Language of document : ECLI:EU:T:2013:444

Υπόθεση T‑412/10

(δημοσίευση αποσπασμάτων)

Roca

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Βελγική, γερμανική, γαλλική, ιταλική, ολλανδική και αυστριακή αγορά ειδών υγιεινής — Απόφαση με την οποία διαπιστώθηκε παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ — Συντονισμένη αύξηση τιμών και ανταλλαγή εμπορικά ευαίσθητων πληροφοριών — Καταλογισμός της παραβατικής συμπεριφοράς — Πρόστιμα — Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό του ποσού των προστίμων του 2006 — Σοβαρότητα της παραβάσεως — Ελαφρυντικές περιστάσεις — Οικονομική κρίση — Ανακοίνωση του 2002 περί συνεργασίας — Μείωση του ποσού του προστίμου — Σημαντική προστιθέμενη αξία»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα)
της 16ης Σεπτεμβρίου 2013

1.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Μείωση του προστίμου σε αντάλλαγμα της συνεργασίας της κατηγορουμένης επιχειρήσεως — Προϋποθέσεις — Σημαντική προστιθέμενη αξία των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η ενδιαφερόμενη επιχείρηση — Περιεχόμενο — Συνεκτίμηση του χρονολογικού στοιχείου της παρασχεθείσας συνεργασίας — Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Δικαστικός έλεγχος – Περιεχόμενο

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 18 και 23· ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής, σημεία 20 έως 23)

2.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται σε περιπτώσεις παραβάσεων των κανόνων ανταγωνισμού — Μείωση του προστίμου ως αντάλλαγμα για τη συνεργασία της κατηγορουμένης επιχειρήσεως, εκτός του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας – Προϋποθέσεις

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3)· ανακοινώσεις της Επιτροπής 2002/C 45/03, σημείο 1, και 2006/C 210/02, σημείο 29, 4η περίπτωση)

1.      Στον τομέα του ανταγωνισμού, η Επιτροπή έχει ορίσει, στην ανακοίνωση σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι επιχειρήσεις που συνεργάζονται με αυτήν κατά τη διάρκεια της έρευνάς της σχετικά με σύμπραξη μπορούν να απαλλαγούν από το πρόστιμο ή να τύχουν μειώσεως του ποσού του προστίμου που θα όφειλαν να καταβάλουν.

Είναι σύμφυτο με τη λογική της ανακοινώσεως αυτής ότι το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα είναι η δημιουργία ενός κλίματος αβεβαιότητας στο εσωτερικό των συμπράξεων ενθαρρύνοντας την καταγγελία τους στην Επιτροπή. Η αβεβαιότητα αυτή απορρέει ακριβώς από το γεγονός ότι οι μετέχοντες στη σύμπραξη γνωρίζουν ότι μόνο σ’ έναν εξ αυτών μπορεί να χορηγηθεί πλήρης απαλλαγή από τα πρόστιμα, εφόσον καταγγείλει τους άλλους μετέχοντες στην παράβαση, εκθέτοντάς τους με τον τρόπο αυτόν στον κίνδυνο να τους επιβληθούν πρόστιμα. Στο πλαίσιο του συστήματος αυτού και κατά την ίδια λογική, στις επιχειρήσεις που υπήρξαν οι ταχύτερες στην παροχή της συνεργασίας τους χορηγούνται σημαντικότερες μειώσεις των προστίμων, τα οποία θα έπρεπε άλλως να καταβάλουν, σε σχέση με τις μειώσεις που χορηγούνται στις επιχειρήσεις που υπήρξαν λιγότερο ταχείες στη συνεργασία. Η χρονολογική σειρά και η ταχύτητα της συνεργασίας που παρέσχον τα μέλη της συμπράξεως συνιστούν, επομένως, θεμελιώδη στοιχεία του συστήματος που καθιέρωσε η ανακοίνωση περί συνεργασίας.

Συναφώς, εάν η Επιτροπή υποχρεούται να εξηγεί τους λόγους για τους οποίους φρονεί ότι στοιχεία που προσκομίζουν οι επιχειρήσεις στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας συμβάλλουν υπέρ ή κατά της μειώσεως του επιβληθέντος προστίμου, αντιστρόφως, απόκειται στις επιχειρήσεις που επιθυμούν να αμφισβητήσουν τη συναφή απόφαση της Επιτροπής να αποδείξουν ότι η Επιτροπή, ελλείψει τέτοιων πληροφοριών προσκομισθεισών οικειοθελώς από τις επιχειρήσεις, δεν μπορεί να αποδείξει, κατ’ ουσίαν, την παράβαση και, επομένως, να εκδώσει απόφαση περί επιβολής προστίμων. Δεδομένων των λόγων για τους οποίους έχει θεσπιστεί η δυνατότητα μειώσεως του προστίμου, η Επιτροπή δεν πρέπει να παραβλέπει τη χρησιμότητα των παρεχόμενων πληροφοριακών στοιχείων, η οποία αποτελεί αναγκαστικά συνάρτηση των αποδεικτικών στοιχείων που έχει ήδη στην κατοχή της.

Όταν μια επιχείρηση απλώς επιβεβαιώνει, στο πλαίσιο της συνεργασίας, και μάλιστα κατά τρόπο λιγότερο ακριβή και ρητό, ορισμένα από τα πληροφοριακά στοιχεία που έχει ήδη προσκομίσει άλλη επιχείρηση στο πλαίσιο της συνεργασίας, ο βαθμός συνεργασίας της επιχειρήσεως αυτής, μολονότι ενδέχεται να έχει κάποια χρησιμότητα για την Επιτροπή, δεν μπορεί να θεωρηθεί συγκρίσιμος με αυτόν της επιχειρήσεως που πρώτη προσκόμισε τα στοιχεία αυτά. Μια δήλωση που απλώς ενισχύει, σε ορισμένο βαθμό, δήλωση που ήδη είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή δεν διευκολύνει σημαντικά το έργο της. Συνεπώς, δεν αρκεί για να δικαιολογήσει τη μείωση του προστίμου λόγω συνεργασίας. Εντούτοις, η δήλωση μιας επιχειρήσεως κατηγορουμένης για συμμετοχή σε σύμπραξη, της οποίας η ορθότητα αμφισβητείται από διάφορες άλλες κατηγορούμενες επιχειρήσεις, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συνιστώσα επαρκή απόδειξη για την ύπαρξη παραβάσεως που διεπράχθη από τις επιχειρήσεις αυτές αν δεν τεκμηριώνεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία.

Τέλος, ακόμη και αν έπρεπε να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως στο πλαίσιο της εξετάσεως της σημαντικής προστιθέμενης αξίας των πληροφοριών που της παρασχέθηκαν δυνάμει της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας, γεγονός παραμένει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να στηριχθεί στο εν λόγω περιθώριο εκτιμήσεως για να παραιτηθεί από την άσκηση εμπεριστατωμένου ελέγχου της σχετικής εκτιμήσεως της Επιτροπής, τόσο από νομικής απόψεως όσο και από απόψεως πραγματικών περιστατικών.

Μολονότι η ανακοίνωση περί της συνεργασίας δεν προδικάζει την εκτίμηση της μειώσεως του ποσού του προστίμου εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης όταν αυτός αποφαίνεται δυνάμει της αρμοδιότητάς του πλήρους δικαιοδοσίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να θεωρήσει ότι ενδείκνυται να στηριχθεί στην ανακοίνωση αυτή για να επαναϋπολογίσει το ποσό του προστίμου, για τον λόγο ιδίως ότι η ανακοίνωση αυτή παρέχει τη δυνατότητα συνεκτιμήσεως όλων των κρίσιμων στοιχείων της υποθέσεως και επιβολής αναλογικών προστίμων στο σύνολο των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην επίμαχη παράβαση.

(βλ. σκέψεις 176, 182-188, 233)

2.      Βλ. το κείμενο της διατάξεως.

(βλ. σκέψεις 221-223)