Language of document : ECLI:EU:C:2024:414

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MANUEL CAMPOS SÁNCHEZ-BORDONA

της 16ης Μαΐου 2024 (1)

Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C512/22 P και C513/22 P

Finanziaria d’investimento Fininvest S.p.A. (Fininvest)

κατά

Silvio Berlusconi,

Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) (C512/22 P)

και

Marina Elvira Berlusconi, Pier Silvio Berlusconi, Barbara Berlusconi, Eleonora Berlusconi και Luigi Berlusconi, ως διάδοχοι του Silvio Berlusconi,

Silvio Berlusconi

κατά

Finanziaria d’investimento Fininvest S.p.A. (Fininvest),

Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) (C513/22 P)

«Αίτηση αναιρέσεως – Οδηγία 2013/36/ΕΕ – Προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων – Αξιολόγηση των αποκτήσεων ειδικών συμμετοχών – Κανονισμός (ΕΕ) 1024/2013 – Ενιαίος εποπτικός μηχανισμός – Εξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας – Προγενέστερη ειδική συμμετοχή – Εναντίωση στην απόκτηση, εκ μέρους της χρηματοοικονομικής εταιρίας Fininvest, ειδικής συμμετοχής στην Banca Mediolanum»






1.        Με την απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Berlusconi και Fininvest (2), το Δικαστήριο αποσαφήνισε την άσκηση του δικαστικού ελέγχου επί των αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (στο εξής: ΕΚΤ) που εκδίδονται στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών για την αξιολόγηση των κοινοποιήσεων περί απόκτησης και διάθεσης ειδικών συμμετοχών σε πιστωτικά ιδρύματα.

2.        Κατόπιν της αποφάσεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, με απόφαση της 11ης Μαΐου 2022 (3), την προσφυγή που ασκήθηκε κατά της απόφασης της ΕΚΤ της 25ης Οκτωβρίου 2016 (4), με την οποία η ΕΚΤ είχε εναντιωθεί στην απόκτηση, εκ μέρους του Silvio Berlusconi και της Finanziaria d’investimento Fininvest SpA (Fininvest), της ειδικής συμμετοχής στην Banca Mediolanum SpA.

3.        Στις δύο υπό κρίση συνεκδικαζόμενες αιτήσεις αναιρέσεως, το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει:

–      την έννοια της απόκτησης ή αύξησης ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα·

–      την εφαρμογή της διαδικασίας έγκρισης των ειδικών συμμετοχών που είναι προγενέστερες της έναρξης ισχύος του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (στο εξής: ΕΕΜ).

I.      Το νομικό πλαίσιο

Α.      Το δίκαιο της Ένωσης

4.        Οι κανόνες του δικαίου της Ένωσης που έχουν εφαρμογή στις υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως συμπίπτουν, κατ’ ουσίαν, με εκείνους που παρέθεσα στις προτάσεις μου στην υπόθεση C‑219/17 (5). Επομένως, παραπέμπω σε αυτές, χωρίς να χρειάζεται η εκ νέου παράθεση των εν λόγω κανόνων.

5.        Οι διατάξεις που παρέθεσα τότε περιέχονται:

–      στην οδηγία 2013/36/ΕΕ (6

–      στον κανονισμό (ΕΕ) 1024/2013 (7

–      στον κανονισμό (ΕΕ) 468/2014 (8).

Β.      Το εθνικό δίκαιο

6.        Παραπέμπω επίσης στις προτάσεις που ανέπτυξα στην υπόθεση C‑219/17 και στους εκεί παρατιθέμενους κανόνες του κώδικα τραπεζικής νομοθεσίας (9) και λοιπών διατάξεων του ιταλικού δικαίου.

II.    Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

7.        Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται στις σκέψεις 1 έως 13 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ως ακολούθως:

«Η Finanziaria d’investimento Fininvest SpA (Fininvest) είναι εταιρία συμμετοχών ιταλικού δικαίου η οποία [ανήκε] κατά 61,21 % στον Silvio Berlusconi μέσω συμμετοχών σε τέσσερις εταιρίες ιταλικού δικαίου.

Η Mediolanum ήταν μεικτή χρηματοοικονομική εταιρία συμμετοχών εισηγμένη στο χρηματιστήριο η οποία, έως τις 30 Δεκεμβρίου 2015, κατείχε το 100 % του κεφαλαίου της Banca Mediolanum SpA.

Η Fininvest κατείχε το 30,1 % του μετοχικού κεφαλαίου της Mediolanum και η Fin. Prog. Italia κατείχε το 26,5 % του κεφαλαίου της εν λόγω εταιρίας.

Μετά την έναρξη ισχύος του Decreto Legislativo [53/2014 (10)], η Banca d’Italia (κεντρική τράπεζα της Ιταλίας) κίνησε διαδικασία αξιολόγησης των προσφευγόντων, Fininvest και S. Berlusconi, ως ειδικών μετόχων μεικτών χρηματοοικονομικών εταιριών συμμετοχών.

Με απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2014, η Banca d’Italia έκρινε ότι ο S. Berlusconi δεν πληρούσε πλέον τη σχετική με τη φήμη απαίτηση που προβλέπεται στην decreto ministeriale [144/1998], […] [υπουργική απόφαση αριθ. 144/2014] […], δεδομένου ότι είχε καταδικαστεί αμετακλήτως σε ποινή φυλάκισης για φοροδιαφυγή μετά την απόφαση 35729/13 του Corte suprema di cassazione (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Ιταλία), της 1ης Αυγούστου 2013 (στο εξής: απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2014).

Για τον λόγο αυτό, η Banca d’Italia, αφενός, διέταξε την αναστολή των δικαιωμάτων ψήφου των προσφευγόντων και τη μεταβίβαση των μεριδίων που κατείχαν στο κεφάλαιο της Mediolanum κατά το μέτρο που υπερέβαιναν το 9,99 % και, αφετέρου, απέρριψε την αίτηση των προσφευγόντων για την έγκριση της εκ μέρους τους κατοχής ειδικής συμμετοχής.

Οι προσφεύγοντες προσέβαλαν την απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2014 ενώπιον του Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (διοικητικού πρωτοδικείου της περιφέρειας Λατίου, Ιταλία), το οποίο, με απόφαση της 5ης Ιουνίου 2015, απέρριψε την προσφυγή.

Στις 30 Δεκεμβρίου 2015, βάσει πράξης αντίστροφης συγχώνευσης, η Mediolanum απορροφήθηκε από τη θυγατρική της, τη Banca Mediolanum.

Στις 3 Μαρτίου 2016, το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας, Ιταλία) έκανε δεκτή την έφεση που άσκησαν οι προσφεύγοντες κατά της απόφασης του Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (διοικητικού πρωτοδικείου της περιφέρειας Λατίου) και ακύρωσε την απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2014.

Μετά την προμνησθείσα […] συγχώνευση και την […] απόφαση του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας) της 3ης Μαρτίου 2016 […], η Banca d’Italia και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) θεώρησαν ότι έπρεπε να υποβληθεί νέα αίτηση για έγκριση της εν λόγω ειδικής συμμετοχής, βάσει των άρθρων 22 επ. της οδηγίας 2013/36 […] και των άρθρων 19 επ. του [TUB].

Με έγγραφο της 14ης Ιουλίου 2016, η Banca d’Italia κάλεσε τη Fininvest να υποβάλει αίτηση για την έγκριση της απόκτησης ειδικής συμμετοχής εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών. Δεδομένου ότι δεν υποβλήθηκε καμία αίτηση […], η Banca d’Italia αποφάσισε, στις 3 Αυγούστου 2016, να κινήσει αυτεπαγγέλτως διοικητική διαδικασία κατά της Fininvest, στο πέρας της οποίας διαβίβασε στην ΕΚΤ, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 1024/2013 […], πρόταση απόφασης, της 23ης Σεπτεμβρίου 2016, με την οποία διατύπωνε αρνητική αξιολόγηση όσον αφορά τα εχέγγυα φήμης των αποκτώντων την επίμαχη συμμετοχή στη Banca Mediolanum και καλούσε την ΕΚΤ να εναντιωθεί στην απόκτηση.

Με την απόφαση […], της 25ης Οκτωβρίου 2016, η ΕΚΤ εναντιώθηκε στην απόκτηση από τους προσφεύγοντες της ειδικής συμμετοχής στη Banca Mediolanum, με την αιτιολογία ότι δεν πληρούσαν τη σχετική με τη φήμη απαίτηση και ότι υφίσταντο σοβαρές αμφιβολίες ως προς την ικανότητά τους να διασφαλίσουν στο μέλλον την ορθή και συνετή διαχείριση του ως άνω χρηματοπιστωτικού ιδρύματος […].

Ειδικότερα, η ΕΚΤ θεώρησε, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 19 και 25 του TUB και του άρθρου 1 της υπουργικής απόφασης αριθ. 144, περί μεταφοράς της οδηγίας 2013/36 στην εσωτερική έννομη τάξη, ότι, δεδομένου ότι ο S. Berlusconi, πλειοψηφικός μέτοχος και πραγματικός ιδιοκτήτης της Fininvest, ήταν ο έμμεσος αποκτών τη συμμετοχή στη Banca Mediolanum και δεδομένου ότι είχε καταδικαστεί αμετακλήτως σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών για φοροδιαφυγή, δεν πληρούνταν η απαίτηση που επιβάλλεται σχετικά με τη φήμη των κατόχων ειδικών συμμετοχών, κατά την έννοια του άρθρου 23, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2013/36, όπως μεταφέρθηκε στην εθνική έννομη τάξη. Η ΕΚΤ στηρίχθηκε επίσης στο γεγονός ότι ο S. Berlusconi είχε διαπράξει και άλλες παρατυπίες και ότι εις βάρος του είχαν εκδοθεί και άλλες καταδικαστικές αποφάσεις, κάτι που ίσχυε και για άλλα μέλη των διοικητικών οργάνων της Fininvest.»

8.        Το ως άνω ιστορικό της διαφοράς μπορεί να συμπληρωθεί με ορισμένα πραγματικά στοιχεία που εξέθεσα στις προτάσεις μου στην υπόθεση C‑219/17:

–      τα διοικητικά συμβούλια αμφοτέρων των εταιριών ενέκριναν τη συγχώνευση δι’ «αντίστροφης απορροφήσεως» της Mediolanum από την Banca Mediolanum (11). Το εν λόγω σχέδιο συγχώνευσης διαβιβάστηκε στην Κεντρική Τράπεζα της Ιταλίας προς έγκριση στις 26 Μαΐου 2015 σύμφωνα με το άρθρο 57 του TUB·

–      με την απόφαση 7969932/21 της 21ης Ιουλίου 2015, η Κεντρική Τράπεζα της Ιταλίας ενέκρινε τη σχεδιαζόμενη συγχώνευση. Με έγγραφο της 23ης Ιουλίου 2015, που παρέπεμπε στην εν λόγω απόφαση, η Κεντρική Τράπεζα της Ιταλίας επικύρωσε την απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2014, διευκρινίζοντας ότι η υποχρέωση εκποίησης που αυτή προέβλεπε έπρεπε να νοηθεί ως «αναφερόμενη στις μετοχές της Banca Mediolanum που, ως αποτέλεσμα της συγχωνεύσεως, θα περιέλθουν [στη Fininvest] σε αντάλλαγμα των μετοχών της [εταιρίας] Mediolanum».

9.        Στις 23 Δεκεμβρίου 2016 η Fininvest και ο S. Berlusconi άσκησαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της απόφασης της ΕΚΤ της 25ης Οκτωβρίου 2016.

10.      Το Γενικό Δικαστήριο (δεύτερο πενταμελές τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας, κάλεσε τους διαδίκους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με τις συνέπειες που έπρεπε να αντληθούν, σε εκείνη την υπόθεση, από την απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Berlusconi και Fininvest.

11.      Την 21η Ιανουαρίου 2019, λαμβανομένης υπόψη της ως άνω απόφασης του Δικαστηρίου, οι προσφεύγοντες προέβαλαν νέους λόγους ακυρώσεως, δυνάμει του άρθρου 84 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, επί των οποίων η ΕΚΤ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλαν παρατηρήσεις.

12.      Οι προσφεύγοντες ζήτησαν από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να καταδικάσει την ΕΚΤ στα δικαστικά έξοδα, αιτήματα τα οποία η ΕΚΤ και η Επιτροπή αντέκρουσαν.

13.      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή ακυρώσεως στο σύνολό της και καταδίκασε τη Fininvest και τον S. Berlusconi στα δικαστικά έξοδά τους, καθώς και στα έξοδα της ΕΚΤ, ενώ η Επιτροπή υποχρεώθηκε να φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

III. Αιτήματα των διαδίκων και διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

14.      Στις 22 Ιουλίου 2022 τόσο η Fininvest όσο και ο S. Berlusconi (12) άσκησαν αναίρεση, με παρόμοιο περιεχόμενο, κατά της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

15.      Με τις αιτήσεις αναιρέσεως, η Fininvest και ο S. Berlusconi ζητούν από το Δικαστήριο:

–      να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

–      συνακολούθως, να ακυρώσει την απόφαση της ΕΚΤ της 25ης Οκτωβρίου 2016·

–      επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο·

–      να καταδικάσει την ΕΚΤ στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων εκείνων της πρωτοβάθμιας δίκης.

16.      Η ΕΚΤ και η Επιτροπή ζήτησαν από το Δικαστήριο να απορρίψει τις αιτήσεις αναιρέσεως ως εν μέρει απαράδεκτες ή αλυσιτελείς και, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμες, αντικαθιστώντας, ενδεχομένως, ορισμένα σημεία του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Επικουρικώς, η Επιτροπή ζητεί να απορριφθεί η προσφυγή ακυρώσεως της επίδικης απόφασης. Ζητούν, επίσης, να καταδικαστούν ο S. Berlusconi και η Fininvest στα δικαστικά έξοδα.

17.      Οι δύο αιτήσεις αναιρέσεως συνενώθηκαν προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

18.      Το Δικαστήριο αποφάσισε να μη διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ζήτησε δε οι προτάσεις να επικεντρωθούν στον πρώτο, τον δεύτερο και τον ένατο λόγο αναιρέσεως.

IV.    Παραδεκτό των αιτήσεων αναιρέσεως

19.      Η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι η φερόμενη αποκατάσταση του S. Berlusconi, η οποία χορηγήθηκε στις 11 Μαΐου 2018 (13), δεν του παρείχε τη δυνατότητα να ζητήσει την εκ νέου αξιολόγηση της καλής φήμης του, η έλλειψη της οποίας είχε διαπιστωθεί με την επίδικη απόφαση. Εξ αυτού η ΕΚΤ συνάγει ότι οι αναιρεσείοντες δεν έχουν έννομο συμφέρον να ζητήσουν την ακύρωση της επίδικης απόφασης και την αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

20.      Η ένσταση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή, δεδομένου ότι τόσο ο S. Berlusconi (πλέον, οι κληρονόμοι του) όσο και η Fininvest διατηρούν έννομο συμφέρον για την ακύρωση της επίδικης απόφασης και την αναίρεση της δικαστικής απόφασης που την επικυρώνει, την οποία θεωρούν βλαπτική για τα συμφέροντά τους.

V.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις: Έννοια της απόκτησης ή αύξησης ειδικής συμμετοχής

21.      Προτού εξετάσω τους λόγους αναιρέσεως, υπενθυμίζω ότι σκοπός της διαδικασίας έγκρισης των ειδικών συμμετοχών είναι να διασφαλιστεί ότι πρόσβαση στον τραπεζικό τομέα μπορούν να έχουν μόνο τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που δεν θέτουν σε κίνδυνο την ομαλή λειτουργία του.

22.      Συγκεκριμένα, η αξιολόγηση έχει ως αντικείμενο την επαλήθευση του ότι ο υποψήφιος αγοραστής διαθέτει καλή φήμη και την απαιτούμενη χρηματοοικονομική ευρωστία, κατά τρόπον ώστε το ίδρυμα οι συμμετοχές του οποίου πρόκειται να αποκτηθούν να συνεχίσει να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας. Η αξιολόγηση αυτή συμβάλλει επίσης στο να αποτραπεί η χρηματοδότηση της συναλλαγής με πόρους προερχόμενους από παράνομες δραστηριότητες (14).

23.      Το άρθρο 2, σημείο 8, του κανονισμού ΕΕΜ παραπέμπει στον ορισμό της έννοιας της «ειδικής συμμετοχής» που διαλαμβάνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 36, του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 (15). Ως τέτοια νοείται «η άμεση ή έμμεση κατοχή κεφαλαίου που αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 10 % του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου μιας επιχείρησης ή που καθιστά δυνατή την άσκηση ουσιώδους επιρροής στη διαχείριση της επιχείρησης αυτής».

24.      Το άρθρο 22, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36 επιβάλλει σε «[…] κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο (“υποψήφιος αγοραστής”) το οποίο, μεμονωμένα ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα, έχει αποφασίσει είτε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα, είτε να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα, ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα όρια του 20 %, του 30 % ή του 50 %, ή ώστε το πιστωτικό ίδρυμα να καταστεί θυγατρική του επιχείρηση […]» την υποχρέωση να απευθύνει κοινοποίηση (16).

25.      Από τη συνδυασμένη ερμηνεία των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι ως «ειδική συμμετοχή» λογίζεται η άμεση ή έμμεση συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα η οποία:

–      αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 10 % του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου της επιχείρησης· ή

–      καθιστά δυνατή την άσκηση ουσιώδους επιρροής στη διαχείριση της επιχείρησης· ή

–      έχει ως αποτέλεσμα το πιστωτικό ίδρυμα να καταστεί θυγατρική επιχείρηση του υποψήφιου αγοραστή.

26.      Το άρθρο 22, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36 επιβάλλει υποχρέωση κοινοποίησης των αποκτήσεων τέτοιου είδους συμμετοχών σε πιστωτικό ίδρυμα, εξομοιώνει δε με αυτές τις άμεσες ή έμμεσες αυξήσεις των εν λόγω συμμετοχών όταν η αναλογία των κατεχόμενων δικαιωμάτων ψήφου ή μεριδίων κεφαλαίου φθάνει ή υπερβαίνει τα όρια του 20 %, του 30 % ή του 50 %.

27.      Οι απαιτήσεις αξιολόγησης των αποκτήσεων και των αυξήσεων ειδικών συμμετοχών καθορίζονται στα άρθρα 22 έως 27 της οδηγίας 2013/36. Οι εθνικές νομοθεσίες δεν μπορούν να θεσπίζουν αυστηρότερες απαιτήσεις (17).

28.      Το άρθρο 23 της οδηγίας 2013/36 εναρμονίζει τα ουσιαστικά κριτήρια για την εκτίμηση της απόκτησης ή της αύξησης ειδικής συμμετοχής (18). Προς εναρμόνιση της πρακτικής των κρατών μελών, οι ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές κατάρτισαν το 2016 κοινές κατευθυντήριες γραμμές (19).

29.      Η διαδικασία για τη χορήγηση του ως άνω είδους εγκρίσεων διέπεται από το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, το άρθρο 6, παράγραφος 4, και το άρθρο 15 του κανονισμού ΕΕΜ, όπως αυτά συμπληρώνονται από τα άρθρα 85 έως 87 του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ. Η εν λόγω διαδικασία εξετάστηκε διεξοδικά από το Δικαστήριο με την απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Berlusconi και Fininvest.

30.      H ΕΚΤ έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα να εκτιμά και να αποφασίζει ως προς την απόκτηση και την αύξηση ειδικών συμμετοχών σε όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που υπόκεινται στον ενιαίο εποπτικό μηχανισμό (20), ανεξαρτήτως του αν είναι σημαντικά ή όχι καθώς και του αν τελούν υπό την άμεση εποπτεία της ΕΚΤ ή των εθνικών αρχών.

VI.    Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

Α.      Επιχειρήματα των διαδίκων

31.      Οι αναιρεσείοντες βάλλουν κατά της συλλογιστικής του Γενικού Δικαστηρίου βάσει της οποίας απερρίφθη ο προβληθείς ενώπιόν του πρώτος λόγος ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως αποτελείται από έξι αιτιάσεις (A, B, Γ, Δ, E και ΣΤ), οι οποίες αφορούν τα ακόλουθα ζητήματα:

–      τον από κοινού έλεγχο που οι προσφεύγοντες ασκούσαν επί της Banca Mediolanum. Πλάνη κατά την εκτίμηση των συνεπειών του·

–      την ιδιότητα της Fininvest ως κατόχου ειδικής συμμετοχής στην Banca Mediolanum. Παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών και πρόδηλη πλάνη περί το δίκαιο·

–      την αντικατάσταση από το Γενικό Δικαστήριο της αιτιολογίας του συντάκτη της απόφασης με τη δική του αιτιολογία. Παράβαση των άρθρων 263 και 264 ΣΛΕΕ·

–      τη νέα ευρωπαϊκή έννοια της απόκτησης ειδικής συμμετοχής. Μη εφαρμογή του εθνικού δικαίου·

–      τη δημιουργία από το Γενικό Δικαστήριο μιας κατάστασης η οποία δεν προβλέπεται από το δίκαιο της Ένωσης·

–      τη διάκριση μεταξύ έμμεσης και άμεσης ειδικής συμμετοχής: παράβαση του άρθρου 22 της οδηγίας 2013/36 και του άρθρου 22 του TUB.

32.      Η ΕΚΤ και η Επιτροπή αντικρούουν τα επιχειρήματα των αναιρεσειόντων και ζητούν την απόρριψη του πρώτου λόγου αναιρέσεως.

Β.      Εκτίμηση

1.      Πρώτη και δεύτερη αιτίαση

33.      Οι αιτιάσεις υπό Α και Β του πρώτου λόγου αναιρέσεως βασίζονται στα ακόλουθα επιχειρήματα:

–      το Γενικό Δικαστήριο (σκέψη 81 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης) δέχθηκε ότι ο S. Berlusconi και η Fininvest κατείχαν ειδική συμμετοχή στην Banca Mediolanum, η οποία τους παρείχε τη δυνατότητα να ελέγχουν από κοινού τη Mediolanum και την Banca Mediolanum πριν από την αντίστροφη συγχώνευση·

–      βασιζόμενο στην ανωτέρω παραδοχή (ήτοι τη διαπίστωση του ελέγχου που η Fininvest ασκούσε επί της Banca Mediolanum πριν από τη συγχώνευση), το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη κατά την εκτίμηση των συνεπειών μιας κατάστασης που το ίδιο είχε διαπιστώσει: εάν ο έλεγχος προϋπήρχε της συγχώνευσης, η ΕΚΤ δεν έπρεπε να κινήσει διαδικασία έγκρισης για την απόκτηση της ειδικής συμμετοχής. Η εν λόγω ειδική συμμετοχή υφίστατο πριν από την έναρξη ισχύος των κανόνων του ΕΕΜ·

–      το Γενικό Δικαστήριο (σκέψη 70 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης) εκτίμησε ότι η Fininvest και ο S. Berlusconi κατείχαν, μέσω της Fininvest, το 30,16 % των μεριδίων του κεφαλαίου της Mediolanum, η οποία κατείχε το 100 % των μεριδίων του κεφαλαίου της Banca Mediolanum. Ομοίως, το Γενικό Δικαστήριο (σκέψη 71 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης) έκρινε ότι, καθόσον το ποσοστό δικαιωμάτων ψήφου που μπορούσαν να ασκηθούν έμμεσα από τη Fininvest, μέσω της Mediolanum, υπερέβαινε το όριο του 20 %, η Fininvest και, κατά συνέπεια, ο S. Berlusconi κατείχαν εμμέσως ειδική συμμετοχή στην Banca Mediolanum·

–      οι ανωτέρω διαπιστώσεις έπρεπε να είχαν οδηγήσει το Γενικό Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε απόκτηση συνεπεία της συγχώνευσης σε συνδυασμό με την απόφαση του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας) της 3ης Μαρτίου 2016, δεδομένου ότι η Fininvest και ο S. Berlusconi είχαν ήδη την ιδιότητα των κατόχων ειδικής συμμετοχής στην Banca Mediolanum. Επομένως, η έγκριση της ΕΚΤ δεν είχε νόημα·

–      το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλείονες περιπτώσεις πλάνης περί το δίκαιο, καθόσον δεν συνήγαγε τα εύλογα συμπεράσματα από την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών·

–      στη σκέψη 72 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, μετά την απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2014 (με την οποία η Κεντρική Τράπεζα της Ιταλίας ανέστειλε τα δικαιώματα ψήφου των προσφευγόντων, αρνήθηκε να χορηγήσει έγκριση ώστε να μπορούν να κατέχουν ειδική συμμετοχή στη Mediolanum και τους διέταξε να μεταβιβάσουν τα μερίδια που κατείχαν στο κεφάλαιο της Mediolanum κατά το μέτρο που υπερέβαιναν το 9,99 %), η έμμεση συμμετοχή των προσφευγόντων έπαυσε να αποτελεί ειδική συμμετοχή·

–      το ανωτέρω συμπέρασμα ενέχει πλάνη, καθότι η ειδική συμμετοχή διατηρείται στο ακέραιο ενόσω δεν λαμβάνει χώρα μεταβίβαση των μετοχών. Όσον αφορά τα δικαιώματα ψήφου, η απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2014 δεν συνεπάγεται, πρακτικώς, την αναστολή των εν λόγω δικαιωμάτων, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 24 του TUB·

–      στη σκέψη 73 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε ότι, μετά τη συγχώνευση με απορρόφηση της Mediolanum από την Banca Mediolanum, στις 30 Δεκεμβρίου 2015, η Fininvest κατέστη άμεσος κάτοχος του 9,99 % των μετοχών της Banca Mediolanum·

–      κατά τους αναιρεσείοντες, το ως άνω συμπέρασμα ενέχει επίσης πλάνη, δεδομένου ότι η ειδική συμμετοχή της Fininvest στη Mediolanum ήταν, και παρέμεινε πάντοτε, ίδια, ήτοι 30,16 % του μετοχικού κεφαλαίου·

–      στη σκέψη 76 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε ότι, μετά την ακύρωση της απόφασης της 7ης Οκτωβρίου 2014 με την απόφαση του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας) της 3ης Μαρτίου 2016, η Fininvest κατέστη άμεσος κάτοχος του 30,16 % των μετοχών της Banca Mediolanum·

–      κατά τους αναιρεσείοντες, και η εκτίμηση αυτή, η οποία είναι απόρροια των δύο προηγουμένων, ενέχει πλάνη. Η ακύρωση της απόφασης της 7ης Οκτωβρίου 2014 με τη δικαστική απόφαση της 3ης Μαρτίου 2016 ουδόλως μετέβαλε τις αρχικές συμμετοχές. Επομένως, η Fininvest δεν ανέκτησε, συνεπεία της προμνησθείσας δικαστικής απόφασης, τη συμμετοχή της ύψους 30,16 % στην Banca Mediolanum, την οποία ουδέποτε είχε απολέσει. Η εν λόγω δικαστική απόφαση είναι ουδέτερη όσον αφορά το ύψος της συμμετοχής·

–      εν κατακλείδι, η συμμετοχή ύψους 30,16 % της Fininvest ουδέποτε μειώθηκε σε 9,99 % (με την απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας της Ιταλίας) και ουδέποτε μετατράπηκε ξανά σε ειδική συμμετοχή [μετά την απόφαση του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας)]. Ήταν πάντοτε ειδική συμμετοχή ύψους 30,16 %.

34.      Εκτιμώ ότι η ως άνω αιτίαση είναι βάσιμη, καθότι, βάσει των πραγματικών περιστατικών όπως εκτέθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο, τούτο όφειλε να διαπιστώσει ότι η ΕΚΤ δεν μπορούσε να κινήσει τη διαδικασία έγκρισης των ειδικών συμμετοχών.

35.      Η θέση μου βασίζεται στο άρθρο 15 του κανονισμού ΕΕΜ και στο άρθρο 22 της οδηγίας 2013/36. Αμφότερες οι διατάξεις αυτές προβλέπουν έλεγχο της απόκτησης ή της αύξησης ειδικών συμμετοχών εκ μέρους της ΕΚΤ από την έναρξη ισχύος του ΕΕΜ, η οποία έλαβε χώρα στις 4 Νοεμβρίου 2014.

36.      Εντούτοις, ο εν λόγω έλεγχος δεν εκτείνεται στις ειδικές συμμετοχές που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «ιστορικές», ήτοι υφιστάμενες πριν από την ως άνω ημερομηνία. Εάν μια ιστορική ειδική συμμετοχή σε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα διατηρείται, αλλά δεν αυξάνεται, ο έλεγχος της ΕΚΤ δεν εκτείνεται σε αυτήν.

37.      Τούτο είναι, ακριβώς, το βασικό επιχείρημα το οποίο προβάλλουν οι αναιρεσείοντες υποστηρίζοντας, ορθώς, ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν συνήγαγε τις προσήκουσες συνέπειες από τη διαπίστωση ότι η συμμετοχή του S. Berlusconi και της Fininvest στη Mediolanum και, μέσω αυτής, στην Banca Mediolanum ήταν ιστορική ειδική συμμετοχή, προγενέστερη της έναρξης ισχύος του ΕΕΜ, η οποία είχε διατηρηθεί αμετάβλητη.

38.      Κατά το Γενικό Δικαστήριο, η προμνησθείσα ιστορική συμμετοχή επηρεάστηκε από τρία γεγονότα, συγκεκριμένα: α) την απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2014, με την οποία διατάχθηκε η μεταβίβαση των συμμετοχών του S. Berlusconi και της Fininvest στη Mediolanum που υπερέβαιναν το 9,99 %· β) την απορρόφηση της Mediolanum από την Banca Mediolanum, στις 30 Δεκεμβρίου 2015, η οποία κατέστησε τη Fininvest άμεσο κάτοχο του 9,99 % των μετοχών της Banca Mediolanum· και γ) την ακύρωση της απόφασης της 7ης Οκτωβρίου 2014 με την απόφαση του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας) της 3ης Μαρτίου 2016, δυνάμει της οποίας η Fininvest και ο S. Berlusconi ανέκτησαν πλήρως τις μετοχές τους στην Banca Mediolanum.

39.      Σε σχέση με τη συγχώνευση, το Γενικό Δικαστήριο δέχεται ότι ο S. Berlusconi κατείχε πάντοτε συμμετοχή στην Banca Mediolanum «μέσω, αρχικώς, της Fininvest και, εν συνεχεία, της Mediolanum» (21). Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι η συγχώνευση δι’ αντίστροφης απορροφήσεως προκάλεσε μεταβολή της νομικής δομής της εν λόγω συμμετοχής, την οποία η ΕΚΤ μπορούσε να χαρακτηρίσει ως απόκτηση «παρότι το ύψος της ειδικής συμμετοχής των προσφευγόντων δεν μεταβλήθηκε σε σχέση με το ύψος της συμμετοχής που κατείχαν μέσω της Mediolanum» (22).

40.      Όπως θα εκθέσω κατά την εξέταση της πέμπτης αιτίασης του πρώτου λόγου αναιρέσεως, εκτιμώ ότι η ως άνω προσέγγιση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η οποία βασίζεται στην έννοια της μεταβολής της νομικής δομής της συμμετοχής, ενέχει πλάνη.

41.      Δεν μου φαίνεται ορθή ούτε η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τις συνέπειες που αποδίδονται στην απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2014, συγκεκριμένα, σε σχέση με τη μείωση σε 9,99 % της ειδικής συμμετοχής της Fininvest και του S. Berlusconi στην Banca Mediolanum.

42.      Είναι αληθές ότι, με την απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2014, η Κεντρική Τράπεζα της Ιταλίας διέταξε τη μεταβίβαση των μετοχών της Fininvest στη Mediolanum που υπερέβαιναν το 9,99 %. Η μεταβίβαση έπρεπε να πραγματοποιηθεί εντός προθεσμίας τριάντα μηνών από τη σύσταση καταπιστεύματος με αντικείμενο τη διάθεση των εν λόγω μετοχών. Εντούτοις, η μεταβίβαση αυτή ουδέποτε πραγματοποιήθηκε, καθότι το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας), αρχικώς, ανέστειλε την εκτέλεση της απόφασης της Κεντρικής Τράπεζας της Ιταλίας και, εν συνεχεία, την ακύρωσε με αποτελέσματα ex tunc, με την απόφαση της 3ης Μαρτίου 2016.

43.      Από τις ανωτέρω διαδοχικές πράξεις συνάγεται ότι οι μετοχές που αντιπροσώπευαν τη συμμετοχή της Fininvest στην Banca Mediolanum παρέμεναν πάντοτε στην κατοχή της εν λόγω εταιρίας και δεν μεταβιβάστηκαν σε κανέναν αγοραστή.

44.      Επομένως, εν αντιθέσει προς το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο (σκέψη 72 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης), η ειδική συμμετοχή της Fininvest και του S. Berlusconi στην Banca Mediolanum δεν μειώθηκε στο 9,99 %, αλλά διατηρήθηκε αμετάβλητη όταν ο ΕΕΜ άρχισε να λειτουργεί και η ΕΚΤ απέκτησε την αρμοδιότητα έγκρισης της απόκτησης και της αύξησης των ειδικών συμμετοχών. Το μόνο που περιορίστηκε, για σύντομο χρονικό διάστημα, ήταν τα δικαιώματα ψήφου από τις μετοχές που έπρεπε να μεταβιβαστούν.

45.      Το πρώτο αυτό σφάλμα οδήγησε το Γενικό Δικαστήριο (σκέψη 73 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης) σε ένα ακόμη σφάλμα καθ’ ο μέρος έκρινε ότι, μετά τη συγχώνευση με απορρόφηση της Mediolanum από την Banca Mediolanum, η Fininvest κατέστη άμεσος κάτοχος του 9,99 % των μετοχών της Banca Mediolanum.

46.      Εντούτοις, δεδομένου ότι η Fininvest κατείχε ήδη συμμετοχή ύψους 30,16 % στη Mediolanum, μετά τη συγχώνευση με απορρόφηση συνέχισε να κατέχει άμεσα την ίδια ειδική συμμετοχή ύψους 30,16 % (221 828 000 μετοχές) στην Banca Mediolanum, και όχι ύψους 9,99 %, όπως εκτίμησε το Γενικό Δικαστήριο.

47.      Αμφότερα τα ανωτέρω σφάλματα οδήγησαν το Γενικό Δικαστήριο (σκέψη 76 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης) σε ένα ακόμη σφάλμα καθ’ ο μέρος έκρινε ότι, μετά την ακύρωση της απόφασης της 7ης Οκτωβρίου 2014 με την απόφαση του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας) της 3ης Μαρτίου 2016, η Fininvest κατέστη άμεσος κάτοχος του 30,16 % των μετοχών της Banca Mediolanum.

48.      Εν αντιθέσει προς την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου, η μνημονευόμενη απόφαση του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας) δεν είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της συμμετοχής της Fininvest στην Banca Mediolanum από το 9,99 % στο 30,16 %: επαναλαμβάνω ότι η εν λόγω συμμετοχή δεν είχε μειωθεί δυνάμει της απόφασης της 7ης Οκτωβρίου 2014.

49.      Οι τρεις προεκτεθείσες περιπτώσεις πλάνης στις οποίες υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο κλονίζουν το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε στη σκέψη 77 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης (23).

50.      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η συμμετοχή της Fininvest και του S. Berlusconi στην Banca Mediolanum υπήρξε πάντοτε ειδική συμμετοχή ύψους 30,16 %. Δεδομένου ότι δεν υπήρξε αύξηση της εν λόγω συμμετοχής μετά την έναρξη ισχύος του ΕΕΜ, η έγκριση της ΕΚΤ δεν ήταν αναγκαία, καθότι επρόκειτο περί «ιστορικής» ειδικής συμμετοχής.

51.      Ως εκ τούτου, η πρώτη και η δεύτερη αιτίαση (υπό Α και Β) του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να γίνουν δεκτές, καθόσον αναδεικνύουν πλάνη περί το δίκαιο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση σχετικά με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η ΕΚΤ εξουσιοδοτείται να επιβάλει την υποχρέωση έγκρισης της απόκτησης ή της αύξησης των ειδικών συμμετοχών στα πιστωτικά ιδρύματα.

2.      Τρίτη αιτίαση (υπό Γ)

52.      Οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι στηρίχθηκε σε αιτιολογία που δεν περιλαμβανόταν στην απόφαση της ΕΚΤ, παραβαίνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τα άρθρα 263 και 264 ΣΛΕΕ.

53.      Η αιτίαση περιορίζεται απλώς και μόνον στον ισχυρισμό αυτό και στην επισήμανση ότι θα αναπτυχθεί στο πλαίσιο των επόμενων αιτιάσεων. Επομένως, στερείται αυτοτέλειας και, για τον λόγο αυτόν, είναι απορριπτέα.

3.      Τέταρτη αιτίαση (υπό Δ)

54.      Κατά τους αναιρεσείοντες, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εκτιμώντας ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού ΕΕΜ δεν περιέχει ρητή παραπομπή στα εθνικά δίκαια για τον καθορισμό της έννοιας της απόκτησης ειδικής συμμετοχής σε τραπεζικό ίδρυμα.

55.      Κατά τη γνώμη μου, το Γενικό Δικαστήριο δεν παρέβη το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού ΕΕΜ (24). Είναι αληθές ότι η εν λόγω διάταξη καθορίζει το δίκαιο που πρέπει να εφαρμόζει η ΕΚΤ κατά την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της στο πλαίσιο του ΕΕΜ. Η διάταξη δεν παραπέμπει, όμως, στα εθνικά δίκαια για την ερμηνεία έννοιας που καθιερώνεται με διάταξη του δικαίου της Ένωσης, όπως η απόκτηση ειδικής συμμετοχής (25).

56.      Σε σχέση με την προμνησθείσα έννοια, ούτε το άρθρο 15 του κανονισμού ΕΕΜ ούτε το άρθρο 22 της οδηγίας 2013/36 περιέχουν ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών.

57.      Η έννοια της απόκτησης ή αύξησης ειδικής συμμετοχής είναι, όπως ορθώς εκτίμησε το Γενικό Δικαστήριο (26), αυτοτελής έννοια του δικαίου της Ένωσης, η οποία χρήζει ομοιόμορφης ερμηνείας σε όλα τα κράτη μέλη. Δεν θα υπήρχε ομοιομορφία εάν κάθε κράτος μέλος μπορούσε να την ερμηνεύει κατά βούληση.

58.      Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου: από τις απαιτήσεις τόσο της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όσο και της αρχής της ισότητας προκύπτει ότι διάταξη του δικαίου της Ένωσης η οποία δεν παραπέμπει ρητώς στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας και του περιεχομένου της πρέπει κατά κανόνα να ερμηνεύεται σε όλη την Ένωση κατά τρόπο αυτοτελή και ομοιόμορφο (27).

59.      Εν κατακλείδι, η τέταρτη αιτίαση είναι απορριπτέα.

4.      Πέμπτη αιτίαση (υπό Ε)

60.      Οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι εξομοίωσε την έννοια της «απόκτησης ειδικής συμμετοχής» με την έννοια της «μεταβολής της νομικής δομής [μιας] συμμετοχής». Κατά τους αναιρεσείοντες, η δεύτερη αυτή έννοια, την οποία το Γενικό Δικαστήριο χρησιμοποιεί στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (28), είναι ξένη προς το δίκαιο της Ένωσης και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιπτώσεις όπως η επίμαχη.

61.      Η αιτίαση των αναιρεσειόντων κατά του συγκεκριμένου χωρίου της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης είναι βάσιμη. Η μεταβολή της νομικής δομής μιας συμμετοχής είναι έννοια η οποία δεν χρησιμοποιείται ούτε στην οδηγία 2013/36 ούτε στον κανονισμό ΕΕΜ προκειμένου να διαπιστωθεί αν συντρέχει απόκτηση ή αύξηση ειδικής συμμετοχής. Οι διατάξεις των νομοθετικών αυτών πράξεων δεν προβλέπουν ότι η μεταβολή της νομικής δομής μπορεί να εκληφθεί ως απόκτηση συμμετοχής.

62.      Κρίσιμο στοιχείο για την αξιολόγηση της απόκτησης ή της αύξησης είναι, όπως θα εκθέσω εν συνεχεία, ο αριθμός των συμμετοχών που αποκτήθηκαν (ή αυξήθηκαν) (29), όχι όμως η νομική δομή τους, έννοια η οποία είναι, άλλωστε, ασαφής και συνεπάγεται κάποιον βαθμό ανασφάλειας κατά την εφαρμογή της.

63.      Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι οι μεταβολές της νομικής δομής συμμετοχής είναι κρίσιμες, τούτο θα αφορούσε μόνον τις μεταγενέστερες της θέσης σε εφαρμογή του ΕΕΜ, και όχι τις προγενέστερες, όπως προεκτέθηκε.

64.      Σε σχέση με τις προγενέστερες της θέσης σε εφαρμογή του ΕΕΜ συμμετοχές, η έγκριση της ΕΚΤ θα απαιτείται μόνον εάν η απόκτησή τους συνεπάγεται αύξηση του βαθμού ελέγχου του αγοραστή επί του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος. Η μεταβολή της νομικής δομής της συμμετοχής (εάν γινόταν δεκτός ο λυσιτελής χαρακτήρας της νέας αυτής έννοιας, κάτι το οποίο δεν συμβαίνει) δεν θα απαιτεί έγκριση της ΕΚΤ, εάν η ειδική συμμετοχή παραμένει σταθερή και δεν αυξάνεται.

65.      Τούτο συνέβη στην υπό κρίση υπόθεση. Η Fininvest κατείχε πάντοτε ειδική συμμετοχή στη Mediolanum και, επομένως, στην Banca Mediolanum. Η συγχώνευση δι’ αντίστροφης απορρόφησης της Mediolanum από την Banca Mediolanum επέφερε εσωτερική ανακατάταξη της νομικής δομής του επιχειρηματικού ομίλου, δεν μετέβαλε όμως τον βαθμό ή την ένταση του ελέγχου που ασκεί η Fininvest (30) (και, εμμέσως, ο S. Berlusconi) επί του εν λόγω χρηματοπιστωτικού ιδρύματος.

66.      Στο πλαίσιο συναλλαγών όπως η επίμαχη, στις οποίες τα ίδια φυσικά και νομικά πρόσωπα διατηρούν τον ίδιο βαθμό ελέγχου και επιρροής επί του πιστωτικού ιδρύματος, δεν συντρέχει απόκτηση ή αύξηση ειδικής συμμετοχής. Υπό τις συνθήκες αυτές, η ΕΚΤ δεν οφείλει να κινήσει τη διοικητική διαδικασία έγκρισης.

67.      Επομένως, η πέμπτη αιτίαση πρέπει να γίνει δεκτή.

5.      Έκτη αιτίαση (υπό ΣΤ)

68.      Οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο αποφαινόμενο ότι ο άμεσος ή έμμεσος χαρακτήρας συμμετοχής είναι κρίσιμο στοιχείο για να διαπιστωθεί εάν υπήρξε απόκτηση ειδικής συμμετοχής.

69.      Υποστηρίζουν ότι το άρθρο 22 της οδηγίας 2013/36 και το άρθρο 22 του TUB κάνουν λόγο μόνο για ειδική συμμετοχή, η οποία μπορεί να είναι τόσο άμεση όσο και έμμεση. Κατά τα λοιπά, ο S. Berlusconi (στην έλλειψη αξιοπιστίας του οποίου βασίστηκε η απόφαση της ΕΚΤ) κατείχε πάντοτε, τόσο πριν από όσο και μετά τη συγχώνευση και την απόφαση του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας) της 3ης Μαρτίου 2016, έμμεση συμμετοχή στο πιστωτικό ίδρυμα.

70.      Η ως άνω αιτίαση πρέπει επίσης να γίνει δεκτή. Από το άρθρο 2, σημείο 8, του κανονισμού ΕΕΜ, το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 36, του κανονισμού 575/2013 και το άρθρο 22 της οδηγίας 2013/36 συνάγεται ότι το πρώτο κριτήριο για να εξακριβωθεί αν υπάρχει άμεση ή έμμεση (31) απόκτηση ή αύξηση ειδικής συμμετοχής είναι ποσοτικό.

71.      Συγκεκριμένα, η απόκτηση πρέπει να αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 10 % του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου της επιχείρησης (32), η δε αύξηση πρέπει να συνεπάγεται αύξηση του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου κατά τουλάχιστον 20 %, 30 % ή 50 %. Τα δύο άλλα κριτήρια (άσκηση ουσιώδους επιρροής στη διαχείριση της επιχείρησης και πιστωτικό ίδρυμα που καθίσταται θυγατρική επιχείρηση του αγοραστή) δεν έχουν εφαρμογή εν προκειμένω.

72.      Ειδικότερα, για τους σκοπούς του άρθρου 22 της οδηγίας 2013/36, η ειδική συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να αποκτηθεί ή να αυξηθεί άμεσα ή έμμεσα, χωρίς η χρήση της μίας ή της άλλης μεθόδου απόκτησης (άμεσης ή έμμεσης) να ασκεί επιρροή στο αποτέλεσμα.

73.      Επομένως, καθοριστικής σημασίας στοιχείο δεν είναι ο άμεσος ή έμμεσος χαρακτήρας της απόκτησης της ειδικής συμμετοχής, αλλά η ύπαρξη απόκτησης, υπό οποιαδήποτε από τις δύο αυτές μορφές, και η συνακόλουθη επίτευξη συγκεκριμένου βαθμού ελέγχου ή επιρροής επί του πιστωτικού ιδρύματος.

74.      Βάσει της ανωτέρω παραδοχής, το Γενικό Δικαστήριο δεν ερμηνεύει ορθώς το άρθρο 22, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36, καθόσον αποδίδει σημασία στη μετατροπή της έμμεσης συμμετοχής της Fininvest στην Banca Mediolanum σε άμεση συμμετοχή, μετά την συγχώνευση δι’ αντίστροφης απορρόφησης (33).

75.      Όσον αφορά το άρθρο 22, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι, «[…] όταν η κατοχή έμμεσης συμμετοχής μέσω δύο εταιριών καθίσταται κατοχή έμμεσης συμμετοχής μέσω μίας και μόνον εταιρίας, η ίδια η κατοχή ειδικής συμμετοχής μεταβάλλεται ως προς τη νομική δομή της και, επομένως, τέτοια πράξη πρέπει να θεωρηθεί απόκτηση ειδικής συμμετοχής κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης» (34).

76.      Η ως άνω συλλογιστική, όμως, η οποία στηρίζεται, εκ νέου, στην έννοια της μεταβολής της νομικής δομής της συμμετοχής (έννοια την οποία έχω ήδη χαρακτηρίσει ως απρόσφορη στο πλαίσιο αυτό), δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Η εφαρμογή της στα πραγματικά περιστατικά που το Γενικό Δικαστήριο θεωρεί αποδεδειγμένα οφείλεται στην αρχική πλάνη στη συλλογιστική του.

77.      Όπως προεξέθεσα, το Γενικό Δικαστήριο δέχεται ότι, μετά τη συγχώνευση, «[…] το ύψος της ειδικής συμμετοχής των προσφευγόντων δεν μεταβλήθηκε σε σχέση με το ύψος της συμμετοχής που κατείχαν μέσω της Mediolanum» (35). Με άλλα λόγια, η μετάβαση από μια έμμεση σε μια άμεση συμμετοχή δεν μετέβαλε την κατάσταση του ελέγχου που η Fininvest ασκούσε επί της Banca Mediolanum, δεδομένου ότι η Fininvest κατείχε πάντοτε το 30,16 % των μετοχών.

78.      Τούτο ισχύει, κατά μείζονα λόγο, όσον αφορά τη συμμετοχή του S. Berlusconi, η οποία υπήρξε πάντοτε έμμεση ειδική συμμετοχή στην Banca Mediolanum (36).

79.      Εφόσον ισχύει κάτι τέτοιο (37), η έλλειψη σημασίας της μετάβασης από έναν τρόπο συμμετοχής (άμεσο) σε άλλον τρόπο συμμετοχής (έμμεσο) οδηγεί στη διαπίστωση, σε περίπτωση όπως η υπό κρίση, ότι δεν υπήρξε (νέα) απόκτηση ή αύξηση της ειδικής συμμετοχής. Στην περίπτωση αυτή, η παρέμβαση της ΕΚΤ δεν ήταν αναγκαία.

80.      Εν κατακλείδι, η έκτη (και τελευταία) αιτίαση του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτή.

VII. Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

Α.      Επιχειρήματα των διαδίκων

81.      Οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι απέρριψε τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως με τον οποίο είχαν προβάλει ότι η εφαρμογή των άρθρων 22 και 23 της οδηγίας 2013/36 στις συμμετοχές στο μετοχικό κεφάλαιο που είχαν αποκτηθεί πριν από είκοσι και πλέον έτη συνεπάγεται παραβίαση της αρχής της μη αναδρομικότητας.

82.      Οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο, μολονότι με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αποφαίνεται ότι η οδηγία 2013/36 δεν εφαρμόζεται στην απόκτηση ειδικών συμμετοχών προγενέστερων της έναρξης ισχύος της, εντούτοις, επικυρώνει στην πραγματικότητα την αναδρομική αυτή εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση. Στο ίδιο μέτρο, η πλάνη που προβάλλεται με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως αποτελεί τη βάση αυτής που προβάλλεται με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως.

83.      Η ΕΚΤ και η Επιτροπή αντικρούουν την ανωτέρω επιχειρηματολογία.

Β.      Εκτίμηση

84.      Ορθώς το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαιώνει ότι στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 22 και 23 της οδηγίας 2013/36 δεν εμπίπτουν οι αποκτήσεις ειδικών συμμετοχών που είναι προγενέστερες της έναρξης ισχύος της οδηγίας και τις οποίες, συνεπώς, το πρόσωπο κατέχει ήδη, αλλά μόνον οι αποφάσεις αποκτήσεων ειδικών συμμετοχών που προτείνονται μετά την έναρξη ισχύος της (38).

85.      Πάντως, όπως υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες, η ανωτέρω κατ’ αρχήν διαπίστωση καθίσταται άνευ αντικειμένου εάν, όπως καταδείχθηκε κατά την εξέταση του πρώτου λόγου αναιρέσεως, οι προμνησθείσες διατάξεις της οδηγίας 2013/36 εφαρμόζονται σε ειδική συμμετοχή, όπως αυτή της Fininvest στην Banca Mediolanum, η οποία δεν μεταβλήθηκε πραγματικά (όσον αφορά τον βαθμό ελέγχου και επιρροής που ασκούνται επί του πιστωτικού ιδρύματος) πριν από και μετά την έναρξη ισχύος της εν λόγω οδηγίας.

86.      Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτός.

VIII. Επί του ενάτου λόγου αναιρέσεως

Α.      Επιχειρήματα των διαδίκων

87.      Οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας απαράδεκτους τους δύο νέους λόγους ακυρώσεως που προέβαλαν ενώπιόν του, οι οποίοι βασίζονταν στην έλλειψη νομιμότητας των προπαρασκευαστικών πράξεων που είχε εκδώσει η Κεντρική Τράπεζα της Ιταλίας (39).

88.      Κατά τους αναιρεσείοντες, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή του άρθρου 84 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου σε σχέση με τους νέους ισχυρισμούς που είχαν προβληθεί μετά την απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Berlusconi και Fininvest.

89.      Πρόκειται περί πρόδηλης πλάνης εκτίμησης όσον αφορά την ύπαρξη «νέου νομικού στοιχείου», σε συνδυασμό με έλλειψη αιτιολογίας και προδήλως στερούμενη λογικής ακολουθίας αιτιολογία καθώς και παράλειψη αιτιολογίας όσον αφορά την απουσία αυτεπάγγελτης εξέτασης των νέων ισχυρισμών. Κατά τους αναιρεσείοντες, λόγω των προεκτεθέντων, το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και παρέβη το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

90.      Κατά την ανάπτυξη του λόγου αυτού αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν τα ακόλουθα επιχειρήματα:

–      οι νέοι λόγοι ακυρώσεως είχαν στενή επί της ουσίας σχέση με τους λόγους ακυρώσεως που είχαν ήδη προβληθεί·

–      η απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Berlusconi και Fininvest, περιέχει μεγάλο αριθμό νέων ερμηνευτικών κριτηρίων τα οποία βαίνουν πέραν της υποτιθέμενης απλής επιβεβαίωσης της παλαιότερης νομολογίας. Με την εν λόγω απόφαση, ερμηνεύονται για πρώτη φορά erga omnes οι αρμοδιότητες της ΕΚΤ στον επίμαχο τομέα και επιλύονται ζητήματα απολύτως καινοφανή και ιδιαιτέρως πολύπλοκα·

–      η απόρριψη των νέων αυτών λόγων ακυρώσεως ως απαράδεκτων συνιστά προσβολή του δικαιώματος των αναιρεσειόντων σε αποτελεσματική και πλήρη ένδικη προστασία. Προς το συμφέρον της προστασίας αυτής, το Γενικό Δικαστήριο θα μπορούσε να εξετάσει τους προμνησθέντες λόγους ακυρώσεως ακόμη και αυτεπαγγέλτως, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 84 του Κανονισμού Διαδικασίας του.

91.      Η ΕΚΤ και η Επιτροπή αντικρούουν τα ανωτέρω επιχειρήματα.

Β.      Εκτίμηση

92.      Με την απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Berlusconi και Fininvest, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι:

–      το άρθρο 263 ΣΛΕΕ δεν επιτρέπει στα εθνικά δικαστήρια να ασκούν έλεγχο νομιμότητας επί των πράξεων που έχουν χαρακτήρα κίνησης της διαδικασίας, προπαρασκευαστικό χαρακτήρα ή χαρακτήρα μη δεσμευτικής πρότασης και που έχουν εκδοθεί από τις εθνικές αρμόδιες αρχές στο πλαίσιο της διαδικασίας έγκρισης της απόκτησης ή της αύξησης ειδικών συμμετοχών (40

–      απόκειται στον δικαστή της Ένωσης, δυνάμει της αποκλειστικής αρμοδιότητάς του να ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων της Ένωσης επί τη βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, να αποφαίνεται επί της νομιμότητας της τελικής απόφασης την οποία λαμβάνει η ΕΚΤ και να εξετάζει, προς διασφάλιση της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των ενδιαφερομένων, τα τυχόν ελαττώματα των προπαρασκευαστικών πράξεων ή των προτάσεων των εθνικών αρχών τα οποία είναι ικανά να θίξουν το κύρος της τελικής αυτής απόφασης (41).

93.      Μετά τη δημοσίευση της ανωτέρω απόφασης και την πρόσκληση του Γενικού Δικαστηρίου προς τους διαδίκους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με τις ενδεχόμενες συνέπειες που έπρεπε να αντληθούν για την εκδικαζόμενη ενώπιον του υπόθεση (42), οι προσφεύγοντες προέβαλαν δύο νέους λόγους ακυρώσεως, με τους οποίους αμφισβητούσαν τη νομιμότητα των προπαρασκευαστικών πράξεων που είχε εκδώσει η Κεντρική Τράπεζα της Ιταλίας (ειδικότερα, την απόφαση κίνησης της διαδικασίας και την πρόταση απόφασης που υπέβαλε στην ΕΚΤ).

94.      Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε απαράδεκτους αμφότερους τους νέους αυτούς λόγους ακυρώσεως, διότι: α) δεν είχαν στενή σχέση με τους λόγους ακυρώσεως που είχαν προβληθεί με το δικόγραφο της προσφυγής· και β) η απόφαση του Δικαστηρίου δεν μπορούσε να θεωρηθεί νομικό στοιχείο το οποίο ανέκυψε κατά τη διαδικασία, κατά την έννοια του άρθρου 84, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου (43).

95.      Κατά τη γνώμη μου, τα επιχειρήματα των αναιρεσειόντων είναι βάσιμα.

96.      Όσον αφορά την απουσία στενής σχέσης μεταξύ των νέων λόγων ακυρώσεως και των λόγων ακυρώσεως που είχαν προβληθεί αρχικώς με το δικόγραφο της προσφυγής, εκτιμώ ότι το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, να διαπιστώσει την εν λόγω σχέση.

97.      Είναι αληθές ότι η νομιμότητα των προπαρασκευαστικών πράξεων της Κεντρικής Τράπεζας της Ιταλίας δεν αμφισβητείται με το αρχικό δικόγραφο της προσφυγής. Όπως έκρινε, όμως, το Δικαστήριο με την απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Berlusconi και Fininvest, η έγκριση της απόκτησης ή της αύξησης ειδικών συμμετοχών σε πιστωτικά ιδρύματα εντάσσεται σε μια σύνθετη διοικητική διαδικασία, στην οποία παρεμβαίνουν οι εθνικές αρχές και η ΕΚΤ. Η ΕΚΤ έχει εξουσία λήψης της τελικής απόφασης και τούτο συνεπάγεται ότι το Γενικό Δικαστήριο και το Δικαστήριο έχουν αποκλειστική αρμοδιότητα να εκτιμήσουν τη νομιμότητα των πράξεων που εκδίδονται στο πλαίσιο τέτοιων διαδικασιών.

98.      Ως εκ τούτου, δεν χωρεί αμφιβολία ότι υφίσταται άμεση και στενή σχέση μεταξύ των προπαρασκευαστικών πράξεων των εθνικών αρχών και της τελικής πράξης της ΕΚΤ, καθόσον είναι στοιχεία της ίδιας σύνθετης διοικητικής διαδικασίας. Η κρίση σχετικά με το κύρος της τελικής πράξης (της ΕΚΤ) μπορεί να εξαρτάται από τα ουσιαστικά ελαττώματα των προπαρασκευαστικών πράξεων (των εθνικών αρχών), τα οποία οι αναιρεσείοντες επιθυμούσαν να προβάλουν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

99.      Όσον αφορά τη συνεκτίμηση της απόφασης της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Berlusconi και Fininvest, ως νέου νομικού στοιχείου που ανέκυψε κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας, ικανού να δικαιολογήσει την προβολή νέων λόγων ακυρώσεως, η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου ενέχει επίσης πλάνη.

100. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο:

–      στηρίζεται στη νομολογία του Δικαστηρίου (44) κατά την οποία απόφαση η οποία επιβεβαιώνει μια νομική κατάσταση την οποία ο αναιρεσείων γνώριζε κατά τον χρόνο άσκησης της αναίρεσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως στοιχείο το οποίο δικαιολογεί την προβολή νέου λόγου·

–      επισημαίνει επίσης ότι «[…] απόφαση εκδοθείσα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας δεν μπορεί να προβληθεί ως νέο στοιχείο, δεδομένου ότι δεν παρέχει, κατ’ αρχήν, παρά ερμηνεία ex tunc του δικαίου της Ένωσης […]» (45

–      κάνει λόγο για την αναγνωριστική και όχι πρωτογενή αξία των προδικαστικών αποφάσεων και τα ex tunc αποτελέσματα της ερμηνείας που παρέχεται με αυτές (46

–      αναφέρει ότι «η ερμηνεία του Δικαστηρίου πρέπει να θεωρηθεί γνωστή από τους προσφεύγοντες κατά τον χρόνο άσκησης της προσφυγής» ακυρώσεως (47

–      κρίνει ότι η απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Berlusconi και Fininvest, «δεν μπορεί να θεωρηθεί νομικό στοιχείο το οποίο ανέκυψε κατά τη διαδικασία κατά την έννοια του άρθρου 84, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας [του Γενικού Δικαστηρίου]» (48).

101. Δεν συμμερίζομαι την ανωτέρω συλλογιστική και τη συνέπεια που το Γενικό Δικαστήριο αντλεί από αυτήν.

102. Το ίδιο το Γενικό Δικαστήριο έχει δεχθεί σε άλλες αποφάσεις του ότι, για την προβολή νέων λόγων ακυρώσεως, απόφαση του Δικαστηρίου που εκδίδεται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας είναι λυσιτελής όταν περιέχει νέες διευκρινίσεις σχετικά με τις εφαρμοστέες διατάξεις (49).

103. Είναι αληθές ότι οι αποφάσεις με τις οποίες επαναλαμβάνεται απλώς και μόνον παλαιότερη νομολογία δεν δικαιολογούν την προβολή νέων λόγων ακυρώσεως. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου που συνιστούν εξέλιξη παλαιότερης νομολογίας ή διαμορφώνουν νέα νομολογία: σε τέτοιες περιπτώσεις, οι εν λόγω αποφάσεις επιτρέπουν την προβολή νέων ισχυρισμών σε εκκρεμείς προσφυγές ακυρώσεως.

104. Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί υπ’ αυτή την έννοια στο συγκεκριμένο πλαίσιο της οδηγίας 2013/32/ΕΕ (50). Έχει κρίνει ότι απόφασή του μπορεί να εμπίπτει στην έννοια του νέου στοιχείου, κατά το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, και το άρθρο 40, παράγραφοι 2 και 3, της εν λόγω οδηγίας (51). Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από τον ex tunc χαρακτήρα των αποτελεσμάτων των αποφάσεων που εκδίδονται στις διαδικασίες προδικαστικής παραπομπής (52).

105. Η απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Berlusconi και Fininvest, περιείχε ορισμένες σημαντικές (και καινοφανείς) κρίσεις σχετικά με τον δικαστικό έλεγχο στις σύνθετες διοικητικές διαδικασίες στο πλαίσιο της τραπεζικής ένωσης, περιλαμβανομένης της διαδικασίας σχετικά με την έγκριση των αποκτήσεων ειδικών συμμετοχών. Η απόφαση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απλή επιβεβαίωση παλαιότερης νομολογίας.

106. Κατά τον χρόνο άσκησης των προσφυγών τους, η Fininvest και ο S. Berlusconi δεν μπορούσαν να γνωρίζουν εκ των προτέρων ότι οι προπαρασκευαστικές πράξεις της Κεντρικής Τράπεζας της Ιταλίας κατά τη διαδικασία έγκρισης της απόκτησης ειδικών συμμετοχών έπρεπε να προσβληθούν αποκλειστικά και μόνον ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και όχι ενώπιον των ιταλικών δικαστηρίων.

107. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας απαράδεκτους τους δύο νέους λόγους ακυρώσεως.

108. Υπό τις συνθήκες αυτές, η απόρριψη των λόγων αυτών ως απαράδεκτων προσέβαλε το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των αναιρεσειόντων, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, καθόσον τους εμπόδισε να επικαλεστούν τα πιθανά ελαττώματα των προπαρασκευαστικών πράξεων της τελικής απόφασης προκειμένου να επιτύχουν την εξέτασή τους από το Γενικό Δικαστήριο.

109. Επομένως, ο ένατος λόγος αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτός, τούτο δε, σε συνδυασμό με την αποδοχή του πρώτου λόγου αναιρέσεως (εν μέρει) και του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, συνεπάγεται την αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

IX.    Απόφαση επί της προσφυγής ακυρώσεως

110. Κατά το άρθρο 61, παράγραφος 1, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, εάν η αναίρεση κριθεί βάσιμη, το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου. Στην περίπτωση αυτή, μπορεί το ίδιο να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση.

111. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο έχει στη διάθεσή του τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για να αποφανθεί οριστικά επί της προσφυγής ακυρώσεως της απόφασης της ΕΚΤ της 25ης Οκτωβρίου 2016.

112. Για τους λόγους που προεκτέθηκαν, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προέβαλαν οι προσφεύγοντες πρέπει να γίνει δεκτός, η δε απόφαση της ΕΚΤ της 25ης Οκτωβρίου 2016 πρέπει να ακυρωθεί στο σύνολό της.

X.      Επί των δικαστικών εξόδων

113. Δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αναίρεση είναι βάσιμη και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αποφαίνεται και επί των εξόδων.

114. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στη διαδικασία αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

115. Οι αναιρεσείοντες ζήτησαν από το Δικαστήριο να καταδικάσει την ΕΚΤ στα δικαστικά έξοδα. Εάν οι αιτήσεις αναιρέσεως γίνουν δεκτές, όπως προτείνω, η ΕΚΤ θα πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, η δε Επιτροπή θα φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

XI.    Πρόταση

116. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο:

–      να κάνει δεκτές τις αιτήσεις αναιρέσεως και να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Μαΐου 2022, Fininvest και Berlusconi κατά ΕΚΤ (T‑913/16, EU:T:2022:279)·

–      να ακυρώσει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ECB/SSM/2016 – 7LVZJ6XRIE7VNZ4UBX81/4, της 25ης Οκτωβρίου 2016·

–      να καταδικάσει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στα δικαστικά έξοδα και να αποφανθεί ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.


2      Απόφαση C‑219/17 (EU:C:2018:1023). Στο εξής: απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Berlusconi και Fininvest.


3      Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, Fininvest και Berlusconi κατά ΕΚΤ (T‑913/16, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2022:279).


4      Απόφαση ECB/SSM/2016 – 7LVZJ6XRIE7VNZ4UBX81/4.


5      Προτάσεις της 27ης Ιουνίου 2018 (EU:C:2018:502).


6      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ 2013, L 176, σ. 338).


7      Κανονισμός του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ 2013, L 287, σ. 63) (στο εξής: κανονισμός ΕΕΜ).


8      Κανονισμός της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Απριλίου 2014, που θεσπίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των εθνικών αρμόδιων αρχών και των εθνικών εντεταλμένων αρχών εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (κανονισμός για το πλαίσιο ΕΕΜ) (ΕΕ 2014, L 141, σ. 1).


9      Decreto Legislativo n. 385 – Testo unico delle leggi in materia bancaria e creditizia [νομοθετικό διάταγμα 385 – Κωδικοποιημένο κείμενο των νόμων σχετικά με τις τραπεζικές και πιστωτικές δραστηριότητες, της 1ης Σεπτεμβρίου 1993 (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 230, της 30ής Σεπτεμβρίου 1993), όπως τροποποιήθηκε με το νομοθετικό διάταγμα 72, της 12ης Μαΐου 2015, με το οποίο μεταφέρθηκε στο ιταλικό δίκαιο το περιεχόμενο της οδηγίας 2013/36 (νομοθετικό διάταγμα 72· στο εξής: TUB)].


10      Attuazione della direttiva 2011/89/UE, che modifica le direttive 98/78/CE, 2002/87/CE, 2006/48/CE e 2009/138/CE, per quanto concerne la vigilanza supplementare sulle imprese finanziarie appartenenti a un conglomerato finanziario, de 4 de marzo de 2014 (νομοθετικό διάταγμα 53, της 4ης Μαρτίου 2014, περί εφαρμογής της οδηγίας 2011/89/ΕΕ, για τροποποίηση των οδηγιών 98/78/ΕΚ, 2002/87/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, όσον αφορά τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων) (GURI αριθ. 76, της 1ης Απριλίου 2014, σ. 1790).


11      Επρόκειτο για «ενδοομιλική συγχώνευση, με αναλογία ανταλλαγής 1:1», με στόχο την εταιρική απλούστευση και τον οργανωτικό εξορθολογισμό του τραπεζικού ομίλου, δεδομένου ότι η εταιρία Mediolanum κατείχε το 100 % των μετοχών της Banca Mediolanum.


12      Μετά τον θάνατο του S. Berlusconi στις 12 Ιουνίου 2023, οι κληρονόμοι του υπεισήλθαν στη δικονομική θέση του στο πλαίσιο της υπό κρίση αίτησης αναιρέσεως.


13      Η εν λόγω αποκατάσταση μνημονεύεται με τον τέταρτο λόγο αμφοτέρων των αιτήσεων αναιρέσεως.


14      Βλ. ΕΚΤ, Οδηγός σχετικά με τη διαδικασία απόκτησης ειδικών συμμετοχών, 2023, https://www.bankingsupervision.europa.eu/ecb/pub/pdf/ssm.supervisory_guides230523_qualifyingholdingprocedure.el.pdf.


15      Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ 2013, L 176, σ. 1).


16      Ο κανονισμός (ΕΕ) 2023/1114 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαΐου 2023, για τις αγορές κρυπτοστοιχείων και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 και των οδηγιών 2013/36/ΕΕ και (ΕΕ) 2019/1937 (ΕΕ 2023, L 150, σ. 40), προβλέπει, στα άρθρα 41 και 42, διαδικασία ελέγχου (της απόκτησης και της αύξησης ειδικών συμμετοχών σε εκδότες μαρκών με αναφορά σε περιουσιακά στοιχεία) παρόμοια με αυτήν της οδηγίας 2013/36.


17      Κατά το άρθρο 22, παράγραφος 8, της οδηγίας 2013/36, «[τ]α κράτη μέλη δεν επιβάλλουν απαιτήσεις για την κοινοποίηση στις αρμόδιες αρχές ή την έγκριση από αυτές άμεσης ή έμμεσης απόκτησης δικαιωμάτων ψήφου ή κεφαλαίου αυστηρότερες από τις προβλεπόμενες στην παρούσα οδηγία».


18      Προς τούτο, στην παράγραφο 1 προβλέπεται ότι οι αρμόδιες αρχές, προκειμένου να εξασφαλίσουν την ορθή και συνετή διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος για το οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής, και λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του υποψήφιου αγοραστή στο πιστωτικό ίδρυμα, εκτιμούν την καταλληλότητα του υποψήφιου αγοραστή και την ορθότητα της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής από χρηματοοικονομική άποψη, σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια: τη φήμη του υποψήφιου αγοραστή· τη φήμη και την πείρα των νέων υποψήφιων μελών του διοικητικού οργάνου· τη χρηματοοικονομική ευρωστία του υποψήφιου αγοραστή· την ικανότητα του πιστωτικού ιδρύματος να συνεχίσει να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας· και τον κίνδυνο ανάμειξης σε πράξεις νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.


19      Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών, Κοινές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την προληπτική αξιολόγηση της απόκτησης και της αύξησης ειδικών συμμετοχών στον χρηματοοικονομικό τομέα (JC/GL/2016/01) (στο εξής: κοινές κατευθυντήριες γραμμές), Φρανκφούρτη, Δεκέμβριος 2016. Διατίθενται στη διεύθυνση https://www.eiopa.europa.eu/system/files/2020-10/jc_qh_gls_el.pdf.


20      Η απόφαση (ΕΕ) 2019/1376 της ΕΚΤ, της 23ης Ιουλίου 2019, σχετικά με την κατ’ εξουσιοδότηση έκδοση αποφάσεων που αφορούν τη χορήγηση διαβατηρίου, την απόκτηση ειδικών συμμετοχών και την ανάκληση της άδειας λειτουργίας πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΚΤ/2019/23) (ΕΕ 2019, L 224, σ. 1), καθορίζει τα κριτήρια βάσει των οποίων οι προϊστάμενοι υπηρεσιακών μονάδων της ΕΚΤ εξουσιοδοτούνται να εκδίδουν αποφάσεις ειδικής συμμετοχής (άρθρο 4).


21      Σκέψη 79 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


22      Σκέψη 80 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Στη σκέψη 81 της ίδιας απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι, όσον αφορά τους προσφεύγοντες, υφίστατο ήδη «[σύμβαση] μετόχων [συναφθείσα] μεταξύ της Fininvest και της Fin. Prog. Italia, η οποία τους παρείχε τη δυνατότητα να ελέγχουν από κοινού τη Mediolanum και τη Banca Mediolanum πριν από την επίμαχη συγχώνευση […]».


23      Κατά το Γενικό Δικαστήριο, «η έμμεση συμμετοχή της Fininvest στην Banca Mediolanum κατέστη, μετά την επίμαχη συγχώνευση και την απόφαση του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας) της 3ης Μαρτίου 2016, άμεση ειδική συμμετοχή».


24      Η εν λόγω διάταξη ορίζει ότι, «[γ]ια το σκοπό της εκτέλεσης των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, με σκοπό τη διασφάλιση υψηλών προτύπων εποπτείας, η ΕΚΤ εφαρμόζει όλη την οικεία νομοθεσία και, αν το σχετικό ενωσιακό δίκαιο αποτελείται από οδηγίες, την εθνική νομοθεσία μεταφοράς των οδηγιών στην εσωτερική έννομη τάξη. Αν η σχετική ενωσιακή νομοθεσία αποτελείται από κανονισμούς και αυτοί οι κανονισμοί παρέχουν ρητώς επιλογές στα κράτη μέλη, η ΕΚΤ πρέπει να εφαρμόζει επίσης και την εθνική νομοθεσία διά της οποίας ασκούνται αυτές οι επιλογές».


25      Η ΕΚΤ οφείλει να εφαρμόζει το εθνικό δίκαιο (όταν αυτό μεταφέρει στην εθνική έννομη τάξη τις οδηγίες ή περιλαμβάνει κάποια από τις επιλογές που επιτρέπονται από τους κανονισμούς), τούτο, όμως, δεν σημαίνει ότι η ίδια η έννοια της απόκτησης ή της αύξησης ειδικών συμμετοχών καταλείπεται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών.


26      Σκέψη 49 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


27      Αποφάσεις της 11ης Απριλίου 2019, Tarola (C‑483/17, EU:C:2019:309, σκέψη 36), της 1ης Οκτωβρίου 2019, Planet49 (C‑673/17, EU:C:2019:801, σκέψη 47), και της 22ας Ιουνίου 2021, Latvijas Republikas Saeima (Βαθμοί ποινής) (C‑439/19, EU:C:2021:504, σκέψη 81).


28      Εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζουν η ΕΚΤ και η Επιτροπή, δεν πρέπει να υποτιμηθεί η χρήση της εν λόγω έννοιας στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, καθόσον αποτελεί κρίσιμο στοιχείο της συλλογιστικής του Γενικού Δικαστηρίου. Περιέχεται στις σκέψεις 57, 78, 80, 81, 84 και 88 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Με αυτήν, το Γενικό Δικαστήριο δεν περιορίζεται σε «έκθεση του πλαισίου» ή σε «χρήση μη νομικών, αλλά κατ’ ουσίαν οικονομικών όρων», όπως αβασίμως υποστηρίζει η ΕΚΤ (σημείο 20 του υπομνήματος επί της αιτήσεως αναιρέσεως).


29      Ή το γεγονός ότι η απόκτηση καθιστά δυνατή την άσκηση ουσιώδους επιρροής στη διαχείριση της επιχείρησης ή έχει ως αποτέλεσμα το πιστωτικό ίδρυμα να καταστεί θυγατρική επιχείρηση του υποψήφιου αγοραστή.


30      Σκέψεις 80 και 81 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


31      Ο τίτλος II, κεφάλαιο 1, σημείο 6, των κοινών κατευθυντήριων γραμμών προβλέπει δύο κριτήρια για την εξακρίβωση του έμμεσου χαρακτήρα μιας συμμετοχής: τον έλεγχο και τον πολλαπλασιασμό. Το κριτήριο του ελέγχου συνεπάγεται ότι όλα τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ασκούν έλεγχο επί κατόχου ειδικής συμμετοχής σε εποπτευόμενη επιχείρηση πρέπει να θεωρούνται έμμεσοι αγοραστές της εν λόγω ειδικής συμμετοχής. Το κριτήριο του πολλαπλασιασμού, το οποίο εφαρμόζεται σε δεύτερο στάδιο, συνίσταται στον πολλαπλασιασμό των ποσοστών των συμμετοχών κατά μήκος της εταιρικής αλυσίδας, ξεκινώντας από τη συμμετοχή που κατέχεται άμεσα στο πιστωτικό ίδρυμα και συνεχίζοντας προς την κορυφή της εταιρικής αλυσίδας υπό τον όρο ότι το γινόμενο εξακολουθεί να ανέρχεται τουλάχιστον στο 10 %.


32      Κατά το άρθρο 27 της οδηγίας 2013/36, «[π]ροκειμένου να προσδιορισθεί εάν πληρούνται τα κριτήρια ειδικής συμμετοχής όπως αναφέρονται στα άρθρα 22, 25 και 26, λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου που προβλέπουν τα άρθρα 9, 10 και 11 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2004, για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ (ΕΕ 2004, L 390, σ. 38)] και οι όροι για την άθροισή τους που προβλέπονται στο άρθρο 12 παράγραφοι 4 και 5 της εν λόγω οδηγίας».


33      Σκέψη 77 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


34      Σκέψη 57 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


35      Σκέψη 80 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


36      Το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει το γεγονός αυτό στη σκέψη 79 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης: «[…] ενώ ο S. Berlusconi κατείχε έμμεση συμμετοχή στη Banca Mediolanum μέσω, αρχικώς, της Fininvest και, εν συνεχεία, της Mediolanum, κατέχει πλέον έμμεση συμμετοχή στη Banca Mediolanum μόνο μέσω της Fininvest».


37      Οι αναιρεσείοντες, η ΕΚΤ και η Επιτροπή διαφωνούν όσον αφορά το ύψος της συμμετοχής και τον άμεσο ή έμμεσο χαρακτήρα της, πλην όμως, στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, υπερισχύουν οι διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου περί των πραγματικών περιστατικών.


38      Σκέψη 98 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


39      Σκέψεις 237 έως 266 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


40      Απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Berlusconi και Fininvest (διατακτικό).


41      Όπ.π. (σκέψη 44).


42      Σκέψη 19 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


43      Κατά την εν λόγω διάταξη, «κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά περιστατικά που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία».


44      Στη σκέψη 251 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο παραπέμπει στις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2018, Ισπανία κατά Επιτροπής (C‑114/17 P, EU:C:2018:753, σκέψη 39), και της 14ης Οκτωβρίου 2014, Buono κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑12/13 P και C‑13/13 P, EU:C:2014:2284, σκέψεις 58 και 60).


45      Σκέψη 255 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


46      Σκέψη 252 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


47      Σκέψη 256 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


48      Σκέψη 257 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.


49      Αποφάσεις της 22ας Μαρτίου 2018, Stavytskyi κατά Συμβουλίου (T‑242/16, EU:T:2018:166, σκέψη 125), και της 24ης Σεπτεμβρίου 2019, Yanukovich κατά Συμβουλίου (T‑301/18, EU:T:2019:676, σκέψεις 78 έως 80), σε συνδυασμό με την απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Azarov κατά Συμβουλίου (C‑530/17 P, EU:C:2018:1031).


50      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (ΕΕ 2013, L 180, σ. 60).


51      Απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2024, Bundesrepublik Deutschland (Παραδεκτό μεταγενέστερης αίτησης) (C‑216/22, EU:C:2024:122, σκέψη 40). Τούτο συμβαίνει «[…] ανεξαρτήτως του εάν η […] απόφαση εκδόθηκε πριν ή μετά τη διοικητική απόφαση επί της προηγούμενης αίτησης ή του εάν διαπιστώνει το ασυμβίβαστο προς το δίκαιο της Ένωσης της εθνικής διάταξης στην οποία στηρίχθηκε η εν λόγω διοικητική απόφαση ή περιορίζεται στην ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του ισχύοντος κατά τον χρόνο έκδοσης της διοικητικής απόφασης».


52      Όπ.π. (σκέψη 41): «στερείται σημασίας, μεταξύ άλλων, το γεγονός […] ότι τα αποτελέσματα απόφασης με την οποία το Δικαστήριο, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας που του ανατίθεται βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, ερμηνεύει κανόνα του δικαίου της Ένωσης ανάγονται, κατ’ αρχήν, στην ημερομηνία θέσεως σε ισχύ του ερμηνευομένου κανόνα».