Language of document : ECLI:EU:T:2005:425

Υπόθεση T-94/04

European Environmental Bureau (EEB) κ.λπ.

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Προσφυγή ακυρώσεως — Ένσταση απαραδέκτου — Οδηγία 2003/112/ΕΚ — Δικαίωμα για άσκηση προσφυγής»

Περίληψη της διατάξεως

1.      Προσφυγή ακυρώσεως — Φυσικά ή νομικά πρόσωπα — Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά — Οδηγία σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων — Προσφυγή από ενώσεις διαθέτουσες το καθεστώς συμβούλων στα κοινοτικά όργανα και/ή στις εθνικές ή υπερεθνικές αρχές — Απαράδεκτο

(Άρθρο 230, εδ. 4, ΕΚ· οδηγία 2003/112 της Επιτροπής)

2.      Ευρωπαϊκές Κοινότητες — Δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας των πράξεων των οργάνων — Πράξεις γενικής ισχύος — Υποχρέωση των φυσικών ή νομικών προσώπων να χρησιμοποιήσουν την οδό της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας ή της προδικαστικής παραπομπής προς εκτίμηση του κύρους

(Άρθρα 230, εδ. 4, ΕΚ, 234 ΕΚ και 241 ΕΚ)

1.      Είναι απαράδεκτη προσφυγή ακυρώσεως από ενώσεις έχουσες ως αντικείμενο την προώθηση της προστασίας και της διατήρησης του περιβάλλοντος και από εταιρία έχουσα ως αντικείμενο την προώθηση μονίμων εναλλακτικών λύσεων όσον αφορά τη χρήση ζιζανιοκτόνων κατά της οδηγίας 2003/112, για την τροποποίηση της οδηγίας 91/414, προκειμένου να συμπεριληφθεί σε αυτήν η ενεργός ουσία paraquat.

Πράγματι, τα αρνητικά αποτελέσματα της προσβαλλομένης πράξεως για τα συμφέροντα που προασπίζονται οι ενώσεις και για τα δικαιώματα κυριότητας της μιας από αυτές επιτρέπουν να διαπιστωθεί ότι η πράξη αυτή τις αφορά ατομικώς, εφόσον οι διατάξεις της τις θίγουν λόγω της αντικειμενικής ιδιότητά τους ως οντοτήτων εχουσών προορισμό να προστατεύουν το περιβάλλον, και τούτο όπως ακριβώς και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση.

Εξάλλου, το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες διαθέτουν ειδικό καθεστώς συμβούλων στα κοινοτικά όργανα και/ή στις εθνικές ή υπερεθνικές αρχές δεν επιτρέπει, από μόνο του, να θεωρηθεί ότι η προσβαλλόμενη πράξη τις αφορά ατομικώς. Πράγματι, το γεγονός ότι ένα πρόσωπο έχει παρέμβει, κατά τον άλφα ή βήτα τρόπο, στη διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση κοινοτικής πράξεως δεν μπορεί να το εξατομικεύσει σε σχέση με την εν λόγω πράξη παρά μόνον όταν από την ισχύουσα κοινοτική νομοθεσία έχουν προβλεφθεί για το πρόσωπο αυτό ορισμένες διαδικαστικές εγγυήσεις.

Ομοίως, ουδεμία ασκεί επιρροή, όσον αφορά την εκτίμηση του δικαιώματος των προσφευγόντων για άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατά κοινοτικής πράξεως, σύμφωνα με το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, το γεγονός ότι σ’ αυτούς έχει αναγνωριστεί δικαίωμα για άσκηση προσφυγής στο πλαίσιο ορισμένων εννόμων τάξεων των κρατών μελών.

Επιπλέον, το γεγονός ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις μιας προτάσεως κανονισμού, η Επιτροπή αναφέρει ότι οι προσφεύγοντες έχουν δικαίωμα προσφυγής δεν τους απαλλάσσει από το να αποδείξουν ότι η προσβαλλόμενη πράξη τους αφορά ατομικώς. Πράγματι, αντίκειται προς τις διέπουσες την ιεραρχία των κανόνων αρχές το να παρέχει μια πράξη παράγωγου δικαίου δικαίωμα για προσφυγή σε ιδιώτες που δεν ικανοποιούν τις απαιτήσεις του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ. Το αυτό ισχύει, κατά μείζονα λόγο, και όσον αφορά τις αιτιολογικές σκέψεις προτάσεως για πράξη παράγωγου δικαίου.

(βλ. σκέψεις 53, 55-58, 66-68)

2.      Η Συνθήκη, αφενός, με τα άρθρα της 230 ΕΚ και 241 ΕΚ και, αφετέρου, με το άρθρο της 234 ΕΚ έχει θεσπίσει ένα πλήρες σύστημα μέσων ένδικης προστασίας και διαδικασιών, με σκοπό τη διασφάλιση του ελέγχου της νομιμότητας των πράξεων των οργάνων, αναθέτοντας το έργο αυτό στον κοινοτικό δικαστή. Στο πλαίσιο του συστήματος αυτού, τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, που δεν έχουν τη δυνατότητα, λόγω των προϋποθέσεων παραδεκτού του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, να προσβάλουν ευθέως κοινοτικές πράξεις γενικού περιεχομένου, μπορούν ανάλογα με την περίπτωση να προβάλουν το ανίσχυρο τέτοιων πράξεων, είτε, παρεμπιπτόντως, δυνάμει του άρθρου 241 ΕΚ, ενώπιον του κοινοτικού δικαστή είτε ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και να υποχρεώσουν τα τελευταία, τα οποία δεν είναι αρμόδια να διαπιστώσουν τα ίδια το ανίσχυρο τέτοιων πράξεων, να ερωτήσουν σχετικώς το Δικαστήριο, μέσω υποβολής προδικαστικού ερωτήματος.

(βλ. σκέψη 62)