Language of document : ECLI:EU:T:2011:221

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 17ης Μαΐου 2011 (*)

«Κοινοτικό σήμα – Αίτηση καταχωρίσεως λεκτικού κοινοτικού σήματος υγεία – Απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου – Έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα και περιγραφικός χαρακτήρας – Έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα αποκτηθέντος διά της χρήσεως – Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία β΄ και γ΄, και άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009»

Στην υπόθεση T‑7/10,

Διαγνωστικό και Θεραπευτικό Κέντρο Αθηνών «Υγεία» AE, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τους K. Αλεξίου και Σ. Φωτέα, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τον Π. Γερουλάκο,

καθού,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του δευτέρου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 4ης Νοεμβρίου 2009 (υπόθεση R 190/2009‑2), σχετικά με την αίτηση καταχωρίσεως του λεκτικού σημείου υγεία ως κοινοτικού σήματος,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους O. Czúcz, πρόεδρο, I. Labucka και Δ. Γρατσία (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Ιανουαρίου 2010,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως του ΓΕΕΑ που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Απριλίου 2010,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα απαντήσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 1η Ιουνίου 2010,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα ανταπαντήσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Ιουλίου 2010,

έχοντας υπόψη ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν αίτημα διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός της προθεσμίας ενός μηνός από την κοινοποίηση της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας και κρίνοντας επομένως, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 135α του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ότι πρέπει να αποφανθεί χωρίς προφορική διαδικασία,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 21 Ιουλίου 2008 η προσφεύγουσα, Διαγνωστικό και Θεραπευτικό Κέντρο Αθηνών «Υγεία» ΑΕ, υπέβαλε στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί [αντικατασταθέντος από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1)].

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση (στο εξής: επίμαχο σήμα) είναι το λεκτικό σημείο υγεία.

3        Οι υπηρεσίες για τις οποίες ζητήθηκε η καταχώριση εμπίπτουν στην κλάση 44 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση προϊόντων και υπηρεσιών ενόψει καταχωρίσεως των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν στην περιγραφή «ιατρικές υπηρεσίες».

4        Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 34 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 34 του κανονισμού 207/2009), η προσφεύγουσα διεκδίκησε την αρχαιότητα του κατατεθέντος στις 13 Ιουνίου 1996 ελληνικού σήματος υγεία, του οποίου η καταχώριση, υπ’ αριθ. 131185, ανανεώθηκε στις 13 Ιουνίου 2006.

5        Με τηλεομοιοτυπία της 23ης Σεπτεμβρίου 2008, η εξετάστρια ενημέρωσε την προσφεύγουσα, βάσει του άρθρου 38, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 37, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009), ότι η αίτησή της δεν ήταν σύμφωνη με τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία β΄ και γ΄, και του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 [νυν άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία β΄ και γ΄, και άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, αντιστοίχως]. Με την ίδια τηλεομοιοτυπία κάλεσε την προσφεύγουσα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της.

6        Στις 21 Νοεμβρίου 2008 η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της και προσκόμισε συμπληρωματικά έγγραφα.

7        Με απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2008, η εξετάστρια απέρριψε την αίτηση καταχωρίσεως.

8        Στις 30 Ιανουαρίου 2009 η προσφεύγουσα άσκησε ενώπιον του ΓΕΕΑ προσφυγή κατά της αποφάσεως της εξετάστριας, δυνάμει των άρθρων 57 έως 62 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009).

9        Με απόφαση της 4ης Νοεμβρίου 2009 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το δεύτερο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ απέρριψε την προσφυγή, για τον λόγο ότι το επίμαχο σήμα στερείται διακριτικού χαρακτήρα, υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009, και είναι περιγραφικό των υπηρεσιών που αφορά η αίτηση καταχωρίσεως, υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού αυτού, για τους ελληνόφωνους καταναλωτές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έκρινε επίσης ότι δεν αποδείχθηκε ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού.

 Αιτήματα των διαδίκων

10      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να διατάξει την καταχώριση του επίμαχου σήματος ως κοινοτικού, και

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

11      Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή, και

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Επί του παραδεκτού του δευτέρου αιτήματος της προσφεύγουσας

12      Το ΓΕΕΑ υποστηρίζει ότι το δεύτερο αίτημα της προσφεύγουσας είναι απαράδεκτο, εφόσον ζητείται από το Γενικό Δικαστήριο να απευθύνει, καθ’ υπέρβαση της αρμοδιότητάς του, διαταγή στο ΓΕΕΑ.

13      Όπως διευκρινίζει η προσφεύγουσα στο υπόμνημα απαντήσεως, με το αίτημα αυτό ζητείται από το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει το ΓΕΕΑ να καταχωρίσει το επίμαχο σήμα. Όμως, κατά πάγια νομολογία, δεδομένου ότι το ΓΕΕΑ υπέχει από το άρθρο 65, παράγραφος 6, του κανονισμού 207/2009 την υποχρέωση να λαμβάνει τα μέτρα που είναι αναγκαία για την εκτέλεση των αποφάσεων του δικαστή της Ένωσης, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να απευθύνει σχετική διαταγή στο ΓΕΕΑ. Πράγματι, στο τελευταίο αυτό απόκειται να συναγάγει τις συνέπειες του διατακτικού και του σκεπτικού της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου [βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Μαρτίου 2010, T‑15/09, Euro‑Information κατά ΓΕΕΑ (EURO AUTOMATIC CASH), δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 13 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

14      Επομένως, το δεύτερο αίτημα της προσφεύγουσας είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο.

 Επί της ουσίας

15      Προς στήριξη της προσφυγής, η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως, αναφερόμενους σε παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία β΄ και γ΄, και του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, αντιστοίχως.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία β΄ και γ΄, του κανονισμού 207/2009

16      Ο λόγος αυτός χωρίζεται σε δύο σκέλη που αφορούν παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 207/2009 αντιστοίχως. Ενδείκνυται να εξετασθεί, κατ’ αρχάς, το δεύτερο σκέλος.

17      Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 207/2009, δεν γίνονται δεκτά για καταχώριση «τα σήματα που αποτελούνται αποκλειστικά από σημεία ή ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν, στο εμπόριο, προς δήλωση του είδους, της ποιότητας, της ποσότητας, του προορισμού, της αξίας, της γεωγραφικής προέλευσης ή του χρόνου παραγωγής του προϊόντος ή της παροχής της υπηρεσίας ή άλλων χαρακτηριστικών του προϊόντος ή της υπηρεσίας». Επιπλέον, το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 ορίζει ότι η «παράγραφος 1 εφαρμόζεται ακόμη και αν οι λόγοι απαραδέκτου υφίστανται μόνο σε τμήμα της Κοινότητας».

18      Το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 207/2009 επιδιώκει σκοπό γενικού συμφέροντος, ο οποίος επιβάλλει να παραμένουν ελεύθερα προς χρήση από όλους τα σημεία ή οι ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν, στο εμπόριο, για να δηλώσουν χαρακτηριστικά γνωρίσματα των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τα οποία ζητείται η καταχώριση. Κατά συνέπεια, η διάταξη αυτή δεν επιτρέπει να χρησιμοποιούνται τέτοια σημεία ή ενδείξεις κατ’ αποκλειστικότητα από μία επιχείρηση λόγω της καταχωρίσεώς τους ως σήματα (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Απριλίου 2007, C‑273/05 P, ΓΕΕΑ κατά Celltech, Συλλογή 2007, σ. I‑2883, σκέψη 75 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

19      Τα σημεία και οι ενδείξεις που αφορά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 207/2009 είναι εκείνα τα οποία δύνανται, στο πλαίσιο συνήθους, όπως την αντιλαμβάνεται το οικείο κοινό, χρήσεως, να προσδιορίσουν, είτε άμεσα είτε με μνεία ενός ουσιώδους χαρακτηριστικού, το προϊόν ή την υπηρεσία για τα οποία ζητείται η καταχώριση [βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 22ας Ιουνίου 2005, T‑19/04, Metso Paper Automation κατά ΓΕΕΑ (PAPERLAB), Συλλογή 2005, σ. II‑2383, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

20      Επομένως, για να εμπίπτει ένα σημείο στο πεδίο εφαρμογής της προβλεπομένης από την εν λόγω διάταξη απαγορεύσεως, πρέπει να έχει αρκούντως άμεση και συγκεκριμένη σχέση με τα οικεία προϊόντα ή υπηρεσίες, ώστε το οικείο κοινό να μπορεί, αμέσως και χωρίς περαιτέρω σκέψη, να αντιληφθεί ότι πρόκειται για περιγραφή είτε των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών είτε ενός χαρακτηριστικού τους (βλ. την προαναφερθείσα στην ανωτέρω σκέψη 19 απόφαση PAPERLAB, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

21      Κατά συνέπεια, ο περιγραφικός χαρακτήρας σήματος πρέπει να εκτιμάται σε σχέση, αφενός με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία ζητείται η καταχώριση και, αφετέρου με τον τρόπο που το αντιλαμβάνεται το οικείο κοινό, το οποίο αποτελείται από τους καταναλωτές των προϊόντων ή τους αποδέκτες των υπηρεσιών αυτών [βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Ιουνίου 2005, T‑316/03, Münchener Rückversicherungs-Gesellschaft κατά ΓΕΕΑ (MunichFinancialServices), Συλλογή 2005, σ. II‑1951, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

22      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα σημεία 9 και 10 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών έκρινε ορθώς ότι, εφόσον το επίμαχο σήμα συνίσταται σε μία λέξη της ελληνικής γλώσσας, το οικείο κοινό αποτελείται από το σύνολο των ελληνόφωνων καταναλωτών της Ένωσης, ήτοι τους Έλληνες και τους Κύπριους καταναλωτές.

23      Κατά την εκτίμηση του τμήματος προσφυγών, με τον όρο «υγεία» το ελληνόφωνο, υπό την ευρεία έννοια, κοινό αντιλαμβάνεται αμέσως και χωρίς περαιτέρω σκέψη ότι ο σκοπός των οικείων υπηρεσιών έγκειται στη διασφάλιση της σωματικής ευεξίας του καταναλωτή και, ως εκ τούτου, ο όρος αυτός περιγράφει σαφώς και αμέσως το αντικείμενο και τον σκοπό των «ιατρικών υπηρεσιών», τις οποίες αφορά η αίτηση καταχωρίσεως. Επιπλέον, το τμήμα προσφυγών διευκρίνισε ότι, εφόσον το επίμαχο σήμα έχει καθαρώς περιγραφική σημασία σε σχέση με τις ως άνω υπηρεσίες, το οικείο κοινό θα το αντιλαμβανόταν κατ’ αρχήν ως περιγραφική ένδειξη, αποκλείοντας έτσι κάθε ενδεχόμενο να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι το σήμα αυτό αναφέρεται στην εμπορική προέλευση των εν λόγω υπηρεσιών.

24      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι κακώς το τμήμα προσφυγών απέδωσε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, αμιγώς περιγραφικό χαρακτήρα στο επίμαχο σήμα, ενώ αυτό επιτελεί «διακριτική λειτουργία in abstracto». Ειδικότερα:

25      Πρώτον, το τμήμα προσφυγών δεν έλαβε υπόψη του τη διακριτική λειτουργία του επίμαχου σήματος, με την οποία εξατομικεύεται αποτελεσματικά ο σύνδεσμος που υφίσταται ανάμεσα στις οικείες υπηρεσίες και την προσφεύγουσα, ως επιχείρηση προσανατολισμένη στην προστασία του αγαθού της υγείας.

26      Δεύτερον, η χρήση του λεκτικού σημείου υγεία παραπέμπει στον σκοπό των ιατρικών υπηρεσιών, ήτοι σε εκείνη την κατάσταση σωματικής και ψυχικής ευρυθμίας που συγκροτεί την έννοια της ανθρώπινης υγείας. Ωστόσο, η λέξη «υγεία» δεν αποτελεί κατάλληλη ένδειξη για τον χαρακτηρισμό της φύσεως των παρεχομένων υπηρεσιών. Η φύση των υπηρεσιών περιγράφεται στην πραγματικότητα με τον όρο «ιατρική περίθαλψη», ο οποίος υποδηλώνει το μέσον επιτεύξεως της υγείας και αντιδιαστέλλεται εννοιολογικώς προς αυτήν.

27      Τρίτον, όπως απέδειξε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του ΓΕΕΑ, το επίμαχο σήμα έχει καταχωρισθεί ως εθνικό σήμα στην Ελλάδα, χωρίς να αμφισβητηθεί ο διακριτικός του χαρακτήρας σε σχέση με τις οικείες υπηρεσίες. Μολονότι παραδέχεται ότι η κρίση της αρμόδιας ελληνικής αρχής δεν δεσμεύει το ΓΕΕΑ, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η κρίση αυτή θα μπορούσε να αποβεί χρήσιμη όσον αφορά τον προσδιορισμό του εννοιολογικού περιεχομένου του επίδικου όρου στην ελληνική γλώσσα.

28      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί την έννοια που απέδωσε στον ελληνικό όρο «υγεία» το τμήμα προσφυγών, κατά το οποίο η λέξη αυτή υποδηλώνει τη φυσιολογική κατάσταση του οργανισμού, την αρτιότητα της λειτουργίας των μερών του σώματος, τη σωματική ευεξία. Ισχυρίζεται, όμως, ότι το επίμαχο σήμα παραπέμπει στον σκοπό των ιατρικών υπηρεσιών, και όχι στις εν λόγω υπηρεσίες αυτές καθαυτές.

29      Εντούτοις, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο σκοπός που επιδιώκεται με τη χρήση των καλυπτόμενων από ένα συγκεκριμένο σήμα προϊόντων ή υπηρεσιών, έστω και αν δεν μνημονεύεται ρητώς μεταξύ των παραδειγμάτων περιγραφικών ενδείξεων που παρατίθενται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 207/2009, ανάγεται στον προορισμό των ως άνω προϊόντων ή υπηρεσιών, ο οποίος καταλέγεται μεταξύ των ενδείξεων αυτών. Επομένως, σήμα αποτελούμενο από έναν όρο, ο οποίος περιγράφει ευθέως και αμέσως τον σκοπό που επιδιώκεται με τη χρήση των καλυπτόμενων από αυτό προϊόντων ή υπηρεσιών, έχει περιγραφικό χαρακτήρα, κατά την έννοια της προαναφερθείσας διατάξεως, ως προς τα εν λόγω προϊόντα ή υπηρεσίες [βλ., σχετικώς, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Ιουνίου 2010, T‑315/09, Hoelzer κατά ΓΕΕΑ (SAFELOAD), δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 25, και της 8ης Σεπτεμβρίου 2010, T‑64/09, Micro Shaping κατά ΓΕΕΑ (packaging), δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 38 και 44].

30      Όσον αφορά τις «ιατρικές υπηρεσίες», τις οποίες αφορά το επίμαχο σήμα, η λέξη «υγεία» απλώς περιγράφει ευθέως και αμέσως, για το ελληνόφωνο κοινό, τον προορισμό τους, ήτοι την αποκατάσταση της υγείας. Συνεπώς, το επίμαχο σήμα παραπέμπει, κατά την αντίληψη του οικείου κοινού, στον προορισμό των υπηρεσιών τις οποίες αφορά και είναι, ως εκ τούτου, περιγραφικό των υπηρεσιών αυτών, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 207/2009, όπως ορθώς διαπίστωσε το τμήμα προσφυγών στο σημείο 10 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

31      Το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι είχε επιτύχει την καταχώριση του ίδιου λεκτικού σημείου ως εθνικού σήματος στην Ελλάδα δεν μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικό συμπέρασμα.

32      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία, το σύστημα των κοινοτικών σημάτων είναι αυτόνομο, συγκροτείται από πλέγμα ιδιαίτερων κανόνων και επιδιώκει σκοπούς που προσιδιάζουν σε αυτό, ενώ η εφαρμογή του είναι ανεξάρτητη από κάθε εθνικό σύστημα (απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Οκτωβρίου 2007, C‑238/06 P, Develey κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2007, σ. I‑9375, σκέψη 65). Κατά συνέπεια, η δυνατότητα καταχωρίσεως σημείου ως κοινοτικού σήματος πρέπει να εκτιμάται μόνο βάσει των σχετικών κανόνων του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επομένως, το ΓΕΕΑ και, ενδεχομένως, ο δικαστής της Ένωσης δεν δεσμεύονται από εκδοθείσα σε κράτος μέλος απόφαση, με την οποία έγινε δεκτό ότι το ίδιο σημείο μπορεί να καταχωρισθεί ως εθνικό σήμα. Τούτο ισχύει έστω και αν η απόφαση αυτή ελήφθη κατ’ εφαρμογήν εθνικής νομοθεσίας εναρμονισμένης με την πρώτη οδηγία 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ 1989, L 40, σ. 1) [καταργηθείσα με την οδηγία 2008/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ L 299, σ. 25)], ή ακόμη σε χώρα εμπίπτουσα στη γλωσσική ζώνη από την οποία προέρχεται το οικείο λεκτικό σημείο [απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Φεβρουαρίου 2002, T‑106/00, Streamserve κατά ΓΕΕΑ (STREAMSERVE), Συλλογή 2002, σ. II‑723, σκέψη 47].

33      Χωρίς να έχουν αποφασιστική σημασία, οι εθνικές καταχωρίσεις μπορούν να λαμβάνονται υπόψη κατά την εξέταση των απόλυτων λόγων απαραδέκτου. Συναφώς, η επιρροή που ενδέχεται να ασκήσουν κατά την εκτίμηση του ζητήματος αν το επίμαχο σήμα μπορεί να καταχωρισθεί, λαμβανομένων υπόψη των λόγων απαραδέκτου του άρθρου 7 του κανονισμού 207/2009, εξαρτάται από τις συγκεκριμένες περιστάσεις της εκάστοτε υποθέσεως [απόφαση του Πρωτοδικείου της 5ης Ιουνίου 2002, T‑198/00, Hershey Foods κατά ΓΕΕΑ (Kiss Device with plume), Συλλογή 2002, σ. II‑2567, σκέψεις 32 και 33, και προαναφερθείσα στην ανωτέρω σκέψη 29 απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου SAFELOAD, σκέψη 33].

34      Πάντως, το γεγονός και μόνον ότι το σημείο υγεία καταχωρίσθηκε ως σήμα στην Ελλάδα δεν αρκεί, ελλείψει οποιασδήποτε διευκρινίσεως ως προς το έρεισμα της σχετικής αποφάσεως της αρμόδιας ελληνικής αρχής, για να αναιρέσει το προεκτεθέν στη σκέψη 30 συμπέρασμα ότι το επίμαχο σήμα έχει περιγραφικό χαρακτήρα.

35      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 207/2009, πρέπει να απορριφθεί.

36      Εκ τούτου συνάγεται, περαιτέρω, ότι είναι απορριπτέο και το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009. Πράγματι, σήμα που έχει περιγραφικό χαρακτήρα, υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 207/2009, στερείται κατ’ ανάγκην, υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού, διακριτικού χαρακτήρα υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του ίδιου κανονισμού [βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Φεβρουαρίου 2010, T‑289/08, Deutsche BKK κατά ΓΕΕΑ (Deutsche BKK), δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 12ης Φεβρουαρίου 2004, C‑363/99, Koninklijke KPN Nederland, Συλλογή 2004, σ. I‑1619, σκέψη 86, και C‑265/00, Campina Melkunie, Συλλογή 2004, σ. I‑1699, σκέψη 19].

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009

37      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι κακώς το τμήμα προσφυγών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το επίμαχο σήμα δεν είχε αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεώς του.

38      Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, οι απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία β΄ έως δ΄, του ίδιου κανονισμού δεν αποκλείουν την καταχώριση σήματος, αν αυτό έχει αποκτήσει, για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία ζητείται η καταχώριση, διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσεως που του έχει γίνει.

39      Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009 δεν προβλέπει αυτοτελές δικαίωμα καταχωρίσεως σήματος. Εισάγει εξαίρεση από τους λόγους απαραδέκτου στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία β΄ έως δ΄, του εν λόγω κανονισμού. Επομένως, το περιεχόμενό του πρέπει να ερμηνεύεται σε συνάρτηση με αυτούς τους λόγους απαραδέκτου [απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Σεπτεμβρίου 2009, T‑152/07, Lange Uhren κατά ΓΕΕΑ (Γεωμετρικά σχήματα στον δίσκο ωρολογίου χειρός), δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 121].

40      Σημειωτέον ακόμη ότι, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, το κοινοτικό σήμα έχει «ενιαίο χαρακτήρα», με συνέπεια να «παράγει τα ίδια αποτελέσματα στο σύνολο της Κοινότητας». Από τον ενιαίο χαρακτήρα του κοινοτικού σήματος προκύπτει ότι, για να γίνει δεκτή η καταχώριση σημείου, αυτό πρέπει να έχει διακριτικό χαρακτήρα στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για το λόγο αυτό, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, η αίτηση καταχωρίσεως σήματος απορρίπτεται αν αυτό στερείται διακριτικού χαρακτήρα σε τμήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης [απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Μαρτίου 2000, T-91/99, Ford Motor κατά ΓΕΕΑ (OPTIONS), Συλλογή 2000, σ. II-1925, σκέψεις 23 έως 25]. Το τμήμα της Ένωσης, κατά την έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού, μπορεί ενδεχομένως να αποτελείται από ένα και μόνον κράτος μέλος (απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Ιουνίου 2006, C‑25/05 P, Storck κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2006, σ. I‑5719, σκέψη 83).

41      Το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, το οποίο επιτρέπει την καταχώριση σημείων που έχουν αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεως, πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα τις ως άνω επιταγές. Κατά συνέπεια, πρέπει να αποδειχθεί ότι αποκτήθηκε διακριτικός χαρακτήρας διά της χρήσεως σε ολόκληρη την περιοχή στην οποία το οικείο σήμα δεν είχε ab initio τέτοιο χαρακτήρα [βλ. προαναφερθείσα στην ανωτέρω σκέψη 40 απόφαση του Δικαστηρίου Storck κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 83· απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Μαΐου 2009, T‑211/06, T‑213/06, T‑245/06, T‑155/07 και T‑178/07, Euro‑Information κατά ΓΕΕΑ (CYBERCREDIT, CYBERGESTION, CYBERGUICHET, CYBERBOURSE και CYBERHOME), δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 54 έως 57, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 29ης Σεπτεμβρίου 2010, T‑378/07, CNH Global κατά ΓΕΕΑ (Συνδυασμός κόκκινου, μαύρου και γκρι χρώματος για ελκυστήρα), δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

42      Εξάλλου, από τη νομολογία προκύπτει ότι για να θεωρηθεί ότι το σήμα έχει αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα διά της χρήσεώς του απαιτείται ένα σημαντικό τουλάχιστον τμήμα του οικείου κοινού να αναγνωρίζει, χάρη στο σήμα, ότι τα σχετικά προϊόντα ή υπηρεσίες προέρχονται από συγκεκριμένη επιχείρηση [βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Δεκεμβρίου 2005, T‑262/04, BIC κατά ΓΕΕΑ (Σχήμα αναπτήρα με πυρόλιθο), Συλλογή 2005, σ. II‑5959, σκέψη 61 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

43      Προκειμένου να διαπιστώσει αν το σήμα έχει αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσεώς του, η αρμόδια αρχή οφείλει να εκτιμήσει σφαιρικώς τα στοιχεία βάσει των οποίων μπορεί να αποδειχθεί ότι το σήμα κατέστη ικανό να προσδιορίζει τα οικεία προϊόντα ή υπηρεσίες ως προερχόμενα από συγκεκριμένη επιχείρηση και, επομένως, να τα διακρίνει από τα αντίστοιχα άλλων επιχειρήσεων [αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 6ης Μαρτίου 2007, T‑230/05, Golf USA κατά ΓΕΕΑ (GOLF USA), δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 79, και της 15ης Οκτωβρίου 2008, T‑405/05, Powerserv Personalservice κατά ΓΕΕΑ – Manpower (MANPOWER), Συλλογή 2008, σ. II‑2883, σκέψη 130· βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Μαΐου 1999, C‑108/97 και C‑109/97, Windsurfing Chiemsee, Συλλογή 1999, σ. I‑2779, σκέψη 49].

44      Συναφώς, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, το μερίδιο της αγοράς που αναλογεί στο σήμα, η εντατικότητα, η γεωγραφική έκταση και η διάρκεια της χρήσεως του σήματος αυτού, το μέγεθος των επενδύσεων στις οποίες έχει προβεί η οικεία επιχείρηση για την προώθησή του, το ποσοστό των ενδιαφερομένων που αναγνωρίζει, χάρη στο σήμα, ότι το προϊόν ή η υπηρεσία προέρχεται από συγκεκριμένη επιχείρηση, οι δηλώσεις εμπορικών και βιομηχανικών επιμελητηρίων ή άλλων επαγγελματικών ενώσεων, καθώς και οι δημοσκοπήσεις (βλ. προαναφερθείσα στην ανωτέρω σκέψη 42 απόφαση Σχήμα αναπτήρα με πυρόλιθο, σκέψη 64 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

45      Αν, βάσει τέτοιου είδους στοιχείων, η αρμόδια αρχή εκτιμά ότι ο ενδιαφερόμενος κύκλος προσώπων ή, τουλάχιστον, ένα σημαντικό τμήμα του αναγνωρίζουν, χάρη στο σήμα, ότι το προϊόν ή η υπηρεσία προέρχεται από συγκεκριμένη επιχείρηση, πρέπει εν πάση περιπτώσει να δεχθεί ότι πληρούται η προϋπόθεση του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009 για την καταχώριση του σήματος. Ωστόσο, δεν αρκούν απλώς και μόνο γενικά και αφηρημένα στοιχεία για να διαπιστωθεί ότι συντρέχουν οι περιστάσεις υπό τις οποίες μπορεί να θεωρηθεί ότι πληρούται η προϋπόθεση αυτή (βλ., κατ’ αναλογία, προαναφερθείσα στην ανωτέρω σκέψη 43 απόφαση Windsurfing Chiemsee, σκέψη 52).

46      Υπό το πρίσμα αυτών ακριβώς των σκέψεων πρέπει να εξετασθεί, κατ’ αρχάς, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το τμήμα προσφυγών όφειλε, κατά την εκτίμηση του ζητήματος αν το επίμαχο σήμα απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσεώς του, να λάβει υπόψη το σύνολο του ελληνόφωνου γεωγραφικού χώρου, χωρίς να εξετάσει χωριστά τα διαφορετικά κράτη μέλη που τον απαρτίζουν.

47      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, συναφώς, ότι η προσέγγιση που υιοθέτησε το τμήμα προσφυγών στην προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία ήλεγξε το ζήτημα της χρήσεως χωριστά για κάθε κράτος μέλος που έχει ως επίσημη γλώσσα την ελληνική, δεν βρίσκει έρεισμα ούτε στο γράμμα ούτε στον σκοπό του πρωτογενούς και του παράγωγου δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ουδεμία διάταξη της εφαρμοστέας νομοθεσίας επιβάλλει να επέρχονται σε συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο τα αποτελέσματα της χρήσεως ως προς τον διακριτικό χαρακτήρα. Το κρίσιμο στοιχείο είναι να αναπτύσσονται τέτοια αποτελέσματα σε σχέση με ένα δεδομένο κοινό. Το κοινό αυτό πρέπει να εξετάζεται στο σύνολό του, και όχι χωριστά για κάθε κράτος μέλος που έχει ως επίσημη γλώσσα εκείνη στην οποία το επίμαχο σημείο έχει περιγραφικό χαρακτήρα.

48      Όσον αφορά, ειδικότερα, την προκειμένη περίπτωση, η προσφεύγουσα τονίζει ότι ο ελληνόφωνος πληθυσμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατοικεί, στη συντριπτική πλειονότητά του, στο έδαφος της Ελληνικής Δημοκρατίας. Η αναλογία μεταξύ του πληθυσμού της Ελληνικής Δημοκρατίας και του πληθυσμού της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι πολύ μεγαλύτερη από 10 προς 1, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία των στατιστικών υπηρεσιών των δύο αυτών κρατών μελών. Συνεπώς, το ελληνόφωνο κοινό της Κυπριακής Δημοκρατίας αντιπροσωπεύει ποσοστό πολύ μικρότερο του 10 % της σχετικής αγοράς.

49      Όπως ήδη επισημάνθηκε στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου λόγου ακυρώσεως, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι το επίμαχο σήμα είναι περιγραφικό των υπηρεσιών για τις οποίες ζητείται η καταχώρισή του όσον αφορά το ελληνόφωνο κοινό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι τους Έλληνες και τους Κύπριους καταναλωτές, εφόσον η Ελληνική Δημοκρατία και η Κυπριακή Δημοκρατία είναι τα μόνα κράτη μέλη που έχουν ως επίσημη γλώσσα την ελληνική.

50      Επομένως, κατ’ εφαρμογήν της προαναφερθείσας στις ανωτέρω σκέψεις 41 και 42 νομολογίας, για να καταχωρισθεί το επίμαχο σήμα ως κοινοτικό, η προσφεύγουσα έπρεπε να αποδείξει ενώπιον του τμήματος προσφυγών ότι τουλάχιστον ένα σημαντικό τμήμα του οικείου κοινού καθεμίας από τις δύο αυτές χώρες αναγνωρίζει, χάρη στο σήμα, ότι οι οικείες υπηρεσίες προέρχονται από την προσφεύγουσα (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑164/06, ColArt/Americas κατά ΓΕΕΑ (BASICS), δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 48, και προαναφερθείσα στην ανωτέρω σκέψη 41 απόφαση CYBERCREDIT, CYBERGESTION, CYBERGUICHET, CYBERBOURSE και CYBERHOME, σκέψεις 56 και 57).

51      Η αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την οποία αρκεί να αποδειχθεί ότι ένα σημαντικό τμήμα του ελληνόφωνου κοινού της Ένωσης, συνολικώς θεωρούμενου, αναγνωρίζει, χάρη στο επίμαχο σήμα, ότι οι υπηρεσίες τις οποίες αφορά η αίτηση καταχωρίσεως προέρχονται από την προσφεύγουσα, δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Υπογραμμίζεται ότι, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, το κοινοτικό σήμα έχει ενιαίο χαρακτήρα και παράγει τα ίδια αποτελέσματα σε ολόκληρη την Ένωση. Πράγματι, σκοπός του εν λόγω κανονισμού, όπως προκύπτει από την τρίτη και την τέταρτη αιτιολογική του σκέψη, είναι να παράσχει στις επιχειρήσεις το δικαίωμα να αποκτούν, βάσει μιας ενιαίας διαδικασίας, κοινοτικά σήματα τα οποία θα προστατεύονται ομοιόμορφα, δεδομένου ότι, προκειμένου να μπορούν οι επιχειρήσεις να ασκούν χωρίς εμπόδια την οικονομική τους δραστηριότητα στο σύνολο της εσωτερικής αγοράς, πρέπει τα σήματα αυτά να διέπονται από ενιαία ρύθμιση που εφαρμόζεται απευθείας σε όλα τα κράτη μέλη. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι προϋπόθεση για την καταχώριση ως κοινοτικό σήμα είναι να μην έχει το σημείο περιγραφικό χαρακτήρα σε κανένα κράτος μέλος.

52      Πράγματι, θα ήταν παράδοξο να γίνει δεκτό ότι ένα κράτος μέλος, αφενός οφείλει κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2008/95 να απορρίψει την αίτηση καταχωρίσεως ως εθνικού σήματος ενός σημείου που έχει περιγραφικό χαρακτήρα στο έδαφός του και, αφετέρου οφείλει να αναγνωρίσει το ίδιο σημείο ως κοινοτικό σήμα, για τον λόγο και μόνον ότι αυτό έχει αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα εντός άλλου κράτους μέλους, το οποίο έχει την ίδια επίσημη γλώσσα.

53      Επομένως, είναι αβάσιμο το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η κατάσταση στην Κυπριακή Δημοκρατία ουδεμία επιρροή ασκεί ως προς το ζήτημα αν το επίμαχο σήμα απέκτησε, λόγω της χρήσεώς του, διακριτικό χαρακτήρα για το σύνολο του ελληνόφωνου πληθυσμού της Ένωσης.

54      Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα όφειλε να αποδείξει ενώπιον του τμήματος προσφυγών ότι το σημείο υγεία είχε αποκτήσει πριν από την ημερομηνία καταθέσεως της αίτησης καταχωρίσεως, στις 21 Ιουλίου 2008, διακριτικό χαρακτήρα στα τμήματα εκείνα της Ένωσης σε σχέση με τα οποία κρίθηκε ότι το σήμα έχει περιγραφικό χαρακτήρα, ήτοι στο έδαφος τόσο της Ελληνικής Δημοκρατίας όσο και της Κυπριακής Δημοκρατίας.

55      Όσον αφορά την Ελληνική Δημοκρατία, η προσφεύγουσα προέβαλε, ενώπιον τόσο της εξετάστριας όσο και του τμήματος προσφυγών, διάφορα αποδεικτικά στοιχεία αναγόμενα στις επενδύσεις που πραγματοποίησε ή σχεδίαζε να πραγματοποιήσει, στα επιστημονικά επιτεύγματα του ιατρικού προσωπικού του νοσοκομείου της, στον κύκλο εργασιών της, στα κέρδη της και στο ότι το νοσοκομείο της με την επωνυμία «Yγεία» αποτελεί σημείο αναφοράς για την περιοχή της Αθήνας στην οποία βρίσκεται.

56      Εντούτοις, στο σημείο 17 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών επισήμανε ότι από τα στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα δεν προκύπτει ποιο είναι το μερίδιο της αγοράς το οποίο αναλογεί στο επίμαχο σήμα, πόσο εντατική, γεωγραφικώς εκτεταμένη και μακροχρόνια υπήρξε η χρήση του, πόσο σημαντικές επενδύσεις πραγματοποίησε η προσφεύγουσα για να το προωθήσει και ποιο είναι το ποσοστό των ενδιαφερομένων που αναγνωρίζει, χάρη στο σήμα, ότι οι οικείες ιατρικές υπηρεσίες προέρχονται από την προσφεύγουσα.

57      Με το δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα δεν βάλλει κατά τρόπο ειδικό και συγκεκριμένο κατά των διαπιστώσεων αυτών του τμήματος προσφυγών. Επιμένει, όμως, ότι το ΓΕΕΑ όφειλε, στο πλαίσιο της εξετάσεως του ζητήματος της χρήσεως του επίμαχου σήματος, να λάβει επίσης υπόψη το γεγονός ότι αυτό είχε καταχωρισθεί ως εθνικό σήμα στην Ελλάδα, ενώ επικαλείται και νέα στατιστικά δεδομένα σχετικά με τον αριθμό των χειρουργικών επεμβάσεων που πραγματοποιήθηκαν στο νοσοκομείο της, τον αριθμό των ατόμων που εισήχθησαν σε αυτό για παροχή ιατρικής περιθάλψεως και τον αριθμό των ημερών νοσηλείας από το 2006 έως το 2008.

58      Επιπλέον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, με το υπόμνημα απαντήσεως, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας. Συγκεκριμένα, το τμήμα προσφυγών επισήμανε απλώς και μόνο, με την απόφαση αυτή, ότι δεν αποδείχθηκε ότι το επίμαχο σήμα έχει αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα στο εσωτερικό της Ελληνικής Δημοκρατίας διά της χρήσεώς του. Επομένως, κατά την άποψή της, δεν εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι λόγοι στους οποίους αυτή στηρίχθηκε.

59      Όσον αφορά την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογήσεως αποτελεί ουσιώδη τύπο, ο οποίος πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι αυτό αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξεως (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑239/04 και T‑323/04, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑3265, σκέψη 117 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Πράγματι, τυχόν εσφαλμένη αιτιολογία δεν ισοδυναμεί με ανύπαρκτη αιτιολογία (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 2010, T‑368/09 P, Sevenier κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

60      Εν προκειμένω, στο σημείο 17 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών διαπίστωσε, κατ’ ουσίαν, ότι τα στοιχεία που προσκομίστηκαν προκειμένου να αποδειχθεί ότι η χρήση του επίμαχου σήματος του προσέδωσε διακριτικό χαρακτήρα δεν αρκούσαν για να αποδείξουν μια τέτοια χρήση, λαμβανομένης υπόψη της πάγιας νομολογίας, την οποία το τμήμα προσφυγών είχε υπενθυμίσει με το προηγούμενο σημείο (16) της ίδιας αποφάσεως (βλ. επίσης σκέψη 44 της παρούσας αποφάσεως). Η ως άνω διαπίστωση αφορά τόσο την Ελληνική Δημοκρατία όσο και την Κυπριακή Δημοκρατία, δεδομένου ότι το τμήμα προσφυγών δεν προέβη συναφώς σε οποιαδήποτε διάκριση, και συνιστά επαρκή αιτιολογία, επιφυλασσομένης της εξετάσεως της βασιμότητάς της, η οποία θα ακολουθήσει αμέσως κατωτέρω. Η αιτίαση της προσφεύγουσας περί ελλείψεως αιτιολογίας πρέπει επομένως να απορριφθεί.

61      Όσον αφορά τη βασιμότητα της αιτιολογίας αυτής, από τον φάκελο της διαδικασίας ενώπιον του ΓΕΕΑ, ο οποίος διαβιβάσθηκε στο Γενικό Δικαστήριο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 133, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, προκύπτει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα ενώπιον των οργάνων του ΓΕΕΑ περιελάμβαναν: το καταστατικό της, όπως καταρτίσθηκε αρχικώς και ως έχει μετά την τροποποίησή του το 1973· αντίγραφα δύο τευχών του περιοδικού Νέα του Υγεία (Μάιος 1989 και Ιούνιος 1997)· αποκόμματα εφημερίδων και εκτυπώσεις από ιστοσελίδες στο Διαδίκτυο. Κανένα από τα στοιχεία αυτά, ως εκ της φύσεως και του περιεχομένου τους, δεν είναι ικανό να αποδείξει ότι είναι εσφαλμένο το προεκτεθέν στην ανωτέρω σκέψη 56 συμπέρασμα του τμήματος προσφυγών, το οποίο άλλωστε η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί κατά τρόπο ειδικό και συγκεκριμένο. Πράγματι, ουδαμώς συνάγεται ότι το προαναφερθέν περιοδικό, το οποίο εκδίδει η προσφεύγουσα και αναφέρεται στις δραστηριότητές της, διατίθεται στο ευρύ κοινό. Επιπλέον, τα προσκομισθέντα από την προσφεύγουσα αποκόμματα εφημερίδων, στα οποία γίνεται λόγος για τον κύκλο εργασιών και τα αποτελέσματά της κατά το πρώτο εξάμηνο του 2008, τις επενδύσεις της εκτός Ελλάδας, καθώς και τις θεραπευτικές μεθόδους που χρησιμοποιούνται στα νοσηλευτικά της ιδρύματα, αφορούν, εν πάση περιπτώσει, μικρό μόνο χρονικό διάστημα, ήτοι τα δύο τελευταία έτη πριν από την κατάθεση της αιτήσεως καταχωρίσεως. Τέλος, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το προσκομισθέν ενώπιον του ΓΕΕΑ υλικό από τις ιστοσελίδες στο Διαδίκτυο καταδεικνύει ότι ο όρος «υγεία» χρησιμοποιείται ως σημείο αναφοράς για την περιοχή της Αθήνας στην οποία βρίσκεται το νοσοκομείο της προσφεύγουσας, το γεγονός αυτό δεν αρκεί για να αποδείξει ότι, στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας, ο επίδικος όρος γίνεται αντιληπτός από το οικείο κοινό ως αναφερόμενος στις υπηρεσίες που παρέχει η προσφεύγουσα.

62      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται ούτε από τη χρησιμοποίηση της λέξεως «υγεία» ως τμήματος της εταιρικής επωνυμίας της προσφεύγουσας από το 1973 και εντεύθεν, ούτε από την καταχώριση του λεκτικού σημείου «υγεία» ως εθνικού σήματος στην Ελλάδα. Πράγματι, κανένα από τα δύο αυτά στοιχεία δεν αρκεί για να αποδείξει ότι σημαντικό τμήμα του ελληνικού κοινού συνδέει τις ιατρικές υπηρεσίες που παρέχονται υπό το σημείο υγεία με μία συγκεκριμένη επιχείρηση.

63      Εξάλλου, από τον φάκελο της διαδικασίας ενώπιον του ΓΕΕΑ προκύπτει ότι τα στατιστικά στοιχεία τα οποία επικαλείται η προσφεύγουσα με το δικόγραφο της προσφυγής δεν είχαν προβληθεί στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας. Επομένως, η προσφεύγουσα τα επικαλείται για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

64      Πρέπει, ωστόσο, να υπομνησθεί ότι σκοπός της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου είναι να ελέγχεται η νομιμότητα των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών του ΓΕΕΑ, κατά την έννοια του άρθρου 65 του κανονισμού 207/2009. Επιπλέον, το άρθρο 135, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας ορίζει ότι δεν επιτρέπεται τα υπομνήματα των διαδίκων να τροποποιούν το αντικείμενο της ενώπιον του τμήματος προσφυγών διαφοράς. Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι πραγματικά στοιχεία τα οποία δεν είχαν επικαλεστεί οι διάδικοι ενώπιον των οργάνων του ΓΕΕΑ δεν είναι πλέον δυνατό να υποβληθούν κατά το στάδιο της προσφυγής που ασκείται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο καλείται να εκτιμήσει τη νομιμότητα της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών, ελέγχοντας την εκ μέρους του εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, βάσει, μεταξύ άλλων, των πραγματικών στοιχείων που έχουν υποβληθεί ενώπιον του εν λόγω τμήματος (βλ., σχετικώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Ιουλίου 2006, C‑214/05 P, Rossi κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2006, σ. I‑7057, σκέψη 50), χωρίς να μπορεί, αντιθέτως, να λάβει υπόψη του, στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού, πραγματικά στοιχεία τα οποία υποβάλλονται το πρώτον ενώπιόν του (βλ. απόφαση της 13ης Μαρτίου 2007, C‑29/05 P, ΓΕΕΑ κατά Kaul, Συλλογή 2007, σ. I‑2213, σκέψη 54). Κατά συνέπεια, τα στατιστικά στοιχεία τα οποία επικαλείται η προσφεύγουσα δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Γενικό Δικαστήριο κατά την εξέταση του ζητήματος αν το επίμαχο σήμα απέκτησε, στην ελληνική επικράτεια, διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσεώς του.

65      Υπό τις περιστάσεις αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ορθώς το τμήμα προσφυγών αποφάνθηκε ότι δεν αποδείχθηκε ότι το επίμαχο σήμα είχε αποκτήσει, στην ελληνική επικράτεια, διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσεώς του.

66      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, εντούτοις, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ερμηνευθεί ως έχουσα την έννοια ότι, κατά την κρίση του τμήματος προσφυγών, η προσφεύγουσα απέδειξε ότι το επίμαχο σήμα έχει αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσεώς του στην ελληνική επικράτεια. Συναφώς, αναφέρεται συγκεκριμένα στο σημείο 18 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο έχει ως εξής: «Και εάν ακόμη υποτεθεί ότι το σήμα “Υγεία” έχει αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα στον [ε]λληνικό χώρο, λόγω της μακρόχρονης χρήσης της εταιρικής επωνυμίας “Διαγνωστικό και Θεραπευτικό Κέντρο Αθηνών – ΥΓΕΙΑ Α.Ε.” και της μακρόχρονης λειτουργίας του ομώνυμου Νοσοκομείου και Θεραπευτικού Κέντρου “Υγεία” στην Αθήνα (γεγονός το οποίο ενδεχομένως δικαιολογεί και την εγγραφή του ως οικείο εθνικό σήμα στην Ελλάδα), [πρέπει] να υπογραμμισθεί σχετικά ότι οι απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου του άρθρου 7, παράγραφος 1, του [κανονισμού 207/2009] [πρέπει] να εκτιμηθούν επίσης ως προς το ενδιαφερόμενο [ε]λληνόφωνο κοινό στην Κύπρο».

67      Διαπιστώνεται ότι η ερμηνεία της προσβαλλομένης αποφάσεως από την προσφεύγουσα είναι εσφαλμένη. Λαμβανομένου υπόψη του σημείου 17 της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. ανωτέρω σκέψη 56), το σημείο 18 της αποφάσεως αυτής δεν έχει το νόημα που της αποδίδει η προσφεύγουσα. Είναι πρόδηλο ότι, με το σημείο αυτό, το τμήμα προσφυγών δήλωσε την πρόθεσή του να εξετάσει, επικουρικώς, το ζήτημα αν το επίμαχο σήμα απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσεώς του στο άλλο κράτος μέλος στο οποίο η ελληνική αναγνωρίζεται ως επίσημη γλώσσα, ήτοι στην Κυπριακή Δημοκρατία.

68      Εφόσον η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ενώπιον του τμήματος προσφυγών ότι το επίμαχο σήμα έχει αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα στην ελληνική επικράτεια λόγω της χρήσεώς του, τα υπόλοιπα προβαλλόμενα επιχειρήματα, τα οποία αναφέρονται στη χρήση του σήματος στην Κύπρο, είναι αλυσιτελή, διότι στρέφονται κατά επικουρικής αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως.

69      Εν πάση περιπτώσει, τα επιχειρήματα αυτά της προσφεύγουσας δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν.

70      Προς στήριξη του επιχειρήματός της ότι το επίμαχο σήμα έχει πλέον αποκτήσει, εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας, διακριτικό χαρακτήρα για τις υπηρεσίες τις οποίες αφορά λόγω της χρήσεώς του, η προσφεύγουσα επικαλείται το γεγονός ότι απέκτησε, αφενός, το 2008, το 100 % του μετοχικού κεφαλαίου εταιρίας στην οποία ανήκε το 60 % του κεφαλαίου ενός ιδιωτικού νοσοκομείου στην Πάφο και, αφετέρου, το 2007, το 56,7 % του μετοχικού κεφαλαίου εταιρίας η οποία είχε τον έλεγχο ενός άλλου ιδιωτικού νοσοκομείου στη Λεμεσό. Στις πράξεις αυτές εξαγοράς δόθηκε ευρεία δημοσιότητα τόσο στον Τύπο όσο και στα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης της Ελλάδας και της Κύπρου. Επιπλέον, κατά την προσφεύγουσα, τα ως άνω ποσοστά συμμετοχής στις εν λόγω εταιρίες αποδεικνύουν τη διάχυση του σήματος αυτού στην κυπριακή επικράτεια, αντιπροσωπεύουν μέγεθος επενδύσεων ικανό για την προώθησή του και αντιστοιχούν σε σημαντικό τμήμα της κυπριακής αγοράς ιατρικών υπηρεσιών.

71      Επιπλέον, η προσφεύγουσα επικαλείται τους πολιτισμικούς, κοινωνικοπολιτικούς και οικονομικούς δεσμούς μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Προσθέτει ότι η κάλυψη των δραστηριοτήτων της από τα ελληνικά έντυπα και διαδικτυακά μέσα ενημέρωσης τις καθιστά γνωστές και στους Κύπριους καταναλωτές.

72      Προς στήριξη της ως άνω επιχειρηματολογίας, η προσφεύγουσα προσκόμισε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου νέα αποδεικτικά στοιχεία, σχετικά με την απόκτηση των μεριδίων συμμετοχής που προαναφέρθηκαν στη σκέψη 70. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι πρέπει να της επιτραπεί να προσκομίσει νέα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το ζήτημα αυτό, καθόσον είναι αναγκαία προς αμφισβήτηση πραγματικών περιστατικών τα οποία, δεδομένου ότι μνεία περί αυτών έγινε για πρώτη φορά στην απόφαση του τμήματος προσφυγών, δεν θα μπορούσαν να έχουν αποτελέσει αντικείμενο αποδείξεως σε προγενέστερο χρόνο.

73      Όπως ήδη τονίσθηκε (ανωτέρω σκέψη 64), κατά τον έλεγχο της νομιμότητας των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών του ΓΕΕΑ, το Γενικό Δικαστήριο δεν πρέπει να λαμβάνει υπόψη πραγματικά στοιχεία τα οποία προσκομίζονται το πρώτον ενώπιόν του. Επομένως, τα αποδεικτικά στοιχεία που η προσφεύγουσα προσκόμισε για πρώτη φορά ενώπιόν του δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη κατά την εκτίμηση του ζητήματος της ενδεχόμενης αποκτήσεως, από το επίμαχο σήμα, διακριτικού χαρακτήρα στην Κυπριακή Δημοκρατία λόγω της χρήσεώς του [απόφαση του Πρωτοδικείου της 2ας Δεκεμβρίου 2008, T‑67/07, Ford Motor κατά ΓΕΕΑ (FUN), Συλλογή 2008, σ. II‑3411, σκέψη 42, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 25ης Ιουνίου 2010, T‑407/08, MIP Metro κατά ΓΕΕΑ – CBT Comunicación Multimedia (Metromeet), δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 16].

74      Το επιχείρημα της προσφεύγουσας, ότι η προσκόμιση νέων αποδεικτικών στοιχείων δεν μπορεί να απαγορευθεί όταν, όπως, κατ’ αυτήν, συμβαίνει εν προκειμένω, η ανάγκη προσκομίσεώς τους ανέκυψε μετά την έκδοση της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών, δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε διαφορετικό συμπέρασμα.

75      Πράγματι, υπογραμμίζεται ότι η εξετάστρια ενημέρωσε την προσφεύγουσα, με τηλεομοιοτυπία της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 (βλ. ανωτέρω σκέψη 5), ότι ως οικείο κοινό έπρεπε να θεωρηθεί το ελληνόφωνο κοινό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με την απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2008, η εξετάστρια διαπίστωσε ότι ο απόλυτος λόγος απαραδέκτου έπρεπε να εκτιμηθεί σε σχέση με το οικείο κοινό, το οποίο περιλαμβάνει τους ελληνόφωνους καταναλωτές της Ένωσης, δηλαδή τους Έλληνες και τους Κύπριους καταναλωτές. Πρόσθεσε ότι ούτε στις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας ούτε στα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία γινόταν μνεία περί Κυπρίων καταναλωτών. Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα μπορούσε, εν πάση περιπτώσει, να αναμένει ότι το τμήμα προσφυγών θα έκρινε ότι, για να γίνει δεκτή η καταχώριση του επίμαχου σήματος, η προσφεύγουσα όφειλε να αποδείξει ότι αυτό απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσεώς του, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τους Έλληνες όσο και τους Κύπριους καταναλωτές.

76      Άλλωστε, αν η προσφεύγουσα φρονούσε ότι το τμήμα προσφυγών, κατά παράβαση του άρθρου 75, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 207/2009, της στέρησε τη δυνατότητα να προσκομίσει εγκαίρως ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, όφειλε να είχε προβάλει τον λόγο αυτόν προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η ενδεχόμενη προσβολή, εκ μέρους του τμήματος προσφυγών, του δικαιώματος ακροάσεως της προσφεύγουσας δεν θα μπορούσε, αντιθέτως, να έχει ως συνέπεια να προβεί το Γενικό Δικαστήριο σε εκτίμηση πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων τα οποία δεν είχαν προβληθεί προηγουμένως ενώπιον των οργάνων του ΓΕΕΑ, τουλάχιστον στο μέτρο που το ΓΕΕΑ δεν όφειλε να τα λάβει υπόψη αυτεπαγγέλτως [απόφαση του Πρωτοδικείου της 1ης Μαρτίου 2005, T‑169/03, Sergio Rossi κατά ΓΕΕΑ − Sissi Rossi (SISSI ROSSI), Συλλογή 2005, σ. II‑685, σκέψη 26].

77      Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί, όσον αφορά τα στοιχεία που προσκόμισε συναφώς η προσφεύγουσα ενώπιον του τμήματος προσφυγών, ότι επρόκειτο απλώς και μόνο για αποκόμματα εφημερίδων, τα οποία αφορούσαν, μεταξύ άλλων, την απόκτηση, κατά τα έτη 2007 και 2008, των συμμετοχών που αναφέρθηκαν ανωτέρω.

78      Το τμήμα προσφυγών τόνισε σχετικώς, στο σημείο 19 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι ουδαμώς προέκυπτε από τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία ότι το σήμα υγεία κατέστη οικείο στους Κύπριους καταναλωτές. Διευκρίνισε ότι κανένα από τα προσκομισθέντα στοιχεία δεν περιείχε συγκεκριμένη μνεία ως προς τη χρήση του σήματος αυτού στην κυπριακή επικράτεια. Η κρίση αυτή είναι ορθή. Πράγματι, το γεγονός και μόνον ότι η προσφεύγουσα μετείχε στο εταιρικό κεφάλαιο εταιριών στις οποίες ανήκαν νοσοκομεία ευρισκόμενα στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν αρκεί για να αποδείξει ότι το σήμα υγεία έχει αποκτήσει, ως προς σημαντικό τμήμα του κυπριακού κοινού, διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσεώς του. Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι τα προμνησθέντα νοσοκομεία παρέχουν ιατρικές υπηρεσίες υπό το εν λόγω σήμα.

79      Το ως άνω συμπέρασμα του τμήματος προσφυγών δεν αναιρείται από τη γενική και αόριστη αναφορά της προσφεύγουσας στους πολιτισμικούς, κοινωνικοπολιτικούς και οικονομικούς δεσμούς μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι δεσμοί αυτοί δεν συνεπάγονται ότι κάθε σήμα, το οποίο έχει ενδεχομένως αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα στην ελληνική επικράτεια διά της χρήσεώς του, πρέπει αυτομάτως να αναγνωριστεί ως έχον τον ίδιο χαρακτήρα και στην κυπριακή επικράτεια.

80      Επομένως, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, όπως και η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

81      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα αιτήματα του ΓΕΕΑ.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την εταιρία Διαγνωστικό και Θεραπευτικό Κέντρο Αθηνών «Υγεία» ΑΕ στα δικαστικά έξοδα.

Czúcz

Labucka

Γρατσίας

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 17 Μαΐου 2011.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.