Language of document : ECLI:EU:T:2008:316

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τρίτο πενταμελές τμήμα)

της 9ης Σεπτεμβρίου 2008 (*)

«Πρόσβαση στα έγγραφα – Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 – Άρνηση προσβάσεως – Εξαίρεση για λόγους προστασίας της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων – Εξαίρεση για λόγους προστασίας της έρευνας και του οικονομικού ελέγχου – Εξαίρεση για λόγους προστασίας της παροχής νομικών συμβουλών – Έγγραφα σχετικά με τις αποφάσεις της Επιτροπής σε θέματα συγκεντρώσεως»

Στην υπόθεση T-403/05,

MyTravel Group plc, με έδρα το Rochdale, Lancashire (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενη από τους D. Pannick, QC, A. Lewis, barrister, M. Nicholson, S. Cardell και B. McKenna, solicitors,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τον P. Hellström και την P. Costa de Oliveira και, στη συνέχεια, από τον X. Lewis και την P. Costa de Oliveira,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή για την ακύρωση των αποφάσεων της Επιτροπής της 5ης Σεπτεμβρίου [D(2005) 8461] και της 12ης Οκτωβρίου 2005 [D(2005) 9763], με τις οποίες απορρίφθηκε αίτηση της προσφεύγουσας για πρόσβαση σε ορισμένα προπαρασκευαστικά έγγραφα της αποφάσεως 2000/276/ΕΚ της Επιτροπής, της 22ας Σεπτεμβρίου 1999, με την οποία μια συγκέντρωση κηρύσσεται ως ασύμβατη με την κοινή αγορά και με τη συμφωνία ΕΟΧ (Υπόθεση IV/M.1524 – Airtours/First Choice) (ΕΕ 2000, L 93, σ. 1), καθώς και σε έγγραφα που συντάχθηκαν από τις υπηρεσίες της Επιτροπής μετά την ακύρωση της αποφάσεως αυτής με την απόφαση T‑342/99 του Πρωτοδικείου, της 6ης Ιουνίου 2002, Airtours κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. II‑2585),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (τρίτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Azizi, πρόεδρο, J. D. Cooke, E. Cremona, I. Labucka και S. Frimodt Nielsen (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: Κ. Καντζά, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 29ης Απριλίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

1        Ο κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43), καθορίζει τις αρχές, τις προϋποθέσεις και τα όρια του προβλεπόμενου από το άρθρο 255 ΕΚ δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα των εν λόγω οργάνων.

2        Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού ορίζει:

«Κάθε πολίτης της Ένωσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί ή έχει την έδρα του σε ένα κράτος μέλος έχει δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα των θεσμικών οργάνων, υπό την επιφύλαξη των αρχών, όρων και περιορισμών που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό.»

3        Το άρθρο 4, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1049/2001 ορίζει τα εξής:

«Τα θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σ’ ένα έγγραφο, η γνωστοποίηση του οποίου θα έθιγε την προστασία:

–        […],

–        των δικαστικών διαδικασιών και της παροχής νομικών συμβουλών,

–        του σκοπού επιθεώρησης, έρευνας και οικονομικού ελέγχου,

εκτός εάν για τη γνωστοποίηση του εγγράφου υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον.

3. […]

Ένα θεσμικό όργανο αρνείται την πρόσβαση σε έγγραφα που περιέχουν απόψεις για εσωτερική χρήση, ως μέρος συζητήσεων και προκαταρκτικών διαβουλεύσεων εντός του σχετικού θεσμικού οργάνου, ακόμη και αφού έχει ληφθεί η απόφαση, εάν η γνωστοποίηση του εγγράφου θα έθιγε σοβαρά την οικεία διαδικασία λήψης αποφάσεων, εκτός εάν για τη γνωστοποίηση του εγγράφου υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον.»

 Το ιστορικό της διαφοράς

1.     Επί της πράξεως συγκεντρώσεως Airtours/First Choice μετά την απόφαση Airtours του Πρωτοδικείου

4        Στις 29 Απριλίου 1999, η προσφεύγουσα βρετανική εταιρία οργανώσεως ταξιδίων Airtours plc, που στη συνέχεια μετονομάστηκε σε MyTravel Group plc, ανήγγειλε την πρόθεσή της να αποκτήσει στη χρηματιστηριακή αγορά το σύνολο του κεφαλαίου της First Choice plc, ενός από τους ανταγωνιστές της στο Ηνωμένο Βασίλειο. Την ίδια ημέρα, η Airtours κοινοποίησε στην Επιτροπή αυτό το σχέδιο συγκεντρώσεως, προκειμένου αυτή να εκδώσει απόφαση για την έγκρισή του, βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ) 4064/89 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (διορθωτικό στην ΕΕ 1990, L 257, σ. 13), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1310/97 του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1997 (ΕΕ L 180, σ. 1).

5        Με την απόφαση 2000/276/ΕΚ της 22ας Σεπτεμβρίου 1999 (υπόθεση IV/M.1524 – Airtours/First Choice) (ΕΕ 2000, L 93, σ. 1, στο εξής: απόφαση Airtours της Επιτροπής), η Επιτροπή έκρινε την πράξη συγκεντρώσεως ασύμβατη προς την κοινή αγορά και προς τη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 4064/89. Η Airtours άσκησε κατά της αποφάσεως αυτής προσφυγή ακυρώσεως.

6        Με απόφαση της 6ης Ιουνίου 2002, T‑342/99, Airtours κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. II‑2585, στο εξής: απόφαση Airtours του Πρωτοδικείου), το Πρωτοδικείο ακύρωσε την απόφαση Airtours της Επιτροπής.

7        Μετά την απόφαση Airtours του Πρωτοδικείου, η Επιτροπή συνέστησε ομάδα εργασίας από υπαλλήλους της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) Ανταγωνισμού και της νομικής υπηρεσίας, προκειμένου να εξεταστεί η σκοπιμότητα ασκήσεως αναιρέσεως κατά της αποφάσεως αυτής και να εκτιμηθούν οι συνέπειές της επί των διαδικασιών που εφαρμόζονται στον έλεγχο των συγκεντρώσεων ή σε άλλους τομείς. Η έκθεση της ομάδας εργασίας υποβλήθηκε στον αρμόδιο για θέματα ανταγωνισμού επίτροπο της Επιτροπής στις 25 Ιουλίου 2002, πριν τη λήξη της προθεσμίας αναιρέσεως.

8        Στις 18 Ιουνίου 2003, η προσφεύγουσα άσκησε αγωγή με την οποία ζητεί αποκατάσταση της ζημίας που προβάλλει ότι υπέστη από τον τρόπο που η Επιτροπή χειρίστηκε και αξιολόγησε την πράξη συγκεντρώσεως Airtours/First Choice (υπόθεση T‑212/03, MyTravel κατά Επιτροπής, στο εξής: αγωγή αποζημιώσεως).

2.     Επί της αιτήσεως προσβάσεως στα έγγραφα

9        Με επιστολή της 23ης Μαΐου 2005, η προσφεύγουσα ζήτησε από την Επιτροπή, κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 1049/2001, να της επιτρέψει την πρόσβαση σε διάφορα έγγραφα. Τα έγγραφα αυτά ήταν η έκθεση της ομάδας εργασίας (στο εξής: έκθεση), τα σχετικά με την κατάρτιση της εκθέσεως αυτής έγγραφα (στο εξής: έγγραφα εργασίας), καθώς και τα έγγραφα που περιέχονται στον φάκελο της υποθέσεως Airtours/First Choice, επί των οποίων στηρίχθηκε η έκθεση ή τα οποία μνημονεύονται σε αυτήν (στο εξής: λοιπά εσωτερικά έγγραφα).

10      Δεδομένου του αριθμού των ζητουμένων εγγράφων, η Επιτροπή και η προσφεύγουσα ήρθαν σε συνεννόηση, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001, για την εξεύρεση λογικής λύσεως. Η λύση αυτή συνίστατο στη χωριστή εξέταση της εκθέσεως και των εγγράφων εργασίας, αφενός, και των λοιπών εσωτερικών εγγράφων, αφετέρου.

 Επί της εκθέσεως και των εγγράφων εργασίας (πρώτη απόφαση)

11      Με έγγραφο της 12ης Ιουλίου 2005, η Επιτροπή πληροφόρησε την προσφεύγουσα ότι δεν ήταν δυνατόν να της γνωστοποιηθούν η έκθεση και τα έγγραφα εργασίας, διότι καλύπτονταν από τις εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα της Επιτροπής, οι οποίες προσδιορίζονται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη και τρίτη περίπτωση, και στο άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, και ότι κανένα υπέρτερο έννομο συμφέρον δεν δικαιολογούσε τη γνωστοποίησή τους.

12      Με επιστολή της 19ης Ιουλίου 2005, η προσφεύγουσα υπέβαλε επιβεβαιωτική αίτηση, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001.

13      Με έγγραφο της 5ης Σεπτεμβρίου 2005 [D(2005) 8461] (στο εξής: πρώτη απόφαση), η Επιτροπή επέτρεψε πρόσβαση, άνευ περιορισμών, σε τρία έγγραφα (το πρόγραμμα εργασίας, το χρονοδιάγραμμα και την εντολή της ομάδας εργασίας) και μερική πρόσβαση σε δύο άλλα έγγραφα (τα υπ’ αριθμούς 13 και 16). Όσον αφορά τα λοιπά έγγραφα που ζητήθηκαν, η Επιτροπή αρνήθηκε να γνωστοποιήσει την έκθεση και τα λοιπά έγγραφα εργασίας, επαναλαμβάνοντας τους λόγους που είχε ήδη επικαλεστεί.

14      Με την πρώτη απόφαση, η Επιτροπή επικαλείται το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001 για να δικαιολογήσει την άρνηση της προσβάσεως στο σύνολο της εκθέσεως και σε ορισμένα έγγραφα εργασίας (σημεία I.3, II και παράρτημα με τίτλο «Κατάλογος των “εγγράφων εργασίας”»). Διευκρινίζει ότι η έκθεση αποτελεί εσωτερικό έγγραφο, το οποίο εκφράζει τη γνώμη των υπηρεσιών της Επιτροπής ως προς τη δυνατότητα ασκήσεως αναιρέσεως κατά της αποφάσεως Airtours του Πρωτοδικείου και επανεξετάσεως των διαδικασιών σύμφωνα με τις οποίες διεξάγονται οι έρευνες σε περιπτώσεις συγκεντρώσεως. Κατά την Επιτροπή, η δημοσιοποίησή της θα έθιγε σοβαρά τη διαδικασία λήψεως των αποφάσεών της, καθόσον η ελευθερία της γνώμης των συντακτών τέτοιων εγγράφων θα απειλούνταν, αν αυτοί έπρεπε, κατά τη σύνταξη των εγγράφων αυτών, να λαμβάνουν υπόψη το ενδεχόμενο δημοσιοποιήσεως των εκτιμήσεών τους, και μάλιστα μετά από την έκδοση αποφάσεως που θα έχει ληφθεί βάσει των εκτιμήσεών τους.

15      Η Επιτροπή επικαλείται επίσης το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 για να δικαιολογήσει την άρνηση προσβάσεως στα τμήματα B και F.1 της εκθέσεως και σε ορισμένα έγγραφα εργασίας (σημεία I.1, II και παράρτημα με τίτλο «Κατάλογος των “εγγράφων εργασίας”» της πρώτης αποφάσεως). Κατά την άποψή της, τα τμήματα αυτά περιέχουν τις εκτιμήσεις σχετικά με τη σκοπιμότητα ασκήσεως αναιρέσεως κατά της αποφάσεως Airtours του Πρωτοδικείου, ενώ η αγωγή αποζημιώσεως της προσφεύγουσας αφορά τις εκτιμήσεις που εξέφρασε η Επιτροπή στη δική της απόφαση Airtours. Η γνωστοποίηση των τμημάτων αυτών στο παρόν στάδιο της αγωγής αποζημιώσεως θα μπορούσε, συνεπώς, να βλάψει το δικαίωμα της Επιτροπής να υπερασπιστεί τον εαυτό της στην υπόθεση αυτή σε κλίμα ήπιο και ελεύθερο από κάθε εξωτερική επιρροή. Απαντώντας σε επιχείρημα που προέβαλε η προσφεύγουσα στην επιβεβαιωτική αίτηση, η Επιτροπή υποστηρίζει, με την πρώτη απόφαση, ότι τα τμήματα B και F.1 της εκθέσεως συντάχθηκαν όντως «αποκλειστικά για τους σκοπούς μιας συγκεκριμένης ένδικης διαδικασίας», δηλαδή της διαδικασίας στην υπόθεση Airtours, σύμφωνα με τη λύση που καθιέρωσε η απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Δεκεμβρίου 1999, T‑92/98, Interporc κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. II‑3521).

16      Η Επιτροπή επικαλείται επίσης το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 για να δικαιολογήσει την άρνηση προσβάσεως στα τμήματα C, D, E και F.2 της εκθέσεως και σε ορισμένα έγγραφα εργασίας (σημεία I.2, II και παράρτημα με τίτλο «Κατάλογος των “εγγράφων εργασίας”» της πρώτης αποφάσεως). Κατά την άποψή της, τα τμήματα αυτά προέκυψαν από εσωτερικό οικονομικό έλεγχο σχετικά με τις υφιστάμενες διαδικασίες στον τομέα των συγκεντρώσεων, προκειμένου να διατυπωθούν συστάσεις με σκοπό τη βελτίωση των διαδικασιών αυτών και την αναδιοργάνωση των υπηρεσιών της. Η Επιτροπή τονίζει ότι η γνωστοποίηση τέτοιων πληροφοριών θα περιόριζε τις δυνατότητες αναπροσαρμογής των μεθόδων της στον τομέα του ανταγωνισμού και χωρίς τη διασφάλιση της ανεξάρτητης διεξαγωγής αυτού του ελέγχου τέτοιες συστάσεις δεν θα μπορούσαν να διατυπωθούν. Επισημαίνει, δε, ότι η εξαίρεση αυτή εξακολουθεί να ισχύει και μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου, δεδομένου ότι προστατεύει τόσο τη διενέργεια όσο και τον σκοπό του.

17      Εξάλλου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι προαναφερθείσες εξαιρέσεις εφαρμόζονται, εκτός εάν τη γνωστοποίηση του εγγράφου επιβάλλει υπέρτερο δημόσιο συμφέρον (σημείο IV της πρώτης αποφάσεως). Διευκρινίζει ότι το εν λόγω υπέρτερο δημόσιο συμφέρον πρέπει να είναι σημαντικότερο από το συμφέρον που προστατεύεται με την εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως. Κατά την άποψή της, όμως, η προσφεύγουσα δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα που να αποδεικνύει τέτοιο υπέρτερο δημόσιο συμφέρον. Αντιθέτως, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι το συμφέρον της προσφεύγουσας από τη χρήση των εν λόγω εγγράφων αφορά την άσκηση των νόμιμων δικαιωμάτων της στην αγωγή αποζημιώσεως που εκκρεμεί ενώπιον του Πρωτοδικείου, η οποία ανταποκρίνεται μάλλον σε συμφέρον ιδιωτικής φύσεως. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή εκτιμά ότι τα συγκεκριμένα συμφέροντα που επικαλείται η ίδια υπερέχουν του γενικού συμφέροντος κοινοποιήσεως των εγγράφων.

 Επί των λοιπών εσωτερικών εγγράφων (δεύτερη απόφαση)

18      Με έγγραφο της 1ης Αυγούστου 2005, η Επιτροπή απάντησε στην αίτηση προσβάσεως που αφορούσε τα λοιπά εσωτερικά έγγραφα. Ορισμένα από τα έγγραφα αυτά γνωστοποιήθηκαν εν μέρει, ενώ η Επιτροπή αρνήθηκε την πρόσβαση σε άλλα έγγραφα για τους λόγους που επικαλέστηκε στα σημεία II.1 έως II.9 του εγγράφου αυτού.

19      Με επιστολή της 5ης Αυγούστου 2005, η προσφεύγουσα υπέβαλε επιβεβαιωτική αίτηση δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001.

20      Με το έγγραφο της 12ης Οκτωβρίου 2005 [D(2005) 9763] (στο εξής: δεύτερη απόφαση), η Επιτροπή ενέκρινε συμπληρωματική μερική πρόσβαση σε διάφορα έγγραφα που περιέχονταν στην αίτηση της προσφεύγουσας. Η Επιτροπή επιβεβαίωσε την αρχική της εκτίμηση όσον αφορά την άρνηση της προσβάσεως στα λοιπά έγγραφα.

21      Με τη δεύτερη απόφαση, η Επιτροπή επικαλείται το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001 και το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του εν λόγω κανονισμού για να στηρίξει την άρνηση προσβάσεως στα ακόλουθα έγγραφα:

–        τα έγγραφα που σχετίζονται με την απόφαση κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 4064/89, με την κοινοποίηση των αιτιάσεων και με την τελική απόφαση στην υπόθεση Airtours/First Choice (στο εξής: σχέδια κειμένου) (σημείο II.6 και έγγραφα μνημονευόμενα στο σημείο 6 του πρώτου παραρτήματος της δεύτερης αποφάσεως), καθόσον πρόκειται για εσωτερικά προπαρασκευαστικά έγγραφα των οποίων η δημοσιοποίηση θα έθιγε σοβαρά τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων σε σχέση με τον έλεγχο των συγκεντρώσεων·

–        τα υπομνήματα του γενικού διευθυντή της ΓΔ Ανταγωνισμού που απευθύνονται προς τον αρμόδιο για θέματα ανταγωνισμού επίτροπο (στο εξής: υπομνήματα προς τον επίτροπο) (σημείο II.1 και έγγραφα αναφερόμενα ως 1.1 έως 1.8 στο πρώτο παράρτημα της δεύτερης αποφάσεως), κατά το μέρος που περιέχουν απόψεις για εσωτερική χρήση, προοριζόμενες για την προετοιμασία της αποφάσεως Airtours της Επιτροπής, και που η δημοσιοποίησή τους θα περιόριζε την ικανότητα της ΓΔ Ανταγωνισμού να εκφράζει την άποψή της, καθώς και την ικανότητα των μελών της Επιτροπής να υιοθετούν πλήρως αιτιολογημένη απόφαση. Η Επιτροπή αναφέρει ότι η ανάλυση αυτή δεν ανατρέπεται από το γεγονός ότι η απόφαση Airtours της Επιτροπής έχει ήδη ληφθεί, καθόσον η δημοσιοποίηση των εγγράφων αυτών θα μπορούσε να συνεχίσει να επηρεάζει τη διαδικασία λήψεως των αποφάσεών της όσον αφορά παρόμοιες αποφάσεις (για παράδειγμα, η άρνηση κοινοποιήσεως της ανακοινώσεως των αιτιάσεων στην υπόθεση EMI/Time Warner προστάτευσε την Επιτροπή από εξωτερικές πιέσεις όταν επελήφθη της υποθέσεως BMG/Sony, η οποία αφορούσε τον ίδιο κλάδο)·

–        τα υπομνήματα που απευθύνει η ΓΔ Ανταγωνισμού προς άλλες υπηρεσίες της Επιτροπής, συμπεριλαμβανομένης της νομικής υπηρεσίας, για να διαβιβάσει και να ζητήσει τη γνώμη των παραληπτών επί των σχεδίων εγγράφων (στο εξής: υπομνήματα προς τις άλλες υπηρεσίες). Η Επιτροπή διακρίνει συναφώς τα αντίγραφα των υπομνημάτων αυτών τα απευθυνόμενα στη νομική υπηρεσία (έγγραφα αναφερόμενα ως 2.1 έως 2.5) από τα αντίγραφα τα απευθυνόμενα σε άλλες υπηρεσίες της (έγγραφα αναφερόμενα ως 4.1 έως 4.5). Η Επιτροπή τονίζει ότι τα απευθυνόμενα στη νομική υπηρεσία αντίγραφα συνδέονται στενά με τις νομικές συμβουλές που ακολουθούν και ότι η γνωστοποίησή τους θα είχε ως συνέπεια την αποκάλυψη σημαντικών στοιχείων αυτών των νομικών γνωμοδοτήσεων, γεγονός που θα έθιγε σοβαρά τη διαδικασία λήψεως των αποφάσεών της (σημείο II.2 της δεύτερης αποφάσεως). Όσον αφορά τα απευθυνόμενα στις άλλες υπηρεσίες της αντίγραφα, η Επιτροπή τονίζει ότι τα έγγραφα αυτά συντάχθηκαν στο πλαίσιο εσωτερικών διαβουλεύσεων και ότι αποδίδουν τον συλλογικό χαρακτήρα της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η εν λόγω διαδικασία λήψεως αποφάσεων πρέπει, επομένως, να προστατευθεί από κάθε βλάβη που θα προξενούσε η δημοσιοποίηση τέτοιων πληροφοριών (σημείο II.4 της δεύτερης αποφάσεως)·

–        τα υπομνήματα άλλων υπηρεσιών της Επιτροπής που εστάλησαν ως απάντηση στα ως άνω πέντε υπομνήματα της ΓΔ Ανταγωνισμού, για να εκθέσουν την ανάλυση των εν λόγω εμπλεκόμενων υπηρεσιών επί των σχεδίων εγγράφων (στο εξής: απαντητικά υπομνήματα των άλλων υπηρεσιών πλην της νομικής υπηρεσίας) (έγγραφα αναφερόμενα ως 5.1 έως 5.10). Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι τα υπομνήματα αυτά συντάσσονται στο πλαίσιο της διυπηρεσιακής και ενδοϋπηρεσιακής διαβουλεύσεως, χαρακτηριστικής της διαδικασίας λήψεως των αποφάσεων της Επιτροπής. Επισημαίνει ότι η ικανότητα των υπηρεσιών αυτών να εκφράζουν τις απόψεις τους είναι απαραίτητη σε θέματα ελέγχου των συγκεντρώσεων και ότι η ικανότητα αυτή θα περιοριζόταν αν, κατά τη σύνταξη των υπομνημάτων αυτών, οι εμπλεκόμενες υπηρεσίες έπρεπε να λαμβάνουν υπόψη ότι οι απόψεις τους ενδέχεται να δημοσιοποιηθούν, ακόμη και μετά την περάτωση της υποθέσεως (σημείο II.5 της δεύτερης αποφάσεως).

22      Με τη δεύτερη απόφαση, η Επιτροπή επικαλείται επίσης την εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, όσον αφορά τα πέντε υπομνήματα που υποβλήθηκαν από τη νομική υπηρεσία σε απάντηση των ως άνω πέντε υπομνημάτων της ΓΔ Ανταγωνισμού (στο εξής: απαντητικά υπομνήματα της νομικής υπηρεσίας) (σημείο II.3 και έγγραφα αναφερόμενα ως 3.1 έως 3.5). Η Επιτροπή αρνήθηκε την πρόσβαση στα έγγραφα αυτά, διότι εκθέτουν την ανάλυση της νομικής υπηρεσίας επί των σχεδίων εγγράφων. Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η δημοσιοποίηση των εν λόγω νομικών γνωμοδοτήσεων θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανασφάλεια ως προς τη νομιμότητα των αποφάσεων σε θέματα ελέγχου των συγκεντρώσεων, πράγμα που θα είχε αρνητικές συνέπειες στη σταθερότητα της κοινοτικής έννομης τάξεως και στην εύρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών (απόφαση του Πρωτοδικείου της 23ης Νοεμβρίου 2004, T‑84/03, Turco κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2003, σ. II-4061, σκέψεις 54 έως 59). Διευκρινίζει, δε, ότι κάθε απαντητικό υπόμνημα της νομικής υπηρεσίας εξετάζεται μεμονωμένα και ότι το γεγονός ότι δεν μπορεί να παρασχεθεί μερική πρόσβαση δεν σημαίνει ότι η προστασία της νομικής γνωμοδοτήσεως χρησιμοποιήθηκε ως εξαίρεση για το σύνολο των εγγράφων.

23      Εξάλλου, με τη δεύτερη απόφαση, η Επιτροπή επικαλείται την ιδιαίτερη κατάσταση ορισμένων εγγράφων στα οποία δεν παρασχέθηκε μερική πρόσβαση. Πρόκειται, μεταξύ άλλων, για την έκθεση του συμβούλου ακροάσεων σχετικά με την υπόθεση Airtours/First Choice, για το υπόμνημα της ΓΔ Ανταγωνισμού που απευθύνεται στη συμβουλευτική επιτροπή και για ένα σημείωμα του φακέλου που αφορά επίσκεψη στην ιστοσελίδα της First Choice.

24      Τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι προαναφερθείσες εξαιρέσεις εφαρμόζονται, εκτός εάν υπέρτερο δημόσιο συμφέρον δικαιολογεί τη γνωστοποίηση του εγγράφου (σημείο V της δεύτερης αποφάσεως). Υπογραμμίζει ότι, εν προκειμένω, η προσφεύγουσα δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα που να αποδεικνύει ότι υπάρχει υπέρτερο δημόσιο συμφέρον. Κατά την Επιτροπή, το συμφέρον που προέχει στην υπόθεση αυτή είναι μάλλον η προστασία της διαδικασίας λήψεως των αποφάσεών της σε παρόμοιες υποθέσεις, καθώς και η προστασία της παροχής νομικών συμβουλών.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

25      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 15 Νοεμβρίου 2005, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

26      Με απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2007, η υπόθεση ανατέθηκε σε πενταμελές τμήμα.

27      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (τρίτο πενταμελές τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

28      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 29ης Απριλίου 2008, οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου.

29      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει την πρώτη απόφαση·

–        να ακυρώσει τη δεύτερη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

30      Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

1.     Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

31      Πρέπει να υπομνησθεί ότι το δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα της Επιτροπής αποτελεί γενική αρχή και ότι απόφαση που αρνείται την πρόσβαση είναι έγκυρη μόνον αν βασίζεται σε μια από τις εξαιρέσεις του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001.

32      Λαμβανομένων υπόψη των σκοπών που επιδιώκει ο κανονισμός 1049/2001, και ιδίως της υπενθυμίσεως, με τη δεύτερη αιτιολογική του σκέψη, ότι το δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων συναρτάται προς τον δημοκρατικό χαρακτήρα των οργάνων αυτών και το ότι ο κανονισμός σκοπεί, όπως αναφέρεται στην τέταρτη αιτιολογική σκέψη και στο άρθρο 1 αυτού, στο να παράσχει στο κοινό ένα όσο το δυνατόν ευρύτερο δικαίωμα προσβάσεως, οι απαριθμούμενες στο άρθρο 4 του κανονισμού εξαιρέσεις από το ως άνω δικαίωμα πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται αυστηρά (απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Δεκεμβρίου 2007, C-64/05 P, Σουηδία κατά Επιτροπής κ.λπ., Συλλογή 2007, σ. Ι-11389, σκέψη 66, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Ιουλίου 2006, T‑391/03 και T‑70/04, Franchet και Byk κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑2023, σκέψη 84).

33      Συναφώς, από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι το γεγονός και μόνον ότι ένα έγγραφο αφορά συμφέρον προς προστασία του οποίου έχει προβλεφθεί εξαίρεση δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την εφαρμογή της εξαιρέσεως αυτής. Μια τέτοια εφαρμογή μπορεί, κατ’ αρχήν, να δικαιολογηθεί μόνο στην περίπτωση που το κοινοτικό όργανο έχει προηγουμένως κρίνει, πρώτον, ότι η πρόσβαση στο έγγραφο θα έθιγε κατά τρόπο συγκεκριμένο και πραγματικό το προστατευόμενο συμφέρον και, δεύτερον, στις περιπτώσεις του άρθρου 4, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1049/2001, ότι δεν υπάρχει υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που να δικαιολογεί τη δημοσιοποίηση του εν λόγω εγγράφου. Επιπλέον, ο κίνδυνος προσβολής του προστατευόμενου συμφέροντος πρέπει να μπορεί να προβλεφθεί ευλόγως και να μην είναι καθαρά υποθετικός. Η εξέταση αυτή πρέπει να προκύπτει από την αιτιολογία της αποφάσεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Απριλίου 2005, T-2/03, Verein für Konsumenteninformation κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-1121, σκέψη 69).

34      Η προσφυγή πρέπει να εξεταστεί από το πρίσμα της νομολογίας αυτής.

2.     Επί της πρώτης αποφάσεως, η οποία αφορά την έκθεση και τα έγγραφα εργασίας

35      Με την πρώτη απόφαση, η Επιτροπή στηρίζεται σε τρεις προβλεπόμενες από τον κανονισμό 1049/2001 εξαιρέσεις για να αρνηθεί την πρόσβαση στην έκθεση και σε ορισμένα έγγραφα (βλ. ανωτέρω, σκέψεις 14 έως 16). Η πρώτη προβαλλόμενη εξαίρεση αντλείται από το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο (εξαίρεση για λόγους προστασίας της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων), η δεύτερη από το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση (εξαίρεση για λόγους προστασίας των σκοπών επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου), και η τρίτη από το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση (εξαίρεση για λόγους προστασίας των δικαστικών διαδικασιών και της παροχής νομικών συμβουλών).

 Επί της εξαιρέσεως για λόγους προστασίας της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων

 Επιχειρήματα των διαδίκων

36      Κατ’ αρχάς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η εξαίρεση για λόγους της προστασίας της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων δεν μπορεί να εφαρμοστεί στο σύνολο της εκθέσεως, διότι κάτι τέτοιο θα αντέβαινε στον σκοπό του κανονισμού 1049/2001, ο οποίος συνίσταται στο να καταστήσει τη διαδικασία αυτή διαφανή, εκτός από ορισμένες πολύ περιορισμένες περιπτώσεις. Επικαλείται συναφώς την αρχή της αυστηρής ερμηνείας των εξαιρέσεων από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα, το γεγονός ότι η εν λόγω εξαίρεση ισχύει μόνον εάν η γνωστοποίηση του εγγράφου «θα έθιγε σοβαρά» τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων, καθώς και την αρχή ότι το τεκμήριο υπέρ της γνωστοποιήσεως είναι ισχυρότερο σε περίπτωση που η σχετική απόφαση έχει ληφθεί [σημείο 3.4.4 της εκθέσεως της Επιτροπής, της 30ής Ιανουαρίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή των αρχών του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001, COM (2004) 45 τελικό, στο εξής: έκθεση για την εφαρμογή του κανονισμού]. Δεδομένων των περιστάσεων της υποθέσεως και της αποφάσεως της Επιτροπής να μην ασκήσει αναίρεση κατά της αποφάσεως Airtours του Πρωτοδικείου, η Επιτροπή δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι η δημοσιοποίηση της εκθέσεως θα έθιγε σοβαρά την ικανότητά της να λαμβάνει αποφάσεις στο μέλλον σε παρόμοιες περιστάσεις. Πράγματι, οι εσωτερικές εκτιμήσεις των διοικητικών πρακτικών δεν θα έπρεπε να πραγματοποιούνται ερήμην του κοινού, η δε ανεξαρτησία της διαδικασίας αυτής δεν θίγεται από τη δημοσιοποίηση του αποτελέσματός της μετά την ολοκλήρωση των εκτιμήσεων. Η άρνηση της προσβάσεως στο είδος αυτό εγγράφων δημιουργεί την εντύπωση ότι η Επιτροπή αμελεί την πραγματική εξισορρόπηση του συμφέροντος του πολίτη από την κοινοποίηση και του ενδεχόμενου δικού της συμφέροντος να διασφαλίσει το απόρρητο των συζητήσεών της.

37      Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η εν λόγω εξαίρεση της παρέχει τη δυνατότητα να μην κοινοποιεί τα έγγραφα που σχετίζονται με τις εσωτερικές της διαβουλεύσεις και συζητήσεις, όταν αυτό είναι απαραίτητο για τη διατήρηση της ικανότητάς της να εκπληρώνει την αποστολή της (αιτιολογική σκέψη 11 του κανονισμού 1049/2001). Ισχυρίζεται ότι η δημοσιοποίηση των εγγράφων που ζητεί εν προκειμένω η προσφεύγουσα «θίγει σοβαρά» τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων.

38      Εξάλλου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, γενικά, ακόμη και σε περίπτωση που μπορούσε να εφαρμοστεί μία από τις εξαιρέσεις που προβάλλονται στην πρώτη και τη δεύτερη απόφαση, και πάλι θα απαιτούνταν η γνωστοποίηση των ζητούμενων εγγράφων δυνάμει υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος. Ισχυρίζεται συναφώς ότι οι αυστηρές αιτιάσεις που διατύπωσε το Πρωτοδικείο στην απόφασή του επί της υποθέσεως Airtours ώθησαν την Επιτροπή να διεξαγάγει εσωτερική έρευνα, προς καταγραφή των συμπερασμάτων που πρέπει να συναχθούν από την απόφαση αυτή προς προσδιορισμό των επιβαλλόμενων αλλαγών στην πρακτική λήψεως των αποφάσεών της. Στο πλαίσιο αυτό, συνιστά υπέρτερο δημόσιο συμφέρον η κατανόηση του τι συνέβη, πώς θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί και τι έγινε προκειμένου να μην επαναληφθεί. Η διαφάνεια επιτρέπει στο κοινό να ελέγχει αν τα μέτρα που ελήφθησαν για τη διόρθωση μιας ανεπάρκειας της διοικήσεως είναι επαρκή και ενδεδειγμένα. Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει επίσης ότι συνιστά υπέρτερο δημόσιο συμφέρον η ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Εν προκειμένω, η μη γνωστοποίηση των εν λόγω εγγράφων έχει επιπτώσεις στη θεμελίωση του δικαιώματος της προσφεύγουσας να ζητήσει αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη εξαιτίας της Επιτροπής. Ως κοινοτικό όργανο, η Επιτροπή οφείλει να έχει ως πολιτική της την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε παρανόμως από τις ενέργειές της.

39      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το υπέρτερο δημόσιο συμφέρον πρέπει να έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από το συμφέρον που προστατεύει η εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως. Εν προκειμένω, το συμφέρον της προσφεύγουσας από τη χρησιμοποίηση των ζητουμένων εγγράφων στο πλαίσιο της αγωγής αποζημιώσεως είναι μάλλον ιδιωτικής φύσεως. Επιπλέον, η λυσιτέλεια των εγγράφων αυτών για την άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας πρέπει να εκτιμηθεί στο πλαίσιο της αγωγής αποζημιώσεως και όχι σε αυτό της παρούσας δίκης.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

40      Βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, τα θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σε έγγραφα που περιέχουν απόψεις για εσωτερική χρήση, ως μέρος συζητήσεων και προκαταρκτικών διαβουλεύσεων εντός του οικείου θεσμικού οργάνου, ακόμη και μετά τη λήψη της αποφάσεως, εάν η γνωστοποίηση του εγγράφου έθιγε σοβαρά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων, εκτός εάν την γνωστοποίηση του εγγράφου επιβάλλει υπέρτερο δημόσιο συμφέρον.

41      Εν προκειμένω, πρέπει κατ’ αρχάς να εξεταστεί αν η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλμα εκτιμήσεως, κρίνοντας, κατ’ εφαρμογήν της ως άνω διατάξεως, ότι η γνωστοποίηση της εκθέσεως και των εγγράφων εργασίας για τα οποία δεν παρασχέθηκε πρόσβαση εν όλω ή εν μέρει θα έθιγε σοβαρά τη διαδικασία λήψεως των αποφάσεών της. Στη συνέχεια, αν κριθεί αναγκαίο, θα πρέπει να εξεταστεί αν η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλμα εκτιμήσεως όσον αφορά την ανάλυση σχετικά με την ύπαρξη υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος.

–       Επί της σοβαρότητας της βλάβης στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων εκ της γνωστοποιήσεως της εκθέσεως

42      Πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η έκθεση αποτελεί «έγγραφο που περιέχει απόψεις για εσωτερική χρήση, ως μέρος συζητήσεων και προκαταρκτικών διαβουλεύσεων εντός [της Επιτροπής]» κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001.

43      Από την εντολή της ομάδας εργασίας, η οποία γνωστοποιήθηκε στην προσφεύγουσα προσαρτημένη στην πρώτη απόφαση, προκύπτει ότι η ομάδα αυτή συστάθηκε για να αναλύσει τα διάφορα στάδια της διοικητικής και της ένδικης διαδικασίας στην υπόθεση Airtours/First Choice και για να διατυπώσει τα συμπεράσματά της (σημείο A «Στόχοι»). Σύμφωνα με την εντολή, η ομάδα εργασίας έπρεπε να εξετάσει τα ακόλουθα ζητήματα, επισημαίνοντας τα ενδεχόμενα σημεία διαφωνίας με το Πρωτοδικείο: «1) Ενδείκνυται η άσκηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως [Airtours] του Πρωτοδικείου; 2) Ποιες είναι οι αδυναμίες […] που ανέδειξε η απόφαση του Πρωτοδικείου, ιδίως όσον αφορά τη διοικητική διαδικασία που οδήγησε στην απόφαση της Επιτροπής; 3) Ποια συμπεράσματα μπορούν να συναχθούν από την υπόθεση αυτή όσον αφορά τις εσωτερικές διαδικασίες […]; 4) Μπορούν να αντληθούν συμπεράσματα για όλους τους τομείς δραστηριοτήτων της ΓΔ Ανταγωνισμού; 5) Ποιες πτυχές της ουσιαστικής πολιτικής ανταγωνισμού που εξετάστηκαν στην απόφαση [Airtours] του Πρωτοδικείου πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο συμπληρωματικής εξετάσεως στο πλαίσιο των τρεχουσών ή μελλοντικών επανεξετάσεων; 6) Υπάρχουν συνέπειες για άλλες υποθέσεις ανταγωνισμού που εκκρεμούν ενώπιον του Πρωτοδικείου;» (σημείο C «Ζητήματα προς εξέταση»). Η εντολή διευκρινίζει επίσης ότι η έκθεση έπρεπε να υποβληθεί προς συζήτηση στον αρμόδιο για θέματα ανταγωνισμού επίτροπο (σημείο D «Χρονοδιάγραμμα»), πράγμα που έγινε στις 25 Ιουλίου 2002, δηλαδή πριν από τη λήξη της προθεσμίας για την άσκηση αναιρέσεως.

44      Η έκθεση αφορά στο σύνολό της γνώμες που προορίζονται για εσωτερική χρήση στο πλαίσιο των συζητήσεων και προκαταρκτικών διαβουλεύσεων εντός της Επιτροπής. Επομένως, δεδομένου αυτού του χαρακτήρα της, ενδέχεται να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001.

45      Δεύτερον, ανεξαρτήτως του αν είναι βάσιμο, το επιχείρημα ότι το τεκμήριο υπέρ της δημοσιοποιήσεως είναι ισχυρότερο όταν η απόφαση την οποίαν αφορά το έγγραφο έχει ληφθεί (βλ., ανωτέρω, σκέψη 36) δεν μπορεί να αποκλείει κάθε δυνατότητα επικλήσεως της εξαιρέσεως που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001. Πράγματι, από το ίδιο το γράμμα της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι η εν λόγω εξαίρεση μπορεί να προβληθεί «ακόμη και αφού έχει ληφθεί η απόφαση». Ως εκ τούτου, το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή δεν άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως Airtours του Πρωτοδικείου ή ότι συμμορφώθηκε προς ορισμένες από τις συστάσεις στις οποίες προέβαινε η έκθεση (σημείο I.3 της πρώτης αποφάσεως) δεν αρκεί για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η γνωστοποίηση της εκθέσεως αυτής δεν μπορεί ή δεν μπορεί πλέον να θίξει σοβαρά τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων του οργάνου αυτού. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές.

46      Το σημείο 3.4.4 της εκθέσεως για την εφαρμογή του κανονισμού, το οποίο επικαλείται η προσφεύγουσα στην επιχειρηματολογία της, δεν επηρεάζει την εκτίμηση αυτή. Στην έκθεση αυτή, η Επιτροπή αποπειράται μια πρώτη ποιοτική εκτίμηση της εφαρμογής του κανονισμού 1049/2001 από την άποψη της πολιτικής διαφάνειας των κοινοτικών οργάνων (έκθεση για την εφαρμογή του κανονισμού, «Εισαγωγή», σ. 2). Όσον αφορά το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού αυτού, η Επιτροπή τονίζει στην έκθεση ότι η απόδειξη της υπάρξεως σοβαρής βλάβης είναι ιδιαιτέρως δυσχερής όταν η άρνηση αφορά ληφθείσα απόφαση, καθόσον η σχετική διαδικασία λήψεως αποφάσεων έχει ολοκληρωθεί και η δημοσιοποίηση προπαρασκευαστικού εγγράφου που συντάχθηκε στο πλαίσιο των εσωτερικών συζητήσεων αναφορικά με την απόφαση αυτή αφορά πλέον τον περιορισμό της ικανότητας του οργάνου να λαμβάνει αποφάσεις στο μέλλον, αφορά δηλαδή μια ιδιαιτέρως απροσδιόριστη κατάσταση. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι η Επιτροπή παραιτείται από τη δυνατότητα επικλήσεως της εν λόγω εξαιρέσεως, αν αποδείξει ότι η δημοσιοποίηση της εκθέσεως θα έθιγε σοβαρά τη διαδικασία λήψεως των αποφάσεών της, ακόμη και αν ορισμένες αποφάσεις ελήφθησαν λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου του εγγράφου αυτού.

47      Τρίτον, όσον αφορά την έννοια της σοβαρής βλάβης της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων, η Επιτροπή τονίζει κατ’ ουσίαν στην πρώτη απόφαση ότι η γνωστοποίηση της εκθέσεως θα επηρέαζε την ελευθερία γνώμης των συντακτών της, οι εκτιμήσεις των οποίων θα γίνονταν γνωστές στο κοινό, ενώ οι ίδιοι εγνώριζαν ότι οι εκφερόμενες απόψεις προορίζονται αποκλειστικά για τον παραλήπτη της εκθέσεως (βλ. ανωτέρω σκέψη 14).

48      Εν προκειμένω, από την εντολή της ομάδας εργασίας, η οποία κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα προσαρτημένη στην πρώτη απόφαση (βλ. ανωτέρω, σκέψη 42), προκύπτει ότι είχε ζητηθεί από τους συντάκτες της εκθέσεως να εκθέσουν τις, επικριτικές ενδεχομένως, απόψεις τους σχετικά με τη διοικητική διαδικασία που ακολουθήθηκε κατά την εξέταση της πράξεως συγκεντρώσεως Airtours/First Choice και να σχολιάσουν ελεύθερα την απόφαση Airtours του Πρωτοδικείου με την προοπτική ενδεχόμενης ασκήσεως αναιρέσεως. Το έργο αυτό αναλύσεως, προβληματισμού και κριτικής πραγματοποιήθηκε για εσωτερικούς σκοπούς και όχι προς δημοσιοποίηση, διότι προοριζόταν να υποβληθεί προς συζήτηση στον αρμόδιο για θέματα ανταγωνισμού επίτροπο. Βάσει της εκθέσεως αυτής, ο εν λόγω επίτροπος είχε τη δυνατότητα να αποφανθεί επί ζητημάτων όπως η απόφαση περί ασκήσεως αναιρέσεως ή περί προτάσεως τυχόν βελτιώσεων στη διοικητική διαδικασία που εφαρμόζεται σε ζητήματα ελέγχου των συγκεντρώσεων ή σε άλλα θέματα του δικαίου του ανταγωνισμού, τα οποία εμπίπτουν στην αρμοδιότητά του ή σε αυτήν της Επιτροπής και όχι στην αρμοδιότητα της ομάδας εργασίας.

49      Εξάλλου, σε αντίθεση με τις περιπτώσεις στις οποίες τα κοινοτικά όργανα ενεργούν με τη νομοθετική τους ιδιότητα και στις οποίες επιβάλλεται η παροχή ευρύτερης προσβάσεως στα έγγραφα, σύμφωνα με την έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1049/2001, η έκθεση εντάσσεται στο πλαίσιο των αμιγώς διοικητικών καθηκόντων της Επιτροπής. Πράγματι, οι κύριοι ενδιαφερόμενοι για τη σχεδιαζόμενη διαδικασία ασκήσεως αναιρέσεως και για τις βελτιώσεις που συζητήθηκαν στην έκθεση είναι οι επιχειρήσεις τις οποίες αφορά η πράξη συγκεντρώσεως Airtours/First Choice και οι πράξεις συγκεντρώσεως εν γένει. Ως εκ τούτου, το συμφέρον του κοινού από την κοινοποίηση ενός εγγράφου εν ονόματι της αρχής της διαφάνειας, η οποία σκοπό έχει να εξασφαλίσει καλύτερη συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων και να εγγυηθεί μεγαλύτερη νομιμοποίηση, μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και μεγαλύτερη υπευθυνότητα της διοικήσεως έναντι των πολιτών σε ένα δημοκρατικό σύστημα, δεν έχει την ίδια βαρύτητα όταν αφορά ένα έγγραφο σχετικό με διοικητική διαδικασία, το οποίο αφορά την εφαρμογή των κανόνων που διέπουν τον έλεγχο των συγκεντρώσεων ή το δίκαιο του ανταγωνισμού γενικά, και όταν αφορά ένα έγγραφο σχετικό με διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας το κοινοτικό όργανο παρεμβαίνει με τη νομοθετική του ιδιότητα.

50      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η Επιτροπή βασίμως υποστηρίζει ότι η δημοσιοποίηση της εκθέσεως θα δημιουργούσε σοβαρή αβεβαιότητα ως προς το κατά πόσον ένα μέλος της θα είχε στη διάθεσή του την ελεύθερη και εμπεριστατωμένη άποψη των ίδιων των υπηρεσιών της Επιτροπής επί της συνέχειας που πρέπει να έχει η απόφαση Airtours του Πρωτοδικείου.

51      Πράγματι, η δημοσιοποίηση του εγγράφου αυτού όχι μόνο θα γνωστοποιούσε εν προκειμένω την, επικριτική ενδεχομένως, άποψη των υπαλλήλων της Επιτροπής, αλλά και θα καθιστούσε δυνατή τη σύγκριση του περιεχομένου της εκθέσεως –η οποία αποτελεί προπαρασκευαστικό έγγραφο που περιέχει τις απόψεις και τις συστάσεις της ομάδας εργασίας– με τις αποφάσεις που ελήφθησαν τελικώς επί των ζητημάτων αυτών από τον αρμόδιο για θέματα ανταγωνισμού επίτροπο ή από την Επιτροπή και, ως εκ τούτου, να δημοσιοποιήσει τη συζήτηση που έλαβε χώρα στο εσωτερικό της Επιτροπής. Αυτό όμως, θα έθιγε σοβαρά την ελευθερία λήψεως των αποφάσεων της Επιτροπής, η οποία αποφασίζει κατ’ εφαρμογήν της αρχής της συλλογικότητας και της οποίας τα μέλη οφείλουν να ασκούν τα καθήκοντά τους με πλήρη ανεξαρτησία προς το γενικό συμφέρον της Κοινότητας.

52      Επιπλέον, τυχόν δημοσιοποίηση της εκθέσεως αυτής θα είχε ως αποτέλεσμα οι συντάκτες τέτοιων εκθέσεων να λαμβάνουν υπόψη στο μέλλον αυτόν τον κίνδυνο δημοσιοποιήσεως, ώστε, ενδεχομένως, να αυτολογοκρίνονται και να μη διατυπώνουν γνώμες δυνάμενες να φέρουν σε δυσχερή θέση τον παραλήπτη της εκθέσεως αυτής. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θα εστερείτο της ελεύθερης και εμπεριστατωμένης απόψεως των υπαλλήλων και των λοιπών μελών του προσωπικού της, καθώς και της εποικοδομητικής και ελεύθερης από κάθε περιορισμό ή εξωτερική πίεση εσωτερικής κριτικής, η οποία σκοπό έχει να διευκολύνει τη λήψη αποφάσεως όσον αφορά την άσκηση αναιρέσεως κατά αποφάσεως του Πρωτοδικείου ή τη βελτίωση των διοικητικών της διαδικασιών σε θέματα ελέγχου των συγκεντρώσεων ή δικαίου του ανταγωνισμού γενικότερα.

53      Εν προκειμένω, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι ο αρμόδιος για θέματα ανταγωνισμού επίτροπος, ως παραλήπτης της εκθέσεως, πρέπει να μπορεί να εκτιμά ελεύθερα την άποψη που περιέχεται στην έκθεση αυτή, λαμβάνοντας υπόψη περιστάσεις που εκφεύγουν ενδεχομένως του ουσιαστικού πεδίου εφαρμογής των ισχυόντων κανόνων, όπως αυτό έχει ερμηνευθεί από τις υπηρεσίες της Επιτροπής και από τα κοινοτικά δικαστήρια, έχοντας βεβαίως τη δυνατότητα να μη δώσει συνέχεια σε μια πρόταση, για λόγους που συνδέονται με τις πολιτικές προτεραιότητες της Επιτροπής ή με τους διαθέσιμους πόρους.

54      Πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι, εν προκειμένω, ο κίνδυνος να επηρεαστεί σοβαρά η διαδικασία λήψεως αποφάσεων σε περίπτωση δημοσιοποιήσεως της εκθέσεως συνιστά εύλογο ενδεχόμενο και δεν είναι καθαρά υποθετικός. Πράγματι, αν γίνει δεκτός ο μη απόρρητος χαρακτήρας των εκθέσεων αυτών έναντι του κοινού και ληφθεί υπόψη ο κίνδυνος δημοσιοποιήσεώς τους, είναι εύλογο και πιθανό ο αρμόδιος για θέματα ανταγωνισμού επίτροπος να μη ζητεί πλέον έγγραφη, επικριτική ενδεχομένως, γνώμη από τους συνεργάτες του για ζητήματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά του ή σε αυτήν της Επιτροπής, συμπεριλαμβανομένου του ζητήματος της σκοπιμότητας ασκήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως του Πρωτοδικείου, η οποία ακύρωσε απόφαση της Επιτροπής σχετικά με τον έλεγχο των συγκεντρώσεων. Η απλή, όμως, διεξαγωγή προφορικών και ανεπίσημων συζητήσεων, οι οποίες δεν απαιτούν τη σύνταξη «εγγράφου» κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1049/2001, θα έβλαπτε σημαντικά την αποτελεσματικότητα της εσωτερικής διαδικασίας λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής, ιδίως σε ζητήματα στα οποία η Επιτροπή οφείλει να προβαίνει σε πολύπλοκες νομικές, ουσιαστικές και οικονομικές εκτιμήσεις και να εξετάζει ιδιαιτέρως ογκώδεις φακέλους, όπως στο πλαίσιο του ελέγχου των συγκεντρώσεων. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η έγγραφη εξέταση, εκ μέρους των αρμόδιων υπηρεσιών, του διοικητικού φακέλου και της υποβολής σχεδίων αποφάσεων είναι απαραίτητη, προκειμένου να εξασφαλίζεται η συζήτηση και η λήψη αποφάσεως εν γνώσει όλων των ουσιαστικών στοιχείων και νομοτύπως από τον αρμόδιο για θέματα ανταγωνισμού επίτροπο, κατ’ αρχάς, και, στη συνέχεια, βάσει διαβουλεύσεως μεταξύ των διαφόρων εμπλεκόμενων υπηρεσιών εντός της Επιτροπής. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με την ενδέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1049/2001, τα θεσμικά όργανα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να προστατεύουν τις εσωτερικές γνωμοδοτήσεις και διαβουλεύσεις τους, όταν, όπως εν προκειμένω, κρίνεται απαραίτητο να προστατευθεί η δυνατότητα να εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους, ιδίως στο πλαίσιο της ασκήσεως των διοικητικών τους καθηκόντων που αφορούν τη λήψη αποφάσεων, όπως στην περίπτωση του ελέγχου των συγκεντρώσεων.

55      Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση της προσφεύγουσας, σύμφωνα με την οποία η δημοσιοποίηση της εκθέσεως στο σύνολό της δεν θα έβλαπτε σημαντικά τη διαδικασία λήψεως των αποφάσεων της Επιτροπής.

–       Επί της σοβαρότητας της βλάβης στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων λόγω της δημοσιοποιήσεως των εγγράφων εργασίας 4 έως 14 και 16 έως 19

56      Όσον αφορά τα έγγραφα εργασίας στα οποία η Επιτροπή αρνήθηκε την πρόσβαση εν όλω ή εν μέρει με την πρώτη προσβαλλομένη απόφαση, επικαλούμενη την εξαίρεση για λόγους προστασίας της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων, πρέπει να επισημανθεί ότι η προσφεύγουσα περιορίζεται στον ισχυρισμό ότι τα επιχειρήματα που εξέθεσε όσον αφορά την έκθεση εφαρμόζονται και στα έγγραφα που χρησιμοποιούνται από την ομάδα εργασίας.

57      Συναφώς, από τον κατάλογο που κοινοποιήθηκε προσαρτημένος στην πρώτη απόφαση προκύπτει ότι τα έγγραφα για τα οποία προβλήθηκε η εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001 είναι τα ακόλουθα:

–        τα έγγραφα 4 έως 5, που αντιστοιχούν σε μια αναθεωρημένη έκθεση και σε ένα υπόμνημα αναλύσεως, τα οποία καταρτίστηκαν από την υπό-ομάδα εργασίας που είχε αναλάβει την ανάλυση και την εκτίμηση της αποφάσεως Airtours του Πρωτοδικείου, συμπεριλαμβανομένων των ενδεχόμενων σημείων διαφωνίας με την απόφαση Airtours του Πρωτοδικείου και της σκοπιμότητας ασκήσεως αναιρέσεως·

–        τα έγγραφα 6, 7 και 8, που αντιστοιχούν σε υπομνήματα αναλύσεως της αποφάσεως Airtours του Πρωτοδικείου και καταρτίστηκαν από έναν υπάλληλο της νομικής υπηρεσίας, έναν υπάλληλο της ΓΔ Ανταγωνισμού και ένα σύμβουλο ακροάσεων, όλους μέλη της ως άνω υπό-ομάδας·

–        το έγγραφο 9, που αντιστοιχεί σε έγγραφο συζητήσεως επί της εσωτερικής οργανώσεως και των δυνατών βελτιώσεων και καταρτίστηκε από τις υπό-ομάδες εργασίας που ήταν υπεύθυνες για την εξέταση των ενδεχόμενων αδυναμιών της Επιτροπής και της εκτιμήσεως των προτάσεων βελτιώσεως·

–        το έγγραφο 10, που αντιστοιχεί στην προσωρινή έκθεση και καταρτίστηκε από μια από τις υπό-ομάδες αυτές, και τα έγγραφα 11 έως 13, που παραπέμπουν στα παραρτήματα της εκθέσεως αυτής (στο έγγραφο 13 παρασχέθηκε μερική πρόσβαση)·

–        το έγγραφο 14, το οποίο εκθέτει τα ζητήματα που συζητήθηκαν στις συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν με την ομάδα της υποθέσεως Airtours·

–        το έγγραφο 16 (στο οποίο παρασχέθηκε μερική πρόσβαση), που αντιστοιχεί στο έγγραφο με τις κατευθυντήριες γραμμές που χρησιμοποιήθηκε από μια υπό-ομάδα εργασίας·

–        το έγγραφο 17, που αντιστοιχεί στις βελτιωτικές προτάσεις και στην προσωρινή έκθεση της 25ης Ιουνίου 2002 και καταρτίστηκαν από μια υπό-ομάδα εργασίας·

–        το έγγραφο 18, που αντιστοιχεί σε υπόμνημα με τίτλο «Μαθήματα για άλλους τομείς δραστηριοτήτων» και καταρτίστηκε από την υπό-ομάδα που ήταν υπεύθυνη για την εξέταση των επιπλοκών σε άλλους τομείς της πολιτικής ανταγωνισμού·

–        το έγγραφο 19, που αντιστοιχεί σε προσωρινή έκθεση της 26ης Ιουνίου 2002 και καταρτίστηκε από την υπό-ομάδα που είχε αναλάβει τον καθορισμό των ζητημάτων πολιτικής ουσίας.

58      Η Επιτροπή τονίζει επίσης στην πρώτη απόφαση ότι τα έγγραφα εργασίας συντάχθηκαν για την προετοιμασία της εκθέσεως και ότι οι προσωρινές εκθέσεις των διαφόρων υπό-ομάδων συχνά επαναλαμβάνονται σε αυτήν αυτολεξεί. Η Επιτροπή διευκρινίζει επίσης στην πρώτη απόφαση ότι κάθε έγγραφο εργασίας εξετάστηκε χωριστά.

59      Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι, αφ’ ης στιγμής η έκθεση προστατεύεται δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, τα έγγραφα επί των οποίων στηρίχθηκε και τα οποία περιέχουν προπαρασκευαστικές εκτιμήσεις ή προσωρινά συμπεράσματα για εσωτερική χρήση, όπως προκύπτει από τον κατάλογο, εμπίπτουν και αυτά στην εν λόγω εξαίρεση. Ορθώς, επομένως, επικαλείται η Επιτροπή την εν λόγω εξαίρεση στην πρώτη απόφαση και θεωρεί ότι η πλήρης ή μερική πρόσβαση στα έγγραφα εργασίας 4 έως 14 και 16 έως 19 θα έθιγε σοβαρά τη διαδικασία λήψεως των αποφάσεών της.

–       Επί της υπάρξεως υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος

60      Ο κανονισμός 1049/2001 προβλέπει ότι, όπως ισχύει και για την εφαρμογή των εξαιρέσεων που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, η εφαρμογή των εξαιρέσεων που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 3, αποκλείεται αν η δημοσιοποίηση του εγγράφου δικαιολογείται από «υπέρτερο δημόσιο συμφέρον».

61      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα προβάλλει την ίδια επιχειρηματολογία τόσο κατά της πρώτης όσο και κατά της δεύτερης αποφάσεως, χωρίς να διακρίνει μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών επίδικων εγγράφων και της προβαλλόμενης εξαιρέσεως. Κατ’ ουσίαν, υποστηρίζει ότι η ανάγκη κατανοήσεως του τι συνέβη και του τι έπραξε η Επιτροπή, καθώς και η ανάγκη να διασφαλιστεί η ορθή απονομή της δικαιοσύνης συνιστούν υπέρτερο δημόσιο συμφέρον, το οποίο δικαιολογεί τη γνωστοποίηση των ζητουμένων εγγράφων στα οποία η Επιτροπή αρνήθηκε την πρόσβαση.

62      Ωστόσο, τα επιχειρήματα αυτά δεν επιτρέπουν ούτε να θεμελιωθεί νομικώς το υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που απαιτεί ο κανονισμός 1049/2001 ούτε να επαληθευθεί ότι, μετά από στάθμιση αυτού του υποτιθέμενου υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος και του συμφέροντος διαφυλάξεως του απορρήτου των εγγράφων έναντι του κοινού, βάσει των εξαιρέσεων που εξετάστηκαν ανωτέρω, η Επιτροπή όφειλε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα έγγραφα αυτά έπρεπε, παρά ταύτα, να γνωστοποιηθούν.

63      Ειδικότερα, όσον αφορά την ανάγκη κατανοήσεως του τι συνέβη, η προσφεύγουσα δεν εκθέτει ούτε τους λόγους για τους οποίους εκτιμά ότι αυτή η προβαλλόμενη ανάγκη συνιστά υπέρτερο δημόσιο συμφέρον κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001 ούτε σε ποιον βαθμό το προβαλλόμενο αυτό συμφέρον, σταθμιζόμενο έναντι του γενικού συμφέροντος προστασίας του απορρήτου των εγγράφων, υποχρέωνε την Επιτροπή να γνωστοποιήσει τα έγγραφα αυτά.

64      Όσον αφορά την ανάγκη κατανοήσεως του τι έπραξε η Επιτροπή μετά την απόφαση Airtours του Πρωτοδικείου, πρέπει να επισημανθεί ότι η Επιτροπή εξέθεσε στην πρώτη και στη δεύτερη απόφαση τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι μπορούσε να επικαλεστεί την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001 για να αντιταχθεί στη γνωστοποίηση της εκθέσεως, ορισμένων εγγράφων εργασίας και άλλων εσωτερικών εγγράφων. Η προσφεύγουσα, όμως, δεν εξήγησε για ποιους λόγους το δικό της συμφέρον, που συνδεόταν με την προσωπική της κατάσταση στο πλαίσιο της διαφοράς στην υπόθεση T‑212/03, δηλαδή το να κατανοήσει τι έπραξε η Επιτροπή μετά την απόφαση Airtours του Πρωτοδικείου, ενδέχεται να συνιστά υπέρτερο δημόσιο συμφέρον. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι αυτό αληθεύει, η προσφεύγουσα δεν ισχυρίστηκε, ούτε απέδειξε σε ποιον βαθμό το συμφέρον αυτό μπορεί, σταθμιζόμενο έναντι του γενικού συμφέροντος προστασίας του απορρήτου των εν λόγω εγγράφων, να κριθεί υπέρτερο του δεύτερου.

65      Όσον αφορά την επιταγή δημοσιοποιήσεως των ζητουμένων εγγράφων λόγω του υπέρτερου συμφέροντος που συνιστά η εξασφάλιση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, πρέπει να επισημανθεί ότι με το επιχείρημα αυτό προβάλλεται, κατ’ ουσίαν, ότι τα έγγραφα αυτά θα επέτρεπαν στην προσφεύγουσα να υποστηρίξει καλύτερα τα επιχειρήματά της στο πλαίσιο της αγωγής αποζημιώσεως. Ο σκοπός, όμως, αυτός δεν αποτελεί καθεαυτόν υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που επιβάλλει τη δημοσιοποίηση και που μπορεί να υπερέχει της προστασίας του απορρήτου, όπως αυτή ορίζεται από την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001. Λαμβανομένης υπόψη της γενικής αρχής προσβάσεως στα έγγραφα, όπως κατοχυρώνεται από το άρθρο 255 ΕΚ, και των αιτιολογικών σκέψεων 1 και 2 του ως άνω κανονισμού, το συμφέρον αυτό πρέπει να έχει αντικειμενικό και γενικό χαρακτήρα και δεν μπορεί να συγχέεται με τα ατομικά ή ιδιωτικά συμφέροντα που συνδέονται, για παράδειγμα, με την άσκηση αγωγής κατά των κοινοτικών οργάνων, καθόσον τα ατομικά ή ιδιωτικά συμφέροντα τέτοιου είδους δεν ασκούν επιρροή στο πλαίσιο της σταθμίσεως των συμφερόντων που προβλέπεται από το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού αυτού.

66      Πράγματι, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001, δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων έχει «κάθε πολίτης της Ένωσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί ή έχει την έδρα του σε ένα κράτος μέλος». Συνεπώς, ο κανονισμός αυτός αποσκοπεί στη διασφάλιση της προσβάσεως όλων στα δημόσια έγγραφα και όχι μόνον την πρόσβαση του αιτούντος σε έγγραφα που τον αφορούν (απόφαση του Πρωτοδικείου της 26ης Απριλίου 2005, T‑110/03, T‑150/03 και T‑405/03, Sison κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2005, σ. II‑1429, σκέψη 50). Ως εκ τούτου, το ατομικό συμφέρον που μπορεί να επικαλεστεί ο αιτών πρόσβαση στα έγγραφα που τον αφορούν προσωπικώς δεν μπορεί γενικά να είναι αποφασιστικό ούτε κατά την εκτίμηση της υπάρξεως υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος ούτε κατά τη στάθμιση των συμφερόντων σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001.

67      Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, ακόμη και αν τα ζητούμενα έγγραφα αποδεικνύονταν αναγκαία για την άμυνα της προσφεύγουσας στο πλαίσιο της αγωγής αποζημιώσεως, ζήτημα που εμπίπτει στην εξέταση της αγωγής αυτής, το στοιχείο αυτό δεν θα επηρέαζε τη στάθμιση των δημοσίων συμφερόντων (βλ., συναφώς, και κατ’ αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου Sison κατά Συμβουλίου, ανωτέρω σκέψη 66, σκέψη 55, και διάταξη του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουνίου 2005, T‑287/03, SIMSA κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 34).

68      Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση της προσφεύγουσας κατά την οποία υπάρχει υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που επιβάλλει τη δημοσιοποίηση της εκθέσεως και των εγγράφων εργασίας 4 έως 14 και 16 έως 19 δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001. Η εκτίμηση αυτή ισχύει και όσον αφορά την ύπαρξη υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, in fine, του ως άνω κανονισμού, ζήτημα για το οποίο η προσφεύγουσα προβάλλει τα ίδια επιχειρήματα με αυτά που εξετάστηκαν ανωτέρω.

 Επί της εξαιρέσεως για λόγους προστασίας της επιθεωρήσεως, της έρευνας και του οικονομικού ελέγχου

 Επιχειρήματα των διαδίκων

69      Όσον αφορά τόσο τα τμήματα της εκθέσεως τα οποία αφορά η εξαίρεση για λόγους προστασίας της επιθεωρήσεως, της έρευνας και του οικονομικού ελέγχου όσο και τα έγγραφα εργασίας για τα οποία η Επιτροπή προέβαλε την εξαίρεση αυτή, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, δεδομένου ότι η έρευνα είχε ολοκληρωθεί και τα επιβαλλόμενα μέτρα είχαν ληφθεί, η εν λόγω εξαίρεση δεν είχε εφαρμογή. Λόγω της τροποποιήσεως των σχετικών διαδικασιών που ακολούθησαν την έρευνα αυτή, η έκθεση έχει καθαρά ιστορικό ενδιαφέρον και δεν μπορεί να της αποδοθεί ο ευαίσθητος χαρακτήρας που θα μπορούσε να δικαιολογήσει απόκλιση από το τεκμήριο της προσβασιμότητας. Επιπλέον, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι μία εσωτερική έρευνα που σκοπό έχει τον εκσυγχρονισμό των διοικητικών διαδικασιών παύει να είναι ανεξάρτητη αν δημοσιευθεί το αποτέλεσμά της. Αντιθέτως, μία τέτοια δημοσίευση θα διασφάλιζε την υλοποίηση της έρευνας αυτής στο πνεύμα ανεξαρτησίας και διαφάνειας που διέπει τον κανονισμό 1049/2001. Εξάλλου, η εν λόγω εξαίρεση δεν εφαρμόζεται στις αμιγώς εσωτερικές έρευνες που διεξάγει η Επιτροπή, αλλά μόνο στις έρευνες της Επιτροπής στις οποίες εμπλέκονται τρίτοι.

70      Κατά την Επιτροπή, όσον αφορά την έκθεση, αυτό που έχει σημασία είναι το γεγονός ότι η εσωτερική έρευνα διεξήχθη με αποκλειστικό σκοπό τη διατύπωση συστάσεων προοριζόμενων να χρησιμοποιηθούν εντός των υπηρεσιών της. Η έρευνα αυτή δεν θα είχε διεξαχθεί με τον ίδιο τρόπο αν αυτοί που την διενήργησαν έπρεπε να λάβουν υπόψη ότι το αποτέλεσμά της επρόκειτο να δημοσιοποιηθεί, έστω και μετά την ολοκλήρωσή της. Ο λόγος που κατέστησε αναγκαία την έρευνα μπορεί να υφίσταται ακόμη και μετά την ολοκλήρωσή της. Η Επιτροπή υποστηρίζει επίσης ότι δεν πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών ερευνών.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

71      Το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 ορίζει ότι τα θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σε έγγραφο η δημοσιοποίηση του οποίου θα έθιγε την προστασία «του σκοπού επιθεώρησης, έρευνας και οικονομικού ελέγχου», εκτός εάν τη δημοσιοποίηση του εγγράφου επιβάλλει υπέρτερο δημόσιο συμφέρον.

72      Η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή μόνον όταν η δημοσιοποίηση των εγγράφων ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την ολοκλήρωση της επιθεωρήσεως, της έρευνας ή του οικονομικού ελέγχου (απόφαση Franchet και Byk κατά Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 32, σκέψη 109).

73      Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, η εξέταση που απαιτείται για την επεξεργασία μιας αιτήσεως προσβάσεως σε έγγραφα πρέπει να έχει συγκεκριμένο χαρακτήρα. Ειδικότερα, αφενός, το γεγονός και μόνον ότι ένα έγγραφο αφορά συμφέρον προστατευόμενο από εξαίρεση δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την εφαρμογή της εξαιρέσεως αυτής. Αφετέρου, ο κίνδυνος προσβολής του προστατευόμενου συμφέροντος πρέπει να μπορεί να προβλεφθεί ευλόγως και να μην είναι καθαρά υποθετικός. Κατά συνέπεια, η εξέταση στην οποία πρέπει να προβεί το θεσμικό όργανο προκειμένου να εφαρμόσει μια εξαίρεση πρέπει να πραγματοποιείται κατά τρόπο συγκεκριμένο και να προκύπτει από την αιτιολογία της αποφάσεως (απόφαση Franchet και Byk κατά Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 32, σκέψη 115).

74      Η συγκεκριμένη αυτή εξέταση πρέπει, εξάλλου, να πραγματοποιείται για κάθε έγγραφο που περιλαμβάνεται στην αίτηση. Πράγματι, όλες οι προβλεπόμενες στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1049/2001 εξαιρέσεις είναι διατυπωμένες ως να πρέπει να εφαρμόζονται σε «ένα έγγραφο». Η συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση κάθε εγγράφου είναι εν πάση περιπτώσει αναγκαία, καθόσον, ακόμη και όταν είναι σαφές ότι μια αίτηση προσβάσεως αφορά έγγραφα που καλύπτονται από εξαίρεση, μόνο μια τέτοια εξέταση επιτρέπει στο θεσμικό όργανο να αξιολογήσει τη δυνατότητα παροχής μερικής προσβάσεως στον αιτούντα, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001 (απόφαση Franchet και Byk κατά Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 32, σκέψεις 116 και 117).

75      Εν προκειμένω, ο κατάλογος που προσαρτήθηκε στην πρώτη απόφαση αναφέρει την εν λόγω εξαίρεση μόνο για να στηρίξει την άρνηση, επί αυτής και μόνο της βάσεως, της δημοσιοποιήσεως του εγγράφου 15 με τίτλο «Πρακτικά της συζητήσεως με μέλος της ομάδας της υποθέσεως στην υπόθεση M.1524, Airtours/First Choice επί της υποθέσεως Airtours, η οποία διεξήχθη στις 24 Ιουνίου 2002».

76      Ερωτηθείσα ως προς το σημείο αυτό κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία, η Επιτροπή ανέφερε στο Πρωτοδικείο ότι ο λόγος για τον οποίον εφαρμοζόταν στο έγγραφο αυτό η εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/200 εκτίθεται στην ακόλουθη φράση της πρώτης αποφάσεως:

«Όσον αφορά τα τμήματα των εγγράφων 13 και 16 και όλα τα λοιπά έγγραφα εργασίας, επιβεβαιώνω την αρχική εξέταση της ΓΔ Ανταγωνισμού, σύμφωνα με την οποία τα έγγραφα εργασίας καλύπτονται a fortiori από τις εξαιρέσεις που προβλέπουν τα άρθρα 4, παράγραφος 2, δεύτερη και τρίτη περίπτωση, και 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001.»

77      Ο λόγος αυτός είναι υπερβολικά αόριστος και γενικός και δεν μπορεί να γίνει κατανοητό, από την ανάγνωση της πρώτης αποφάσεως και των παραρτημάτων της, για ποιο λόγο «η επιθεώρηση, η έρευνα και ο οικονομικός έλεγχος» της Επιτροπής θα μπορούσαν να τεθούν σε κίνδυνο λόγω της δημοσιοποιήσεως του εγγράφου 15.

78      Μη παρέχοντας σχετικές εξηγήσεις, η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς ότι η εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 είχε εφαρμογή στο έγγραφο 15. Κατά συνέπεια, η πρώτη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί ως προς το σημείο αυτό, ενώ παρέλκει η εξέταση των επιχειρημάτων που σχετίζονται με την ύπαρξη υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος.

 Συμπεράσματα επί της πρώτης αποφάσεως

79      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε σφάλμα εκτιμήσεως κρίνοντας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, ότι η δημοσιοποίηση του συνόλου της εκθέσεως και των εγγράφων εργασίας 4 έως 14 και 16 έως 19 θα έθιγε σοβαρά τη διαδικασία λήψεως των αποφάσεών της και ότι δεν υπήρχε υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που να επιβάλλει παρά ταύτα τη δημοσιοποίηση. Κατά συνέπεια, για λόγους οικονομίας της διαδικασίας, παρέλκει η εξέταση των αιτιάσεων της προσφεύγουσας οι οποίες αφορούν τις λοιπές εξαιρέσεις που προβάλλονται με την πρώτη απόφαση για να στηρίξουν την άρνηση της δημοσιοποιήσεως των επί μέρους τμημάτων της εν λόγω εκθέσεως ή των εγγράφων εργασίας για τα οποία προβάλλεται η εν λόγω εξαίρεση.

80      Αντιθέτως, όσον αφορά το έγγραφο εργασίας 15, προκύπτει από τα ανωτέρω ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς ότι η εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 είχε εφαρμογή στο εν λόγω έγγραφο (βλ., ανωτέρω, σκέψεις 71 επ.).

81      Επομένως, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως προς την πρώτη απόφαση, εκτός από το μέρος που αφορά το έγγραφο εργασίας 15, ως προς το οποίο η απόφαση πρέπει να ακυρωθεί.

3.     Επί της δεύτερης αποφάσεως για τα λοιπά εσωτερικά έγγραφα

82      Με τη δεύτερη απόφαση, η Επιτροπή στηρίζει την άρνησή της να παράσχει πρόσβαση σε ορισμένα εσωτερικά έγγραφα (βλ., ανωτέρω, σκέψεις 21 έως 22) σε τρεις εξαιρέσεις που προβλέπονται από τον κανονισμό 1049/2001. Πρόκειται για την εξαίρεση για λόγους προστασίας της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων, την εξαίρεση για λόγους προστασίας της έρευνας και του οικονομικού ελέγχου και την εξαίρεση για λόγους προστασίας της παροχής νομικών συμβουλών.

 Επί της εξαιρέσεως για λόγους προστασίας της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων

83      Η εξαίρεση αυτή πρέπει να εξεταστεί σε συνάρτηση με τις διάφορες κατηγορίες εγγράφων που προσδιορίζει η Επιτροπή με τη δεύτερη απόφαση.

 Επί της σοβαρότητας της βλάβης στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων λόγω της δημοσιοποιήσεως των σχεδίων κειμένων, των υπομνημάτων προς τον επίτροπο, των υπομνημάτων προς τις άλλες υπηρεσίες και των απαντητικών υπομνημάτων των άλλων υπηρεσιών πλην της νομικής υπηρεσίας

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

84      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί τον τρόπο με τον οποίον η Επιτροπή εφάρμοσε στη δεύτερη απόφαση το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, προκειμένου να στηρίξει την άρνηση κοινοποιήσεως του συνόλου ή ορισμένων τμημάτων των ζητουμένων εσωτερικών εγγράφων. Η ανάγκη διασφαλίσεως ενός «χώρου προβληματισμού» στις υπηρεσίες της, την οποίαν επικαλείται η Επιτροπή, είναι αόριστη και ασύμβατη με τον γενικό σκοπό διαφάνειας που επιδιώκει ο κανονισμός 1049/2001 και με το περιορισμένο πεδίο εφαρμογής των εξαιρέσεων από την αρχή αυτή. Οι υπηρεσίες της Επιτροπής δεν έχουν κανένα λόγο να εφαρμόζουν κρυφίως τους κανόνες ανταγωνισμού και ούτε δικαιολογείται η ιδιαίτερη μεταχείριση του ελέγχου των συγκεντρώσεων σε σχέση με άλλους τομείς στους οποίους παρεμβαίνει το εν λόγω θεσμικό όργανο. Επιπλέον, η αμηχανία ή η ενόχληση που θα μπορούσε να συνεπάγεται η δημοσιοποίηση των ζητουμένων εγγράφων δεν δικαιολογούν καθεαυτές την εφαρμογή της εν λόγω εξαιρέσεως. Εξάλλου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το επιχείρημα περί κινδύνου παρακωλύσεως του ελέγχου παρόμοιων συγκεντρώσεων στο μέλλον είναι αβάσιμο. Δεδομένου ότι η απόφαση Airtours της Επιτροπής ακυρώθηκε, η γνωστοποίηση των εσωτερικών εγγράφων που συνδέονται με αυτήν δεν θα μπορούσε να επηρεάσει την ικανότητα της Επιτροπής να λάβει άλλη απόφαση, ούτε να προεξοφλήσει το περιεχόμενό της. Η ανάλυση της Επιτροπής όσον αφορά τη συγκέντρωση πρέπει να πραγματοποιείται λαμβανομένων υπόψη των εκάστοτε συγκεκριμένων περιστάσεων, ελεύθερα από πιέσεις πολιτικών ή μέσων μαζικής ενημερώσεως.

85      Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, παρά το γεγονός ότι τα εσωτερικά έγγραφα εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1049/2001, το άρθρο 17, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 802/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, για την εφαρμογή του κανονισμού του (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (EE L 133, σ. 1), το οποίο αντικατέστησε το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 447/98 της Επιτροπής, της 1ης Μαρτίου 1998, σχετικά με τις κοινοποιήσεις, τις προθεσμίες και τις ακροάσεις που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΟΚ) 4064/89 του Συμβουλίου για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (EE L 61, σ. 1), αποκλείει από το ισχύον καθεστώς προσβάσεως στον φάκελο τα εσωτερικά έγγραφα που περιλαμβάνονται στον διοικητικό φάκελο. Επομένως, το γεγονός ότι τα μέρη σε μια συγκέντρωση δεν έχουν δικαίωμα προσβάσεως σε τέτοια έγγραφα ενισχύει την άποψη ότι η δημοσιοποίησή τους θα έθιγε σοβαρά τη διαδικασία λήψεως σχετικών αποφάσεων της Επιτροπής. Η Επιτροπή υποστηρίζει επίσης ότι η εν λόγω εξαίρεση δεν εφαρμόστηκε αόριστα, αφού κάθε έγγραφο εξετάστηκε χωριστά και, όπου ήταν δυνατό, παρασχέθηκε μερική πρόσβαση. Η εξαίρεση αυτή, ωστόσο, έχει σκοπό τη διασφάλιση της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής γενικά, λαμβανομένων υπόψη ιδίως μελλοντικών περιστάσεων ή ζητημάτων που συνδέονται με το ίδιο θέμα, και όχι μόνον υπό το πρίσμα της συγκεκριμένης υποθέσεως. Κατά την Επιτροπή, η ικανότητα των υπηρεσιών της να διατυπώνουν την άποψή τους είναι απαραίτητη για τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων και η ικανότητα αυτή θα περιοριζόταν αν οι υπηρεσίες διατύπωναν τις απόψεις τους έχοντας υπόψη το ενδεχόμενο δημοσιοποιήσεώς τους, ακόμη και μετά την περάτωση της υποθέσεως.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

86      Κατ’ αρχάς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι σε καμιά διάταξη του κανονισμού 1049/2001 δεν αναφέρεται ότι η πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Επιτροπής μπορεί να εξαρτηθεί από το αν ο αιτών τα έγγραφα αυτά είναι επιχείρηση που λαμβάνει μέρος σε μια συγκέντρωση, η οποία δεν μπορεί, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 17, παράγραφος 3, του κανονισμού 802/2004 (ή του προηγούμενου άρθρου 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 447/98) να έχει πρόσβαση στα εσωτερικά έγγραφα του διοικητικού φακέλου της Επιτροπής.

87      Αντιθέτως, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001, το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα της Επιτροπής είναι ευρύτατο, καθόσον παρέχεται σε κάθε πολίτη της Ένωσης και σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί ή έχει την έδρα του σε κράτος μέλος, χωρίς να τίθενται άλλες προϋποθέσεις. Επίσης, από το άρθρο 2, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι οι διατάξεις περί προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα της Επιτροπής εφαρμόζονται σε όλα τα έγγραφα εις χείρας θεσμικού οργάνου, δηλαδή σε όσα συντάσσονται ή παραλαμβάνονται από αυτό και βρίσκονται στην κατοχή του, σε όλους τους τομείς δραστηριότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

88      Εξάλλου, το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001 ορίζει ρητώς τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες το θεσμικό όργανο μπορεί να αρνηθεί την πρόσβαση σε έγγραφο που περιέχει συμβουλές προοριζόμενες για εσωτερική χρήση στο πλαίσιο συζητήσεων και προκαταρκτικών διαβουλεύσεων εντός του οργάνου αυτού, ακόμη και μετά τη λήψη της αποφάσεως, και αναφέρει ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, η δημοσιοποίηση του εγγράφου πρέπει να θίγει σοβαρά τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων του οργάνου αυτού. Η διάταξη αυτή έχει γενική εφαρμογή, ανεξάρτητα από τους τομείς δραστηριοτήτων της Επιτροπής ή τους κανόνες που εφαρμόζονται στις σχετικές διαδικασίες.

89      Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι μία επιχείρηση που λαμβάνει μέρος σε μια συγκέντρωση δεν έχει δικαίωμα προσβάσεως στα εσωτερικά έγγραφα του διοικητικού φακέλου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 17, παράγραφος 3, του κανονισμού 802/2004, δεν αποκλείει το δικαίωμα προσβάσεως κάθε προσώπου, όποιο και αν είναι αυτό, στα έγγραφα αυτά βάσει των αρχών που κατοχυρώνονται με τον κανονισμό 1049/2001 (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, απόφαση Interporc κατά Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 15, σκέψεις 44 και 46).

90      Εξάλλου, η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι τα επίμαχα εσωτερικά έγγραφα εμπίπτουν όντως στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1049/2001. Επιπλέον, το επιχείρημα που προβάλλει σήμερα, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 17, παράγραφος 3, του κανονισμού 802/2004, δεν περιλήφθηκε στη δεύτερη απόφαση για να δικαιολογήσει την επίκληση της εξαιρέσεως που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001.

91      Επομένως, το Πρωτοδικείο ασκεί το έλεγχό του νομιμότητας λαμβάνοντας υπόψη, αφενός, την ιδιότητα του νομικού προσώπου που έχει την έδρα του σε κράτος μέλος και ζητεί, με την ιδιότητα αυτή, να έχει πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα που κατέχει η Επιτροπή και, αφετέρου, την αιτιολογία που εκτέθηκε στη δεύτερη απόφαση.

92      Εν προκειμένω, με τη δεύτερη απόφαση, η Επιτροπή επικαλείται την εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001 για τέσσερις κατηγορίες εγγράφων: τα σχέδια εγγράφου, τα υπομνήματα προς τον επίτροπο, τα υπομνήματα προς τις άλλες υπηρεσίες και τα απαντητικά υπομνήματα των άλλων υπηρεσιών πλην της νομικής υπηρεσίας (βλ., ανωτέρω, σκέψη 21). Παρόλο που η εξέταση αυτή πραγματοποιήθηκε κατά τρόπο συγκεκριμένο και εξατομικευμένο, έγγραφο προς έγγραφο, ο λόγος που επικαλείται η Επιτροπή για να δικαιολογήσει την ως άνω εφαρμογή παραμένει κατ’ ουσίαν ίδιος. Για τον λόγο αυτόν, εξάλλου, στα υπομνήματά τους, οι διάδικοι αντιμετωπίζουν τα έγγραφα αυτά συνολικά και όχι ατομικά, υπό το πρίσμα των εξηγήσεων που δόθηκαν με τη δεύτερη απόφαση για καθεμιά από τις τέσσερις προαναφερθείσες κατηγορίες.

93      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα υπογράμμισε ότι δεν την ενδιέφερε η κοινοποίηση των σχεδίων εγγράφων, δηλαδή των σχεδίων που σχετίζονται με την απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 4064/89, με την ανακοίνωση αιτιάσεων και με την τελική απόφαση στην υπόθεση Airtours/First Choice. Απαντώντας σε σχετική ερώτηση του Πρωτοδικείου, διευκρίνισε ότι απέσυρε την αίτησή της για πρόσβαση στα έγγραφα αυτά. Επομένως, παρέλκει πλέον η εξέταση από το Πρωτοδικείο της νομιμότητας της δεύτερης αποφάσεως ως προς τα έγγραφα αυτά.

94      Όσον αφορά τα υπομνήματα προς τον επίτροπο, τα υπομνήματα προς τις άλλες υπηρεσίες και τα απαντητικά υπομνήματα των άλλων υπηρεσιών πλην της νομικής υπηρεσίας, η Επιτροπή ορθώς υποστηρίζει ότι η δημοσιοποίηση εν όλω ή εν μέρει –ανάλογα με την περίπτωση–των διάφορων αυτών εγγράφων θα περιόριζε τη δυνατότητα των υπηρεσιών της να εκφράζουν την άποψή τους και θα έθιγε σοβαρά τη διαδικασία λήψεως των αποφάσεών της στο πλαίσιο του ελέγχου των συγκεντρώσεων.

95      Σε ζητήματα ελέγχου των συγκεντρώσεων, το σημαντικότερο στοιχείο είναι η τελική απόφαση, καθώς και τα διάφορα στάδια που προβλέπει ο κανονισμός 4064/89 για τη λήψη της αποφάσεως αυτής (όπως η απόφαση που λαμβάνεται δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 4064/89 ή η ανακοίνωση αιτιάσεων). Στο πλαίσιο αυτό, πραγματοποιήθηκε εντός της Επιτροπής ανταλλαγή των υπομνημάτων προς τον επίτροπο, των υπομνημάτων προς τις άλλες υπηρεσίες και των απαντητικών υπομνημάτων των άλλων υπηρεσιών πλην της νομικής υπηρεσίας με σκοπό την κατάρτιση των εγγράφων που εκφράζουν την άποψη της διοικήσεως.

96      Όπως, όμως, επισημαίνει η Επιτροπή με τη δεύτερη απόφαση, η δημοσιοποίηση τέτοιων εγγράφων μπορεί να θίξει σοβαρά τη διαδικασία λήψεως των αποφάσεών της, είτε πρόκειται για τη συγκεκριμένη διαδικασία συγκεντρώσεως είτε για μελλοντικές διαδικασίες συγκεντρώσεως στον ίδιο τομέα, μεταξύ των ίδιων μερών ή με εφαρμογή των ίδιων αρχών που εφαρμόστηκαν στην επίδικη διαδικασία, καθόσον τα έγγραφα αυτά σηματοδοτούν ένα στάδιο της διαδικασίας, που δεν έχει ακόμη αποκρυσταλλωθεί σε οριστικό έγγραφο. Πράγματι, τα προπαρασκευαστικά αυτά έγγραφα μπορούν να εκφράζουν τις απόψεις, τις επιφυλάξεις ή τις παλινωδίες των υπηρεσιών της Επιτροπής, οι οποίες –στο τέλος της εν λόγω διαδικασίας λήψεως αποφάσεως– ενδέχεται να μην περιλαμβάνονται στα τελικά κείμενα των αποφάσεων.

97      Όπως κρίθηκε σε σχέση με την έκθεση (βλ. ανωτέρω, σκέψη 52), η δημοσιοποίηση των εγγράφων στα οποία δεν επιτράπηκε η πρόσβαση θα σήμαινε ότι οι συντάκτες τους θα λάμβαναν υπόψη στο μέλλον αυτόν τον κίνδυνο δημοσιοποιήσεως σε τέτοιο σημείο, ώστε ενδεχομένως να καταλήξουν να αυτολογοκρίνονται και να μη διατυπώνουν γνώμες δυνάμενες να φέρουν σε δυσχερή θέση τον παραλήπτη του εγγράφου αυτού. Έτσι, η συνεργασία μεταξύ των υπηρεσιών της Επιτροπής δεν θα ήταν πλέον όσο ελεύθερη και πλήρης θα έπρεπε να είναι, ώστε να καθίσταται δυνατή η επεξεργασία των αποφάσεων και της ανακοινώσεως των αιτιάσεων που απαιτούνται για τη διαδικασία ελέγχου των συγκεντρώσεων.

98      Τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση την ορθότητα της αναλύσεως αυτής. Πράγματι, η Επιτροπή δεν περιορίστηκε στη γενική και αόριστη επίκληση της ανάγκης προστασίας της δυνατότητας προβληματισμού που διεκδικεί, αλλά το έπραξε έγγραφο προς έγγραφο, κατά τρόπο εξατομικευμένο και συγκεκριμένο. Έτσι, ορισμένα έγγραφα γνωστοποιήθηκαν εν μέρει. Επιπλέον, η ανάλυση αυτή δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από το γεγονός και μόνον ότι η εν λόγω διαδικασία έχει ολοκληρωθεί, δεδομένου ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001 εφαρμόζεται ακόμη και μετά τη λήψη της αποφάσεως και ότι η Επιτροπή εξηγεί, με τη δεύτερη απόφαση, ότι η δημοσιοποίηση των επίμαχων εγγράφων θα κινδύνευε να διαταράξει την εκ μέρους της εκτίμηση των παρόμοιων πράξεων που ενδέχεται να τελεστούν μεταξύ των ιδίων μερών ή στον ίδιο τομέα.

99      Είναι σημαντικό να επισημανθεί στο σημείο αυτό ότι η Επιτροπή παραθέτει, με τη δεύτερη απόφαση, παραδείγματα σχετικά με τον εν λόγω σκοπό, αναφερόμενη τόσο στις υποθέσεις που ανακύπτουν στον ίδιο τομέα ή μεταξύ των ιδίων μερών, όσο και στις υποθέσεις που σχετίζονται με την έννοια της συλλογικής δεσπόζουσας θέσεως. Αναφέρεται συγκεκριμένα στην υπόθεση EMI/Time Warner, στην οποία αρνήθηκε αίτηση προσβάσεως, δυνάμει του κανονισμού 1049/2001, στην ανακοίνωση αιτιάσεων, προκειμένου να προστατεύσει τις συζητήσεις των υπηρεσιών της στην υπόθεση BMG/Sony, η οποία αφορούσε τον ίδιο τομέα δραστηριοτήτων.

100    Επιβάλλεται, επίσης, η επισήμανση ότι, εν προκειμένω, ο κίνδυνος σοβαρής βλάβης στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων σε περίπτωση δημοσιοποιήσεως των εσωτερικών και προπαρασκευαστικών εγγράφων που καταρτίστηκαν επ’ ευκαιρία της υποθέσεως Airtours/First Choice, συνιστά εύλογο ενδεχόμενο και δεν είναι καθαρά υποθετικός. Συγκεκριμένα, όπως εκθέτει η Επιτροπή με τη δεύτερη απόφαση, ευλόγως θα υπέθετε κάποιος ότι τέτοια έγγραφα μπορούν να χρησιμοποιηθούν –ακόμη και αν δεν περιέχουν απαραίτητα την οριστική θέση της Επιτροπής– για να επηρεάσουν τη θέση των υπηρεσιών της, η οποία πρέπει να παραμένει ελεύθερη και ανεξάρτητη από κάθε εξωτερική πίεση, κατά την εξέταση παρόμοιων υποθέσεων που αφορούν τον ίδιο τομέα δραστηριοτήτων ή τις ίδιες οικονομικές έννοιες. Πρέπει, έτσι, να παρέχεται στην Επιτροπή η δυνατότητα να προστατεύει τις εσωτερικές διαβουλεύσεις και συζητήσεις των υπηρεσιών της, όταν –όπως στην προκειμένη περίπτωση– αυτό είναι αναγκαίο για την προστασία της ικανότητάς της να εκπληρώνει τα καθήκοντά της σε θέματα ελέγχου των συγκεντρώσεων.

101    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση της προσφεύγουσας ότι η δημοσιοποίηση των ως άνω εγγράφων δεν θα έθιγε σοβαρά τη διαδικασία λήψεως των αποφάσεων της Επιτροπής.

 Επί της σοβαρότητας της βλάβης στη διαδικασία λήψεως των αποφάσεών της εκ της δημοσιοποιήσεως της εκθέσεως του συμβούλου ακροάσεων

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

102    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η έκθεση του συμβούλου ακροάσεων δεν εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τους όρους της εντολής του, όπως ίσχυαν κατά την ημερομηνία συντάξεως της εκθέσεώς του το 1999, ο σύμβουλος ακροάσεων ανήκε στη ΓΔ Ανταγωνισμού και υπαγόταν στον γενικό διευθυντή, στον οποίον και λογοδοτούσε. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η ανεξαρτησία των συμβούλων ακροάσεων προστατεύεται πλήρως στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στην εντολή τους και δεν θα έπρεπε να τελούν υπό τον φόβο δημοσιοποιήσεως των εκθέσεών τους.

103    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι όροι της εντολής του συμβούλου ακροάσεων δεν μπορούν να επηρεάσουν απόφασή της ως προς τη δημοσιοποίηση εγγράφου που περιέχει τη γνώμη συμβούλου ακροάσεων σε μια υπόθεση. Ο σύμβουλος ακροάσεων γνωμοδοτεί τόσο επί της ουσίας όσο και επί των διαδικαστικών πτυχών της υποθέσεως, οπότε η έκθεσή του εμπίπτει στις εσωτερικές διαβουλεύσεις της Επιτροπής πριν από τη λήψη της τελικής αποφάσεως.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

104    Όπως και στην περίπτωση των άλλων εσωτερικών εγγράφων που συντάχθηκαν από τις διάφορες υπηρεσίες που συνέπραξαν στην κατάρτιση της αποφάσεως Airtours της Επιτροπής (βλ., ανωτέρω, σκέψη 94), η Επιτροπή ορθώς έκρινε ότι η δημοσιοποίηση της εκθέσεως του συμβούλου ακροάσεων θα έθιγε, εν προκειμένω, σοβαρά τη διαδικασία λήψεως των αποφάσεών της σε θέματα ελέγχου των συγκεντρώσεων.

105    Ειδικότερα, από τη δεύτερη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν επικαλείται μόνον το γεγονός ότι το επίμαχο έγγραφο περιέχει γνώμη που προορίζεται για εσωτερική χρήση για να δικαιολογήσει την εφαρμογή της εξαιρέσεως, αλλά το γεγονός ότι στο έγγραφο αυτό ο σύμβουλος ακροάσεων γνωμοδοτεί επί της ουσίας και των διαδικαστικών πτυχών της υποθέσεως Airtours/First Choice (σημείο II.7 της δεύτερης αποφάσεως).

106    Στη δεύτερη απόφαση, η Επιτροπή υποστηρίζει επίσης ορθώς ότι δεν θα μπορούσε να διασφαλιστεί η ελευθερία της γνώμης του συμβούλου ακροάσεων αν έπρεπε να λαμβάνει υπόψη το ενδεχόμενο δημοσιοποιήσεως της εκθέσεώς του και ότι η δημοσιοποίηση αυτή θα έθιγε σοβαρά τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων σε θέματα ελέγχου των συγκεντρώσεων, καθόσον η ίδια δεν θα μπορούσε πλέον να στηρίζεται στο μέλλον σε ανεξάρτητες ελεύθερες και πλήρεις γνωμοδοτήσεις των συμβούλων ακροάσεων (σημείο II.7 της δεύτερης αποφάσεως).

107    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση της προσφεύγουσας κατά την οποία η δημοσιοποίηση της εκθέσεως του συμβούλου ακροάσεων δεν θα έθιγε σοβαρά τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής.

 Επί της σοβαρότητας της βλάβης στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων λόγω της δημοσιοποιήσεως του υπομνήματος της ΓΔ Ανταγωνισμού προς τη συμβουλευτική επιτροπή 

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

108    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001 δεν μπορεί να εφαρμοστεί στο υπόμνημα της ΓΔ Ανταγωνισμού προς τη συμβουλευτική επιτροπή, καθόσον η επιτροπή αυτή αποτελείται από αντιπροσώπους των κρατών μελών και, ως εκ τούτου, η διαδικασία στην οποία συμμετέχει δεν εμπίπτει στις συζητήσεις και προκαταρκτικές διαβουλεύσεις «εντός του σχετικού θεσμικού οργάνου».

109    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η διαβούλευση αυτή είναι ένα αναγκαίο στάδιο για την προετοιμασία της τελικής αποφάσεως και πρέπει, επομένως, να θεωρηθεί ότι εξελίσσεται εντός του θεσμικού αυτού οργάνου.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

110    Όπως και στην περίπτωση των άλλων εσωτερικών εγγράφων που συντάχθηκαν από τις διάφορες υπηρεσίες που συνέπραξαν στην κατάρτιση της αποφάσεως Airtours της Επιτροπής (βλ., ανωτέρω, σκέψη 94), η Επιτροπή ορθώς θεωρεί ότι η δημοσιοποίηση του υπομνήματος της ΓΔ Ανταγωνισμού προς τη συμβουλευτική επιτροπή θα έθιγε, εν προκειμένω, σοβαρά τη διαδικασία λήψεως των αποφάσεών της σε θέματα ελέγχου των συγκεντρώσεων (σημείο II.4 της δεύτερης αποφάσεως).

111    Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στη δεύτερη απόφαση, η διαβούλευση με τη συμβουλευτική επιτροπή αποτελεί επίσης μέρος της εσωτερικής διαδικασίας λήψεως αποφάσεων σε θέματα ελέγχου των συγκεντρώσεων. Μολονότι η συμβουλευτική επιτροπή αποτελείται από αντιπροσώπους των κρατών μελών και διακρίνεται, επομένως, από αυτή την άποψη, από την Επιτροπή, το γεγονός ότι υποχρεούται να διαβιβάσει σε αυτή τη συμβουλευτική επιτροπή εσωτερικά έγγραφα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 19 του κανονισμού 4064/89, προκειμένου αυτή να αποφανθεί σχετικά με διαδικασίες που απαιτούν την παρέμβασή της, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τα επίμαχα έγγραφα αποτελούν εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001.

112    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση της προσφεύγουσας κατά την οποία η δημοσιοποίηση του υπομνήματος της ΓΔ Ανταγωνισμού προς τη συμβουλευτική επιτροπή δεν θα έθιγε σοβαρά τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής.

 Επί της σοβαρότητας της βλάβης στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων λόγω της δημοσιοποιήσεως μέρους του υπηρεσιακού σημειώματος που περιελήφθη στον φάκελο και αφορά επίσκεψη στην ιστοσελίδα της First Choice 

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

113    Η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι το υπηρεσιακό αυτό σημείωμα συνιστά «άποψη για εσωτερική χρήση» κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001. Κατά την προσφεύγουσα, οι προφορικές παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν από τη First Choice είναι παρόμοιες με γραπτές παρατηρήσεις και δεν υπάρχει κανένας πολιτικός λόγος που να εμποδίζει την πρόσβαση σε αυτές.

114    Η Επιτροπή αντιτείνει ότι τα μέρη του επίδικου σημειώματος στα οποία αρνήθηκε την πρόσβαση περιέχουν τις προσωπικές απόψεις του υπαλλήλου που συνέταξε το σημείωμα αυτό.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

115    Όπως και στην περίπτωση των άλλων εσωτερικών εγγράφων που συντάχθηκαν από τις διάφορες υπηρεσίες που συνέπραξαν στην κατάρτιση της αποφάσεως Airtours της Επιτροπής (βλ., ανωτέρω, σκέψη 94), η Επιτροπή ορθώς έκρινε ότι η δημοσιοποίηση της εκθέσεως του σημειώματος του φακέλου που αφορά επίσκεψη στην ιστοσελίδα της First Choice (έγγραφο 7.2) θίγει, εν προκειμένω, σοβαρά τη διαδικασία λήψεως των αποφάσεών της σε θέματα ελέγχου των συγκεντρώσεων (σημείο II.8.a της δεύτερης αποφάσεως).

116    Ειδικότερα, από τη δεύτερη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν επικαλείται μόνον το γεγονός ότι το επίμαχο έγγραφο περιέχει γνώμη που προορίζεται για εσωτερική χρήση για να δικαιολογήσει την εφαρμογή της εξαιρέσεως, αλλά το γεγονός ότι, σε ορισμένα τμήματά του, το έγγραφο αυτό περιέχει τις εντυπώσεις που σχημάτισαν οι υπάλληλοι της ΓΔ Ανταγωνισμού κατά τη διάρκεια της επισκέψεως. Ορθώς, επομένως, έκρινε η Επιτροπή ότι το έγγραφο αυτό περιείχε τις εσωτερικές διαβουλεύσεις της ΓΔ Ανταγωνισμού σχετικά με την έρευνα και ότι η δημοσιοποίησή του θα έθιγε σοβαρά τη διαδικασία λήψεως των αποφάσεών της.

117    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση της προσφεύγουσας ότι η δημοσιοποίηση ορισμένων τμημάτων του υπηρεσιακού σημειώματος που περιελήφθη στον φάκελο και αφορά επίσκεψη στην ιστοσελίδα της First Choice δεν θα έθιγε σοβαρά τη διαδικασία λήψεως των αποφάσεών της.

 Επί της υπάρξεως υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος

118    Όσον αφορά την ύπαρξη υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, η απόδειξη του οποίου θα επέβαλε τη δημοσιοποίηση των εγγράφων αυτών, πρέπει να αναχθούμε ανωτέρω, στις σκέψεις 38 και 60 έως 66, καθόσον η προσφεύγουσα προβάλλει την ίδια επιχειρηματολογία κατά της πρώτης και της δεύτερης αποφάσεως.

119    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση της προσφεύγουσας περί υπάρξεως υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος που επιβάλλει τη δημοσιοποίηση των εσωτερικών εγγράφων τα οποία καλύπτονται από την εξαίρεση για λόγους προστασίας της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων.

 Επί της εξαιρέσεως για λόγους προστασίας των δικαστικών διαδικασιών και της παροχής νομικών συμβουλών

 Επιχειρήματα των διαδίκων

120    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 δεν μπορεί να εφαρμοστεί στα απαντητικά υπομνήματα της νομικής υπηρεσίας.

121    Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι, μολονότι η απόφαση της Airtours ακυρώθηκε, η δυνατότητά της να επωφελείται από τη συμβουλή των υπηρεσιών της θα διακυβευόταν από τη δημοσιοποίηση των επίδικων εγγράφων, καθόσον τα μέλη της, ενεργώντας συλλογικά, μπορούν να παραβλέψουν τις συμβουλές αυτές και να λάβουν διαφορετική απόφαση.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

122    Το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 ορίζει ότι η Επιτροπή αρνείται την πρόσβαση σε ένα έγγραφο η δημοσιοποίηση του οποίου θα έθιγε την προστασία «των δικαστικών διαδικασιών και της παροχής νομικών συμβουλών», εκτός εάν τη δημοσιοποίηση του εγγράφου επιβάλλει υπέρτερο δημόσιο συμφέρον.

123    Ο όρος «νομικές συμβουλές» έχει την έννοια ότι η προστασία του δημοσίου συμφέροντος μπορεί να αντιτίθεται στη δημοσιοποίηση του περιεχομένου των εγγράφων που συνέταξε η νομική υπηρεσία της Επιτροπής τόσο στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών όσο και για οποιονδήποτε άλλο σκοπό.

124    Εν προκειμένω, από τη δεύτερη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν επικαλείται, για να δικαιολογήσει την εφαρμογή της εξαιρέσεως, μόνον το γεγονός ότι τα επίμαχα έγγραφα –τα οποία εξετάστηκαν το καθένα χωριστά– αποτελούν νομικές συμβουλές, αλλά το γεγονός ότι η δημοσιοποίηση των απαντητικών υπομνημάτων της νομικής υπηρεσίας θα υπήρχε κίνδυνος να φέρει σε γνώση του κοινού στοιχεία σχετικά με την πορεία των εσωτερικών συζητήσεων μεταξύ της ΓΔ Ανταγωνισμού και της νομικής υπηρεσίας ως προς τη νομιμότητα της εκτιμήσεως του συμβατού της πράξεως συγκεντρώσεως Airtours/First Choice με την κοινή αγορά, γεγονός που θα μπορούσε να επηρεάσει τυχόν προσεχείς αποφάσεις που αφορούν τα ίδια μέρη ή τον ίδιο τομέα (βλ., ανωτέρω, σκέψεις 22, 99 και 100).

125    Η έγκριση της δημοσιοποιήσεως των εν λόγω υπομνημάτων μπορεί να οδηγήσει τη νομική υπηρεσία να επιδεικνύει στο μέλλον αυτοσυγκράτηση και προσοχή κατά τη σύνταξη τέτοιων υπομνημάτων, προκειμένου να μη θίξει την ικανότητα λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής στα ζητήματα στα οποία παρεμβαίνει ως διοίκηση.

126    Πρέπει, επίσης να επισημανθεί ότι, εν προκειμένω, ο κίνδυνος προσβολής της προστασίας των νομικών συμβουλών, που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 μπορεί να προβλεφθεί ευλόγως και δεν είναι καθαρά υποθετικός. Ειδικότερα, εκτός από τους λόγους που εκτίθενται ανωτέρω, στη σκέψη 124, προκύπτει ότι, εξαιτίας της δημοσιοποιήσεως των συμβουλών αυτών, η Επιτροπή κινδυνεύει να περιέλθει σε λεπτή θέση, στην οποία η νομική της υπηρεσία θα ήταν υποχρεωμένη να υποστηρίζει ενώπιον του Πρωτοδικείου απόψεις διαφορετικές από εκείνες που είχε υποστηρίξει ενδοϋπηρεσιακά κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, στο πλαίσιο του ρόλου της ως συμβούλου των υπεύθυνων για τον φάκελο υπηρεσιών. Είναι προφανές ότι ο κίνδυνος να δημιουργηθεί μία τέτοια κατάσταση μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τόσο την ελευθερία γνώμης της νομικής υπηρεσίας και τη δυνατότητά της να υπερασπίζεται αποτελεσματικά ενώπιον του κοινοτικού δικαστή, επί ίσοις όροις με τους άλλους νόμιμους εκπροσώπους των διαφόρων μερών της ένδικης διαδικασίας, την οριστική θέση της Επιτροπής, όσο και την εσωτερική διαδικασία λήψεως αποφάσεων της τελευταίας, η οποία αποφασίζει συλλογικά, σύμφωνα με την ιδιαίτερη αποστολή που της έχει ανατεθεί, και πρέπει να είναι ελεύθερη να υποστηρίξει νομικές θέσεις που διαφέρουν από αυτές που έλαβε αρχικώς η νομική της υπηρεσία.

127    Η ανάλυση αυτή δεν ανατρέπεται από το γεγονός ότι η απόφαση Airtours της Επιτροπής, επ’ ευκαιρία της οποίας συντάχθηκαν τα υπομνήματα της νομικής υπηρεσίας, ακυρώθηκε από το Πρωτοδικείο. Πράγματι, η επίμαχη εξαίρεση προστατεύει τα έγγραφα που συντάχθηκαν σε στάδιο προγενέστερο αυτού της οριστικής αποφάσεως και μάλιστα ανεξάρτητα, κατ’ αρχήν, από τη μεταγενέστερη διατήρηση ή ακύρωσή της στο πλαίσιο διαφοράς ενώπιον των κοινοτικών δικαστηρίων.

128    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση της προσφεύγουσας κατά την οποία η δημοσιοποίηση των απαντητικών υπομνημάτων της νομικής υπηρεσίας δεν θίγει την προστασία των νομικών συμβουλών.

129    Όσον αφορά την ύπαρξη υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος, του οποίου η απόδειξη θα επέβαλε τη δημοσιοποίηση των εγγράφων αυτών, πρέπει να αναχθούμε ανωτέρω, στις σκέψεις 38 και 60 έως 66. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση της προσφεύγουσας ότι υπάρχει υπέρτερο δημόσιο συμφέρον, το οποίο επιβάλλει τη δημοσιοποίηση των εσωτερικών εγγράφων που καλύπτονται από την εξαίρεση για λόγους προστασίας των νομικών συμβουλών.

 Συμπεράσματα επί της δεύτερης αποφάσεως

130    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε σφάλμα εκτιμήσεως επικαλούμενη το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, ή παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, προκειμένου να αρνηθεί, βάσει συγκεκριμένης και εξατομικευμένης αποφάσεως, τη δημοσιοποίηση των διαφόρων εσωτερικών εγγράφων ή νομικών συμβουλών για τις οποίες προβλήθηκαν οι εξαιρέσεις αυτές. Κατά συνέπεια, παρέλκει, για λόγους οικονομίας της διαδικασίας, η εξέταση των αιτιάσεων της προσφεύγουσας που σχετίζονται με την τρίτη εξαίρεση, την οποία επικαλέστηκε η δεύτερη απόφαση σε συνδυασμό με την πρώτη εξαίρεση που εξετάστηκε ανωτέρω, για να θεμελιώσει την άρνηση της γνωστοποιήσεως ορισμένων από τα έγγραφα αυτά.

131    Ως εκ τούτου, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί καθό μέρος αφορά τη δεύτερη απόφαση.

 Επί των δικαστικών εξόδων

132    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Πρωτοδικείο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του σε περίπτωση μερικής ήττας αμφοτέρων των διαδίκων επί ενός ή περισσοτέρων αιτημάτων τους. Υπό τις περιστάσεις που συντρέχουν εν προκειμένω, η Επιτροπή πρέπει να φέρει το ένα δέκατο των δικαστικών εξόδων της προσφεύγουσας και το ένα δέκατο των δικών της εξόδων. Η προσφεύγουσα πρέπει να φέρει εννέα δέκατα των δικών της εξόδων και εννέα δέκατα των δικαστικών εξόδων της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τρίτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση της Επιτροπής, της 5ης Σεπτεμβρίου 2005 [D(2005) 8461], κατά το μέρος που αρνείται την πρόσβαση στο έγγραφο εργασίας με τίτλο «Πρακτικά της συζητήσεως με μέλος της ομάδας της υποθέσεως στην υπόθεση M.1524, Airtours/First Choice επί της υποθέσεως Airtours, η οποία διεξήχθη στις 24 Ιουνίου 2002».

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Η MyTravel Group plc φέρει τα εννέα δέκατα των δικών της εξόδων και τα εννέα δέκατα των δικαστικών εξόδων της Επιτροπής.

4)      Η Επιτροπή φέρει το ένα δέκατο των δικών της εξόδων και το ένα δέκατο των δικαστικών εξόδων της MyTravel Group.

Azizi

Cooke

Cremona

Labucka

 

      Frimodt Nielsen

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      J. Azizi

Πίνακας περιεχομένων


Το νομικό πλαίσιο

Το ιστορικό της διαφοράς

1. Επί της πράξεως συγκεντρώσεως Airtours/First Choice μετά την απόφαση Airtours του Πρωτοδικείου

2. Επί της αιτήσεως προσβάσεως στα έγγραφα

Επί της εκθέσεως και των εγγράφων εργασίας (πρώτη απόφαση)

Επί των λοιπών εσωτερικών εγγράφων (δεύτερη απόφαση)

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

1. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

2. Επί της πρώτης αποφάσεως, η οποία αφορά την έκθεση και τα έγγραφα εργασίας

Επί της εξαιρέσεως για λόγους προστασίας της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

– Επί της σοβαρότητας της βλάβης στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων εκ της γνωστοποιήσεως της εκθέσεως

– Επί της σοβαρότητας της βλάβης στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων λόγω της δημοσιοποιήσεως των εγγράφων εργασίας 4 έως 14 και 16 έως 19

– Επί της υπάρξεως υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος

Επί της εξαιρέσεως για λόγους προστασίας της επιθεωρήσεως, της έρευνας και του οικονομικού ελέγχου

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Συμπεράσματα επί της πρώτης αποφάσεως

3. Επί της δεύτερης αποφάσεως για τα λοιπά εσωτερικά έγγραφα

Επί της εξαιρέσεως για λόγους προστασίας της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων

Επί της σοβαρότητας της βλάβης στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων λόγω της δημοσιοποιήσεως των σχεδίων κειμένων, των υπομνημάτων προς τον επίτροπο, των υπομνημάτων προς τις άλλες υπηρεσίες και των απαντητικών υπομνημάτων των άλλων υπηρεσιών πλην της νομικής υπηρεσίας

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί της σοβαρότητας της βλάβης στη διαδικασία λήψεως των αποφάσεών της εκ της δημοσιοποιήσεως της εκθέσεως του συμβούλου ακροάσεων

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί της σοβαρότητας της βλάβης στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων λόγω της δημοσιοποιήσεως του υπομνήματος της ΓΔ Ανταγωνισμού προς τη συμβουλευτική επιτροπή

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί της σοβαρότητας της βλάβης στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων λόγω της δημοσιοποιήσεως μέρους του υπηρεσιακού σημειώματος που περιελήφθη στον φάκελο και αφορά επίσκεψη στην ιστοσελίδα της First Choice

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί της υπάρξεως υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος

Επί της εξαιρέσεως για λόγους προστασίας των δικαστικών διαδικασιών και της παροχής νομικών συμβουλών

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Συμπεράσματα επί της δεύτερης αποφάσεως

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.