Language of document : ECLI:EU:C:2024:415

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

LAILA MEDINA

της 16ης Μαΐου 2024 (1)

Υπόθεση C697/22 P

Koiviston Auto Helsinki Oy, πρώην Helsingin Bussiliikenne Oy

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Μεταφορές με λεωφορεία – Δάνειο εξοπλισμού και κεφαλαιουχικά δάνεια που χορηγήθηκαν από τον Δήμο Ελσίνκι – Απόφαση με την οποία η ενίσχυση κηρύσσεται ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά και διατάσσεται η ανάκτησή της – Οικονομική συνέχεια – Διαδικαστικά δικαιώματα των ενδιαφερομένων μερών – Άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 – Δημοσίευση συμπληρωματικής ή διορθωμένης αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας – Παράβαση ουσιώδους τύπου – Αρχή της αναλογικότητας»






I.      Εισαγωγή

1.        Οι παρούσες προτάσεις αφορούν αίτηση αναιρέσεως ασκηθείσα από την εταιρία Koiviston Auto Helsinki Oy, πρώην Helsingin Bussiliikenne Oy, με αίτημα την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 14ης Σεπτεμβρίου 2022, Helsingin Bussiliikenne κατά Επιτροπής (2). Με την εν λόγω απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή για την ακύρωση της αποφάσεως (ΕΕ) 2020/1814 της Επιτροπής, της 28ης Ιουνίου 2019, σχετικά με κρατική ενίσχυση την οποία έθεσε σε εφαρμογή η Φινλανδία υπέρ της αναιρεσείουσας (3).

2.        Με την απόφασή της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε προσδιορίσει την αναιρεσείουσα ως πραγματική δικαιούχο της ενισχύσεως, λόγω της οικονομικής συνέχειας με την αρχική λήπτρια της συγκεκριμένης ενισχύσεως. Ωστόσο, επειδή η μεταβίβαση της εμπορικής δραστηριότητας προς την αναιρεσείουσα, που δικαιολογούσε τη διαπίστωση περί οικονομικής συνέχειας, πραγματοποιήθηκε μετά την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή δεν παρέσχε στην αναιρεσείουσα τη δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις κατά τη διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας.

3.        Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, μολονότι η Επιτροπή προσέβαλε το δικαίωμα της αναιρεσείουσας να μετάσχει στην επίσημη διαδικασία έρευνας, όπως επιτάσσουν το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 (4), εντούτοις η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε ότι, εάν της είχε δοθεί η δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις, οι παρατηρήσεις αυτές θα μπορούσαν να μεταβάλουν την εκτίμηση της Επιτροπής όσον αφορά την οικονομική συνέχεια των δικαιούχων της επίμαχης ενισχύσεως. Σε αυτό το πλαίσιο, έκρινε ότι δεν συνέτρεχε λόγος ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως.

4.        Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως παρέχει εκ νέου στο Δικαστήριο την ευκαιρία να ερμηνεύσει τον όρο «σημαντικότερα πραγματικά και νομικά ζητήματα», που περιλαμβάνεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589, και να διευκρινίσει τις έννομες συνέπειες που συνεπάγεται η μη παροχή, στον πραγματικό δικαιούχο παράνομης ενισχύσεως, της δυνατότητας να υποβάλει παρατηρήσεις κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας έρευνας, ειδικότερα στην περίπτωση κατά την οποία η επίμαχη εμπορική δραστηριότητα μεταβιβάζεται στον νέο ιδιοκτήτη της μετά τη λήξη της προθεσμίας που τάσσει η Επιτροπή στα ενδιαφερόμενα μέρη για την υποβολή παρατηρήσεων.

II.    Το νομικό πλαίσιο

5.        Το άρθρο 1 του κανονισμού 2015/1589, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

[…]

η)      “ενδιαφερόμενο μέρος”: κάθε κράτος μέλος και κάθε πρόσωπο, επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων των οποίων τα συμφέροντα μπορεί να θιγούν από τη χορήγηση μιας ενίσχυσης, και ιδίως ο δικαιούχος της ενίσχυσης, οι ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και οι επαγγελματικές ενώσεις».

6.        Το άρθρο 6 του κανονισμού 2015/1589, με τίτλο «Επίσημη διαδικασία έρευνας», προβλέπει τα εξής:

«1.      Στην απόφαση για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή αναφέρει συνοπτικά τα σημαντικότερα πραγματικά και νομικά ζητήματα, προβαίνει σε προσωρινή εκτίμηση σχετικά με τον χαρακτήρα του σχεδιαζόμενου μέτρου ως ενίσχυσης και εκθέτει τις αμφιβολίες της για το συμβατό του μέτρου με την εσωτερική αγορά. Η απόφαση καλεί το οικείο κράτος μέλος και τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν παρατηρήσεις εντός ορισμένης προθεσμίας, η οποία συνήθως δεν υπερβαίνει τον έναν μήνα. Σε δεόντως δικαιολογημένες περιπτώσεις, η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει την ταχθείσα προθεσμία. […]»

III. Το ιστορικό της διαφοράς

7.        Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται στις σκέψεις 2 έως 9 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και μπορεί να συνοψισθεί ως εξής.

8.        Η Helsingin Bussiliikenne (στο εξής: παλαιά HelB) (5) συστάθηκε την 1η Ιανουαρίου 2005 από τη Suomen Turistiauto Oy, ιδιωτική μεταφορική εταιρία ανήκουσα στον Helsingin kaupunki (Δήμο Ελσίνκι, Φινλανδία), αφού η τελευταία απέκτησε τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού της HKL-Bussiliikenne Oy, επιχείρησης που είχε συσταθεί από το τμήμα υπηρεσιών μεταφορών του Δήμου Ελσίνκι. Η παλαιά HelB εκμεταλλευόταν λεωφορειακές γραμμές στην περιοχή του Ελσίνκι (Φινλανδία) και παρείχε υπηρεσίες ναυλωμένων μεταφορών και χρηματοδοτικής μίσθωσης λεωφορείων. Ανήκε κατά 100 % στον Δήμο Ελσίνκι.

9.        Κατά τα έτη 2002 έως 2012, ο Δήμος Ελσίνκι έλαβε διάφορα μέτρα υπέρ της HKL-Bussiliikenne και της παλαιάς HelB (στο εξής: επίδικα μέτρα). Συγκεκριμένα, πρώτον, το 2002 χορηγήθηκε στην HKL Bussiliikenne δάνειο εξοπλισμού ποσού 14,5 εκατομμυρίων ευρώ, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η αγορά εξοπλισμού λεωφορειακών μεταφορών. Το εν λόγω δάνειο ανέλαβε η παλαιά HelB την 1η Ιανουαρίου 2005. Δεύτερον, ο Δήμος Ελσίνκι χορήγησε στην παλαιά HelB, κατά τον χρόνο συστάσεώς της, κεφαλαιουχικό δάνειο συνολικού ποσού 15 893 700,37 ευρώ, με σκοπό την αναχρηματοδότηση υποχρεώσεων της HKL-Bussiliikenne και της Suomen Turistiauto. Τρίτον, στις 31 Ιανουαρίου 2011 και στις 23 Μαΐου 2012, ο Δήμος Ελσίνκι χορήγησε στην παλαιά HelB δύο νέα κεφαλαιουχικά δάνεια, ποσού 5,8 εκατομμυρίων ευρώ και 8 εκατομμυρίων ευρώ, αντιστοίχως.

10.      Στις 31 Οκτωβρίου 2011, οι εταιρίες παροχής δημοσίων μεταφορών Nobina Sverige AB και Nobina Finland Oy υπέβαλαν στην Επιτροπή καταγγελία, με την οποία συντάχθηκε και η μητρική τους εταιρία, Nobina AB, στις 15 Νοεμβρίου 2011. Με την καταγγελία αυτή, οι εν λόγω εταιρίες ισχυρίστηκαν ότι η Δημοκρατία της Φινλανδίας είχε χορηγήσει παράνομη ενίσχυση στην παλαιά HelB. Στις 22 Νοεμβρίου 2011, η Επιτροπή διαβίβασε την καταγγελία στη Δημοκρατία της Φινλανδίας.

11.      Με την απόφαση C(2015) 80 τελικό, της 16ης Ιανουαρίου 2015 (6), η Επιτροπή κίνησε την προβλεπόμενη στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ επίσημη διαδικασία έρευνας όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τα επίδικα μέτρα. Η απόφαση αυτή δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 10 Απριλίου 2015, τα δε ενδιαφερόμενα μέρη κλήθηκαν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους εντός προθεσμίας ενός μηνός από την εν λόγω δημοσίευση.

12.      Επιπλέον, στις 24 Ιουνίου 2015, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ο Δήμος Ελσίνκι ενημέρωσε την Επιτροπή σχετικά με την έναρξη της διαδικασίας πωλήσεως της παλαιάς HelB. Στις 5 Νοεμβρίου 2015, η Δημοκρατία της Φινλανδίας διαβίβασε στην Επιτροπή το σχέδιο συμφωνητικού πωλήσεως που καταρτίστηκε με την αναιρεσείουσα.

13.      Στις 14 Δεκεμβρίου 2015 η παλαιά HelB πωλήθηκε στην αναιρεσείουσα, η οποία προηγουμένως είχε την επωνυμία Viikin Linja Oy. Σύμφωνα με τους όρους της πράξεως πωλήσεως, η Viikin Linja Oy μετονομάστηκε σε Helsingin Bussiliikenne Oy (στο εξής: νέα HelB). Οι σχετικές με την πώληση συμφωνίες περιλάμβαναν ρήτρα πλήρους αποζημιώσεως της αγοράστριας της παλαιάς HelB σε περίπτωση απαιτήσεως ανάκτησης κρατικής ενίσχυσης (στο εξής: ρήτρα αποζημιώσεως), μέρος δε του τιμήματος της πωλήσεως κατατέθηκε σε λογαριασμό μεσεγγύησης μέχρι την έκδοση τελικής αποφάσεως σχετικά με την κρατική ενίσχυση ή, το αργότερο, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2022.

14.      Η μεταβίβαση προς τη Viikin Linja αφορούσε το σύνολο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της παλαιάς HelB. Η παλαιά HelB δεν διατηρούσε πλέον κανένα στοιχείο ενεργητικού, με εξαίρεση τα ποσά που είχαν εγγραφεί ή επρόκειτο να εγγραφούν σε πίστωση του λογαριασμού μεσεγγύησης. Το παθητικό που προέκυπτε από τα επίδικα μέτρα δεν μεταβιβάστηκε στη νέα HelB. Μετά την πώληση της παλαιάς HelB, ο Δήμος Ελσίνκι την απάλλαξε από την υποχρέωση αποπληρωμής του ανεξόφλητου υπολοίπου του δανείου εξοπλισμού του 2002. Επιπλέον, στις 11 Δεκεμβρίου 2015, ο Δήμος Ελσίνκι μετέτρεψε τα κεφαλαιουχικά δάνεια του 2005, του 2011 και του 2012, τα οποία δεν είχαν αποπληρωθεί, σε μετοχικό κεφάλαιο της HelB.

15.      Στις 28 Ιουνίου 2019, η Επιτροπή εξέδωσε την επίδικη απόφαση, χωρίς να καλέσει την αναιρεσείουσα να υποβάλει παρατηρήσεις. Το διατακτικό της επίδικης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Άρθρο 1

Η κρατική ενίσχυση ύψους 54 231 850 EUR, η οποία χορηγήθηκε παράνομα από τη [Δημοκρατία της Φινλανδίας] υπό τα [επίδικα] μέτρα […], κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 [ΣΛΕΕ], υπέρ της Helsingin Bussiliikenne Oy δεν είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά.

Άρθρο 2

1.      Η [Δημοκρατία της Φινλανδίας] ανακτά την αναφερόμενη στο άρθρο 1 ενίσχυση από τον δικαιούχο.

2.      Λόγω της οικονομικής συνέχειας μεταξύ της παλαιάς HelB (νυν Helsingin kaupungin Linja‑autotoiminta Oy) και της νέας HelB (πλήρης επωνυμία: Helsingin Bussiliikenne Oy, πρώην Viikin Linja Oy), η υποχρέωση επιστροφής της ενίσχυσης επεκτείνεται στη νέα HelB (πλήρης επωνυμία: Helsingin Bussiliikenne Oy).

3.      Τα ανακτώμενα ποσά βαρύνονται με τόκους από την ημερομηνία κατά την οποία τέθηκαν στη διάθεση του δικαιούχου μέχρι τον χρόνο της πραγματικής τους ανάκτησης.

[…]

Άρθρο 4

1.      Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, η [Δημοκρατία της Φινλανδίας] υποβάλλει στην Επιτροπή τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)      το συνολικό ποσό (αρχικό κεφάλαιο και τόκους ανάκτησης) που θα πρέπει να ανακτηθεί από τον δικαιούχο·

[…]».

IV.    Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

16.      Η νέα HelB, υποστηριζόμενη από τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει την επίδικη απόφαση.

17.      Προς στήριξη της προσφυγής της προέβαλε πέντε λόγους ακυρώσεως οι οποίοι αφορούσαν, ο πρώτος, ουσιώδη διαδικαστική πλημμέλεια, καθόσον η επίδικη απόφαση εκδόθηκε κατά προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων της, ο δεύτερος, πρόδηλο σφάλμα της Επιτροπής κατά την εκτίμηση περί υπάρξεως οικονομικής συνέχειας μεταξύ της παλαιάς και της νέας HelB, ο τρίτος, ανεπαρκή αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως, ο τέταρτος, παραβίαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αναλογικότητας και ο πέμπτος παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

18.      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή στο σύνολό της.

19.      Κατά πρώτον, όσον αφορά τον λόγο ακυρώσεως περί ουσιώδους διαδικαστικής πλημμέλειας, τον οποίο αφορά η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, πρώτον, ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να επεκτείνει την επίσημη διαδικασία έρευνας εκδίδοντας νέα ή διορθωμένη απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, όπως υποστήριζε η αναιρεσείουσα (7).

20.      Ωστόσο, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε, δεύτερον, ότι, σύμφωνα με τη νομολογία που απορρέει από την απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2021, Autostrada Wielkopolska κατά Επιτροπής και Πολωνίας (8), οι ιδιαίτερες περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως απαιτούσαν εκ μέρους της Επιτροπής, εφόσον προετίθετο να εξετάσει το ζήτημα της οικονομικής συνέχειας μεταξύ των δραστηριοτήτων της παλαιάς και της νέας HelB, μεγαλύτερη συμμετοχή της αναιρεσείουσας στη διαδικασία, υπό την ιδιότητά της ως πραγματικής δικαιούχου των επίδικων μέτρων. Το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στην κρίση ότι η Επιτροπή, μη παρέχοντας στην αναιρεσείουσα τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί του ζητήματος της οικονομικής συνέχειας, προσέβαλε το δικαίωμα που κατοχυρώνεται στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (9).

21.      Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, δεδομένου ότι η διαπιστωθείσα παράβαση δεν αφορούσε τις υποχρεώσεις της Επιτροπής κατά τον χρόνο κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας, αλλά τις υποχρεώσεις που αυτή υπείχε λόγω ιδιαίτερης περιστάσεως η οποία συνέτρεξε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής (10), έπρεπε να γίνει δεκτό ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο υπέπεσε σε διαδικαστική πλημμέλεια και όχι σε παράβαση ουσιώδους τύπου (11). Ωστόσο, κατά το Γενικό Δικαστήριο, η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε, όπως απαιτεί η νομολογία σε τέτοιες περιπτώσεις, ότι αν της είχε παρασχεθεί η δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί του ζητήματος της οικονομικής συνέχειας, θα μπορούσε, βάσει των παρατηρήσεων αυτών, να μεταβληθεί η σχετική εκτίμηση της Επιτροπής (12).

22.      Κατά δεύτερον, όσον αφορά τον λόγο ακυρώσεως που αφορούσε την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε, αφενός, ότι δεν ήταν βάσιμος ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας ότι η υποχρέωση ανακτήσεως της απορρέουσας από τα επίδικα μέτρα κρατικής ενισχύσεως έπρεπε να αφορά μόνον ένα μέρος του συνολικού ποσού της ενισχύσεως αυτής (13). Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, σε αντίθεση με ό,τι υποστήριζε η αναιρεσείουσα, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να προσδιορίσει σε ποιον βαθμό έπρεπε η απορρέουσα από τα επίδικα μέτρα ενίσχυση να ανακτηθεί από την αναιρεσείουσα. Συγκεκριμένα, η Δημοκρατία της Φινλανδίας, προς την οποία απευθύνεται η επίδικη απόφαση, είναι αυτή στην οποία απόκειται, στο πλαίσιο των μέτρων που υποχρεούται να λάβει, βάσει του άρθρου 288 ΣΛΕΕ, προκειμένου να επιτύχει την πραγματική ανάκτηση των οφειλομένων ποσών, να ανακτήσει την επίμαχη ενίσχυση, αν όχι από την παλαιά HelB, από την αναιρεσείουσα (14).

V.      Αιτήματα των διαδίκων

23.      Με την αίτηση αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

–        να ακυρώσει την επίδικη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου, πλέον των νομίμων τόκων.

24.      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως·

–        να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στο σύνολο των δικαστικών εξόδων της Επιτροπής.

VI.    Ανάλυση

25.      Προς στήριξη της αιτήσεώς της, η αναιρεσείουσα προβάλλει δύο λόγους αναιρέσεως, οι οποίοι αφορούν ουσιώδη διαδικαστική πλημμέλεια και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αφορά ουσιώδη διαδικαστική πλημμέλεια

26.      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κρίνοντας ότι η Επιτροπή δεν παρέβη ουσιώδη τύπο κατά την επίσημη διαδικασία εξετάσεως των επίδικων μέτρων.

27.      Ο λόγος αυτός αποτελείται από τρία σκέλη, τα οποία αφορούν, πρώτον, την υποχρέωση της Επιτροπής να επεκτείνει την επίσημη διαδικασία έρευνας δημοσιεύοντας συμπληρωματική ή διορθωμένη απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, δεύτερον, τον χαρακτηρισμό της διαπιστωθείσας από το Γενικό Δικαστήριο παραβάσεως του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ ως διαδικαστικής πλημμέλειας και όχι ως παραβάσεως ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και, τρίτον, τη διαπίστωση ότι οι παρατηρήσεις της αναιρεσείουσας επί του ζητήματος της οικονομικής συνέχειας δεν θα μπορούσαν να μεταβάλουν την εκτίμηση της Επιτροπής στην επίδικη απόφαση.

 Επί του πρώτου σκέλους, το οποίο αφορά την υποχρέωση της Επιτροπής να επεκτείνει την επίσημη διαδικασία έρευνας δημοσιεύοντας συμπληρωματική ή διορθωμένη απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας

28.      Με το πρώτο σκέλος του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να επεκτείνει την απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας μετά τη μεταβίβαση της δραστηριότητας της παλαιάς HelB προς εκείνη. Κατά την αναιρεσείουσα, η εν λόγω μεταβίβαση αποτελούσε νέο στοιχείο, το οποίο δεν περιλαμβανόταν στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας και το οποίο έπρεπε να οδηγήσει την Επιτροπή στο να επεκτείνει τη διαδικασία έρευνας εκδίδοντας συμπληρωματική απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας ή, τουλάχιστον, διορθωτική απόφαση σε σχέση με την αρχική απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας. Με την ενέργεια αυτή της Επιτροπής, η αναιρεσείουσα θα καλούνταν να υποβάλει ως ενδιαφερόμενο μέρος τις παρατηρήσεις της, ιδίως επί του ζητήματος της οικονομικής συνέχειας με την παλαιά HelB, όπως επιτάσσει το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

29.      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα ανωτέρω επιχειρήματα. Εκτιμά, όπως και το Γενικό Δικαστήριο, ότι η ύπαρξη οικονομικής συνέχειας μεταξύ της παλαιάς και της νέας HelB δεν σήμαινε μεταβολή της άποψης της Επιτροπής σχετικά με το πρόσωπο του δικαιούχου ως προς τον οποίο όφειλε να εκτιμήσει την ύπαρξη ενισχύσεως και τη συμβατότητά της με την εσωτερική αγορά. Η διαπίστωση περί οικονομικής συνέχειας δεν σήμαινε ούτε ότι η Επιτροπή είχε επεκτείνει το αντικείμενο της διαδικασίας έρευνας. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να επεκτείνει την επίσημη διαδικασία έρευνας, ούτε εκδίδοντας συμπληρωματική απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας ούτε δημοσιεύοντας διορθωμένη απόφαση.

30.      Κατά το άρθρο 108, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, αν η Επιτροπή διαπιστώσει, αφού τάξει προηγουμένως στους ενδιαφερομένους προθεσμία για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, ότι ενίσχυση που χορηγείται από ένα κράτος ή με κρατικούς πόρους δεν συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά κατά το άρθρο 107, ή ότι η ενίσχυση αυτή εφαρμόζεται καταχρηστικώς, αποφασίζει ότι το εν λόγω κράτος οφείλει να την καταργήσει ή να την τροποποιήσει εντός προθεσμίας που η ίδια καθορίζει.

31.      Κατά πάγια νομολογία, η επίσημη διαδικασία έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ καθίσταται απαραίτητη όταν η Επιτροπή αντιμετωπίζει σοβαρές δυσχέρειες προκειμένου να εξακριβώσει αν ένα μέτρο συνιστά ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ και να κρίνει αν μια ενίσχυση είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά (15). Η διαδικασία αυτή έχει διττό σκοπό: αφενός, να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να διαφωτιστεί πλήρως επί του συνόλου των στοιχείων της υποθέσεως πριν λάβει την απόφασή της και, αφετέρου, να προστατεύσει τα δικαιώματα τρίτων δυνητικώς ενδιαφερομένων (16).

32.      Ως προς το τελευταίο, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, μολονότι, λαμβανομένης υπόψη της εν γένει οικονομίας της, η σχετική με τις ενισχύσεις διαδικασία αποτελεί διαδικασία κινούμενη μόνον κατά του κράτους μέλους που ευθύνεται για τη χορήγηση της ενισχύσεως (17), το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ υποχρεώνει την Επιτροπή, όταν αποφασίζει να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας σχετικά με μέτρο ενίσχυσης, να παρέχει στα ενδιαφερόμενα μέρη τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους (18).

33.      Η έκταση της υποχρεώσεως αυτής καθορίζεται από το άρθρο 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 2015/1589, το οποίο περιλαμβάνει στην κατηγορία των «ενδιαφερομένων μερών», μεταξύ άλλων, κάθε επιχείρηση της οποίας τα συμφέροντα μπορεί να θιγούν από τη χορήγηση μιας ενίσχυσης, και ιδίως τον δικαιούχο της ενίσχυσης.

34.      Επίσης, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η δημοσίευση ανακοινώσεως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί πρόσφορο μέσο γνωστοποιήσεως της ενάρξεως μιας διαδικασίας προς όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη. Σκοπός της ανακοινώσεως αυτής είναι να συλλέξει η Επιτροπή από τα ενδιαφερόμενα μέρη όλες τις πληροφορίες που μπορούν να τη διαφωτίσουν ως προς τις μελλοντικές της ενέργειες. Η εν λόγω ανακοίνωση παρέχει επίσης στους ενδιαφερόμενους κύκλους την εγγύηση ότι μπορούν να εκφράσουν την άποψή τους (19).

35.      Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι, μολονότι τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν μπορούν να επικαλεστούν δικαιώματα άμυνας κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας έρευνας, λόγω του ότι η διαδικασία αυτή δεν έχει χαρακτήρα κατ’ αντιπαράσταση συζητήσεως (20), εντούτοις έχουν το δικαίωμα να μετάσχουν στη διεξαγόμενη από την Επιτροπή διοικητική διαδικασία σε επαρκή βαθμό, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως (21).

36.      Στην προκειμένη περίπτωση, στις σκέψεις 36 έως 41 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα της αναιρεσείουσας ότι η Επιτροπή όφειλε να συμπληρώσει ή να διορθώσει την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας μετά τη μεταβίβαση της παλαιάς HelB (22).

37.      Κατ’ ουσίαν, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, αφενός, ότι η Επιτροπή δεν είχε μεταβάλει την ανάλυση που είχε διενεργήσει στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας όσον αφορά τον δικαιούχο των επίδικων μέτρων ούτε, γενικότερα, όσον αφορά την ύπαρξη ενίσχυσης ή τη συμβατότητά της με την εσωτερική αγορά.

38.      Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το γεγονός ότι, στο διατακτικό της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η υποχρέωση ανακτήσεως της ενισχύσεως που απορρέει από τα επίδικα μέτρα έπρεπε να επεκταθεί και στη νέα HelB, λόγω της οικονομικής συνέχειας με την παλαιά HelB, δεν μπορούσε να εξομοιωθεί με μεταβολή του δικαιούχου των μέτρων ως προς τον οποίο η Επιτροπή όφειλε να εκτιμήσει την ύπαρξη ενίσχυσης και τη συμβατότητά της με την εσωτερική αγορά.

39.      Κατά τη γνώμη μου, η συλλογιστική αυτή δεν πρέπει να γίνει δεκτή.

40.      Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589 καθορίζει το υποχρεωτικό περιεχόμενο που πρέπει να περιλαμβάνει η απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας. Η διάταξη αυτή απαιτεί από την Επιτροπή να αναφέρει συνοπτικά, στην εν λόγω απόφαση, τα σημαντικότερα πραγματικά και νομικά ζητήματα για την έρευνα που πρέπει να διενεργηθεί στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας, να περιλάβει στην απόφαση αυτή προσωρινή εκτίμηση σχετικά με τον χαρακτήρα του επίδικου μέτρου ως ενίσχυσης και να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους υπάρχουν αμφιβολίες για το συμβατό του μέτρου με την εσωτερική αγορά.

41.      Όσον αφορά τον όρο «σημαντικότερα πραγματικά και νομικά ζητήματα» που περιλαμβάνεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι ο όρος αυτός πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα των σκοπών της επίσημης διαδικασίας έρευνας, και ιδίως του σκοπού να παρασχεθεί στους ενδιαφερομένους η δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με τους λόγους που οδήγησαν την Επιτροπή στο να κινήσει την εν λόγω διαδικασία, διασφαλίζοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, την πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (23).

42.      Επιπλέον, μολονότι το Δικαστήριο δεν έχει αποφανθεί ρητώς επ’ αυτού στη νομολογία του, το Γενικό Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι ο προσδιορισμός του δικαιούχου μιας ενισχύσεως (24), εφόσον είναι δυνατός κατά το στάδιο της κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας (25), συνιστά σημαντικό ζήτημα κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589. Συγκεκριμένα, με βάση αυτόν τον προσδιορισμό η Επιτροπή, εφόσον διαπιστώσει την ύπαρξη παρανόμως χορηγηθείσας ενισχύσεως, διατάσσει το οικείο κράτος μέλος να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για την ανάκτησή της (26).

43.      Η συλλογιστική στην οποία στηρίζεται η ως άνω νομολογία –την οποία, κατ’ εμέ, μπορεί ευχερώς να υιοθετήσει το Δικαστήριο– ισχύει και όσον αφορά τον πραγματικό δικαιούχο μιας ενισχύσεως, δεδομένου ότι αυτός βαρύνεται με την υποχρέωση επιστροφής στην περίπτωση κατά την οποία, όπως εν προκειμένω, η Επιτροπή διαπιστώσει την οικονομική του συνέχεια με την αρχική λήπτρια της ενισχύσεως αυτής. Ως εκ τούτου, ο προσδιορισμός του πραγματικού δικαιούχου πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελεί σημαντικό ζήτημα κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589 και, επομένως, εφόσον είναι δυνατός κατά το στάδιο αυτό, έστω και προσωρινώς, πρέπει υποχρεωτικά να περιλαμβάνεται στο κείμενο της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας.

44.      Πάντως, το ζήτημα που τίθεται στην υπό κρίση υπόθεση είναι αν, σε περίπτωση που το πρόσωπο του πραγματικού δικαιούχου καθίσταται γνωστό το πρώτον μετά τη λήξη της προθεσμίας που έχει τάξει η Επιτροπή στους ενδιαφερομένους, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589, για την υποβολή παρατηρήσεων, επιβάλλεται να δημοσιευθεί νέα ή, τουλάχιστον, διορθωμένη απόφαση πριν από την έκδοση της τελικής αποφάσεως.

45.      Συναφώς, πρέπει εξαρχής να επισημανθεί ότι τα νομοθετικά κείμενα που διέπουν τη διαδικασία στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων δεν προβλέπουν ρητώς τη δυνατότητα εκδόσεως συμπληρωματικής ή διορθωμένης αποφάσεως όσον αφορά εκκρεμή διαδικασία.

46.      Εντούτοις, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η διαπίστωση αυτή δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια να απαγορεύεται μια τέτοια διόρθωση ή, ενδεχομένως, η επέκταση της επίσημης διαδικασίας έρευνας εάν η αρχική απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας στηρίζεται σε ελλιπή πραγματικά περιστατικά ή σε εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών αυτών (27).

47.      Ομοίως, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας στηρίζεται σε ελλιπή πραγματικά περιστατικά, όχι μόνον όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν πραγματικά περιστατικά που ήταν γνωστά κατά τον χρόνο εκδόσεώς της, αλλά και λόγω της επελεύσεως νέων ή διαφορετικών πραγματικών περιστατικών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής (28).

48.      Επομένως, εφόσον ένα πραγματικό περιστατικό μπορεί να συνιστά «σημαντικό ζήτημα» κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589, η απουσία του ή η ελλιπής, ή και εσφαλμένη, μνεία του στο κείμενο της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας επιβάλλει στην Επιτροπή την υποχρέωση να εκδώσει είτε συμπληρωματική απόφαση είτε διορθωτική απόφαση (29), ανεξαρτήτως του αν το εν λόγω περιστατικό είναι προγενέστερο ή όχι της κινήσεως της διαδικασίας αυτής.

49.      Στην προκειμένη περίπτωση, διαπιστώνεται ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 42 έως 46 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ενημερώθηκε για τη διαδικασία μεταβιβάσεως των δραστηριοτήτων της παλαιάς HelB από τον Ιούνιο του 2015 και ότι μεταξύ της ημερομηνίας της μεταβιβάσεως αυτής και της ημερομηνίας εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως μεσολάβησε χρονικό διάστημα τριάμισι ετών. Επιπλέον, η μεταβίβαση μεταξύ της παλαιάς και της νέας HelB οδήγησε την Επιτροπή στο να διαπιστώσει, με το άρθρο 2 της επίδικης αποφάσεως, την ύπαρξη οικονομικής συνέχειας μεταξύ των δύο αυτών επιχειρήσεων και, βάσει του στοιχείου αυτού, την υποχρέωση της αναιρεσείουσας να επιστρέψει την επίμαχη ενίσχυση, όπως καθορίζεται στο άρθρο 1 της αποφάσεως αυτής.

50.      Κατά τη γνώμη μου, από τις ανωτέρω διαπιστώσεις προκύπτει σαφώς ότι το πλαίσιο της έρευνας που διεξήγαγε εν τοις πράγμασι η Επιτροπή κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας –το οποίο βρίσκει συγκεκριμένη έκφραση στο διατακτικό της επίδικης αποφάσεως– υπερέβη το πλαίσιο που καθορίστηκε αρχικά με την απόφαση περί κινήσεως της εν λόγω διαδικασίας. Συγκεκριμένα, λόγω του ότι επήλθε σε μεταγενέστερο χρόνο, η μεταβίβαση που πραγματοποιήθηκε μεταξύ της παλαιάς και της νέας HelB δεν μνημονεύθηκε στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, μολονότι η Επιτροπή την ανέδειξε ως μία από τις κύριες πτυχές της έρευνάς της προκειμένου να προσδιορίσει την αναιρεσείουσα ως πραγματική δικαιούχο της επίμαχης ενισχύσεως.

51.      Τούτο καταδεικνύει σαφώς, αφενός, ότι η μεταβίβαση που πραγματοποιήθηκε μεταξύ της παλαιάς και της νέας HelB, αφ’ ης στιγμής περιήλθε σε γνώση της Επιτροπής, κατέστη σημαντικό ζήτημα της έρευνάς της, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589, και ότι, συνεπώς, η απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας στηριζόταν σε ελλιπή έκθεση των σημαντικών ζητημάτων.

52.      Αφετέρου, δεδομένου ότι η απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας δεν συμπληρώθηκε ώστε να προσδιορίζεται η αναιρεσείουσα ως πραγματική δικαιούχος της ενισχύσεως, παρατηρείται ασυμφωνία μεταξύ του πλαισίου της έρευνας που διενήργησε η Επιτροπή και της υποχρεώσεώς της να καλέσει τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589.

53.      Ειδικότερα η αναιρεσείουσα, λόγω του ότι δεν προσδιορίστηκε ως πραγματική δικαιούχος της επίμαχης ενισχύσεως, δεν κλήθηκε σε κανένα στάδιο της ενώπιον της Επιτροπής διαδικασίας να υποβάλει τις παρατηρήσεις της σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, ενώ αποτελούσε ενδιαφερόμενο μέρος, και ενώ ένα από τα σημαντικά ζητήματα της επίσημης διαδικασίας έρευνας την αφορούσε άμεσα. Όπως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, μολονότι βρισκόταν σε κατάσταση συγκρίσιμη με εκείνη του αρχικού δικαιούχου της ενισχύσεως, δεν είχε την παραμικρή δυνατότητα να υποβάλει τις δικές της παρατηρήσεις και κρίσιμες πληροφορίες και τα δικά της αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά το πραγματικό όφελος από την επίμαχη ενίσχυση πριν από την εκ μέρους της Επιτροπής έκδοση αποφάσεως περί ανακτήσεώς της.

54.      Τα λοιπά ενδιαφερόμενα μέρη στο πλαίσιο της διαδικασίας θα έπρεπε να έχουν κληθεί και αυτά να υποβάλουν τις δικές τους παρατηρήσεις σχετικά με την οικονομική συνέχεια μεταξύ της παλαιάς και της νέας HelB. Συναφώς, αρκεί να επισημανθεί, για παράδειγμα, ότι οι ανταγωνίστριες της αναιρεσείουσας επιχειρήσεις, οι οποίες είχαν υποβάλει την καταγγελία ενώπιον της Επιτροπής, σαφώς θα ήθελαν να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους σε σχέση με την ανάκτηση της ενισχύσεως από τη νέα HelB, η οποία, μετά τη μεταβίβαση της δραστηριότητας της παλαιάς HelB, είχε καταστεί ανταγωνιστής τους στην αγορά. Ωστόσο, δεδομένου ότι δεν δημοσιεύθηκε συμπληρωματική απόφαση από την Επιτροπή που να ενημερώνει για το νέο αυτό γεγονός το οποίο έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας έρευνας, δεν είχαν ούτε αυτές την ευκαιρία να εκφράσουν τις απόψεις τους επί του ζητήματος αυτού.

55.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, φρονώ ότι, καθόσον στην απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας δεν περιλαμβάνονταν εξαρχής όλα τα σημαντικά ζητήματα επί των οποίων η Επιτροπή στήριξε εν συνεχεία την ανάλυσή της, έπρεπε να δημοσιευθεί συμπληρωματική απόφαση προκειμένου να τηρηθούν οι υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και από το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589 (30).

56.      Η ανωτέρω διαπίστωση δεν κλονίζεται από τα επιχειρήματα της Επιτροπής.

57.      Πρώτον, σε αντίθεση με ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, διαπιστώνεται ότι, εφόσον βάσει της διενεργηθείσας στην επίδικη απόφαση εξέτασης η αναιρεσείουσα προσδιορίζεται ως δικαιούχος υπεύθυνη για την επιστροφή της επίμαχης ενισχύσεως, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως δέχθηκε ότι η ανάλυση που περιλαμβανόταν στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας όσον αφορά τον δικαιούχο των επίδικων μέτρων δεν είχε μεταβληθεί. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η αρχική δικαιούχος της ενισχύσεως εταιρία ουσιαστικά κατέστη ανενεργή και διέθετε πλέον ελάχιστη περιουσία, γεγονός το οποίο καθιστούσε την αναιρεσείουσα, ως πραγματική δικαιούχο της ενισχύσεως κατά την Επιτροπή, τη μόνη επιχείρηση από την οποία μπορούσε να ζητηθεί η ανάκτηση της ενισχύσεως.

58.      Δεύτερον, η προσέγγιση που προτείνω στο Δικαστήριο να υιοθετήσει δεν μεταβάλλει, όπως διατείνεται η Επιτροπή, τον διμερή χαρακτήρα της επίσημης διαδικασίας έρευνας μεταξύ της Επιτροπής και του οικείου κράτους μέλους, όπως αυτός γίνεται δεκτός κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου. Τουναντίον, η προσέγγιση αυτή αποσκοπεί στην τήρηση των υποχρεώσεων που ρητώς επιβάλλει στην Επιτροπή το γράμμα του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589, όσον αφορά τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται με τις διατάξεις αυτές στα ενδιαφερόμενα μέρη.

59.      Τρίτον, το γεγονός ότι η Επιτροπή έχει την εξουσία να εκδίδει συναφείς και συμπληρωματικές αποφάσεις σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο μιας ενισχύσεως, όπως η ίδια υποστηρίζει, δεν μπορεί να κλονίσει την ανωτέρω εκτίμηση. Συγκεκριμένα, αφενός, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τούτο δεν συνέβη στην υπό κρίση υπόθεση, στην οποία η Επιτροπή απεφάνθη σχετικά με τον πραγματικό δικαιούχο της ενισχύσεως απευθείας με την επίδικη απόφαση, κατόπιν της επίσημης διαδικασίας έρευνας. Αφετέρου, πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά την έκδοση συναφών και συμπληρωματικών αποφάσεων, ο πραγματικός δικαιούχος της ενισχύσεως μπορεί να υποβάλει παρατηρήσεις σχετικά με το ζήτημα της οικονομικής συνέχειας με άλλη επιχείρηση, όπερ δεν συνέβη ασφαλώς εν προκειμένω.

60.      Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κρίνοντας, στη σκέψη 41 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να δημοσιεύσει συμπληρωματική απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας κατόπιν της μεταβιβάσεως δραστηριοτήτων που έλαβε χώρα μεταξύ της παλαιάς HelB και της αναιρεσείουσας.

61.      Υπό τις συνθήκες αυτές, είμαι της γνώμης ότι το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως θα πρέπει να γίνει δεκτό και, ως εκ τούτου, το Δικαστήριο θα πρέπει να αναιρέσει αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να είναι αναγκαίο να αποφανθεί επί των λοιπών δύο σκελών του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως ή επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως που προβάλλει η αναιρεσείουσα.

62.      Επιπλέον, υπενθυμίζω ότι, εφόσον η διαφορά είναι ώριμη προς εκδίκαση, το Δικαστήριο μπορεί, δυνάμει του άρθρου 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να αποφανθεί οριστικά το ίδιο επί της διαφοράς.

63.      Στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον η προσφυγή ακυρώσεως που άσκησε η αναιρεσείουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στηρίζεται σε λόγους που αποτέλεσαν αντικείμενο κατ’ αντιμωλίαν συζητήσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και για την εξέταση των οποίων δεν απαιτείται, κατά τη γνώμη μου, η λήψη κανενός συμπληρωματικού μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας ή διεξαγωγής αποδείξεων σχετικά με την υπόθεση, φρονώ ότι το Δικαστήριο δύναται να αποφανθεί οριστικά επί της υπό κρίση διαφοράς.

64.      Συγκεκριμένα, επισημαίνεται ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προέβαλε η αναιρεσείουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αφορούσε ουσιώδη διαδικαστική πλημμέλεια, καθόσον η επίδικη απόφαση εκδόθηκε κατά προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων της.

65.      Συναφώς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η υποχρέωση κλήσεως των ενδιαφερομένων μερών να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους κατά την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας έχει τον χαρακτήρα ουσιώδους τύπου και ότι η παράλειψη μνείας, στην απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας, ενός σημαντικού ζητήματος κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589, πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά παράβαση τέτοιου ουσιώδους τύπου, η οποία συνεπάγεται αυτοδικαίως την ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως (31).

66.      Η ίδια συνέπεια πρέπει ασφαλώς να γίνει δεκτή, υπό τους ίδιους όρους, και στην περίπτωση που η Επιτροπή εσφαλμένα παρέλειψε να δημοσιεύσει συμπληρωματική απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας κατόπιν επελεύσεως νέου πραγματικού περιστατικού το οποίο συνιστά σημαντικό ζήτημα κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589.

67.      Στην υπό κρίση υπόθεση, δεδομένου ότι η μη δημοσίευση από την Επιτροπή συμπληρωματικής αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, πρέπει να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και, σύμφωνα με το αιτητικό της προσφυγής της, να ακυρωθεί η επίδικη απόφαση.

68.      Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω, θα εξετάσω εν συντομία, επικουρικώς μόνον, ήτοι σε περίπτωση που το Δικαστήριο δεν συνταχθεί με τα προηγουμένως προταθέντα, το δεύτερο και το τρίτο σκέλος του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως.

 Επί του δευτέρου σκέλους, το οποίο αφορά τον χαρακτηρισμό της εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου διαπιστωθείσας παραβάσεως του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ ως διαδικαστικής πλημμέλειας

69.      Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε ότι η προσβολή του δικαιώματός της να συμμετάσχει στη διοικητική διαδικασία δεν συνιστούσε παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, αλλά μόνον διαδικαστική πλημμέλεια, η οποία μπορούσε να επιφέρει την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως μόνον εάν αποδεικνυόταν ότι, ελλείψει της πλημμέλειας αυτής, η επίδικη απόφαση θα μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο.

70.      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά. Μολονότι συμφωνεί με την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τη μη ύπαρξη παραβάσεως ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, εκτιμά ότι το Δικαστήριο πρέπει να προβεί σε αντικατάσταση του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως διότι θεωρεί ότι η ίδια δεν υπέπεσε σε καμία πλημμέλεια με το να μην παράσχει στην αναιρεσείουσα δυνατότητα μεγαλύτερης συμμετοχής στην επίσημη διαδικασία έρευνας.

71.      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι το συγκεκριμένο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως στηρίζεται στην παραδοχή, σε αντίθεση με το συμπέρασμα που προκύπτει από την προηγηθείσα ανάλυσή μου, ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να δημοσιεύσει συμπληρωματική απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας μετά τη μεταβίβαση της δραστηριότητας της παλαιάς HelB στην αναιρεσείουσα. Ωστόσο, μια τέτοια παραδοχή δεν αποκλείει το ενδεχόμενο η Επιτροπή να ήταν, παρά ταύτα, υποχρεωμένη να καλέσει την αναιρεσείουσα να μετάσχει στη διαδικασία, βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

72.      Σχετικώς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 48 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι ιδιαίτερες περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως απαιτούσαν εκ μέρους της Επιτροπής, εφόσον προετίθετο να εξετάσει το ζήτημα της οικονομικής συνέχειας μεταξύ των δραστηριοτήτων της παλαιάς και της νέας HelB, μεγαλύτερη συμμετοχή της αναιρεσείουσας στη διαδικασία, υπό την ιδιότητά της ως πραγματικής δικαιούχου των επίδικων μέτρων. Μη παρέχοντας στην αναιρεσείουσα τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί του ζητήματος της οικονομικής συνέχειας, η Επιτροπή παραβίασε–όπως δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο– το δικαίωμα που κατοχυρώνεται στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

73.      Όσον αφορά, κατά πρώτον, το αίτημα της Επιτροπής περί αντικατάστασης του σκεπτικού, συμμερίζομαι την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου ότι η αναιρεσείουσα έπρεπε να είχε μεγαλύτερη συμμετοχή στην επίσημη διαδικασία έρευνας και, επομένως, η έλλειψη της συμμετοχής αυτής είχε ως συνέπεια την προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων της.

74.      Συγκεκριμένα, όπως επισημάνθηκε στο σημείο 47 των παρουσών προτάσεων, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι υπό ορισμένες περιστάσεις η διαπίστωση νέων ή διαφορετικών πραγματικών περιστατικών σε σχέση με εκείνα που μνημονεύονται στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας ενδέχεται να επιβάλλει μεγαλύτερη συμμετοχή των ενδιαφερομένων μερών (32).

75.      Στην υπό κρίση περίπτωση, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε, υπό το πρίσμα της ανωτέρω νομολογίας, ότι η μεταβίβαση των δραστηριοτήτων της παλαιάς HelB στη νέα HelB αποτελούσε περίσταση η οποία δικαιολογούσε τη συμμετοχή της αναιρεσείουσας στην επίσημη διαδικασία έρευνας, λαμβανομένου, ιδίως, υπόψη ότι κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής η Επιτροπή εξέτασε το ζήτημα της οικονομικής συνέχειας μεταξύ των δραστηριοτήτων της παλαιάς και της νέας HelB, στήριξε δε το σκεπτικό και το διατακτικό της επίδικης αποφάσεως στα συμπεράσματα που συνήγαγε από την εξέταση αυτή.

76.      Δεδομένου ότι η Επιτροπή ουδέποτε παρέσχε στην αναιρεσείουσα, υπό την ιδιότητά της ως πραγματικής δικαιούχου των επίδικων μέτρων, δικαίωμα συμμετοχής στη διαδικασία, μολονότι, κατόπιν της διαδικασίας αυτής, αποφάσισε να επεκτείνει και σε αυτήν την υποχρέωση επιστροφής της επίμαχης ενισχύσεως, η Επιτροπή δεν τήρησε τις διαδικαστικές υποχρεώσεις της έναντι της αναιρεσείουσας.

77.      Κατά συνέπεια, εκτιμώ ότι η κρίση του Γενικού Δικαστηρίου ότι η Επιτροπή προσέβαλε το δικαίωμα της αναιρεσείουσας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ είναι ορθή.

78.      Το αίτημα της Επιτροπής περί αντικατάστασης του σκεπτικού πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να απορριφθεί.

79.      Όσον αφορά, κατά δεύτερον, τις έννομες συνέπειες που συνεπάγεται η παράβαση από την Επιτροπή των διαδικαστικών της υποχρεώσεων έναντι της αναιρεσείουσας, το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 49 έως 51 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, χαρακτήρισε την παράβαση αυτή ως «διαδικαστική πλημμέλεια».

80.      Κατ’ ουσίαν, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η παράβαση που συνίστατο στη μη συμμετοχή της αναιρεσείουσας στην επίσημη διαδικασία έρευνας δεν αφορούσε τις υποχρεώσεις της Επιτροπής κατά τον χρόνο κινήσεως της εν λόγω διαδικασίας, περίπτωση η οποία αν συνέτρεχε θα οδηγούσε το Γενικό Δικαστήριο στο να διαπιστώσει παράβαση ουσιώδους τύπου, αλλά τις υποχρεώσεις που υπείχε η Επιτροπή λόγω ιδιαίτερης περιστάσεως απορρέουσας από γεγονός το οποίο έλαβε χώρα μετά την κλήση των ενδιαφερομένων μερών να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους και πριν από την έκδοση της επίδικης αποφάσεως. Το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε, συναφώς, στην απόφαση Επιτροπή κατά Freistaat Bayern κ.λπ. (33).

81.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η εν όλω ή εν μέρει ακύρωση της επίδικης αποφάσεως ήταν δυνατή μόνον εφόσον αποδεικνυόταν ότι, ελλείψει της πλημμέλειας αυτής, η εν λόγω απόφαση θα μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο.

82.      Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, η διάκριση στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο για τη διαπίστωση παραβάσεως ουσιώδους τύπου ή, εναλλακτικά, διαδικαστικής πλημμέλειας είναι τεχνητή, καθόσον για την προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων μερών δεν είναι δυνατόν να επιβάλλεται διαφορετική κύρωση ανάλογα με τον χρόνο κατά τον οποίο λαμβάνει χώρα η προσβολή αυτή. Ειδάλλως, όπως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, τα ενδιαφερόμενα μέρη που έχουν αποκτήσει την ιδιότητα αυτή πριν από την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας θα βρίσκονταν σε ευνοϊκότερη θέση σε σχέση με εκείνα που αποκτούν την ιδιότητα αυτή σε μεταγενέστερο χρόνο –συνεπεία, όπως εν προκειμένω, ενός γεγονότος που λαμβάνει χώρα μετά την κίνηση της διαδικασίας– τα οποία, κατά συνέπεια, θα βαρύνονταν με αυστηρότερες υποχρεώσεις αποδείξεως προκειμένου να επιτύχουν την ακύρωση της οικείας πράξεως.

83.      Αντιθέτως, όπως επισημάνθηκε στο σημείο 48 των παρουσών προτάσεων, το μοναδικό καθοριστικό στοιχείο για τη διαπίστωση παραβάσεως ουσιώδους τύπου είναι ότι η Επιτροπή δεν παρέσχε στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να εκφράσουν τις απόψεις τους, τουλάχιστον σε πρώτο στάδιο, επί ενός «σημαντικού ζητήματος» κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589, το οποίο εν συνεχεία ελήφθη υπόψη στο πλαίσιο της τελικής αποφάσεως, ανεξαρτήτως του αν το ζήτημα αυτό είναι προγενέστερο ή όχι της κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας.

84.      Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν, όπως εν προκειμένω, το ενδιαφερόμενο μέρος, τις παρατηρήσεις του οποίου δεν έλαβε η Επιτροπή, είναι ακριβώς εκείνο το οποίο έρχεται αντιμέτωπο με την υποχρέωση πλήρους επιστροφής της ενισχύσεως που κρίθηκε παράνομη και ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά με την επίδικη απόφαση.

85.      Ειδικότερα, κατόπιν ερωτήσεως που απηύθυνε το Δικαστήριο στην Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το εν λόγω θεσμικό όργανο επιβεβαίωσε ότι η διατύπωση της επίδικης αποφάσεως δεν επιτρέπει την επανεξέταση της ιδιότητας της αναιρεσείουσας ως πραγματικής δικαιούχου και την προσαρμογή του ποσού της ενισχύσεως που αυτή οφείλει, βάσει του διατακτικού της επίδικης αποφάσεως, να επιστρέψει στη Φινλανδία. Από την πλευρά της, η αναιρεσείουσα επιβεβαίωσε ότι τόσο οι αρχές που είναι επιφορτισμένες με την εφαρμογή σε κρατικό επίπεδο της επίδικης αποφάσεως όσο και τα ανώτατα εθνικά δικαστήρια ενήργησαν με βάση την κατά τα ανωτέρω ερμηνεία της εν λόγω αποφάσεως.

86.      Επομένως, η αναιρεσείουσα δεν είχε τη δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις ούτε ενώπιον της Επιτροπής, δεδομένου ότι αυτή δεν της παρέσχε τέτοια δυνατότητα, ούτε ενώπιον των εθνικών αρχών, στην τελευταία αυτή περίπτωση λόγω του ότι το σκεπτικό και το διατακτικό της επίδικης αποφάσεως απέκλειαν κάθε περιθώριο εκτιμήσεως των εθνικών αρχών όσον αφορά τον υπολογισμό του πραγματικού οφέλους που αποκόμισε η αναιρεσείουσα συνεπεία της μεταβιβάσεως δραστηριοτήτων από την παλαιά HelB.

87.      Κατά συνέπεια, μολονότι μπορώ να αντιληφθώ τις πραγματιστικής φύσεως εκτιμήσεις στις οποίες στηρίζεται η νομολογία που απαιτεί να αποδεικνύεται, μετά τη διαπίστωση διαδικαστικής πλημμέλειας, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα μπορούσε να έχει διαφορετικό αποτέλεσμα –ήτοι την ανάγκη να μην παρακωλύονται άσκοπα οι διεξαγόμενες από την Επιτροπή διοικητικές διαδικασίες–, φρονώ ότι η θέση της αναιρεσείουσας στην υπό κρίση υπόθεση δεν ενισχύεται με αυτή την προσέγγιση, της οποίας η συμβατότητα προς το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι, κατ’ εμέ, πολύ αμφίβολη.

88.      Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει ότι η προσβολή του δικαιώματος της αναιρεσείουσας να μετάσχει στη διαδικασία συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου, η οποία συνεπάγεται αφ’ εαυτής την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως, χωρίς η αναιρεσείουσα να υποχρεούται να αποδείξει τη συνδρομή κανενός επιπλέον στοιχείου.

89.      Πέραν αυτού, θα ήθελα να επισημάνω, όπως έπραξα και στο σημείο 58 των παρουσών προτάσεων, ότι η προσέγγιση που προτείνω στο Δικαστήριο να υιοθετήσει δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τον διμερή χαρακτήρα της επίσημης διαδικασίας έρευνας μεταξύ της Επιτροπής και του οικείου κράτους μέλους. Αντιθέτως, αποσκοπεί στη διασφάλιση προσήκουσας έννομης προστασίας των διαδικαστικών δικαιωμάτων που κατοχυρώνει το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ για την αναιρεσείουσα ως ενδιαφερομένη η οποία δεν είχε καμία απολύτως δυνατότητα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της επί ενός εκ των καθοριστικών ζητημάτων της επίδικης αποφάσεως που την αφορά άμεσα.

90.      Επιπλέον, η προσέγγιση αυτή δεν είναι αντίθετη με την απόφαση Επιτροπή κατά Freistaat Bayern κ.λπ., την οποία μνημονεύει το Γενικό Δικαστήριο προς στήριξη της συλλογιστικής του. Συγκεκριμένα, στην απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο έκρινε ότι η παράλειψη μνείας, στην απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας, ενός σημαντικού ζητήματος πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου. Ωστόσο, το Δικαστήριο ουδόλως απέκλεισε το ενδεχόμενο ο νομικός αυτός χαρακτηρισμός να έχει εφαρμογή και σε περίπτωση προσβολής από την Επιτροπή του δικαιώματος που κατοχυρώνεται στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, όχι κατά την έναρξη, αλλά κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας έρευνας.

91.      Τέλος, η προτεινόμενη προσέγγιση δεν έρχεται σε αντίθεση ούτε με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου στις υποθέσεις Επιτροπή κατά Gmina Miasto Gdynia και Port Lotniczy Gdynia Kosakowo(34), και Autostrada Wielkopolska κατά Επιτροπής και Πολωνίας (35), που επίσης μνημονεύονται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Οι υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι δύο αυτές αποφάσεις αφορούσαν τροποποίηση του νομικού πλαισίου κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας έρευνας σχετικά με το μέτρο ενισχύσεως. Το Δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν, υπό το πρίσμα της προγενέστερης νομολογίας του (36), ότι, σε περίπτωση μεταβολής του νομικού καθεστώτος αφότου η Επιτροπή παρέσχε στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους και πριν από την έκδοση τελικής αποφάσεως σχετικά με σχέδιο ενίσχυσης, το γεγονός ότι δεν ζητείται από τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν εκ νέου παρατηρήσεις δεν μπορεί, αυτό καθεαυτό, να επιφέρει την ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως. Στην υπό κρίση υπόθεση, κατ’ αντιδιαστολή προς τα πραγματικά περιστατικά των αποφάσεων εκείνων, επιβάλλεται και πάλι η διαπίστωση ότι στην αναιρεσείουσα δεν παρασχέθηκε καμία δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις ενώπιον της Επιτροπής.

92.      Υπό τις συνθήκες αυτές, είμαι της γνώμης ότι το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτό.

93.      Επιπλέον, δεδομένου ότι η παραδοχή του σκέλους αυτού θα έχει τις ίδιες έννομες συνέπειες για την επίδικη απόφαση με την παραδοχή του πρώτου σκέλους, την οποία πρότεινα ανωτέρω, έχουν εφαρμογή και σε αυτήν την περίπτωση όσα εξέθεσα στα σημεία 62 έως 67 των παρουσών προτάσεων.

 Επί του τρίτου σκέλους, το οποίο αφορά νομικό σφάλμα του Γενικού Δικαστηρίου καθόσον έκρινε ότι η διοικητικής φύσεως πλημμέλεια στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή δεν μπορούσε να οδηγήσει σε διαφορετική απόφαση

94.      Με το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα αμφισβητεί την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου ότι η επίδικη απόφαση δεν θα μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο εάν αυτή είχε τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί του ζητήματος της οικονομικής συνέχειας κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας. Κατ’ ουσίαν, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι θα μπορούσε να υποβάλει συμπληρωματικές παρατηρήσεις επί του κατά πόσον πράγματι μεταβιβάστηκε προς αυτήν η επίμαχη ενίσχυση και, ειδικότερα, να προσκομίσει στοιχεία όσον αφορά τη μεταβίβαση της δραστηριότητας, τις συνθήκες της οικείας αγοράς, τη συμβατότητα του τιμήματος με τις συνθήκες της αγοράς και την ύπαρξη οικονομικής συνέχειας.

95.      Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά. Κατά την άποψή της, στην πραγματικότητα η αναιρεσείουσα αμφισβητεί την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως που εξετάστηκε στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Πλην όμως, τέτοια αμφισβήτηση δεν είναι παραδεκτή στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, εκτός αν προβάλλεται παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών, περίπτωση η οποία, κατά την Επιτροπή, δεν συντρέχει εν προκειμένω.

96.      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι προϋπόθεση για την εξέταση του συγκεκριμένου σκέλους είναι να κρίνει το Δικαστήριο ότι η μη παροχή στην αναιρεσείουσα της δυνατότητας συμμετοχής στην επίσημη διαδικασία έρευνας από την Επιτροπή συνιστά, όπως διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, διαδικαστική πλημμέλεια και όχι παράβαση ουσιώδους τύπου.

97.      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, κατά πάγια νομολογία, δεν μπορεί να επιβληθεί στον προσφεύγοντα που προβάλλει προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων του η υποχρέωση να αποδείξει ότι η απόφαση του οικείου θεσμικού οργάνου της Ένωσης θα ήταν διαφορετική, αλλά μόνον ότι το ενδεχόμενο αυτό δεν αποκλείεται απολύτως (37). Η εκτίμηση του ζητήματος αυτού πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να γίνεται σε συνάρτηση με τις πραγματικές και νομικές περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως (38).

98.      Εξάλλου, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η εκτίμηση περί υπάρξεως οικονομικής συνέχειας μεταξύ των επιχειρήσεων που συμμετέχουν σε μεταβίβαση στοιχείων του ενεργητικού πραγματοποιείται σε συνάρτηση με διάφορους παράγοντες που σχετίζονται με το αντικείμενο της μεταβιβάσεως, ήτοι τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού, τη χρησιμοποίηση του ίδιου εργατικού δυναμικού και τα δεσμευμένα περιουσιακά στοιχεία, το τίμημα της μεταβιβάσεως, την ταυτότητα των μετόχων ή των ιδιοκτητών της αποκτώσας και της αρχικής επιχειρήσεως, το χρονικό σημείο κατά το οποίο πραγματοποιείται η μεταβίβαση, ήτοι μετά την έναρξη της έρευνας, την κίνηση της διαδικασίας ή την έκδοση της τελικής αποφάσεως, ή, ακόμη, την οικονομική λογική της συναλλαγής (39).

99.      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε, στις σκέψεις 52 έως 63 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα επιχειρήματα που προέβαλε η αναιρεσείουσα με σκοπό να αποδείξει ότι, αν της είχε δοθεί η δυνατότητα να διατυπώσει τις απόψεις της κατά τη διεξαχθείσα από την Επιτροπή διοικητική διαδικασία πριν από την έκδοση της επίδικης αποφάσεως, η περιλαμβανόμενη στην εν λόγω απόφαση εκτίμηση περί της οικονομικής συνέχειας μεταξύ της παλαιάς και της νέας HelB θα μπορούσε να είναι διαφορετική. Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στην κρίση ότι, σε αντίθεση με όσα ισχυριζόταν η αναιρεσείουσα, δεν κατόρθωσε να αποδείξει τον ισχυρισμό της αυτόν.

100. Στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, αρκεί η διαπίστωση ότι, όπως επισημαίνει και η Επιτροπή, η αναιρεσείουσα δεν προβάλλει επιχειρήματα διαφορετικά από εκείνα που προέβαλε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, απλώς και μόνον ισχυρίζεται, όπως έπραξε και στο πλαίσιο της προσφυγής ακυρώσεως, ότι θα είχε διαβιβάσει στην Επιτροπή συμπληρωματικές πληροφορίες καθοριστικής σημασίας σχετικά με το κατά πόσον της μεταβιβάστηκε η επίμαχη ενίσχυση. Ωστόσο, με τον τρόπο αυτό δεν εξηγεί, συγκεκριμένα, σε ποιο σημείο η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου υπήρξε εσφαλμένη.

101. Υπό τις συνθήκες αυτές, εκτιμώ ότι η αναιρεσείουσα δεν κατορθώνει να θέσει υπό αμφισβήτηση την κρίση που διατυπώνεται στη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι, αν είχε τη δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας έρευνας, οι παρατηρήσεις της δεν θα μπορούσαν να μεταβάλουν την απόφαση της Επιτροπής.

102. Είμαι της γνώμης ότι το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Ενδιάμεση πρόταση

103. Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω να γίνει δεκτό το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως ή, επικουρικώς, το δεύτερο σκέλος του ίδιου λόγου αναιρέσεως.

104. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, το Δικαστήριο, εάν αποφασίσει να κάνει δεκτό ένα από τα σκέλη αυτά, θα πρέπει να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και, δυνάμει του άρθρου 61 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να κάνει δεκτή την προσφυγή ακυρώσεως που άσκησε η αναιρεσείουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και να ακυρώσει την επίδικη απόφαση.

105. Αντιθέτως, εάν το Δικαστήριο δεν συνταχθεί με τις παραπάνω προτάσεις και απορρίψει το πρώτο και το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, θα πρέπει να απορρίψει και το τρίτο σκέλος, καθώς και τον λόγο αναιρέσεως αυτόν στο σύνολό του.

 Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αφορά την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

106. Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι απέρριψε τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αφορούσε την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Κατ’ ουσίαν, η αναιρεσείουσα ισχυρίστηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι η επίδικη απόφαση παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, καθόσον με αυτήν επιβλήθηκε στις φινλανδικές αρχές η υποχρέωση να ανακτήσουν την ενίσχυση σε έκταση που υπερβαίνει το πραγματικό όφελος που αποκόμισε η αναιρεσείουσα από τη μεταβίβαση των δραστηριοτήτων της παλαιάς HelB.

107. Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά. Ισχυρίζεται ότι η διαπίστωση περί υπάρξεως οικονομικής συνέχειας διαφέρει από τον προσδιορισμό της αναλογίας κατά την οποία πρέπει να πραγματοποιηθεί η ανάκτηση της ενισχύσεως από τους διαφόρους δικαιούχους. Επομένως, για τη διαπίστωση της οικονομικής συνέχειας, κατά την άποψή της, δεν είναι αναγκαίο να προσδιορίσει την ακριβή αναλογία κατά την οποία οι δικαιούχοι της παράνομης κρατικής ενισχύσεως πρέπει να επιστρέψουν την ενίσχυση. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 159 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν ήταν υποχρεωμένη να προσδιορίσει σε ποιον βαθμό η ενίσχυση της οποίας η ανάκτηση διατάχθηκε με την επίδικη απόφαση έπρεπε να ανακτηθεί από την αναιρεσείουσα και ότι εναπόκειται στη Δημοκρατία της Φινλανδίας να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την πραγματική ανάκτηση των οφειλομένων ποσών.

108. Κατά πάγια νομολογία, η κατάργηση μιας παράνομης ενισχύσεως μέσω ανακτήσεως αποτελεί τη λογική συνέπεια της διαπιστώσεως του παράνομου χαρακτήρα της, έχει δε ως σκοπό την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση. Ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται όταν οι επίμαχες ενισχύσεις, προσαυξημένες ενδεχομένως με τόκους υπερημερίας, επιστραφούν από τον δικαιούχο ή, με άλλα λόγια, από τις επιχειρήσεις που πραγματικά επωφελήθηκαν από αυτές. Η δε ανάκτηση της ενισχύσεως δεν μπορεί, αυτή καθεαυτήν, να θεωρηθεί ως μέτρο δυσανάλογο προς τους σκοπούς των διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ περί κρατικών ενισχύσεων (40).

109. Επίσης, κατά πάγια νομολογία, όπως ήδη επισημάνθηκε, η υποχρέωση ανακτήσεως της ενισχύσεως που χορηγήθηκε σε εταιρία μπορεί να επεκταθεί και στη νέα εταιρία προς την οποία η δικαιούχος της ενισχύσεως εταιρία μεταβίβασε μέρος των στοιχείων του ενεργητικού της, όταν από τη μεταβίβαση αυτή μπορεί να διαπιστωθεί η ύπαρξη οικονομικής συνέχειας μεταξύ των δύο εταιριών.

110. Κατά τη γνώμη μου, πρέπει, κατ’ αρχάς, να επισημανθεί ότι η Επιτροπή επιβεβαίωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση (41), κατόπιν ερωτήσεως που απηύθυνε το Δικαστήριο, ότι η διατύπωση της επίδικης αποφάσεως δεν επιτρέπει την επανεξέταση της ιδιότητας της αναιρεσείουσας ως πραγματικής δικαιούχου και την προσαρμογή του ποσού της ενισχύσεως που η αναιρεσείουσα οφείλει, βάσει του διατακτικού της επίδικης αποφάσεως, να επιστρέψει στη Φινλανδία. Από την πλευρά της, η αναιρεσείουσα επιβεβαίωσε ότι τόσο οι αρχές που είναι επιφορτισμένες με την εφαρμογή της επίδικης αποφάσεως σε κρατικό επίπεδο όσο και τα ανώτατα εθνικά δικαστήρια έκριναν ότι δεν διαθέτουν κανένα περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τον υπολογισμό του πραγματικού οφέλους που αποκόμισε η αναιρεσείουσα συνεπεία της μεταβιβάσεως δραστηριοτήτων από την παλαιά HelB.

111. Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι εσφαλμένα το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 159 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να προσδιορίσει σε ποιον βαθμό η απορρέουσα από τα επίδικα μέτρα ενίσχυση έπρεπε να ανακτηθεί από την αναιρεσείουσα. Συγκεκριμένα, η Δημοκρατία της Φινλανδίας, προς την οποία απευθύνεται η επίδικη απόφαση, δεν είχε τη δυνατότητα να προσαρμόσει το προς ανάκτηση από την αναιρεσείουσα ποσό.

112. Τούτου λεχθέντος, πρέπει να σημειωθεί ότι, με την επιχειρηματολογία της, η αναιρεσείουσα αμφισβητεί την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου που απορρέει από την εκ μέρους του εξέταση του ζητήματος της οικονομικής συνέχειας και, ειδικότερα, αμφισβητεί τις διαπιστώσεις του εν λόγω δικαστηρίου σε σχέση με το επιχείρημα ότι το τίμημα της πωλήσεως δεν ανταποκρινόταν στην αγοραία τιμή κατά τον χρόνο μεταβιβάσεως των δραστηριοτήτων της παλαιάς HelB.

113. Ωστόσο, στον βαθμό που η αναιρεσείουσα δεν αμφισβήτησε την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τον δεύτερο πρωτοδίκως προβληθέντα λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αφορούσε την εκτίμηση της Επιτροπής περί υπάρξεως οικονομικής συνέχειας μεταξύ της παλαιάς και της νέας HelB, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι διαπιστώσεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως επί του ζητήματος αυτού, οι οποίες άλλωστε καλύπτονται από το διατακτικό της, έχουν αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου (42). Τούτο ισχύει αναγκαίως και για τον προσδιορισμό του ποσού της ενισχύσεως που η Επιτροπή υποχρέωσε τις φινλανδικές αρχές να ανακτήσουν από την αναιρεσείουσα.

114. Υπό τις συνθήκες αυτές, και σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύθηκε στο σημείο 108 ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι με τα επιχειρήματα που προβάλλει η αναιρεσείουσα δεν είναι δυνατόν να τεθεί υπό αμφισβήτηση η αναλογικότητα του ποσού της ανακτήσεως.

115. Κατόπιν των ανωτέρω, φρονώ ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κρίνοντας ότι η Επιτροπή δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας.

116. Ο δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί καθώς και, εφόσον το Δικαστήριο απορρίψει και τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της.

VII. Επί των δικαστικών εξόδων

117. Σύμφωνα με το άρθρο 137 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων με την απόφαση που περατώνει τη δίκη.

118. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο επίσης εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

119. Με βάση την κύρια πρόταση των παρουσών προτάσεων, όπως αυτή εκτίθεται στο σημείο 61 ανωτέρω, με την οποία προτείνεται να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή αποτελεί τον ηττημένο διάδικο στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, η Επιτροπή πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα της αναιρεσείουσας.

VIII. Πρόταση

120. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:

–        Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 14ης Σεπτεμβρίου 2022, Helsingin Bussiliikenne κατά Επιτροπής (T‑603/19, EU:T:2022:555)·

–        ακυρώνει την απόφαση (ΕΕ) 2020/1814 της Επιτροπής, της 28ης Ιουνίου 2019, σχετικά με την κρατική ενίσχυση αριθ. SA.33846 – (2015/C) (πρώην 2014/NN) (πρώην 2011/CP) την οποία έθεσε σε εφαρμογή η Φινλανδία υπέρ της Helsingin Bussiliikenne Oy·

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της στο πλαίσιο τόσο της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίας όσο και της αναιρετικής διαδικασίας, και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Koiviston Auto Helsinki Oy στο πλαίσιο αμφοτέρων των διαδικασιών.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      T‑603/19 (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2022:555).


3      Απόφαση σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.33846 – (2015/C) (πρώην 2014/NN) (πρώην 2011/CP) την οποία έθεσε σε εφαρμογή η Φινλανδία υπέρ της Helsingin Bussiliikenne Oy (ΕΕ 2020, L 404, σ. 10, στο εξής: επίδικη απόφαση).


4      Κανονισμός του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9, στο εξής: κανονισμός 2015/1589).


5      Στις παρούσες προτάσεις υιοθετούνται οι συμβάσεις γραφής που χρησιμοποίησε το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.


6      Απόφαση σχετικά με το μέτρο κρατικής ενίσχυσης SA.33846 (2015/C) (πρώην 2014/NN) (πρώην 2011/CP) – Φινλανδία – Helsingin Bussiliikenne Oy (ΕΕ 2015, C 116, σ. 22, στο εξής: απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας).


7      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 41).


8      C‑933/19 P (EU:C:2021:905, σκέψη 71).


9      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 48).


10      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 50).


11      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 51).


12      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 64).


13      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 156).


14      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 159).


15      Απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2023, Επιτροπή και IGG κατά Dansk Erhverv (C‑508/21 P και C‑509/21 P, EU:C:2023:669, σκέψη 69).


16      Αποφάσεις της 20ής Μαρτίου 1984, Γερμανία κατά Επιτροπής (84/82, EU:C:1984:117, σκέψη 13), και της 22ας Δεκεμβρίου 2008, British Aggregates κατά Επιτροπής (C‑487/06 P, EU:C:2008:757, σκέψη 27).


17      Απόφαση της 11ης Μαρτίου 2020, Επιτροπή κατά Gmina Miasto Gdynia και Port Lotniczy Gdynia Kosakowo (C‑56/18 P, EU:C:2020:192, σκέψη 73).


18      Απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Freistaat Sachsen (C‑334/07 P, EU:C:2008:709, σκέψη 55).


19      Απόφαση της 11ης Μαρτίου 2020, Επιτροπή κατά Gmina Miasto Gdynia και Port Lotniczy Gdynia Kosakowo (C‑56/18 P, EU:C:2020:192, σκέψεις 71 και 72).


20      Απόφαση της 11ης Μαρτίου 2020, Επιτροπή κατά Gmina Miasto Gdynia και Port Lotniczy Gdynia Kosakowo (C‑56/18 P, EU:C:2020:192, σκέψη 74).


21      Απόφαση της 17ης Ιουλίου 2008, Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής (C‑521/06 P, EU:C:2008:422, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


22      Βλ., επίσης, αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 33).


23      Πρβλ. απόφαση της 10ης Μαρτίου 2022, Επιτροπή κατά Freistaat Bayern κ.λπ. (C‑167/19 P και C‑171/19 P, στο εξής: απόφαση Επιτροπή κατά Freistaat Bayern κ.λπ., EU:C:2022:176, σκέψεις 57 και 91).


24      Εκτός αν σημειώνεται διαφορετικά, και προς αποφυγή συνεχών επαναλήψεων, οι αναφορές περί του «δικαιούχου» ή του «πραγματικού δικαιούχου» μιας ενισχύσεως στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας που διεξάγεται από την Επιτροπή πρέπει να νοηθεί ότι αφορούν τον «εικαζόμενο δικαιούχο» ή τον «εικαζόμενο πραγματικό δικαιούχο» της ενισχύσεως αυτής.


25      Η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να προσδιορίσει τον λήπτη της ενισχύσεως στην τελική της απόφαση εάν ο προσδιορισμός αυτός είναι δυσχερής, ιδίως όταν πρόκειται για καθεστώς ενισχύσεων (βλ. απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Mediaset, C‑69/13, EU:C:2014:71, σκέψη 22).


26      Απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2006, Le Levant 001 κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑34/02, EU:T:2006:59, σκέψεις 80, 82 και 83).


27      Πρβλ. απόφαση της 13ης Ιουνίου 2013, HGA κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑630/11 P έως C‑633/11 P, EU:C:2013:387, σκέψεις 50 και 51).


28      Πρβλ. απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2021, Autostrada Wielkopolska κατά Επιτροπής και Πολωνίας (C‑933/19 P, EU:C:2021:905, σκέψη 71).


29      Η έκδοση συμπληρωματικής αποφάσεως ενδείκνυται, ασφαλώς, στις περιπτώσεις που το στοιχείο απουσιάζει ή είναι ελλιπές στην αρχική απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, ενώ, αντιθέτως, η έκδοση διορθωτικής αποφάσεως ενδείκνυται στις περιπτώσεις που το στοιχείο είναι εσφαλμένο.


30      Πρβλ. απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2006, Le Levant 001 κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑34/02, EU:T:2006:59, σκέψη 83), περί της οποίας έγινε λόγος στο σημείο 42 των παρουσών προτάσεων και με την οποία κρίθηκε ότι ο προσδιορισμός του δικαιούχου της επίμαχης ενισχύσεως πρέπει να γίνεται είτε με την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, είτε «σε μεταγενέστερο στάδιο της τυπικής διαδικασίας έρευνας που προηγείται της εκδόσεως της τελικής αποφάσεως» της Επιτροπής.


31      Αποφάσεις της 11ης Δεκεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Freistaat Sachsen (C‑334/07 P, EU:C:2008:709, σκέψη 55), και Επιτροπή κατά Freistaat Bayern κ.λπ. (σκέψη 94).


32      Κατά τη γνώμη μου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η νομολογία αυτή απορρέει και από άλλες αποφάσεις του Δικαστηρίου σχετικά με το ζήτημα αυτό, οι οποίες μνημονεύονται στο σημείο 35 των παρουσών προτάσεων και κατά τις οποίες το δικαίωμα συμμετοχής στη διεξαγόμενη από την Επιτροπή διοικητική διαδικασία πρέπει να παρέχεται σε επαρκή βαθμό «λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως».


33      Βλ. σκέψη 94 της εν λόγω αποφάσεως.


34      Απόφαση της 11ης Μαρτίου 2020, Επιτροπή κατά Gmina Miasto Gdynia και Port Lotniczy Gdynia Kosakowo (C‑56/18 P, EU:C:2020:192, σκέψεις 80 και 81).


35      Απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2021, Autostrada Wielkopolska κατά Επιτροπής και Πολωνίας (C‑933/19 P, EU:C:2021:905, σκέψεις 67 και 68).


36      Αποφάσεις της 8ης Μαΐου 2008, Ferriere Nord κατά Επιτροπής (C‑49/05 P, EU:C:2008:259), και της 11ης Δεκεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Freistaat Sachsen (C‑334/07 P, EU:C:2008:709).


37      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2009, Foshan Shunde Yongjian Housewares & Hardware κατά Συμβουλίου (C‑141/08 P, EU:C:2009:598, σκέψη 94 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


38      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2013, G. και R. (C‑383/13 PPU, EU:C:2013:533, σκέψη 40).


39      Σχετικώς, το Γενικό Δικαστήριο μνημονεύει, εύστοχα κατά τη γνώμη μου, την απόφαση της 7ης Μαρτίου 2018, SNCF Mobilités κατά Επιτροπής (C‑127/16 P, EU:C:2018:165, σκέψη 108 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


40      Διάταξη της 28ης Φεβρουαρίου 2024, Ελλάδα κατά Επιτροπής (C‑797/22 P, EU:C:2024:174, σκέψη 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


41      Βλ. σημείο 85 των παρουσών προτάσεων.


42      Πρβλ. απόφαση της 14ης Μαρτίου 2024, D & A Pharma κατά Επιτροπής και EMA (C‑291/22 P, EU:C:2024:228, σκέψη 118).