Language of document : ECLI:EU:C:2008:323

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PAOLO MENGOZZI

της 5ης Ιουνίου 2008 1(1)

Υπόθεση C‑295/07 P

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

κατά

Département du Loiret

«Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις − Ενίσχυση που χορήγησαν οι γαλλικές αρχές στη Scott Paper – Προνομιακή τιμή οικοπέδου και προνομιακός συντελεστής του τέλους εξυγίανσης προς τον σκοπό της εγκαταστάσεως ενός εργοστασίου κατασκευής χαρτιού οικιακής χρήσεως»





I –    Εισαγωγή

1.        Με απόφαση της 29ης Μαρτίου 2007, T‑369/00, Département du Loiret κατά Επιτροπής (2) (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), το Πρωτοδικείο ακύρωσε την απόφαση 2002/14/ΕΚ της Επιτροπής, της 12ης Ιουλίου 2000, σχετικά με την κρατική ενίσχυση που χορήγησε η Γαλλία υπέρ του ομίλου Scott Paper SA/Kimberly-Clark (3) (στο εξής: επίδικη απόφαση).

2.        Με την αίτηση αναιρέσεως επί της οποίας καλείται να αποφανθεί το Δικαστήριο, η Επιτροπή ζητεί την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

II – Τα πραγματικά περιστατικά και η επίδικη απόφαση

3.        Η υπό κρίση υπόθεση αφορά τη μεταβίβαση το 1987 σε μια ιδιωτική εταιρία, τη Scott, ενός οικοπέδου σε προνομιακή τιμή εκ μέρους των γαλλικών δημοσίων αρχών. Το οικόπεδο αυτό χρησιμοποιήθηκε για την εγκατάσταση ενός εργοστασίου παραγωγής χαρτιού. Το 1996 η Scott αγοράστηκε από μια άλλη εταιρία, την Kimberly-Clark Corp., η οποία, το 1998, αφού αποφάσισε να προβεί στο κλείσιμο του εργοστασίου, το μεταβίβασε, μαζί με το οικείο οικόπεδο, σε μια άλλη εταιρία, την Procter & Gamble.

4.        Η Scott επωφελήθηκε, επίσης, ενός προνομιακού συντελεστή προς τον σκοπό του υπολογισμού του τέλους εξυγίανσης. Ωστόσο, το συγκεκριμένο αυτό όφελος δεν αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως.

5.        Με την επίδικη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι τα προαναφερθέντα οφέλη είναι ασυμβίβαστα με την κοινή αγορά και διαπίστωσε την υποχρέωση επιστροφής των ενισχύσεων που αντιστοιχούν στα εν λόγω οφέλη.

6.        Το κείμενο του διατακτικού της επίδικης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Άρθρο 1

Η κρατική ενίσχυση, υπό μορφή προνομιακής τιμής ενός οικοπέδου και προνομιακού συντελεστή του τέλους εξυγίανσης, που χορήγησε η Γαλλία υπέρ της Scott, η οποία ανέρχεται σε ποσό 39,58 εκατoμμυρίων γαλλικών φράγκων (FRF) (6,03 εκατομμύρια ευρώ) ή, σε τρέχουσα αξία, σε 80,77 εκατομμύρια FRF (12,3 εκατομμύρια ευρώ), όσον αφορά την προνομιακή τιμή του οικοπέδου, και σε ποσό που θα καθορίσουν οι γαλλικές αρχές σύμφωνα με την προσδιοριζόμενη από την Επιτροπή μέθοδο υπολογισμού, όσον αφορά το δεύτερο όφελος, είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.

Άρθρο 2

1. Η Γαλλία θα λάβει τα κατάλληλα μέτρα για να ανακτήσει από τον δικαιούχο την ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 1, η οποία ήδη χορηγήθηκε παράνομα.

2. Η ανάκτηση θα πραγματοποιηθεί χωρίς καθυστέρηση σύμφωνα με τις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας, εφόσον επιτρέπουν την άμεση και αποτελεσματική εκτέλεση της παρούσας απόφασης. Η προς ανάκτηση ενίσχυση αποφέρει τόκους από την ημερομηνία χορήγησής της ως τη στιγμή της ανάκτησής της. Οι τόκοι υπολογίζονται βάσει του επιτοκίου αναφοράς που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του ισοδύναμου επιχορήγησης των ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα.

[…]»

III – Η διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

7.        Η επίδικη απόφαση αποτέλεσε το αντικείμενο δύο χωριστών προσφυγών ενώπιον του Πρωτοδικείου, τις οποίες άσκησαν, αντιστοίχως, η Scott (υπόθεση T‑366/00) και το Διαμέρισμα του Loiret (Département du Loiret) (υπόθεση T‑369/00). Εξάλλου, στην τελευταία αυτή υπόθεση, η Scott παρενέβη υπέρ του Διαμερίσματος του Loiret.

8.        Με την απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση T‑366/00, το Πρωτοδικείο ακύρωσε «το άρθρο 2 της αποφάσεως […] στον βαθμό που αφορά την ενίσχυση που χορηγήθηκε υπό τη μορφή προνομιακής τιμής του οικοπέδου που αναφέρεται στο άρθρο της 1» (4). Κατά της αποφάσεως αυτής ασκήθηκε αναίρεση στο πλαίσιο της υποθέσεως C-290/07 P.

9.        Αντιθέτως, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στην υπό κρίση υπόθεση, το Πρωτοδικείο ακύρωσε την επίδικη απόφαση «στο μέτρο που αφορά την ενίσχυση που χορηγήθηκε υπό τη μορφή προνομιακής τιμής ενός οικοπέδου κατά την έννοια του άρθρου 1 της απόφασης» (5).

10.      Ακριβέστερα, το Πρωτοδικείο περιορίσθηκε να εξετάσει έναν από τους λόγους με τους οποίους προβλήθηκε η έλλειψη νομιμότητας της αποφάσεως από το προσφεύγον πρωτοδίκως, ήτοι την έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά την επιλογή της Επιτροπής να υπολογίσει την τρέχουσα αξία της ενισχύσεως χρησιμοποιώντας τη μέθοδο του ανατοκισμού αντί της μεθόδου της επιβολής απλών τόκων.

11.      Ειδικότερα, το Πρωτοδικείο παρατήρησε ότι η επίδικη απόφαση δεν αναφέρθηκε ρητώς στη χρησιμοποίηση της εν λόγω μεθόδου υπολογισμού των τόκων ούτε αιτιολόγησε, κατά μείζονα λόγο, την επιλογή αυτή. Εφόσον, κατά την κρίση του Πρωτοδικείου, δεν προκύπτει ότι, κατά την κρίσιμη περίοδο, η Επιτροπή επέβαλλε συνήθως ανατοκισμό, το Πρωτοδικείο θεώρησε ότι η χρησιμοποίηση της μεθόδου του ανατοκισμού συνιστά την πρώτη εκδήλωση μιας καινοτόμου πρακτικής εκ μέρους της Επιτροπής, η οποία απαιτούσε, ως εκ τούτου, την παράθεση επαρκούς αιτιολογίας. Βάσει της μοναδικής αυτής επισημάνσεως, το Πρωτοδικείο ακύρωσε την επίδικη απόφαση.

IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

12.      Με εισαγωγικό δικόγραφο που κατέθεσε στις 21 Ιουνίου 2007, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο στην υπόθεση T‑369/00.

13.      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της·

–        να αποφανθεί οριστικώς επί της ουσίας και να απορρίψει όλες τις αιτιάσεις που προβλήθηκαν κατά της επίδικης αποφάσεως ή, επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο·

–        να καταδικάσει τον αντίδικο στο σύνολο των δικαστικών εξόδων, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου, καθώς και να καταδικάσει τη Scott, παρεμβαίνουσα υπέρ του Διαμερίσματος του Loiret, στα δικαστικά της έξοδα.

14.      Το Διαμέρισμα του Loiret και η Scott ζητούν από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

V –    Νομική ανάλυση

15.      Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η Επιτροπή προέβαλε οκτώ λόγους αναιρέσεως.

16.      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι μια απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη, αν ένας απλός μαθηματικός υπολογισμός παρέχει τη δυνατότητα να διαπιστωθεί ποια μέθοδος υπολογισμού χρησιμοποιήθηκε.

17.      Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι η εφαρμογή επιτοκίου κατ’ ανατοκισμό προέκυπτε, κατ’ ανάγκην, εμμέσως από την αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως.

18.      Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως στηρίζεται στη φερόμενη ως μη σύννομη αντιστροφή του βάρους αποδείξεως, στην οποία προέβη το Πρωτοδικείο όσον αφορά την πρακτική της Επιτροπής σχετικά με τον υπολογισμό των τόκων.

19.      Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να εξακριβώσει αν ο δικαιούχος κρατικής ενισχύσεως εξακολουθούσε να αντλεί όφελος από αυτή κατά το χρονικό σημείο της διαταγής περί ανακτήσεως.

20.      Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίζεται σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο και ότι στο πλαίσιο της αποφάσεως αυτής έγινε αντιστροφή του βάρους αποδείξεως όσον αφορά την τιμή πωλήσεως του οικοπέδου στην Procter & Gamble.

21.      Ο έκτος λόγος αναιρέσεως στηρίζεται στον ισχυρισμό ότι η τιμή πωλήσεως που αφορά μια μεταβίβαση, η οποία έλαβε χώρα ένδεκα έτη μετά τη χορήγηση της ενισχύσεως, είναι αλυσιτελής για τον καθορισμό του ύψους της ενισχύσεως, αυτής καθ’ εαυτής.

22.      Με τον έβδομο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή προβάλλει το επιχείρημα ότι, εν πάση περιπτώσει, το σχετικό με τους τόκους που θα πρέπει να επιβληθούν για την ανάκτηση κρατικής ενισχύσεως ζήτημα αφορά το κοινοτικό δίκαιο και όχι το εθνικό δίκαιο.

23.      Τέλος, με τον όγδοο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, η διαπίστωση παρανομίας σχετικά με τους επιβληθέντες τόκους δεν θα δικαιολογούσε την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως στο σύνολό της και ότι, ως εκ τούτου, το Πρωτοδικείο θα έπρεπε, το πολύ, να ακυρώσει μόνον εν μέρει την απόφαση αυτή.

24.      Επισημαίνεται ευθύς εξ αρχής ότι, κατά τη γνώμη μου, οι πρώτοι επτά λόγοι αναιρέσεως που προέβαλε η Επιτροπή δίδουν την εντύπωση ότι στερούνται συνέπειας και, ως εκ τούτου, δύσκολα μπορούν να γίνουν δεκτοί. Αντιθέτως, ο όγδοος λόγος αναιρέσεως εγείρει διάφορα κρίσιμα προβλήματα για την επίλυση των οποίων απαιτείται να αφιερωθεί ιδιαίτερη προσοχή στο πλαίσιο της αποφάσεως που πρέπει να ληφθεί στην προκειμένη υπόθεση. Εν πάση περιπτώσει, για λόγους πληρότητας, θα εξετάσω χωριστά τους επιμέρους λόγους αναιρέσεως. Θα ακολουθήσω τη σειρά που επέλεξε η Επιτροπή και, ως εκ τούτου, θα εξετάσω κατ’ αρχάς τους λόγους αναιρέσεως οι οποίοι, αν γίνονταν δεκτοί, θα οδηγούσαν στην ολική αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Πράγματι, ο όγδοος λόγος αναιρέσεως, τον οποίο θα εξετάσω τελευταίο, θα οδηγούσε αφ’ εαυτού, αν γινόταν δεκτός, μόνο στη μερική αναίρεση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου.

 Α –     Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, κατά τον οποίο «μια απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη, αν ένας απλός μαθηματικός υπολογισμός παρέχει τη δυνατότητα να διαπιστωθεί ποια μέθοδος υπολογισμού χρησιμοποιήθηκε»

1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

25.      Η Επιτροπή υποστηρίζει, ευθύς εξ αρχής, ότι μια απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη, αν ένας απλός μαθηματικός υπολογισμός παρέχει τη δυνατότητα να διαπιστωθεί ποια μέθοδος υπολογισμού χρησιμοποιήθηκε.

26.      Κατά το Διαμέρισμα του Loiret και τη Scott, ο λόγος αναιρέσεως είναι αλυσιτελής, καθόσον το Πρωτοδικείο ακύρωσε την απόφαση όχι για τον λόγο ότι δεν ήταν δυνατό να γίνει αντιληπτή η τεχνική διαδικασία βάσει της οποίας έγινε ο υπολογισμός των τόκων, αλλά απλώς και μόνο για τον λόγο ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε επαρκώς την επιλογή της να χρησιμοποιήσει τη μέθοδο του ανατοκισμού αντί της μεθόδου του απλού τοκισμού.

2.      Εκτίμηση

27.      Η Επιτροπή, αναπτύσσοντας τον ως άνω λόγο αναιρέσεως, επικαλείται τη σκέψη 36 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με την οποία το Πρωτοδικείο παρατηρεί ότι είναι αναγκαίο να γίνουν ορισμένοι υπολογισμοί μαθηματικής φύσεως για να γίνει αντιληπτό, ελλείψει σχετικής αναφοράς της Επιτροπής, ότι αυτή χρησιμοποίησε, για τον υπολογισμό της τρέχουσας αξίας του ποσού της ενισχύσεως, το σύστημα του ανατοκισμού. Επομένως, αν η Επιτροπή όντως προτίθεται να θέσει υπό αμφισβήτηση μόνον αυτή την επισήμανση του Πρωτοδικείου, είναι προφανές, κατά τη γνώμη μου, ότι η παρατήρηση που διατύπωσαν το Διαμέρισμα του Loiret και η Scott είναι απολύτως δικαιολογημένη και ότι ο ως άνω λόγος αναιρέσεως πρέπει να κριθεί αλυσιτελής (6).

28.      Πράγματι, το Πρωτοδικείο δεν στήριξε την εκτίμησή του περί ελλείψεως νομιμότητας στην έλλειψη μνείας, εκ μέρους της Επιτροπής, του μαθηματικού τύπου που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό των τόκων. Αντιθέτως, αυτό που το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι συνιστά ελάττωμα της επίδικης αποφάσεως είναι ακριβώς το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν ανέφερε για ποιον λόγο αποφάσισε, θέτοντας τέρμα σε μια διαφορετική πρακτική, να χρησιμοποιήσει αυτόν τον μαθηματικό τύπο. Πράγματι, η προαναφερθείσα σκέψη 36 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως εκθέτει ότι «[η] Επιτροπή δεν αναφέρει καθόλου τους λόγους για τους οποίους εφάρμοσε ανατοκισμό και όχι απλό επιτόκιο».

29.      Αφετέρου, έστω και αν γίνει δεκτό ότι, με τον ως άνω λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή είχε πρόθεση να υποστηρίξει ότι η δυνατότητα να συναχθεί ο χρησιμοποιηθείς μαθηματικός τύπος συνιστά, αυτή καθεαυτήν, επαρκή αιτιολογία όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους επελέγη ο τύπος αυτός, είναι απολύτως προφανές ότι ο ως άνω λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος. Η επιλογή της χρησιμοποιήσεως της μεθόδου του ανατοκισμού αντί της μεθόδου του απλού τοκισμού δεν αποτελεί πράξη που δικαιολογείται αφ’ εαυτής.

30.      Επομένως, φρονώ ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

 Β –     Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, κατά τον οποίο «η εφαρμογή επιτοκίου κατ’ ανατοκισμό προκύπτει, κατ’ ανάγκην, εμμέσως από την αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως»

1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

31.      Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η εφαρμογή επιτοκίου κατ’ ανατοκισμό προκύπτει εμμέσως από την αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως, καθόσον είναι αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού της επαναφοράς των πραγμάτων στην προ της χορηγήσεως της ενισχύσεως κατάσταση.

32.      Αντιθέτως, το Διαμέρισμα του Loiret και η Scott υποστηρίζουν ότι από κανένα στοιχείο της επίδικης αποφάσεως δεν προκύπτουν οι λόγοι που δικαιολογούν την επιλογή της εφαρμογής επιτοκίου κατ’ ανατοκισμό. Τούτο ισχύει πολλώ μάλλον εφόσον η συνήθης πρακτική της Επιτροπής, κατά την περίοδο εκείνη, δεν συνίστατο στην εφαρμογή ανατοκισμού. Πάντως, το Διαμέρισμα του Loiret διευκρινίζει επίσης ότι, εν προκειμένω, μια προκύπτουσα εμμέσως αιτιολογία δεν μπορεί να εκπληρώσει την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει η Επιτροπή.

2.      Εκτίμηση

33.      Είναι σαφές, κατά τη γνώμη μου, ότι η Επιτροπή, με την αίτησή της αναιρέσεως, αναγνωρίζει ότι η επίδικη απόφαση δεν παρέσχε ρητή αιτιολογία ως προς την επιλογή της εφαρμογής της μεθόδου του ανατοκισμού προς τον σκοπό του υπολογισμού της τρέχουσας αξίας της κρατικής ενισχύσεως. Πράγματι, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η εφαρμογή της μεθόδου του ανατοκισμού «προέκυπτε εμμέσως» από την αιτιολογία της αποφάσεως.

34.      Φρονώ ότι ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

35.      Όπως επισήμανε το Πρωτοδικείο, ιδίως με τις σκέψεις 40 έως 43 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η χρήση της μεθόδου του ανατοκισμού αντιπροσώπευε, κατά την περίοδο που έλαβαν χώρα τα πραγματικά περιστατικά, σημαντική καινοτομία στο πλαίσιο της αφορώσας τη λήψη αποφάσεων πρακτικής της Επιτροπής. Εξ αυτού προκύπτει, όπως ορθώς παρατήρησε το Πρωτοδικείο, η ιδιαίτερη σημασία που ενέχει εν προκειμένω η παροχή αιτιολογίας.

36.      Εξάλλου, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η αντίληψη, αυτή καθεαυτήν, μιας «προκύπτουσας εμμέσως αιτιολογίας», στο πλαίσιο μιας διοικητικής αποφάσεως, δεν συμβιβάζεται, κατά τη γνώμη μου, με τις αρχές που έχει επανειλημμένως διατυπώσει το Δικαστήριο στον τομέα της αιτιολογίας. Ειδικότερα, είναι γνωστό τοις πάσι ότι, κατά πάγια νομολογία, από την προβλεπόμενη στο άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να διαφαίνεται κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εκδίδει την προσβαλλόμενη πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν την έκδοση της πράξεως και στο κοινοτικό δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί, ενδεχομένως, τον έλεγχό του (7).

37.      Ακριβώς υπό το πρίσμα αυτής της γενικής αρχής, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, η αιτιολογία μιας αποφάσεως μπορεί να έχει «συνοπτικό» χαρακτήρα (πράγμα το οποίο, εξάλλου, διαφέρει από την «προκύπτουσα εμμέσως» αιτιολογία). Ειδικότερα, τούτο είναι δυνατό να συμβαίνει στην περίπτωση που μια απόφαση ελήφθη εντός πλαισίου το οποίο ήταν απολύτως γνωστό και, προπάντων, κατά πάγια πρακτική λήψεως αποφάσεων εκ μέρους του εκδόντος την απόφαση θεσμικού οργάνου (8). Επομένως, πρόκειται για μια πολύ διαφορετική περίπτωση από εκείνη που έδωσε λαβή για την έκδοση της επίδικης αποφάσεως.

38.      Επομένως, είναι προφανές, κατά τη γνώμη μου, ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, η εκτίμηση του Πρωτοδικείου εκφεύγει οποιασδήποτε πιθανής επικρίσεως. Ούτε μια συνοπτική αιτιολογία ούτε, κατά μείζονα λόγο, μια προκύπτουσα εμμέσως αιτιολογία, έστω και αν γίνει δεκτό ότι η τελευταία προκύπτει από το κείμενο της επίδικης αποφάσεως, θα μπορούσαν να εκπληρώσουν την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει η Επιτροπή.

39.      Συνεπώς, κατά τη γνώμη μου, ούτε ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως μπορεί να γίνει δεκτός.

Γ –     Γ –     Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από μη σύννομη αντιστροφή του βάρους αποδείξεως

 1.     Επιχειρήματα των διαδίκων

40.      Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, που συνδέεται εν μέρει με τον δεύτερο, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι εναπέκειτο στο προσφεύγον πρωτοδίκως να αποδείξει την ύπαρξη μεταβολής της πρακτικής λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής όσον αφορά τον υπολογισμό των τόκων και ότι η Επιτροπή ουδόλως έφερε το βάρος αποδείξεως ως προς το ζήτημα αυτό. Με άλλα λόγια, το προσφεύγον πρωτοδίκως όφειλε να αποδείξει πλήρως ότι, κατά τον χρόνο εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή δεν χρησιμοποιούσε κατά κανόνα τον μηχανισμό του ανατοκισμού. Κατά την Επιτροπή, δεν παρασχέθηκε απόδειξη περί αυτού.

41.      Αντιθέτως, το Διαμέρισμα του Loiret και η Scott υποστηρίζουν ότι παρείχαν στο Πρωτοδικείο επαρκή στοιχεία, δυνάμενα να επιβεβαιώσουν το γεγονός ότι, κατά την περίοδο εκείνη, η πρακτική της Επιτροπής δεν προέβλεπε τη χρήση της μεθόδου του ανατοκισμού. Η Επιτροπή, ευρισκόμενη αντιμέτωπη με τα στοιχεία αυτά, δεν ήταν σε θέση να προσκομίσει κανένα αποδεικτικό στοιχείο περί του αντιθέτου. Εξ αυτού προκύπτει η ορθότητα της αποφάσεως του Πρωτοδικείου.

 2.     Εκτίμηση

42.      Πρέπει να υπογραμμιστεί εκ νέου ότι, όπως παρατήρησα ανωτέρω (9), μια ενδεχόμενη αιτιολογία η οποία «προκύπτει εμμέσως» στο σύνολό της ή η οποία απουσιάζει, κατ’ ουσίαν, από το κείμενο της αποφάσεως δεν μπορεί να είναι επαρκής ούτε για πράξεις που εμπίπτουν στο πλαίσιο μιας πάγιας πρακτικής των κοινοτικών οργάνων για τη λήψη αποφάσεων.

43.      Εξάλλου, έστω και αν γίνει δεκτό ότι η αιτιολογία, την οποία ενδεχομένως περιλαμβάνει η επίδικη απόφαση, μπορεί να θεωρηθεί ως «συνοπτική» και όχι ως «προκύπτουσα εμμέσως», φρονώ ότι οι επισημάνσεις του Πρωτοδικείου, ιδίως στις σκέψεις 39 έως 43 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αιτιολογούν κατά τρόπο λίαν ικανοποιητικό την πεποίθηση του Πρωτοδικείου σχετικά με το γεγονός ότι, κατά τον χρόνο εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως, η εφαρμογή της μεθόδου του ανατοκισμού αντιπροσώπευε μια ουσιώδη καινοτομία στο πλαίσιο της πρακτικής λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής. Κατά τα λοιπά, στο πλαίσιο των εξουσιών του σχετικά με τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως, το Πρωτοδικείο απηύθυνε, επίσης, στην Επιτροπή μια γραπτή ερώτηση, η οποία απέβλεπε ακριβώς στο να διαπιστωθεί ποια πρακτική ακολουθούσε τότε το εν λόγω κοινοτικό όργανο. Επομένως, βάσει της απαντήσεως που έδωσε η Επιτροπή, το Πρωτοδικείο συνήγαγε τα συμπεράσματα που εξέθεσε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

44.      Ειδικότερα, το Πρωτοδικείο παρατήρησε ότι, εφόσον η Επιτροπή έλαβε το 2003 ρητή θέση επί του ζητήματος των τόκων που πρέπει να εφαρμόζονται (10), η Επιτροπή αναγνώρισε, σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο της εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως, την ανάγκη παροχής διευκρινίσεων επί του ζητήματος αυτού. Συγκεκριμένα, με την ανακοίνωση αυτή, η Επιτροπή ανέφερε ότι, «[μ]ε βάση τα προεκτεθέντα, η Επιτροπή επιθυμεί να ενημερώσει τα κράτη μέλη και τους ενδιαφερόμενους ότι στις αποφάσεις που ενδεχομένως θα εκδίδει μελλοντικώς διατάσσοντας την ανάκτηση ενισχύσεων που έχουν χορηγηθεί παρανόμως θα εφαρμόζεται μεν το επιτόκιο αναφοράς το οποίο χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του καθαρού ισοδύναμου επιχορήγησης των ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα, αλλά με βάση τη μέθοδο του ανατοκισμού» (η υπογράμμιση δική μου).

45.      Επομένως, το Πρωτοδικείο, ως δικαιοδοτικό όργανο αρμόδιο για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, διαπίστωσε και αιτιολόγησε εξαντλητικώς, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ότι η πρακτική λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής δεν προέβλεπε τη χρήση της μεθόδου του ανατοκισμού (11): κατά συνέπεια, είναι προφανές ότι ο ως άνω λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να γίνει δεκτός.

 Δ –     Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, κατά τον οποίο η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να εξακριβώσει αν το όφελος εξακολουθούσε να υφίσταται κατά το χρονικό σημείο εκδόσεως της διαταγής περί ανακτήσεως

1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

46.      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον θεώρησε ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να εξετάσει αν εξακολουθούσε να υφίσταται όφελος, για τον δικαιούχο της ενισχύσεως, κατά το χρονικό σημείο εκδόσεως της διαταγής περί ανακτήσεως της εν λόγω ενισχύσεως. Ειδικότερα, κατά την Επιτροπή, η πλάνη στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο είναι εμφανής εντός της συλλογιστικής που ανέπτυξε το εν λόγω δικαιοδοτικό όργανο στις σκέψεις 50 και 52 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

47.      Αντιθέτως, το Διαμέρισμα του Loiret και η Scott υποστηρίζουν ότι, στα ως άνω αποσπάσματα, το Πρωτοδικείο ουδόλως ανέφερε ότι η εξακρίβωση της υπάρξεως οφέλους κατά το χρονικό σημείο εκδόσεως της σχετικής με την ενίσχυση αποφάσεως συνιστά προκαταρκτική προϋπόθεση ως προς τη δυνατότητα ανακτήσεως της ενισχύσεως, αυτής καθεαυτήν. Το Πρωτοδικείο περιορίστηκε να παρατηρήσει ότι η ύπαρξη οφέλους έως το χρονικό σημείο εκδόσεως της σχετικής με την ενίσχυση αποφάσεως θα έπρεπε να διαπιστωθεί προς τον σκοπό της δικαιολογήσεως της προσφυγής στη μέθοδο του ανατοκισμού.

2.      Εκτίμηση

48.      Ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως είναι, κατά τη γνώμη μου, αλυσιτελής και, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμος.

49.      Πράγματι, συμμερίζομαι την άποψη την οποία διατύπωσαν το Διαμέρισμα του Loiret και η Scott και σύμφωνα με την οποία το Πρωτοδικείο απλώς εξέθεσε ότι, εφόσον η Επιτροπή όφειλε να αιτιολογήσει κατά επαρκή τρόπο την προσφυγή στη μέθοδο του ανατοκισμού, θα ήταν αναγκαίο, προς τον σκοπό της παροχής της αιτιολογίας αυτής, να αποδειχθεί επίσης το συγκεκριμένο όφελος που αποκόμισε ο δικαιούχος της ενισχύσεως κατά τα έτη που διαδέχθηκαν εκείνο κατά το οποίο χορηγήθηκε η εν λόγω ενίσχυση. Συγκεκριμένα, είναι προφανές ότι η επιλογή της εφαρμογής της μεθόδου του ανατοκισμού, αντί της μεθόδου του απλού τοκισμού που εφαρμοζόταν συνήθως κατά την περίοδο εκείνη, δύσκολα θα μπορούσε να δικαιολογηθεί αλλιώς, παρά μόνο λόγω της υπάρξεως ενός διαρκούς οφέλους υπέρ του δικαιούχου.

50.      Επομένως, ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως είναι, κατ’ αρχάς, αλυσιτελής, καθόσον προκύπτει ότι η συλλογιστική του Πρωτοδικείου, ιδίως στη σκέψη 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά την απόφαση περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης πράξεως, η οποία στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στην έλλειψη αιτιολογίας ως προς την επιλογή της εφαρμογής της μεθόδου του ανατοκισμού.

51.      Εξάλλου, ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως είναι, επίσης, αβάσιμος, καθόσον στηρίζεται στην εσφαλμένη παραδοχή ότι το Πρωτοδικείο εισήγαγε λάθρα μια αθέμιτη προϋπόθεση όσον αφορά τη διαπίστωση της υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως.

 Ε –     Επί του πέμπτου και του έκτου λόγου αναιρέσεως, που αφορούν την τιμή πωλήσεως του οικοπέδου στην Procter & Gamble

1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

52.      Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει, αναφερόμενη στη σκέψη 51 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το Πρωτοδικείο στήριξε την απόφασή του σε «εικασίες» αντί σε αποδείξεις, αντιστρέφοντας, εξάλλου, το βάρος αποδείξεως όσον αφορά την τιμή πωλήσεως του οικοπέδου κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο αυτό μεταβιβάσθηκε στην Procter & Gamble. Ειδικότερα, κατά την Επιτροπή, το Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι, όπως μνημονεύεται στην επίδικη απόφαση, η τιμή πωλήσεως του οικοπέδου στην Procter & Gamble ουδέποτε αποδείχθηκε εκ μέρους της δικαιούχου της ενίσχυσης εταιρίας. Αντιθέτως, το Πρωτοδικείο δέχθηκε ως πραγματικό το ποσό αυτό.

53.      Εν συνεχεία, με τον έκτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, στις σκέψεις 51 και 52 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, εκθέτοντας ότι η Επιτροπή, αυτή καθεαυτήν, όφειλε να εξετάσει, με την απόφασή της, την τιμή μεταβιβάσεως του οικοπέδου στην Procter & Gamble το 1998, ένδεκα έτη μετά τη χορήγηση της κρατικής ενισχύσεως. Αντιθέτως, κατά την Επιτροπή, η εν λόγω τιμή πωλήσεως είναι παντελώς αλυσιτελής όσον αφορά την απόφαση σχετικά με την ενίσχυση.

54.      Το Διαμέρισμα του Loiret και η Scott υποστηρίζουν ότι ο πέμπτος και ο έκτος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτοι, καθόσον αποσκοπούν στο να θέσουν υπό αμφισβήτηση εκτιμήσεις του Πρωτοδικείου αφορώσες πραγματικά περιστατικά. Εξάλλου, επισημαίνουν ότι, εν πάση περιπτώσει, οι ως άνω λόγοι αναιρέσεως είναι αλυσιτελείς, εφόσον οι επισημάνσεις του Πρωτοδικείου, στις οποίες αυτοί επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους, διατυπώνονται πάντως ως εκ περισσού στο πλαίσιο της οικονομίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

2.      Εκτίμηση

55.      Κατά τη γνώμη μου, οι παρατηρήσεις του Διαμερίσματος του Loiret και της Scott είναι, κατ’ ουσίαν, ορθές. Πράγματι, αφενός, είναι προφανές ότι οι παρατηρήσεις του Πρωτοδικείου σχετικά με τη μεταγενέστερη πώληση του οικοπέδου στην Procter & Gamble δεν ήσαν καθοριστικές για την απόφαση που έλαβε το Πρωτοδικείο. Εξ αυτού προκύπτει η διαπίστωση ότι ο πέμπτος και ο έκτος λόγος αναιρέσεως που προέβαλε η Επιτροπή είναι αλυσιτελείς.

56.      Αφετέρου, η Επιτροπή δίδει, πάντως, την εντύπωση ότι εκκινεί από μια εσφαλμένη προϋπόθεση, σύμφωνα με την οποία οι παρατηρήσεις του Πρωτοδικείου που αποτελούν αντικείμενο επικρίσεως στο πλαίσιο του πέμπτου και του έκτου λόγου αναιρέσεως έδωσαν ευθέως λαβή για την απόφασή του να ακυρώσει την επίδικη απόφαση, ωσάν το Πρωτοδικείο να είχε θέσει μεταξύ των αναγκαίων προϋποθέσεων για τη διαπίστωση της υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως την εκτίμηση μιας σειράς στοιχείων που εκδηλώθηκαν έπειτα από την παρέλευση πολλών ετών από την προβαλλομένη χορήγηση της ενισχύσεως.

57.      Στην πραγματικότητα, είναι προφανές ότι οι παρατηρήσεις του Πρωτοδικείου σχετικά με τη μεταγενέστερη πώληση του οικοπέδου το 1998 εντάσσονται, κατά το πνεύμα της συλλογιστικής που ανέπτυξε το εν λόγω δικαιοδοτικό όργανο, στο πλαίσιο της διαπιστώσεως του γεγονότος ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε την απόφασή της να προσφύγει στη μέθοδο του ανατοκισμού.

58.      Επομένως, το Πρωτοδικείο παρατήρησε απλώς, ως εκ περισσού, ότι η επιλογή της επιβολής τέτοιου είδους τόκων, αντί των απλών τόκων, θα μπορούσε ή θα έπρεπε να λάβει υπόψη τα μεταγενέστερα περιστατικά που σχετίζονται με το επίμαχο οικόπεδο. Εν τέλει, το Πρωτοδικείο ουδόλως ανέφερε ότι η εξακρίβωση των όρων μεταβιβάσεως του οικοπέδου το 1998, ένδεκα έτη μετά τη χορήγηση της ενισχύσεως, ήταν αναγκαία προς τον σκοπό της αποδείξεως της υπάρξεως της ενισχύσεως και της ασυμβατότητάς της προς την κοινή αγορά.

59.      Επομένως, φρονώ ότι ούτε ο πέμπτος και ο έκτος λόγος αναιρέσεως μπορούν να γίνουν δεκτοί.

 ΣΤ –      Επί του εβδόμου λόγου αναιρέσεως, που θέτει υπό αμφισβήτηση την επιβολή τόκων, για τη μετά την έκδοση της επίδικης αποφάσεως περίοδο, οι οποίοι είναι διαφορετικοί από αυτούς που επιβλήθηκαν κατά την προγενέστερη περίοδο

1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

60.      Με τον έβδομο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον επισήμανε, στη σκέψη 53 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ενέχει αντίφαση το γεγονός ότι, κατά την έννοια του άρθρου 2 της επίδικης αποφάσεως, οι επιβαλλόμενοι τόκοι επί του προς ανάκτηση ποσού έπρεπε να είναι τόκοι κατ’ ανατοκισμό για την προ της εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως περίοδο και απλοί τόκοι, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, για την περίοδο από την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως μέχρι την πραγματική ανάκτηση των ποσών.

61.      Ειδικότερα, κατά την Επιτροπή, δεν υπάρχει καμία αντίφαση, εφόσον, στην πραγματικότητα, το εθνικό δίκαιο διέπει μόνον τις «διαδικασίες» ανακτήσεως της ενισχύσεως, αλλά όχι και το εφαρμοστέο επιτόκιο, το οποίο δεν αποτελεί διαδικαστικό στοιχείο, αλλά ουσιαστικό στοιχείο.

62.      Αντιθέτως, κατά το Διαμέρισμα του Loiret και τη Scott, από κανένα στοιχείο της επίδικης αποφάσεως δεν προκύπτει ότι οι γαλλικές αρχές όφειλαν να χρησιμοποιήσουν, προς τον σκοπό του υπολογισμού της τρέχουσας αξίας του ποσού της ενισχύσεως για την περίοδο από την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως μέχρι την πραγματική ανάκτηση, τη μέθοδο του ανατοκισμού. Επομένως, η ασυνέπεια, την ύπαρξη της οποίας επισήμανε το Πρωτοδικείο, είναι πραγματική.

2.      Εκτίμηση

63.      Φρονώ ότι ο έβδομος λόγος αναιρέσεως που προέβαλε η Επιτροπή είναι, επίσης, αλυσιτελής. Πράγματι, ο λόγος που δικαιολογεί την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως εκ μέρους του Πρωτοδικείου συνίσταται στην έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά την επιλογή της χρήσεως της μεθόδου του ανατοκισμού. Επομένως, η συλλογιστική που ανέπτυξε το Πρωτοδικείο σχετικά με την αντίφαση μεταξύ των διαφορετικών ειδών των τόκων που εφαρμόζονται, αφενός, κατά την περίοδο μεταξύ της χορηγήσεως της ενισχύσεως και της εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως και, αφετέρου, κατά την περίοδο μεταξύ της εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως και της πραγματικής ανακτήσεως του ποσού, δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, καθοριστική για την ακύρωση της προαναφερθείσας αποφάσεως, αλλά αναπτύχθηκε μάλλον ως εκ περισσού.

64.      Εξάλλου, προκύπτει ότι ο ως άνω λόγος αναιρέσεως είναι, επίσης, αβάσιμος.

65.      Όπως ορθώς επισήμανε το Πρωτοδικείο, ιδίως στη σκέψη 11 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, από κανένα στοιχείο της επίδικης αποφάσεως δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή είχε πρόθεση να απαιτήσει από τις γαλλικές αρχές να εφαρμόσουν επιτόκιο κατ’ ανατοκισμό Επομένως, βάσει του ισχύοντος κατά τον κρίσιμο χρόνο κανονιστικού πλαισίου, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το εφαρμοστέο επιτόκιο κατά την περίοδο μεταξύ της εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως και της πραγματικής ανακτήσεως της ενισχύσεως έπρεπε να υπολογιστεί βάσει της μεθόδου του απλού τοκισμού, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, και όχι βάσει της μεθόδου του ανατοκισμού.

66.      Κατά τα λοιπά, η Επιτροπή, με την αίτησή της αναιρέσεως, απλώς και μόνον επανέλαβε, επ’ αυτού, ότι η χρήση της μεθόδου του ανατοκισμού αποτελούσε το μόνο σύστημα για την αποτελεσματική άρση των συνεπειών της χορηγήσεως της κρατικής ενισχύσεως (12). Ωστόσο, είναι προφανές ότι ένας γενικός ισχυρισμός με τον οποίο προβάλλεται η σκοπιμότητα της χρήσεως της μεθόδου του ανατοκισμού δεν μπορεί να αρκέσει για να συναχθεί ότι η εφαρμογή της εν λόγω μεθόδου έχει προβλεφθεί εμμέσως από την επίδικη απόφαση.

67.      Επομένως, από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι ούτε ο έβδομος λόγος αναιρέσεως μπορεί να γίνει δεκτός.

 Ζ –     Επί του ογδόου λόγου αναιρέσεως, κατά τον οποίο το Πρωτοδικείο όφειλε να προβεί σε μερική ακύρωση

1.      Επιχειρήματα των διαδίκων

68.      Με τον όγδοο και τελευταίο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, το σχετικό με τους εφαρμοστέους τόκους ζήτημα μπορεί και πρέπει να διαχωρισθεί από το σχετικό με το κύριο ποσό της ενισχύσεως ζήτημα, οπότε το Πρωτοδικείο, έχοντας επισημάνει την ύπαρξη ελαττώματος όσον αφορά τους τόκους, θα όφειλε να ακυρώσει την επίδικη απόφαση μόνον κατά το μέρος που αφορά τους τόκους.

69.      Με άλλα λόγια, κατά την αναιρεσείουσα, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι δυσανάλογη και στερείται νομιμότητας, καθόσον ακύρωσε την επίδικη απόφαση στο σύνολό της.

70.      Το Διαμέρισμα του Loiret και η Scott υποστηρίζουν ότι ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος. Πράγματι, εφόσον η Επιτροπή ουδέποτε ζήτησε από το Πρωτοδικείο, ούτε καν επικουρικώς, τη μερική ακύρωση της επίδικης αποφάσεως, το αίτημα αυτό, το οποίο προβλήθηκε για πρώτη φορά κατ’ αναίρεση, συνιστά διεύρυνση του αντικειμένου της δίκης, που απαγορεύεται από το άρθρο 58 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και το άρθρο 113 του Κανονισμού Διαδικασίας.

71.      Εξάλλου, επίσης ως προς την ουσία, ο ως άνω λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος, καθόσον το σχετικό με τον υπολογισμό των τόκων ζήτημα δεν μπορεί εύκολα να διαχωρισθεί από το υπόλοιπο τμήμα της επίδικης αποφάσεως, οπότε το αίτημα της Επιτροπής αποτελεί, σε τελική ανάλυση, αίτημα περί τροποποιήσεως (και όχι απλώς και μόνον αίτημα περί μερικής ακυρώσεως) της επίδικης αποφάσεως. Τούτο θα ήταν προφανώς αδύνατο σε ένα πεδίο εντός του οποίου οι κοινοτικοί δικαστές δεν διαθέτουν την επονομαζόμενη «αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας».

72.      Εν πάση περιπτώσει, το Πρωτοδικείο αιτιολόγησε την απόφασή του περί ακυρώσεως επίσης βάσει μεταγενεστέρων αιτιάσεων που προβλήθηκαν κατά της επίδικης αποφάσεως.

2.      Εκτίμηση

73.      Ο όγδοος λόγος αναιρέσεως που προέβαλε η Επιτροπή είναι αναμφισβήτητα ο πιο περίπλοκος και απαιτεί, ως εκ τούτου, εμπεριστατωμένη ανάλυση. Ειδικότερα, είναι αναγκαίο να εξετασθούν χωριστά τα ζητήματα του παραδεκτού και της βασιμότητας του ως άνω λόγου αναιρέσεως.

 α)     Επί του παραδεκτού του λόγου αναιρέσεως

74.      Το παραδεκτό του λόγου αναιρέσεως πρέπει να εκτιμηθεί από δύο διαφορετικές πλευρές. Πρώτον, είναι αναγκαίο να διερωτηθούμε αν, πέραν της κατά γράμμα διατυπώσεως του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αυτή συνιστά ήδη μερική ακύρωση της επίδικης αποφάσεως. Δεύτερον, πρέπει να εξετασθεί η ένσταση, την οποία προέβαλαν το Διαμέρισμα του Loiret και η Scott και σύμφωνα με την οποία ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος λόγω του ότι αποτελεί νέο ισχυρισμό.

i)      Επί της υπάρξεως πιθανής εν μέρει ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως

75.      Είναι δυνατό να υποστηριχθεί ότι ο λόγος αναιρέσεως που προέβαλε η Επιτροπή στηρίζεται σε μια εσφαλμένη προϋπόθεση. Πράγματι, παρά τη διατύπωση του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί, από πάσης απόψεως, ως επαγόμενη μερική ακύρωση.

76.      Το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να αποφανθεί, με την απόφασή του που είναι γνωστή ως απόφαση «Baby-dry» (13), ότι πρόκειται περί μερικής ακυρώσεως όταν το Πρωτοδικείο εκδίδει μια απόφαση η οποία, ναι μεν προβλέπει, με το διατακτικό της, απλώς την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, πλην όμως το πράττει δεχόμενη μόνον ορισμένους από τους ισχυρισμούς που προέβαλε ο προσφεύγων, επιβεβαιώνοντας εν τοις πράγμασι, με την αιτιολογία της, τη νομιμότητα ενός μέρους της προσβαλλομένης αποφάσεως.

77.      Με μια τέτοια μερική ακύρωση, καίτοι η προσβαλλόμενη πράξη καταργείται πλήρως, το εκδόν την πράξη θεσμικό όργανο μπορεί, εν τοις πράγμασι, να την εκδώσει εκ νέου με τροποποιήσεις κατά το μάλλον ή ήττον περιθωριακές, διατηρώντας, πάντως, ανέπαφο ένα τμήμα της πράξεως αυτής (14): πρόκειται, στην περίπτωση της επίδικης αποφάσεως, για το τμήμα που περιέχει τη διαπίστωση του ασυμβιβάστου της ενισχύσεως προς την κοινή αγορά και τον προσδιορισμό της «ιστορικής» αξίας της εν λόγω ενισχύσεως, εξαιρουμένου του μεταγενέστερου υπολογισμού της τρέχουσας αξίας της.

78.      Με άλλα λόγια, για να επαναλάβομε τη συλλογιστική που ανέπτυξε το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφασή του «Baby-dry», το Πρωτοδικείο, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ενώ ακύρωσε επισήμως ολόκληρη την επίδικη απόφαση, τουλάχιστον κατά το μέρος που αφορά το οικόπεδο, δεν έθιξε, στην πραγματικότητα, το μέρος της επίδικης αποφάσεως που δεν αφορά τον υπολογισμό των τόκων, καθόσον δεν αποφάνθηκε επί των λοιπών προβληθέντων με την προσφυγή λόγων ακυρώσεως (15).

79.      Υπό το πρίσμα αυτό, ο λόγος αναιρέσεως θα ήταν απαράδεκτος λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος (16), καθόσον με αυτόν η Επιτροπή προβάλλει ένα αίτημα (ήτοι τον διαχωρισμό του μέρους που αφορά τους τόκους και την ακύρωση μόνον του μέρους αυτού) στο οποίο το Πρωτοδικείο είχε ήδη, κατ’ ουσίαν, απαντήσει ευνοϊκά (17).

80.      Εξάλλου, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, στην υπόθεση «Baby-dry», το Πρωτοδικείο απέρριψε ρητώς ένα μέρος των προβληθέντων από την προσφεύγουσα εταιρία λόγων ακυρώσεως: αντιθέτως, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στην υπό κρίση υπόθεση, ορισμένοι λόγοι ακυρώσεως απλώς και μόνο δεν εξετάσθηκαν ρητώς. Ωστόσο, στην υπόθεση «Baby-dry», όπως και στην υπό κρίση υπόθεση, η απόφαση του Πρωτοδικείου «ικανοποιεί πράγματι μερικώς μόνον την αναιρεσείουσα» (18).

81.      Επομένως, βάσει της προεκτεθείσας συλλογιστικής, ο όγδοος λόγος αναιρέσεως θα έπρεπε να κριθεί απαράδεκτος. Ωστόσο, φρονώ ότι η ερμηνεία αυτή, καίτοι είναι ενδιαφέρουσα, δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

82.      Πράγματι, δεν υπάρχει αμφιβολία, κατά τη γνώμη μου, ως προς το ότι, εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο είχε πρόθεση να ακυρώσει την επίδικη απόφαση στο σύνολό της ή, ακριβέστερα, καθ’ όλο το μέρος που αφορά την αγορά του οικοπέδου σε προνομιακή τιμή. Επομένως, θα μπορούσε να γίνει λόγος, το πολύ, για «μερική ακύρωση» μόνον υπό την έννοια ότι η Επιτροπή θα μπορούσε να εκδώσει νέα πράξη τροποποιώντας το μέρος που αφορά τους τόκους και επαναλαμβάνοντας εξ ολοκλήρου τα υπόλοιπα μέρη της επίδικης αποφάσεως.

83.      Έστω και αν θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι, από ουσιαστική άποψη, το να εκδώσει η Επιτροπή μια νέα πράξη που να αφορά μόνον το ζήτημα των τόκων μπορεί να μη διαφέρει πολύ από το να εκδώσει μια νέα απόφαση αποσκοπούσα στο να αντικαταστήσει πλήρως την προηγούμενη (καίτοι διαφέρει από αυτήν μόνον κατά το μέρος που αφορά τους τόκους), οι δύο περιπτώσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν καθ’ όλα ισοδύναμες.

84.      Πράγματι, σε περίπτωση μερικής ακυρώσεως (περιλαμβάνουσας τη διατύπωση «κατά το μέρος που»), η επίδικη απόφαση θα συνέχιζε να υφίσταται ως τέτοια, καίτοι θα υπήρχε ανάγκη να αντικατασταθεί το μέρος που ακυρώθηκε. Αντιθέτως, σε περίπτωση αμιγούς και απλής ακυρώσεως, έστω και αν η ολική ακύρωση αναφέρεται, υπό το πρίσμα του σκεπτικού της αποφάσεως, σε μια ειδική πτυχή της προσβαλλομένης πράξεως, αυτή θα δημιουργούσε, ωστόσο, μια (τουλάχιστον προσωρινή) κατάσταση πλήρους ανυπαρξίας της προσβαλλομένης πράξεως, αυτής καθεαυτήν.

85.      Επομένως, θεωρώ ότι η Επιτροπή μπορεί νομίμως να επιχειρήσει να «περισώσει» τουλάχιστον ένα μέρος της επίδικης αποφάσεως και ότι έχει, ως εκ τούτου, έννομο συμφέρον όσον αφορά τον υπό κρίση λόγο αναιρέσεως.

ii)    Επί της πιθανής ιδιότητας του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως ως νέου ισχυρισμού

86.      Όπως προαναφέρθηκε, το Διαμέρισμα του Loiret και η Scott υποστηρίζουν ότι ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος καθόσον διευρύνει το αντικείμενο της διαφοράς που ήχθη αρχικώς ενώπιον του Πρωτοδικείου. Ειδικότερα, οι εν λόγω διάδικοι επικαλούνται την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση IPK (19). Με την απόφαση αυτή, κρίθηκε απαράδεκτος ο λόγος με τον οποίο η Επιτροπή προέβαλε, κατ’ αναίρεση, ότι το Πρωτοδικείο όφειλε να ακυρώσει μόνον εν μέρει, και όχι εν όλω, την ενώπιόν του προσβαλλόμενη απόφαση. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο επισήμανε, με την ευκαιρία αυτή, ότι, «ενώπιον του Πρωτοδικείου, η Επιτροπή δεν προέβαλε αίτημα όπως, σε περίπτωση ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως, η ακύρωση αυτή είναι μερική, ούτε προέβαλε ισχυρισμό όπως ο προβαλλόμενος εν προκειμένω» (20): επομένως, ο λόγος αναιρέσεως έπρεπε να θεωρηθεί νέος και, κατά συνέπεια, απαράδεκτος ισχυρισμός.

87.      Είναι προφανές ότι, εάν ακολουθηθεί η προεκτεθείσα συλλογιστική, ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως θα μπορούσε, επίσης, να κριθεί απαράδεκτος.

88.      Ωστόσο, φρονώ ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, είναι προτιμητέα μια διαφορετική λύση, τούτο δε με βάση ορισμένες θεωρήσεις δύο ειδών.

89.      Πρώτον, κατά τη γνώμη μου, η Επιτροπή δεν προβάλλει, εν προκειμένω, νέους νομικούς ισχυρισμούς προς στήριξη των αιτημάτων της, αλλά περιορίζεται στο να βάλει κατά της συλλογιστικής που ακολούθησε το Πρωτοδικείο όσον αφορά μια συγκεκριμένη συνέπεια (ολική ακύρωση της επίδικης αποφάσεως) αντλούμενη από μια συγκεκριμένη προϋπόθεση (ανεπαρκής αιτιολογία όσον αφορά τον υπολογισμό των τόκων). Κατά την έννοια αυτή, η αιτίαση της Επιτροπής δεν συνιστά νέο αίτημα, αλλά μόνο θέτει υπό αμφισβήτηση τη συλλογιστική του Πρωτοδικείου.

90.      Επ’ αυτού, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, τα ζητήματα που αφορούν τον αντιφατικό ή ανεπαρκή χαρακτήρα της αιτιολογίας μιας αποφάσεως του Πρωτοδικείου θεωρούνται ως νομικά ζητήματα, τα οποία μπορούν να προβληθούν ενώπιον του Δικαστηρίου ως λόγοι αναιρέσεως κατά την έννοια του άρθρου 58 του Οργανισμού του Δικαστηρίου (21). Εξάλλου, το Δικαστήριο, αφού χαρακτήρισε εαυτό αναρμόδιο να προβεί σε εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, εξέθεσε ότι, κατ’ αναίρεση, εναπόκειται σ’ αυτό «να ασκήσει έλεγχο όσον αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών αυτών περιστατικών και τις έννομες συνέπειες που συνήγαγε το Πρωτοδικείο» (22) (η υπογράμμιση δική μου). Επομένως, φρονώ ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή νομιμοποιείται να επικαλεσθεί, ενώπιον του Δικαστηρίου, ένα σφάλμα σχετικά με τη συλλογιστική, στο οποίο υπέπεσε το Πρωτοδικείο με την αιτιολογία της αποφάσεώς του.

91.      Δεύτερον, έστω και αν το πρόβλημα εξετασθεί υπό το πρίσμα των ισχυρισμών που προέβαλε η Επιτροπή, όπως πράττουν η Scott και το Διαμέρισμα του Loiret, είναι σαφές, κατά τη γνώμη μου, ότι το ζήτημα που αφορά το υπό εξέταση σημείο πρέπει να εξετασθεί υπό το πρίσμα του «αιτήματος» παρά υπό το πρίσμα του «ισχυρισμού». Η Επιτροπή, δηλαδή, δεν προβάλλει ένα νέο «ισχυρισμό», αλλά, το πολύ, ένα νέο «αίτημα».

92.      Ωστόσο, φρονώ ότι αυτό που ζητεί η Επιτροπή με τον υπό κρίση λόγο αναιρέσεως μπορεί να οριστεί ως «ήσσονος σημασίας» αίτημα σε σχέση με το «μείζονος σημασίας», ήτοι ευρύτερου περιεχομένου, αίτημα που αυτή προέβαλε τόσο ενώπιον του Πρωτοδικείου όσο και, κατ’ αναίρεση, ενώπιον του Δικαστηρίου. Βεβαίως, αυτό το «μείζονος σημασίας» αίτημα αποσκοπεί στο να απορριφθούν στο σύνολό τους τα αιτήματα περί ακυρώσεως που προέβαλε το Διαμέρισμα του Loiret.

93.      Πάντως, κατά τη γνώμη μου, μπορεί να θεωρηθεί ότι το ευρύτερου περιεχομένου αίτημα, το οποίο ήδη προβλήθηκε ενώπιον του Πρωτοδικείου, εμπεριέχει, επίσης, το στενότερου περιεχομένου αίτημα. Επομένως, δεν πρόκειται, στην υπό κρίση περίπτωση, για «νέο» αίτημα.

94.      Κατά τα λοιπά, με τον ως άνω λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή ζητεί, κατ’ ουσίαν, μολονότι δεν το πράττει κατά τρόπο απολύτως διαυγή και μολονότι τούτο δεν προκύπτει σαφώς από τα αιτήματά της, να αναιρεθεί εν μέρει η απόφαση του Πρωτοδικείου και να γίνουν δεκτά, επίσης εν μέρει, τα αιτήματα που είχε υποβάλει πρωτοδίκως η Επιτροπή, πράγμα που συνάδει προς τη διάταξη του άρθρου 113 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

95.      Επομένως, μπορεί να γίνει δεκτό, κατά τη γνώμη μου, ότι ο λόγος αναιρέσεως αυτός είναι παραδεκτός.

 β)     Επί της βασιμότητας του λόγου αναιρέσεως

96.      Προκειμένου να καταστεί δυνατή η εξέταση του λόγου αναιρέσεως επί της ουσίας, είναι αναγκαίο να εξακριβωθεί, κατ’ αρχάς, αν ήταν δυνατό, στην προκειμένη περίπτωση, να διαχωρισθεί, εντός της επίδικης αποφάσεως, το σχετικό με τους τόκους μέρος από τα λοιπά συστατικά μέρη της αποφάσεως αυτής, ιδίως αυτά που αφορούν την ασυμβατότητα της ενισχύσεως προς το κοινοτικό δίκαιο και την αρχική αξία της ενισχύσεως αυτής. Εν συνεχεία, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, θα πρέπει να εξετασθεί αν το Πρωτοδικείο όφειλε να επιβάλει κυρώσεις μόνο στο σχετικό με τους τόκους μέρος της αποφάσεως, αντί να ακυρώσει την απόφαση στο σύνολό της.

i)      Επί της δυνατότητας διαχωρισμού του σχετικού με τους τόκους μέρους

97.      Κατά πάγια νομολογία, η μερική ακύρωση αποφάσεως κοινοτικού οργάνου είναι δυνατή μόνον εφόσον τα μέρη των οποίων ζητείται η ακύρωση δύνανται σαφώς να αποσπασθούν από την υπόλοιπη πράξη (23). Ο διαχωρισμός αυτός είναι, κατά κανόνα, «ουσιαστικός» και συνίσταται στη δυνατότητα ακυρώσεως επιμέρους άρθρων, επιμέρους παραγράφων ή άλλων μερών μιας πράξεως που μπορούν ευκρινώς να εξατομικευθούν. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, είναι δυνατό να ληφθεί υπόψη, επίσης, η δυνατότητα ενός αμιγώς «λογικού» διαχωρισμού, όπως, στην υπό κρίση υπόθεση, του διαχωρισμού μεταξύ του καθορισμού του επονομαζόμενου «ιστορικού» ποσού της ενισχύσεως και του υπολογισμού των τόκων επί του ποσού αυτού.

98.      Πράγματι, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο δεν θα μπορούσε να ακυρώσει ένα επιμέρους τμήμα, ικανό να εξατομικευθεί επακριβώς, της επίδικης αποφάσεως, εφόσον δεν έχει αφιερωθεί ένα συγκεκριμένο και ξεχωριστό τμήμα του διατακτικού στο σχετικό με τους τόκους ζήτημα. Ωστόσο, το Πρωτοδικείο θα μπορούσε να ακυρώσει την απόφαση «καθόσον» ή «κατά το μέρος που» η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε (επαρκώς) την επιλογή της χρήσεως της μεθόδου του ανατοκισμού.

99.      Επομένως, είμαι της γνώμης ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το σχετικό με τον υπολογισμό των τόκων επί του ποσού της ενισχύσεως μέρος δύναται να αποσπασθεί από την υπόλοιπη απόφαση.

ii)    Επί της αναγκαιότητας να ακυρωθεί μόνον το σχετικό με τους τόκους μέρος

100. Φρονώ ότι ο όγδοος λόγος αναιρέσεως που προέβαλε η Επιτροπή πρέπει να γίνει δεκτός, για τους ακόλουθους λόγους.

101. Επισημαίνεται, ευθύς εξ αρχής, ότι απαιτήσεις αναγόμενες στην πληρότητα και στην ασφάλεια δικαίου επιβάλλουν να εξετάζονται μόνον ορισμένοι λόγοι ακυρώσεως –με δεδομένο ότι οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως δεν λαμβάνονται υπόψη– αποκλειστικά και μόνον όταν οι λόγοι ακυρώσεως που έγιναν δεκτοί παρέχουν τη δυνατότητα να γίνουν δεκτά, στο σύνολό τους, τα αιτήματα που υπέβαλε ο προσφεύγων. Δεδομένου ότι, στην προκειμένη περίπτωση, ο λόγος ακυρώσεως που έγινε δεκτός από το Πρωτοδικείο αφορά μια ειδική μόνο πτυχή της επίδικης αποφάσεως, φρονώ ότι το εν λόγω δικαιοδοτικό όργανο δεν θα μπορούσε να περιορισθεί στην εξέταση και στην αποδοχή αυτού του λόγου ακυρώσεως, προκειμένου να συναγάγει εξ αυτού ότι είναι ακυρωτέα στο σύνολό της η επίδικη απόφαση.

102. Επομένως, κατά τη γνώμη μου, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη ως προς τη λογική συνοχή του συλλογισμού του, καθόσον συνήγαγε από τη διαπίστωση της ελλείψεως νομιμότητας της επίδικης αποφάσεως, κατά το μέρος που αφορά τους τόκους, ότι είναι ακυρωτέα ολόκληρη η επίδικη απόφαση.

103. Εξάλλου, η επιλογή του Πρωτοδικείου να παραλείψει την εξέταση όλων των λοιπών προβληθέντων ενώπιόν του από το προσφεύγον λόγων ακυρώσεως έχει ως συνέπεια ότι, στην περίπτωση που η Επιτροπή εκδώσει μια νέα απόφαση, τροποποιημένη μόνον κατά το μέρος που αφορά τον υπολογισμό των τόκων, το Διαμέρισμα του Loiret θα όφειλε να προσβάλει εκ νέου ενώπιον του Πρωτοδικείου την απόφαση αυτή, προβάλλοντας εκ νέου τους διαφόρους λόγους ακυρώσεως που είχαν ήδη προβληθεί και δεν είχαν εξετασθεί. Ανεξάρτητα από τα πιθανά προβλήματα που θα αντιμετώπιζε μια τέτοια προσφυγή ως προς το παραδεκτό της, είναι προφανές, κατά τη γνώμη μου, ότι τούτο θα αντέβαινε σε κάθε αρχή οικονομίας της δίκης, που είναι πολλώ μάλλον σημαντική σε μια περίπτωση, όπως η επίμαχη εν προκειμένω, η οποία αφορά περιστατικά που επισυνέβησαν πριν από περισσότερα από είκοσι έτη.

104. Επομένως, προτείνω στο Δικαστήριο να δεχθεί τον όγδοο λόγο αναιρέσεως που προέβαλε η Επιτροπή και, ως εκ τούτου, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να αναπέμψει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο, προκειμένου αυτό να συναγάγει τις ενδεδειγμένες συνέπειες από την έλλειψη νομιμότητας που σχετίζεται με το ζήτημα των τόκων και να αποφανθεί, επιπλέον, επί των λοιπών λόγων ακυρώσεως που προέβαλε το Διαμέρισμα του Loiret. Τούτο ουδόλως θίγει την ορθότητα της εκτιμήσεως του Πρωτοδικείου ως προς τον λόγο ακυρώσεως που αφορά τη χρήση, εκ μέρους της Επιτροπής, της μεθόδου του ανατοκισμού.

VI – Προτάσεις

105. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο:

1)      να αναιρέσει την απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 29ης Μαρτίου 2007, T‑369/00, Département du Loiret κατά Επιτροπής, κατά το μέρος που το Πρωτοδικείο συνήγαγε από την έλλειψη νομιμότητας, με την οποία βαρύνεται ο υπολογισμός των τόκων, ότι είναι ακυρωτέα ολόκληρη η επίδικη απόφαση της Επιτροπής·

2)      να αναπέμψει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων·

3)      να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ιταλική.


2 – Συλλογή 2007, σ. II‑851.


3 – ΕΕ 2002, L 12, σ. 1.


4 – Απόφαση της 29ης Μαρτίου 2007, T-366/00, Scott κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. II‑797, σημείο 1 του διατακτικού).


5 – Σημείο 1 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


6 – Ως προς την αντιμετώπιση των αλυσιτελών λόγων αναιρέσεως, βλ, π.χ., αποφάσεις της 28ης Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. I‑5425, σκέψη 148), και της 7ης Νοεμβρίου 2002, C‑184/01 P, Hirschfeldt κατά AEΑ (Συλλογή 2002, σ. I-10173, σκέψη 48 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


7 – Βλ., π.χ., αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 1985, 296/82 και 318/82, Κάτω Χώρες και Leeuwarder Papierwarenfabriek κατά Επιτροπής (Συλλογή 1985, σ. 809, σκέψη 19), και της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, C‑301/96, Γερμανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. I‑9919, σκέψη 87).


8 – Βλ., π.χ., αποφάσεις της 26ης Νοεμβρίου 1975, 73/74, Groupement des fabricants de papiers peints de Belgique κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1975, σ. 457, σκέψη 31), της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, C‑156/98, Γερμανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I‑6857, σκέψη 105), και της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Γερμανία κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 7, σκέψεις 87 έως 92.


9 – Σημείο 36.


10 – Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τα επιτόκια που πρέπει να εφαρμόζονται κατά την ανάκτηση ενισχύσεων που έχουν χορηγηθεί παρανόμως (ΕΕ 2003, C 110, σ. 21).


11 – Υπό το πρίσμα αυτό, ο λόγος αναιρέσεως που προέβαλε η Επιτροπή θα μπορούσε, επίσης, να θεωρηθεί απαράδεκτος, καθόσον αποβλέπει στο να θέσει υπό αμφισβήτηση μια εκτίμηση του Πρωτοδικείου αφορώσα πραγματικά περιστατικά.


12 – Βλ., ιδίως, σημείο 56 του δικογράφου της αναιρέσεως.


13 – Απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, C-383/99 P, Procter & Gamble κατά ΓΕΕΑ (Συλλογή 2001, σ. I‑6251, σκέψεις 20 έως 25). Βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. Jacobs, της 5ης Απριλίου 2001, στην ίδια υπόθεση (σημεία 33 έως 41).


14 – Απόφαση Procter & Gamble κατά ΓΕΕΑ, προπαρατεθείσα, σκέψη 25.


15 – Όπ.π., σκέψη 24.


16 – Επί του εννόμου συμφέροντος ως προϋποθέσεως του παραδεκτού αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως του Πρωτοδικείου, βλ., π.χ., αποφάσεις της 19ης Οκτωβρίου 1995, C‑19/93 P, Rendo κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. I‑3319, σκέψη 13)· της 13ης Ιουλίου 2000, C‑174/99 P, Κοινοβούλιο κατά Richard (Συλλογή 2000, σ. I‑6189, σκέψη 33), και της 25ης Ιουλίου 2002, C‑50/00 P, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2002, σ. I‑6677, σκέψη 21).


17 – Αυτή η έλλειψη εννόμου συμφέροντος μπορεί να εξετασθεί αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο: φρονώ ότι το συμπέρασμα αυτό μπορεί εύκολα να συναχθεί από τη νομολογία σύμφωνα με την οποία η έλλειψη εννόμου συμφέροντος, που οφείλεται σε περιστατικά τα οποία επισυνέβησαν μετά την έκδοση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου, μπορεί να εξετασθεί αυτεπαγγέλτως (απόφαση Rendo κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 13, και διάταξη της 25ης Ιανουαρίου 2001, C‑111/99 P, Lech Stahlwerke κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑727, σκέψη 18) και, γενικότερα, από τον ισχυρισμό σχετικά με τη δυνατότητα να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος: βλ., π.χ., διάταξη του Δικαστηρίου της 7ης Οκτωβρίου 1987, 108/86, D. Μ. κατά Συμβουλίου και ΟΚΕ (Συλλογή 1987, σ. 3933, σκέψη 10), καθώς και αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 14ης Απριλίου 2005, T‑141/03, Sniace κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. II‑1197, σκέψη 22), και της 28ης Μαρτίου 2001, T‑144/99, Σύλλογος ειδικών πληρεξουσίων του Ευρωπαϊκού Γραφείου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας κατά Επιτροπής (Συλλογή 2001, σ. II‑1087, σκέψεις 29 έως 35).


18 – Απόφαση Procter & Gamble κατά ΓΕΕΑ, προπαρατεθείσα, σκέψη 22. Βλ., επίσης, προαναφερθείσες προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. Jacobs στην ίδια υπόθεση, σημείο 39, όπου ο γενικός εισαγγελέας υποστήριξε ότι η διάταξη του άρθρου 56, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου «πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αφορά γενικώς τη μη επιδίκαση των αιτηθέντων και όχι, περιορισμένως, τη μη αποδοχή συγκεκριμένου επιχειρήματος ή σειράς επιχειρημάτων».


19 – Απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, C‑199/01 P και C‑200/01 P, IPK-München κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. I‑4627, σκέψεις 57 έως 60).


20 – Όπ.π., σκέψη 59.


21 – Βλ. αποφάσεις της 7ης Μαΐου 1998, C‑401/96 P, Somaco κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. I‑2587, σκέψη 53 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία)· της 2ας Οκτωβρίου 2001, C‑449/99 P, ΕΤΕ κατά Hautem (Συλλογή 2001, σ. I‑6733, σκέψη 45), και της 8ης Φεβρουαρίου 2007, C‑3/06 P, Groupe Danone κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. I‑1331, σκέψη 45).


22 – Απόφαση της 28ης Μαΐου 1998, C‑7/95 P, Deere κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. I‑3111, σκέψη 21).


23 – Βλ., π.χ., αποφάσεις της 10ης Δεκεμβρίου 2002, C‑29/99, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2002, σ. I‑11221, σκέψη 45, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία), και της 24ης Μαΐου 2005, C‑244/03, Γαλλία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (Συλλογή 2005, σ. I‑4021, σκέψη 12).