Language of document : ECLI:EU:C:2024:406

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 16ης Μαΐου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων – Οδηγία 2014/65/ΕΕ – Άρθρο 3 – Εξαίρεση από την εφαρμογή της οδηγίας 2014/65/ΕΕ – Εξαιρούμενος επενδυτικός διαμεσολαβητής – Ρύθμιση κράτους μέλους η οποία απαγορεύει στον εν λόγω διαμεσολαβητή να διαβιβάζει εντολές πελατών σε επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος»

Στην υπόθεση C‑695/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Městský soud v Praze (περιφερειακό δικαστήριο Πράγας, Τσεχική Δημοκρατία) με απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 10 Νοεμβρίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης

Fondee a.s.

κατά

Česká národní banka,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Regan, πρόεδρο τμήματος, Z. Csehi, M. Ilešič, I. Jarukaitis και Δ. Γρατσία (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Pitruzzella

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Fondee a.s., εκπροσωπούμενη από τον J. Šovar, advokát,

–        η Česká národní banka, εκπροσωπούμενη από τους P. Krutiš και J. Spiryt,

–        η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την J. Očková, τον M. Smolek και τον J. Vláčil,

–        η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. Pere,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την C. Auvret, τον M. Mataija και την P. Němečková,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 14ης Νοεμβρίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφοι 1 και 3, σε συνδυασμό με το άρθρο 34 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ 2014, L 173, σ. 349), καθώς και του άρθρου 56 ΣΛΕΕ.

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Fondee a.s. και της Česká národní banka (Εθνικής Τράπεζας της Τσεχίας, Τσεχική Δημοκρατία) σχετικά με πρόστιμο που επιβλήθηκε στην πρώτη από τη δεύτερη λόγω παραβάσεως της απαγόρευσης διαβιβάσεως εντολών πελατών οι οποίες αφορούν επενδυτικά μέσα σε διαπραγματευτή κινητών αξιών εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος πλην της Τσεχικής Δημοκρατίας.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Όπως προκύπτει από το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2014/65, η οδηγία αυτή θεσπίζει απαιτήσεις ως προς τους όρους για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και τη λειτουργία των επιχειρήσεων επενδύσεων.

4        Το άρθρο 3 της οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Προαιρετικές εξαιρέσεις», προβλέπει στις παραγράφους 1 και 3 τα εξής:

«1.      Ένα κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει να μην εφαρμόσει την παρούσα οδηγία σε πρόσωπα των οποίων είναι το κράτος μέλος καταγωγής, με την προϋπόθεση ότι οι δραστηριότητες των προσώπων αυτών έχουν αδειοδοτηθεί και ρυθμίζονται σε εθνικό επίπεδο και αυτά τα πρόσωπα:

[…]

β)      δεν επιτρέπεται να παρέχουν καμία επενδυτική υπηρεσία, εκτός από τη λήψη και διαβίβαση εντολών επί κινητών αξιών και μεριδίων που εκδίδονται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων και/ή την παροχή επενδυτικών συμβουλών που σχετίζονται με τα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα, και

γ)      κατά την παροχή της υπηρεσίας αυτής επιτρέπεται να διαβιβάζουν εντολές μόνο σε:

i)      επιχειρήσεις επενδύσεων με άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την παρούσα οδηγία,

[…]

3.      Τα πρόσωπα που εξαιρούνται από την παρούσα οδηγία δυνάμει της παραγράφου 1 δεν απολαύουν της προβλεπόμενης στα άρθρα 34 και 35 αντιστοίχως ελευθερίας παροχής υπηρεσιών ή άσκησης δραστηριοτήτων ή εγκατάστασης υποκαταστημάτων.»

5        Το άρθρο 4 της οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Ορισμοί», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)      “επιχείρηση επενδύσεων”: κάθε νομικό πρόσωπο του οποίου η συνήθης επιχειρηματική δραστηριότητα είναι η παροχή μιας ή περισσότερων επενδυτικών υπηρεσιών σε τρίτους και/ή η άσκηση μιας ή περισσότερων επενδυτικών δραστηριοτήτων σε επαγγελματική βάση.

[…]

2)      “επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες”: οποιεσδήποτε από τις υπηρεσίες και δραστηριότητες του τμήματος Α του παραρτήματος I οι οποίες αφορούν οποιοδήποτε από τα μέσα που απαριθμούνται στο τμήμα Γ του παραρτήματος I.

[…]

46)      “διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια”: κεφάλαια των οποίων τουλάχιστον μία κατηγορία μεριδίων ή μετοχών αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης ολόκληρη την ημέρα σε τουλάχιστον έναν τόπο διαπραγμάτευσης και με τουλάχιστον έναν ειδικό διαπραγματευτή που ενεργεί για να εξασφαλίσει ότι η αξία των μεριδίων ή των μετοχών στον τόπο διαπραγμάτευσης δεν αποκλίνει σημαντικά από την καθαρή αξία ενεργητικού τους και, κατά περίπτωση, από την ενδεικτική καθαρή αξία ενεργητικού τους,

[…]».

6        Το άρθρο 5 της οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Απαιτήσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Κάθε κράτος μέλος απαιτεί για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και/ή την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων ως συνήθους επιχειρηματικής δραστηριότητας σε επαγγελματική βάση τη χορήγηση προηγούμενης άδειας, σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο. Η εν λόγω άδεια χορηγείται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, η οποία ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 67.»

7        Το άρθρο 34 της οδηγίας 2014/65, το οποίο επιγράφεται «Ελευθερία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι κάθε επιχείρηση επενδύσεων που έχει λάβει άδεια λειτουργίας και εποπτεύεται από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, ή, προκειμένου περί πιστωτικών ιδρυμάτων, σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ 2013, L 176, σ. 338),] μπορεί να παρέχει ελεύθερα επενδυτικές υπηρεσίες και/ή να ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες καθώς και να παρέχει παρεπόμενες υπηρεσίες στο έδαφός τους, υπό τον όρο ότι αυτές οι υπηρεσίες και δραστηριότητες καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας της. Η παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών επιτρέπεται μόνο σε συνδυασμό με επενδυτική υπηρεσία και/ή δραστηριότητα.

Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν επιπρόσθετες απαιτήσεις στις επιχειρήσεις επενδύσεων ή στα πιστωτικά ιδρύματα για τα θέματα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία.»

8        Από το άρθρο 67, παράγραφος 1, της οδηγίας προκύπτει ότι κάθε κράτος μέλος ορίζει τις αρμόδιες αρχές οι οποίες θα ασκούν τις αρμοδιότητες που προβλέπονται στην εν λόγω οδηγία.

9        Το παράρτημα I της οδηγίας, το οποίο περιλαμβάνει τον κατάλογο των υπηρεσιών, των δραστηριοτήτων και των χρηματοπιστωτικών μέσων, αναφέρει, στο σημείο 1 του τμήματος Α, το οποίο αφορά τις επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες, τη λήψη και διαβίβαση εντολών σχετικών με ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα. Το τμήμα Γ του παραρτήματος αυτού, το οποίο αφορά τα χρηματοπιστωτικά μέσα, μνημονεύει, στο σημείο 3, τα μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων.

 Το τσεχικό δίκαιο

10      Το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχεία a και e, του zákon č. 256/2004 Sb. o podnikání na kapitálovém trhu (νόμου 256/2004 για την άσκηση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων στην κεφαλαιαγορά), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος περί κεφαλαιαγοράς), αναφέρει, μεταξύ των κύριων επενδυτικών υπηρεσιών, τη λήψη και τη διαβίβαση εντολών που αφορούν επενδυτικά μέσα και τις επενδυτικές συμβουλές για επενδυτικά μέσα.

11      Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του νόμου αυτού ορίζει τον «διαπραγματευτή κινητών αξιών» ως το νομικό πρόσωπο που δικαιούται να παρέχει κύριες επενδυτικές υπηρεσίες βάσει άδειας χορηγούμενης από την Εθνική Τράπεζα της Τσεχίας. Το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο b, του εν λόγω νόμου προβλέπει ότι το νομικό πρόσωπο που διαθέτει την ως άνω άδεια έχει την έδρα του στην Τσεχική Δημοκρατία.

12      Κατά το άρθρο 29, παράγραφος 1, του νόμου περί κεφαλαιαγοράς, ο «επενδυτικός διαμεσολαβητής», κατά την έννοια του νόμου αυτού, μπορεί να παρέχει μόνον τις κύριες επενδυτικές υπηρεσίες που μνημονεύονται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχεία a ή e, του νόμου αυτού. Το φάσμα των επενδυτικών μέσων για τα οποία επιτρέπεται στον επενδυτικό διαμεσολαβητή να παρέχει υπηρεσίες ορίζεται στην παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου. Τέλος, η παράγραφος 4 του ίδιου άρθρου ορίζει ότι οι επενδυτικοί διαμεσολαβητές, όταν παρέχουν τις κύριες επενδυτικές υπηρεσίες του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχεία a ή e, του νόμου περί κεφαλαιαγοράς, μπορούν να διαβιβάζουν εντολές μεταξύ άλλων σε διαπραγματευτή κινητών αξιών, τράπεζα ή εταιρία επενδύσεων.

13      Κατά το άρθρο 162, παράγραφος 1, στοιχείο a, του νόμου περί κεφαλαιαγοράς, ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο διαπράττει παράβαση αν ασκεί παρανόμως δραστηριότητα εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής του νόμου αυτού, για την οποία απαιτείται, μεταξύ άλλων, άδεια ή διαπίστευση χορηγούμενη από την Εθνική Τράπεζα της Τσεχίας ή εγγραφή σε μητρώο τηρούμενο από αυτή.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

14      Η Fondee ασκεί στην Τσεχική Δημοκρατία τη δραστηριότητα επενδυτικού διαμεσολαβητή, κατά την έννοια του άρθρου 29, παράγραφος 1, του νόμου περί κεφαλαιαγοράς, βάσει άδειας χορηγηθείσας από την Εθνική Τράπεζα της Τσεχίας. Με απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2021, η εν λόγω τράπεζα της επέβαλε πρόστιμο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 162, παράγραφος 1, στοιχείο a, του νόμου αυτού, για τον λόγο ότι, μεταξύ της 7ης Οκτωβρίου και της 27ης Δεκεμβρίου 2019, διαβίβασε 407 εντολές πελατών της σε διαπραγματευτή κινητών αξιών εγκατεστημένο εκτός της Τσεχικής Δημοκρατίας.

15      Η Εθνική Τράπεζα της Τσεχίας έκρινε ότι η Fondee, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, παρείχε στους πελάτες της τη δυνατότητα να επενδύουν σε μερίδια διαπραγματεύσιμων αμοιβαίων κεφαλαίων, κατά την έννοια της οδηγίας 2014/65, τα οποία συνιστούν επενδυτικά μέσα κατά την έννοια του εν λόγω νόμου. Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις της Εθνικής Τράπεζας της Τσεχίας, οι πελάτες της Fondee τής έδιναν εντολή στον ιστότοπό της, την οποία η Fondee διαβίβαζε στη συνέχεια σε εταιρία εγκατεστημένη στις Κάτω Χώρες. Η πράξη πραγματοποιείτο βάσει τριμερούς συμφωνίας μεταξύ της εταιρίας αυτής, της Fondee και των πελατών της τελευταίας.

16      Η Fondee υπέβαλε ένσταση κατά της αποφάσεως περί επιβολής προστίμου ενώπιον του συμβουλίου της Εθνικής Τράπεζας της Τσεχίας, το οποίο απέρριψε την ένσταση με απόφαση της 18ης Μαρτίου 2021. Η Fondee άσκησε κατόπιν τούτου προσφυγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως περί απορρίψεως της ενστάσεως.

17      Από τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι οι «επενδυτικοί διαμεσολαβητές», όπως η Fondee, εξαιρούνται από την εφαρμογή της οδηγίας 2014/65, δεδομένου ότι η Τσεχική Δημοκρατία έκανε χρήση, ως προς αυτούς, της σχετικής δυνατότητας που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας.

18      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους της κύριας δίκης ότι η Fondee δεν παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες σε πελάτες οι οποίοι κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι εκτός της τσεχικής επικράτειας. Προσθέτει, εντούτοις, ότι η Fondee ενεπλάκη, ως διαμεσολαβητής, στην παροχή επενδυτικών υπηρεσιών από την εγκατεστημένη στις Κάτω Χώρες επιχείρηση επενδύσεων σε πελάτες οι οποίοι κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι στην τσεχική επικράτεια. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά, συνεπώς, ότι η Fondee απολαύει της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ως «παθητικός αποδέκτης» υπηρεσιών.

19      Κατά το αιτούν δικαστήριο, οι διάδικοι της κύριας δίκης διαφωνούν ως προς το κατά πόσον οι επιχειρηματίες που εμπίπτουν στο άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/65 έχουν τη δυνατότητα επίκλησης του άρθρου 56 ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, η Εθνική Τράπεζα της Τσεχίας υποστηρίζει ότι η προβλεπόμενη στη διάταξη αυτή της οδηγίας 2014/65 εξαίρεση των επενδυτικών διαμεσολαβητών από την εφαρμογή του δικαιώματος ελεύθερης παροχής υπηρεσιών καλύπτει κάθε συμμετοχή των διαμεσολαβητών αυτών στην παροχή τέτοιου είδους υπηρεσιών και ότι, επομένως, ένα κράτος μέλος μπορεί να απαγορεύσει στους επενδυτικούς διαμεσολαβητές τη διαβίβαση εντολών πελατών τους σε παρόχους επενδυτικών υπηρεσιών εγκατεστημένους σε άλλο κράτος μέλος.

20      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Městský soud v Praze (περιφερειακό δικαστήριο Πράγας, Τσεχική Δημοκρατία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει ένα πρόσωπο το οποίο, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας [2014/65], εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής και, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας δεν απολαύει της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών, κατά την έννοια του άρθρου 34 της οδηγίας αυτής, το δικαίωμα ελεύθερης παροχής υπηρεσιών που κατοχυρώνεται στο άρθρο 56 ΣΛΕΕ, αν δεν παρέχει το ίδιο επενδυτικές υπηρεσίες βάσει ενιαίου ευρωπαϊκού διαβατηρίου σε πελάτη εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος, αλλά λαμβάνει επενδυτική υπηρεσία από αλλοδαπή επιχείρηση η οποία χρησιμοποιεί ενιαίο ευρωπαϊκό διαβατήριο ή συμμετέχει με άλλον τρόπο (ως διαμεσολαβητής) στην παροχή της υπηρεσίας αυτής προς τον τελικό πελάτη;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα, αντιτίθεται το δίκαιο της Ένωσης, και δη το άρθρο 56 ΣΛΕΕ, σε νομοθετική ρύθμιση η οποία απαγορεύει σε επενδυτικό διαμεσολαβητή να διαβιβάζει τις εντολές πελάτη σε αλλοδαπό διαπραγματευτή κινητών αξιών;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

21      Κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου την οποία θεσπίζει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, στο Δικαστήριο απόκειται να δώσει στο εθνικό δικαστήριο χρήσιμη απάντηση η οποία να του παρέχει τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα προδικαστικά ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί [απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, W.Ż. (Τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων του Ανώτατου Δικαστηρίου – Διορισμός), C‑487/19, EU:C:2021:798, σκέψη 68 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

22      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 23 των προτάσεών του, ότι η οδηγία 2014/65 εναρμόνισε πλήρως τις εθνικές ρυθμίσεις σχετικά με τη διασυνοριακή παροχή επενδυτικών υπηρεσιών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται, όπως προκύπτει από το παράρτημα I της οδηγίας αυτής, η λήψη και η διαβίβαση εντολών σχετικών με ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα.

23      Κατά πάγια νομολογία, κάθε εθνικό μέτρο σε τομέα ο οποίος αποτέλεσε το αντικείμενο εξαντλητικής ή πλήρους εναρμονίσεως στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να αξιολογείται με γνώμονα όχι τις διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου, αλλά αυτές του εν λόγω μέτρου εναρμονίσεως [απόφαση της 20ής Απριλίου 2023, Autorità Garante della Concorrenza e del Mercato (Δήμος Ginosa), C‑348/22, EU:C:2023:301, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

24      Ως εκ τούτου, τα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να εξεταστούν αποκλειστικώς βάσει των διατάξεων της οδηγίας 2014/65.

25      Όσον αφορά, ειδικότερα, το άρθρο 34 της οδηγίας 2014/65, επισημαίνεται ότι το άρθρο αυτό αφορά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών από επιχείρηση επενδύσεων που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους άλλου από εκείνο στο έδαφος του οποίου παρέχονται οι υπηρεσίες.

26      Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, τα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν πρόσωπα τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3 της οδηγίας 2014/65, και τα οποία παρέχουν υπηρεσίες αποκλειστικώς σε πελάτες που κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι στο έδαφος του κράτους μέλους καταγωγής τους.

27      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με τα ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, σημείο i, της οδηγίας 2014/65 έχει την έννοια ότι τα πρόσωπα τα οποία ένα κράτος μέλος έχει εξαιρέσει από την εφαρμογή της οδηγίας αυτής μπορούν να διαβιβάζουν προς εκτέλεση τις εντολές πελατών οι οποίοι κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι στο εν λόγω κράτος μέλος σε επιχειρήσεις επενδύσεων εγκατεστημένες σε άλλο κράτος μέλος, στις οποίες έχει χορηγηθεί σχετική άδεια δυνάμει της εν λόγω οδηγίας από την αρμόδια αρχή αυτού του άλλου κράτους μέλους, και, ως εκ τούτου, αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση που απαγορεύει μια τέτοια διαβίβαση.

28      Συναφώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/65 επιτρέπει στα κράτη μέλη να μην εφαρμόζουν την οδηγία αυτή στα πρόσωπα των οποίων είναι το κράτος μέλος καταγωγής, υπό την επιφύλαξη τηρήσεως των προϋποθέσεων που προβλέπει η διάταξη αυτή, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η προϋπόθεση του στοιχείου γʹ, σημείο i.

29      Επομένως, το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, σημείο i, της οδηγίας 2014/65 παρέχει ρητώς στα πρόσωπα τα οποία ένα κράτος μέλος έχει εξαιρέσει από την εφαρμογή της οδηγίας αυτής τη δυνατότητα διαβιβάσεως των εντολών που λαμβάνουν σε επιχειρήσεις επενδύσεων στις οποίες έχει χορηγηθεί άδεια.

30      Εν προκειμένω, υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες πρέπει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η Τσεχική Δημοκρατία έκανε χρήση της δυνατότητας που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας. Εντούτοις, όπως προκύπτει επίσης από την απόφαση περί παραπομπής, το άρθρο 29, παράγραφος 4, του νόμου περί κεφαλαιαγοράς απαγορεύει στους επενδυτικούς διαμεσολαβητές κατά την έννοια του νόμου αυτού, όπως η Fondee, να διαβιβάζουν εντολές σε επιχειρήσεις επενδύσεων εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη.

31      Όπως όμως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 30 και 31 των προτάσεών του, το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, σημείο i, της οδηγίας 2014/65 αφορά τη διαβίβαση εντολών σε κάθε επιχείρηση επενδύσεων στην οποία έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας και όχι μόνο σε εκείνες που είναι εγκατεστημένες και έχουν λάβει άδεια στο κράτος μέλος καταγωγής του προσώπου που εξαιρείται από την εφαρμογή της οδηγίας αυτής.

32      Κατόπιν των προεκτεθέντων, στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, σημείο i, της οδηγίας 2014/65 έχει την έννοια ότι τα πρόσωπα που ένα κράτος μέλος έχει εξαιρέσει από την εφαρμογή της οδηγίας αυτής επιτρέπεται να διαβιβάζουν προς εκτέλεση τις εντολές πελατών οι οποίοι κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι στο εν λόγω κράτος μέλος σε επιχειρήσεις επενδύσεων εγκατεστημένες σε άλλο κράτος μέλος, στις οποίες έχει χορηγηθεί προς τούτο άδεια δυνάμει της εν λόγω οδηγίας από την αρμόδια αρχή αυτού του άλλου κράτους μέλους και, ως εκ τούτου, η ως άνω διάταξη αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία απαγορεύει μια τέτοια διαβίβαση.

 Επί των δικαστικών εξόδων

33      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, σημείο i, της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ,

έχει την έννοια ότι:

τα πρόσωπα που ένα κράτος μέλος έχει εξαιρέσει από την εφαρμογή της οδηγίας αυτής επιτρέπεται να διαβιβάζουν προς εκτέλεση τις εντολές πελατών οι οποίοι κατοικούν ή είναι εγκατεστημένοι στο εν λόγω κράτος μέλος σε επιχειρήσεις επενδύσεων εγκατεστημένες σε άλλο κράτος μέλος, στις οποίες έχει χορηγηθεί προς τούτο άδεια δυνάμει της εν λόγω οδηγίας από την αρμόδια αρχή αυτού του άλλου κράτους μέλους και, ως εκ τούτου, η ως άνω διάταξη αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία απαγορεύει μια τέτοια διαβίβαση.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η τσεχική.