Language of document : ECLI:EU:T:2011:752

Υπόθεση T-437/08

CDC Hydrogene Peroxide Cartel Damage Claims (CDC Hydrogene Peroxide)

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Πρόσβαση στα έγγραφα – Κανονισμός (EΚ) 1049/2001 – Πίνακας περιεχομένων του φακέλου υποθέσεως στο πλαίσιο διαδικασίας ελέγχου συμπράξεως – Άρνηση προσβάσεως – Εξαίρεση σχετική με την προστασία των εμπορικών συμφερόντων τρίτων – Εξαίρεση σχετική με την προστασία του σκοπού επιθεώρησης, έρευνας και οικονομικού ελέγχου»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ευρωπαϊκή Ένωση – Θεσμικά όργανα – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Εξαιρέσεις ως προς το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα – Προστασία των εμπορικών συμφερόντων συγκεκριμένου προσώπου – Περιεχόμενο

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, άρθρο 4 § 2, πρώτη περίπτωση)

2.      Ευρωπαϊκή Ένωση – Θεσμικά όργανα – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Εξαιρέσεις ως προς το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα – Προστασία του σκοπού επιθεώρησης, έρευνας και οικονομικού ελέγχου – Διαχρονική εφαρμογή

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, άρθρο 4 § 2, τρίτη περίπτωση)

3.      Ευρωπαϊκή Ένωση – Θεσμικά όργανα – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Εξαιρέσεις ως προς το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα – Προστασία του σκοπού επιθεώρησης, έρευνας και οικονομικού ελέγχου – Περιεχόμενο

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, άρθρο 4 § 2, τρίτη περίπτωση)

1.      Κάθε σχετική με εταιρίες και τις εμπορικές τους σχέσεις πληροφορία δεν μπορεί να θεωρείται ότι απολαύει της προστασίας η παροχή της οποίας πρέπει να διασφαλίζεται στα εμπορικά συμφέροντα κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, εκτός αν θίγεται η εφαρμογή της γενικής αρχής της πρόσβασης των πολιτών στα έγγραφα που έχουν στην κατοχή τους τα θεσμικά όργανα.

Στο πλαίσιο αποφάσεως της Επιτροπής σχετικά με σύμπραξη, ο πίνακας περιεχομένων, ο οποίος περιέχει αποκλειστικώς παραπομπές στα έγγραφα του φακέλου της υποθέσεως της Επιτροπής, δεν μπορεί να θεωρείται ότι εμπίπτει αυτός καθεαυτόν στα εμπορικά συμφέροντα των εταιριών μνεία των οποίων γίνεται σε αυτόν, ιδίως υπό την ιδιότητά τους ως συντακτών ορισμένων από τα εν λόγω έγγραφα. Ειδικότερα, μόνον στην περίπτωση που μία από τις στήλες του πίνακα περιεχομένων περιέχει, για ένα ή περισσότερα από τα εν λόγω έγγραφα, πληροφορίες σχετικές με τις εμπορικές σχέσεις των ενεχόμενων εταιριών, τις τιμές των προϊόντων τους, τη δομή του κόστους τους, τα μερίδιά τους στην αγορά ή παρόμοια στοιχεία, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η δημοσιοποίηση του πίνακα περιεχομένων θίγει την προστασία των εμπορικών συμφερόντων των εν λόγω εταιριών.

Εξάλλου, ο πίνακας περιεχομένων είναι απλώς ένας κατάλογος εγγράφων ο οποίος, στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως κατά των επίμαχων εταιριών, έχει, αυτός καθεαυτόν, εντελώς σχετική αποδεικτική ισχύ. Καίτοι αληθεύει ότι ο κατάλογος αυτός θα παρείχε στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να ταυτοποιήσει τα έγγραφα που θα μπορούσαν να της φανούν χρήσιμα για την άσκηση τέτοιου είδους αγωγής, εντούτοις στον αρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής δικαστή απόκειται να κρίνει αν θα διατάξει ή όχι την προσκόμιση των εγγράφων. Επιπλέον, καίτοι το γεγονός ότι η άσκηση αγωγής αποζημιώσεως κατά εταιρίας συνεπάγεται αναπόφευκτα πρόσθετα έξοδα, τουλάχιστον για αμοιβές δικηγόρων, έστω και αν οι αγωγές αυτές απορριφθούν τελικώς ως αβάσιμες, εντούτοις το συμφέρον εταιρίας που μετείχε σε σύμπραξη να αποφύγει τέτοιου είδους αγωγές δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται ως εμπορικό συμφέρον και, εν πάση περιπτώσει, δεν συνιστά άξιο προστασίας συμφέρον, δεδομένου, ιδίως, ότι κάθε υποκείμενο δικαίου δικαιούται να ζητήσει αποκατάσταση της ζημίας που του προξένησε συμπεριφορά δυνάμενη να περιορίσει ή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό.

(βλ. σκέψεις 44-45, 48-49)

2.      Όπως προκύπτει από το γράμμα της εξαιρέσεως που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, αυτή δεν αποσκοπεί στην προστασία των δραστηριοτήτων έρευνας αυτών καθ’ εαυτών, αλλά του αντικειμένου των δραστηριοτήτων αυτών, το οποίο συνίσταται στο πλαίσιο διαδικασίας στον τομέα του ανταγωνισμού στον έλεγχο του αν διαπράχθηκε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ ή του άρθρου 82 ΕΚ και, ανά περίπτωση, στον κολασμό των υπεύθυνων επιχειρήσεων. Για τον λόγο αυτό, τα έγγραφα του φακέλου που αφορούν διάφορες πράξεις έρευνας εξακολουθούν ενδεχομένως να καλύπτονται από την επίδικη εξαίρεση ενόσω δεν επιτυγχάνεται ο σχετικός σκοπός, ακόμη και αν έχει ολοκληρωθεί η έρευνα ή η ειδική επιθεώρηση που έδωσε λαβή για τη σύνταξη του εγγράφου στο οποίο ζητείται η πρόσβαση.

Εντούτοις, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι δραστηριότητες έρευνας στο πλαίσιο συγκεκριμένης υποθέσεως ολοκληρώνονται με την έκδοση της τελικής αποφάσεως, ανεξαρτήτως της τυχόν μεταγενέστερης ακυρώσεως της συγκεκριμένης αποφάσεως από τα δικαστήρια, καθώς στο σημείο εκείνο έκρινε το ίδιο το θεσμικό όργανο ότι περατώθηκε η διαδικασία.

Επιπλέον, το να γίνει δεκτό ότι τα αφορώντα δραστηριότητες έρευνας διάφορα έγγραφα καλύπτονται από την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, ενόσω όλα τα επόμενα βήματα που πρέπει να γίνουν στο πλαίσιο των ως άνω διαδικασιών δεν έχουν ολοκληρωθεί, ακόμα και στην περίπτωση κατά την οποία η άσκηση προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου θα οδηγούσε ενδεχομένως στην εκ νέου κίνηση της διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής, ισοδυναμεί με την εξάρτηση της προσβάσεως στα ως άνω έγγραφα από αστάθμητους παράγοντες, ήτοι την έκβαση της ως άνω προσφυγής και τις συνέπειες που αυτή θα μπορούσε να έχει για την Επιτροπή. Εν πάση περιπτώσει, πρόκειται για αφορώντες το μέλλον και αβέβαιους παράγοντες, οι οποίοι εξαρτώνται, αφενός, από τις αποφάσεις των εταιριών που είναι αποδέκτες της αποφάσεως περί επιβολής κυρώσεων σε σύμπραξη και, αφετέρου, από τις ενδιαφερόμενες αρχές.

Παρόμοια λύση θα προσέκρουε στον στόχο διασφαλίσεως υπέρ του κοινού της ευρύτερης δυνατής προσβάσεως στα έγγραφα που προέρχονται από τα θεσμικά όργανα, με σκοπό την παροχή στους πολίτες της δυνατότητας να ελέγχουν αποτελεσματικότερα τη νομιμότητα της ασκούμενης δημόσιας εξουσίας.

(βλ. σκέψεις 59, 62, 64-65)

3.      Η έννοια των σκοπών των δραστηριοτήτων έρευνας δεν μπορεί να ερμηνεύεται από την Επιτροπή κατά τρόπο ώστε να καταλαμβάνει το σύνολο της πολιτικής της Επιτροπής στον τομέα της καταστολής και της προλήψεως των συμπράξεων, και ως εκ τούτου να γίνεται επίκλησή της κατά τρόπο γενικό, ανεξαρτήτως από κάθε συγκεκριμένη διαδικασία, προκειμένου να απορριφθεί η κοινοποίηση οποιουδήποτε εγγράφου δύναται να θίξει την πολιτική της Επιτροπής στον τομέα των συμπράξεων και, ειδικότερα, το πρόγραμμα επιείκειας, ιδίως στην περίπτωση κατά την οποία οι αιτούντες επιεική μεταχείριση διαβλέπουν ότι, μετά τη δημοσιοποίηση των εγγράφων που απαριθμούνται στο πλαίσιο της αιτήσεώς τους, οι θιγείσες από τη σύμπραξη εταιρίες θα ασκήσουν προεχόντως κατ’ αυτών αγωγές αποζημιώσεως και, είναι πιθανό να μην συνεργαστούν στο μέλλον με την Επιτροπή.

Πράγματι, τέτοιου είδους ερμηνεία θα της παρείχε ουσιαστικά τη δυνατότητα να μην εφαρμόζει άνευ χρονικών περιορισμών τον κανονισμό 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, σε όσα έγγραφα περιέχονται σε φάκελο υποθέσεως στον τομέα του ανταγωνισμού, επικαλούμενη απλώς και μόνον πιθανή μελλοντική προσβολή του προγράμματος της επιείκειας και είναι επομένως αντίθετη προς την αρχή κατά την οποία, λαμβανομένου υπόψη ότι ο κανονισμός 1049/2001 αποσκοπεί, κατά την τέταρτη αιτιολογική του σκέψη, στο να προσδοθεί «όσο το δυνατόν πληρέστερη πρακτική ισχύς στο δικαίωμα της πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα», οι προβλεπόμενες από το άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού εξαιρέσεις πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται περιοριστικώς.

Συναφώς, από κανένα σημείο του κανονισμού 1049/2001 δεν είναι δυνατό να συναχθεί ότι η πολιτική ανταγωνισμού της Ένωσης πρέπει να τυγχάνει, στο πλαίσιο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού, ευμενέστερης μεταχειρίσεως έναντι των λοιπών πολιτικών της Ένωσης. Δεν υφίσταται επομένως κανένας λόγος η έννοια των σκοπών των δραστηριοτήτων έρευνας να ερμηνεύεται στο πλαίσιο της πολιτικής ανταγωνισμού διαφορετικά σε σχέση με τις άλλες πολιτικές της Ένωσης.

(βλ. σκέψεις 68-72)