Language of document : ECLI:EU:T:2011:716

Υπόθεση T-562/10

HTTS Hanseatic Trade Trust & Shipping GmbH

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Κοινή εξωτερική πολιτική και κοινή πολιτική ασφάλειας – Περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν προκειμένου να εμποδιστεί η διάδοση πυρηνικών όπλων – Δέσμευση κεφαλαίων – Προσφυγή ακυρώσεως – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Διαδικασία εκδόσεως ερήμην αποφάσεως – Αίτηση παρεμβάσεως – Κατάργηση της δίκης»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση – Περιεχόμενο – Περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν

(Άρθρο 296, εδ. 2, ΣΛΕΕ· κανονισμός 961/2010 του Συμβουλίου)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως – Ακυρωτική απόφαση – Αποτελέσματα – Περιορισμός εκ μέρους του Δικαστηρίου – Κανονισμός θεσπίζων περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν – Μερική ακύρωση λόγω παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως – Ανάγκη προσωρινής διατηρήσεως σε ισχύ των εν λόγω μέτρων, καθόσον ενδέχεται να είναι δικαιολογημένα επί της ουσίας – Διατήρηση των αποτελεσμάτων του κανονισμού αυτού για διάστημα εντός του οποίου είναι δυνατή η αντικατάστασή του

(Άρθρο 264 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 41· κανονισμός 961/2010 του Συμβουλίου)

1.      Η υποχρέωση αιτιολογήσεως βλαπτικής αποφάσεως, όπως προβλέπεται στο άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και, ειδικότερα, όσον αφορά απόφαση δεσμεύσεως κεφαλαίων λαμβανόμενη κατά το άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 961/2010, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και την κατάργηση του κανονισμού 423/2007, του άρθρου 36, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, έχει ως σκοπό, αφενός, να παράσχει στον ενδιαφερόμενο επαρκείς ενδείξεις ως προς το αν η πράξη είναι βάσιμη ή αν είναι ενδεχομένως πλημμελής οπότε μπορεί να αμφισβητηθεί το κύρος της ενώπιον του δικαστή της Ένωσης και, αφετέρου, να παράσχει τη δυνατότητα στον εν λόγω δικαστή να ελέγξει τη νομιμότητα της πράξεως αυτής. Η ούτως θεσπισθείσα υποχρέωση αιτιολογήσεως συνιστά ουσιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης από την οποία μπορεί να υπάρξει παρέκκλιση μόνο για επιτακτικούς λόγους. Ως εκ τούτου, η αιτιολογία πρέπει, κατ’ αρχήν, να κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο ταυτόχρονα με τη βλαπτική γι’ αυτόν πράξη, καθόσον η έλλειψη αιτιολογίας δεν μπορεί να καλυφθεί εκ του ότι ο ενδιαφερόμενος πληροφορείται την αιτιολογία της πράξεως κατά τη διαδικασία ενώπιον του δικαστή της Ένωσης.

Συνεπώς, εκτός εάν επιτακτικοί λόγοι αφορώντες την ασφάλεια της Ένωσης ή των κρατών μελών της ή τον χειρισμό των διεθνών σχέσεών τους αντίκεινται στην κοινοποίηση ορισμένων στοιχείων, το Συμβούλιο υποχρεούται, δυνάμει του άρθρου 36, παράγραφος 3, του κανονισμού 961/2010, να γνωστοποιεί στην οντότητα την οποία αφορά μέτρο εκδιδόμενο δυνάμει του άρθρου 16, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού τους ειδικούς και συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους εκτιμά ότι η σχετική ρύθμιση μπορεί να εφαρμοστεί στον ενδιαφερόμενο. Επομένως, το Συμβούλιο οφείλει να εκθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία από τα οποία εξαρτάται η νόμιμη δικαιολόγηση της αποφάσεώς του και τις σκέψεις που το οδήγησαν να λάβει την απόφαση αυτή.

Περαιτέρω, η αιτιολογία πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση της επίμαχης πράξεως και του πλαισίου στο οποίο αυτή εκδόθηκε. Η απαίτηση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, και ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως της παρατιθέμενης αιτιολογίας και του συμφέροντος για παροχή εξηγήσεων που ενδέχεται να έχουν οι αποδέκτες της πράξεως ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Δεν απαιτείται η αιτιολογία να προσδιορίζει όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που έχουν επιρροή, καθόσον το ζήτημα της επάρκειας της αιτιολογίας πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της πράξεως αυτής, αλλά και το πλαίσιό της και το σύνολο των νομικών κανόνων που διέπουν το σχετικό θέμα. Ειδικότερα, μια βλαπτική πράξη είναι επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον εκδόθηκε εντός πλαισίου που είναι γνωστό στον ενδιαφερόμενο και το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί το περιεχόμενο του ληφθέντος έναντι αυτού μέτρου.

Εφόσον η παρασχεθείσα από το Συμβούλιο αιτιολογία για να δικαιολογήσει την αναγραφή του ονόματος της προσφεύγουσας στον επίδικο κατάλογο προσώπων, οντοτήτων και οργανισμών τους οποίους αφορά μέτρο δεσμεύσεως κεφαλαίων δυνάμει του άρθρου 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 961/2010 δεν επαρκεί σε σχέση με τις απαιτήσεις αυτές, συνάγεται ότι το Συμβούλιο δεν τήρησε προφανώς την υποχρέωση αιτιολογήσεως του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και του άρθρου 36, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού 961/2010 και πρέπει να ακυρωθεί ο κανονισμός αυτός καθόσον αφορά την εν λόγω οντότητα.

(βλ. σκέψεις 32-34, 36, 39-40)

2.      Καθόσον ο κανονισμός 961/2010, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και την κατάργηση του κανονισμού 423/2007, πρέπει να ακυρωθεί όσον αφορά την οντότητα την οποία αφορά απόφαση περί δεσμεύσεως κεφαλαίων, εκδοθείσα κατά το άρθρο 16, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, λόγω αθετήσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, δεν αποκλείεται, επί της ουσίας, να προκύψει ότι δικαιολογείται η επιβολή περιοριστικών μέτρων στην οντότητα αυτή.

Επομένως, η ακύρωση του κανονισμού 961/2002, καθόσον αφορά την οντότητα αυτή, με άμεση ισχύ, δύναται να θίξει σοβαρώς και με μη αναστρέψιμο τρόπο την αποτελεσματικότητα των περιοριστικών μέτρων που επιβάλλει ο εν λόγω κανονισμός, εφόσον, κατά το διάστημα που θα μεσολαβήσει μέχρι την τυχόν αντικατάστασή του από νέα πράξη, η εν λόγω οντότητα ενδέχεται να υιοθετήσει συμπεριφορά αποσκοπούσα στην καταστρατήγηση του αποτελέσματος μεταγενέστερων περιοριστικών μέτρων.

Συνεπώς, δυνάμει του άρθρου 264 ΣΛΕΕ και του άρθρου 41 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, πρέπει να διατηρηθούν τα αποτελέσματα του κανονισμού 961/2010 καθόσον περιλαμβάνει το όνομα της οντότητας αυτής στον κατάλογο ο οποίος αποτελεί το παράρτημα VIII του κανονισμού αυτού κατά τη διάρκεια περιόδου μη υπερβαίνουσας τους δύο μήνες από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της παρούσας αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 41-43)