυνατότητας να ασκήσουν αγωγή αποζημιώσεως και να επικαλεστούν τα δικαιώματα που τους απονέμει το δίκαιο της Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, με την απόφαση της 12ης Ιουνίου 2009, η οποία εκδόθηκε, μεταξύ άλλων, επί της αιτήσεως αναστολής της διαδικασίας που είχαν υποβάλει η αιτούσα και όλες οι άλλες εναγόμενες ενώπιον του High Court όσον αφορά την προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως AIG, το δικαστήριο αυτό υπογράμμισε συγκεκριμένα την ανάγκη να μην καθυστερήσει η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία, έστω και αν εκκρεμούσαν προσφυγές ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

41      Όσον αφορά την αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων της Ένωσης στον τομέα του ανταγωνισμού και, ειδικότερα, των διαδικασιών που αφορούν αγωγές αποζημιώσεως σε εθνικό επίπεδο, καίτοι η κρίση του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων κατά τη στάθμιση των συμφερόντων απηχεί ειδικότερα το συμφέρον της ταχείας απονομής της δικαιοσύνης, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή, αν και συμμεριζόμενη την άποψη του High Court, δεν ζήτησε εντούτοις την εφαρμογή ταχείας διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, όπως την κάλεσε να πράξει η αιτούσα, δηλώνοντας με την παρούσα αίτηση ότι δεν θα προέβαλλε αντιρρήσεις σε μια τέτοια περίπτωση. Σύμφωνα με το άρθρο 76α του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, δεδομένου ότι ένα τέτοιο αίτημα δεν μπορούσε να υποβληθεί από παρεμβαίνοντα, έπρεπε να υποβληθεί από την Επιτροπή, στο μέτρο που η ταχεία εκδίκαση της εν λόγω υποθέσεως ήταν καθοριστικό στοιχείο της θέσεως της Επιτροπής.

42      Επιπροσθέτως, όσον αφορά τα ζητήματα που εκτέθηκαν ανωτέρω στις σκέψεις 37 έως 39 σχετικά με τη διατήρηση της πρακτικής αποτελεσματικότητας της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο της κύριας δίκης και τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, επιβάλλεται η στάθμιση μεταξύ, αφενός, της αποτελεσματικής εφαρμογής των κανόνων της Ένωσης στον τομέα του ανταγωνισμού και, αφετέρου, της τηρήσεως του παρεπόμενου χαρακτήρα της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων. Μια τέτοιου είδους στάθμιση έγινε, άλλωστε, σιωπηρώς, όταν κρίθηκε απαράδεκτη η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων με την οποία είχε ζητηθεί από τον Πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου να διατάξει την «προσωρινή» δημοσιοποίηση πληροφοριών, φερομένων ως εμπιστευτικών, που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή, στο μέτρο που η διάταξη με την οποία θα γινόταν δεκτή η αίτηση αυτή θα μπορούσε να εξουδετερώσει εκ των προτέρων τις συνέπειες της μέλλουσας να εκδοθεί αποφάσεως επί της ουσίας (βλ., συναφώς, διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 23ης Ιανουαρίου 2012, T‑607/11 R, Henkel και Henkel France κατά Επιτροπής, σκέψεις 23 έως 25).

43      Τρίτον, η παρεμβαίνουσα, με το υπόμνημα παρεμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, υπογράμμισε ότι ήταν αναγκαίο να λάβει ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων υπόψη, κατά τη στάθμιση των συμφερόντων, την αμυντική στρατηγική που ακολούθησε η αιτούσα προσφεύγοντας σε παρελκυστικές τακτικές προκειμένου να εμποδίσει την πρόοδο της δίκης ενώπιον του High Court. Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί, αφενός, ότι καμία διαδικαστική πράξη, από τις απαριθμούμενες εκ μέρους της παρεμβαίνουσας ως παρακωλύουσες την αγωγή αποζημιώσεώς της, δεν χαρακτηρίστηκε ως κατάχρηση δικαιώματος, γεγονός το οποίο αναγνωρίζει η παρεμβαίνουσα. Συνεπώς, οι εν λόγω διαδικαστικές πράξεις αποτελούν απλώς έκφραση των νομικών μέσων που διαθέτουν οι διάδικοι για την προάσπιση των δικαιωμάτων τους. Σε όσες περιπτώσεις οι εν λόγω πράξεις κρίθηκαν αδικαιολόγητες, έγιναν δεκτά τα αιτήματα της παρεμβαίνουσας και, ως εκ τούτου, συνεχίστηκε, όπως ήταν επιβεβλημένο, η διαδικασία ενώπιον του High Court. Αφετέρου, η παρεμβαίνουσα, καίτοι η διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας είναι, όπως υποστηρίζει, ασυνήθιστα μεγάλη, δεν αποδεικνύει ότι υπέστη ζημία λόγω της μεγάλης διάρκειας της διαδικασίας αυτής, ώστε το συμφέρον της να λάβει γνώση των επίμαχων στοιχείων πριν από την έκδοση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο της κύριας δίκης να είναι σημαντικότερο από το συμφέρον της διαφυλάξεως της πρακτικής αποτελεσματικότητας της αποφάσεως αυτής (βλ. ανωτέρω σκέψεις 37 έως 39).

44      Κατά συνέπεια, το συμφέρον της Επιτροπής και της παρεμβαίνουσας στην απόρριψη της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να υποχωρήσει έναντι του συμφέροντος που επικαλείται η αιτούσα, ιδίως καθόσον η χορήγηση της ζητουμένης αναστολής εκτελέσεως θα συνεπαγόταν απλώς τη διατήρηση, για περιορισμένο χρονικό διάστημα, του status quo που υπήρχε επί πολλά έτη (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα διάταξη RTE κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 15· βλ., επίσης, διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2012, T‑345/12 R, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 29), χωρίς τούτο να δημιουργεί προβλήματα ώστε να πρέπει να δοθεί άμεσο τέλος στην εν λόγω κατάσταση αναμονής. Συναφώς, πρέπει να προστεθεί ότι η αιτούσα αντιτάσσεται μόνο στη διαβίβαση του εμπιστευτικού κειμένου των επίμαχων εγγράφων. Συνεπώς, η τυχόν αποδοχή της αιτήσεως αναστολής εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν εμποδίζει την Επιτροπή να λάβει νέα απόφαση, η οποία να επιτρέπει τη διαβίβαση του μη εμπιστευτικού κειμένου των επίμαχων εγγράφων εν αναμονή της εκδόσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου επί της προσφυγής ακυρώσεως στο πλαίσιο της κύριας δίκης. Ως εκ τούτου, μπορεί, ως ένα βαθμό, να συνεχιστεί η δίκη ενώπιον του High Court.

 Επί του επείγοντος

45      Συντρέχει προφανώς επείγουσα ανάγκη να προστατευθεί το συμφέρον που επικαλείται ο αιτών όταν αυτός κινδυνεύει να υποστεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία σε περίπτωση απορρίψεως της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων. Στο πλαίσιο αυτό, η αιτούσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η κατάσταση που θα προέκυπτε από τη διαβίβαση των επίμαχων εγγράφων δεν θα μπορούσε πλέον να αναστραφεί. Μετά τη δημοσιοποίηση των στοιχείων εμπιστευτικού χαρακτήρα, τυχόν μεταγενέστερη ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως λόγω, μεταξύ άλλων, παραβιάσεως του προστατευομένου από το άρθρο 339 ΣΛΕΕ επαγγελματικού απορρήτου δεν θα ανέτρεπε τα αποτελέσματα της δημοσιοποιήσεως. Κατά συνέπεια, το δικαίωμα της αιτούσας σε αποτελεσματική δικαστική προστασία θα καθίστατο κενό περιεχομένου αν οι επίμαχες πληροφορίες δημοσιοποιούνταν πριν από τη λύση της διαφοράς της κύριας δίκης.

46      Καταρχάς, πρέπει να σημειωθεί ότι, λαμβανομένων υπόψη της συγκεκριμένης διαφοράς σχετικά με τη διαβίβαση εμπιστευτικών εγγράφων στο πλαίσιο της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων (βλ. ανωτέρω σκέψη 37) και των ειδικών περιστάσεων της εν λόγω υποθέσεως (βλ. ανωτέρω σκέψεις 38 και 39), αρκεί να εκτιμηθεί πόσο σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία ενδέχεται να υποστεί, εν προκειμένω, η αιτύσα από τη διαβίβαση των επίμαχων στοιχείων, σε σχέση με το δικαίωμά της να τύχει αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

47      Πράγματι, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, σε περίπτωση που, αφενός μεν, απορριφθεί η παρούσα αίτηση και διαβιβαστούν τα έγγραφα από την Επιτροπή στο High Court, αφετέρου δε, εκδοθεί η απόφαση του High Court πριν από την έκδοση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου επί της προσφυγής στο πλαίσιο της κύριας δίκης σχετικά με το αν είναι σύννομη η διαβίβαση στοιχείων, το δικαίωμα που έχει η αιτούσα να τύχει αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας θα καταστεί κενό περιεχομένου.

48      Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι η παρεμβαίνουσα, η οποία ορθώς επισήμανε, με την αίτηση παρεμβάσεως, ότι θα μπορούσε να διαφωτίσει το Γενικό Δικαστήριο σχετικά με τη φύση και το καθεστώς της αγωγής που άσκησε στο Ηνωμένο Βασίλειο, εκθέτει, αφενός, με το έγγραφο της 6ης Ιουνίου 2012, ότι το High Court δεν οφείλει να αναμείνει την απόφαση του Δικαστηρίου επί των αιτήσεων αναιρέσεως κατά των αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου οι οποίες εκδόθηκαν μετά την άσκηση προσφυγής κατά της αποφάσεως AIG και, αφετέρου, με το υπόμνημά της παρεμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, ότι είναι πιθανό το Γενικό Δικαστήριο να χρειαστεί περισσότερο χρόνο για να αποφανθεί επί της προσφυγής στο πλαίσιο της κύριας δίκης απ’ όσο θα χρειαστεί το High Court για την περάτωση της εθνικής δίκης. Υπό το πρίσμα των στοιχείων αυτών, ο κίνδυνος να αποφανθεί το εθνικό δικαστήριο βάσει των διαβιβασθέντων στοιχείων προτού δοθεί η δυνατότητα στο Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της νομιμότητας της εν λόγω διαβιβάσεως είναι μάλλον σοβαρός και διόλου υποθετικός.

49      Συνεπώς, δεδομένου ότι η Επιτροπή, σε περίπτωση απορρίψεως της παρούσας αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, θα μπορούσε να προβεί αμέσως στη διαβίβαση των επίμαχων στοιχείων, η αιτούσα θα κινδύνευε να απολέσει το θεμελιώδες δικαίωμά της στην άσκηση αποτελεσματικής προσφυγής, το οποίο καθιερώνεται από το άρθρο 6 της Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, και το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2010, C 83, σ. 389), αν επιτρεπόταν στην Επιτροπή να διαβιβάσει τα εν λόγω στοιχεία προτού το Γενικό Δικαστήριο αποφανθεί επί της κύριας προσφυγής. Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι υφίσταται κίνδυνος σοβαρής και ανεπανόρθωτης προσβολής θεμελιώδους δικαιώματος της αιτούσας, υπό την επιφύλαξη της εξετάσεως της προϋποθέσεως του fumus boni juris (βλ., σχετικά με τη στενή σχέση μεταξύ της εν λόγω προϋποθέσεως και της προϋποθέσεως του επείγοντος, διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Απριλίου 2008, T‑54/08 R, T‑87/08 R, T-88/08 R και T‑91/08 R έως T‑93/08 R, Κύπρος κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 56 και 57), είναι προφανές ότι συντρέχει επείγουσα ανάγκη να χορηγηθεί η ζητουμένη αναστολή εκτελέσεως (βλ., επίσης, προπαρατεθείσα διάταξη Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 31 έως 33).

 Επί του fumus boni juris

50      Κατά πάγια νομολογία, η σχετική με το fumus boni juris προϋπόθεση πληρούται όταν ένας τουλάχιστον από τους λόγους που έχει προβάλει ο διάδικος που ζητεί τη λήψη προσωρινών μέτρων προς στήριξη της κύριας προσφυγής κρίνεται, εκ πρώτης όψεως, εύλογος και, εν πάση περιπτώσει, μη στερούμενος σοβαρού ερείσματος, καθόσον καταδεικνύει την ύπαρξη δυσχερών νομικών ζητημάτων η επίλυση των οποίων δεν είναι προφανής και, κατά συνέπεια, απαιτεί επισταμένη εξέταση, η οποία δεν μπορεί να γίνει από τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων, αλλά πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο της κύριας δίκης, ή όταν η μεταξύ των διαδίκων συζήτηση αποκαλύπτει την ύπαρξη σοβαρής νομικής διαφωνίας η λύση της οποίας δεν είναι προφανής (βλ. διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Σεπτεμβρίου 2012, T‑52/12 R, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 13 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· βλ., επίσης, συναφώς, διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 8ης Μαΐου 2003, C‑39/03 P-R, Επιτροπή κατά Artegodan κ.λπ., Συλλογή 2003, σ. I‑4485, σκέψη 40).

51      Η αιτούσα υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει, πρώτον, στο άρθρο 339 ΣΛΕΕ, δεύτερον, στο σημείο 25 της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών δικαστηρίων για την εφαρμογή των άρθρων 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] ΕΚ (ΕΕ 2004, C 101, σ. 54) και, τρίτον, στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ.

52      Στο πλαίσιο αυτό, αμφισβητείται, κατ’ ουσίαν, ότι η σχεδιαζόμενη από την Επιτροπή διαβίβαση της απαντήσεως της αιτούσας αντίκειται στο άρθρο 339 ΣΛΕΕ στο μέτρο που οι παρεχόμενες από το High Court εγγυήσεις για την προστασία του εμπιστευτικού χαρακτήρα των διαβιβαζομένων στοιχείων δεν διασφαλίζουν το ίδιο επίπεδο προστασίας με εκείνο που απορρέει από τη διάταξη της Συνθήκης ΛΕΕ.

53      Η Επιτροπή, υπενθυμίζοντας την υποχρέωση που υπέχει, όπως ορίζει η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 18ης Σεπτεμβρίου 1996, T‑353/94, Postbank κατά Επιτροπής (Συλλογή 1996, σ. II‑921, σκέψη 90), να λαμβάνει κάθε αναγκαία προφύλαξη ώστε να μην προσβάλλεται το δικαίωμα αυτό από και κατά τη διαβίβαση εγγράφων στο εθνικό δικαστήριο, εκτιμά ότι από την εν λόγω απόφαση προκύπτει ότι εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να διασφαλίσει τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των διαβιβαζομένων στοιχείων και, συνεπώς, τηρεί την ανωτέρω υποχρέωση εφόσον, αφενός, υποδεικνύει στο εθνικό δικαστήριο τα έγγραφα ή χωρία που περιέχουν στοιχεία εμπιστευτικού χαρακτήρα ή επαγγελματικά απόρρητα και, αφετέρου, βεβαιώνεται ότι τα στοιχεία αυτά διαβιβάζονται μόνον εφόσον το εθνικό δικαστήριο παρέχει συγκεκριμένες εγγυήσεις σχετικά με την ικανότητα και βούλησή του να προστατεύσει τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των εν λόγω στοιχείων.

54      Πρώτον, όσον αφορά την πρώτη προφύλαξη σχετικά με την υπόδειξη εκ μέρους της Επιτροπής των εγγράφων ή χωρίων που περιέχουν στοιχεία εμπιστευτικού χαρακτήρα ή επαγγελματικά απόρρητα, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν έκρινε αναγκαίο να εξετάσει αν δικαιολογείται ο χαρακτηρισμός αυτός πριν από τη διαβίβαση των εν λόγω στοιχείων, αλλά περιορίστηκε στο να υποδείξει τα χωρία που η αιτούσα έκρινε ως τέτοια. Συναφώς, είναι καινοφανές ότι η Επιτροπή, με τις παρατηρήσεις της 10ης Μαΐου 2012, μεταβάλλει τη στάση της όσον αφορά την αναγνώριση της εν λόγω ιδιότητας, διότι θα μπορούσε να συναχθεί, από το γεγονός και μόνον της διαβιβάσεως στο εθνικό δικαστήριο των εν λόγω στοιχείων σύμφωνα με τις ισχύουσες προφυλάξεις για τη διαβίβαση στοιχείων που προστατεύει το άρθρο 339 ΣΛΕΕ, ότι τα στοιχεία αυτά όντως εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής. Εν πάση περιπτώσει, για την επαλήθευση ενός τέτοιου χαρακτηρισμού, εάν αυτή κριθεί αναγκαία, απαιτείται λεπτομερής εξέταση η οποία δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων.

55      Δεύτερον, όσον αφορά τις συγκεκριμένες εγγυήσεις που παρέχει το εθνικό δικαστήριο, των οποίων την ύπαρξη οφείλει να διασφαλίζει η Επιτροπή πριν από τη διαβίβαση των εν λόγω στοιχείων, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή περιορίστηκε στο να επισημάνει ότι η διάταξη περί εμπιστευτικής μεταχειρίσεως καθιστούσε δυνατή την προστασία όλων των στοιχείων εμπιστευτικού χαρακτήρα τα οποία περιέχονταν στα ζητηθέντα έγγραφα σύμφωνα με τις επιβαλλόμενες από το άρθρο 339 ΣΛΕΕ εγγυήσεις. Συναφώς, από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει καμία εκτίμηση σχετικά με τα συγκεκριμένα αποτελέσματα της προβλεπόμενης από τη διάταξη περί εμπιστευτικής μεταχειρίσεως προστασίας σε σχέση με την υποχρέωση που επιβάλλει το άρθρο 339 ΣΛΕΕ, όπως αυτό έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία.

56      Πρώτον, πρέπει να επισημανθεί ότι η Επιτροπή, με τις παρατηρήσεις της 10ης Μαΐου 2012, εκθέτει ότι το εθνικό δικαστήριο την πληροφόρησε ότι τα ζητούμενα έγγραφα μπορούν να διαβιβασθούν μόνον εντός των ορίων του καθορισθέντος με τη σύμφωνη γνώμη των διαδίκων «κύκλου εμπιστευτικότητας» στο πλαίσιο της δίκης ενώπιον του High Court και ότι η αιτούσα, με τις παρατηρήσεις που υπέβαλε στην Επιτροπή στις 25 Ιουλίου 2011, δεν εξέφρασε καμία ανησυχία σχετικά με την έκταση του «κύκλου εμπιστευτικότητας» ή τους όρους της σχετικής υποχρεώσεως. Εντούτοις, καίτοι οι διάδικοι στην υπόθεση ενώπιον του High Court, συμπεριλαμβανομένης της αιτούσας, συμμετείχαν στον καθορισμό της περιμέτρου του «κύκλου εμπιστευτικότητας», δεν πρέπει να λησμονείται ότι το εθνικό δικαστήριο, με την απόφαση της 4ης Ιουλίου 2011 (σκέψη 13), επισήμανε ρητώς τη δυνατότητα των εν λόγω διαδίκων να καταθέσουν παρατηρήσεις ενώπιον της Επιτροπής σχετικά με τον πρόσφορο χαρακτήρα της αποφάσεως να γίνει ή να μη γίνει δεκτό το αίτημα διαβιβάσεως των οικείων στοιχείων. Επιπροσθέτως, από τις παρατηρήσεις (σημείο 34) που υπέβαλε η αιτούσα στις 25 Ιουλίου 2011 προκύπτει ότι είχε ενημερώσει την Επιτροπή σχετικά με την ανάγκη τροποποιήσεως του περιεχομένου ορισμένων εγγράφων σε περίπτωση αποδοχής του αιτήματος του High Court. Τούτο σημαίνει ότι η σύνθεση του «κύκλου εμπιστευτικότητας» καθιστούσε προφανώς δυσχερή τη θέση της αιτούσας στο μέτρο που ήταν αντίθετη προς την κοινοποίηση, εντός του εν λόγω πλαισίου, των εμπιστευτικών κειμένων των ζητουμένων εγγράφων. Συνεπώς, λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω στοιχείων, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο το Γενικό Δικαστήριο να εξετάσει, στο πλαίσιο της κύριας δίκης, το ζήτημα αν η Επιτροπή, προκειμένου να διασφαλίσει την προστασία του επαγγελματικού απορρήτου σύμφωνα με το άρθρο 339 ΣΛΕΕ, όφειλε να λάβει άλλες προφυλάξεις πλην των προβλεπομένων με την προσβαλλόμενη απόφαση.

57      Δεύτερον, από την ανάλυση της διατάξεως περί εμπιστευτικής μεταχειρίσεως, που κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή από το High Court σε παράρτημα της αιτήσεως περί διαβιβάσεως των επίμαχων εγγράφων, προκύπτει ότι στον «κύκλο εμπιστευτικότητας», η σύνθεση του οποίου μπορεί να τροποποιηθεί στο μέλλον, εμπίπτει σημαντικός αριθμός προσώπων (στον συγκεκριμένο κατάλογο απαριθμούνται 92 ονόματα), τα οποία έχουν διάφορες ιδιότητες, όπως αυτή του δικηγόρου ως ελεύθερου επαγγελματία, του νομικού συμβούλου με πάγια αντιμισθία (τέτοια είναι η περίπτωση δύο υπαλλήλων της παρεμβαίνουσας), του γραμματέα ή ακόμη και του ειδικού στον τομέα της πληροφορικής. Βεβαίως, η υποχρέωση εχεμύθειας βαρύνει όλα τα ανωτέρω πρόσωπα και, κατά την παρεμβαίνουσα, κανένα εξ αυτών δεν ασκεί εμπορική δραστηριότητα. Εντούτοις, λαμβανομένων υπόψη των σκέψεων που διατυπώθηκαν σε επίπεδο δικαίου της Ένωσης σχετικά με την προστασία του απορρήτου των πληροφοριών που ανταλλάσσονται μεταξύ δικηγόρων και εντολέων και την απαίτηση ανεξαρτησίας υπό την έννοια της απουσίας οποιασδήποτε σχέσεως εργασίας ακόμη και αν υφίστανται υποχρεώσεις επαγγελματικής δεοντολογίας και πειθαρχίας, θα μπορούσε ευλόγως να τεθεί στο πλαίσιο της κύριας δίκης το ζήτημα εάν η Επιτροπή, υπό το πρίσμα των ρυθμίσεων που ίσχυαν εν προκειμένω σχετικά με τη δημοσιοποίηση σε εθνικό επίπεδο των ζητουμένων πληροφοριών τις οποίες γνώριζε η Επιτροπή, όφειλε να εξετάσει λεπτομερώς τις συγκεκριμένες συνέπειες της εν λόγω διασφαλίσεως της προστασίας του επαγγελματικού απορρήτου και ενδεχομένως να καταλήξει στην απόρριψη της αιτήσεως περί διαβιβάσεως πληροφοριών, όπως αυτή είχε διατυπωθεί, προκειμένου να μην παραβεί το άρθρο 339 ΣΛΕΕ. Συναφώς, πρέπει επιπροσθέτως να παρατηρηθεί ότι η Επιτροπή, προκειμένου να αποδείξει ότι η προβλεπόμενη δημοσιοποίηση δεν μπορεί να εξομοιωθεί με δημοσιοποίηση στους διαδίκους της δίκης στο Ηνωμένο Βασίλειο, δεν μπορεί να περιορισθεί στην προβολή του επιχειρήματος ότι σκοπός ενός «κύκλου εμπιστευτικότητας» είναι η παροχή στους δικηγόρους των διαδίκων της δυνατότητας να εξετάσουν τα κοινοποιηθέντα έγγραφα, στο μέτρο που ακριβώς το περιεχόμενο της εν λόγω υποχρεώσεως δεν είναι αμετάβλητο, ούτε αφορά μόνον πρόσωπα τα οποία έχουν την ιδιότητα του δικηγόρου.

58      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω διαπιστώσεων, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι ο δικαστής που θα κρίνει την ουσία της διαφοράς στο πλαίσιο της κύριας δίκης θα κληθεί να αποφανθεί επί της εκτάσεως του ελέγχου που πρέπει να ασκεί η Επιτροπή όταν μεριμνά για τη διαβίβαση των στοιχείων εμπιστευτικού χαρακτήρα μόνον εφόσον το εθνικό δικαστήριο παρέχει συγκεκριμένες εγγυήσεις σχετικά με την ικανότητα και βούλησή του να διασφαλίσει τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των εν λόγω στοιχείων. Δηλαδή, ο δικαστής που θα κρίνει την ουσία της διαφοράς μπορεί να αναγκαστεί να εξετάσει το ζήτημα αν ήταν επαρκείς οι προφυλάξεις που έλαβε εν προκειμένω η Επιτροπή, προκειμένου να συμμορφωθεί με την υποχρέωση που υπέχει βάσει του άρθρου 339 ΣΛΕΕ, ή εάν όφειλε να προβεί σε λεπτομερέστερη ανάλυση του προτεινόμενου από το εθνικό δικαστήριο μηχανισμού για την προστασία του εμπιστευτικού χαρακτήρα των ζητουμένων στοιχείων.

59      Επιπροσθέτως, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι οι προφυλάξεις αυτές επαρκούν, κατ’ αρχήν, για τη συμμόρφωση προς την εν λόγω υποχρέωση, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει από την προπαρατεθείσα απόφαση Postbank κατά Επιτροπής, είναι δυνατό, ακόμη και αν η Επιτροπή λάβει όλες τις αναγκαίες προφυλάξεις, να μη μπορεί να διασφαλιστεί πλήρως, σε ορισμένες περιπτώσεις, η προστασία των τρίτων. Στις εξαιρετικές αυτές περιπτώσεις, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι η Επιτροπή μπορεί να αρνηθεί τη διαβίβαση εγγράφων στις εθνικές δικαστικές αρχές. Λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως, δεν αποκλείεται ο δικαστής της κύριας δίκης να πρέπει να καθορίσει αν η Επιτροπή βρισκόταν σε μια τέτοια κατάσταση.

60      Οι αναλύσεις αυτές θέτουν νέα νομικά ζητήματα. Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι η Επιτροπή, τόσο με το έγγραφο της 28ης Οκτωβρίου 2011 (σημείο 6), που απέστειλε στο High Court, όσο και με την προσβαλλόμενη απόφαση (σημείο 14), επισημαίνει η ίδια ότι πρόκειται για νέο αίτημα και για νέα ζητήματα.

61      Κατόπιν των προεκτεθέντων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η παρούσα υπόθεση θέτει περίπλοκα νομικά ζητήματα τα οποία δεν μπορούν, εκ πρώτης όψεως, να θεωρηθούν ως άνευ σημασίας και των οποίων η λύση απαιτεί επισταμένη εξέταση στο πλαίσιο της κύριας διαδικασίας. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτό ότι υφίσταται fumus boni juris (βλ., επίσης, προπαρατεθείσα διάταξη Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 44 έως 56).

62      Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι πληρούνται όλες οι συναφείς προϋποθέσεις, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και να ληφθούν προσωρινά μέτρα που θα απαγορεύουν στην Επιτροπή να διαβιβάσει τα επίμαχα στοιχεία όπως προβλέπεται από την προσβαλλόμενη απόφαση.

Για τους λόγους αυτούς,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

διατάσσει:

1)      Αναστέλλει την εκτέλεση της αποφάσεως της Επιτροπής της 26ης Ιανουαρίου 2012 σχετικά με τη διαβίβαση στο High Court of England and Wales του εμπιστευτικού κειμένου της από 30 Ιουνίου 2006 απαντήσεως της Alstom στην ανακοίνωση των αιτιάσεων στην υπόθεση COMP/F/38.899 — Εξοπλισμός μεταγωγής με μόνωση αερίου.

2)      Απορρίπτει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων κατά τα λοιπά.

3)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Λουξεμβούργο, 29 Νοεμβρίου 2012.

Ο Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

       M. Jaeger


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.