Language of document : ECLI:EU:T:2011:69

Υποθέσεις T-117/07 και T-121/07

Areva κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά των έργων εξοπλισμού μεταγωγής με μόνωση αερίου – Απόφαση που διαπιστώνει παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ – Δικαιώματα άμυνας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Καταλογισμός των πράξεων που συνιστούν την παράβαση – Διάρκεια της παραβάσεως – Πρόστιμα – Εις ολόκληρον ευθύνη για την καταβολή του προστίμου – Επιβαρυντικές περιστάσεις – Πρωτοστατούσα επιχείρηση – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Συνεργασία»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Επιχείρηση – Έννοια – Ενιαία οικονομική οντότητα

(Άρθρο 81 §1 ΕΚ)

2.      Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Νομικό πρόσωπο υπεύθυνο για την εκμετάλλευση της επιχειρήσεως κατά τον χρόνο της παραβάσεως – Εξαιρέσεις

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

3.      Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Παράβαση διαπραχθείσα από θυγατρική εταιρία – Καταλογισμός στη μητρική εταιρία λόγω των μεταξύ τους οικονομικών και νομικών δεσμών

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

4.      Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Λόγος ακυρώσεως σχετικός με ελλιπή ή ανεπαρκή αιτιολογία – Λόγος ακυρώσεως σχετικός με ανακριβή αιτιολογία – Διάκριση

(Άρθρο 253 ΕΚ)      

5.      Κοινοτικό δίκαιο – Γενικές αρχές του δικαίου – Μη αναδρομικότητα των ποινικών διατάξεων – Πεδίο εφαρμογής – Ανταγωνισμός

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 15 § 4 ,και 1/2003, άρθρο 23 § 5)

6.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων – Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως της διαρκείας της παραβάσεως

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 15 § 2, και 1/2003, άρθρο 23 § 3)

7.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Παραγραφή σε θέματα διώξεως – Αφετηρία υπολογισμού

(Άρθρο 81 ΕΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 25)

8.      Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο

(Άρθρο 253 ΕΚ)

9.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Εις ολόκληρον ευθύνη για την καταβολή – Προϋποθέσεις

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53)

10.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Εις ολόκληρον ευθύνη για την καταβολή – Περιεχόμενο

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53)

11.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Εις ολόκληρον ευθύνη για την καταβολή – Δυνατότητα εκάστου συνοφειλέτη να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά μιας τέτοιας αποφάσεως

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53)

12.    Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Aρχή της εξατομικεύσεως των ποινών – Περιεχόμενο

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

13.    Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Κατοχύρωση με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και επιβεβαίωση με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47)

14.    Ανταγωνισμός – Αρχές – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Αποτελεσματικός δικαστικός έλεγχος των αποφάσεων της Επιτροπής – Ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο – Πλήρης δικαιοδοσία

(Άρθρα 81 ΕΚ, 229 ΕΚ και 230 ΕΚ· κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 17, και 1/2003, άρθρο 31)

15.    Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Χαρακτήρας δημοσίας τάξεως

(Άρθρο 81 ΕΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53)

16.    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση και επιβάλλουσα πρόστιμο – Υποχρέωση τηρήσεως της αρχής των κατ’ ανάθεση αρμοδιοτήτων

(Άρθρα 5 ΕΚ και 81 ΕΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 15 § 2, και 1/2003, άρθρα 7 § 1, και 23 § 2)

17.    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Ανακοίνωση των αιτιάσεων – Προσωρινός χαρακτήρας – Απόσυρση αιτιάσεων που αποδεικνύονται αβάσιμες ως προς ορισμένες εταιρίες, με συνέπεια να δυσχεραίνεται η θέση της εταιρίας που διατηρεί την ιδιότητα του αποδέκτη της προσβαλλομένης αποφάσεως – Επιτρέπεται εφόσον η εταιρία ασκήσει το δικαίωμα ακροάσεως

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 19 § 1, και 1/2003, άρθρο 27 § 1)

18.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Επιβαρυντικές περιστάσεις – Επιχείρηση που πρωτοστατεί στην παράβαση ή την υποκινεί – Έννοια

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 15 § 2, και 1/2003, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημεία 2 και 3)

19.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Επιβαρυντικές περιστάσεις – Επιχείρηση που πρωτοστατεί στην παράβαση – Χαρακτηρισμός που αποδίδεται διαδοχικά σε διαφορετικές επιχειρήσεις και στις εταιρίες που τις διευθύνουν

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 15 § 2, και 1/2003, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 2)

20.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Δικαστικός έλεγχος – Πλήρης δικαιοδοσία

(Άρθρο 229 ΕΚ· κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 17, και 1/2003, άρθρο 31)

21.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Συνεκτίμηση του κύκλου εργασιών που έχει πραγματοποιηθεί παγκοσμίως κατά το τελευταίο πλήρες έτος της παραβάσεως από τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που αποτέλεσαν αντικείμενο της παραβάσεως

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 17, άρθρο 15 § 2, και 1/2003, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A)

1.      Στο δίκαιο του ανταγωνισμού, ο όρος «επιχείρηση» προσδιορίζει ενιαία οικονομική οντότητα από απόψεως αντικειμένου της επίδικης παραβάσεως. Το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, απαγορεύοντας στις επιχειρήσεις, μεταξύ άλλων, να συνάπτουν συμφωνίες ή να μετέχουν σε εναρμονισμένες πρακτικές που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και έχουν ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς, αφορά οικονομικές μονάδες, εκάστη των οποίων περικλείει ενιαία οργάνωση προσωπικών, υλικών και άυλων στοιχείων, τα οποία έχουν ταχθεί στη διαρκή επιδίωξη ορισμένου οικονομικού σκοπού, η οποία οργάνωση δύναται να συντελέσει στη διάπραξη παραβάσεως προβλεπομένης από τη διάταξη αυτήν.

(βλ. σκέψη 63)

2.      Στον τομέα του ανταγωνισμού, βάσει της αρχής της προσωπικής ευθύνης σύμφωνα με την οποία ένα πρόσωπο μπορεί να κριθεί υπεύθυνο μόνο για τις πράξεις του, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διεύθυνε την οικεία επιχείρηση κατά τον χρόνο διαπράξεως της παραβάσεως ευθύνεται καταρχήν γι’ αυτήν, ακόμη και αν, κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως με την οποία διαπιστώνεται η παράβαση, την ευθύνη της εκμετάλλευσης της επιχείρησης έφερε άλλο πρόσωπο.

Σε εξαιρετικές περιστάσεις, είναι δυνατόν, κατά παρέκκλιση από την αρχή της προσωπικής ευθύνης και κατ’ εφαρμογήν του λεγομένου κριτηρίου της «οικονομικής συνέχειας», η παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού να καταλογιστεί στον οικονομικό διάδοχο του νομικού προσώπου που διέπραξε την παράβαση, έστω και αν αυτό δεν έχει παύσει να υφίσταται κατά την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως περί διαπιστώσεως της εν λόγω παραβάσεως, ούτως ώστε να μη διακυβευτεί η πρακτική αποτελεσματικότητα των κανόνων αυτών λόγω μεταβολών, ιδίως, στη νομική μορφή των εμπλεκομένων επιχειρήσεων.

Η Επιτροπή δύναται να μην εφαρμόσει το λεγόμενο κριτήριο της «οικονομικής συνέχειας» και να καταλογίσει ευθύνη, για τη συμμετοχή μιας επιχειρήσεως σε παράβαση, στη μητρική εταιρία η οποία είχε ευθέως την εν λόγω επιχείρηση υπό τη διεύθυνσή της, προτού τη μεταβιβάσει σε θυγατρικές που της ανήκουν εξ ολοκλήρου ή σχεδόν εξ ολοκλήρου, έως την ημερομηνία κατά την οποία οι εν λόγω θυγατρικές και η επιχείρηση μεταβιβάστηκαν εν τέλει σε άλλον όμιλο.

(βλ. σκέψεις 65-66, 72, 78)

3.      Στον τομέα του ανταγωνισμού, απόκειται, κατ’ αρχήν, στην Επιτροπή να αποδείξει ότι η μητρική εταιρία όντως ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής της στην αγορά, βάσει συνόλου αποδεικτικών στοιχείων, στα οποία καταλέγεται ειδικότερα η εξουσία διευθύνσεως που ασκεί η μητρική επί της θυγατρικής. Πάντως, η Επιτροπή μπορεί ευλόγως να θεωρήσει ότι η θυγατρική που ανήκει εξ ολοκλήρου στη μητρική εταιρία εφαρμόζει κατ’ ουσίαν τις οδηγίες της μητρικής της και ότι το εν λόγω τεκμήριο συνεπάγεται ότι η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να εξακριβώνει αν η μητρική εταιρία όντως άσκησε την εξουσία αυτή. Όταν η Επιτροπή εκθέτει, με την ανακοίνωση των αιτιάσεων, την πρόθεσή της να καταλογίσει στη μητρική εταιρία ευθύνη για παράβαση της θυγατρικής, βάσει του τεκμηρίου που στηρίζεται στο γεγονός ότι η θυγατρική ανήκει εξ ολοκλήρου στη μητρική, απόκειται στη μητρική εταιρία που επιθυμεί να αμφισβητήσει την ευθύνη αυτή να προσκομίσει, κατά τη διοικητική διαδικασία ή, το αργότερο, ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, επαρκή αποδεικτικά στοιχεία προς ανατροπή του τεκμηρίου, αποδεικνύοντας ότι η θυγατρική, μολονότι ανήκει εξ ολοκλήρου στη μητρική, εντούτοις καθορίζει αυτοτελώς τη συμπεριφορά της στην αγορά.

Με τη διαπιστωτική της παραβάσεως απόφαση, η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει υπόψη της τις απαντήσεις των εμπλεκομένων επιχειρήσεων στην ανακοίνωση αιτιάσεων. Συναφώς, η Επιτροπή δεν πρέπει απλώς να δέχεται ή να απορρίπτει τα επιχειρήματα των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, αλλά και να προβαίνει σε δική της ανάλυση των προβαλλομένων πραγματικών περιστατικών, ούτως ώστε είτε να αποσύρει τις αιτιάσεις που θα αποδειχθούν αβάσιμες είτε να διαμορφώσει ή να συμπληρώσει, τόσο νομικώς όσο και όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά, την επιχειρηματολογία που προβάλλει προς στήριξη των αιτιάσεών της. Τούτο συμβαίνει όταν η απόφαση της Επιτροπής στηρίζεται όχι μόνον στο τεκμήριο ευθύνης που στηρίζεται στο γεγονός ότι οι θυγατρικές ανήκουν εξ ολοκλήρου στη μητρική, αλλά και σε στοιχεία που προσκομίστηκαν κατά τη διαδικασία και αποδεικνύουν ότι:

– εντός του ομίλου, η λειτουργική οργάνωση ήταν σημαντικότερη από τη νομική δομή και οι δραστηριότητες που σχετίζονταν με έργα για τα οποία προσάπτονται παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού διευθύνονταν στο ανώτατο επίπεδο από τη μητρική εταιρία και τους προκατόχους της,

– έξι μέλη του διοικητικού συμβουλίου των θυγατρικών εταιριών ήταν ταυτοχρόνως ή διαδοχικώς μέλη του διοικητικού συμβουλίου των «επικεφαλής εταιριών» του ομίλου έως τη μεταβίβαση των θυγατρικών σε άλλον όμιλο,

– ο διορισμός, από τη μητρική εταιρία, νέου μέλους στο διοικητικό συμβούλιο των θυγατρικών της που δραστηριοποιούνται στον επίμαχο τομέα επιβεβαιώνει τη διαπίστωση ότι η μητρική εταιρία ασκούσε επ’ αυτών αποφασιστική επιρροή, και

– όσον αφορά την εσωτερική αναδιάρθρωση του ομίλου, η μεταβολή της εμπορικής επωνυμίας των θυγατρικών που δραστηριοποιούνται στον επίμαχο κλάδο, αμέσως μετά την ενδοομιλική μεταβίβασή τους, επιβεβαιώνει την ενσωμάτωσή τους στον όμιλο.

Ομοίως, η Επιτροπή δύναται να θεωρήσει ότι η μεταβίβαση εμπορικών δραστηριοτήτων δεν απαλλάσσει τη μητρική εταιρία από τις ευθύνες της, εφόσον αυτή παραδέχεται ότι, κατά τον χρόνο της παραβάσεως, έπρεπε να εγκρίνει κάθε σχέδιο υποβολής προσφοράς για έργο για το οποίο προσάπτεται παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού και του οποίου η αξία υπερέβαινε ορισμένο όριο ή συνεπαγόταν σοβαρούς κινδύνους για τον όμιλο.

(βλ. σκέψεις 86-87, 91, 97, 116, 144)

4.      Όσον αφορά την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει η Επιτροπή, προκειμένου ιδίως περί αποφάσεων με τις οποίες διαπιστώνεται παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ της αιτιάσεως που αντλείται από ελλιπή ή ανεπαρκή αιτιολόγηση και εκείνης που αντλείται από ανακριβή αιτιολόγηση της αποφάσεως, λόγω πλάνης περί τα πράγματα ή πλάνης περί το δίκαιο. Η τελευταία αυτή πτυχή εμπίπτει στην εξέταση της νομιμότητας, από ουσιαστικής απόψεως, της προσβαλλομένης αποφάσεως και δεν αφορά παράβαση ουσιώδους τύπου, οπότε δεν μπορεί να συνιστά παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ.

(βλ. σκέψη 88)

5.      Η αρχή της μη αναδρομικότητας των ποινικών διατάξεων είναι κοινή στην έννομη τάξη όλων των κρατών μελών, καθιερώνεται δε επίσης από το άρθρο 7 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα των γενικών αρχών του δικαίου, την τήρηση των οποίων διασφαλίζει ο δικαστής της Ένωσης. Μολονότι από το άρθρο 15, παράγραφος 4, του κανονισμού 17 και το άρθρο 23, παράγραφος 5, του κανονισμού 1/2003 προκύπτει ότι οι αποφάσεις της Επιτροπής περί επιβολής προστίμων λόγω παραβάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού δεν είναι ποινικού χαρακτήρα, η Επιτροπή υποχρεούται, εντούτοις, να τηρεί τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, και ιδίως την αρχή της μη αναδρομικότητας, σε κάθε διοικητική διαδικασία δυνάμενη να καταλήξει σε επιβολή κυρώσεων κατ’ εφαρμογήν του δικαίου του ανταγωνισμού.

Η τήρηση της αρχής αυτής επιβάλλει οι κανόνες καταλογισμού των παραβάσεων του δικαίου του ανταγωνισμού σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα να είναι αντίστοιχοι με τους ισχύοντες κατά τον χρόνο διαπράξεως της παραβάσεως. Όταν περισσότερα πρόσωπα υπέχουν ευθύνη για συμμετοχή σε παράβαση που διαπράχθηκε από μια ενιαία επιχείρηση, κατά την έννοια του δικαίου του ανταγωνισμού, ευθύνονται από κοινού για την παράβαση αυτή. Εξάλλου, κοινή ευθύνη για τη συμμετοχή μιας ενιαίας επιχειρήσεως σε παράβαση μπορεί να καταλογιστεί στο πρόσωπο υπό του οποίου την ευθύνη ή τη διεύθυνση βρισκόταν η επιχείρηση όταν διαπράχθηκε η παράβαση, καθώς και στο πρόσωπο το οποίο, έχοντας τη δυνατότητα να ασκεί ουσιαστικό έλεγχο επί του πρώτου και να καθορίζει τη συμπεριφορά του στην αγορά, είχε εμμέσως υπό τη διεύθυνσή του την προαναφερθείσα επιχείρηση κατά τον χρόνο διαπράξεως της παραβάσεως.

(βλ. σκέψεις 131-134)

6.      Όσον αφορά τη διάρκεια της παραβάσεως, η αρχή της ασφάλειας δικαίου υποχρεώνει την Επιτροπή, ελλείψει στοιχείων που να αποδεικνύουν ευθέως τη διάρκεια της παραβάσεως, να επικαλείται, τουλάχιστον, στοιχεία σχετικά με πραγματικά περιστατικά χωρίς μεγάλη χρονική απόσταση μεταξύ τους, ώστε να μπορεί λογικά να γίνει δεκτό ότι η παράβαση συνεχίστηκε αδιάλειπτα μεταξύ δύο συγκεκριμένων χρονικών σημείων. Όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία που μπορούν να ληφθούν συναφώς υπόψη, δεδομένου ότι η απαγόρευση συμμετοχής σε θίγουσες τον ανταγωνισμό πρακτικές και συμφωνίες, καθώς και οι κυρώσεις που δύνανται να επιβληθούν στους παραβάτες είναι ευρέως γνωστές, είναι σύνηθες να αναπτύσσονται λαθραίως οι δραστηριότητες τις οποίες συνεπάγονται οι συμφωνίες και οι πρακτικές αυτές, να διεξάγονται με μυστικότητα οι συναντήσεις, συχνότατα σε τρίτες χώρες, και να περιορίζονται στο ελάχιστο τα συναφή έγγραφα. Ακόμη και όταν η Επιτροπή ανακαλύπτει στοιχεία τα οποία πιστοποιούν ρητώς παράνομες επαφές μεταξύ επιχειρήσεων, όπως είναι τα πρακτικά συναντήσεως, τα στοιχεία αυτά είναι συνήθως αποσπασματικά και διασκορπισμένα, οπότε είναι συχνά απαραίτητη η ανασύσταση ορισμένων λεπτομερειών διά της επαγωγής. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η ύπαρξη θίγουσας τον ανταγωνισμό πρακτικής ή συμφωνίας πρέπει να συναχθεί από ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, απόδειξη περί παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού. Στο πλαίσιο παραβάσεως εκτεινόμενης σε περισσότερα έτη, το γεγονός ότι οι εκφάνσεις της συμπράξεως ανάγονται σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα, μεταξύ των οποίων μεσολαβούν κατά το μάλλον ή ήττον μεγάλα χρονικά διαστήματα, δεν έχει σημασία όσον αφορά τη διαπίστωση της υπάρξεως της συμπράξεως αυτής, αρκεί οι διάφορες πράξεις που αποτελούν μέρος της παραβάσεως να έχουν μόνον ένα σκοπό και να εντάσσονται στο πλαίσιο ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως.

Κατά συνέπεια, στον βαθμό που οι αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνίες, συνολικά εξεταζόμενες, επρόκειτο να παράγουν αποτελέσματα από την έναρξη ισχύος της μιας έως το τέλος της ισχύος μιας άλλης, η Επιτροπή ορθώς εκτίμησε ότι οι συμφωνίες αυτές αποτελούν ένδειξη του ότι η παράβαση εξακολούθησε αδιαλείπτως καθ’ όλο το επίμαχο χρονικό διάστημα. Συγκεκριμένα, τα στοιχεία που αποδεικνύουν επανειλημμένες εκφάνσεις της συμπράξεως, καθώς και οι ενδείξεις που συγκέντρωσε η Επιτροπή, όσον αφορά το ότι οι δραστηριότητες στις οποίες μετείχε η επίμαχη επιχείρηση στο πλαίσιο της συμπράξεως συνεχίστηκαν καθ’ όλο το κρίσιμο χρονικό διάστημα, αποτελούν επαρκείς αποδείξεις του ότι η σύμπραξη συνεχίστηκε αδιάλειπτα μεταξύ των χρονικών σημείων που προσδιορίστηκαν με την απόφαση της Επιτροπής.

(βλ. σκέψεις 164-166, 176-177)

7.      Κατά το άρθρο 25 του κανονισμού 1/2003, η εξουσία της Επιτροπής να επιβάλλει κυρώσεις για παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ υπόκειται σε πενταετή παραγραφή. Η παραγραφή υπολογίζεται από την ημέρα διαπράξεως της παραβάσεως. Ωστόσο, αν μια παράβαση είναι διαρκής ή έχει διαπραχθεί κατ’ εξακολούθηση, η παραγραφή υπολογίζεται από την ημέρα παύσεως της παραβάσεως.

(βλ. σκέψη 188)

8.      Δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν αιτιολόγησε ειδικά την επιβολή προστίμου, λόγω παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, για την καταβολή του οποίου ευθύνονται εις ολόκληρον δύο εταιρίες, επειδή αυτές δεν αποτελούσαν ενιαία οικονομική οντότητα κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, εφόσον η Επιτροπή θεωρεί ότι το γεγονός αυτό δεν εμποδίζει την επιβολή προστίμου. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να συμπεριλάβει στην απόφασή της συγκεκριμένη αιτιολογία όσον αφορά ζητήματα τα οποία θεωρεί προδήλως άσχετα ή δευτερεύοντα στο πλαίσιο της εκτιμήσεώς της.

(βλ. σκέψη 200)

9.      Η εις ολόκληρον ευθύνη για την καταβολή των προστίμων που επιβλήθηκαν λόγω παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) αποτελεί έννομη συνέπεια απορρέουσα από τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων αυτών.

Η εις ολόκληρον ευθύνη για την καταβολή προστίμου επιβληθέντος σε πλείονα πρόσωπα, λόγω της συμμετοχής μιας επιχειρήσεως σε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, είναι απόρροια της προσωπικής ευθύνης που υπέχει καθένα από τα πρόσωπα αυτά για τη συμμετοχή της επιχειρήσεως στην παράβαση. Η ενιαία συμπεριφορά της επιχειρήσεως στην αγορά δικαιολογεί, στο πλαίσιο της εφαρμογής του δικαίου του ανταγωνισμού, την εις ολόκληρον ευθύνη των εταιριών και, εν γένει, των υποκειμένων δικαίου που υπέχουν προσωπική ευθύνη. Η εις ολόκληρον ευθύνη για την καταβολή προστίμων επιβληθέντων λόγω παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ συμβάλλει στην εξασφάλιση της αποτελεσματικότητας των εν λόγω προστίμων και, συνεπώς, κατατείνει και αυτή στον αποτρεπτικό σκοπό που επιδιώκεται εν γένει στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού, τηρουμένης της αρχής ne bis in idem, η οποία είναι θεμελιώδης στο δίκαιο της Ένωσης και κατοχυρώνεται επίσης με το άρθρο 4 του πρωτοκόλλου 7 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ), το οποίο απαγορεύει, στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού, την εκ νέου επιβολή κυρώσεως σε επιχείρηση για την ίδια συμπεριφορά στην αγορά, διά των προσώπων στα οποία μπορεί να καταλογιστεί προσωπική ευθύνη.

Το γεγονός ότι ορισμένες εταιρίες δεν υπέχουν την ίδια προσωπική ευθύνη για τη συμμετοχή της αυτής επιχειρήσεως σε παράβαση δεν εμποδίζει την επιβολή σε αυτές προστίμου για την καταβολή του οποίου ευθύνονται εις ολόκληρον, δεδομένου ότι η εις ολόκληρον ευθύνη για την καταβολή του προστίμου καλύπτει μόνον το διάστημα κατά το οποίο αυτές αποτελούσαν ενιαία οικονομική οντότητα και, συνεπώς, επιχείρηση κατά την έννοια του δικαίου του ανταγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 204-206)

10.    Καθόσον ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου μπορεί να ερμηνευθεί ως ένσταση ελλείψεως νομιμότητας στρεφόμενη κατά των κανόνων περί εις ολόκληρον ευθύνης για την καταβολή προστίμων, ως εκ του ότι οι κανόνες αυτοί αποτελούν πηγή αβεβαιότητας όσον αφορά την καταβολή του προστίμου, τον προσδιορισμό του οφειλέτη και τη δικονομική κατάσταση των εις ολόκληρον ευθυνόμενων συνοφειλετών, ο συγκεκριμένος λόγος συνεπάγεται έλεγχο της νομιμότητας του συστήματος της «εις ολόκληρον ευθύνης για την καταβολή προστίμων» στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού και εξέταση του αν οι εταιρίες που υπέστησαν τις κυρώσεις ήταν σε θέση να γνωρίζουν με επαρκή ακρίβεια τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το σύστημα αυτό.

Συναφώς, όπως η έννοια της «επιχειρήσεως» απορρέει αυτοδικαίως από το δίκαιο του ανταγωνισμού, η έννοια της «εις ολόκληρον ευθύνης για την καταβολή προστίμων» είναι αυτοτελής έννοια, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται λαμβανομένων υπόψη των σκοπών και του συστήματος του δικαίου του ανταγωνισμού, στο οποίο είναι ενταγμένη, και, ενδεχομένως, στο πλαίσιο των γενικών αρχών που απορρέουν από όλες τις εθνικές έννομες τάξεις. Ελλείψει αντίθετης ενδείξεως στην απόφαση με την οποία η Επιτροπή επέβαλε, λόγω παραβάσεως στην οποία έχει υποπέσει μια επιχείρηση, πρόστιμο σε περισσότερες της μιας εταιρίες, για την καταβολή του οποίου αυτές ευθύνονται εις ολόκληρον, η Επιτροπή καταλογίζει στις εταιρίες αυτές εξίσου ευθύνη για την παράβαση. Εξάλλου, οι εταιρίες στις οποίες έχει επιβληθεί πρόστιμο για την καταβολή του οποίου ευθύνονται εις ολόκληρον υποχρεούνται να καταβάλουν ενιαίο πρόστιμο, το ύψος του οποίου έχει υπολογιστεί βάσει του κύκλου εργασιών της επιχειρήσεως που υπέπεσε στην παράβαση.

Επομένως, κάθε εταιρία υποχρεούται έναντι της Επιτροπής να καταβάλει το σύνολο του προστίμου, η δε καταβολή του προστίμου ελευθερώνει όλες τις εταιρίες έναντι της Επιτροπής. Οι εταιρίες στις οποίες επιβάλλεται πρόστιμο για την καταβολή του οποίου ευθύνονται εις ολόκληρον και υπέχουν, εφόσον η σχετική απόφαση δεν περιέχει άλλη ένδειξη, ίση ευθύνη για την παράβαση πρέπει, καταρχήν, να συνεισφέρουν εξίσου στην καταβολή του προστίμου που επιβλήθηκε λόγω της παραβάσεως αυτής. Επομένως, η εταιρία στην οποία η Επιτροπή έχει καταλογίσει ευθύνη δύναται, εφόσον καταβάλει το σύνολο του προστίμου, βάσει της αποφάσεως της Επιτροπής, να αξιώσει από τους εις ολόκληρον ευθυνόμενους συνοφειλέτες της να καταβάλουν έκαστος το ποσό που του αναλογεί. Αν, επομένως, από την απόφαση με την οποία επιβάλλεται πρόστιμο για την καταβολή του οποίου ευθύνονται εις ολόκληρον περισσότερες της μιας εταιρίες δεν προκύπτει ποια από τις εταιρίες αυτές θα κληθεί να καταβάλει το πρόστιμο στην Επιτροπή, τούτο δεν σημαίνει ότι η κάθε εταιρία δεν είναι σε θέση να γνωρίζει με βεβαιότητα το ποσό του προστίμου που της αναλογεί και να απαιτήσει από τους εις ολόκληρον ευθυνόμενους συνοφειλέτες της να της αποδώσουν τα ποσά που αυτή κατέβαλε πέραν του ποσού που της αναλογεί.

(βλ. σκέψεις 213, 215)

11.    Η εις ολόκληρον ευθύνη για την καταβολή προστίμων στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού δεν αναιρεί το δικαίωμα εκάστης εκ των εταιριών στις οποίες επιβλήθηκε κύρωση να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία τους επιβλήθηκε πρόστιμο για την καταβολή του οποίου ευθύνονται εις ολόκληρον.

(βλ. σκέψη 217)

12.    Η αρχή της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων, η οποία εφαρμόζεται σε κάθε διοικητική διαδικασία που μπορεί να καταλήξει στην επιβολή κυρώσεως κατά το δίκαιο του ανταγωνισμού, επιτάσσει να επιβάλλονται σε ένα πρόσωπο κυρώσεις μόνο για τα περιστατικά που του προσάπτονται ατομικώς. Τούτο συμβαίνει όταν, λόγω της συμμετοχής επιχειρήσεως σε παράβαση, επιβάλλονται κυρώσεις σε δύο εταιρίες για πραγματικά περιστατικά που η Επιτροπή τους έχει καταλογίσει ατομικώς, λόγω της ευθύνης που υπέχουν επειδή διευθύνουν, ευθέως ή εμμέσως, την επιχείρηση αυτή.

(βλ. σκέψεις 219-220)

13.    Η απαίτηση δικαστικού ελέγχου αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, απορρέουσα από τις κοινές στα κράτη μέλη συνταγματικές παραδόσεις, και έχει κατοχυρωθεί με τα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. Το δικαίωμα ασκήσεως αποτελεσματικής προσφυγής επαναβεβαιώθηκε, επιπλέον, από το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(βλ. σκέψη 224)

14.    Η απαίτηση για αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο ισχύει για κάθε απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται και τιμωρείται παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού. Κατά το άρθρο 17 του κανονισμού 17 και το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003, το Γενικό Δικαστήριο διαθέτει πλήρη δικαιοδοσία επί προσφυγών κατά αποφάσεων με τις οποίες η Επιτροπή επιβάλλει πρόστιμο και δύναται να καταργεί, να μειώνει ή να επαυξάνει τα πρόστιμα που έχουν επιβληθεί.

Στο πλαίσιο των προσφυγών που ασκούνται δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, ο έλεγχος της νομιμότητας αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία καταλογίζεται παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα και τους επιβάλλεται συναφώς πρόστιμο συνιστά αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο της αποφάσεως αυτής. Η ένταση του ελέγχου που ασκεί ο δικαστής της Ένωσης και, συνεπώς, η αποτελεσματικότητα των προσφυγών κατά αποφάσεων με τις οποίες η Επιτροπή διαπιστώνει παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού και επιβάλλει πρόστιμο ενισχύονται λόγω της πλήρους αρμοδιότητας που διαθέτει το Γενικό Δικαστήριο στον τομέα αυτόν. Πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας, ο οποίος επιτρέπει μόνο να απορριφθεί η προσφυγή ακυρώσεως ή να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη, ο δικαστής της Ένωσης, λόγω της αρμοδιότητας πλήρους δικαιοδοσίας που διαθέτει, έχει την εξουσία να τροποποιήσει την προσβαλλόμενη πράξη, ακόμη και αν δεν την ακυρώσει, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις πραγματικές περιστάσεις, τροποποιώντας, π.χ., το ύψος του επιβληθέντος προστίμου.

(βλ. σκέψεις 225-227)

15.    Το άρθρο 81 ΕΚ και, κατ’ αναλογία, το άρθρο 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) αποτελούν διατάξεις δημόσιας τάξεως, απαραίτητες για την εκπλήρωση των αποστολών που έχουν ανατεθεί στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και στον ΕΟΧ, οπότε η ευθύνη και οι κυρώσεις σε βάρος των εταιριών σε περίπτωση παραβάσεως των διατάξεων αυτών δεν μπορούν να προσδιορίζονται με βάση την ελεύθερη βούληση αυτών.

(βλ. σκέψη 229)

16.    Κατά το άρθρο 5 ΕΚ, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα ενεργεί μέσα στα όρια των αρμοδιοτήτων που της αναθέτει και των στόχων που της ορίζει η Συνθήκη. Διαθέτει, δηλαδή, μόνον αρμοδιότητες κατ’ ανάθεση.

Όταν η Επιτροπή κινεί διαδικασία προς έκδοση αποφάσεως με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, είναι η μόνη αρμόδια, δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 ή του άρθρου 7, παράγραφος 1, και του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, για τη διαπίστωση της παραβάσεως αυτής και την επιβολή προστίμων στις επιχειρήσεις, οι οποίες, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, μετείχαν σε αυτή. Η Επιτροπή δεν μπορεί να αναθέτει σε τρίτους τις αρμοδιότητες που διαθέτει δυνάμει των ως άνω διατάξεων, διότι, σε αντίθετη περίπτωση, παραβιάζει την αρχή των κατ’ ανάθεση αρμοδιοτήτων.

Δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή μετέθεσε σε εθνικό δικαστή ή σε διαιτητή μέρος των εξουσιών που της έχουν ανατεθεί για τη διαπίστωση τέτοιων παραβάσεων και για την επιβολή κυρώσεων λόγω των παραβάσεων αυτών, εφόσον έχει προσδιορίσει, με τη σχετική απόφασή της, τόσο το μερίδιο ευθύνης δύο διαφορετικών εταιριών για τη συμμετοχή της οικείας επιχειρήσεως στη διαπιστωθείσα παράβαση όσο και το ποσό που τους αναλογεί από το πρόστιμο, για την καταβολή του οποίου ευθύνονται έναντι της Επιτροπής εις ολόκληρον.

(βλ. σκέψεις 233-234, 236)

17.    Η ανακοίνωση αιτιάσεων συνιστά προκαταρκτικό έγγραφο, του οποίου οι πραγματικές και νομικές εκτιμήσεις έχουν καθαρά προσωρινό χαρακτήρα. Για τον λόγο αυτόν, η Επιτροπή μπορεί –και μάλιστα οφείλει– να λαμβάνει υπόψη της τα στοιχεία που προκύπτουν από τη διοικητική διαδικασία, για να αποσύρει, μεταξύ άλλων, αιτιάσεις που αποδείχθηκαν αβάσιμες. Εφόσον έχει δοθεί στην εταιρία στην οποία έχουν επιβληθεί κυρώσεις για παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού η δυνατότητα να προβάλει, λυσιτελώς και πριν την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, την άποψή της σχετικά με το γεγονός ότι η Επιτροπή απέσυρε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, αιτίαση την οποία είχε αρχικώς προβάλει κατά άλλων εταιριών, καταλογίζοντάς τους, από κοινού με την προαναφερθείσα εταιρία, ευθύνη για τη συμμετοχής της αυτής επιχειρήσεως σε παράβαση, δεν συντρέχει προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της εταιρίας αυτής, λόγω της ασυμφωνίας μεταξύ της ανακοινώσεως αιτιάσεων και της προσβαλλομένης αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 248-249, 262)

18.    Το γεγονός ότι μία ή περισσότερες επιχειρήσεις ενεργούσαν ως επικεφαλής της συμπράξεως πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του ύψους του προστίμου, καθόσον οι επιχειρήσεις αυτές υπέχουν ιδιαίτερη ευθύνη σε σχέση με τις λοιπές επιχειρήσεις. Για να χαρακτηριστεί ως πρωτοστατούσα, η επιχείρηση πρέπει να αποτελεί σημαντική κινητήρια δύναμη για τη σύμπραξη και να έχει ειδική και συγκεκριμένη ευθύνη ως προς τη λειτουργία της. Θεωρείται ότι πρωτοστατεί στην παράβαση η επιχείρηση που ασκεί καθήκοντα «γραμματέα της ευρωπαϊκής ομάδας» της συμπράξεως, δηλαδή ενεργεί ως επικεφαλής για τον συντονισμό της συμπράξεως και, εν πάση περιπτώσει, για τη λειτουργία της, και, συγκεκριμένα, ενεργεί ως ενδιάμεσος για τις επαφές μεταξύ των μετεχόντων στη σύμπραξη και έχει καθοριστικό ρόλο για τη λειτουργία αυτής, διευκολύνοντας την ανταλλαγή πληροφοριακών στοιχείων εντός της συμπράξεως, συγκεντρώνοντας και διαβιβάζοντας ουσιώδη για τη λειτουργία της συμπράξεως στοιχεία στους μετέχοντες σε αυτήν, ιδίως δε στοιχεία σχετικά με έργα μεγάλης σημασίας, διοργανώνοντας συναντήσεις εργασίας και εξασφαλίζοντας την απαραίτητη γραμματειακή υποστήριξή, καθώς και τροποποιώντας κατά καιρούς τους κωδικούς που χρησιμοποιούνταν για την απόκρυψη των συναντήσεων ή των επαφών.

(βλ. σκέψεις 280, 283, 287)

19.    Στον τομέα του ανταγωνισμού, όταν πρόκειται για παράβαση μεγάλης διάρκειας, κατά την οποία διάφορες επιχειρήσεις, ευρισκόμενες υπό τη διεύθυνση διαφόρων εταιριών, πρωτοστατούν διαδοχικά, επί σαφώς καθορισμένα χρονικά διαστήματα, στην παράβαση, οι αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας επιτάσσουν τη διαφοροποιημένη προσαύξηση του βασικού ποσού του προστίμου για τις εταιρίες υπό τη διεύθυνση των οποίων βρίσκονται μία ή πλείονες επιχειρήσεις πρωτοστατούσες στην παράβαση, εφόσον αυτές πρωτοστατούσαν στην παράβαση, υπό τη διεύθυνση των πρώτων, επί χρονικά διαστήματα ουσιωδώς διαφορετικά ως προς τη διάρκειά τους. Ο χαρακτηρισμός μιας επιχειρήσεως ως πρωτοστατούσας αφορά τη λειτουργία της συμπράξεως και, σε αντίθεση με τον χαρακτηρισμό της υποκινήτριας, προϋποθέτει οπωσδήποτε ορισμένη διάρκεια. Επομένως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι η εταιρία που είχε υπό τη διεύθυνσή της μία από τις μετέχουσες στη σύμπραξη επιχειρήσεις υπέχει ευθύνη ως εκ του ότι η επιχείρηση αυτή πρωτοστατούσε στη λειτουργία της συμπράξεως επί χρονικό διάστημα που μόλις υπερέβαινε το ένα τέταρτο της διάρκειας της παραβάσεως, ενώ άλλη εταιρία, έχουσα υπό τη διεύθυνσή της άλλη μετέχουσα στη σύμπραξη επιχείρηση, υπέχει ευθύνη ως εκ του ότι αυτή πρωτοστατούσε στη λειτουργία της συμπράξεως επί χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί στα τρία τέταρτα της διάρκειας της παραβάσεως.

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή παραβίασε τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας, διότι προσαύξησε κατά το ίδιο μέτρο το βασικό ποσό του προστίμου που επέβαλε σε εταιρίες οι οποίες, μέσω των επιχειρήσεων που διεύθυναν, πρωτοστατούσαν στη σύμπραξη, παρά το γεγονός ότι τα διαστήματα κατά τα οποία η εμπλεκόμενη ή οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις πρωτοστάτησαν στη σύμπραξη, υπό τη διεύθυνση των εταιριών αυτών, διαφέρουν ουσιωδώς μεταξύ τους.

Αντιθέτως, ακόμη και αν η Επιτροπή εφάρμοσε παρανόμως τα κριτήρια χαρακτηρισμού μιας επιχειρήσεως ως πρωτοστατούσας στην παράβαση, επειδή δεν προέβη στον χαρακτηρισμό αυτόν ως μια επιχείρηση, παρά τον σημαντικό ρόλο της εντός της συμπράξεως, η παρανομία αυτή υπέρ τρίτου δεν δικαιολογεί να γίνουν δεκτές οι αιτιάσεις περί μη τηρήσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ή της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

(βλ. σκέψεις 307-308, 311-312)

20.    Ο δικαστής της Ένωσης, στο πλαίσιο της αρμοδιότητας πλήρους δικαιοδοσίας που του απονέμει το άρθρο 17 του κανονισμού 17 και το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003, δύναται, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας της κυρώσεως, να υποκαταστήσει την Επιτροπή, προβαίνοντας σε δική του εκτίμηση και, κατά συνέπεια, να εξαφανίσει, να μειώσει ή να αυξήσει το πρόστιμο ή τη χρηματική ποινή που επιβλήθηκαν, όταν οι κυρώσεις αυτές υποβάλλονται στην κρίση του. Στο πλαίσιο της κρίσεώς του αυτής, ο δικαστής πρέπει να εξασφαλίζει ότι η προσαύξηση που επιβάλλεται λόγω του χαρακτηρισμού της επίμαχης επιχειρήσεως ως πρωτοστατούσας στην παράβαση πρέπει να καθορίζεται στο ύψος που απαιτείται προς επίτευξη του αποτρεπτικού αποτελέσματός της.

(βλ. σκέψεις 318-319)

21.    Στο πλαίσιο της επιβολής προστίμων σε περισσότερες εταιρίες, λόγω της συμμετοχής επιχειρήσεων ευρισκόμενων υπό τη διεύθυνσή τους σε παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, η Επιτροπή ακολουθεί τη μέθοδο υπολογισμού που καθορίζεται με τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, ΑΧ, δεν υπερβαίνει το νομικό πλαίσιο της επιβολής κυρώσεων που καθορίζεται με το άρθρο 15 του κανονισμού 17 και το άρθρο 23 του κανονισμού 1/2003 και δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, αν αποφασίσει να στηριχθεί, καταρχήν, στον παγκόσμιο κύκλο εργασιών που πραγματοποίησε η κάθε επιχείρηση από τα έργα στο πλαίσιο των οποίων προσάπτεται παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού κατά το τελευταίο πλήρες έτος της παραβάσεως, προκειμένου να εκτιμήσει το μέγεθος και την οικονομική ισχύ εκάστης επιχειρήσεως κατά τον χρόνο της παραβάσεως. Τούτο συμβαίνει, ειδικότερα, όταν η Επιτροπή εκτιμά ότι, δεδομένου του παγκοσμίου χαρακτήρα της συμπράξεως, πρέπει να ληφθεί υπόψη, ως βάση συγκρίσεως της βαρύτητας της συμμετοχής εκάστης επιχειρήσεως στην παράβαση, το μέρος του παγκοσμίου κύκλου εργασιών από τα προαναφερθέντα έργα που αντιστοιχούσε σε εκάστη επιχείρηση κατά το τελευταίο πλήρες έτος συμμετοχής της στη διαπιστωθείσα παράβαση, καθώς αυτή η βάση συγκρίσεως είναι η πλέον πρόσφορη, ώστε, αφενός, να αποτυπωθεί πιστά η δυνατότητα εκάστης επιχειρήσεως να βλάψει τους λοιπούς παράγοντες της αγοράς εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου και, αφετέρου, να προσδιοριστεί το μέτρο της συμβολής της στην αποτελεσματικότητα της συμπράξεως ή, αντιθέτως, αστάθειας που θα επικρατούσε εντός της συμπράξεως αν δεν συμμετείχε.

(βλ. σκέψεις 360, 362)