Language of document : ECLI:EU:T:2013:145

Υπόθεση T‑571/11

El Corte Inglés, SA

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς
(εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

«Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία ανακοπής — Αίτηση καταχωρίσεως του κοινοτικού λεκτικού σήματος CLUB GOURMET — Προγενέστερο εθνικό εικονιστικό σήμα CLUB DEL GOURMET, EN.... El Corte Inglés — Σχετικός λόγος απαραδέκτου — Δεν υφίσταται ομοιότητα των προϊόντων και των υπηρεσιών — Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 — Επιχειρήματα προβαλλόμενα και αποδεικτικά στοιχεία προσκομιζόμενα για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα)
της 20ής Μαρτίου 2013

1.      Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία προσφυγής — Προσφυγή ενώπιον του δικαστή της Ένωσης — Αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου — Έλεγχος της νομιμότητας των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών — Συνεκτίμηση από το Γενικό Δικαστήριο νομικών και πραγματικών στοιχείων που δεν είχαν προβληθεί ενώπιον των οργάνων του ΓΕΕΑ — Αποκλείεται

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 65)

2.      Κοινοτικό σήμα — Δικονομικές διατάξεις — Αυτεπάγγελτη εξέταση των πραγματικών περιστατικών — Διαδικασία ανακοπής — Εξέταση περιοριζόμενη στους προβαλλόμενους λόγους — Υποχρέωση των διαδίκων να προβάλουν τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία που τα στηρίζουν — Κανόνες του εθνικού δικαίου — Περιλαμβάνονται

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 76)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 25)

2.      Ο καθορισμός και η ερμηνεία των κανόνων του εθνικού δικαίου, στον βαθμό που αυτό απαιτείται για τη δραστηριότητα των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, εμπίπτουν καταρχήν στην απόδειξη των πραγματικών περιστατικών και όχι στην εφαρμογή του δικαίου. Συγκεκριμένα, η εφαρμογή του δικαίου αφορά μόνον την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης. Έτσι, μολονότι αληθεύει ότι το άρθρο 65, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, για το κοινοτικό σήμα, έχει την έννοια ότι οι κανόνες δικαίου, η παράβαση των οποίων μπορεί να δικαιολογήσει την άσκηση προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, μπορούν να εμπίπτουν τόσο στο εθνικό δίκαιο όσο και στο δίκαιο της Ένωσης, εντούτοις μόνον το δίκαιο της Ένωσης εμπίπτει στον τομέα του δικαίου στον οποίο ισχύει η αρχή iura novit curia [ο δικαστής γνωρίζει το δίκαιο], ενώ το εθνικό δίκαιο εντάσσεται στο πλαίσιο του βάρους επικλήσεως και αποδείξεως των πραγματικών περιστατικών και το περιεχόμενό του πρέπει, ενδεχομένως, να αποδειχθεί με την προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων. Συνεπώς, καταρχήν, στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, ο διάδικος που επικαλείται το εθνικό δίκαιο φέρει το βάρος της αποδείξεως ότι το δίκαιο αυτό στηρίζει τους ισχυρισμούς του.

Είναι βεβαίως αληθές ότι το Γενικό Δικαστήριο εισήγαγε μια παρέκκλιση στην αρχή αυτή, κρίνοντας ότι το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) πρέπει να ζητήσει αυτεπαγγέλτως πληροφορίες, χρησιμοποιώντας τα μέσα που κρίνει αναγκαία προς τον σκοπό αυτό, όσον αφορά το εθνικό δίκαιο του οικείου κράτους μέλους, αν οι πληροφορίες αυτές είναι αναγκαίες για την εκτίμηση των προϋποθέσεων εφαρμογής κάποιου σχετικού λόγου απαραδέκτου και, ιδίως, όσον αφορά την εκτίμηση του υποστατού των προβληθέντων πραγματικών περιστατικών και της αποδεικτικής ισχύος των προσκομισθέντων στοιχείων. Όμως, το ΓΕΕΑ υποχρεούται, ενδεχομένως, να ζητήσει αυτεπαγγέλτως πληροφορίες για το εθνικό δίκαιο μόνο στην περίπτωση που διαθέτει ήδη στοιχεία για το εθνικό δίκαιο, είτε υπό τη μορφή ισχυρισμών σχετικά με το περιεχόμενό του είτε υπό τη μορφή στοιχείων που αναφέρθηκαν στο πλαίσιο της συζητήσεως της υποθέσεως και για τα οποία προβλήθηκε ότι έχουν αποδεικτική ισχύ.

(βλ. σκέψεις 35, 38, 39, 41)