Language of document : ECLI:EU:T:2012:637

Υπόθεση T‑164/12 R

Alstom

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ασφαλιστικά μέτρα — Ανταγωνισμός — Απόφαση της Επιτροπής περί διαβιβάσεως εγγράφων σε εθνικό δικαστήριο — Εμπιστευτικός χαρακτήρας — Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας — Αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων — Fumus boni juris — Επείγον — Στάθμιση συμφερόντων»

Περίληψη — Διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου
της 29ης Νοεμβρίου 2012

1.      Ασφαλιστικά μέτρα — Αναστολή εκτελέσεως — Προσωρινά μέτρα — Προϋποθέσεις χορηγήσεως — Fumus boni juris — Επείγον — Σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία — Σωρευτικός χαρακτήρας — Στάθμιση όλων των εμπλεκομένων συμφερόντων — Σειρά εξετάσεως και τρόπος ελέγχου — Εξουσία εκτιμήσεως του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων

(Άρθρα 256 § 1 ΣΛΕΕ, 278 ΣΛΕΕ και 279 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 104 § 2)

2.      Ασφαλιστικά μέτρα — Αναστολή εκτελέσεως — Προϋποθέσεις χορηγήσεως — Στάθμιση όλων των εμπλεκομένων συμφερόντων — Απόφαση της Επιτροπής περί διαβιβάσεως εμπιστευτικών εγγράφων σε εθνικό δικαστήριο

(Άρθρο 278 ΣΛΕΕ)

3.      Ασφαλιστικά μέτρα — Αναστολή εκτελέσεως — Προϋποθέσεις χορηγήσεως — Επείγον — Σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία — Απόφαση της Επιτροπής περί διαβιβάσεως εμπιστευτικών εγγράφων σε εθνικό δικαστήριο — Κίνδυνος προσβολής του δικαιώματος ασκήσεως αποτελεσματικής προσφυγής

(Άρθρο 278 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47)

4.      Ασφαλιστικά μέτρα — Αναστολή εκτελέσεως — Προϋποθέσεις χορηγήσεως — Fumus boni juris — Εκ πρώτης όψεως εξέταση των λόγων που προβάλλονται προς στήριξη της κύριας προσφυγής — Προσφυγή κατά αποφάσεως της Επιτροπής περί διαβιβάσεως εμπιστευτικών εγγράφων σε εθνικό δικαστήριο — Λόγος που στηρίζεται στην επάρκεια των παρεχομένων από το εθνικό δικαστήριο εγγυήσεων περί εμπιστευτικότητας — Λόγος μη στερούμενος ερείσματος εκ πρώτης όψεως

(Άρθρα 278 ΣΛΕΕ και 339 ΣΛΕΕ)

1.      Βλ. το κείμενο της διατάξεως.

(βλ. σκέψεις 24-27)

2.      Στο πλαίσιο της σταθμίσεως των διαφόρων εμπλεκομένων συμφερόντων, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων οφείλει να καθορίσει κατά πόσον το συμφέρον του αιτούντος τα προσωρινά μέτρα διαδίκου για τη λήψη των μέτρων αυτών υπερισχύει του συμφέροντος που αντιπροσωπεύει η άμεση εφαρμογή της επίμαχης πράξεως εξετάζοντας, ειδικότερα, αν η τυχόν ακύρωση της πράξεως αυτής από τον δικαστή που κρίνει την ουσία της διαφοράς θα επέτρεπε την αναστροφή της καταστάσεως που θα προκαλούσε η άμεση εκτέλεσή της και, αντιστρόφως, αν η αναστολή της εκτελέσεως της εν λόγω πράξεως θα ήταν ικανή να εμποδίσει την πράξη να παραγάγει πλήρως το αποτέλεσμά της σε περίπτωση απορρίψεως της κύριας προσφυγής. Στο πλαίσιο αυτό, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων μπορεί, επίσης, να αποφασίσει να λάβει υπόψη τα συμφέροντα τρίτων.

Συναφώς, ο σκοπός της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων περιορίζεται στην εξασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας της μέλλουσας να εκδοθεί αποφάσεως επί της ουσίας. Κατά συνέπεια, η διαδικασία αυτή έχει αμιγώς παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με την κύρια δίκη προς την οποία συναρτάται, οπότε η απόφαση την οποία λαμβάνει ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να έχει προσωρινό χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι δεν πρέπει να προδικάζει τη μέλλουσα να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας ούτε να την καθιστά μάταιη ως στερούμενη πρακτικής αποτελεσματικότητας. Έπεται κατά λογική συνέπεια ότι το συμφέρον που επικαλείται ένας διάδικος στη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων δεν είναι άξιο προστασίας στο μέτρο που ο διάδικος αυτός ζητεί από τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων να εκδώσει απόφαση η οποία, χωρίς να έχει καθαρώς προσωρινό χαρακτήρα, έχει ως αποτέλεσμα να προδικάζει τη μέλλουσα να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας και να την καθιστά μάταιη ως στερούμενη της πρακτικής αποτελεσματικότητάς της.

Τούτο ισχύει σε περίπτωση διαφωνίας ενώπιον του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων σχετικά με την αιτούμενη, στο πλαίσιο εκκρεμούσης διαφοράς, διαβίβαση από θεσμικό όργανο σε εθνικό δικαστήριο εγγράφων που περιέχουν επαγγελματικά απόρρητα, τα οποία έλαβε το θεσμικό όργανο στο πλαίσιο διαδικασίας ανταγωνισμού. Σε περίπτωση απορρίψεως της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, με αποτέλεσμα τη διαβίβαση των εγγράφων στο εθνικό δικαστήριο, το δικαστήριο αυτό θα ήταν σε θέση να αποφανθεί πριν από την έκδοση της αποφάσεως του δικαστηρίου της Ένωσης στο πλαίσιο της κύριας δίκης. Συνεπώς, η απόρριψη της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων θα είχε ως αποτέλεσμα να προδικάζει τη μέλλουσα να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας, δηλαδή την απόρριψη της προσφυγής ακυρώσεως.

Κατά συνέπεια, σε μια τέτοια περίπτωση πρέπει να ανασταλεί η εκτέλεση της αποφάσεως περί διαβιβάσεως των εν λόγω εγγράφων για τη στάθμιση της αποτελεσματικής εφαρμογής των κανόνων της Ένωσης στον τομέα του ανταγωνισμού με την τήρηση του παρεπόμενου χαρακτήρα της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

(βλ. σκέψεις 29-31, 36, 37, 39, 42)

3.      Συντρέχει προφανώς επείγουσα ανάγκη να προστατευθεί το συμφέρον που επικαλείται ο αιτών, όταν αυτός κινδυνεύει να υποστεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία σε περίπτωση απορρίψεως της αιτήσεώς του ασφαλιστικών μέτρων. Τούτο ισχύει σε περίπτωση διαφωνίας ενώπιον του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων σχετικά με την αιτούμενη, στο πλαίσιο εκκρεμούσης διαφοράς, διαβίβαση από θεσμικό όργανο σε εθνικό δικαστήριο εγγράφων που περιέχουν επαγγελματικά απόρρητα, τα οποία έλαβε το θεσμικό όργανο στο πλαίσιο διαδικασίας ανταγωνισμού.

Πράγματι, σε περίπτωση που, αφενός μεν, απορριφθεί η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και διαβιβαστούν τα έγγραφα, αφετέρου δε, εκδοθεί η απόφαση του εθνικού δικαστηρίου πριν από την έκδοση της αποφάσεως του δικαστηρίου της Ένωσης επί της προσφυγής στο πλαίσιο της κύριας δίκης σχετικά με το αν είναι σύννομη η διαβίβαση στοιχείων, το δικαίωμα που έχει ο ενδιαφερόμενος να τύχει αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας θα καταστεί κενό περιεχομένου.

Συνεπώς, δεδομένου ότι υφίσταται κίνδυνος σοβαρής και ανεπανόρθωτης προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος ασκήσεως αποτελεσματικής προσφυγής, το οποίο καθιερώνουν το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό την επιφύλαξη εξετάσεως της προϋποθέσεως του fumus boni juris, είναι προφανές ότι συντρέχει επείγουσα ανάγκη να χορηγηθεί η αιτούμενη αναστολή εκτελέσεως.

(βλ. σκέψεις 37, 45, 47, 49)

4.      Σε διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, η σχετική με το fumus boni juris προϋπόθεση πληρούται όταν ένας τουλάχιστον από τους λόγους που έχει προβάλει ο διάδικος που ζητεί τη λήψη προσωρινών μέτρων προς στήριξη της κύριας προσφυγής κρίνεται, εκ πρώτης όψεως, εύλογος και, εν πάση περιπτώσει, μη στερούμενος σοβαρού ερείσματος, καθόσον καταδεικνύει την ύπαρξη δυσχερών νομικών ζητημάτων η επίλυση των οποίων δεν είναι προφανής και, κατά συνέπεια, απαιτεί επισταμένη εξέταση, η οποία δεν μπορεί να γίνει από τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων, αλλά πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο της κύριας δίκης, ή όταν η μεταξύ των διαδίκων συζήτηση αποκαλύπτει την ύπαρξη σοβαρής νομικής διαφωνίας η επίλυση της οποίας δεν είναι προφανής.

Στο πλαίσιο αιτήσεως αναστολής της εκτελέσεως αποφάσεως της Επιτροπής περί διαβιβάσεως σε εθνικό δικαστήριο εγγράφων που περιέχουν επαγγελματικά απόρρητα, υφίσταται εκ πρώτης όψεως fumus boni juris όσον αφορά τα επιχειρήματα που θέτουν άγνωστα νομικά ζητήματα, σχετικά με το επίπεδο των εγγυήσεων που παρέχει το εθνικό δικαστήριο για την προστασία της εμπιστευτικότητας των διαβιβασθέντων στοιχείων, τα οποία δεν μπορούν να θεωρηθούν μη εύλογα και των οποίων η επίλυση απαιτεί επισταμένη εξέταση στο πλαίσιο της κύριας δίκης.

Πράγματι, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι ο δικαστής που θα κρίνει την ουσία της διαφοράς στο πλαίσιο της κύριας δίκης θα κληθεί να αποφανθεί επί της εκτάσεως του ελέγχου που πρέπει να ασκεί η Επιτροπή, όταν μεριμνά για τη διαβίβαση των στοιχείων εμπιστευτικού χαρακτήρα μόνον εφόσον το εθνικό δικαστήριο παρέχει συγκεκριμένες εγγυήσεις σχετικά με την ικανότητα και τη βούλησή του να διασφαλίσει τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των εν λόγω στοιχείων. Δηλαδή, ο δικαστής που θα κρίνει την ουσία της διαφοράς μπορεί να αναγκαστεί να εξετάσει το ζήτημα αν ήταν επαρκείς οι προφυλάξεις που έλαβε η Επιτροπή, προκειμένου να συμμορφωθεί με την υποχρέωση που υπέχει βάσει του άρθρου 339 ΣΛΕΕ, ή εάν όφειλε να προβεί σε λεπτομερέστερη ανάλυση του προτεινόμενου από το εθνικό δικαστήριο μηχανισμού για την προστασία του εμπιστευτικού χαρακτήρα των αιτουμένων στοιχείων. Επιπροσθέτως, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι οι προφυλάξεις αυτές επαρκούν, κατ’ αρχήν, για τη συμμόρφωση προς την εν λόγω υποχρέωση, είναι δυνατό, ακόμη και αν η Επιτροπή λάβει όλες τις αναγκαίες προφυλάξεις, να μη μπορεί να διασφαλιστεί πλήρως, σε ορισμένες περιπτώσεις, η προστασία των τρίτων. Στις εξαιρετικές αυτές περιπτώσεις, η Επιτροπή μπορεί να αρνηθεί τη διαβίβαση εγγράφων στις εθνικές δικαστικές αρχές.

(βλ. σκέψεις 50, 58, 59, 61)