Language of document : ECLI:EU:T:2011:343

Υπόθεση T-113/07

Toshiba Corp.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά των σχετικών με εξοπλισμούς μεταγωγής με μόνωση αερίου έργων – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ – Κατανομή της αγοράς – Δικαιώματα άμυνας – Απόδειξη της παραβάσεως – Ενιαία και διαρκής παράβαση – Πρόστιμα – Σοβαρότητα και διάρκεια της παραβάσεως – Αιτιολογία – Βασικό ποσό – Έτος αναφοράς»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Πρόσβαση στον φάκελο – Περιεχόμενο – Μη κοινοποίηση εγγράφου – Συνέπειες

(Άρθρο 81 § 1, ΕΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53 § 1)

2.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Κοινοποίηση των απαντήσεων προς την ανακοίνωση αιτιάσεων – Προϋποθέσεις – Όρια

(Άρθρο 81 § 1, ΕΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53 § 1)

3.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων – Απόδειξη της παραβάσεως – Γραπτές μαρτυρίες των υπαλλήλων εταιρίας εμπλεκόμενης στην παράβαση – Αποδεικτική αξία – Εκτίμηση

(Άρθρο 81 § 1, ΕΚ)

4.      Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Θεμελιώδη δικαιώματα – Τεκμήριο αθωότητας – Διαδικασία επί των υποθέσεων ανταγωνισμού

(Άρθρο 6 § 2, ΕΕ· άρθρο 81 § 1, ΕΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53 § 1)

5.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Αποδεικτικά μέσα – Επίκληση δέσμης ενδείξεων

(Άρθρο 81 § 1, ΕΚ)

6.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων – Απόδειξη της παραβάσεως – Εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας διαφόρων αποδεικτικών στοιχείων – Κριτήρια

(Άρθρο 81 § 1, ΕΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53)

7.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως τόσο της παραβάσεως όσο και της διάρκειάς της

(Άρθρο 81 § 1, ΕΚ· ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής)

8.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Μη επιβολή ή μείωση του προστίμου ως αντάλλαγμα για τη συνεργασία που παρέχει η επιχείρηση κατά της οποίας κινείται η διαδικασία

(Άρθρο 81 § 1, ΕΚ· ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής, σημείο 21)

9.      Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που συνιστούν ενιαία παράβαση – Έννοια – Προσωπική ευθύνη των συναυτουργών της παραβάσεως επιχειρήσεων για το σύνολο της παραβάσεως – Προϋποθέσεις

(Άρθρο 81 § 1, EΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53 § 1)

10.    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως τόσο της παραβάσεως όσο και της διάρκειάς της – Περιεχόμενο του βάρους αποδείξεως

(Άρθρο 81 § 1, EΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53 § 1)

11.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Παράβαση διαπραχθείσα από πλείονες επιχειρήσεις

(Άρθρο 81 § 1, EΚ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53 § 1· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

12.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα και διάρκεια της παραβάσεως – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3)

13.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Σεβασμός της αρχής της ίσης μεταχείρισης

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A)

1.      Απόρροια της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο της υποθέσεως συνεπάγεται ότι η Επιτροπή υποχρεούται να παρέχει στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση τη δυνατότητα εξετάσεως του συνόλου των περιλαμβανόμενων στον φάκελο έρευνας εγγράφων τα οποία ενδέχεται να είναι λυσιτελή για την άμυνά της. Στα έγγραφα αυτά συγκαταλέγονται τόσο τα ενοχοποιητικά όσο και τα απαλλακτικά στοιχεία, εξαιρουμένων των επιχειρηματικών απορρήτων άλλων επιχειρήσεων, των εσωτερικών εγγράφων της Επιτροπής και άλλων εμπιστευτικών πληροφοριών.

Η μη κοινοποίηση εγγράφου επί του οποίου η Επιτροπή στήριξε την κατάφαση παραβάσεως εκ μέρους επιχειρήσεως στοιχειοθετεί προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της οικείας επιχειρήσεως μόνον εάν η επιχείρηση αυτή αποδεικνύει ότι το αποτέλεσμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή με την απόφασή της θα ήταν διαφορετικό αν το μη κοινοποιηθέν έγγραφο δεν είχε ληφθεί υπόψη ως ενοχοποιητικό αποδεικτικό στοιχείο.

Όσον αφορά την παράλειψη κοινοποιήσεως απαλλακτικού εγγράφου, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση οφείλει απλώς να αποδείξει ότι η μη κοινοποίηση του εγγράφου αυτού μπόρεσε να επηρεάσει εις βάρος της την εξέλιξη της διαδικασίας και το περιεχόμενο της αποφάσεως της Επιτροπής. Αρκεί η επιχείρηση να αποδεικνύει ότι θα μπορούσε να έχει χρησιμοποιήσει το εν λόγω απαλλακτικό έγγραφο για την άμυνά της και, συγκεκριμένα, να αποδεικνύει ότι, εάν η ίδια είχε τη δυνατότητα να αξιοποιήσει το έγγραφο αυτό κατά τη διοικητική διαδικασία, θα είχε μπορέσει να επικαλεσθεί στοιχεία τα οποία συγκρούονται με τους επαγωγικούς συλλογισμούς στους οποίους προέβη κατά το στάδιο αυτό η Επιτροπή και, επομένως, να επηρεάσει, καθ’ οποιονδήποτε τρόπο, τις εκτιμήσεις που επρόκειτο να διατυπώσει η Επιτροπή με την απόφασή της, τουλάχιστον όσον αφορά τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της προσαπτόμενης σε αυτήν συμπεριφοράς και, συνεπώς, το ύψος του προστίμου.

(βλ. σκέψεις 41, 46-47)

2.      Στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση λαμβάνει μόλις κατά το στάδιο της κατ’ αντιπαράθεση διοικητικής διαδικασίας γνώση, μέσω της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, του συνόλου των κρίσιμων στοιχείων επί των οποίων στηρίζεται η Επιτροπή σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας και ότι η εν λόγω επιχείρηση απολαύει δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο ούτως ώστε να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων της άμυνας. Συνεπώς, η απάντηση των λοιπών μετεχουσών στη σύμπραξη επιχειρήσεων επί της ανακοινώσεως των αιτιάσεων δεν περιλαμβάνεται, κατ’ αρχήν, στο σύνολο των εγγράφων του φακέλου της υποθέσεως τα οποία μπορούν να συμβουλευθούν οι διάδικοι.

Πάντως, στην περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή προτίθεται να στηριχθεί σε απόσπασμα απαντήσεως επί ανακοινώσεως αιτιάσεων ή σε έγγραφο συνημμένο σε τέτοια απάντηση προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως στο πλαίσιο διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, οφείλει να παράσχει στις λοιπές εμπλεκόμενες στην εν λόγω διαδικασία επιχειρήσεις τη δυνατότητα να εκφράσουν τις απόψεις τους επί του συγκεκριμένου αποδεικτικού στοιχείου. Υπό τις συνθήκες αυτές, το εν λόγω απόσπασμα απαντήσεως επί ανακοινώσεως αιτιάσεων ή το συνημμένο στην απάντηση αυτή έγγραφο συνιστά πράγματι ενοχοποιητικό στοιχείο για τις διάφορες επιχειρήσεις που μετέσχαν στην παράβαση.

Κατ’ αναλογία, αν ένα απόσπασμα απαντήσεως επί ανακοινώσεως αιτιάσεων ή συνημμένο σε τέτοια απάντηση έγγραφο δύναται να αποδειχθεί λυσιτελές για την άμυνα επιχειρήσεως στον βαθμό κατά τον οποίο παρέχει σε αυτήν τη δυνατότητα να επικαλεσθεί στοιχεία που δεν συνάδουν με τους επαγωγικούς συλλογισμούς στους οποίους προέβη η Επιτροπή κατά το στάδιο αυτό, τότε το εν λόγω απόσπασμα ή έγγραφο συνιστά απαλλακτικό στοιχείο. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να παρέχεται στην οικεία επιχείρηση η δυνατότητα να προβεί σε εξέταση του επίμαχου αποσπάσματος ή εγγράφου και να λάβει συναφώς θέση.

(βλ. σκέψεις 42-44)

3.      Οι γραπτές μαρτυρίες των εργαζομένων εταιρείας, οι οποίες έχουν συνταχθεί υπό τον έλεγχο αυτής και έχουν προσκομισθεί από την ίδια για την άμυνά της στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας την οποία διεξάγει η Επιτροπή, δεν δύνανται, κατ’ αρχήν, να χαρακτηρισθούν ως στοιχεία διαφορετικά και ανεξάρτητα των δηλώσεων της ίδιας της εταιρείας. Συγκεκριμένα, κατά κανόνα, η θέση μιας εταιρείας ως προς το υποστατό των πραγματικών περιστατικών που της προσάπτει η Επιτροπή στηρίζεται, πρωτίστως, στις γνώσεις και γνώμες των υπαλλήλων και της διοικήσεώς της.

(βλ. σκέψη 58)

4.      Ενδεχόμενη αμφιβολία του δικαστή πρέπει να αποβαίνει υπέρ της επιχειρήσεως στην οποία απευθύνεται η απόφαση που διαπιστώνει παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Ο δικαστής δεν δύναται, επομένως, να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη της επίδικης παραβάσεως αν εξακολουθεί να διατηρεί αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αυτό, ιδίως στο πλαίσιο προσφυγής με την οποία επιδιώκεται η ακύρωση αποφάσεως επιβολής προστίμου.

Πράγματι, στην περίπτωση αυτή, είναι απαραίτητο να λαμβάνεται υπόψη η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, όπως αυτή κατοχυρώνεται, μεταξύ άλλων, με το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, τεκμηρίου που αποτελεί μέρος των θεμελιωδών δικαιωμάτων τα οποία συνιστούν γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου. Δεδομένης της φύσεως των παραβάσεων, καθώς και της φύσεως και της βαρύτητας των κυρώσεων που αυτές επισύρουν, η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας εφαρμόζεται και επί των διαδικασιών που σχετίζονται με παραβάσεις των ισχυόντων για τις επιχειρήσεις κανόνων ανταγωνισμού που μπορούν να οδηγήσουν στην επιβολή προστίμων ή χρηματικών ποινών.

(βλ. σκέψεις 79-80)

5.      Στον τομέα του ανταγωνισμού, είναι αναγκαίο να προσκομίσει η Επιτροπή ακριβή και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία προς στοιχειοθέτηση της υπάρξεως της παραβάσεως. Εντούτοις, δεν απαιτείται κατ’ ανάγκην να πληροί έκαστο των προσκομιζόμενων από την Επιτροπή αποδεικτικών στοιχείων τα εν λόγω κριτήρια ως προς ένα έκαστο των στοιχείων της παραβάσεως. Αρκεί η δέσμη των ενδείξεων που επικαλείται το εν λόγω όργανο, συνολικώς εκτιμώμενη, να ανταποκρίνεται στην απαίτηση αυτή. Η ύπαρξη θίγουσας τον ανταγωνισμό πρακτικής ή συμφωνίας πρέπει να συνάγεται από ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, απόδειξη περί παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού.

Εξάλλου, οσάκις η Επιτροπή διαπιστώνει την ύπαρξη παραβάσεως βασιζόμενη αποκλειστικώς στη συμπεριφορά των εμπλεκομένων επιχειρήσεων στην αγορά, αρκεί οι επιχειρήσεις αυτές να αποδεικνύουν τη συνδρομή περιστάσεων που φωτίζουν διαφορετικώς τα αποδειχθέντα από την Επιτροπή γεγονότα, παρέχοντας άλλη εύλογη εξήγηση, διαφορετική εκείνης βάσει της οποίας η Επιτροπή διαπίστωσε την παράβαση των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού. Ο εν λόγω κανόνας εφαρμόζεται ομοίως στην περίπτωση κατά την οποία τα αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η Επιτροπή είναι ανεπαρκή. Συγκεκριμένα, σε μια τέτοια περίπτωση, τα εν λόγω στοιχεία δεν καθιστούν δυνατή την απόδειξη της παραβάσεως κατά τρόπο σαφή και μη χρήζοντα ερμηνευτικής παρεμβάσεως

Εντούτοις, ο εν λόγω κανόνας δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες η παράβαση αποδεικνύεται διά επαγωγικών συλλογισμών βασισμένων σε άλλα πραγματικά περιστατικά, μέσω αποδείξεων έμμεσων ή μη εγγράφων. Συγκεκριμένα, προκειμένου για τα αποδεικτικά στοιχεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν προς απόδειξη παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ, η αρχή που ισχύει στο κοινοτικό δίκαιο είναι η αρχή της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδείξεων.

(βλ. σκέψεις 81-82, 85-87)

6.      Στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, EΚ, το μόνο λυσιτελές κριτήριο για την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των διαφόρων αποδεικτικών στοιχείων έγκειται στην αξιοπιστία τους. Σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες στο πεδίο των αποδείξεων, η αξιοπιστία και, συνεπώς, η αποδεικτική αξία ενός εγγράφου εξαρτάται από την προέλευσή του, τις περιστάσεις υπό τις οποίες συνετάχθη, τον αποδέκτη του και το περιεχόμενό του.

Όσον αφορά τις δηλώσεις εκ μέρους επιχειρήσεων, ιδιαιτέρως σημαντική αποδεικτική αξία δύναται, εξάλλου, να αναγνωρίζεται σε αυτές οι οποίες, πρώτον, είναι αξιόπιστες, δεύτερον, πραγματοποιούνται επ’ ονόματι επιχειρήσεως, τρίτον, προέρχονται από πρόσωπο το οποίο έχει επαγγελματική υποχρέωση να δρα προς το συμφέρον της εν λόγω επιχειρήσεως, τέταρτον, στρέφονται κατά των συμφερόντων του δηλούντος, πέμπτον, προέρχονται από άμεσο μάρτυρα των περιστατικών στα οποία αναφέρονται και, έκτον, έχουν προσκομισθεί εγγράφως, αυτοβούλως και κατόπιν ωρίμου σκέψεως.

Εντούτοις, η εκ μέρους επιχειρήσεως κατηγορουμένης ως μετάσχουσας σε σύμπραξη δήλωση της οποίας η ακρίβεια αμφισβητείται από άλλες επιχειρήσεις που βαρύνονται με την ίδια κατηγορία δεν μπορεί να θεωρηθεί αποχρώσα απόδειξη της υπάρξεως παραβάσεως διαπραχθείσας από τις επιχειρήσεις αυτές, αν δεν επιρρωννύεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία· δεν αποκλείεται, βεβαίως, ο απαιτούμενος βαθμός επιρρώσεως να εμφανίζεται χαμηλότερος λόγω του ενισχυμένου βαθμού αξιοπιστίας της δηλώσεως αυτής.

(βλ. σκέψεις 90-93)

7.      Μολονότι οι εκούσιες καταθέσεις των κυρίων μελών παράνομης συμπράξεως αντιμετωπίζονται εν γένει με κάποια δυσπιστία, δεδομένου ότι, όπως επισήμανε η προσφεύγουσα, τα συγκεκριμένα μέλη ενδέχεται να έχουν την τάση να υποβαθμίζουν τη σημασία της συμβολής τους στην παράβαση και να εξογκώνουν τη συμβολή των άλλων, το γεγονός ότι τα εν λόγω μέλη της συμπράξεως ζήτησαν την υπέρ αυτών εφαρμογή της ανακοινώσεως περί επιεικούς μεταχειρίσεως προκειμένου να επιτύχουν απαλλαγή από το πρόστιμο ή μείωση αυτού δεν δημιουργεί οπωσδήποτε κίνητρο για την προσκόμιση παραποιημένων αποδεικτικών στοιχείων σε σχέση με τη συμμετοχή των λοιπών μελών της συμπράξεως. Συγκεκριμένα, κάθε απόπειρα παραπλανήσεως της Επιτροπής δύναται να θέσει εν αμφιβόλω την ειλικρίνεια καθώς και την πληρότητα της συνεργασίας του αιτούντος και, κατά συνέπεια, να διακυβεύσει τη δυνατότητά του να επωφεληθεί πλήρως της ανακοινώσεως περί επιεικούς μεταχειρίσεως.

Όσον αφορά ειδικώς την περίπτωση των μαρτυρικών καταθέσεων, είναι βεβαίως πιθανόν οι υπάλληλοι μιας τέτοιας επιχειρήσεως, οι οποίοι υποχρεούνται να δρουν προς το συμφέρον της, να επιθυμούν ομοίως να παρουσιάζουν όσο το δυνατό περισσότερα ενοχοποιητικά στοιχεία, δεδομένου ότι η συνεργασία τους στο πλαίσιο της διαδικασίας δύναται να επιδράσει θετικώς και στο επαγγελματικό τους μέλλον. Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή, οι εν λόγω υπάλληλοι θα έχουν επίσης συναίσθηση των συνεπειών ενδεχόμενης υποβολής ανακριβών στοιχείων, συνεπειών οι οποίες επικρέμανται δεδομένης της επιταγής περί επιβεβαιώσεως των στοιχείων με άλλα αποδεικτικά στοιχεία.

(βλ. σκέψεις 94, 111)

8.      Για να μειώσει η Επιτροπή πρόστιμο βάσει της παραγράφου 21 της ανακοινώσεως περί συνεργασίας σε υποθέσεις περί συμπράξεων, τα οικεία αποδεικτικά στοιχεία πρέπει να έχουν ουσιώδη αποδεικτική αξία σε σχέση με τα στοιχεία τα οποία ήδη διαθέτει η Επιτροπή. Κατά συνέπεια, είναι θεμιτό η επιχείρηση η οποία επιθυμεί μείωση προστίμου να επικεντρώνεται, στο πλαίσιο αιτήσεως επιεικούς μεταχειρίσεως την οποία υποβάλλει μετά την αποστολή της απαντήσεως επί της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, στα στοιχεία τα οποία, κατά την άποψή της, δεν έχουν μέχρι τη δεδομένη χρονική στιγμή αποδειχθεί επαρκώς κατά νόμον, προκειμένου αυτά να αξιολογηθούν ως στοιχεία προστιθέμενης αποδεικτικής αξίας. Η παράμετρος αυτή δύναται να αποτελεί και τον λόγο για τον οποίο η οικεία επιχείρηση ενδέχεται να επιλέξει να παραλείψει στοιχεία τα οποία θεωρεί ότι έχουν αποδειχθεί περιτράνως με στοιχεία κοινοποιηθέντα σε προγενέστερο χρόνο.

Ομοίως, από το γράμμα της παραγράφου 21 της ανακοινώσεως περί επιεικούς μεταχειρίσεως συνάγεται ότι δεν αποκλείεται η υποβολή στοιχείων με δεδομένη αποδεικτική αξία, τα οποία όμως αφορούν πραγματικά περιστατικά ήδη αποδειχθέντα με άλλα στοιχεία, να μην οδηγήσει σε καμία μείωση.

(βλ. σκέψεις 146-147)

9.      Οι συμφωνίες και οι εναρμονισμένες πρακτικές τις οποίες αφορά το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, και το άρθρο 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ, είναι κατ’ ανάγκην προϊόν της συντρέχουσας δράσεως πλειόνων επιχειρήσεων που, καίτοι, στο σύνολό τους, συναυτουργοί της παραβάσεως, ενδέχεται να μετέχουν σε αυτήν ποικιλοτρόπως, σε συνάρτηση, ιδίως, με τα χαρακτηριστικά της οικείας αγοράς και της θέσεως μίας εκάστης των επιχειρήσεων στην αγορά, των επιδιωκόμενων σκοπών και των τρόπων εκτελέσεως που έχουν προκριθεί ή μελετηθεί. Ωστόσο, το γεγονός και μόνον ότι εκάστη των επιχειρήσεων μετέχει στην παράβαση κατά τρόπο που της προσιδιάζει δεν αρκεί για τον αποκλεισμό της ευθύνης της για το σύνολο της παραβάσεως, συμπεριλαμβανομένων των συμπεριφορών που υιοθετούνται μεν στην πράξη από άλλες μετέχουσες επιχειρήσεις, πλην όμως έχουν το ίδιο επιζήμιο για τον ανταγωνισμό αντικείμενο ή αποτέλεσμα.

Επομένως, επιχείρηση που έχει μετάσχει σε παράβαση διά συμπεριφοράς η οποία ενέπιπτε στην έννοια της συμφωνίας ή της εναρμονισμένης πρακτικής με αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αντικείμενο υπό την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ ή του άρθρου 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ και η οποία είχε ως σκοπό να συμβάλει στην πραγμάτωση της παραβάσεως στο σύνολό της είναι ομοίως υπεύθυνη, καθ’ όλη τη διάρκεια της συμμετοχής της στην εν λόγω παράβαση, για τη συμπεριφορά άλλων επιχειρήσεων στο πλαίσιο της αυτής παραβάσεως, οσάκις αποδεικνύεται ότι η συγκεκριμένη επιχείρηση γνώριζε την παραβατική συμπεριφορά των λοιπών μετεχόντων ή ηδύνατο ευλόγως να την προβλέψει και αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο.

Περί αυτού πρόκειται προκειμένου για επιχείρηση τρίτου κράτους η οποία έπαιξε μόνον παθητικό ρόλο στο πλαίσιο κοινής συμφωνίας με την οποία η ανάθεση συγκεκριμένων έργων στον ΕΟΧ επιφυλάσσεται στους ευρωπαίους παραγωγούς, εφόσον η εν λόγω επιχείρηση δεσμεύθηκε να μην αναλάβει τέτοια έργα, εφόσον γνώριζε την κοινή ρύθμιση και ο παθητικός ρόλος της δεν οφειλόταν σε επιλογή της δεδομένου ότι η συμμετοχή της ήταν προϋπόθεση για την εξασφάλιση της αναθέσεως έργων εντός του ΕΟΧ μεταξύ των Ευρωπαίων κατασκευαστών.

(βλ. σκέψεις 218-222)

10.    Οσάκις υφίσταται διαφορά σχετική με την ύπαρξη παραβάσεως, η Επιτροπή, η οποία φέρει το βάρος αποδείξεως των παραβάσεων που διαπιστώνει, οφείλει, κατ’ επιταγήν της αρχής της ασφάλειας δικαίου, αρχής την οποία δύνανται να επικαλούνται οι επιχειρηματίες, να προσκομίζει αποχρώντα στοιχεία προς απόδειξη των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την παράβαση. Όσον αφορά τη διάρκεια της παραβάσεως, στην περίπτωση κατά την οποία ελλείπουν στοιχεία αποδεικνύοντα άμεσα τη διάρκεια αυτή, η εν λόγω αρχή της ασφάλειας δικαίου επιβάλλει στην Επιτροπή την υποχρέωση να προσκομίζει τουλάχιστον αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με πραγματικά περιστατικά που εμφανίζουν αποχρώσα χρονική εγγύτητα, ούτως ώστε να μπορεί ευλόγως να συναχθεί ότι η εν λόγω παράβαση συνεχίσθηκε αδιαλείπτως μεταξύ δύο συγκεκριμένων χρονικών σημείων.

Εξάλλου, το γεγονός ότι η ύπαρξη διαρκούς παραβάσεως δεν αποδείχθηκε ως προς ορισμένες χρονικές περιόδους δεν αποκλείει να γίνει δεκτό ότι η παράβαση διεπράχθη επί συνολικό χρονικό διάστημα εκτενέστερο των εν λόγω περιόδων, εφόσον η διαπίστωση αυτή στηρίζεται σε αντικειμενικά και συγκλίνοντα στοιχεία. Στο πλαίσιο παραβάσεως εκτεινόμενης σε πλείονα έτη, το γεγονός ότι οι εκφάνσεις της συμπράξεως ανάγονται σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα, τα οποία παρουσιάζουν ασυνέχειες μακράς ή βραχύτερης διάρκειας, δεν ασκεί επιρροή στη διαπίστωση της υπάρξεως της συμπράξεως αυτής, εφόσον οι επιμέρους πράξεις που συναποτελούν την παράβαση επιδιώκουν κοινό σκοπό και εντάσσονται στο πλαίσιο ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως.

(βλ. σκέψεις 235-236)

11.    Εφόσον μια παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, έχει διαπραχθεί από πλείονες επιχειρήσεις, επιβάλλεται η εξέταση της σχετικής σοβαρότητας της συμμετοχής μίας εκάστης αυτών. Επομένως, το γεγονός ότι μια επιχείρηση δεν έχει μετάσχει σε όλες τις επιμέρους πτυχές μιας συμπράξεως ή έχει διαδραματίσει ήσσονα ρόλο στις πτυχές στις οποίες έχει μετάσχει πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την αξιολόγηση της σοβαρότητας της παραβάσεως και κατά τον υπολογισμό του προστίμου.

Ειδικότερα, προκειμένου για συμφωνία με την οποία επιχειρήσεις τρίτων κρατών ανέλαβαν τη δέσμευση να μη διεισδύσουν στην αγορά του ΕΟΧ, οι δε ευρωπαϊκές επιχειρήσεις κατένειμαν μεταξύ τους τα διάφορα έργα επί της ιδίας αγοράς, μέσω θετικών συμπαιγνιακών πράξεων, η σοβαρότητα της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων των τρίτων χωρών είναι συγκρίσιμη με αυτήν της συμπεριφοράς των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, εφόσον η μη συμμετοχή τους στην ανάθεση των έργων στον ΕΟΧ δεν ήταν το αποτέλεσμα της επιλογής τους, αλλ’ η απλή συνέπεια της φύσεως της συμμετοχής τους στην οικεία συμφωνία.

(βλ. σκέψεις 258, 260-262)

12.    Στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, η Επιτροπή διαθέτει διακριτική ευχέρεια κατά τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, προκειμένου να κατευθύνει τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων στην τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού.

Το ύψος του προστίμου καθορίζεται από την Επιτροπή σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα της παραβάσεως και, κατά περίπτωση, με τη διάρκειά της. Η σοβαρότητα της παραβάσεως πρέπει να αξιολογείται βάσει κριτηρίων όπως οι ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως, το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται και η αποτρεπτική λειτουργία των προστίμων. Αντικειμενικά στοιχεία όπως το περιεχόμενο και η διάρκεια των επιζήμιων για τον ανταγωνισμό συμπεριφορών, ο αριθμός και η έντασή τους, η έκταση της επηρεασθείσας αγοράς και η βλάβη που προκλήθηκε στη δημόσια οικονομική τάξη πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Κατά τη σχετική εξέταση πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη το σχετικό μέγεθος των ευθυνόμενων επιχειρήσεων και το μερίδιο της αγοράς που κατέχουν, καθώς και η τυχόν καθ’ υποτροπήν υιοθέτηση τέτοιων συμπεριφορών.

(βλ. σκέψεις 280-281)

13.    Οσάκις η Επιτροπή αποφασίζει να επιβάλει πρόστιμα δυνάμει του δικαίου του ανταγωνισμού, οφείλει να τηρεί τις γενικές αρχές του δικαίου, μεταξύ των οποίων καταλέγεται η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, όπως αυτή ερμηνεύεται από τα κοινοτικά δικαιοδοτικά όργανα. Η αρχή αυτή επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται κατά τρόπο διαφορετικό παρόμοιες καταστάσεις και κατά τρόπο όμοιο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός αν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς.

Επομένως, καθόσον βάση για τον προσδιορισμό των σχέσεων μεταξύ των επιβλητέων προστίμων πρέπει να αποτελεί ο κύκλος εργασιών των αναμεμειγμένων στην ίδια παράβαση επιχειρήσεων, επιβάλλεται η οριοθέτηση του χρονικού διαστήματος που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη προκειμένου οι προκύπτοντες κύκλοι εργασιών να είναι όσο το δυνατόν ανάλογοι. Συναφώς, όταν η Επιτροπή στηρίζεται σε διαφορετικά έτη για να καθορίσει την αξία των παγκοσμίων πωλήσεων ορισμένων επιχειρήσεων και πραγματοποιεί τον υπολογισμό του βασικού ποσού των προστίμων που πρέπει να επιβληθούν στις επιχειρήσεις αυτές για την περίοδο της συμμετοχής τους σε σύμπραξη ως μεμονωμένες επιχειρήσεις βάσει των κύκλων εργασιών που πραγματοποίησαν κατά τη διάρκεια διαφόρων ετών, δεν αντιμετωπίζει τις εν λόγω επιχειρήσεις με όμοιο τρόπο. Μολονότι ο σκοπός τον οποίο επικαλείται η Επιτροπή, ο οποίος καθιστά δυνατή τη σύγκριση της ικανότητας των μετόχων κοινής εταιρείας να προκαλέσουν ζημία στον ανταγωνισμό κατά το διάστημα που προηγείται της συστάσεώς της, είναι θεμιτός, δεν δικαιολογεί, πάντως, τέτοιου είδους άνιση μεταχείριση όταν η Επιτροπή μπορούσε προφανώς να χρησιμοποιήσει άλλες μεθόδους για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, αποφεύγοντας την άνιση μεταχείριση των επιχειρήσεων όσον αφορά την επιλογή του έτους αναφοράς.

(βλ. σκέψεις 282-283, 286-287, 290-292)