Language of document : ECLI:EU:T:2008:330

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 10ης Σεπτεμβρίου 2008 (*)

«Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία ανακοπής – Αίτηση καταχωρίσεως του κοινοτικού εικονιστικού σήματος exē – Προγενέστερο εθνικό λεκτικό σήμα EXE – Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου – Κίνδυνος συγχύσεως – Ομοιότητα των προϊόντων και των σημείων – Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94»

Στην υπόθεση T‑96/06,

Τσακίρης-Μαλλάς AE, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τον Χ. Σαμαρά, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τον Δ. Μπότη,

καθού,

έτερος διάδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ:

Late Editions Ltd, με έδρα το Leighton Buzzard, Bedfordshire (Ηνωμένο Βασίλειο),

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του δευτέρου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 11ης Ιανουαρίου 2006 (υπόθεση R 1127/2004-2), που αφορά διαδικασία ανακοπής μεταξύ της Late Editions Ltd και της Τσακίρης-Μαλλάς ΕΠΕ (νυν Τσακίρης-Μαλλάς AE),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Βηλαρά, πρόεδρο, F. Dehousse και D. Šváby (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: Κ. Καντζά, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 17 Μαρτίου 2006,

το υπόμνημα αντικρούσεως του ΓΕΕΑ, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 17 Οκτωβρίου 2006,

κατόπιν της συνεδριάσεως της 18ης Οκτωβρίου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 9 Απριλίου 2001, η προσφεύγουσα, Τσακίρης-Μαλλάς ΕΠΕ (νυν Τσακίρης-Μαλλάς AE), υπέβαλε αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος ενώπιον του ΓΕΕΑ, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί.

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση συνίσταται στο ακόλουθο εικονιστικό σημείο:

Image not found

3        Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση εμπίπτουν στις κλάσεις 18 και 25, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών ενόψει καταχωρίσεως των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν, για κάθε μία από τις κλάσεις αυτές, στην ακόλουθη περιγραφή:

–        κλάση 18: «Δερμάτινα είδη, τσάντες, πορτοφόλια, κλειδοθήκες, είδη ταξιδιού»·

–        κλάση 25: «Υποδήματα ανδρικά, γυναικεία, δερμάτινα ενδύματα, ζώνες».

4        Στις 17 Δεκεμβρίου 2001, η αίτηση καταχωρίσεως σήματος δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων υπ’ αριθ. 108/01.

5        Στις 13 Μαρτίου 2002, η Late Editions Ltd άσκησε ανακοπή κατά της αιτηθείσας καταχωρίσεως σήματος δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφοι 1, 4 και 5, του κανονισμού 40/94.

6        Η ανακοπή στηριζόταν σε πλείονα προγενέστερα δικαιώματα, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν το λεκτικό σήμα EXE, που καταχωρίστηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο στις 31 Μαρτίου 1995 υπό τον αριθ. 1 525 345 για προϊόντα της κλάσεως 25 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, τα οποία αντιστοιχούσαν στην ακόλουθη περιγραφή: «Ενδύματα της κλάσεως 25, εξαιρουμένων των υποδημάτων».

7        Με απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2004, το τμήμα ανακοπών δέχθηκε εν μέρει την ανακοπή για τα «υποδήματα ανδρικά, γυναικεία, δερμάτινα ενδύματα, ζώνες» που εμπίπτουν στην κλάση 25 και για τα «δερμάτινα είδη, τσάντες, πορτοφόλια» που εμπίπτουν στην κλάση 18 και την απέρριψε για τα λοιπά προϊόντα, ήτοι για «κλειδοθήκες, είδη ταξιδιού» που εμπίπτουν στην κλάση 18.

8        Στις 30 Νοεμβρίου 2004, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών.

9        Με απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2006 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), που κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα στις 17 Ιανουαρίου 2006, το δεύτερο τμήμα προσφυγών απέρριψε την προσφυγή και επικύρωσε την απόφαση του τμήματος ανακοπών. Το τμήμα προσφυγών θεώρησε, κατ’ ουσίαν, ότι υφίστατο κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των σημάτων κατά την πρόσληψή τους από το κοινό στο Ηνωμένο Βασίλειο, λόγω του ότι, αφενός, ο κίνδυνος αυτός δεν μπορούσε να εξαλειφθεί βάσει απλής εκτιμήσεως των επίμαχων προϊόντων και, αφετέρου, υπήρχε υψηλός βαθμός ομοιότητας μεταξύ των επίμαχων σημείων.

 Αιτήματα των διαδίκων

10      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.

11      Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

12      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει κατ’ ουσίαν ένα και μοναδικό λόγο ακυρώσεως, αντλούμενο από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

13      Όσον αφορά τη σύγκριση των προϊόντων, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι τα κριτήρια που έλαβε υπόψη η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ήσσονος σημασίας σε σχέση με την εμφανέστατη διαφορά που υφίσταται μεταξύ των επίμαχων προϊόντων. Το τμήμα προσφυγών, με την αυστηρή ερμηνεία που έδωσε στο άρθρο 8 του κανονισμού 40/94, περιόρισε αδικαιολόγητα την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων.

14      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το να θεωρηθούν όμοια προϊόντα τα οποία εμπίπτουν σε διαφορετικές κλάσεις ισοδυναμεί με κατάργηση της ταξινόμησης των προϊόντων βάσει του Διακανονισμού της Νίκαιας. Κατά την προσφεύγουσα, τα επίμαχα προϊόντα διαφέρουν ως προς τη φύση και την κατηγορία τους. Έτσι, τα υποδήματα, τα ενδύματα και τα αξεσουάρ έχουν διαφορετικό λειτουργικό και εμπορικό σκοπό, μολονότι αφορούν το ανθρώπινο σώμα και αποσκοπούν στην προστασία, στην κάλυψη και στον καλλωπισμό αυτού. Εξάλλου, η παραγωγή τους, η επεξεργασία τους και η πώλησή τους τα έχει καταστήσει ευδιάκριτα για τον καταναλωτή. Κατά την προσφεύγουσα, το τμήμα προσφυγών δεν έλαβε υπόψη τις παραμέτρους αυτές και η προσβαλλόμενη απόφαση είναι, ως εκ τούτου, ανεπαρκώς αιτιολογημένη.

15      Η προσφεύγουσα φρονεί ότι οι τομείς των αθλητικών ή παιδικών ενδυμάτων και υποδημάτων είναι ιδιαίτερα εξειδικευμένοι, πράγμα που εξηγεί το ότι ο καταναλωτής αθλητικών ή παιδικών ενδυμάτων προσδοκά και βρίσκει συνήθως υποδήματα με το ίδιο σήμα. Η προσφεύγουσα αναγνωρίζει ότι οι οίκοι υψηλής ραπτικής, των οποίων οι δραστηριότητες έχουν εξαπλωθεί σε όλους τους τομείς της ένδυσης, των υποδημάτων και των αξεσουάρ, προσπαθούν να καλύψουν όλους τους τομείς για διάφορους λόγους, οικονομικούς, εμπορικούς, διαφημιστικούς, αλλά και για λόγους που αφορούν τη μόδα και τη δημιουργία ενός ιδιαίτερου ύφους για το σήμα τους και τον οίκο τους. Φρονεί, ωστόσο, ότι το γεγονός αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει την εξαφάνιση των επιχειρήσεων που παράγουν μόνον ένα από τα είδη των επίμαχων προϊόντων ή ότι είναι δυνατόν να προκληθεί σύγχυση στον μέσο καταναλωτή.

16      Όσον αφορά τη σύγκριση των σημάτων, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το τμήμα προσφυγών δεν προσέδωσε τη δέουσα βαρύτητα, αφενός, στην εμφανή οπτική διαφοροποίησή τους που προκύπτει από το ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση αποτελείται από μικρά έντυπα γράμματα σε μαύρο πλαίσιο και, αφετέρου, στα επιμέρους λεκτικά και φωνητικά στοιχεία που τα διακρίνουν, όπως είναι η περισπωμένη πάνω από τη λήγουσα του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση.

17      Δεδομένου ότι τα σήματα αφορούν διαφορετικά προϊόντα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι είναι σαφές ότι δεν υφίσταται κανένας κίνδυνος συγχύσεως για τον μέσο καταναλωτή.

18      Τέλος, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το τμήμα προσφυγών υπερέβη τις εξουσίες του, αφενός, καθόσον δέχθηκε την ανακοπή, ενώ η Late Editions δεν προσκόμισε εμπρόθεσμα τα αποδεικτικά στοιχεία της κατά την εκδίκαση της ανακοπής, και, αφετέρου, λόγω του ότι εξέτασε την ανακοπή, μολονότι αυτή στηριζόταν σε σήμα που αφορούσε αποκλειστικά προϊόντα της κλάσεως 25, ενώ η αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος αφορούσε προϊόντα διαφορετικά και εμπίπτοντα στις κλάσεις 18 και 25.

19      Το ΓΕΕΑ αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

20      Σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, το αιτούμενο σήμα δεν γίνεται δεκτό για καταχώριση αν, λόγω της πανομοιοτυπίας ή της ομοιότητας με το προγενέστερο σήμα και της πανομοιοτυπίας ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζουν τα δύο σήματα, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού της εδαφικής περιοχής στην οποία απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα· ο κίνδυνος σύγχυσης περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχέτισης με το προγενέστερο σήμα. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, περίπτωση ii, του κανονισμού 40/94, ως προγενέστερα σήματα νοούνται, μεταξύ άλλων, σήματα καταχωρισμένα σε κράτος μέλος, τα οποία έχουν κατατεθεί πριν από την ημερομηνία αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος.

21      Κατά πάγια νομολογία, συνιστά κίνδυνο συγχύσεως το ενδεχόμενο να μπορεί το κοινό να πιστέψει ότι τα επίμαχα σχετικά προϊόντα ή υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή, ενδεχομένως, από οικονομικώς συνδεόμενες μεταξύ τους επιχειρήσεις. Κατά την ίδια αυτή νομολογία, ο κίνδυνος συγχύσεως πρέπει να εκτιμάται σφαιρικά, με βάση τον τρόπο που το ενδιαφερόμενο κοινό προσλαμβάνει τα επίμαχα σημεία ή τα επίμαχα προϊόντα ή υπηρεσίες, λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών παραγόντων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως της αλληλεξάρτησης μεταξύ της ομοιότητας των σημείων και της ομοιότητας των προσδιοριζομένων προϊόντων ή υπηρεσιών [βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2003, T‑162/01, Laboratorios RTB κατά ΓΕΕΑ – Giorgio Beverly Hills (GIORGIO BEVERLY HILLS), Συλλογή 2003, σ. II‑2821, σκέψεις 30 έως 32 και την εκεί παρατεθείσα νομολογία].

22      Εν προκειμένω, το προγενέστερο σήμα έχει καταχωριστεί και προστατεύεται στο Ηνωμένο Βασίλειο. Έτσι, προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως μεταξύ των συγκρουομένων σημάτων, πρέπει να ληφθεί υπόψη η άποψη του ενδιαφερομένου κοινού στο κράτος αυτό. Δεδομένου ότι τα επίμαχα προϊόντα αποτελούν προϊόντα τρέχουσας κατανάλωσης, το ενδιαφερόμενο κοινό είναι ο μέσος καταναλωτής του Ηνωμένου Βασιλείου, ο οποίος θεωρείται ότι έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος.

23      Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 και βάσει των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει σύγκριση, αφενός, των επίμαχων προϊόντων και υπηρεσιών και, αφετέρου, των συγκρουομένων σημείων.

–       Επί της ομοιότητας των προϊόντων

24      Κατά πάγια νομολογία, για την εκτίμηση της ομοιότητας των επίμαχων προϊόντων, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλοι οι σχετικοί παράγοντες που χαρακτηρίζουν τη σχέση μεταξύ των προϊόντων, περιλαμβανομένων, ειδικότερα, της φύσεως, του προορισμού και της χρήσεώς τους, καθώς και του ανταγωνιστικού ή συμπληρωματικού χαρακτήρα τους [αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 4ης Νοεμβρίου 2003, T‑85/02, Díaz κατά ΓΕΕΑ – Granjas Castelló (CASTILLO), Συλλογή 2003, σ. II‑4835, σκέψη 32, και της 24ης Νοεμβρίου 2005, T‑346/04, Sadas κατά ΓΕΕΑ – LTJ Diffusion (ARTHUR και FELICIE), Συλλογή 2005, σ. II‑4891, σκέψη 33]. Μπορούν επίσης να ληφθούν υπόψη και άλλοι παράγοντες, για παράδειγμα οι δίαυλοι διανομής των επίμαχων προϊόντων [βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Απριλίου 2005, T‑164/03, Ampafrance κατά ΓΕΕΑ – Johnson & Johnson (monBeBé), Συλλογή 2005, σ. II‑1401, σκέψη 53].

25      Όπως υπενθυμίζει ο κανόνας 2, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού 40/94 (ΕΕ L 303, σ. 1), η ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών βάσει του Διακανονισμού της Νίκαιας υπηρετεί αποκλειστικά διοικητικούς σκοπούς. Για τον λόγο αυτό, τα προϊόντα και οι υπηρεσίες δεν μπορούν να θεωρούνται διαφορετικά μεταξύ τους επειδή εμφανίζονται, όπως εν προκειμένω, σε διαφορετικές κλάσεις στην εν λόγω ταξινόμηση [απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Δεκεμβρίου 2004, T‑8/03, El Corte Inglés κατά ΓΕΕΑ – Pucci (EMILIO PUCCI), Συλλογή 2004, σ. II‑4297, σκέψη 40].

26      Εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών θεώρησε, με τη σκέψη 17 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα «δερμάτινα ενδύματα, ζώνες» που περιλαμβάνονται στην αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος και τα «ενδύματα, εξαιρουμένων των υποδημάτων» τα οποία αφορούσε το προγενέστερο σήμα ήσαν πανομοιότυπα. Θεώρησε εν συνεχεία, με τις σκέψεις 18 έως 21 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα «υποδήματα ανδρικά, γυναικεία» που διαλαμβάνονται στην αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος και τα «ενδύματα, εξαιρουμένων των υποδημάτων» τα οποία αφορά το προγενέστερο σήμα ήσαν παρόμοια, λόγω του ότι προορίζονται να φοριούνται για προστασία αλλά και ως είδη μόδας, ότι διατίθενται στο εμπόριο στα ίδια σημεία πωλήσεως και ότι συχνά σχεδιάζονται και κατασκευάζονται από τις ίδιες επιχειρήσεις. Το τμήμα προσφυγών θεώρησε, τέλος, με τη σκέψη 22 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα «δερμάτινα είδη, τσάντες, πορτοφόλια» που διαλαμβάνονται στην αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος είχαν κοινά χαρακτηριστικά με τα «ενδύματα, εξαιρουμένων των υποδημάτων» τα οποία αφορά το προγενέστερο σήμα, οπότε η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως δεν μπορούσε να αποκλειστεί με βάση την απλή εκτίμηση των προϊόντων. Το τμήμα προσφυγών διευκρίνισε, συναφώς, ότι τα επίμαχα προϊόντα υπηρετούν επίσης σε μεγάλο βαθμό σκοπούς αισθητικής φύσεως και ότι δεν ήταν σπάνια η πώλησή τους στα ίδια καταστήματα. Κατά το τμήμα προσφυγών, ο μέσος καταναλωτής δεν θα θεωρούσε ότι είναι ασύνηθες τα προϊόντα αυτά να προέρχονται από την ίδια πηγή και να πωλούνται υπό το ίδιο σήμα.

27      Αντίθετα προς όσα ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, το τμήμα προσφυγών ορθώς εξέτασε τους διάφορους παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την εκτίμηση της ομοιότητας των επίμαχων προϊόντων.

28      Ειδικότερα, όσον αφορά, πρώτον, τα εμπίπτοντα στην κλάση 25 «δερμάτινα ενδύματα, ζώνες», τα οποία αφορά το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, το τμήμα προσφυγών ορθώς διαπίστωσε, με τη σκέψη 17 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα είδη αυτά περιλαμβάνονταν στα «ενδύματα, εξαιρουμένων των υποδημάτων», τα οποία εμπίπτουν επίσης στην κλάση 25 και προσδιορίζονται από το προγενέστερο σήμα και, επομένως, είναι πανομοιότυπα με τα τελευταία.

29      Όσον αφορά, δεύτερον, τα εμπίπτοντα στην κλάση 25 «υποδήματα ανδρικά, γυναικεία», τα οποία αφορά το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, ορθώς το τμήμα προσφυγών θεώρησε, με τη σκέψη 21 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι ήσαν παρόμοια με τα επίσης εμπίπτοντα στην κλάση 25 «ενδύματα, εξαιρουμένων των υποδημάτων» τα οποία αφορά το προγενέστερο σήμα.

30      Επιβάλλεται συγκεκριμένα η διαπίστωση ότι τα υποδήματα αποτελούν προϊόντα ένδυσης και, συνεπώς, είναι παρόμοια με τα άλλα προϊόντα που συμπεριλαμβάνονται στη γενική κατηγορία «ενδύματα». Ναι μεν είναι αληθές ότι τα υποδήματα αφορούν τα πόδια, ενώ τα προϊόντα τα οποία δηλοί το προγενέστερο σήμα αφορούν άλλα τμήματα του ανθρώπινου σώματος, πλην όμως ορθώς το τμήμα προσφυγών θεώρησε ότι τα προϊόντα αυτά υπηρετούν παρόμοιο σκοπό, δεδομένου ότι αποτελούν αντικείμενα που κατασκευάζονται για να καλύψουν, να κρύψουν, να προστατεύσουν και να κοσμήσουν το ανθρώπινο σώμα.

31      Επιπλέον, ναι μεν είναι αληθές, όπως τονίζει η προσφεύγουσα, ότι δεν εξαφανίστηκαν οι επιχειρήσεις που παράγουν μόνον ένα από τα είδη αυτά των προϊόντων, πλην όμως τα ενδύματα και τα υποδήματα διατίθενται στο εμπόριο στα ίδια σημεία πωλήσεως, τα οποία δεν δημιουργούνται μόνον από καταστήματα που υπάγονται στον τομέα διανομής μεγάλης κλίμακας, αλλά και από πιο εξειδικευμένα καταστήματα, και τα προϊόντα αυτά σχεδιάζονται και παράγονται συχνά από τις ίδιες επιχειρήσεις. Τούτο αποτελεί τον κανόνα όπως δέχεται η προσφεύγουσα, όσον αφορά ορισμένα από τα επίμαχα προϊόντα, ήτοι τα αθλητικά και παιδικά ενδύματα όσον αφορά το προγενέστερο σήμα, και τα αθλητικά και παιδικά υποδήματα όσον αφορά το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση. Όσον αφορά τον τομέα της υψηλής ραπτικής, πρέπει να τονιστεί ότι ο μέσος καταναλωτής, ο οποίος συχνά βρίσκει προϊόντα που προέρχονται από τον τομέα αυτό, είναι συνηθισμένος στην πρακτική που έχει αναπτυχθεί στον εν λόγω τομέα και η οποία συνίσταται στην πώληση από κοινού των ενδυμάτων και των υποδημάτων.

32      Όσον αφορά, τρίτον, τη σχέση μεταξύ των εμπιπτόντων στην κλάση 18 «δερμάτινων ειδών, τσαντών, πορτοφολιών», τα οποία αφορά το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, και των εμπιπτόντων στην κλάση 25 «ενδυμάτων, εξαιρουμένων των υποδημάτων» τα οποία αφορά το προγενέστερο σήμα, πρέπει να τονιστεί ότι, ως ενδυματολογικά αξεσουάρ, οι «τσάντες, πορτοφόλια» συντελούν, μαζί με τα ενδύματα και τα άλλα προϊόντα ένδυσης, στη διαμόρφωση της εξωτερικής εικόνας του οικείου καταναλωτή, πράγμα που μπορεί να συνεπάγεται συντονισμό μεταξύ των διαφόρων συστατικών της κατά τη δημιουργία τους ή την αγορά τους. Επιπλέον, το γεγονός ότι τα προϊόντα αυτά πωλούνται συχνά στα ίδια εξειδικευμένα σημεία πωλήσεως μπορεί να διευκολύνει την εκ μέρους του οικείου καταναλωτή πρόσληψη των στενών δεσμών που υφίστανται μεταξύ τους και να ενισχύσει την εντύπωση ότι την ευθύνη για την παραγωγή τους έχει η ίδια επιχείρηση. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι τσάντες και τα πορτοφόλια που εμπίπτουν στην κλάση 18 παρουσιάζουν βαθμό ομοιότητας με τα ενδύματα που εμπίπτουν στην κλάση 25 ο οποίος δεν μπορεί να χαρακτηριστεί χαμηλός [βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Ιουλίου 2007, T‑443/05, El Corte Inglés κατά ΓΕΕΑ – Bolaños Sabri (PiraÑAM diseño original Juan Bolaños), που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 49 έως 51]. Το συμπέρασμα αυτό ισχύει επίσης και όσον αφορά τη σχέση που υφίσταται μεταξύ των ενδυμάτων και των «δερμάτινων ειδών», τα οποία περιλαμβάνουν τις τσάντες και τα πορτοφόλια που κατασκευάζονται από αυτή την πρώτη ύλη.

33      Κατά συνέπεια, ορθώς η προσβαλλόμενη απόφαση, έχοντας λάβει υπόψη όλα τα στοιχεία που ασκούν επιρροή στη συγκεκριμένη περίπτωση, θεώρησε ότι τα «δερμάτινα είδη, τσάντες, πορτοφόλια», τα οποία αφορά η αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, είχαν κοινά χαρακτηριστικά με τα «ενδύματα, εξαιρουμένων των υποδημάτων» τα οποία καλύπτονται από το προγενέστερο σήμα, οπότε δεν μπορούσε να αποκλειστεί η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως βάσει απλής εκτιμήσεως των επίμαχων προϊόντων.

–       Επί της ομοιότητας των σημείων

34      Για να εκτιμηθεί ο βαθμός ομοιότητας μεταξύ των επίμαχων σημάτων, πρέπει να προσδιοριστεί ο βαθμός οπτικής, φωνητικής και εννοιολογικής ομοιότητάς τους και, ενδεχομένως, να εκτιμηθεί η σημασία που πρέπει να προσδοθεί στα διάφορα αυτά στοιχεία, αφού ληφθούν υπόψη η κατηγορία των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών και οι συνθήκες υπό τις οποίες διατίθενται στο εμπόριο (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 12ης Ιανουαρίου 2006, C‑361/04 P, Ruiz-Picasso κ.λπ. κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2006, σ. I‑643, σκέψη 37, και της 12ης Ιουνίου 2007, C‑334/05 P, ΓΕΕΑ κατά Shaker, Συλλογή 2007, σ. I‑4529, σκέψη 36).

35      Πρέπει να τονιστεί ότι, όπως διαπιστώθηκε και με τη σκέψη 24 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα λεκτικά στοιχεία «exe» και «exē» παρουσιάζουν αναμφισβήτητα μεγάλη ομοιότητα από οπτικής απόψεως, καθόσον αποτελούνται από τα ίδια γράμματα, που είναι γραμμένα με την ίδια σειρά. Το μόνο που τα διακρίνει είναι μια παύλα η οποία, δεδομένου ότι είναι τοποθετημένη ακριβώς επάνω από τη λήγουσα του σημείου του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, δεν γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτή οπτικώς. Όσον αφορά το γεγονός ότι το λεκτικό στοιχείο του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και είναι γραμμένο με μικρά έντυπα γράμματα, πρέπει να τονιστεί, όπως υποστήριξε και το ΓΕΕΑ, ότι το προγενέστερο σήμα είναι λεκτικό και ότι, επομένως, μπορεί να παρουσιάζεται επίσης με μικρά γράμματα. Η ύπαρξη ενός εικονιστικού στοιχείου στο σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, ήτοι το μαύρο φόντο που ομοιάζει με ελαφρώς στρογγυλοποιημένο ορθογώνιο, διαδραματίζει, λόγω του απλού και κοινότυπου χαρακτήρα του, δευτερεύοντα μόνο ρόλο κατά την πρόσληψη του σημείου και δεν μπορεί συνεπώς να αποτελεί επαρκές στοιχείο διαφοροποίησης των δύο συγκρουομένων σημείων.

36      Από φωνητικής απόψεως, σημειωτέον ότι, όπως τόνισε και το τμήμα προσφυγών με τη σκέψη 25 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το γράμμα «e» με μια παύλα επάνω από αυτό είναι ανύπαρκτο στην αγγλική γλώσσα και, συνεπώς, το κοινό θα προφέρει το λεκτικό στοιχείο του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση με τον ίδιο τρόπο με αυτό του προγενέστερου σήματος. Δεδομένου ότι είναι πανομοιότυπο το μοναδικό λεκτικό στοιχείο που υπάρχει στα συγκρουόμενα σημεία, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι τα σημεία είναι πανομοιότυπα από φωνητικής απόψεως.

37      Από εννοιολογικής απόψεως, ορθώς το τμήμα προσφυγών θεώρησε, με τη σκέψη 26 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι είναι πιθανό το κοινό του Ηνωμένου Βασιλείου να συσχετίσει την έκφραση «exē» του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, καθώς και την έκφραση «exe» του προγενέστερου σήματος, με τον ομώνυμο ποταμό της νοτιοδυτικής Αγγλίας και ότι, εν πάση περιπτώσει, αν δεν προσδώσει σημασία στο λεκτικό σημείο του προγενεστέρου σήματος, ομοίως δεν θα προσδώσει και σε αυτό του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση. Επομένως, τα σημεία δεν διαφέρουν από εννοιολογικής απόψεως.

38      Κατά συνέπεια, ορθώς η προσβαλλόμενη απόφαση θεώρησε ότι τα συγκρινόμενα σημεία παρουσίαζαν συνολικά υψηλό βαθμό ομοιότητας λόγω, αφενός, της έντονης οπτικής ομοιότητάς τους και, αφετέρου, της ύπαρξης φωνητικής και εννοιολογικής ομοιότητας μεταξύ τους.

–       Επί του κινδύνου συγχύσεως

39      Η σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως συνεπάγεται κάποια αλληλεξάρτηση μεταξύ των παραγόντων που λαμβάνονται υπόψη και, ιδίως, μεταξύ της ομοιότητας των σημάτων και της ομοιότητας των προσδιοριζομένων προϊόντων ή υπηρεσιών. Έτσι, μια ελαφρά ομοιότητα μεταξύ των προσδιοριζομένων προϊόντων ή υπηρεσιών μπορεί να αντισταθμίζεται από μια έντονη ομοιότητα μεταξύ των σημάτων και αντιστρόφως. Η αλληλεξάρτηση των παραγόντων αυτών εκφράζεται στην έβδομη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 40/94, σύμφωνα με την οποία η έννοια της ομοιότητας πρέπει να ερμηνεύεται σε συνάρτηση με τον κίνδυνο συγχύσεως, του οποίου η εκτίμηση εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από το κατά πόσον είναι γνωστό το σήμα στην αγορά και από τον βαθμό ομοιότητας μεταξύ του σήματος και του σημείου και μεταξύ των προσδιοριζομένων προϊόντων ή υπηρεσιών [απόφαση του Πρωτοδικείου της 23ης Οκτωβρίου 2002, T‑104/01, Oberhauser κατά ΓΕΕΑ – Petit Liberto (Fifties), Συλλογή 2002, σ. II‑4359, σκέψη 27· βλ. επίσης, κατ’ αναλογία, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, C‑39/97, Canon, Συλλογή 1998, σ. I‑5507, σκέψη 17, και της 22ας Ιουνίου 1999, C‑342/97, Lloyd Schuhfabrik Meyer, Συλλογή 1999, σ. I‑3819, σκέψη 19].

40      Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, του ότι τα επίμαχα προϊόντα είναι παρόμοια και ότι υπάρχει υψηλός βαθμός ομοιότητας μεταξύ των συγκρουομένων σημείων και, αφετέρου, της αλληλεξαρτήσεως των δύο αυτών παραγόντων στο πλαίσιο της σφαιρικής εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως, ορθώς το τμήμα προσφυγών κατέληξε ότι υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των συγκρουομένων σημάτων.

41      Τέλος, πρέπει να τονιστεί, όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, ότι το άρθρο 30 ΕΚ επιτρέπει παρεκκλίσεις από τη θεμελιώδη αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων μεταξύ των κρατών μελών μόνο στον βαθμό που αυτές δικαιολογούνται από την προστασία των δικαιωμάτων που συνιστούν το ειδικό αντικείμενο της οικείας βιομηχανικής ιδιοκτησίας. Συναφώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι η ουσιώδης λειτουργία του σήματος συνίσταται στην παροχή στον καταναλωτή ή στον τελικό χρήστη της εγγυήσεως ότι το προϊόν που φέρει το σήμα έχει συγκεκριμένη προέλευση, μέσω της παροχής σε αυτόν της δυνατότητας να διακρίνει το προϊόν αυτό, χωρίς κίνδυνο συγχύσεως, από προϊόντα άλλης προελεύσεως. Επομένως, το δικαίωμα που αναγνωρίζεται στον δικαιούχο του σήματος να αντιτάσσεται σε κάθε χρησιμοποίηση του σήματος αυτού που είναι ικανή να αλλοιώσει την εγγύηση προελεύσεως, νοούμενη κατά τα ανωτέρω, εμπίπτει στο ειδικό αντικείμενο του δικαιώματος επί του σήματος, του οποίου η προστασία μπορεί να δικαιολογήσει παρεκκλίσεις από την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων (βλ. διάταξη του Δικαστηρίου της 28ης Απριλίου 2004, C‑3/03 P, Matratzen Concord κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2004, σ. I‑3657, σκέψη 41 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

42      Το επιχείρημα που αντλείται από την προβαλλόμενη υπέρβαση εξουσίας πρέπει να απορριφθεί, καθόσον αφορά την ταξινόμηση των προϊόντων, με βάση τα όσα προεκτέθηκαν στη σκέψη 25. Όσον αφορά την προβαλλόμενη υπέρβαση εξουσίας, καθόσον το τμήμα προσφυγών δέχθηκε την ανακοπή παρά το ότι η ανακόπτουσα δεν προσκόμισε εμπροθέσμως αποδείξεις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν παρέσχε καμία διευκρίνιση από την οποία να καθίσταται δυνατός ο προσδιορισμός των αποδείξεων στις οποίες αναφέρεται. Εν πάση περιπτώσει, αν πρέπει να νοηθεί ότι η προσφεύγουσα αναφέρεται στην απόδειξη της υπάρξεως των καταχωρίσεων τις οποίες επικαλέστηκε η ανακόπτουσα, ο ισχυρισμός της πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Συγκεκριμένα, το τμήμα ανακοπών δεν έλαβε υπόψη τα προγενέστερα δικαιώματα τα οποία αναπόδεικτα επικαλέστηκε η ανακόπτουσα, αλλά μόνον την καταχώριση 1 525 345 στο Ηνωμένο Βασίλειο, πιστοποιητικό της οποίας προσκομίστηκε με το δικόγραφο της ανακοπής.

43      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να απορριφθεί ο μοναδικός λόγος που αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94.

44      Επομένως, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

45      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του ΓΕΕΑ.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Τσακίρης-Μαλλάς AE στα δικαστικά έξοδα.

Βηλαράς

Dehousse

Šváby

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 10 Σεπτεμβρίου 2008.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      M. Βηλαράς


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.