Language of document : ECLI:EU:T:2011:507

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο πενταμελές τμήμα)

της 21ης Σεπτεμβρίου 2011 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως – REACH – Προσδιορισμός του ακρυλαμιδίου ως ουσίας λίαν ανησυχητικής – Πράξη μη δυνάμενη να προσβληθεί με προσφυγή – Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T‑1/10,

Polyelectrolyte Producers Group GEIE (PPG), με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο),

SNF SAS, με έδρα την Andrézieux-Bouthéon (Γαλλία),

εκπροσωπούμενοι αρχικώς από τους K. Van Maldegem, δικηγόρο, P. Sellar, sollicitor, και R. Cana, δικηγόρο, και ακολούθως από τους Van Maldegem και R. Cana,

προσφεύγοντες,

κατά

Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων (ΕΟΧΠ), εκπροσωπούμενου από τη M. Heikkila και τον W. Broere, επικουρούμενους από τον J. Stuyck, δικηγόρο,

καθού,

υποστηριζόμενου από

το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενο από την C. Wissels, τον J. Langer, τον Y. de Vries και την M. de Ree,

και από

την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη, αρχικώς, από τους P. Oliver και G. Wilms και, ακολούθως, από τους P. Oliver και E. Manhaeve,

παρεμβαίνοντες,

που έχει ως αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως του ΕΟΧΠ να προσδιορίσει το ακρυλαμίδιο (ΕΚ 201-173-7) (αριθ. CAS 79-06-1) ως ουσία που ανταποκρίνεται στα κριτήρια του άρθρου 57 του κανονισμού ΕΚ 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών προϊόντων, καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/45/ΕΚ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 793/93 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) 1488/94 της Επιτροπής, καθώς και της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 91/155/ΕΟΚ, 93/67/ΕΟΚ, 93/105/ΕΚ και 2000/21/ΕΚ (ΕΕ L 396, σ. 1), σύμφωνα με το άρθρο 59 του κανονισμού αυτού.

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Dittrich (εισηγητή), πρόεδρο, F. Dehousse, I. Wiszniewska-Białecka, M. Prek και J. Schwarcz, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Ο πρώτος προσφεύγων, ο όμιλος Polyelectrolyte Producers Group GEIE (PPG), είναι ευρωπαϊκός όμιλος οικονομικού σκοπού που εδρεύει στο Βέλγιο. Εκπροσωπεί τα συμφέροντα των εταιριών παραγωγών και/ή εισαγωγέων πολυηλεκτρολυτών, πολυακρυλαμιδίου και/ή άλλων πολυμερών που περιέχουν ακρυλαμίδιο. Οι εταιρίες μέλη του πρώτου προσφεύγοντος είναι επίσης χρήστες ακρυλαμιδίου και κατασκευαστές και/ή εισαγωγείς ακρυλαμιδίου ή πολυακρυλαμιδίου. Όλοι οι παραγωγοί ακρυλαμιδίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι μέλη του πρώτου προσφεύγοντος.

2        Η δεύτερη προσφεύγουσα, η εταιρία SNF SAS, είναι μέλος του πρώτου προσφεύγοντος. Η κύρια δραστηριότητά της είναι η κατασκευή ακρυλαμιδίου και πολυακρυλαμιδίων, τα οποία πωλεί απευθείας στους πελάτες της. Διαθέτει μονάδες παραγωγής στη Γαλλία, στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Κίνα και στη Νότια Κορέα.

3        Οι πολυηλεκτρολύτες είναι υδροδιαλυτά, συνθετικά και οργανικά πολυμερή που παράγονται από διάφορα μονομερή, ένα από τα οποία είναι το ακρυλαμίδιο. Χρησιμοποιούνται, μεταξύ άλλων, για τον καθαρισμό του πόσιμου νερού, την επεξεργασία των λυμάτων, την παραγωγή χαρτιού και την εξαγωγή πολύτιμων μετάλλων.

4        Το πολυακριλαμίδιο είναι πολυμερές προερχόμενο από τον πολυμερισμό του μονομερούς ακρυλαμιδίου, το οποίο αποτελεί το υλικό που κατά κανόνα χρησιμοποιείται για την επεξεργασία των υδάτων, στη βιομηχανία χαρτιού, στη μεταλλουργία, την πετρελαιοβιομηχανία, στη γεωργία, ως πρόσθετη ύλη στα υφάσματα, καθώς και στους τομείς των καλλυντικών και της σωματικής υγιεινής.

5        Στις 25 Αυγούστου 2009 το Βασίλειο των Κάτω Χωρών διαβίβασε στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Χημικών Προϊόντων (ΕΟΧΠ) φάκελο που είχε καταρτίσει σχετικά με τον προσδιορισμό του ακρυλαμιδίου ως ουσίας που πληροί τα κριτήρια του άρθρου 57, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών προϊόντων, καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/45/ΕΚ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 793/93 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) 1488/94 της Επιτροπής καθώς και της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 91/155/ΕΟΚ, 93/67/ΕΟΚ, 93/105/ΕΚ και 2000/21/ΕΚ (ΕΕ L 396, σ. 1), ο οποίος τροποποιήθηκε εν συνεχεία, μεταξύ άλλων, με τον κανονισμό (ΕΚ) 1272/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, για την ταξινόμηση, την επισήμανση και τη συσκευασία των ουσιών και των μειγμάτων, την τροποποίηση και την κατάργηση των οδηγιών 67/548/ΕΚ και 1999/45/EΚ (ΕΕ L 353, σ. 1), παραπέμποντας στην ταξινόμηση του ακρυλαμιδίου στις κλάσεις επικινδυνότητας «καρκινογένεση κατηγορίας 2» και «μεταλλαξιογένεση κατηγορίας 2» στο παράρτημα VI, μέρος 3, του κανονισμού 1272/2008. Στις 31 Αυγούστου 2009 ο ΕΟΧΠ δημοσίευσε στον διαδικτυακό τόπο του ανακοίνωση με την οποία κάλεσε τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί του φακέλου που καταρτίσθηκε για το ακρυλαμίδιο. Την ίδια ημέρα ο ΕΟΧΠ κάλεσε επίσης τις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών μελών να υποβάλουν τις επ’ αυτού παρατηρήσεις τους.

6        Αφού παρέλαβε τις παρατηρήσεις επί του επίμαχου φακέλου, ιδίως του πρώτου προσφεύγοντος, και τις απαντήσεις του Βασιλείου της Ολλανδίας στις παρατηρήσεις αυτές, ο ΕΟΧΠ υπέβαλε τον φάκελο στην επιτροπή των κρατών μελών, η οποία, στις 27 Νοεμβρίου 2009, κατέληξε σε ομόφωνη συμφωνία ως προς τον προσδιορισμό του ακρυλαμιδίου ως ουσίας λίαν ανησυχητικής, για τον λόγο ότι πληροί τα κριτήρια του άρθρου 57, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού 1907/2006.

7        Στις 7 Δεκεμβρίου 2009 ο ΕΟΧΠ δημοσίευσε ανακοινωθέν Τύπου με το οποίο γνωστοποίησε, αφενός, ότι η επιτροπή των κρατών μελών κατέληξε σε ομόφωνη συμφωνία όσον αφορά τον προσδιορισμό του ακρυλαμιδίου και δεκατεσσάρων άλλων ουσιών ως λίαν ανησυχητικών ουσιών, στον βαθμό που πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 57 του κανονισμού 1907/2006, και, αφετέρου, ότι ο κατάλογος των ουσιών που είναι υποψήφιες για ενδεχόμενη εγγραφή τους στο παράρτημα XIV του κανονισμού 1907/2006 (στο εξής: κατάλογος υποψήφιων ουσιών) θα ενημερωθεί επισήμως τον Ιανουαρίου 2010. Στις 22 Δεκεμβρίου 2009 ο εκτελεστικός διευθυντής του ΕΟΧΠ έλαβε την απόφαση ED/68/2009, βάσει της οποίας οι δεκαπέντε αυτές ουσίες περιελήφθησαν, στις 13 Ιανουαρίου 2010, στον κατάλογο των υποψήφιων ουσιών.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

8        Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 4 Ιανουαρίου 2010, οι προσφεύγοντες άσκησαν προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως του ΕΟΧΠ περί προσδιορισμού του ακρυλαμιδίου ως ουσίας που πληροί τα κριτήρια του άρθρου 57 του κανονισμού 1907/2006, σύμφωνα με το άρθρο 59 του κανονισμού αυτού (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

9        Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 Ιανουαρίου 2010, η δεύτερη προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ζήτησε κατ’ ουσίαν από τον Πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου να αναστείλει την εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

10      Με διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Ιανουαρίου 2010, ανεστάλη η εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως του ΕΟΧΠ μέχρις ότου εκδοθεί διάταξη επί της αιτήσεως λήψεως ασφαλιστικών μέτρων. Κατόπιν της διατάξεως αυτής, ο ΕΟΧΠ ανέστειλε την εγγραφή του ακρυλαμιδίου στον κατάλογο των υποψήφιων ουσιών.

11      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 17 Μαρτίου 2010, ο ΕΟΧΠ προέβαλε ένσταση απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

12      Η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της δεύτερης προσφεύγουσας απορρίφθηκε με διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 26ης Μαρτίου 2010, T‑1/10 R, PPG και SNF κατά ΕΟΧΠ (που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή), και το Γενικό Δικαστήριο επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

13      Κατόπιν της διατάξεως αυτής, ο ΕΟΧΠ δημοσίευσε, στις 30 Μαρτίου 2010, τον κατάλογο των υποψήφιων ουσιών στον οποίο συμπεριλαμβανόταν το ακρυλαμίδιο.

14      Με έγγραφα που πρωτοκολλήθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 και στις 20 Απριλίου 2010, αντιστοίχως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Βασίλειο των Κάτω Χωρών ζήτησαν να παρέμβουν υπέρ του ΕΟΧΠ. Οι αιτήσεις αυτές έγιναν δεκτές, κατόπιν ακροάσεως των κύριων διαδίκων, με την από 8 Ιουνίου 2011διάταξη του προέδρου του ογδόου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου.

15      Οι προσφεύγοντες κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επί της ενστάσεως απαραδέκτου στις 4 Μαΐου 2010.

16      Με χωριστά δικόγραφα που κατέθεσαν στις 17 και στις 25 Μαΐου 2010, αντιστοίχως, οι προσφεύγοντες υπέβαλαν αίτηση περί εμπιστευτικής μεταχειρίσεως των υπομνημάτων τους έναντι των παρεμβαινόντων. Δεν υπήρξαν αντιρρήσεις ως προς το αίτημα αυτό.

17      Η Επιτροπή και το Βασίλειο των Κάτω Χωρών κατέθεσαν τα υπομνήματά τους παρεμβάσεως, τα οποία περιορίζονταν στο ζήτημα του παραδεκτού, στις 3 και 5 Αυγούστου 2010, αντιστοίχως. Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 1η και την 4η Οκτωβρίου 2011, οι κύριοι διάδικοι υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί των υπομνημάτων αυτών.

18      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο έβδομο τμήμα, στο οποίο κατά συνέπεια ανατέθηκε η υπό κρίση υπόθεση. Με απόφαση της 30ής Μαρτίου 2011, το Γενικό Δικαστήριο ανέπεμψε την υπό κρίση υπόθεση ενώπιον του εβδόμου πενταμελούς τμήματος, σύμφωνα με το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

19      Με το δικόγραφο της προσφυγής, οι προσφεύγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή και βάσιμη·

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει τον ΕΟΧΠ στα δικαστικά έξοδα·

–        να διατάξει κάθε αναγκαίο κατά την κρίση του μέτρο.

20      Με την ένσταση απαραδέκτου ο ΕΟΧΠ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει την προσφυγή απαράδεκτη·

–        να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα.

21      Με τις παρατηρήσεις τους επί της ενστάσεως απαραδέκτου, οι προσφεύγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την εν λόγω ένσταση.

22      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

23      Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη και να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

24      Δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφοι 1 και 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, αν ένας διάδικος το ζητήσει, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κρίνει επί του απαραδέκτου χωρίς να εισέλθει στην ουσία. Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, η διαδικασία επί της αιτήσεως συνεχίζεται προφορικά, εκτός αν το Γενικό Δικαστήριο αποφασίσει άλλως. Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι έχει επαρκώς διαφωτιστεί από την εξέταση των στοιχείων της δικογραφίας, ώστε να είναι σε θέση να αποφανθεί χωρίς να κινήσει την προφορική διαδικασία.

25      Προς στήριξη των αιτημάτων του, ο ΕΟΧΠ προβάλλει τρεις λόγους απαραδέκτου αντλούμενους από τη φύση της προσβαλλομένης αποφάσεως, από το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά άμεσα τους προσφεύγοντες, καθώς και από το ότι, δεδομένου ότι δεν πρόκειται περί νομοθετικής πράξεως κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά τους προσφεύγοντες ούτε ατομικά.

26      Η Επιτροπή συμφωνεί με την επιχειρηματολογία του ΕΟΧΠ όσον αφορά τη φύση της προσβαλλομένης αποφάσεως και το ότι η απόφαση αυτή δεν αφορά άμεσα τους προσφεύγοντες. Υποστηρίζει επίσης ότι το δικόγραφο της προσφυγής δεν τηρεί τις επιταγές του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, στο μέτρο που στερείται σαφήνειας.

27      Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών συμφωνεί με όλους τους λόγους απαραδέκτου που προβάλλει ο ΕΟΧΠ.

 Επί της τηρήσεως των επιταγών του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας

28      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το δικόγραφο της προσφυγής στερείται σαφήνειας και δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας. Επισημαίνει, ειδικότερα, ότι οι προσφεύγοντες, που ζητούν με το δικόγραφο της προσφυγής την ακύρωση της αποφάσεως του ΕΟΧΠ της 7ης Δεκεμβρίου 2009 περί προσδιορισμού του ακρυλαμιδίου ως ουσίας πληρούσας τα κριτήρια του άρθρου 57 του κανονισμού 1907/2006, δεν προσδιορίζουν αρκούντως την προσβαλλόμενη πράξη. Κατά την Επιτροπή, η πράξη στην οποία αναφερόταν το από 7 Δεκεμβρίου 2009 ανακοινωθέν Τύπου του ΕΟΧΠ δεν ήταν η απόφαση του ΕΟΧΠ περί προσδιορισμού του ακρυλαμιδίου ως ουσίας λίαν ανησυχητικής, αλλά οι ενέργειες στις οποίες προέβη η επιτροπή των κρατών μελών στο πλαίσιο της διαδικασίας προσδιορισμού της οικείας ουσίας από τον ΕΟΧΠ.

29      Είναι γεγονός ότι ο ΕΟΧΠ δεν προέβαλε αυτόν τον λόγο απαραδέκτου. Η Επιτροπή, ως παρεμβαίνουσα, δεν νομιμοποιείται να προβάλει λόγο απαραδέκτου ο οποίος δεν προβλήθηκε από τον διάδικο υπέρ του οποίου παρεμβαίνει (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Ιουνίου 1998, T‑174/95, Svenska Journalistförbundet κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. II‑2289, σκέψεις 77 και 78).

30      Ωστόσο, δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις παραδεκτού της προσφυγής και των αιτιάσεων που περιέχονται σε αυτήν είναι δημοσίας τάξεως, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να τις εξετάσει αυτεπαγγέλτως δυνάμει του άρθρου 113 του Κανονισμού Διαδικασίας (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Σεπτεμβρίου 2009, T‑437/05, Brink’s Security Luxembourg κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑3233, σκέψη 54, και της 9ης Σεπτεμβρίου 2010, T‑63/06, Eυρωπαϊκή Δυναμική κατά ΕΚΠΝΤ, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

31      Δυνάμει του άρθρου 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που έχει εφαρμογή στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 53, πρώτο εδάφιο, του ίδιου οργανισμού, και του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να είναι αρκούντως σαφή και συγκεκριμένα ώστε να μπορεί ο καθού να προετοιμάσει την άμυνά του και το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής, ενδεχομένως, χωρίς άλλα στοιχεία (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 18ης Σεπτεμβρίου 1996, T‑387/94, Asia Motor France κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑961, σκέψη 106· διατάξεις του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 2005, T‑369/03, Arizona Chemical κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑5839, σκέψη 120, και της 8ης Φεβρουαρίου 2010, T‑481/08, Alisei κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑117, σκέψη 89).

32      Εν προκειμένω, το δικόγραφο της προσφυγής τηρεί τις επιταγές αυτές όσον αφορά το αντικείμενο της διαφοράς. Συγκεκριμένα, οι προσφεύγοντες ζητούν με την προσφυγή τους την ακύρωση της αποφάσεως περί προσδιορισμού του ακρυλαμιδίου ως ουσίας που πληροί τα κριτήρια του άρθρου 57 του κανονισμού 1907/2006, σύμφωνα με το άρθρο 59 του εν λόγω κανονισμού. Ακολούθως διευκρινίζουν ότι, λόγω της αποφάσεως αυτής, η οποία εκδόθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2009 από την επιτροπή των κρατών μελών, ήτοι από όργανο του ΕΟΧΠ, και η οποία υπέπεσε στην αντίληψή τους χάρη στο δημοσιευθέν αυθημερόν ανακοινωθέν Τύπου του ΕΟΧΠ, η ουσία αυτή έπρεπε να περιληφθεί στον κατάλογο των υποψήφιων ουσιών που δημοσιεύθηκε στον διαδικτυακό ιστότοπο του ΕΟΧΠ τον Ιανουάριο του 2010.

33      Είναι γεγονός ότι η επιτροπή των κρατών μελών κατέληξε σε ομόφωνη συμφωνία ως προς τον προσδιορισμό του ακρυλαμιδίου ως ουσίας πληρούσας τα κριτήρια του άρθρου 57 του κανονισμού 1907/2006 στις 27 Νοεμβρίου 2009 και όχι στις 7 Δεκεμβρίου 2009. Ωστόσο, δεδομένου ότι από το ανακοινωθέν Τύπου του ΕΟΧΠ της 7ης Δεκεμβρίου 2009 προέκυπτε ότι η επιτροπή των κρατών μελών είχε προσδιορίσει τις επίμαχες ουσίες ως λίαν ανησυχητικές στις 7 Δεκεμβρίου 2009 και καθόσον η συμφωνία στην οποία κατέληξε η εν λόγω επιτροπή δεν δημοσιεύθηκε από τον ΕΟΧΠ, οι προσφεύγοντες δικαιολογημένα δεν μπορούσαν να αναφέρουν, στο δικόγραφο της προσφυγής, την ορθή ημερομηνία κατά την οποία επετεύχθη η συμφωνία της επιτροπής των κρατών μελών. Αφού η ορθή ημερομηνία γνωστοποιήθηκε στους προσφεύγοντες χάρη στην ένσταση απαραδέκτου του ΕΟΧΠ, την ανέφεραν στις παρατηρήσεις τους επί της εν λόγω ενστάσεως.

34      Επομένως, από το δικόγραφο της προσφυγής προκύπτει αρκούντως κατά νόμο ότι το αντικείμενο της διαφοράς είναι η απορρέουσα από τη διαδικασία του άρθρου 59 του κανονισμού 1907/2006 πράξη του ΕΟΧΠ περί προσδιορισμού του ακρυλαμιδίου ως ουσίας που πληροί τα κριτήρια του άρθρου 57 του εν λόγω κανονισμού, της οποίας το περιεχόμενο είχε καθορισθεί με ομόφωνη συμφωνία της επιτροπής των κρατών μελών του ΕΟΧΠ που ελήφθη στις 27 Νοεμβρίου 2009 και έπρεπε να εκτελεσθεί διά της εγγραφής του ακρυλαμιδίου στον κατάλογο των υποψήφιων ουσιών που δημοσιεύθηκε στον διαδικτυακό ιστότοπο του ΕΟΧΠ, η οποία προβλεπόταν για τις 13 Ιανουαρίου 2010 και τελικώς πραγματοποιήθηκε στις 30 Μαρτίου 2010. Οι προσφεύγοντες, παραπέμποντας στην ομόφωνη συμφωνία της επιτροπής των κρατών μελών του 2009 και στην εγγραφή του ακρυλαμιδίου στον εν λόγω δημοσιευθέντα πίνακα, προσδιόρισαν άνευ αμφισημίας το αντικείμενο της διαφοράς.

35      Κατά συνέπεια, αυτός ο λόγος απαραδέκτου πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του λόγου απαραδέκτου που αντλείται από τη φύση της προσβαλλομένης αποφάσεως

36      Ο ΕΟΧΠ και οι παρεμβαίνοντες υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν ότι οι προσφεύγοντες, παραπέμποντας στην από 27 Νοεμβρίου 2009 ομόφωνη συμφωνία της επιτροπής των κρατών μελών του ΕΟΧΠ, έβαλαν κατά μιας προπαρασκευαστικής πράξεως που δεν προοριζόταν να παραγάγει έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων κατά την έννοια του άρθρου 263, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, ΣΛΕΕ. Κατά τον ΕΟΧΠ, η πράξη που δύναται να παραγάγει έννομο αποτέλεσμα είναι η δημοσίευση του ενημερωμένου καταλόγου των υποψήφιων ουσιών στον διαδικτυακό ιστότοπο του ΕΟΧΠ σύμφωνα με το άρθρο 59, παράγραφος 10, του κανονισμού 1907/2006. Κατά την Επιτροπή και το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η τελική πράξη της προβλεπόμενης από το άρθρο 59 του εν λόγω Κανονισμού Διαδικασίας είναι η απόφαση του εκτελεστικού διευθυντή του ΕΟΧΠ να συμπεριλάβει μια ουσία στον κατάλογο των υποψήφιων ουσιών, σύμφωνα με την παράγραφο 8 του εν λόγω άρθρου.

37      Οι προσφεύγοντες αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι μέτρο το οποίο παγιώνει τη θέση του ΕΟΧΠ όσον αφορά τον προσδιορισμό του ακρυλαμιδίου ως ουσίας λίαν ανησυχητικής και την κατάταξή του στον κατάλογο των υποψήφιων ουσιών. Από το άρθρο 59, παράγραφος 8, του κανονισμού 1907/2006 προκύπτει ότι το καθοριστικό στοιχείο της προβλεπόμενης στο άρθρο αυτό διαδικασίας είναι η συμφωνία ως προς τον οικείο προσδιορισμό. Η μεταγενέστερη κατάταξη της ουσίας στον κατάλογο των υποψήφιων ουσιών αποτελεί αυτόματη συνέπεια της αποφάσεως περί προσδιορισμού της ουσίας ως λίαν ανησυχητικής. Ομοίως, η δημοσίευση και η ενημέρωση του καταλόγου των υποψήφιων ουσιών βάσει του άρθρου 59, παράγραφος 10, του εν λόγω κανονισμού πρέπει, κατά τους προσφεύγοντες, να έπονται αυτομάτως της λήψεως αποφάσεως περί κατατάξεως μιας ουσίας στον εν λόγω κατάλογο.

38      Κατά το άρθρο 263, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, ΣΛΕΕ, δυνάμενες να προσβληθούν με προσφυγή είναι οι πράξεις των οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης που προορίζονται να παραγάγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων.

39      Κατά πάγια νομολογία, προσφυγή ακυρώσεως μπορεί να ασκηθεί κατά κάθε πράξεως των οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης που προορίζεται να παραγάγει έννομα αποτελέσματα, ανεξαρτήτως της φύσεως ή της μορφής της (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 31ης Μαρτίου 1971, 22/70, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 729, σκέψη 42, και της 24ης Νοεμβρίου 2005, C‑138/03, C‑324/03 και C‑431/03, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑10043, σκέψη 32· διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 2008, T‑322/06, Espinosa Labella κ.λπ. κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

40      Στην περίπτωση πράξεων ή αποφάσεων που λαμβάνονται στο πλαίσιο διαδικασίας, ιδίως εσωτερικής, περιλαμβάνουσας πλείονα στάδια, συνιστούν πράξεις δυνάμενες να προσβληθούν με προσφυγή ακυρώσεως μόνον τα μέτρα τα οποία παγιώνουν τη θέση του συγκεκριμένου θεσμικού οργάνου της Ένωσης κατά το πέρας της διαδικασίας. Συνεπώς, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως μέτρα προκαταρκτικά ή αμιγώς προπαρασκευαστικής φύσεως (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 1981, 60/81, IBM κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2639, σκέψη 10, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Ιανουαρίου 2010, T‑355/04 και T‑446/04, Co-Frutta κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑1, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

41      Eν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο δεν υποχρεούται να αποφανθεί επί του επιχειρήματος περί του προβαλλόμενου προπαρασκευαστικού χαρακτήρα της ομόφωνης συμφωνίας της επιτροπής των κρατών μελών, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν προοριζόταν να παραγάγει έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων, κατά την έννοια της προαναφερθείσας στη σκέψη 39 νομολογίας, κατά τον χρόνο εκτιμήσεως του παραδεκτού της προσφυγής, ήτοι κατά τον χρόνο υποβολής του δικογράφου της προσφυγής (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Απριλίου 2002, C‑61/96, C‑132/97, C‑45/98, C‑27/99, C‑81/00 και C‑22/01, Ισπανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. I‑3439, σκέψη 23, και διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2010, T‑539/08, Etimine και Etiproducts κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 76).

42      Πράγματι, η πράξη προσδιορισμού μιας ουσίας στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 59 του κανονισμού 1907/2006 δύναται βεβαίως να γεννήσει, μεταξύ άλλων, υποχρεώσεις κοινοποιήσεως κατά την έννοια των άρθρων 7, παράγραφος 2, 31, παράγραφοι 1, στοιχείο γ΄, και 3, στοιχείο β΄, καθώς και 33, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού αυτού. Οι εν λόγω διατάξεις αναφέρονται στις ουσίες που προσδιορίσθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 59, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, ή στις ουσίες που ενεγράφησαν ή συμπεριελήφθησαν στον κατάλογο του άρθρου 59, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού. Ως εκ τούτου, οι διατάξεις αυτές αφορούν έννομες υποχρεώσεις απορρέουσες από την πράξη που αποτελεί αντικείμενο της διαδικασίας του άρθρου 59 του ίδιου κανονισμού.

43      Πρέπει ωστόσο να υπομνησθεί ότι η διαδικασία του άρθρου 59 του κανονισμού 1907/2006, που συνίσταται στον προσδιορισμό ουσιών που πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 57 του εν λόγω κανονισμού και στην κατάρτιση καταλόγου των υποψήφιων ουσιών, περιλαμβάνει πλείονα στάδια.

44      Συγκεκριμένα, κατόπιν της κινήσεως της διαδικασίας προσδιορισμού των επίμαχων ουσιών και αφού ο ΕΟΧΠ θέσει τον σχετικό με μια ουσία φάκελο στη διάθεση των κρατών μελών και δημοσιεύσει στον διαδικτυακό ιστότοπό του ανακοίνωση με την οποία καλεί όλους τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν παρατηρήσεις (άρθρο 59, παράγραφοι 2 έως 4, του κανονισμού 1907/2006), τα κράτη μέλη, ο ΕΟΧΠ και όλοι οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να υποβάλουν παρατηρήσεις επί του προτεινόμενου στον φάκελο προσδιορισμού (άρθρο 59, παράγραφοι 4 και 5, του εν λόγω κανονισμού). Αν, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, έχουν κατατεθεί σχετικές παρατηρήσεις, ο ΕΟΧΠ υποβάλλει τον φάκελο στην επιτροπή των κρατών μελών και, αν η επιτροπή αυτή καταλήξει σε ομόφωνη συμφωνία ως προς το ζήτημα του προσδιορισμού, εγγράφει την οικεία ουσία στον κατάλογο των υποψήφιων ουσιών (άρθρο 59, παράγραφοι 7 και 8, του εν λόγω κανονισμού). Τέλος, αφ’ ης στιγμής ληφθεί απόφαση περί εγγραφής της ουσίας στον εν λόγω κατάλογο, ο ΕΟΧΠ δημοσιεύει και ενημερώνει τον κατάλογο των υποψήφιων ουσιών στον διαδικτυακό ιστότοπό του (άρθρο 59, παράγραφος 10, του ίδιου κανονισμού).

45      Eν προκειμένω, το δικόγραφο της προσφυγής κατατέθηκε κατόπιν της ομόφωνης συμφωνίας της επιτροπής των κρατών μελών να προσδιορίσει το ακρυλαμίδιο ως ουσία λίαν ανησυχητική και κατόπιν της αποφάσεως του εκτελεστικού διευθυντή να συμπεριλάβει την ουσία αυτή στον κατάλογο των υποψήφιων ουσιών. Ωστόσο, δεδομένου ότι η θέση σε ισχύ της αποφάσεως αυτής δεν προβλεπόταν πριν τις 13 Ιανουαρίου 2010 και η εγγραφή του ακρυλαμιδίου στον κατάλογο των υποψήφιων ουσιών προβλεπόταν επίσης για την ημερομηνία αυτή, η εν λόγω ουσία δεν περιλαμβανόταν ακόμη στον κατάλογο των υποψήφιων ουσιών κατά τον χρόνο υποβολής του δικογράφου της προσφυγής.

46      Μολονότι από τον όρο «περιλαμβάνει» του άρθρου 59, παράγραφος 8, του κανονισμού 1907/2006 προκύπτει ότι το αρμόδιο για την εγγραφή ουσίας στον κατάλογο των υποψήφιων ουσιών όργανο του ΕΟΧΠ δεν έχει κανένα περιθώριο εκτιμήσεως ως προς την εγγραφή αυτή, η οποία έπεται αυτομάτως της συμφωνίας της επιτροπής των κρατών μελών, εντούτοις, πριν από την εγγραφή ουσίας στον κατάλογο των υποψήφιων ουσιών βάσει της εν λόγω διατάξεως, η πράξη προσδιορισμού μιας ουσίας ως λίαν ανησυχητικής στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 59 του εν λόγω κανονισμού δεν σκοπεί στην παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων έναντι τρίτων, κατά την έννοια της προαναφερθείσας στη σκέψη 39 νομολογίας.

47      Συγκεκριμένα, πρώτον, οι υποχρεώσεις κοινοποιήσεως που απορρέουν από την πράξη η οποία αποτελεί αντικείμενο της διαδικασίας του άρθρου 59 του κανονισμού 1907/2006, όπως προβλέπονται στα άρθρα 7, παράγραφος 2, 31, παράγραφοι 1, στοιχείο γ΄, και 3, στοιχείο β΄, καθώς και 33, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού αυτού, αναφέρονται, αφενός, στις ουσίες που προσδιορίσθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 59, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού και, αφετέρου, στις ουσίες που ενεγράφησαν ή συμπεριελήφθησαν στον κατάλογο των υποψήφιων ουσιών. Από τον κανονισμό 1907/2006 δεν προκύπτει ότι σκοπός του νομοθέτη ήταν να εξασφαλίσει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών από τους ενδιαφερομένους σε διάφορα στάδια της διαδικασίας του άρθρου 59 του εν λόγω κανονισμού. Αντιθέτως, από τον τίτλο του άρθρου 59 του κανονισμού αυτού «Προσδιορισμός των ουσιών που αναφέρονται στο άρθρο 57 [του οικείου κανονισμού]» προκύπτει ότι η ουσιαστική λειτουργία που εξυπηρετεί η διαδικασία του άρθρου αυτού συνίσταται στον οριστικό προσδιορισμό των ουσιών που πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 57 του οικείου κανονισμού. Από το άρθρο 59, παράγραφος 1, του κανονισμού, που παραπέμπει στις παραγράφους 2 έως 10 του εν λόγω άρθρου όσον αφορά τη διαδικασία προσδιορισμού, προκύπτει ότι η εγγραφή ουσίας στον κατάλογο των υποψήφιων ουσιών, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 8 του ίδιου άρθρου, αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της εν λόγω διαδικασίας. Ως εκ τούτου, οι παραπομπές, αφενός, στις ουσίες που προσδιορίσθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 59, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού και, αφετέρου, στις ουσίες που ενεγράφησαν ή συμπεριελήφθησαν στον κατάλογο των υποψήφιων ουσιών δεν είναι δυνατόν να αντιστοιχούν σε διαφορετικά στάδια της διαδικασίας προσδιορισμού, οπόταν οι υποχρεώσεις αυτές δεν υφίστανται πριν την πραγματική εγγραφή της ουσίας στον κατάλογο των υποψήφιων ουσιών.

48      Δεύτερον, επισημαίνεται ότι, στην περίπτωση που ο ΕΟΧΠ δεν έχει λάβει ούτε έχει υποβάλει οποιαδήποτε παρατήρηση επί της προτάσεως προσδιορισμού μιας ουσίας ως λίαν ανησυχητικής, εγγράφει την ουσία αυτή στον κατάλογο των υποψήφιων ουσιών (άρθρο 59, παράγραφος 6, του κανονισμού 1907/2006). Στην περίπτωση αυτή, ένα στάδιο προσδιορισμού στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 59 του εν λόγω κανονισμού, που εξετάζεται χωριστά από ένα συγκεκριμένο όργανο του ΕΟΧΠ όπως είναι η επιτροπή των κρατών μελών ή από ένα συγκεκριμένο θεσμικό όργανο όπως είναι η Επιτροπή κατά τις παραγράφους 8 και 9 του άρθρου αυτού, δεν ολοκληρώνεται. Δεδομένου ότι το χρονικό σημείο από το οποίο η πράξη προσδιορισμού μιας ουσίας ως λίαν ανησυχητικής στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 59 του κανονισμού αυτού μπορεί να θεωρηθεί ως προοριζόμενη να παραγάγει έννομα αποτελέσματα δεν μπορεί να εξαρτάται από το αν υπέβαλε παρατηρήσεις ένα κράτος μέλος, ο ΕΟΧΠ ή ένας ενδιαφερόμενος, η πράξη αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως προοριζόμενη να παραγάγει έννομα αποτελέσματα μόνον από το χρονικό σημείο της εγγραφής της οικείας ουσίας στον κατάλογο των υποψήφιων ουσιών.

49      Όσον αφορά την απορρέουσα από το άρθρο 59, παράγραφος 10, του κανονισμού 1907/2006 υποχρέωση του ΕΟΧΠ να δημοσιεύσει και να ενημερώσει τον κατάλογο των υποψήφιων ουσιών στον διαδικτυακό ιστότοπό του, αφ’ ης στιγμής ληφθεί απόφαση περί εγγραφής ουσίας στον οικείο κατάλογο, πρέπει να τονιστεί ότι οι έννομες υποχρεώσεις που απορρέουν από την πράξη προσδιορισμού μιας ουσίας ως λίαν ανησυχητικής στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 59 του εν λόγω κανονισμού βαρύνουν τους ενδιαφερομένους από της δημοσιεύσεως του καταλόγου των υποψήφιων ουσιών που περιέχουν την οικεία ουσία, καθόσον από το χρονικό αυτό σημείο και εφεξής μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν άνευ αμφισημίας τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους και να λαμβάνουν ως εκ τούτου τα μέτρα τους (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Μαρτίου 2009, C‑345/06, Heinrich, Συλλογή 2009, σ. I‑1659, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ομοίως, η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής κατά της πράξεως προσδιορισμού μιας ουσίας ως λίαν ανησυχητικής στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 59 του εν λόγω κανονισμού, βάσει του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, αρχίζει να τρέχει από της δημοσιεύσεως του καταλόγου των υποψήφιων ουσιών που περιέχουν την εν λόγω ουσία.

50      Δεδομένου ότι ο κατάλογος των υποψήφιων ουσιών δημοσιεύεται μόνο στον διαδικτυακό ιστότοπο του ΕΟΧΠ, η εγγραφή ουσίας στον κατάλογο αυτό πραγματοποιείται συγχρόνως με την κατόπιν ενημερώσεως δημοσίευσή του. Συνεπώς, η πράξη προσδιορισμού μιας ουσίας ως λίαν ανησυχητικής στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 59 του κανονισμού αυτού θεωρείται δυνάμενη να παραγάγει έννομα αποτελέσματα μόνο με την εγγραφή της οικείας ουσίας στον δημοσιευόμενο στον διαδικτυακό ιστότοπο του ΕΟΧΠ κατάλογο των υποψήφιων ουσιών.

51      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, χωρίς να συντρέχει λόγος το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί των λοιπών λόγων απαραδέκτου που προέβαλε ο ΕΟΧΠ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

52      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Εξάλλου, κατά την παράγραφο 4 του άρθρου αυτού, τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα που παρενέβησαν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

53      Εφόσον οι προσφεύγοντες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά τους έξοδα, καθώς και στα δικαστικά έξοδα του ΕΟΧΠ, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά του. Τα σχετικά με τη διαδικασία λήψεως ασφαλιστικών μέτρων δικαστικά έξοδα φέρει η δεύτερη προσφεύγουσα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του ΕΟΧΠ. Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και η Επιτροπή φέρουν τα δικά τους δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο πενταμελές τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

2)      Ο όμιλος Polyelectrolyte Producers Group GEIE (PPG) και η εταιρία SNF SAS φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους, καθώς και τα δικαστικά έξοδα του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών προϊόντων (ΕΟΧΠ).

3)      Η SNF SAS φέρει τα σχετικά με τη διαδικασία λήψεως ασφαλιστικών μέτρων δικαστικά έξοδα.

4)      Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Λουξεμβούργο, 21 Σεπτεμβρίου 2011.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      A. Dittrich


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.