Language of document : ECLI:EU:T:2011:391

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 15ης Ιουλίου 2011 (*)

«Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία ανακοπής – Αίτηση καταχωρίσεως λεκτικού κοινοτικού σήματος GOOD LIFE – Προγενέστερο λεκτικό εθνικό σήμα GOOD LIFE – Ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος – Καθήκον επιμελείας – Άρθρο 74, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 [νυν άρθρο 76, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009]»

Στην υπόθεση T-108/08,

Zino Davidoff SA, με έδρα τον Fribourg (Ελβετία), εκπροσωπούμενη από τους H. Kunz-Hallstein και R. Kunz-Hallstein, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τους R. Pethke και J. Laporta Insa,

καθού,

αντίδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ και παρεμβαίνουσα ενώπιον του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου]:

Ι. Κλεινάκης και ΣΙΑ OE, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από την Κ. Σιώτου, δικηγόρο,

με αντικείμενο προσφυγή ασκηθείσα κατά της αποφάσεως του δευτέρου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 30ής Νοεμβρίου 2007 (υπόθεση R 298/2007-2), αφορώσας διαδικασία ανακοπής μεταξύ της Ι. Κλεινάκης και ΣΙΑ ΟΕ και της Zino Davidoff SA,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Azizi (εισηγητή), πρόεδρο, E. Cremona και S. Frimodt Nielsen, δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου (νυν Γενικού Δικαστηρίου) στις 27 Φεβρουαρίου 2008,

το υπόμνημα αντικρούσεως του ΓΕΕΑ, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 10 Ιουνίου 2008,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως της παρεμβαίνουσας που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 30 Μαΐου 2008,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα απαντήσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 12 Νοεμβρίου 2008,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα ανταπαντήσεως του ΓΕΕΑ που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 15 Ιανουαρίου 2009,

κατόπιν της συνεδριάσεως της 2ας Μαρτίου 2011,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 14 Ιουνίου 2000, η προσφεύγουσα, Zino Davidoff SA, υπέβαλε αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί [έχει αντικατασταθεί από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1)].

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση συνίσταται στο λεκτικό σημείο GOOD LIFE.

3        Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση του σήματος εμπίπτουν στην κλάση 3, υπό την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, περί της διεθνούς κατατάξεως των προϊόντων και των υπηρεσιών όσον αφορά την καταχώριση σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί.

4        Η αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 27/2001, της 26ης Μαρτίου 2001.

5        Στις 15 Ιουνίου 2001, η παρεμβαίνουσα, Ι. Κλεινάκης και ΣΙΑ OE, άσκησε ανακοπή βάσει του άρθρου 42 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 41 του κανονισμού 207/2009) κατά της ζητηθείσας καταχωρίσεως σήματος, επικαλούμενη κίνδυνο συγχύσεως, υπό την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 [νυν άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009].

6        Η ανακοπή στηρίχθηκε στο προγενέστερο ελληνικό λεκτικό σήμα GOOD LIFE, καταχωρισθέν υπό τον αριθμό 102703, για να διακρίνει προϊόντα των κλάσεων 3 και 5, τα οποία αντιστοιχούν στην κατωτέρω περιγραφή: «Είδη αρωματοποιίας, κοσμητικά και ιδίως αρωματικά και αποσμητικά χώρου».

7        Στις 3 Ιουνίου 2005, η προσφεύγουσα ζήτησε να αποδειχθεί η ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος στην Ελλάδα.

8        Στις 3 Οκτωβρίου 2005, προκειμένου να αποδείξει την ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος στην Ελλάδα, η παρεμβαίνουσα υπέβαλε τα ακόλουθα έγγραφα:

–        την αίτηση περί κηρύξεως της ακυρότητας του προγενέστερου σήματος την οποία υπέβαλε η προσφεύγουσα, στηριζόμενη στη μη χρήση του εν λόγω σήματος, καθώς και την απόφαση αριθ. 2910/2002, της 8ης Απριλίου 2002, της ελληνικής Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων (στο εξής: ελληνική απόφαση), απορρίπτουσα την εν λόγω αίτηση περί κηρύξεως της ακυρότητας·

–        δέκα τιμολόγια με ημερομηνίες μεταξύ της 17ης Μαΐου 2000 και της 27ης Σεπτεμβρίου 2005·

–        17 φωτοτυπίες φωτογραφιών που απεικονίζουν το εσωτερικό και το εξωτερικό των σημείων λιανικής πωλήσεως ως προς τα οποία η παρεμβαίνουσα ισχυρίζεται ότι περιλαμβάνονται στην πελατεία της·

–        σαρωθείσες φωτογραφίες τριών προϊόντων που φέρουν το σήμα GOOD LIFE.

9        Στις 20 Δεκεμβρίου 2006, το τμήμα ανακοπών απέρριψε την ανακοπή στο σύνολό της. Κατά το τμήμα ανακοπών, η ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος δεν αποδείχθηκε. Τα έγγραφα στα οποία στηριζόταν η ελληνική απόφαση δεν συγκεκριμενοποιήθηκαν ούτε προσκομίσθηκαν. Επιπλέον, δύο μόνον από τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν ως απόδειξη της ουσιαστικής χρήσεως αφορούσαν την περίοδο αναφοράς και ο όγκος πωλήσεως δεν ήταν επαρκής για να συναχθεί η ουσιαστική χρήση του εν λόγω σήματος.

10      Στις 16 Φεβρουαρίου 2007, η παρεμβαίνουσα άσκησε ενώπιον του ΓΕΕΑ προσφυγή, δυνάμει των άρθρων 57 έως 62 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009), κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών.

11      Με απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2007 (στο εξής: προσβαλλομένη απόφαση), το δεύτερο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ δέχθηκε την προσφυγή και ακύρωσε την απόφαση του τμήματος ανακοπών, ανέπεμψε δε την υπόθεση στο τμήμα αυτό για τα περαιτέρω. Κατά το τμήμα προσφυγών, η ελληνική απόφαση η οποία δέχεται την ύπαρξη ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σήματος ασκεί «σημαντική επιρροή εν προκειμένω» (σημεία 19 και 20 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Εξάλλου, δύο τιμολόγια και μία φωτοτυπία της φωτογραφίας ενός σημείου πωλήσεως προσκομίστηκαν προς απόδειξη της ουσιαστικής χρήσεως. Από τα τιμολόγια της 17ης Μαΐου 2000 και της 8ης Ιανουαρίου 2001 προκύπτει αντιστοίχως η πώληση 19 287 και 782 ειδών τα οποία φέρουν το προγενέστερο σήμα (σημείο 22 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Μολονότι τα αποδεικτικά στοιχεία δεν είναι πολυάριθμα, είναι επαρκή για να αποδειχθεί η σοβαρή χρήση του προγενέστερου σήματος στην Ελλάδα (σημείο 24 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ενώ κανένα από τα αποδεικτικά στοιχεία δεν επαρκεί, αυτό και μόνο, για να αποδειχθεί η ουσιαστική χρήση του εν λόγω σήματος, τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προσκόμισε η παρεμβαίνουσα στο σύνολό τους, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της επιρροής την οποία ασκεί η ελληνική απόφαση, αρκούν για να αποδειχθεί ότι το προγενέστερο σήμα αποτέλεσε αντικείμενο ουσιαστικής χρήσεως, υπό την έννοια του άρθρου 43, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 42, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009), για τα προϊόντα για τα οποία έχει καταχωρισθεί (σημείο 26 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Αιτήματα των διαδίκων

12      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση·

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ ή την παρεμβαίνουσα στα δικαστικά έξοδα.

13      Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κηρύξει απαράδεκτους τον δεύτερο και τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως·

–        να απορρίψει, κατά τα λοιπά, την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

14      Η παρεμβαίνουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

15      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως και συγκεκριμένα, πρώτον, τον λόγο που αφορά παραβίαση της αρχής της νομιμότητας, λόγω του ότι ελήφθη υπόψη η ελληνική απόφαση, δεύτερον, τον λόγο που αφορά παράβαση του άρθρου 43, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 42, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009) και πλάνη περί τα πράγματα, τρίτον, τον λόγο που αφορά παράβαση του κανόνα 22, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού 40/94 (ΕΕ L 303, σ. 1), τέταρτον, τον λόγο ακυρώσεως που αφορά παράβαση του άρθρου 74, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009), καθώς και πλάνη περί τα πράγματα, και, πέμπτον, τον λόγο ακυρώσεως που αφορά παράβαση του άρθρου 73, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 75, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 207/2009).

16      Στην προσβαλλομένη απόφαση, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι υπήρχε ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος, στηριζόμενο στην ελληνική απόφαση, καθώς και στα τιμολόγια της 17ης Μαΐου 2000 και της 8ης Ιανουαρίου 2001.

17      Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι το τμήμα προσφυγών παραβίασε κατά τον τρόπο αυτόν την αρχή της νομιμότητας και παρέβη το άρθρο 43, παράγραφος 2, και τα άρθρα 73 και 74 του κανονισμού 40/9, καθώς και τον κανόνα 22, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 2868/95.

18      Το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα υποστηρίζουν ότι το τμήμα προσφυγών ορθώς κατέληξε στην ύπαρξη ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σήματος. Τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία ήταν επαρκή για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το προγενέστερο σήμα αποτέλεσε αντικείμενο ουσιαστικής χρήσεως στην Ελλάδα κατά την περίοδο αναφοράς. Το τιμολόγιο της 17ης Μαΐου 2000 αφορά 19 287 και το τιμολόγιο της 8ης Ιανουαρίου 2001 782 αντικείμενα. Πάντως, στο υπόμνημα ανταπαντήσεως, το ΓΕΕΑ ομολογεί την κακή μετάφραση και, συνεπώς την εσφαλμένη ερμηνεία των τιμολογίων αυτών εκ μέρους του τμήματος προσφυγών, δεδομένου ότι τα τιμολόγια αφορούν μικρότερη ποσότητα πωληθέντων αντικειμένων από αυτή την οποία διαπίστωσε αρχικώς το τμήμα ανακοπών και την οποία επανέλαβε το τμήμα προσφυγών. Κατά το ΓΕΕΑ, τα τιμολόγια αυτά είναι ωστόσο αμελητέα στο πλαίσιο της συνολικής εκτιμήσεως των αποδείξεων της ουσιαστικής χρήσεως, μεταξύ των οποίων την κύρια απόδειξη αποτελεί η ελληνική απόφαση βάσει της οποίας το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι το προγενέστερο σήμα είχε αποτελέσει αντικείμενο ουσιαστικής χρήσεως.

19      Το άρθρο 74, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 ορίζει ότι, «κατά την ενώπιόν του διαδικασία, το [ΓΕΕΑ] εξετάζει τα πραγματικά περιστατικά· εντούτοις, σε διαδικασία που αφορά τους σχετικούς λόγους απαραδέκτου της καταχώρησης, η εξέταση περιορίζεται στα επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι καθώς και τα υποβληθέντα από αυτούς αιτήματα». Η διάταξη αυτή αποτελεί έκφραση του καθήκοντος επιμέλειας, σύμφωνα με το οποίο το αρμόδιο θεσμικό όργανο έχει υποχρέωση να εξετάζει, με προσοχή και αμεροληψία, όλα τα συναφή νομικά και πραγματικά στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως (βλ. αποφάσεις της 21ης Νοεμβρίου 1991, C-69/90, Technische Universität München, Συλλογή 1991, σ. I‑5469, σκέψη 14, και της 6ης Νοεμβρίου 2008, C-405/07 P, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I-8301, σκέψη 56, απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Σεπτεμβρίου 1995, T-167/94, Nölle κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II-2589, σκέψη 73, και διάταξη του Πρωτοδικείου της 14ης Δεκεμβρίου 2005, T-369/03, Arizona Chemical κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-5839, σκέψη 85).

20      Ομοίως, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του ζητήματος αν έχει αποδειχθεί επαρκώς η ουσιαστική χρήση ενός προγενέστερου σήματος, το ΓΕΕΑ και τα τμήματα προσφυγών του οφείλουν να εξετάζουν, με προσοχή και αμεροληψία, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζουν οι διάδικοι.

21      Εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών στήριξε την προσβαλλομένη απόφαση στην ελληνική απόφαση, με την αιτιολογία ότι αυτή ασκεί «επιρροή εν προκειμένω», καθώς και στα τιμολόγια της 17ης Μαΐου 2000 και της 8ης Ιανουαρίου 2001. Το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι, καίτοι κανένα από τα αποδεικτικά στοιχεία δεν επαρκεί, αυτό και μόνο, για να αποδειχθεί η ουσιαστική χρήση του εν λόγω σήματος, τα αποδεικτικά στοιχεία στο σύνολό τους αρκούν προς τούτο (σημείο 26 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

22      Συναφώς, πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στην προσβαλλομένη απόφαση, το τμήμα προσφυγών απλώς εκθέτει ότι «φρονεί ότι η [ελληνική] απόφαση πράγματι ασκεί σημαντική επιρροή εν προκειμένω», δεχόμενο συγχρόνως ότι η εν λόγω απόφαση δεν περιέχει κανένα στοιχείο ως προς τη φύση των αποδείξεων που κατατέθηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία που προηγήθηκε της εκδόσεως της ως άνω αποφάσεως.

23      Σε περίπτωση που το ΓΕΕΑ, περιλαμβανομένων των τμημάτων προσφυγών του, αποφασίσει να στηριχθεί σε εθνική απόφαση ως αποδεικτικό στοιχείο, πράγμα το οποίο έχει, κατ’ αρχήν τη δυνατότητα να πράξει [βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 16ης Φεβρουαρίου 2000, T-122/99, Procter & Gamble κατά ΓΕΕΑ (Σχήμα σαπουνιού), Συλλογή 2000, σ. II-265, σκέψη 61, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Σεπτεμβρίου 2001, T-337/99, Henkel κατά ΓΕΕΑ (Κόκκινη και λευκή στρογγυλή ταμπλέτα), Συλλογή 2001, σ. II-2597, σκέψη 58], οφείλει, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες στις σκέψεις 19 και 20 αρχές, να εξετάσει με όλη την απαιτούμενη προσοχή και με επιμέλεια αν το εν λόγω αποδεικτικό στοιχείο είναι ικανό να θεμελιώσει την ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος.

24      Εν προκειμένω, από μια επιμελή εξέταση της ελληνικής αποφάσεως θα προέκυπτε ότι η απόφαση αυτή αναφέρει ακροθιγώς τα υποβληθέντα έγγραφα και τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι διάδικοι κατά τη διαδικασία που κατέληξε στην έκδοσή της. Επιπλέον, τα έγγραφα αυτά δεν κατατέθηκαν στον ενώπιον του ΓΕΕΑ φάκελο και συνεπώς το τμήμα προσφυγών δεν τα είχε στη διάθεσή του. Συγκεκριμένα, τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η παρεμβαίνουσα κατά τη διαδικασία ενώπιον του ΓΕΕΑ δεν περιελάμβαναν κανένα από τα έγγραφα του φακέλου της διαδικασίας ενώπιον της ελληνικής αρχής. Υπό τις συνθήκες αυτές, το τμήμα προσφυγών δεν ήταν σε θέση να κατανοήσει τη συλλογιστική, περιλαμβανομένης της εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων, ούτε να εντοπίσει τα αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων στηρίχτηκε η ελληνική απόφαση η οποία διαπίστωσε την ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος.

25      Το τμήμα προσφυγών δεν έπρεπε να ενστερνισθεί το συμπέρασμα των ελληνικών αρχών, ως απόδειξη της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σήματος, χωρίς να εξετάσει επιπλέον αν η ελληνική απόφαση στηριζόταν σε πειστικά αποδεικτικά στοιχεία, τα δε στοιχεία αυτά όφειλε να προσκομίσει η παρεμβαίνουσα. Ως εκ τούτου, το τμήμα προσφυγών παρέβη το άρθρο 74, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 και το καθήκον επιμέλειας, καθόσον αναγνώρισε, παρά την έλλειψη των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων, αποδεικτική δύναμη στην ελληνική απόφαση, όσον αφορά την απόδειξη της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σήματος.

26      Δεύτερον, πρέπει να εξετασθεί αν το τμήμα προσφυγών μπορούσε παρά ταύτα να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υπήρχε ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος. στηριζόμενο, μεταξύ άλλων, στα τιμολόγια της 17ης Μαΐου 2000 και της 8ης Ιανουαρίου 2001. Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, λόγω εσφαλμένης μεταφράσεως και ερμηνείας, κακώς το τμήμα προσφυγών συνήγαγε από τα τιμολόγια αυτά ότι αποδείκνυαν την πώληση, αντιστοίχως, 19 287 και 782 αντικειμένων. Συγκεκριμένα, όπως επισήμανε η προσφεύγουσα και δέχθηκε το ΓΕΕΑ κατά τη διάρκεια της δίκης, η στήλη στην οποία κατά τη μετάφραση αναγραφόταν η «ποσότητα» αντιστοιχεί στην πραγματικότητα στην «τιμή μονάδας» σε ελληνικές δραχμές. Ως εκ τούτου, όπως αναγνώρισε το ΓΕΕΑ, στην προσβαλλομένη απόφαση το τμήμα προσφυγών στηρίχθηκε, λόγω της ελλείψεως επιμέλειας κατά τη μετάφραση, σε εσφαλμένα αριθμητικά στοιχεία.

27      Ως εκ τούτου, από την ορθή μετάφραση του τιμολογίου της 17ης Μαΐου 2000 προκύπτει ότι δεν τιμολογήθηκαν 19 287 αιθέρια έλαια, κρέμες και αρωματικά σαπούνια, αλλά πωλήθηκαν μόνο 30 αιθέρια έλαια, μία κρέμα και εννέα σαπούνια, ήτοι 40 προϊόντα συνολικά. Όσον αφορά το τιμολόγιο της 8ης Ιανουαρίου 2001, από την ορθή μετάφραση προκύπτει ότι μόνο 45 σαπούνια που έφεραν το προγενέστερο σήμα πωλήθηκαν. Αντιθέτως, όπως αναγνώρισε κατά τη διάρκεια της δίκης το ΓΕΕΑ, τα 1 500 αρωματικά σακουλάκια των οποίων γίνεται μνεία στο τιμολόγιο αυτό δεν φέρουν το προγενέστερο σήμα και, συνεπώς, δεν είναι δυνατό να αποτελέσουν απόδειξη της χρήσεώς του. Ως εκ τούτου, ο αριθμός των πωληθέντων προϊόντων είναι σημαντικά χαμηλότερος από αυτόν τον οποίο διαπίστωσε το τμήμα προσφυγών στην προσβαλλομένη απόφαση. Επομένως, το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε μη αμελητέα πλάνη κατά την εκτίμηση των τιμολογίων της 17ης Μαΐου 2000 και της 8ης Ιανουαρίου 2001.

28      Δεδομένου ότι η ελληνική απόφαση είχε περιορισμένη μόνον αποδεικτική αξία, η ορθή εκτίμηση των στοιχείων των τιμολογίων ήταν καθοριστική για την εκτίμηση της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σήματος. Δεδομένου όμως ότι η εκτίμηση των δύο αυτών τιμολογίων στηριζόταν σε εσφαλμένη μετάφραση, συνάγεται ότι ολόκληρη η προσβαλλομένη απόφαση πάσχει από πλάνη περί τα πράγματα, οφειλόμενη σε έλλειψη επιμέλειας. Κατά συνέπεια, κατά τη διοικητική διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών παρέβη το άρθρο 74, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 και το καθήκον επιμέλειας, παραλείποντας να εξετάσει, με προσοχή και αμεροληψία, όλα τα ασκούντα επιρροή στοιχεία της υπό κρίση υποθέσεως. Δεν αποκλείεται, αν τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία είχαν εξετασθεί ορθώς, να κατέληγε ενδεχομένως το τμήμα προσφυγών σε διαφορετική εκτίμηση ως προς την απόδειξη της υπάρξεως ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σήματος.

29      Επομένως, το υπό κρίση διαδικαστικό σφάλμα είναι ικανό να προκαλέσει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ο λόγος ακυρώσεως που αφορά την παράβαση του άρθρου 74 του κανονισμού 40/94 πρέπει να γίνει δεκτός.

30      Ως εκ τούτου, η προσβαλλομένη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, χωρίς να είναι ανάγκη να εξετασθούν οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

31      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το ΓΕΕΑ ηττήθηκε, πρέπει να υποχρεωθεί να φέρει, εκτός από τα δικαστικά έξοδά του, τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα, σύμφωνα με σχετικό αίτημά της.

32      Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 87, παράγραφος 4, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού Διαδικασίας, η παρεμβαίνουσα φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση του δεύτερου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) της 30ής Νοεμβρίου 2007 (υπόθεση R 298/2007-2).

2)      Το ΓΕΕΑ φέρει τα δικαστικά έξοδά του, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Zino Davidoff SA.

3)      Η Ι. Κλεινάκης και ΣΙΑ OE φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Azizi

Cremona

Frimodt Nielsen

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 15 Ιουλίου 2011.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.