Language of document : ECLI:EU:C:2018:244

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 12ης Απριλίου 2018 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Περιβάλλον – Οδηγία 92/43/ΕΟΚ – Διατήρηση των φυσικών οικοτόπων – Ειδικές ζώνες διατηρήσεως – Άρθρο 6, παράγραφος 3 – Προέλεγχος με σκοπό να διαπιστωθεί εάν είναι αναγκαία η εκτίμηση των επιπτώσεων ενός σχεδίου σε ειδική ζώνη διατηρήσεως – Μέτρα τα οποία μπορούν να ληφθούν υπόψη για τον σκοπό αυτό»

Στην υπόθεση C-323/17,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το High Court (Ανώτερο Δικαστήριο, Ιρλανδία) με απόφαση της 10ης Μαΐου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 30 Μαΐου 2017, στο πλαίσιο της δίκης

People Over Wind,

Peter Sweetman

κατά

Coillte Teoranta,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Rosas, πρόεδρο τμήματος, C. Toader (εισηγητή) και E. Jarašiūnas, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        οι People Over Wind και M. Sweetman, εκπροσωπούμενοι από την O. Clarke, solicitor, τον O. Collins, BL, και τον J. Devlin, SC,

–        η Coillte Teoranta, εκπροσωπούμενη από την J. Conway, solicitor, την S. Murray, BL, και τον D. McGrath, SC,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους C. Hermes και E. Manhaeve,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (ΕΕ 1992, L 206, σ. 7, στο εξής: οδηγία περί οικοτόπων).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της People Over Wind, μη κυβερνητικής οργανώσεως για την προστασία του περιβάλλοντος, και του Peter Sweetman, αφενός, και της Coillte Teoranta (στο εξής: Coillte), εταιρίας του Ιρλανδικού Δημοσίου η οποία δραστηριοποιείται στον δασικό τομέα, αφετέρου, με αντικείμενο τις αναγκαίες εργασίες καλωδιώσεως για τη σύνδεση ενός αιολικού πάρκου με το ηλεκτρικό δίκτυο.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Κατά τη δέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας περί οικοτόπων:

«[εκτιμώντας ότι] κάθε σχέδιο ή πρόγραμμα που ενδέχεται να επηρεάσει σημαντικά τους στόχους διατήρησης ενός τόπου που έχει χαρακτηρισθεί ή θα χαρακτηρισθεί στο μέλλον πρέπει να υπόκειται στην κατάλληλη εκτίμηση».

4        Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«1.      Η παρούσα οδηγία σκοπό έχει να συμβάλει στην προστασία της βιολογικής ποικιλομορφίας, μέσω της διατήρησης των φυσικών οικοτόπων, καθώς και της άγριας χλωρίδας και πανίδας στο ευρωπαϊκό έδαφος των κρατών μελών όπου εφαρμόζεται η Συνθήκη.

2.      Τα μέτρα τα οποία λαμβάνονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία αποσκοπούν στη διασφάλιση της διατήρησης ή της αποκατάστασης σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, των φυσικών οικοτόπων και των άγριων ειδών χλωρίδας και πανίδας κοινοτικού ενδιαφέροντος.

3.      Κατά τη λήψη μέτρων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, λαμβάνονται υπόψη οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτιστικές απαιτήσεις, καθώς και οι περιφερειακές και τοπικές ιδιομορφίες.»

5        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:

«Συνίσταται ένα συνεκτικό ευρωπαϊκό οικολογικό δίκτυο ειδικών ζωνών, επονομαζόμενο “Natura 2000”. Το δίκτυο αυτό, που αποτελείται από τους τόπους όπου ευρίσκονται τύποι φυσικών οικοτόπων που εμφαίνονται στο παράρτημα I και τους οικοτόπους των ειδών που εμφαίνονται στο παράρτημα II, πρέπει να διασφαλίζει την διατήρηση ή, ενδεχομένως, την αποκατάσταση σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, των τύπων φυσικών οικοτόπων και των οικοτόπων των οικείων ειδών στην περιοχή της φυσικής κατανομής των ειδών αυτών.

[...]»

6        Το άρθρο 6 της ίδιας οδηγίας ορίζει τα εξής:

«1.      Για τις ειδικές ζώνες διατήρησης, τα κράτη μέλη καθορίζουν τα αναγκαία μέτρα διατήρησης που ενδεχομένως συνεπάγονται ειδικά ενδεδειγμένα σχέδια διαχείρισης ή ενσωματωμένα σε άλλα σχέδια διευθέτησης και τα δέοντα κανονιστικά, διοικητικά ή συμβατικά μέτρα που ανταποκρίνονται στις οικολογικές απαιτήσεις των τύπων φυσικών οικοτόπων του παραρτήματος I και των ειδών του παραρτήματος II, τα οποία απαντώνται στους τόπους.

2.      Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε στις ειδικές ζώνες διατήρησης να αποφεύγεται η υποβάθμιση των φυσικών οικοτόπων και των οικοτόπων ειδών, καθώς και οι ενοχλήσεις που έχουν επιπτώσεις στα είδη για τα οποία οι ζώνες έχουν ορισθεί, εφόσον οι ενοχλήσεις αυτές θα μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις σημαντικές όσον αφορά τους στόχους της παρούσας οδηγίας.

3.      Κάθε σχέδιο, μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διαχείριση του τόπου, το οποίο όμως είναι δυνατόν να επηρεάζει σημαντικά τον εν λόγω τόπο, καθεαυτό ή από κοινού με άλλα σχέδια, εκτιμάται δεόντως ως προς τις επιπτώσεις του στον τόπο, λαμβανομένων υπόψη των στόχων διατήρησής του. Βάσει των συμπερασμάτων της εκτίμησης των επιπτώσεων στον τόπο και εξαιρουμένης της περίπτωσης των διατάξεων της παραγράφου 4, οι αρμόδιες εθνικές αρχές συμφωνούν για το οικείο σχέδιο μόνον αφού βεβαιωθούν ότι δεν θα παραβλάψει την ακεραιότητα του τόπου περί του οποίου πρόκειται και, ενδεχομένως, αφού εκφρασθεί πρώτα η δημόσια γνώμη.

4.      Εάν, παρά τα αρνητικά συμπεράσματα της εκτίμησης των επιπτώσεων και ελλείψει εναλλακτικών λύσεων, ένα σχέδιο πρέπει να πραγματοποιηθεί για άλλους επιτακτικούς λόγους σημαντικού δημοσίου συμφέροντος, περιλαμβανομένων λόγων κοινωνικής ή οικονομικής φύσεως, το κράτος μέλος λαμβάνει κάθε αναγκαίο αντισταθμιστικό μέτρο ώστε να εξασφαλισθεί η προστασία της συνολικής συνοχής του Natura 2000. Το κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με τα αντισταθμιστικά μέτρα που έλαβε.

Όταν ο τόπος περί του οποίου πρόκειται είναι τόπος όπου ευρίσκονται ένας τύπος φυσικού οικοτόπου προτεραιότητας ή/και ένα είδος προτεραιότητας, είναι δυνατόν να προβληθούν μόνον επιχειρήματα σχετικά με την υγεία ανθρώπων και τη δημόσια ασφάλεια ή σχετικά με θετικές συνέπειες πρωταρχικής σημασίας για το περιβάλλον, ή, κατόπιν γνωμοδοτήσεως της Επιτροπής, άλλοι επιτακτικοί σημαντικοί λόγοι σημαντικού δημοσίου συμφέροντος.»

 Το ιρλανδικό δίκαιο

7        Το High Court (Ανώτερο Δικαστήριο, Ιρλανδία) διευκρινίζει ότι η αδειοδότηση αναπτυξιακού έργου διέπεται από τους Planning and Development Acts (νόμους περί χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού) καθώς και από τις εκδιδόμενες κατ’ εφαρμογήν των νόμων αυτών κανονιστικές αποφάσεις. Αρμόδια αρχή είναι η τοπική αρχή χωροταξικού σχεδιασμού, οι δε ενδικοφανείς προσφυγές υποβάλλονται ενώπιον της An Bord Pleanála (εθνικής επιτροπής χωροταξικών προσφυγών, Ιρλανδία).

8        Ορισμένα είδη έργων θεωρούνται «απαλλασσόμενα έργα» και, υπό την επιφύλαξη ορισμένων εξαιρέσεων, δεν υπόκεινται σε αδειοδότηση βάσει των νόμων περί χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού. Συγκεκριμένα, ένα παράδειγμα απαλλασσόμενου έργου αποτελεί «η εκτέλεση έργου, από εργολάβο που διαθέτει άδεια παροχής υπηρεσιών στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, συνιστάμενου στην τοποθέτηση υπόγειων κεντρικών αγωγών, σωληνώσεων, καλωδίων ή άλλων εγκαταστάσεων για την εκτέλεση του έργου».

9        Ωστόσο, τα σχέδια «απαλλασσόμενων έργων» μπορεί να υπόκεινται σε άλλου είδους αδειοδότηση ή διαδικασία εγκρίσεως. Η European Communities (Birds and Natural Habitats) Regulations 2011 [κανονιστική απόφαση του 2011 που εκδόθηκε στο πλαίσιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Πτηνά και Φυσικοί Οικότοποι) (στο εξής: κανονιστική απόφαση του 2011)] εφαρμόζεται σε άλλα σχέδια πλην των έργων που υπόκεινται σε αδειοδότηση ως αναπτυξιακά έργα βάσει των νόμων περί χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού. Περαιτέρω, ένα έργο που εμπίπτει στην κατηγορία των «απαλλασσόμενων έργων» πρέπει, εντούτοις, να λάβει άδεια βάσει των νόμων περί χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού, όταν απαιτείται δέουσα εκτίμηση δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων.

10      Κατά το άρθρο 42 της κανονιστικής αποφάσεως του 2011:

«1.      Η δημόσια αρχή διενεργεί προέλεγχο με σκοπό να διαπιστώσει εάν είναι αναγκαία η δέουσα εκτίμηση ενός σχεδίου το οποίο δεν συνδέεται άμεσα ή δεν είναι αναγκαίο για τη διαχείριση ενός τόπου ως ευρωτόπου και για το οποίο έχει υποβληθεί αίτηση αδειοδοτήσεως ή το οποίο επιθυμεί να αναλάβει ή να εγκρίνει η δημόσια αρχή, προκειμένου να εκτιμηθεί, βάσει των βέλτιστων επιστημονικών γνώσεων και λαμβανομένων υπόψη των στόχων διατηρήσεως του τόπου, αν το σχέδιο αυτό, καθεαυτό ή από κοινού με άλλα σχέδια, ενδέχεται να επηρεάσει σημαντικά τον ευρώτοπο.

 2.      Η δημόσια αρχή διενεργεί προέλεγχο με σκοπό να διαπιστώσει εάν απαιτείται δέουσα εκτίμηση δυνάμει της παραγράφου 1 πριν χορηγηθεί άδεια για το σχέδιο ή πριν ληφθεί απόφαση για την ανάληψη ή έγκριση του σχεδίου.

[...]

6.      Η δημόσια αρχή αποφασίζει ότι απαιτείται δέουσα εκτίμηση ενός σχεδίου όταν το σχέδιο δεν συνδέεται άμεσα ή δεν είναι αναγκαίο για τη διαχείριση του τόπου ως ευρωτόπου και εάν δεν μπορεί να αποκλεισθεί, βάσει αντικειμενικών επιστημονικών στοιχείων και κατόπιν προελέγχου δυνάμει του παρόντος άρθρου, ότι το σχέδιο αυτό, καθεαυτό ή από κοινού με άλλα σχέδια, θα επηρεάσει σημαντικά τον ευρώτοπο.

7.      Η δημόσια αρχή αποφασίζει ότι δεν απαιτείται δέουσα εκτίμηση ενός σχεδίου όταν το σχέδιο δεν συνδέεται άμεσα ή δεν είναι αναγκαίο για τη διαχείριση του τόπου ως ευρωτόπου και εάν μπορεί να αποκλεισθεί, βάσει αντικειμενικών επιστημονικών στοιχείων και κατόπιν προελέγχου δυνάμει του παρόντος άρθρου, ότι το σχέδιο αυτό, καθεαυτό ή από κοινού με άλλα σχέδια, θα επηρεάσει σημαντικά τον ευρώτοπο.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

11      Η διαφορά της κύριας δίκης αφορά την εκτίμηση ενδεχόμενων επιπτώσεων της καλωδιώσεως για τη σύνδεση ενός αιολικού πάρκου με το ηλεκτρικό δίκτυο, σε δύο ειδικές ζώνες διατηρήσεως, δυνάμει του ευρωπαϊκού οικολογικού δικτύου Natura 2000, μεταξύ των οποίων αυτή του ποταμού Barrow και του ποταμού Nore (Ιρλανδία). Η ζώνη αυτή αποτελεί οικότοπο του ιρλανδικού μαργαριτοφόρου μυδιού γλυκών υδάτων (margaritifera durrovensis, στο εξής: μαργαριτοφόρο μύδι του Nore). Το είδος αυτό περιλαμβάνεται στο παράρτημα II της οδηγίας περί οικοτόπων. Ο υφιστάμενος ενήλικος πληθυσμός αυτού του μαργαριτοφόρου μυδιού αριθμεί, βάσει των υπολογισμών που παρέθεσε το αιτούν δικαστήριο, μόλις 300 μύδια, ενώ το έτος 1991 ανερχόταν σε 20 000 μύδια. Το προσδόκιμο ζωής κάθε μυδιού κυμαίνεται μεταξύ 70 και 100 ετών, αλλά από το έτος 1970 το μαργαριτοφόρο μύδι του Nore δεν αναπαράγεται πλέον στον ποταμό. Κατά το αιτούν δικαστήριο, από πρόσφατες έρευνες παρακολουθήσεως προκύπτει ότι το είδος αυτό απειλείται με εξαφάνιση, λόγω της υψηλής ιζηματαποθέσεως στην κοίτη του Nore, στην οποία το εν λόγω είδος είναι ιδιαίτερα ευάλωτο και η οποία παρεμποδίζει τον επιτυχή εμπλουτισμό του εν λόγω ποταμού με νεαρά μύδια.

12      Η απαιτούμενη αδειοδότηση για την κατασκευή του επίμαχου στην κύρια δίκη αιολικού πάρκου, πλην της συνδέσεώς του με το δίκτυο, αποτέλεσε αντικείμενο προγενέστερων διαδικασιών. Η άδεια αυτή χορηγήθηκε υπό όρους, εντός του έτους 2013, από την εθνική επιτροπή χωροταξικών προσφυγών. Συγκεκριμένα, κατά τον όρο 17 της άδειας αυτής, «[η] κατασκευή του έργου θα πραγματοποιηθεί σύμφωνα με σχέδιο διαχειρίσεως της κατασκευής, το οποίο θα υποβληθεί στην αρχή χωροταξικού σχεδιασμού και θα εγκριθεί εγγράφως από την αρχή αυτή πριν από την έναρξη του έργου. Το σχέδιο αυτό θα ορίζει λεπτομερώς τις προτεινόμενες πρακτικές κατασκευής του έργου, συμπεριλαμβανομένων […] k) των μέτρων που θα ληφθούν για να εξασφαλισθεί ο έλεγχος της απορροής των επιφανειακών υδάτων, ώστε να μην εισέρχονται ιλύς ή άλλοι ρύποι στα υδάτινα ρεύματα […]».

13      Μετά τη χορήγηση της άδειας αυτής, ο κύριος του έργου έθεσε το ζήτημα της συνδέσεως του συγκεκριμένου αιολικού πάρκου με το ηλεκτρικό δίκτυο διά καλωδίων, σύνδεση η οποία αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης.

14      Οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης εκτιμούν ότι οι ποτάμιοι ρύποι που θα παραχθούν από την εν λόγω καλωδιακή σύνδεση, όπως η ιλύς και τα ιζήματα, θα έχουν βλαπτική επίδραση στο μαργαριτοφόρο μύδι του Nore.

15      Η Coillte υποστηρίζει ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εγκατάσταση αποτελεί «απαλλασσόμενο έργο», κατά την έννοια της ισχύουσας για τα αναπτυξιακά έργα εθνικής νομοθεσίας. Εντούτοις, παραδέχεται ότι, εάν ήταν αναγκαία η δέουσα εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων του έργου, θα έπρεπε να ληφθεί χωροταξική άδεια από την αρμόδια για το συγκεκριμένο χωροταξικό έργο τοπική αρχή.

16      Προκειμένου να διαπιστωθεί εάν είναι αναγκαία μια τέτοια δέουσα εκτίμηση, η εταιρία προσέλαβε συμβούλους για να προβούν στην εν λόγω εξέταση (στο εξής: προέλεγχος).

17      Η έκθεση προελέγχου που συνέταξαν οι σύμβουλοι αυτοί κατέληξε, μεταξύ άλλων, στα εξής συμπεράσματα:

«α)      Ελλείψει μέτρων προστασίας, υπάρχει κίνδυνος απελευθερώσεως στερεών σωματιδίων σε υδάτινες μάζες κατά μήκος της προτεινόμενης διαδρομής, συμπεριλαμβανομένων των σημείων κατευθυνόμενης διατρήσεως.

β)      Όσον αφορά το [μαργαριτοφόρο μύδι του Nore], εάν η εκτέλεση των προτεινόμενων εργασιών καλωδιώσεως έχει ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση ιλύος ή άλλων ρύπων, όπως κονιάματα, στην περιοχή του ποταμού όπου διαβιούν τα μαργαριτοφόρα μύδια, μέσω ποταμών ή μικρότερων ρευμάτων, τούτο ενδέχεται να έχει επιπτώσεις στον πληθυσμό του μαργαριτοφόρου μυδιού. Η καθίζηση των αμμοχάλικων μπορεί να εμποδίσει την ικανοποιητική ροή των υδάτων μέσα από τα αμμοχάλικα, αποστερώντας με αυτόν τον τρόπο το οξυγόνο στα νεαρά [μαργαριτοφόρα μύδια του Nore].»

18      Από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία προκύπτει ότι στην έκθεση αυτή έγινε επίσης ανάλυση «μέτρων προστασίας».

19      Στη συνέχεια, βάσει της εν λόγω εκθέσεως, ο «διαχειριστής του προγράμματος» συνέστησε στην Coillte τα εξής:

«Όπως αναφέρεται λεπτομερώς στην έκθεση προελέγχου […] σχετικά με την αναγκαιότητα δέουσας εκτιμήσεως, βάσει των ευρημάτων της εκθέσεως αυτής και υπό το φως των βέλτιστων επιστημονικών γνώσεων, οι εργασίες συνδέσεως στο δίκτυο, από μόνες τους ή σε συνδυασμό με το αιολικό πάρκο στο Cullenagh και άλλα σχέδια, δεν θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στους σχετικούς ευρωτόπους, υπό το πρίσμα των στόχων διατηρήσεώς τους, και δεν απαιτείται δέουσα εκτίμηση. Το συμπέρασμα αυτό στηρίζεται στην απόσταση μεταξύ της εξεταζόμενης συνδέσεως στο δίκτυο του Cullenagh και των ευρωτόπων, καθώς και στα μέτρα προστασίας που έχουν περιληφθεί στο σχέδιο εργασιών του έργου.»

20      Αποδεχόμενη την ως άνω αιτιολογία και σύσταση, η Coillte, ως δημόσια αρχή του άρθρου 42 της κανονιστικής αποφάσεως του 2011, αποφάσισε ότι, εν προκειμένω, δεν απαιτείτο καμία δέουσα εκτίμηση, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων.

21      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η απόφαση περί μη αναγκαιότητας δέουσας εκτιμήσεως στηρίζεται στα αναφερόμενα στην έκθεση προελέγχου «μέτρα προστασίας». Το δικαστήριο αυτό διευκρινίζει ότι τα προτεινόμενα μέτρα προστασίας που ελήφθησαν υπόψη από τους συντάκτες της εκθέσεως αυτής δεν είναι τόσο αυστηρά όσο τα απαιτούμενα από τον όρο 17, στοιχείο k, της χορηγηθείσας άδειας για την κατασκευή του συγκεκριμένου αιολικού πάρκου.

22      Κατόπιν των προεκτεθέντων, το High Court (Ανώτερο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Είναι δυνατό, ή υπό ποιες περιστάσεις είναι δυνατό, να ληφθούν υπόψη μέτρα αμβλύνσεως στο στάδιο προελέγχου που διενεργείται για να διαπιστωθεί εάν είναι αναγκαίο να πραγματοποιηθεί δέουσα εκτίμηση βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 3, της [οδηγίας περί οικοτόπων];»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

23      Πρέπει, καταρχάς, να υπομνησθεί ότι το άρθρο 6 της οδηγίας περί οικοτόπων επιβάλλει στα κράτη μέλη μια σειρά ειδικών υποχρεώσεων και διαδικασιών με σκοπό τη διασφάλιση, όπως προκύπτει από το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, της διατηρήσεως ή, ενδεχομένως, της αποκαταστάσεως σε ικανοποιητική κατάσταση διατηρήσεως των φυσικών οικοτόπων και ιδιαίτερα των ειδικών ζωνών διατηρήσεως (αποφάσεις της 11ης Απριλίου 2013, Sweetman κ.λπ., C-258/11, EU:C:2013:220, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 21ης Ιουλίου 2016, Orleans κ.λπ., C-387/15 και C-388/15, EU:C:2016:583, σκέψη 31).

24      Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι διατάξεις του άρθρου 6 της οδηγίας περί οικοτόπων πρέπει να ερμηνεύονται ως ενιαίο σύνολο σε σχέση με τους στόχους διατηρήσεως που επιδιώκονται με την οδηγία αυτή. Συγκεκριμένα, οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου αυτού αποσκοπούν στη διασφάλιση του ίδιου επιπέδου προστασίας για τους φυσικούς οικοτόπους και τους οικοτόπους ειδών, ενώ η παράγραφος 4 του εν λόγω άρθρου αποτελεί απλώς διάταξη που παρεκκλίνει από τη δεύτερη περίοδο της ως άνω παραγράφου 3 (βλ., συναφώς, απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2016, Grüne Liga Sachsen κ.λπ., C-399/14, EU:C:2016:10, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

25      Επομένως, το άρθρο 6 της εν λόγω οδηγίας κατατάσσει τα μέτρα σε τρεις κατηγορίες, δηλαδή στα μέτρα διατηρήσεως, τα μέτρα προλήψεως και τα μέτρα αντισταθμίσεως, τα οποία προβλέπονται, αντιστοίχως, στις παραγράφους 1, 2 και 4 του άρθρου αυτού. Από το γράμμα του άρθρου 6 της οδηγίας περί οικοτόπων προκύπτει ότι η διάταξη αυτή δεν περιέχει καμία αναφορά σε οποιοδήποτε «μέτρο αμβλύνσεως» (βλ., συναφώς, απόφαση της 21ης Ιουλίου 2016, Orleans κ.λπ., C‑387/15 και C-388/15, EU:C:2016:583, σκέψεις 57 και 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

26      Συνεπώς, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα χαρακτηριζόμενα από το αιτούν δικαστήριο ως «μέτρα αμβλύνσεως» και τα επονομαζόμενα από την Coillte «μέτρα προστασίας» αποτελούν μέτρα τα οποία αποσκοπούν στην αποτροπή ή στη μείωση των επιβλαβών συνεπειών του σχεδιαζόμενου έργου στον συγκεκριμένο τόπο.

27      Επομένως, με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων έχει την έννοια ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν είναι αναγκαία η μεταγενέστερη δέουσα εκτίμηση των επιπτώσεων ενός σχεδίου σε ορισμένο τόπο, μπορούν να λαμβάνονται υπόψη, κατά το στάδιο προελέγχου, τα μέτρα που αποσκοπούν στην αποτροπή ή στη μείωση των επιβλαβών συνεπειών του εν λόγω σχεδίου στον τόπο αυτό.

28      Κατά τη δέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας περί οικοτόπων, κάθε σχέδιο ή πρόγραμμα που ενδέχεται να επηρεάσει σημαντικά τους στόχους διατηρήσεως ενός τόπου που έχει χαρακτηρισθεί ή θα χαρακτηρισθεί στο μέλλον πρέπει να υπόκειται στην κατάλληλη εκτίμηση. Το περιεχόμενο αυτής της αιτιολογικής σκέψης αποτυπώνεται στο άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων, το οποίο προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι το σχέδιο που ενδέχεται να επηρεάσει σημαντικά τον συγκεκριμένο τόπο εγκρίνεται μόνον κατόπιν προηγούμενης εκτιμήσεως των επιπτώσεων που έχει για τον τόπο αυτό (απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2004, Waddenvereniging και Vogelbeschermingsvereniging, C‑127/02, EU:C:2004:482, σκέψη 22).

29      Όπως έχει υπομνησθεί από το Δικαστήριο, το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων προβλέπει δύο στάδια. Κατά το πρώτο, το οποίο ρυθμίζει η πρώτη περίοδος της διατάξεως αυτής, επιβάλλεται στα κράτη μέλη η υποχρέωση να προβαίνουν σε δέουσα εκτίμηση των επιπτώσεων ενός σχεδίου σε προστατευόμενο τόπο, εφόσον είναι πιθανό το σχέδιο αυτό να επηρεάσει σημαντικά τον εν λόγω τόπο. Κατά το δεύτερο στάδιο, το οποίο ρυθμίζεται από τη δεύτερη περίοδο της ίδιας διατάξεως και ακολουθεί αμέσως μετά την εν λόγω δέουσα εκτίμηση, το ως άνω σχέδιο μπορεί να εγκριθεί μόνον υπό την προϋπόθεση ότι δεν παραβλάπτει την ακεραιότητα του οικείου τόπου, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 6, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής (απόφαση της 21ης Ιουλίου 2016, Orleans κ.λπ., C-387/15 και C-388/15, EU:C:2016:583, σκέψεις 44 και 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

30      Επιπροσθέτως, επισημαίνεται ότι το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων εμπεριέχει και την αρχή της προφυλάξεως και παρέχει τη δυνατότητα αποτελεσματικής αποτροπής των προσβολών που ενδέχεται να προκαλέσουν στην ακεραιότητα των προστατευόμενων τόπων τα υπό εξέταση σχέδια. Ένα κριτήριο εγκρίσεως λιγότερο αυστηρό από το οριζόμενο στη διάταξη αυτή δεν θα μπορούσε να διασφαλίσει εξίσου αποτελεσματικά την επίτευξη του σκοπού της προστασίας των τόπων που επιδιώκεται με την εν λόγω διάταξη (απόφαση της 26ης Απριλίου 2017, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C-142/16, EU:C:2017:301, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

31      Εν προκειμένω, όπως συνομολογείται από τους διαδίκους της κύριας δίκης και την Επιτροπή, τα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου αφορούν μόνον το στάδιο του προελέγχου. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν τα μέτρα που αποσκοπούν στην αποτροπή ή στη μείωση των επιβλαβών συνεπειών ενός σχεδίου στον συγκεκριμένο τόπο μπορούν να ληφθούν υπόψη στο στάδιο του προελέγχου, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν είναι αναγκαία η δέουσα εκτίμηση των επιπτώσεων αυτού του σχεδίου στον συγκεκριμένο τόπο.

32      Το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων ορίζει σαφώς ότι η υποχρέωση εκτιμήσεως των επιπτώσεων εξαρτάται από τη σωρευτική συνδρομή των ακόλουθων δύο προϋποθέσεων: το επίμαχο σχέδιο πρέπει να μην είναι άμεσα συνδεόμενο με ή αναγκαίο για τη διαχείριση του τόπου και πρέπει να είναι δυνατό να επηρεάσει σημαντικά τον τόπο αυτό.

33      Από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο είναι της γνώμης ότι συντρέχει η πρώτη από τις προϋποθέσεις αυτές.

34      Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων εξαρτά την υποχρέωση δέουσας εκτιμήσεως των επιπτώσεων ενός σχεδίου από την ύπαρξη της πιθανότητας να επηρεασθεί σημαντικά ο οικείος τόπος. Λαμβανομένης υπόψη, ειδικότερα, της αρχής της προλήψεως, αυτός ο κίνδυνος υφίσταται εφόσον δεν μπορεί να αποκλεισθεί βάσει αντικειμενικών στοιχείων ότι το συγκεκριμένο σχέδιο θα επηρεάσει σημαντικά τον τόπο αυτό (απόφαση της 26ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Βελγίου, C-538/09, EU:C:2011:349, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η εκτίμηση αυτού του κινδύνου πρέπει να γίνεται, ιδίως, υπό το πρίσμα των ειδικών περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών και προϋποθέσεων του τόπου τον οποίο αφορά το εν λόγω σχέδιο (βλ., συναφώς, απόφαση της 21ης Ιουλίου 2016, Orleans κ.λπ., C-387/15 και C-388/15, EU:C:2016:583, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

35      Όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης και η Επιτροπή, το γεγονός ότι, όπως επισήμανε το αιτούν δικαστήριο, λαμβάνονται υπόψη, όταν εξετάζεται η αναγκαιότητα δέουσας εκτιμήσεως, μέτρα που αποσκοπούν στην αποτροπή ή στη μείωση των επιβλαβών συνεπειών ενός σχεδίου στον συγκεκριμένο τόπο προϋποθέτει ότι είναι πιθανό ο τόπος αυτός να επηρεαστεί σημαντικά και ότι, συνεπώς, πρέπει να πραγματοποιηθεί η εν λόγω εκτίμηση.

36      Το συμπέρασμα αυτό επιρρωννύεται από το γεγονός ότι η πλήρης και επακριβής ανάλυση των μέτρων που δύνανται να αποτρέψουν ή να μειώσουν ενδεχόμενες σημαντικές επιπτώσεις στον συγκεκριμένο τόπο δεν πρέπει να διενεργείται κατά το στάδιο προελέγχου, αλλά κατά το στάδιο της δέουσας εκτιμήσεως.

37      Η συνεκτίμηση των μέτρων αυτών ήδη από το στάδιο προελέγχου θα μπορούσε να θίξει την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας περί οικοτόπων, γενικώς, και το στάδιο εκτιμήσεως, ειδικώς, καθόσον θα καθιστούσε το στάδιο αυτό άνευ αντικειμένου, θα υφίστατο δε κίνδυνος καταστρατηγήσεως του εν λόγω σταδίου εκτιμήσεως, το οποίο όμως αποτελεί ουσιώδη εγγύηση προβλεπόμενη από την οδηγία αυτή.

38      Συναφώς, η νομολογία του Δικαστηρίου δίδει έμφαση στο γεγονός ότι η εκτίμηση που πραγματοποιείται βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων δεν μπορεί να παρουσιάζει κενά και πρέπει να περιέχει πλήρη, ακριβή και οριστικά συμπεράσματα και διαπιστώσεις, ώστε να αίρεται κάθε εύλογη αμφιβολία, από επιστημονικής απόψεως, όσον αφορά τις επιπτώσεις των σχεδιαζόμενων εργασιών στον συγκεκριμένο προστατευόμενο τόπο (απόφαση της 21ης Ιουλίου 2016, Orleans κ.λπ., C-387/15 και C-388/15, EU:C:2016:583, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

39      Άλλωστε, από το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων αντλούν πρόσωπα όπως οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα συμμετοχής σε διαδικασία εκδόσεως αποφάσεως σχετικά με αίτηση αδειοδοτήσεως σχεδίου, το οποίο ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον (βλ., συναφώς, απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2016, Lesoochranárske zoskupenie VLK, C-243/15, EU:C:2016:838, σκέψη 49).

40      Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας περί οικοτόπων έχει την έννοια ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί η αναγκαιότητα μεταγενέστερης δέουσας εκτιμήσεως των επιπτώσεων ενός σχεδίου σε συγκεκριμένο τόπο, δεν απαιτείται κατά το στάδιο προελέγχου να λαμβάνονται υπόψη τα μέτρα που αποσκοπούν στην αποτροπή ή στη μείωση των επιβλαβών συνεπειών του σχεδίου αυτού στον εν λόγω τόπο.

 Επί των δικαστικών εξόδων

41      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21 Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας, έχει την έννοια ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί η αναγκαιότητα μεταγενέστερης δέουσας εκτιμήσεως των επιπτώσεων ενός σχεδίου σε συγκεκριμένο τόπο, δεν απαιτείται κατά το στάδιο προελέγχου να λαμβάνονται υπόψη τα μέτρα που αποσκοπούν στην αποτροπή ή στη μείωση των επιβλαβών συνεπειών του σχεδίου αυτού στον εν λόγω τόπο.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.