Language of document :

(Υπόθεση T590/20)

Clariant AG
και
Clariant International AG

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

 Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τρίτο πενταμελές τμήμα) της 18ης Οκτωβρίου 2023

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά του αιθυλενίου – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ – Συντονισμός επί ενός στοιχείου της τιμής αγοράς – Διαδικασία διευθέτησης διαφορών – Πρόστιμο – Αναπροσαρμογή του βασικού ποσού του προστίμου – Σημείο 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων – Υποτροπή – Σημείο 28 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων – Πλήρης δικαιοδοσία – Αντίθετο αίτημα περί αυξήσεως του ποσού του προστίμου»

1.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Αναπροσαρμογή του βασικού ποσού – Επιβαρυντικές περιστάσεις – Υποτροπή – Έννοια – Ομοιότητα των παραβάσεων – Συντελεστής προσαύξησης του βασικού ποσού του προστίμου – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Όριο – Τήρηση της αρχής της αναλογικότητας – Συνεκτίμηση του χρόνου που παρήλθε από την προγενέστερη παράβαση

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 28)

(βλ. σκέψεις 37-39, 48-57, 61, 71-74, 79-84, 91, 92, 95)

2.      Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Απόφαση εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού – Απόφαση με την οποία επιβάλλεται πρόστιμο και εφαρμόζεται συντελεστής προσαύξησης λόγω υποτροπής – Υποχρέωση της Επιτροπής να αιτιολογήσει την επιλογή συντελεστή προσαύξησης λόγω υποτροπής – Δεν υφίσταται

(Άρθρα 101 § 1 και 296 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 28)

(βλ. σκέψεις 100-103)

3.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Αναπροσαρμογή του βασικού ποσού – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Μη εφαρμογή της μεθοδολογίας που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές – Επιτρέπεται – Προϋποθέσεις – Ιδιαιτερότητες της υπόθεσης και αποτρεπτικός χαρακτήρας του προστίμου – Σύμπραξη αγοράς προϊόντων – Ανάγκη συνεκτίμησης, εκ μέρους της Επιτροπής, των συνεπειών της προσαπτόμενης συμπεριφοράς στην αγορά – Δεν υφίσταται

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημεία 13 και 37)

(βλ. σκέψεις 117-123, 125-127, 141, 143, 150, 151)

4.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Απόφαση περί επιβολής προστίμου – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Δυνατότητα της Επιτροπής να αποκλίνει από τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων – Αυστηρότερες απαιτήσεις αιτιολόγησης

(Άρθρα 101 και 296 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 37)

(βλ. σκέψεις 167-172)

5.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Απόφαση περί επιβολής προστίμου – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Μνεία των στοιχείων εκτιμήσεως τα οποία χρησιμοποίησε η Επιτροπή για να υπολογίσει τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης – Επαρκής μνεία – Υποχρέωση της Επιτροπής να παραθέτει τα αριθμητικά στοιχεία που αφορούν τον τρόπο υπολογισμού των προστίμων – Δεν υφίσταται

(Άρθρα 101 και 296 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

(βλ. σκέψεις 177-179)

6.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Δικαστικός έλεγχος – Πλήρης δικαιοδοσία του δικαστή της Ένωσης – Περιεχόμενο – Καθορισμός του ποσού του επιβαλλόμενου προστίμου – Κριτήρια εκτιμήσεως – Σοβαρότητα και διάρκεια της παράβασης – Τήρηση των αρχών της αιτιολόγησης, της αναλογικότητας, της εξατομίκευσης των ποινών και της ίσης μεταχείρισης

(Άρθρα 101 § 1 και 261 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 23 § 3 και 31)

(βλ. σκέψεις 185, 186)

7.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Δικαστικός έλεγχος – Πλήρης δικαιοδοσία του δικαστή της Ένωσης – Αντίθετο αίτημα για αύξηση του ποσού του προστίμου – Εμπίπτει

(Άρθρα 101 § 1 και 261 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 221, 222)

8.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Προσδιορισμός – Διαδικασία διευθέτησης διαφορών – Μείωση του προστίμου σε αντάλλαγμα της συνεργασίας της εμπλεκόμενης επιχείρησης – Αντίθετο αίτημα της Επιτροπής για αύξηση του ποσού του προστίμου – Ανάκληση του χορηγηθέντος στις επιχειρήσεις πλεονεκτήματος – Υποχρέωση των μερών που μετέχουν στη διαδικασία διευθέτησης διαφορών να αποδεχθούν το τελικό ποσό του προστίμου και το σύνολο των παραμέτρων υπολογισμού του προκειμένου να μπορέσουν να συμβιβαστούν – Δεν υφίσταται

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· ανακοίνωση 2008/C 167/01 της Επιτροπής, σημείο 16)

(βλ. σκέψεις 222-230)

Σύνοψη

Με απόφαση της 14ης Ιουλίου 2020 (1) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπίστωσε ότι τέσσερις επιχειρήσεις είχαν παραβιάσει το άρθρο 101 ΣΛΕΕ μετέχοντας σε ενιαία και διαρκή παράβαση συνιστάμενη στην ανταλλαγή ευαίσθητων εμπορικών πληροφοριών και πληροφοριών σχετικών με την τιμολόγηση, καθώς και στον καθορισμό στοιχείου τιμής σε σχέση με την πραγματοποίηση αγορών αιθυλενίου, στο έδαφος του Βελγίου, της Γερμανίας, της Γαλλίας και των Κάτω Χωρών, για την περίοδο από τις 26 Δεκεμβρίου 2011 έως τις 29 Μαρτίου 2017.

Στις τέσσερις επιχειρήσεις στις οποίες επιβλήθηκαν, για τον λόγο αυτό, κυρώσεις συγκαταλέγονται η Clariant International AG, η οποία αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα την ευθύνη της για την άμεση συμμετοχή της στην επίμαχη παράβαση κατά το οικείο χρονικό διάστημα, και η Clariant AG, η οποία αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα την «αλληλέγγυα και εις ολόκληρον» ευθύνη που υπέχει ως μητρική εταιρία της Clariant International AG.

Για τον υπολογισμό του προστίμου που επιβλήθηκε αλληλεγγύως και εις ολόκληρον στις δύο αυτές επιχειρήσεις, η Επιτροπή προσδιόρισε, σε πρώτο στάδιο, το βασικό ποσό του προστίμου με αναφορά στην αξία των αγορών αιθυλενίου που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο του τελευταίου πλήρους έτους συμμετοχής στην παράβαση, ήτοι του 2016.

Σε δεύτερο στάδιο, η Επιτροπή προέβη σε αναπροσαρμογές του βασικού ποσού του προστίμου. Αφενός, προσαύξησε κατά 50 % το βασικό ποσό του προστίμου λόγω της επιβαρυντικής περίστασης της υποτροπής, κατ’ εφαρμογήν του σημείου 28 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων (2). Αφετέρου, προσαύξησε κατά 10 % το βασικό ποσό του προστίμου, προκειμένου να λάβει υπόψη τις ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης υπόθεσης και την ανάγκη επιβολής ποσού διασφαλίζοντος τον επαρκώς αποτρεπτικό χαρακτήρα του προστίμου, σύμφωνα με το σημείο 37 των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών.

Σε τρίτο και τελευταίο στάδιο, αφού βεβαιώθηκε ότι το πρόστιμο δεν υπερέβαινε το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών των δύο επιχειρήσεων το 2019, η Επιτροπή τούς χορήγησε μείωση του προστίμου κατά 30 % λόγω της συνεργασίας τους δυνάμει της ανακοίνωσης περί συνεργασίας του 2006 (3), καθώς και μείωση κατά 10 % λόγω της συνεργασίας τους στο πλαίσιο της διαδικασίας διευθέτησης διαφορών.

Οι Clariant AG και Clariant International AG άσκησαν προσφυγή με αίτημα τη μερική ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης όσον αφορά το ύψος του επιβληθέντος προστίμου και, επικουρικώς, τη μείωση του ύψους αυτού. Περαιτέρω, ζητούν την απόρριψη του αντίθετου αιτήματος της Επιτροπής περί αυξήσεως του ποσού του προστίμου με κατάργηση της μειώσεως του 10 % που χορηγήθηκε για τη συνεργασία τους στο πλαίσιο της διαδικασίας διευθέτησης διαφορών.

Το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει την προσφυγή στο σύνολό της, καθώς και το αντίθετο αίτημα της Επιτροπής. Με την απόφασή του, εξετάζει, μεταξύ άλλων, το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας σχετικά με την προσαύξηση του βασικού ποσού του προστίμου δυνάμει του σημείου 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων, λόγω του ότι επρόκειτο για σύμπραξη αγοράς προϊόντων. Επιπλέον, στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας του, αποφαίνεται επί του αντίθετου αιτήματος της Επιτροπής περί ανακλήσεως του πλεονεκτήματος του 10 % που χορηγήθηκε στις προσφεύγουσες για τη συνεργασία τους κατά τη διαδικασία διευθέτησης διαφορών για τον λόγο ότι, με την υπό κρίση προσφυγή, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν στοιχεία που είχαν αναγνωρίσει και αποδεχθεί για τους σκοπούς της διευθέτησης της διαφοράς.

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Κατά πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει τον λόγο ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι η Επιτροπή εσφαλμένως προσαύξησε το βασικό ποσό του προστίμου δυνάμει του σημείου 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων, στηριζόμενη στην ανάγκη συνεκτίμησης τόσο των ιδιαιτεροτήτων της υπόθεσης όσο και της απαίτησης διασφάλισης του αποτρεπτικού χαρακτήρα του προστίμου.

Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει, κατ’ αρχάς, ότι, καθόσον η παράβαση συνιστούσε σύμπραξη αγοράς προϊόντων και τα μέλη της σύμπραξης δεν ήταν όλα παρόντα στις ίδιες αγορές επόμενης οικονομικής βαθμίδας, η Επιτροπή υπολόγισε το ποσό του προστίμου με βάση την αξία των αγορών και όχι με βάση την αξία των πωλήσεων των προϊόντων που πωλήθηκαν στις αγορές επόμενης οικονομικής βαθμίδας.

Εν συνεχεία, διαπιστώνει ότι η Επιτροπή, προσαυξάνοντας το βασικό ποσό του προστίμου κατά 10 % κατ’ εφαρμογήν του σημείου 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων, άσκησε προσηκόντως την εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει και δεν υπέπεσε σε πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υπόθεσης, ήτοι το γεγονός ότι η επίμαχη σύμπραξη ήταν σύμπραξη αγοράς προϊόντων και ότι η αξία των αγορών, η οποία ελήφθη υπόψη αντί της αξίας των πωλήσεων, δεν μπορούσε αφ’ εαυτής να αποτελέσει κατάλληλη βάση υπολογισμού για την αποτύπωση της οικονομικής σημασίας της παράβασης. Έλαβε επίσης υπόψη την ανάγκη διασφάλισης ενός ποσού του προστίμου που θα έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα, διαπιστώνοντας ότι, αν η γενική μέθοδος που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές εφαρμοζόταν χωρίς την παραμικρή αναπροσαρμογή, δεν θα διασφαλιζόταν το αποτρεπτικό αποτέλεσμα. Αντιθέτως, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να λάβει υπόψη τις συνέπειες της επικρινόμενης συμπεριφοράς στην αγορά, δεδομένου ότι η προσαύξηση του προστίμου βάσει του σημείου 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων δεν εξαρτάται από την προηγούμενη απόδειξη τέτοιων συνεπειών.

Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο θεωρεί ότι η Επιτροπή αιτιολόγησε την κρίση της σύμφωνα με την οποία οι ιδιαιτερότητες της υπόθεσης και η ανάγκη να διασφαλιστεί ο αποτρεπτικός χαρακτήρας του ύψους του προστίμου δικαιολογούσαν την απόκλιση από τη γενική μέθοδο και την προσαύξηση του βασικού ποσού του προστίμου και εξήγησε δεόντως τα στοιχεία που έλαβε υπόψη προκειμένου να αποφασίσει ότι προσαύξηση κατά 10 % του βασικού ποσού του προστίμου ήταν πρόσφορη. Ως προς το ζήτημα αυτό, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν οφείλει να αναφέρει τα αριθμητικά στοιχεία που αφορούν κάθε στάδιο του υπολογισμού, δεν ήταν υποχρεωμένη να παράσχει πρόσθετες εξηγήσεις σχετικά με τον συγκεκριμένο συντελεστή προσαύξησης που επέλεξε.

Κατά δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει το αντίθετο αίτημα της Επιτροπής. Διαπιστώνει ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας διευθέτησης διαφορών, σε αντάλλαγμα μείωσης κατά 10 % του προστίμου που θα τους είχε επιβληθεί κατά την τακτική διαδικασία, τα μέρη που μετέχουν στη διαδικασία διευθέτησης διαφορών οφείλουν να αναγνωρίσουν, μεταξύ άλλων, τη συμμετοχή τους στην παράβαση και να συνομολογήσουν ενδεικτική αναφορά σχετικά με το ανώτατο ύψος του προστίμου το οποίο προβλέπουν ότι θα τους επιβάλει η Επιτροπή και το οποίο θα αποδέχονταν. Το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει, ωστόσο, ότι τα μέρη της διαδικασίας διευθέτησης διαφορών δεν είναι υποχρεωμένα, δυνάμει της ανακοίνωσης για τη διευθέτηση διαφορών (4), να αποδεχθούν το τελικό ποσό του προστίμου και το σύνολο των παραμέτρων υπολογισμού του προκειμένου να μπορέσουν να συμβιβαστούν.

Συνακόλουθα, το γεγονός ότι οι Clariant AG και Clariant International AG δέχτηκαν ένα ανώτατο ποσό του προστίμου με τις γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλαν στο πλαίσιο της διαδικασίας διευθέτησης διαφορών δεν μπορεί να εξομοιωθεί με αποδοχή του τελικού ακριβούς ποσού του προστίμου και του τρόπου υπολογισμού του, συμπεριλαμβανομένων των αναπροσαρμογών που διενεργήθηκαν δυνάμει των σημείων 28 και 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων. Εξάλλου, οι προσαυξήσεις του προστίμου που επιβλήθηκαν δυνάμει των σημείων 28 και 37 των κατευθυντήριων γραμμών δεν είχαν γίνει ρητώς δεκτές από τις εν λόγω επιχειρήσεις με τις γραπτές παρατηρήσεις τους ούτε είχαν αποτελέσει αντικείμενο συμφωνίας με την Επιτροπή κατά τη διαδικασία. Επομένως, η Επιτροπή δεν μπορούσε να θεωρήσει ως δεδομένο ότι οι προσφεύγουσες δεν θα αμφισβητούσαν πλέον, στο πλαίσιο προσφυγής, τις προσαυξήσεις του προστίμου δυνάμει των σημείων 28 και 37 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων.

Κατά συνέπεια, καθόσον, με την υπό κρίση προσφυγή, οι εν λόγω επιχειρήσεις βάλλουν κατά του ποσού του προστίμου που τους επιβλήθηκε, υποστηρίζοντας ότι ήταν εσφαλμένη η εφαρμογή των εν λόγω σημείων, η Επιτροπή δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι δικαιολογείται η κατάργηση του πλεονεκτήματος του 10 % που τους χορηγήθηκε για τη συνεργασία τους κατά τη διαδικασία διευθέτησης της διαφοράς.

Υπό το πρίσμα των στοιχείων αυτών, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει την προσφυγή στο σύνολό της καθώς και το αντίθετο αίτημα της Επιτροπής.


1      Απόφαση C(2020) 4817 final της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 2020, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ (ΑΤ.40410 – Αιθυλένιο)


2      Κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 2, [στοιχείο] αʹ, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2).


3      Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) (EE 2006, C 298, σ. 17).


4      Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη διεξαγωγή διαδικασιών διευθέτησης διαφορών εν όψει της έκδοσης αποφάσεων δυνάμει του άρθρου 7 και του άρθρου 23 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 2008, C 167, σ. 1).