Language of document : ECLI:EU:T:2017:26

Υπόθεση T-512/09 RENV

Rusal Armenal ZAO

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Ντάμπινγκ – Εισαγωγές ορισμένων φύλλων αλουμινίου καταγωγής Αρμενίας, Βραζιλίας και Κίνας – Οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ – Καθεστώς επιχειρήσεως που λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς – Άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχεία βʹ και γʹ, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού (ΕΚ) 384/96 – Σωρευτική εκτίμηση των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ερευνών αντιντάμπινγκ – Άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού 384/96 – Προσφορά προς ανάληψη υποχρεώσεων – Άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 384/96»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο πενταμελές τμήμα)
της 25ης Ιανουαρίου 2017

1.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Ερμηνεία – Μέθοδοι – Γραμματική, συστηματική και τελολογική ερμηνεία

2.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Περιθώριο ντάμπινγκ – Καθορισμός της κανονικής αξίας – Εισαγωγές από χώρα που δεν έχει οικονομία αγοράς – Αναγνώριση του καθεστώτος επιχειρήσεως που λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας αγοράς – Προϋποθέσεις – Τήρηση σαφούς λογιστικής καταγραφής, υποκειμένης σε ανεξάρτητο οικονομικό έλεγχο βάσει των διεθνών λογιστικών προτύπων, που πρέπει να ακολουθείται συνεπώς – Στενή ερμηνεία – Δεν ασκεί επιρροή η προσχώρηση της εμπλεκόμενης τρίτης χώρας στον ΠΟΕ

(Κανονισμός 384/96 του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 7, στοιχείο γʹ, 2η περίπτωση)

3.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Περιθώριο ντάμπινγκ – Καθορισμός της κανονικής αξίας – Εισαγωγές από χώρα που δεν έχει οικονομία αγοράς – Αναγνώριση του καθεστώτος επιχειρήσεως που λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας αγοράς – Προϋποθέσεις – Οι παραγωγοί φέρουν το βάρος αποδείξεως – Εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων από τα όργανα της Ένωσης – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

(Κανονισμός 384/96 του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 7, στοιχείο γʹ)

4.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Ζημία – Σωρευτική εκτίμηση των αποτελεσμάτων των εισαγωγών που αποτελούν το αντικείμενο ερευνών αντιντάμπινγκ – Προϋποθέσεις – Μη αμελητέος χαρακτήρα των εισαγωγών προελεύσεως κάθε χώρας – Συνεκτίμηση του ορίου 1 % που μνημονεύεται στο άρθρο 5, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού 384/96 – Επιτρέπεται

(Κανονισμός 384/96 του Συμβουλίου, άρθρα 3 § 4, στοιχείο αʹ, και 5 § 7)

5.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχές – Ίση μεταχείριση – Ανάγκη σεβασμού της αρχής της νομιμότητας – Αδυναμία επικλήσεως παρανομίας διαπραχθείσας υπέρ τρίτου

6.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Ζημία – Σωρευτική εκτίμηση των αποτελεσμάτων των εισαγωγών που αποτελούν το αντικείμενο ερευνών αντιντάμπινγκ – Προϋποθέσεις – Μη αμελητέος χαρακτήρας των εισαγωγών προελεύσεως κάθε χώρας – Χρονικό διάστημα που πρέπει να ληφθεί υπόψη

(Κανονισμός 384/96 του Συμβουλίου, άρθρα 3 § 2, 4 § 1, στοιχείο αʹ, και 6 § 1)

7.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Έρευνα – Συνεκτίμηση πληροφοριών σχετικών με μεταγενέστερο της έρευνας χρονικό διάστημα – Απαγορεύεται – Εξαίρεση

(Κανονισμός 384/96 του Συμβουλίου, άρθρο 6 § 1)

8.      Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Κανονισμός περί επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ

(Άρθρο 296 ΣΛΕΕ· κανονισμός 925/2009 του Συμβουλίου)

9.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Ζημία – Σωρευτική εκτίμηση των αποτελεσμάτων των εισαγωγών που αποτελούν το αντικείμενο ερευνών αντιντάμπινγκ – Προϋποθέσεις – Πρόσφορος χαρακτήρας της σωρευτικής εκτιμήσεως λαμβανομένων υπόψη των όρων ανταγωνισμού – Εκτίμηση των όρων ανταγωνισμού – Συνεκτίμηση των κρίσιμων κριτηρίων για τον προσδιορισμό του ομοειδούς προϊόντος – Επιτρέπεται

(Κανονισμός 384/96 του Συμβουλίου, άρθρα 1 § 4 και 3 § 4, στοιχείο βʹ)

10.    Ένδικη διαδικασία – Απόδειξη – Έγγραφες αποδείξεις – Αποδεικτική αξία – Εκτίμηση από τον δικαστή της Ένωσης – Κριτήρια

11.    Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Προτάσεις αναλήψεως υποχρεώσεων στον τομέα των τιμών – Αποδοχή – Διακριτική ευχέρεια των οργάνων – Συνεκτίμηση της επιτακτικής ανάγκης να εξασφαλίζεται πρόσφορος έλεγχος των δεσμεύσεων – Επιτρέπεται – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

(Κανονισμός 384/96 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 3)

12.    Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Διαδικασία αντιντάμπινγκ – Δικαίωμα χρηστής διοικήσεως – Περιεχόμενο

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 41· κανονισμός 384/96 του Συμβουλίου)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 56)

2.      Δεδομένου ότι το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, καθορίζει τις προϋποθέσεις οι οποίες πρέπει να συντρέχουν για να έχει εφαρμογή η εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού, οι προϋποθέσεις αυτές πρέπει να ερμηνεύονται στενά.

Η υπογράμμιση από τον δικαστή της Ένωσης τόσο του ειδικού χαρακτήρα της προσεγγίσεως της Ένωσης όσο και της ελλείψεως αντίστοιχης διατάξεως στη Συμφωνία για τη θέση σε εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 (GATT) καθιστά άνευ σημασίας το γεγονός ότι η εμπλεκόμενη τρίτη χώρα είναι μέλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) όσον αφορά την ερμηνεία των προϋποθέσεων που θέτει το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ.

Με γνώμονα τον σκοπό των προϋποθέσεων που θέτει το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του εν λόγω κανονισμού, η αναφορά, η οποία περιλαμβάνεται στη δεύτερη περίπτωση της διατάξεως αυτής, σε «σαφή λογιστική καταγραφή, υποκείμενη σε ανεξάρτητο έλεγχο, βάσει των διεθνών λογιστικών προτύπων, η οποία και πρέπει να ακολουθείται συνεπώς» δεν μπορεί να νοηθεί παρά μόνον ως αφορώσα την παροχή στα θεσμικά όργανα της δυνατότητας να βεβαιώνονται για την ακρίβεια των λογιστικών εγγράφων της εμπλεκόμενης επιχειρήσεως.

Κατά συνέπεια, εσφαλμένως η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι μια τέτοια προϋπόθεση μπορεί να πληρούται απλώς και μόνο με τη διενέργεια ελέγχου σύμφωνου προς τα διεθνή λογιστικά πρότυπα ελέγχου, ανεξάρτητα από τα συμπεράσματα στα οποία ο έλεγχος αυτός καταλήγει όσον αφορά τη συμφωνία των λογαριασμών της οικείας επιχειρήσεως με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα.

Επιπλέον, η σύγκριση εντός της ίδιας χώρας, που προβλέπεται από το άρθρο 2, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, είναι δυνατή μόνο σε σχέση με επιχείρηση που λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς και είναι αδύνατη σε σχέση με αιτούντα να του αναγνωριστεί το καθεστώς επιχειρήσεως που λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς (ΚΟΑ), ο οποίος προέρχεται, εξ ορισμού, από χώρα που δεν έχει τέτοια οικονομία. Έτσι, σε περίπτωση αμφιβολίας περί του υποστατού των εξόδων ενός αιτούντος ΚΟΑ, το σχετικό αίτημα πρέπει να απορρίπτεται, η δε κανονική αξία του προϊόντος πρέπει να προσδιορίζεται βάσει συγκρίσεως με τρίτη χώρα με οικονομία της αγοράς, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού

(βλ. σκέψεις 57, 61, 63-65, 72)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 79-82)

4.      Το άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, έχει ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει τη σωρευτική συνεκτίμηση εισαγωγών από συγκεκριμένη χώρα μόνον εφόσον αυτές προέρχονται από παραγωγό-εξαγωγέα που αποδεδειγμένα εφαρμόζει πρακτικές ντάμπινγκ. Εξ αυτού συνάγεται ότι σκοπός της διατάξεως αυτής είναι να αποφεύγεται να γίνεται σωρευτική εκτίμηση των αποτελεσμάτων των εισαγωγών η οποία αφορά επίσης χώρα στην οποία εισάγονται προϊόντα του οικείου παραγωγού-εξαγωγέα τα οποία δεν αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, είτε διότι το περιθώριο ντάμπινγκ είναι χαμηλότερο από το ελάχιστο όριο είτε διότι οι όγκοι εισαγωγής είναι αμελητέοι.

Το άρθρο 5, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού, όμως, καθόσον ορίζει ειδικότερα ότι «[δ]εν κινείται διαδικασία κατά χωρών των οποίων οι εισαγωγές αντιπροσωπεύουν μερίδιο αγοράς κατώτερο του 1 %, εκτός αν αυτές οι χώρες αντιπροσωπεύουν αθροιστικά 3 % ή και περισσότερο της κοινοτικής κατανάλωσης», αποσκοπεί ακριβώς στη διευκρίνιση των περιστάσεων υπό τις οποίες το μερίδιο των εισαγωγών στην κατανάλωση της Ένωσης είναι υπερβολικά μικρό για να μπορούν να θεωρηθούν οι εισαγωγές αυτές ως αποτελούσες αντικείμενο ντάμπινγκ.

Επομένως, υπάρχει μια σχέση συμπληρωματικότητας μεταξύ των δύο αυτών διατάξεων, οπότε το Συμβούλιο δεν υποπίπτει σε νομικό σφάλμα όταν λαμβάνει υπόψη το όριο του 1 % που μνημονεύεται στο άρθρο 5, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ προκειμένου να ερμηνεύσει την προϋπόθεση περί του μη αμελητέου χαρακτήρα των εισαγωγών, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, του ίδιου κανονισμού.

(βλ. σκέψεις 103-105)

5.      Η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως πρέπει να συμβιβάζεται με την τήρηση της αρχής της νομιμότητας, σύμφωνα με την οποία κανείς δεν μπορεί να επικαλεστεί προς όφελός του παράνομη πράξη που διαπράχθηκε υπέρ τρίτου.

(βλ. σκέψη 110)

6.      Η έρευνα αντιντάμπινγκ πρέπει να διεξάγεται βάσει όσο το δυνατό πιο επίκαιρων πληροφοριών ώστε να είναι δυνατός ο προσδιορισμός των δασμών αντιντάμπινγκ που είναι ικανοί να προστατεύσουν τη βιομηχανία της Ένωσης κατά των πρακτικών ντάμπινγκ. Το Συμβούλιο μπορεί να προσδιορίζει τη ζημία που υπέστη η βιομηχανία της Ένωσης με βάση περίοδο μεγαλύτερη εκείνης την οποία αφορά η έρευνα περί της υπάρξεως πρακτικών ντάμπινγκ, χάρη στην εξέταση των τάσεων από τις οποίες μπορούν να αντληθούν στοιχεία χρήσιμα για την εκτίμηση της ζημίας στο πλαίσιο της εξεταζόμενης περιόδου

Προσδιορίζοντας τον μη αμελητέο χαρακτήρα των εισαγωγών ενός παραγωγού-εξαγωγέα, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, βάσει των στοιχείων που αφορούν μόνον την περίοδο της έρευνας αντί για την εξεταζόμενη περίοδο το Συμβούλιο δεν υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, δεδομένου ότι η συνεκτίμηση της σχετικής περιόδου θα είχε ως συνέπεια να δώσει μιαν αλλοιωμένη εικόνα του πραγματικού όγκου των εξαγωγών προς την Ένωση, καθόσον τότε θα λαμβανόταν υπόψη μια περίοδος κατά την οποία ήταν κλειστό το εργοστάσιο του παραγωγού-εξαγωγέα, περίοδος η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δίδει ακριβή εικόνα της παραγωγικής και εξαγωγικής δραστηριότητάς του.

Το να μη λαμβάνεται υπόψη μια περίοδος που δεν αντιστοιχεί στη συνήθη δραστηριότητα ενός παραγωγού-εξαγωγέα εντάσσεται στο πλαίσιο της συλλογής όσο το δυνατό πιο πρόσφατων στοιχείων και, επομένως, είναι σύμφωνο προς τη λογική της αντικειμενικής εξετάσεως στην οποία αναφέρεται το άρθρο 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ.

(βλ. σκέψεις 119, 120, 122-124)

7.      Η περίοδος έρευνας και η απαγόρευση συνεκτιμήσεως στοιχείων μεταγενεστέρων της έρευνας αυτής έχουν ως σκοπό να εξασφαλίζεται ότι τα αποτελέσματα της έρευνας είναι αντιπροσωπευτικά και αξιόπιστα, διασφαλίζοντας ότι τα στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται ο προσδιορισμός του ντάμπινγκ και ο προσδιορισμός της ζημίας δεν επηρεάζονται από τη συμπεριφορά των ενδιαφερομένων παραγωγών που έπεται της κινήσεως της διαδικασίας αντιντάμπινγκ και, επομένως, ότι ο οριστικός δασμός που επιβάλλεται μετά το πέρας της διαδικασίας μπορεί όντως να καλύψει την ζημία που προκύπτει λόγω του ντάμπινγκ.

Χρησιμοποιώντας τον όρο «κατά κανόνα», το άρθρο 6, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, επιτρέπει εξαιρέσεις από την απαγόρευση συνεκτιμήσεως πληροφοριών σχετικών με περίοδο μεταγενέστερη της περιόδου έρευνας. Όσον αφορά τις περιστάσεις που είναι ευνοϊκές για τις επιχειρήσεις τις οποίες αφορά η έρευνα, τα όργανα της Ένωσης δεν είναι δυνατό να οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη στοιχεία που ανάγονται σε περίοδο μεταγενέστερη της έρευνας, εκτός αν τα στοιχεία αυτά αποκαλύπτουν νέες εξελίξεις οι οποίες καθιστούν προδήλως απρόσφορη τη μελετώμενη επιβολή του δασμού αντιντάμπινγκ. Αν, αντιθέτως, στοιχεία σχετικά με περίοδο μεταγενέστερη της περιόδου έρευνας καθιστούν δικαιολογημένη την επιβολή ή την αύξηση του δασμού αντιντάμπινγκ, λόγω του ότι αντικατοπτρίζουν την πραγματική συμπεριφορά των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων, τα όργανα της Ένωσης έχουν το δικαίωμα, ακόμα και την υποχρέωση, να λάβουν υπόψη τα στοιχεία αυτά.

(βλ. σκέψεις 129, 130)

8.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 139-143)

9.      Στο πλαίσιο της ερμηνείας του άρθρου 3, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η αναφορά στον πρόσφορο χαρακτήρα της σωρευτικής εκτιμήσεως «των επιπτώσεων των επίμαχων εισαγωγών […] ενόψει των όρων ανταγωνισμού μεταξύ των εισαγόμενων προϊόντων» πρέπει να εκληφθεί ως αποσκοπούσα στην αποφυγή του ενδεχομένου να εκτιμώνται σωρευτικά τα αποτελέσματα των εισαγωγών προϊόντων μεταξύ των οποίων δεν υπάρχει επαρκής βαθμός ανταγωνισμού ώστε να έχουν προκαλέσει την ίδια ζημία στη βιομηχανία της Ένωσης. Ομοίως, η μνεία του πρόσφορου χαρακτήρα μιας σωρευτικής εκτιμήσεως «των όρων ανταγωνισμού μεταξύ των εισαγόμενων προϊόντων, όπως επίσης των όρων ανταγωνισμού μεταξύ των εισαγόμενων προϊόντων και του ομοειδούς κοινοτικού προϊόντος» πρέπει να εκληφθεί ως αποσκοπούσα στην αποφυγή της δυνατότητας να εκτιμώνται σωρευτικώς μαζί με άλλες εισαγωγές και οι εισαγωγές εκείνες οι οποίες έχουν ανεπαρκώς ανταγωνιστικό χαρακτήρα έναντι του προϊόντος που προέρχεται από τη βιομηχανία της Ένωσης και οι οποίες, επομένως, δεν μπορούν να έχουν προκαλέσει ζημία.

Επομένως, το Συμβούλιο δεν υποπίπτει σε νομικό σφάλμα όταν εφαρμόζει κριτήρια ισοδύναμα προς εκείνα που είναι κρίσιμα για τον προσδιορισμό του ομοειδούς προϊόντος στο πλαίσιο του άρθρου 1, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, δεδομένου ότι αυτά αποσκοπούν, κατ’ ουσίαν, στην εξακρίβωση της υπάρξεως επαρκούς βαθμού ανταγωνισμού μεταξύ του υπό εξέταση και του ομοειδούς προϊόντος.

(βλ. σκέψεις 149, 150)

10.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 162)

11.    Από το άρθρο 8, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, προκύπτει ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης μπορούν να λαμβάνουν υπόψη όλες τις πραγματικές περιστάσεις κατά την εκτίμηση προσφοράς προς ανάληψη υποχρεώσεων. Επιπλέον, καμία διάταξη του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ δεν υποχρεώνει τα όργανα της Ένωσης να δέχονται προτάσεις προς ανάληψη υποχρεώσεων στον τομέα των τιμών εκ μέρους επιχειρηματιών τους οποίους αφορά έρευνα η οποία προηγείται της επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ. Αντιθέτως, από τον εν λόγω κανονισμό προκύπτει ότι τα ίδια τα όργανα της Ένωσης καθορίζουν αν μπορούν να γίνονται αποδεκτές τέτοιες προτάσεις στο πλαίσιο της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν.

Εξ αυτού συνάγεται λογικά ότι το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να ασκεί περιορισμένο μόνον έλεγχο επί της ορθότητας της αρνήσεως αποδοχής προσφοράς προς ανάληψη υποχρεώσεων. Συναφώς, σημειώνεται ότι η ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που έχουν τα θεσμικά όργανα δεν απορρέει μόνον από την περιπλοκότητα των οικονομικών, πολιτικών και νομικών καταστάσεων τις οποίες αφορούν τα μέτρα εμπορικής άμυνας. Αποτελεί επίσης συνέπεια της επιλογής του νομοθέτη να παράσχει ελευθερία λήψεως αποφάσεων στα θεσμικά όργανα όσον αφορά το σκόπιμο της αποδοχής ή της απορρίψεως προσφοράς προς ανάληψη υποχρεώσεων.

Τα θεσμικά όργανα μπορούν ορθώς να λάβουν υπόψη την επιτακτική ανάγκη διασφαλίσεως ενός προσήκοντος ελέγχου των αναλήψεων υποχρεώσεων επ’ ευκαιρία της εξετάσεως της προσφοράς προς ανάληψη τέτοιων υποχρεώσεων

(βλ. σκέψεις 176-178)

12.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 189-193)