Language of document : ECLI:EU:T:2011:634

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 26ης Οκτωβρίου 2011 (*)

«Πρόσβαση στα έγγραφα – Απόφαση 2004/258/EΚ – Βάσεις δεδομένων της ΕΚΤ χρησιμοποιηθείσες για τη σύνταξη εκθέσεων σχετικών με την πρόσληψη και την κινητικότητα του προσωπικού – Άρνηση παροχής προσβάσεως – Προσφυγή ακυρώσεως – Έννομο συμφέρον – Παραδεκτό – Έννοια εγγράφου – Αγωγή αποζημιώσεως − Πρόωρος χαρακτήρας»

Στην υπόθεση T‑436/09,

Julien Dufour, κάτοικος Jolivet (Γαλλία), εκπροσωπούμενος από τους I. Schoenacker Rossi και H. Djeyaramane, δικηγόρους,

προσφεύγων-ενάγων,

υποστηριζόμενος από

το Βασίλειο της Δανίας, εκπροσωπούμενο από την B. Weis Fogh και S. Juul Jørgensen,

από

τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον J. Heliskoski, την H. Leppo και την M. Pere, εν συνεχεία, από τον J. Heliskoski και την H. Leppo,

και

το Βασίλειο της Σουηδίας, εκπροσωπούμενο από τις A. Falk, K. Petkovska και S. Johannesson,

παρεμβαίνοντες,

κατά

Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), εκπροσωπούμενης αρχικώς από τον K. Laurinavicius και την S. Lambrinoc, εν συνεχεία από την S. Lambrinoc και τον P. Embley,

καθής-εναγομένης,

υποστηριζόμενης από

την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον J.-P. Keppenne και την C. ten Dam,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο προσφυγή-αγωγή με την οποία ζητείται, πρώτον, να ακυρωθεί η απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής της ΕΚΤ, η οποία κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα-ενάγοντα με έγγραφο του προέδρου της ΕΚΤ της 2ας Σεπτεμβρίου 2009 και με την οποία απορρίφθηκε αίτησή του για την παροχή προσβάσεως στις βάσεις δεδομένων επί των οποίων στηρίχθηκαν οι εκθέσεις της ΕΚΤ για την πρόσληψη και την κινητικότητα του προσωπικού της· δεύτερον, να υποχρεωθεί η ΕΚΤ να θέσει στη διάθεσή του τις επίμαχες βάσεις δεδομένων· τέλος, να επιδικασθεί στον προσφεύγοντα-ενάγοντα αποζημίωση προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη λόγω της απορρίψεως της αιτήσεώς του περί παροχής προσβάσεως,

      ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),      

συγκείμενο από τους O. Czúcz, πρόεδρο, I. Labucka και Δ. Γρατσία (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: V. Nagy, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 7ης Ιουνίου 2011,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Nομικό πλαίσιο

1        Η πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) διέπεται από την απόφαση 2004/258/EΚ της ΕΚΤ, της 4ης Μαρτίου 2004 (ΕΕ L 80, σ. 42). Τα άρθρα 2, 3, 4, 6, 7, 8 και 9 της εν λόγω αποφάσεως έχουν ως εξής:

«Άρθρο 2

Δικαιούχοι και πεδίο εφαρμογής

1.      Κάθε πολίτης της Ένωσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί ή έχει την έδρα του σε ένα κράτος μέλος έχει δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα της ΕΚΤ, υπό την επιφύλαξη των όρων και περιορισμών που καθορίζονται στην παρούσα απόφαση.

[…]

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης νοείται ως:

α)      “έγγραφο” και “έγγραφο της ΕΚΤ”: οποιοδήποτε περιεχόμενο ανεξάρτητα από το χρησιμοποιηθέν υπόθεμα (γραμμένο σε χαρτί ή αποθηκευμένο υπό ηλεκτρονική μορφή ή με ηχητική, οπτική ή οπτικοακουστική εγγραφή) που συντάσσεται από την ΕΚΤ ή βρίσκεται στην κατοχή της και αφορά τις πολιτικές, τις δράσεις ή τις αποφάσεις της, [...]

Άρθρο 4

Εξαιρέσεις

1.      Η ΕΚΤ αρνείται την πρόσβαση σε ένα έγγραφο η γνωστοποίηση του οποίου θα έθιγε την προστασία:

α)      του δημόσιου συμφέροντος, όσον αφορά:

–        την εμπιστευτικότητα των εργασιών των οργάνων λήψης αποφάσεων της ΕΚΤ,

–        τη δημοσιονομική, νομισματική ή οικονομική πολιτική της Κοινότητας ή ενός κράτους μέλους,

–        τα οικονομικά της ΕΚΤ ή των [εθνικών κεντρικών τραπεζών],

–        την προστασία της ακεραιότητας των τραπεζογραμματίων ευρώ,

–        τη δημόσια ασφάλεια,

–        τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές, νομισματικές ή οικονομικές σχέσεις·

β)      της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου, ιδίως σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία σχετικά με την προστασία των προσωπικών δεδομένων·

γ)      της εμπιστευτικότητας πληροφοριών που προστατεύονται ως τέτοιες από το κοινοτικό δίκαιο.

2.      Η ΕΚΤ αρνείται την πρόσβαση σε ένα έγγραφο η γνωστοποίηση του οποίου θα έθιγε την προστασία:

–        των εμπορικών συμφερόντων ενός συγκεκριμένου φυσικού ή νομικού προσώπου, συμπεριλαμβανομένης της πνευματικής ιδιοκτησίας,

–        των δικαστικών διαδικασιών και της παροχής νομικών συμβουλών,

–        του σκοπού επιθεώρησης, έρευνας και οικονομικού ελέγχου,

εκτός εάν για τη γνωστοποίηση του εγγράφου υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον.

3.      Η ΕΚΤ αρνείται την πρόσβαση σε έγγραφα που περιέχουν απόψεις για εσωτερική χρήση, ως μέρος συζητήσεων και προκαταρκτικών διαβουλεύσεων εντός της ΕΚΤ ή με τις [εθνικές κεντρικές τράπεζες], ακόμη και αφού έχει ληφθεί η απόφαση, εκτός εάν για τη γνωστοποίηση του εγγράφου υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον.

4.      Στην περίπτωση εγγράφων τρίτων, η ΕΚΤ διαβουλεύεται με τον ενδιαφερόμενο τρίτο προκειμένου να εκτιμήσει κατά πόσον μπορεί να εφαρμοσθεί η εξαίρεση που προβλέπεται στο παρόν άρθρο, εκτός εάν είναι σαφές ότι το έγγραφο θα δημοσιοποιηθεί ή όχι.

5.      Εάν μόνον μέρη του ζητούμενου εγγράφου καλύπτονται από οποιαδήποτε εξαίρεση, τα υπόλοιπα μέρη του εγγράφου δίδονται στη δημοσιότητα.

6.      Οι εξαιρέσεις που περιέχονται στο παρόν άρθρο εφαρμόζονται μόνον ενόσω η προστασία δικαιολογείται ως εκ του περιεχομένου του εγγράφου. Οι εξαιρέσεις μπορούν να εφαρμοστούν για μέγιστη περίοδο 30 ετών, εκτός αν άλλως ειδικά ορίσει το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ. Στην περίπτωση εγγράφων που καλύπτονται από τις εξαιρέσεις οι οποίες σχετίζονται με τον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής ή τα εμπορικά συμφέροντα, οι εξαιρέσεις μπορούν να εξακολουθήσουν και μετά την περίοδο αυτή.

[…]

Άρθρο 6

Αιτήσεις

1.      Η αίτηση πρόσβασης σε ένα έγγραφο διατυπώνεται προς την ΕΚΤ με οποιαδήποτε γραπτή μορφή, συμπεριλαμβανομένης της ηλεκτρονικής, σε μία από τις επίσημες γλώσσες της Ένωσης και με επαρκή ακρίβεια ούτως ώστε η ΕΚΤ να μπορέσει να προσδιορίσει το έγγραφο. Ο αιτών δεν υποχρεούται να δικαιολογήσει την αίτηση.

2.      Εάν η αίτηση δεν είναι επαρκώς σαφής, η ΕΚΤ ζητεί από τον αιτούντα να διευκρινίσει την αίτησή του και τον βοηθά προς τον σκοπό αυτόν.

3.      Στην περίπτωση αίτησης που αφορά πολύ ογκώδη έγγραφα ή πολύ μεγάλο αριθμό εγγράφων, η ΕΚΤ μπορεί να συνεννοηθεί ανεπισήμως με τον αιτούντα, για να βρεθεί μια λογική λύση.

Άρθρο 7

Επεξεργασία των αρχικών αιτήσεων

1.      Οι αιτήσεις για πρόσβαση σε έγγραφο υφίστανται ταχεία επεξεργασία. Στον αιτούντα αποστέλλεται απόδειξη παραλαβής. Εντός 20 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της αίτησης ή με την παραλαβή των ζητούμενων κατά το άρθρο 6, παράγραφος 2, διευκρινίσεων, ο γενικός διευθυντής Γραμματείας και Γλωσσικών Υπηρεσιών της ΕΚΤ είτε καθιστά διαθέσιμο το ζητούμενο έγγραφο και παρέχει πρόσβαση σύμφωνα με το άρθρο 9, είτε, με γραπτή απάντηση, καθορίζει τους λόγους της ολικής ή μερικής άρνησης και πληροφορεί τον αιτούντα ότι δικαιούται να υποβάλει επιβεβαιωτική αίτηση σύμφωνα με την παράγραφο 2.

2.      Στην περίπτωση ολικής ή μερικής άρνησης, ο αιτών μπορεί, εντός 20 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της απάντησης της ΕΚΤ, να υποβάλει επιβεβαιωτική αίτηση ζητώντας από την εκτελεστική επιτροπή της ΕΚΤ να αναθεωρήσει τη θέση αυτής. Επίσης, η απουσία απάντησης εκ μέρους της ΕΚΤ εντός της καθορισμένης προθεσμίας των 20 εργάσιμων ημερών για την επεξεργασία της αρχικής αίτησης παρέχει στον αιτούντα το δικαίωμα να υποβάλει επιβεβαιωτική αίτηση.

3.      Κατ’ εξαίρεση, όπως π.χ. στην περίπτωση αίτησης που αφορά πολύ ογκώδη έγγραφα ή πολύ μεγάλο αριθμό εγγράφων, ή εάν απαιτείται η διαβούλευση με τρίτο, η ΕΚΤ μπορεί, ύστερα από ενημέρωση του αιτούντ[ος] και λεπτομερή αιτιολόγηση, να παρατείνει κατά 20 εργάσιμες ημέρες την προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 προθεσμία.

4.      Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση υπερβολικών ή παράλογων αιτήσεων, ιδίως όταν αυτές έχουν επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα.

Άρθρο 8

Επεξεργασία των επιβεβαιωτικών αιτήσεων

1.      Η επιβεβαιωτική αίτηση υφίσταται ταχεία επεξεργασία. Εντός 20 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της εν λόγω αίτησης, η εκτελεστική επιτροπή είτε καθιστά διαθέσιμο το ζητούμενο έγγραφο και παρέχει πρόσβαση σύμφωνα με το άρθρο 9, είτε εκθέτει τους λόγους της ολικής ή μερικής άρνησης, με γραπτή απάντηση. Στην περίπτωση ολικής ή μερικής άρνησης, η ΕΚΤ ενημερώνει τον αιτούντα για τα ένδικα μέσα που διαθέτει σύμφωνα με τα άρθρα 230 και 195 της [Σ]υνθήκης.

2.      Κατ’ εξαίρεση, όπως π.χ. στην περίπτωση αίτησης που αφορά πολύ ογκώδη έγγραφα ή πολύ μεγάλο αριθμό εγγράφων, η ΕΚΤ μπορεί, ύστερα από ενημέρωση του αιτούντ[ος] και λεπτομερή αιτιολόγηση, να παρατείνει κατά 20 εργάσιμες ημέρες την προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 προθεσμία.

3.      Η απουσία απάντησης εκ μέρους της ΕΚΤ εντός της προθεσμίας θεωρείται ως αρνητική απάντηση και ο αιτών έχει το δικαίωμα να ασκήσει δικαστική προσφυγή ή/και να υποβάλει καταγγελία στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή, σύμφωνα με τα άρθρα 230 και 195 της [Σ]υνθήκης, αντίστοιχα.

Άρθρο 9

Πρόσβαση κατόπιν αιτήσεως

1.      Οι αιτούντες μπορούν να εξετάζουν τα έγγραφα στα οποία η ΕΚΤ τους χορήγησε πρόσβαση, είτε στις εγκαταστάσεις της, είτε με χορήγηση αντιγράφου, συμπεριλαμβανομένου, εφόσον διατίθεται, του ηλεκτρονικού αντιγράφου. Το κόστος της παραγωγής και της αποστολής αντιγράφων δύναται να χρεωθεί στον αιτούντα. Η επιβάρυνση αυτή δεν υπερβαίνει το πραγματικό κόστος της παραγωγής και της αποστολής αντιγράφων. Η εξέταση επί τόπου, τα αντίγραφα με λιγότερες από 20 σελίδες Α4 και η άμεση πρόσβαση με ηλεκτρονική μορφή είναι δωρεάν.

2.      Εάν ένα έγγραφο έχει ήδη δοθεί στη δημοσιότητα από την ΕΚΤ και η πρόσβαση σε αυτό είναι εύκολη, η ΕΚΤ μπορεί να εκπληρώσει την υποχρέωσή της ως προς την παροχή πρόσβασης σε αυτό ενημερώνοντας τον αιτούντα με ποιον τρόπο μπορεί να αποκτήσει το ζητούμενο έγγραφο.

3.      Τα έγγραφα χορηγούνται σε υπάρχουσα διατύπωση και μορφή (μεταξύ άλλων ηλεκτρονικά ή σε εναλλακτική μορφή), σύμφωνα με την προτίμηση του αιτούντ[ος].»

2        Το άρθρο 3, στοιχείο α΄, και το άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43), ορίζουν:

«Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τον σκοπό του παρόντος κανονισμού, νοείται ως:

α)      “έγγραφο”: οποιοδήποτε περιεχόμενο ανεξάρτητα από το χρησιμοποιηθέν υπόθεμα (γραμμένο σε χαρτί ή αποθηκευμένο υπό ηλεκτρονική μορφή ή με ηχητική, οπτική ή οπτικοακουστική εγγραφή) που αφορά τις πολιτικές, τις δράσεις και τις αποφάσεις αρμοδιότητας του θεσμικού οργάνου·

[…]

Άρθρο 11

Μητρώα

1.      Προκειμένου να πραγματωθούν τα δικαιώματα των πολιτών στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, κάθε θεσμικό όργανο προσφέρει πρόσβαση σε μητρώο εγγράφων. Η πρόσβαση στο μητρώο πρέπει να παρέχεται με ηλεκτρονική μορφή. Τα στοιχεία αναφοράς των εγγράφων καταχωρούνται στο μητρώο χωρίς καθυστέρηση.

2.      Για κάθε έγγραφο, το μητρώο περιέχει μνεία του αριθμού εγγράφου (συμπεριλαμβανομένου, κατά περίπτωση, του διοργανικού αριθμού αναφοράς), το θέμα ή/και σύντομη περιγραφή του περιεχομένου του εγγράφου, και την ημερομηνία της παραλαβής ή σύνταξης του εγγράφου και της καταχώρισής του στο μητρώο. Τα στοιχεία αναφοράς παρέχονται κατά τρόπον ώστε να μην υπονομεύεται η προστασία των συμφερόντων σύμφωνα με το άρθρο 4.

3.      Τα θεσμικά όργανα λαμβάνουν αμέσως τα μέτρα που απαιτούνται για τη δημιουργία μητρώου το οποίο θα βρίσκεται σε λειτουργία το αργότερο στις 3 Ιουνίου 2002.»

 Ιστορικό της διαφοράς

3        Ο προσφεύγων-ενάγων (στο εξής: προσφεύγων), Julien Dufour, είναι υποψήφιος διδάκτωρ κοινωνιολογίας· τίτλος της διδακτορικής διατριβής που εκπονεί είναι «Sociogenèse de l’autorité d’une institution financière: le cas de la [ΒCE]» [Κοινωνιογένεση της εξουσίας ενός χρηματοοικονομικού οργάνου: η περίπτωση της ΕΚΤ].

4        Με επιστολή της 28ης Μαΐου 2009 ο προσφεύγων ζήτησε από την ΕΚΤ να του χορηγήσει πρόσβαση, αφενός, στις εκθέσεις της ΕΚΤ σχετικά με την πρόσληψη και την κινητικότητα του προσωπικού της (στο εξής: εκθέσεις) και, αφετέρου, στις «βάσεις δεδομένων που χρησιμοποιήθηκαν για να γίνουν οι στατιστικές αναλύσεις των εκθέσεων».

5        Με έγγραφο της 23ης Ιουλίου 2009 η ΕΚΤ ενημέρωσε τον προσφεύγοντα για την απόφασή της να του χορηγήσει μερική πρόσβαση στις εκθέσεις. Όσον αφορά, αντιθέτως, τις βάσεις δεδομένων που είχαν χρησιμοποιηθεί για τη σύνταξη των εκθέσεων, η ΕΚΤ απέρριψε την υποβληθείσα από τον προσφεύγοντα αίτηση παροχής προσβάσεως, με την αιτιολογία ότι οι βάσεις δεδομένων «αυτές καθ’ εαυτές» δεν εμπίπτουν στην κατ’ άρθρο 3, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2004/258 έννοια του εγγράφου και ότι δεν υφίσταται κάποιο αυτοτελές έγγραφο το οποίο θα μπορούσε να παρασχεθεί στον προσφεύγοντα προς απάντηση στην αίτησή του.

6        Με έγγραφο της 9ης Αυγούστου 2009 ο προσφεύγων υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2004/258, επιβεβαιωτική αίτηση περί προσβάσεως στις βάσεις δεδομένων τις οποίες αφορούσε η αρχική αίτησή του. Με την επιβεβαιωτική αίτησή του ο προσφεύγων υποστήριξε εν συνόψει ότι, εν αντιθέσει προς τη θέση που είχε υποστηρίξει η ΕΚΤ με την απάντηση της 23ης Ιουλίου 2009, μια βάση δεδομένων αποτελεί έγγραφο υπό την έννοια της αποφάσεως 2004/258. Κατά τον προσφεύγοντα, δεν υφίστατο «καμία αμφιβολία ότι τα δεδομένα στα οποία ζητούσε να του χορηγηθεί πρόσβαση [αποτελούσαν] πράγματι περιεχόμενο αποθηκευμένο υπό ηλεκτρονική μορφή (τις “βάσεις” δεδομένων) και συντεταγμένο από την ΕΚΤ». Ο προσφεύγων διευκρίνισε επιπροσθέτως ότι δεν ζητούσε τη δημοσιοποίηση προσωπικών δεδομένων και ότι η αίτησή του αφορούσε τις βάσεις δεδομένων που είχαν χρησιμοποιηθεί για τη σύνταξη των εκθέσεων, «χωρίς τις στήλες στις οποίες εμφαίνονταν τα ονοματεπώνυμα» των εκεί μνημονευομένων μελών του προσωπικού.

7        Με απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής της ΕΚΤ, η οποία κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα με έγγραφο του προέδρου της ΕΚΤ της 2ας Σεπτεμβρίου 2009 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η επιβεβαιωτική αίτηση του προσφεύγοντος απορρίφθηκε. Η απόρριψη αυτή αιτιολογήθηκε ως ακολούθως:

«οι ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων που χρησιμοποιούνται για την σύνταξη των εκθέσεων […] δεν δύνανται να θεωρηθούν έγγραφο υπό την έννοια της αποφάσεως [2004/258/ΕΚ], σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της ΕΚΤ, δεδομένου ότι έντυπη εκδοχή των βάσεων δεδομένων (η οποία θα ενέπιπτε στην έννοια του εγγράφου) δεν υφίσταται ως αυτοτελές έγγραφο. Συνεπώς, το αίτημά σας δεν μπορεί να ικανοποιηθεί με απλή εξαγωγή συνιστάμενη σε εκτύπωση ή παραγωγή ηλεκτρονικού αντιγράφου. Για την ικανοποίηση του αιτήματός σας, οι πληροφορίες θα έπρεπε να αποτελέσουν αντικείμενο συστηματοποιήσεως και πρόσθετης αναλύσεως, βάσει των οποίων νέες πληροφορίες θα έπρεπε να περιληφθούν σε ένα έγγραφο. Η διαδικασία αυτή θα συνεπαγόταν σημαντικό φόρτο εργασίας. Πλην όμως, η συστηματοποίηση και η πρόσθετη ανάλυση δεν εμπίπτουν στο πλαίσιο που καθορίζει η απόφαση [2004/258] για το καθεστώς προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα της ΕΚΤ, αφού το έγγραφο δεν προϋπάρχει, αλλά πρέπει να δημιουργηθεί».

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

8        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] την 29η Οκτωβρίου 2009, ο προσφεύγων άσκησε την υπό κρίση προσφυγή-αγωγή [στο εξής: προσφυγή].

9        Με τρία χωριστά έγγραφα που κατέθεσε στη Γραμματεία την ίδια ημέρα, ο προσφεύγων υπέβαλε, αφενός, αίτηση εκδικάσεως της υποθέσεως με ταχεία διαδικασία, βάσει του άρθρου 76α του Κανονισμού Διαδικασίας, και, αφετέρου, δύο αιτήσεις παροχής του ευεργετήματος πενίας, δυνάμει του άρθρου 94 του Κανονισμού Διαδικασίας. Οι αιτήσεις αυτές απορρίφθηκαν, αντιστοίχως, με απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2009 και με τις διατάξεις του προέδρου του πέμπτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Μαρτίου 2010, T-436/09 AJ και T-436/09 AJ II, Dufour κατά ΕΚΤ (που δεν έχουν δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή).

10      Με έγγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, αντιστοίχως, την 9η Φεβρουαρίου, τη 18η Φεβρουαρίου και την 8η Μαρτίου 2010, το Βασίλειο της Δανίας, το Βασίλειο της Σουηδίας και η Δημοκρατία της Φινλανδίας ζήτησαν να παρέμβουν υπέρ του προσφεύγοντος. Με διατάξεις της 24ης Μαρτίου και της 21ης Απριλίου 2010 ο πρόεδρος του πέμπτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου έκανε δεκτές τις εν λόγω αιτήσεις παρεμβάσεως. Το Βασίλειο της Σουηδίας, η Δημοκρατία της Φινλανδίας και το Βασίλειο της Δανίας κατέθεσαν τα υπομνήματά τους παρεμβάσεως, αντιστοίχως τη 12η Μαΐου, την 3η Ιουνίου και την 9η Ιουνίου 2010.

11      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 25η Φεβρουαρίου 2010 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε να παρέμβει υπέρ της ΕΚΤ. Με διάταξη της 24ης Μαρτίου 2010 ο πρόεδρος του πέμπτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου έκανε δεκτή την αίτηση παρεμβάσεως. Η Επιτροπή κατέθεσε το υπόμνημά της παρεμβάσεως την 9η Ιουνίου 2010.

12      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο αρχικώς ορισθείς εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο τρίτο τμήμα, στο οποίο συνακολούθως ανατέθηκε η υπό κρίση υπόθεση. Λόγω της μερικής ανανεώσεως των μελών του Γενικού Δικαστηρίου, η υπό κρίση υπόθεση ανατέθηκε σε νέο εισηγητή δικαστή, μέλος του ιδίου τμήματος.

13      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπονται από το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, κάλεσε, αφενός, την ΕΚΤ και την Επιτροπή να απαντήσουν εγγράφως σε ερώτηση, και, αφετέρου, την ΕΚΤ και το Βασίλειο της Σουηδίας να προσκομίσουν ορισμένα έγγραφα. Οι εν λόγω διάδικοι συμμορφώθηκαν συναφώς.

14      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 7ης Ιουνίου 2011.

15      Ο προσφεύγων-ενάγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να υποχρεώσει την ΕΚΤ να θέσει στη διάθεσή του το σύνολο των βάσεων δεδομένων επί των οποίων στηρίχθηκαν οι εκθέσεις·

–        να υποχρεώσει την ΕΚΤ να του καταβάλει το ποσό των 5 000 ευρώ προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη·

–        να καταδικάσει την ΕΚΤ στα δικαστικά έξοδα.

16      Το Βασίλειο της Δανίας, η Δημοκρατία της Φινλανδίας και το Βασίλειο της Σουηδίας τάσσονται υπέρ του αιτήματος του προσφεύγοντος περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

17      Η ΕΚΤ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή-αγωγή ως απαράδεκτη ή, επικουρικώς, ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα-ενάγοντα στα δικαστικά έξοδα.

18      Η Επιτροπή τάσσεται υπέρ του αιτήματος της ΕΚΤ περί απορρίψεως της προσφυγής-αγωγής ως αβάσιμης.

 Επί της προσφυγής ακυρώσεως

1.     Επί του παραδεκτού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

19      Η ΕΚΤ υποστηρίζει, κατ’ αρχάς, ότι το αίτημα του προσφεύγοντος περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι απαράδεκτο ως στερούμενο αντικειμένου.

20      Πρώτον, η ΕΚΤ επισημαίνει ότι για τις διαδικασίες προσλήψεως του προσωπικού της χρησιμοποιεί σύστημα πληροφορικής το οποίο διαχειρίζεται εξωτερικός παροχέας υπηρεσιών. Το εν λόγω σύστημα παρέχει στους υποψηφίους τη δυνατότητα να υποβάλλουν ηλεκτρονικώς την υποψηφιότητά τους και να καταχωρίζουν τις αναγκαίες πληροφορίες σε σχέση με τα προσωπικά τους δεδομένα, τις σπουδές τους, καθώς και την επαγγελματική τους πείρα. Το πληροφοριακό αυτό σύστημα καθιστά επίσης δυνατή τη συγκέντρωση γενικότερων πληροφοριών σε σχέση με τη διαδικασία προσλήψεως, όπως είναι ο αριθμός των υποψηφίων. Εντούτοις, κατά την ΕΚΤ, η τεχνική διαμόρφωση του εν λόγω συστήματος πληροφορικής δεν παρέχει τη δυνατότητα εξαγωγής πληροφοριών για το σύνολο των προσόντων ενός εκάστου των υποψηφιοτήτων. Επιπροσθέτως, εάν ένας υποψήφιος δεν υποβάλει υποψηφιότητα για νέες κενές θέσεις, τα δεδομένα του διαγράφονται αυτομάτως από το σύστημα πληροφορικής μετά την πάροδο 24 μηνών, η δε ανάκτησή τους είναι δυνατή μόνον από εξωτερικό παροχέα υπηρεσιών, έναντι αμοιβής. Το συγκεκριμένο σύστημα πληροφορικής χρησιμοποιείται από τον Δεκέμβριο του 2004. Προ της χρονολογίας αυτής, οι διαδικασίες προσλήψεως βασίζονταν σε έντυπες αιτήσεις υποψηφιότητας. Ορισμένα δεδομένα σχετικά με τις αιτήσεις αυτές είχαν ομαδοποιηθεί διά χειρός με τη βοήθεια λογιστικών φύλλων.

21      Δεύτερον, η EKT υποστηρίζει ότι οι σχετικές με την εσωτερική κινητικότητα των μελών του προσωπικού της πληροφορίες μπορούσαν να αποκτηθούν μόνο μέσω ενός άλλου συστήματος πληροφορικής της ΕΚΤ, ήτοι του συστήματος διαχειρίσεως του προσωπικού και των μισθών. Το πληροφοριακό αυτό σύστημα περιέχει πληροφορίες για το σύνολο των μελών του προσωπικού της, πρώην και νυν, από το 1998, καθώς και για τους ασκουμένους και το εξωτερικό προσωπικό από το 2007. Όσον αφορά, ειδικότερα, τα δεδομένα για την κινητικότητα του προσωπικού της, αυτά είναι διαθέσιμα από το 2004. Τα σχετικά με την κινητικότητα του προσωπικού της στοιχεία για το προ του 2004 διάστημα περιέχονται σε χωριστή βάση δεδομένων, η οποία είναι διαθέσιμη χωρίς, ωστόσο, να ενημερώνεται. Τέλος, υφίσταται και άλλη βάση δεδομένων, η οποία περιέχει στοιχεία σχετικά με τα μέλη του εξωτερικού προσωπικού και τους ασκουμένους για το διάστημα 1999-2007.

22      Τρίτον, η ΕΚΤ επισημαίνει ότι οι εκθέσεις συνετάγησαν βάσει συστηματοποιήσεως και αναλύσεως ανεπεξέργαστων δεδομένων, διαθέσιμων κατά τον χρόνο συντάξεως των εκθέσεων. Όπως υποστηρίζει, η ίδια είχε εξηγήσει στον προσφεύγοντα ότι το αίτημά του περί παροχής προσβάσεως δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί διά της απλής εξαγωγής δεδομένων από τις οικείες βάσεις δεδομένων. Προς τούτο, απαιτείτο η διά χειρός συλλογή των αναγκαίων δεδομένων, μέσω της εφαρμογής συγκεκριμένων κριτηρίων αναζητήσεως, και η σύνταξη νέων εκθέσεων, σε ηλεκτρονική ή έντυπη μορφή.

23      Επιπροσθέτως, η ΕΚΤ εκτιμά ότι, λόγω της αυτόματης διαγραφής ορισμένων δεδομένων μετά την πάροδο 24 μηνών, καθώς και της προσθήκης δεδομένων σχετικών με τις νέες διαδικασίες προσλήψεως του προσωπικού που αυτή εφαρμόζει, τα δεδομένα που είχαν χρησιμοποιηθεί ως βάση για την κατάρτιση των εκθέσεων δεν ήταν πλέον διαθέσιμα στο σύνολό τους και στην κατάσταση στην οποία ευρίσκονταν κατά τον χρόνο συντάξεως των εν λόγω εκθέσεων. Μόνον ορισμένα τμήματα των βάσεων δεδομένων, τα οποία είχαν χρησιμοποιηθεί κατά τη συστηματοποίηση των δεδομένων για τις ανάγκες καταρτίσεως των εκθέσεων, είχαν διατηρηθεί, τούτο δε κατά τυχαίο τρόπο.

24      Εξ αυτού η ΕΚΤ συνάγει ότι η προσφυγή ακυρώσεως στερείται αντικειμένου, καθόσον ο προσφεύγων επιδιώκει την πρόσβαση στις βάσεις δεδομένων, αυτές καθ’ εαυτές, ή σε τμήματά τους που δεν υφίστανται και θα έπρεπε να δημιουργηθούν, προκειμένου να ικανοποιηθεί στην αίτησή του.

25      Δεύτερον, όσον αφορά το δεύτερο εκ των εκτεθέντων με τη σκέψη 15 αιτημάτων του προσφεύγοντος, η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι αυτό είναι απαράδεκτο καθώς, κατά πάγια νομολογία, σε περίπτωση ακυρώσεως αποφάσεως σχετικής με την πρόσβαση στα έγγραφα θεσμικού ή άλλου οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης, ο δικαστής της Ένωσης δεν δύναται να επιβάλει στον εκδότη της ακυρούμενης αποφάσεως την υποχρέωση να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως περί ακυρώσεως.

26      Ο προσφεύγων αποκρούει την επιχειρηματολογία της ΕΚΤ και υποστηρίζει ότι η προσφυγή είναι παραδεκτή.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

27      Κατ’ αρχάς, όσον αφορά τη θέση της ΕΚΤ ότι το ακυρωτικό αίτημα του προσφεύγοντος στερείται αντικειμένου, αυτή δύναται να νοηθεί παρά μόνον ως προβάλλουσα έλλειψη συμφέροντος, εκ μέρους του προσφεύγοντος, για την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, για τον λόγο ότι, ακόμη και σε περίπτωση ακυρώσεως της αποφάσεως αυτής, θα ήταν αδύνατη η παροχή σε αυτόν προσβάσεως στις βάσεις δεδομένων τις οποίες αφορά η αίτησή του, αφού πρόκειται για ανύπαρκτες βάσεις δεδομένων.

28      Κατά πάγια νομολογία, προσφυγή ακυρώσεως που έχει ασκηθεί από φυσικό ή νομικό πρόσωπο είναι παραδεκτή μόνο στον βαθμό κατά τον οποίο ο προσφεύγων έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως. Ένα τέτοιο συμφέρον προϋποθέτει ότι η ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως δύναται, αυτή καθ’ εαυτήν, να έχει έννομες συνέπειες και ότι, επομένως, η προσφυγή μπορεί, ως εκ του αποτελέσματός της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 2009, T‑195/08, Antwerpse Bouwwerken κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑4439, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

29      Επιβάλλεται εντούτοις να επισημανθεί, δίχως τούτο να θέτει υπό αμφισβήτηση την πάγια νομολογία στην οποία έγινε μνεία με την προηγούμενη σκέψη, ότι, στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς, η οποία αφορά την πρόσβαση σε έγγραφα, πρέπει ομοίως να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, κατά την έκδοση της αποφάσεως 2004/258, ο νομοθέτης, είχε επίγνωση της σοβαρής δυσκολίας εντοπισμού των εγγράφων την οποία αντιμετωπίζει ο πολίτης ο οποίος αναζητεί πληροφορίες και ο οποίος, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, δεν γνωρίζει τα έγγραφα στα οποία περιέχονται οι πληροφορίες που αναζητεί και είναι υποχρεωμένος να αποταθεί στη Διοίκηση, η οποία έχει στην κατοχή της τα έγγραφα αυτά και, συνεπώς, τις σχετικές πληροφορίες (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Πρωτοδικείου της 10ης Σεπτεμβρίου 2008, T‑42/05, Williams κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 71).

30      Στο πλαίσιο αυτό, από το γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2004/258 και, ειδικότερα, από τη χρήση των ρημάτων «ζητεί» και «βοηθά» δύναται να συναχθεί ότι μόνη η διαπίστωση ασάφειας στην αίτηση παροχής προσβάσεως πρέπει, ανεξαρτήτως των αιτίων της εν λόγω ασάφειας, να οδηγεί το όργανο προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση σε επικοινωνία με τον αιτούντα προκειμένου να καταστεί δυνατός ο ακριβέστερος δυνατός προσδιορισμός των ζητούμενων εγγράφων. Πρόκειται επομένως για διάταξη η οποία μεταφέρει, στο πεδίο της προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα, την αρχή της χρηστής διοικήσεως, αρχή που καταλέγεται μεταξύ των εγγυήσεων που η κοινοτική έννομη τάξη καθιερώνει στις διοικητικές διαδικασίες. Το καθήκον αρωγής είναι, συνεπώς, θεμελιώδες για την εξασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας του δικαιώματος προσβάσεως που καθιερώνεται με την απόφαση 2004/258 (βλ., κατ’ αναλογίαν, προπαρατεθείσα με τη σκέψη 29 απόφαση Williams κατά Επιτροπής, σκέψη 74).

31      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η ΕΚΤ δεν δύναται να απορρίψει παραχρήμα μια αίτηση παροχής προσβάσεως για τον λόγο ότι το έγγραφο το οποίο αυτή αφορά δεν υφίσταται. Αντιθέτως, σε μια τέτοια περίπτωση, η ΕΚΤ οφείλει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2004/258, να ζητήσει από τον αιτούντα να αποσαφηνίσει την αίτησή του και να του παράσχει προς τούτο συνδρομή, ενημερώνοντάς τον για τα έγγραφα που έχει στην κατοχή της και τα οποία αντιστοιχούν σε εκείνα τα οποία αφορά η αίτησή του παροχής προσβάσεως ή δύνανται να περιέχουν εν μέρει ή εν όλω τις ζητούμενες από αυτόν πληροφορίες. Μόνο στην περίπτωση κατά την οποία, παρά τις διευκρινίσεις αυτές, ο αιτών εμμένει στην αίτηση παροχής προσβάσεως σε ανύπαρκτο έγγραφο δύναται η ΕΚΤ να απορρίψει νομίμως την αίτηση αυτή ως άνευ αντικειμένου.

32      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι η αρχική αίτηση του προσφεύγοντος αφορούσε, μεταξύ άλλων, την πρόσβαση στις «βάσεις δεδομένων που χρησιμοποιήθηκαν για τη στατιστική ανάλυση των εκθέσεων» (βλ. ανωτέρω, σκέψη 4).

33      Τόσο με το έγγραφο της 23ης Ιουλίου 2009 (βλ. ανωτέρω, σκέψη 5) όσο και με την προσβαλλόμενη απόφαση, η ΕΚΤ απέρριψε την αίτηση του προσφεύγοντος εν συνόψει για τον λόγο ότι οι βάσεις δεδομένων στις οποίες αυτός ζητούσε πρόσβαση δεν αποτελούσαν έγγραφα υπό την έννοια της αποφάσεως 2004/258. Αντιθέτως, η καθής ουδόλως αμφισβήτησε την ύπαρξη των εν λόγω βάσεων δεδομένων.

34      Με την επιχειρηματολογία της, η οποία συνοψίσθηκε ανωτέρω, με τις σκέψεις 20 έως 23 της παρούσας αποφάσεως, η ΕΚΤ μετρίασε βεβαίως σε σημαντικό βαθμό τη θέση της αυτή. Η καθής εξέθεσε εν συνόψει ότι δεν υφίσταντο συγκεκριμένες βάσεις δεδομένων, προοριζόμενες να χρησιμεύουν ως βοήθημα για τη σύνταξη των εκθέσεων, αλλά ότι τα αναγκαία προς τούτο δεδομένα περιέχονταν σε σύστημα πληροφορικής με αντικείμενο τη διαχείριση υποψηφιοτήτων, καθώς και στις διάφορες βάσεις δεδομένων που η ίδια χρησιμοποιεί για τη διαχείριση του προσωπικού της. Τα δεδομένα αυτά είχαν ανακτηθεί από τις εν λόγω βάσεις δεδομένων και είχαν χρησιμοποιηθεί ως υπόβαθρο για τη σύνταξη των εκθέσεων.

35      Εντούτοις, οι πρόσθετες αυτές επεξηγήσεις της ΕΚΤ ουδόλως οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων δεν είχε συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

36      Πράγματι, η προσβαλλόμενη απόφαση βασίζεται στην αμφισβητούμενη από τον προσφεύγοντα θέση ότι η απόφαση 2004/258 δεν ευρίσκει πεδίο εφαρμογής προκειμένου για πρόσβαση σε βάσεις δεδομένων ή σε δεδομένα που περιέχονται σε αυτές.

37      Εάν γινόταν δεκτή η αντίθετη επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος και έπρεπε, εκ του λόγου αυτού, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, η ΕΚΤ δεν θα ήταν, ασφαλώς, υποχρεωμένη να παράσχει στον προσφεύγοντα πρόσβαση σε ανύπαρκτες βάσεις δεδομένων. Εντούτοις, σε μία τέτοια περίπτωση, η ΕΚΤ θα όφειλε να καλέσει τον προσφεύγοντα, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2004/258, να αποσαφηνίσει την αίτησή του, καθώς και να του παράσχει προς τούτο τη συνδρομή της, ενημερώνοντάς τον, όπως κατ’ ουσίαν έπραξε με τα επιχειρήματά της που συνοψίσθηκαν ανωτέρω, με τις σκέψεις 20 έως 23 της παρούσας αποφάσεως, για τις τηρούμενες από αυτήν βάσεις δεδομένων, οι οποίες δύνανται να περιέχουν τα στοιχεία που τον ενδιαφέρουν.

38      Επομένως, ο προσφεύγων έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση της προσφυγής και το ακυρωτικό αίτημά του είναι παραδεκτό.

39      Δεύτερον, όσον αφορά το δεύτερο αίτημα του προσφεύγοντος, με το οποίο αυτός ζητεί να υποχρεωθεί η EKT «να θέσει στη διάθεσή του το σύνολο των βάσεων δεδομένων επί των οποίων στηρίχθηκαν οι εκθέσεις», επιβάλλεται η επισήμανση ότι, κατά πάγια νομολογία, το Γενικό Δικαστήριο δεν δύναται να απευθύνει διαταγές στα όργανα ή να τα υποκαθιστά στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας τον οποίο ασκεί. Ο εν λόγω περιορισμός του ελέγχου νομιμότητας ισχύει για όλες τις κατηγορίες διαφορών των οποίων επιλαμβάνεται το Γενικό Δικαστήριο, περιλαμβανομένων αυτών που αφορούν την πρόσβαση στα έγγραφα (απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Ιουλίου 2001, T‑204/99, Mattila κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑2265, σκέψη 26).

40      Συνεπώς, το δεύτερο αίτημα του προσφεύγοντος πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

2.     Επί της ουσίας

41      Προς στήριξη του ακυρωτικού αιτήματός του, ο προσφεύγων προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως· με τον πρώτο προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει εκδοθεί κατά πλάνη περί το δίκαιο διότι βασίζεται σε εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα η οποία δεν προβλέπεται από την απόφαση 2004/258· με τον δεύτερο προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει εκδοθεί κατά πλάνη περί το δίκαιο διότι εσφαλμένως η ΕΚΤ έκρινε ότι οι βάσεις δεδομένων δεν αποτελούν έγγραφα υπό την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο α΄, της εν λόγω αποφάσεως· με τον τρίτον, προβάλλεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση έχει εκδοθεί κατά πλάνη περί το δίκαιο διότι εσφαλμένως η ΕΚΤ επικαλέσθηκε, προκειμένου να αρνηθεί την παροχή προσβάσεως στις επίμαχες βάσεις δεδομένων, τον φόρτο εργασίας και τις πρακτικές δυσχέρειες που μια τέτοια πρόσβαση θα συνεπαγόταν για την ίδια.

42      Εξάλλου, με τα υπομνήματά τους παρεμβάσεως, το Βασίλειο της Δανίας, η Δημοκρατία της Φινλανδίας και το Βασίλειο της Σουηδίας προβάλλουν παράβαση, εκ μέρους της ΕΚΤ, της υποχρεώσεώς της αιτιολογήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Δεδομένου ότι η παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως συνιστά λόγο δημόσιας τάξεως, ο οποίος πρέπει, εν ανάγκη, να εξετάζεται ακόμη και αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή (απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Φεβρουαρίου 1997, C‑166/95 P, Επιτροπή κατά Daffix, Συλλογή 1997, σ. I‑983, σκέψη 24, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, T‑404/06 P, ETF κατά Landgren, Συλλογή 2009, σ. II‑2841, σκέψη 137), η εξέταση του εν λόγω ζητήματος επιβάλλεται να προηγηθεί της εξετάσεως των τριών λόγων ακυρώσεως που προβάλλει ο προσφεύγων.

 Επί της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

43      Το Βασίλειο της Δανίας, η Δημοκρατία της Φινλανδίας και το Βασίλειο της Σουηδίας υποστηρίζουν, εν συνόψει, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκθέτει, επαρκώς, όπως απαιτεί ο νόμος, τα στοιχεία που θεμελιώνουν το συμπέρασμα ότι η αίτηση του προσφεύγοντος περί παροχής προσβάσεως δεν αφορούσε έγγραφο υπό την έννοια της αποφάσεως 2004/258.

44      Η ΕΚΤ και η Επιτροπή υπέβαλαν εγγράφως τις παρατηρήσεις τους επί της ανωτέρω επιχειρηματολογίας, στο πλαίσιο απαντήσεώς τους επί γραπτής ερωτήσεως του Γενικού Δικαστηρίου. Η καθής και η υπέρ αυτής παρεμβαίνουσα υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη και ότι τα ανωτέρω επιχειρήματα των παρεμβαινόντων πρέπει να απορριφθούν.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

45      Το άρθρο 7, παράγραφος 1, και το άρθρο 8, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2004/258 ορίζουν ότι, απαντώντας σε αίτηση παροχής προσβάσεως σε έγγραφο, η ΕΚΤ δύναται είτε να χορηγήσει πρόσβαση στο ζητούμενο έγγραφο, καθιστώντας το διαθέσιμο στον αιτούντα συμφώνως προς το άρθρο 9, είτε να κοινοποιήσει σε αυτόν, με γραπτή απάντησή της, τους λόγους της ολικής ή μερικής αρνήσεως παροχής προσβάσεως.

46      Επομένως, τόσο η απόφαση της ΕΚΤ με την οποία απορρίπτεται αρχική αίτηση παροχής προσβάσεως στα έγγραφα όσο και η απόφαση με την οποία απορρίπτεται επιβεβαιωτική αίτηση πρέπει να είναι αιτιολογημένες.

47      Κατά πάγια νομολογία, η οποία ισχύει ομοίως στο πεδίο της προσβάσεως στα έγγραφα, η αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και να εκθέτει κατά τρόπο σαφή και αναμφίλεκτο τη συλλογιστική του οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα, αφενός, στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολόγησαν τη λήψη του μέτρου και, αφετέρου, στον δικαστή της Ένωσης να ασκήσει τον έλεγχό του. Η επιταγή περί αιτιολογήσεως πρέπει να αξιολογείται σε συνάρτηση με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως και, ιδίως, με το περιεχόμενο της πράξεως, τη φύση των προβαλλόμενων δικαιολογητικών λόγων και το συμφέρον που ενδέχεται να έχουν προς λήψη εξηγήσεων οι αποδέκτες της πράξεως ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Δεν απαιτείται να προσδιορίζονται με την αιτιολογία όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ανταποκρίνεται στις σχετικές επιταγές πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το περιεχόμενό της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των νομικών κανόνων που διέπουν το οικείο ζήτημα (βλ. απόφαση Williams κατά Επιτροπής, σκέψη 29 ανωτέρω, σκέψη 94 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

48      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ΕΚΤ τήρησε την υποχρέωσή της γνωστοποιήσεως στον προσφεύγοντα των λόγων της αρνήσεως χορηγήσεως σε αυτόν πλήρους ή μερικής προσβάσεως στις βάσεις δεδομένων τις οποίες αφορούσε η αίτησή του.

49      Τόσο από το έγγραφο της 23ης Ιουλίου 2009, με το οποίο απορρίφθηκε η αρχική αίτηση του προσφεύγοντος περί παροχής προσβάσεως, όσο και από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει κατ’ ουσίαν ότι η αίτηση του προσφεύγοντος περί παροχής προσβάσεως απορρίφθηκε για τον λόγο ότι δεν αφορά έγγραφο υπό την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2004/258.

50      Από το ανωτέρω έγγραφο και την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, ειδικότερα, ότι, κατά την ΕΚΤ, οι βάσεις δεδομένων τις οποίες αφορούσε η αίτηση του προσφεύγοντος περί παροχής προσβάσεως δεν αποτελούν έγγραφα υπό την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2004/258. Η ΕΚΤ επισήμανε συναφώς ότι έντυπες μορφές του περιεχομένου των εν λόγω βάσεων δεδομένων θα συνιστούσαν έγγραφα και θα μπορούσαν να αποτελέσουν το αντικείμενο αιτήσεως παροχής προσβάσεως, πλην όμως τέτοιου είδους έντυπες μορφές των εν λόγω βάσεων δεδομένων δεν υφίσταντο. Η δημιουργία τους θα απαιτούσε πρόσθετη κοπιώδη συστηματοποίηση και ανάλυση δεδομένων για τη σύνταξη νέου εγγράφου. Κατά την ΕΚΤ, η διαδικασία αυτή, η οποία θα συνεπαγόταν σημαντικό φόρτο εργασίας, δεν προβλέπεται από την απόφαση 2004/258 (βλ. ανωτέρω, σκέψεις 5 και 7).

51      Η αιτιολογία αυτή παρέσχε στον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να ενημερωθεί για τους λόγους τους οποίους επικαλέσθηκε η ΕΚΤ προς δικαιολόγηση της απορρίψεως της αιτήσεώς του, ώστε να είναι σε θέση να προσβάλει, όπως εξάλλου έπραξε, την απόρριψη αυτή ενώπιον του δικαστή της Ένωσης· επιβάλλεται επομένως να ερευνηθεί, στο πλαίσιο της εξετάσεως των λόγων ακυρώσεως που προβάλλει ο προσφεύγων προς στήριξη της προσφυγής του, η ορθότητα των λόγων τους οποίους επικαλέσθηκε η ΕΚΤ προς απόρριψη της αιτήσεως παροχής προσβάσεως.

52      Επιπροσθέτως, κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογήσεως αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα της ορθότητας της αιτιολογίας, δεδομένου ότι αυτό αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξεως (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑239/04 και T‑323/04, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑3265, σκέψη 117 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Πράγματι, το γεγονός ότι μια αιτιολογία είναι, ενδεχομένως, πεπλανημένη δεν την καθιστά ανύπαρκτη (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 2010, T‑368/09 P, Sevenier κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

53      Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αιτιολογημένη επαρκώς κατά νόμον, υπό την επιφύλαξη της εξετάσεως της ορθότητας της εν λόγω αιτιολογίας, η οποία θα λάβει χώρα κατωτέρω. Στο πλαίσιο αυτό, κρίνεται σκόπιμο να προηγηθεί η εξέταση του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο συνιστάμενη στην εσφαλμένη υιοθέτηση, εκ μέρους της ΕΚΤ, της θέσεως ότι οι βάσεις δεδομένων δεν αποτελούσαν έγγραφα υπό την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2004/258.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο συνιστάμενη στο ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση, η ΕΚΤ έκρινε εσφαλμένως ότι οι βάσεις δεδομένων δεν αποτελούσαν έγγραφα υπό την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2004/258

 Επιχειρήματα των διαδίκων

54      Ο προσφεύγων, καθώς και το Βασίλειο της Δανίας, η Δημοκρατία της Φινλανδίας και το Βασίλειο της Σουηδίας επισημαίνουν εκ προοιμίου ότι κατά την ερμηνεία της έννοιας «έγγραφο» στο πλαίσιο της αποφάσεως 2004/258 πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι αρχές που ενέπνευσαν την έκδοση του κανονισμού 1049/2001, καθώς και η σχετική με την εφαρμογή του νομολογία, τούτο δε κατά μείζονα λόγο διότι ο εν λόγω κανονισμός μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 2 της εν λόγω αποφάσεως.

55      Οι υπέρ του προσφεύγοντος παρεμβαίνοντες εκτιμούν, επιπροσθέτως, ότι ο όρος «έγγραφο», ο οποίος απαντά με το αυτό περιεχόμενο τόσο στην απόφαση 2004/258 όσο και στον κανονισμό 1049/2011, πρέπει να ερμηνεύεται, σε αμφότερες των περιπτώσεων, κατά τρόπο ομοιόμορφο και να αποτελεί αντικείμενο ευρείας ερμηνείας, η οποία θα λαμβάνει υπόψη την τεχνολογική εξέλιξη. Η Δημοκρατία της Φινλανδίας προσθέτει ότι μια υπερμέτρως στενή ερμηνεία του εν λόγω όρου οδηγεί εμμέσως στη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των διαφόρων εξαιρέσεων από το δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα, κινούμενη σε κατεύθυνση αντίθετη προς αυτή της νομολογίας, η οποία τάσσεται υπέρ μιας αυστηρής ερμηνείας και εφαρμογής των εν λόγω εξαιρέσεων.

56      Ο προσφεύγων προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει εκδοθεί κατά πλάνη περί το δίκαιο καθόσον η ΕΚΤ έκρινε ότι η βάση δεδομένων δεν αποτελεί έγγραφο δυνάμενο να αποτελέσει αντικείμενο αιτήσεως παροχής προσβάσεως βάσει της αποφάσεως 2004/258. Κατά τον προσφεύγοντα, με την προσβαλλόμενη απόφαση η ΕΚΤ εσφαλμένως εξήρτησε την ιδιότητα μιας βάσεως δεδομένων ως εγγράφου, υπό την έννοια της εν λόγω αποφάσεως, από την ύπαρξη μιας έντυπης μορφής της βάσεως αυτής. Και τούτο διότι από το γράμμα του άρθρου 3, στοιχείο α΄, της εν λόγω αποφάσεως προκύπτει ότι η βάση δεδομένων αποτελεί, αυτή καθ’ εαυτήν, έγγραφο. Ο προσφεύγων επικαλείται συναφώς την απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Νοεμβρίου 2004, C‑444/02, Fixtures Marketing (Συλλογή 2004, σ. I‑10549, σκέψη 30), η οποία, όπως υποστηρίζει, επιβεβαιώνει ομοίως τη θέση του, και διευκρινίζει ότι η αίτησή του παροχής προσβάσεως αφορούσε τα δεδομένα των επίμαχων βάσεων δεδομένων της ΕΚΤ «μη επεξεργασμένα».

57      Ο προσφεύγων προσθέτει ότι η ικανοποίηση του αιτήματός του παροχής προσβάσεως επ’ ουδενί προϋποθέτει τη δημιουργία νέου εγγράφου. Αυτό που απαιτείται είναι η επιλογή ορισμένων μεταβλητών και η αντιγραφή τους, έργο που προσομοιάζει με την επιλεκτική φωτοτύπηση εγγράφου. Εξάλλου, προς απόκρουση του επιχειρήματος ότι το κατά την απόφαση 2004/258 έγγραφο πρέπει να παρουσιάζει ορισμένο βαθμό σταθερότητας, ο προσφεύγων υπογραμμίζει ότι πρόκειται για πρόσθετο κριτήριο, το οποίο δεν προβλέπεται από τον κατ’ άρθρο 3, στοιχείο α΄, της εν λόγω αποφάσεως ορισμό του εγγράφου.

58      Μολονότι στηρίζουν το αίτημα του προσφεύγοντος περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, έκαστος των υπέρ του προσφεύγοντος παρεμβαινόντων υιοθετεί ελαφρώς διαφοροποιημένη θέση όσον αφορά το ζήτημα αν μια βάση δεδομένων και τα δεδομένα που αυτή περιέχει αποτελούν έγγραφα υπό την έννοια της αποφάσεως 2004/258.

59      Το Βασίλειο της Δανίας υποστηρίζει ότι μια βάση δεδομένων δεν αποτελεί, αυτή καθ’ εαυτήν, έγγραφο για τους σκοπούς των σχετικών με την πρόσβαση στα έγγραφα διατάξεων, οι οποίες αφορούν αποκλειστικώς εξατομικευμένα, προϋπάρχοντα και σαφώς προσδιορισμένα έγγραφα. Εντούτοις, οτιδήποτε θα μπορούσε να εξαχθεί από μια βάση δεδομένων μέσω απλής ή συνήθους αναζητήσεως, μη συνεπαγόμενης υπέρμετρο φόρτο εργασίας, θα πρέπει να θεωρείται έγγραφο, δυνάμενο να αποτελέσει αντικείμενο αιτήσεως παροχής προσβάσεως. Το Βασίλειο της Δανίας εκτιμά, ως εκ τούτου, ότι η ΕΚΤ όφειλε να εξετάσει εάν οι ζητούμενες από τον προσφεύγοντα πληροφορίες μπορούσαν να εξαχθούν από τις βάσεις δεδομένων που αυτή τηρεί μέσω απλής αναζητήσεως και, σε καταφατική περίπτωση, να ικανοποιήσει το αίτημα του προσφεύγοντος περί παροχής προσβάσεως.

60      Το Βασίλειο της Σουηδίας αποκρούει τη διατυπούμενη με την προσβαλλόμενη απόφαση θέση ότι η αίτηση του προσφεύγοντος περί παροχής προσβάσεως δεν αφορούσε έγγραφα. Κατά την άποψή του, η ΕΚΤ όφειλε, κατ’ εφαρμογήν της αποφάσεως 2004/258, να επιτρέψει την πρόσβαση στα δεδομένα που ήταν ηλεκτρονικώς αποθηκευμένα σε βάση δεδομένων, εφόσον βεβαίως δεν συνέτρεχε περίπτωση εφαρμογής μιας από τις εξαιρέσεις του άρθρου 4 της αποφάσεως αυτής. Το γεγονός ότι τα ηλεκτρονικώς αποθηκευμένα δεδομένα δεν είχαν φυσικώς διευθετηθεί με ορισμένο τρόπο, αλλά κατά τρόπο αποκλειστικώς λογικό, δεν δύναται να οδηγήσει σε διαφορετικό συμπέρασμα. Ομοίως, το μέσο αποθηκεύσεως των οικείων δεδομένων δεν ασκεί επιρροή.

61      Εντούτοις, κατά το Βασίλειο της Σουηδίας, δεδομένα που έχουν διαγραφεί από βάση δεδομένων δεν δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο αιτήσεως παροχής προσβάσεως. Ομοίως, δεν δύναται να ζητείται από θεσμικό όργανο να αποκτήσει δεδομένα τα οποία δεν έχει στην κατοχή του, προκειμένου αυτό να απαντήσει σε αίτηση παροχής προσβάσεως.

62      Το Βασίλειο της Δανίας και το Βασίλειο της Σουηδίας υποστηρίζουν περαιτέρω ότι, με τις παρατηρήσεις της επί της καταγγελίας 1693/2005/PB ενώπιον του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή, η ίδια η Επιτροπή είχε ερμηνεύσει τον περιλαμβανόμενο στον κανονισμό 1049/2001 όρο «έγγραφο» ως καλύπτοντα και, το αποτέλεσμα συνήθων αναζητήσεων σε βάση δεδομένων.

63      Η Δημοκρατία της Φινλανδίας εκτιμά ότι η προσβαλλόμενη απόφαση βασίζεται σε μια υπερμέτρως στενή ερμηνεία του περιλαμβανομένου στην απόφαση 2004/258 όρου «έγγραφο». Κατά την εν λόγω παρεμβαίνουσα, ο συγκεκριμένος όρος καλύπτει, ομοίως, οιονδήποτε συνδυασμό των δεδομένων βάσεως δεδομένων ο οποίος δύναται να προκύψει από τη χρήση των εργαλείων της βάσεως αυτής. Το γεγονός ότι το οικείο όργανο δεν προβαίνει, καίτοι τούτο είναι δυνατό, σε τέτοιες αναζητήσεις στο πλαίσιο της καθημερινής του δραστηριότητας στερείται συναφώς σημασίας. Η Δημοκρατία της Φινλανδίας προσθέτει επικουρικώς ότι, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι τα δεδομένα που περιέχονται σε βάση δεδομένων δεν αποτελούν έγγραφα υπό την έννοια της ως άνω αποφάσεως, η ΕΚΤ όφειλε να γνωστοποιήσει στον προσφεύγοντα οιοδήποτε αυτοτελές εκτυπώσιμο έγγραφο το οποίο ηδύνατο να ικανοποιήσει το αίτημά του περί παροχής προσβάσεως.

64      Ο προσφεύγων, καθώς και η Δημοκρατία της Φινλανδίας και το Βασίλειο της Σουηδίας επικαλούνται επίσης τα άρθρα 6 και 9 της αποφάσεως 2004/258. Λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων αυτών, ούτε ενδεχόμενες δυσχέρειες στον προσδιορισμό του ζητούμενου εγγράφου ούτε προσκόμματα πρακτικής φύσεως, συμπεριλαμβανομένου του υπέρμετρου φόρτου εργασίας που ενδέχεται να συνεπάγεται για την ΕΚΤ μια θετική απάντηση σε τέτοια αίτηση, αποτελούν θεμιτούς λόγους απορρίψεως της αιτήσεως αυτής. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο διότι η ΕΚΤ θα μπορούσε να έλθει σε επαφή με τον αιτούντα προκειμένου να ζητήσει διευκρινίσεις ενδεχομένως αναγκαίες για την εξεύρεση κοινώς αποδεκτής λύσεως. Εν ανάγκη, η καθής θα μπορούσε, ομοίως, να επιτρέψει στον αιτούντα να συμβουλευθεί ογκώδες έγγραφο στα γραφεία της.

65      Τέλος, ο προσφεύγων αποκρούει επίσης το επιχείρημα που η ΕΚΤ αντλεί από τη φερόμενη αδυναμία καταγραφής μιας βάσεως δεδομένων σε μητρώο, όπως αυτό που προβλέπεται από το άρθρο 11 του κανονισμού 1049/2001. Ο προσφεύγων αναφέρεται, συναφώς, στην πρακτική της Eurostat (Στατιστική Υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης), η οποία προσφέρει τη δυνατότητα on line προσβάσεως σε διάφορα στατιστικά δεδομένα.

66      Η ΕΚΤ υπενθυμίζει κατ’ αρχάς ότι επ’ αυτής δεν τυγχάνει εφαρμογής ούτε το άρθρο 255 ΕΚ ούτε ο κανονισμός 1049/2001. Η απόφαση 2004/258 περιέχει βεβαίως μνεία στο άρθρο 1 ΕΕ και στην κοινή δήλωση σχετικά με τον εν λόγω κανονισμό. Εντούτοις, η συγκεκριμένη απόφαση αποτελεί μέτρο ληφθέν επί τη βάσει του καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της ΕΚΤ, καθώς και του άρθρου 23 του εσωτερικού της κανονισμού. Επομένως, ακόμη και αν η διατύπωση του κανονισμού 1049/2001 και της αποφάσεως 2004/258 ήταν παρεμφερής, σκοπός της εν λόγω αποφάσεως δεν είναι να επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1049/2001 στα έγγραφα της ΕΚΤ. Κατά την καθής, η εν λόγω απόφαση πρέπει επομένως να ερμηνεύεται κατά τρόπο συνάδοντα με τους σκοπούς του ιδιαίτερου καθεστώτος που διέπει την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφά της.

67      Επιπροσθέτως, η ΕΚΤ και η Επιτροπή επισημαίνουν ότι η προμνησθείσα με τη σκέψη 56 απόφαση Fixtures Marketing, την οποία επικαλείται ο προσφεύγων, αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 96/9/ΕΟΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 1996, σχετικά με τη νομική προστασία των βάσεων δεδομένων (ΕΕ L 77, σ. 20). Η εν λόγω απόφαση του Δικαστηρίου στερείται, επομένως, σημασίας στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς, η οποία αφορά την ερμηνεία της αποφάσεως 2004/258. Η ΕΚΤ υπενθυμίζει, εξάλλου, ότι ο προσφεύγων δεν προέβαλε ένσταση ελλείψεως νομιμότητας σε σχέση με την απόφαση 2004/258, η οποία έχει, εν πάση περιπτώσει, τεκμήριο νομιμότητας.

68      Εν αντιθέσει προς την ΕΚΤ, η Επιτροπή εκτιμά ότι, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, της περιλαμβανομένης στην απόφαση 2004/258 μνείας στον κανονισμό 1049/2001 και, αφετέρου, του ταυτόσημου περιεχομένου του όρου «έγγραφο» σε αμφότερα των κειμένων, η ερμηνεία του ορισμού που περιλαμβάνεται στο άρθρο 3 της αποφάσεως 2004/258 πρέπει να συνάδει με το γράμμα και την οικονομία του εν λόγω κανονισμού.

69      Δεύτερον, η ΕΚΤ διατυπώνει ορισμένες απόψεις σχετικές με τα χαρακτηριστικά του κατ’ άρθρο 3, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2004/258 εγγράφου. Όπως επισημαίνει, εφόσον ο περιλαμβανόμενος στην εν λόγω διάταξη ορισμός αφορά «οποιοδήποτε περιεχόμενο», αποβλέπει να καλύψει όσο το δυνατό περισσότερα στοιχεία της πραγματικότητας. Εξάλλου, η μορφή αποθηκεύσεως του εν λόγω περιεχομένου, ηλεκτρονική ή άλλη, στερείται παντελώς σημασίας. Τέλος, ένα «στοιχείο» πρέπει να θεωρείται έγγραφο κατά τον εν λόγω ορισμό εάν έχει συνταχθεί ή δημιουργηθεί από την ΕΚΤ ή εάν απλώς βρίσκεται στην κατοχή της.

70      Κατά την ΕΚΤ και την Επιτροπή, ο περιλαμβανόμενος στην απόφαση 2004/258 ορισμός του εγγράφου πρέπει να αναγιγνώσκεται σε συνδυασμό με τις λοιπές διατάξεις της εν λόγω αποφάσεως, ιδίως δε με τα άρθρα 6 και 9 αυτής, και να αποτελεί αντικείμενο «συστηματικής ερμηνείας». Όπως επισημαίνουν, από τα δύο αυτά άρθρα προκύπτει ότι τα έγγραφα τα οποία αφορά η εν λόγω απόφαση πρέπει να μπορούν να διαβιβασθούν στον αιτούντα ως έχουν, άνευ επεμβάσεως επί του περιεχομένου ή της μορφής τους, να υφίστανται ως αυτοτελή και εξατομικευμένα έγγραφα, χωρίς να χρειάζεται να δημιουργηθούν, και να εμφανίζονται υπό μορφή αρκούντως σταθερή ώστε να έχουν «περιεχόμενο». Τέτοια είναι, μεταξύ άλλων, η περίπτωση κειμένου που περιέχεται σε φύλλο χάρτου ή σε ηλεκτρονικό έγγραφο.

71      Επιπροσθέτως, η EKT υποστηρίζει ότι η ερμηνεία του περιλαμβανομένου στην απόφαση 2004/258 όρου «έγγραφο» πρέπει να είναι σύμφωνη προς τον σκοπό της εν λόγω αποφάσεως, ο οποίος έγκειται στην παροχή στην ΕΚΤ της δυνατότητας να προβαίνει σε στάθμιση της πιθανής βλάβης που δύναται να επιφέρει η κοινοποίηση εγγράφου σε τρίτο πρόσωπο και, συνακολούθως, να κρίνει αν η κοινοποίηση αυτή εμποδίζεται από κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 4 εξαιρέσεις. Ο σκοπός αυτός επιβεβαιώνει εξάλλου τη θέση ότι ο όρος «έγγραφο» προϋποθέτει ότι το οικείο στοιχείο εμφανίζει ορισμένη σταθερότητα και είναι συγκεκριμένο, αποκλειομένων των στοιχείων των οποίων το περιεχόμενο υπόκειται σε διαρκείς ή ad hoc τροποποιήσεις.

72      Τέλος, η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι ούτε η απόφαση 2004/258 ούτε, εν γένει, το δίκαιο της Ένωσης προβλέπουν δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στις πληροφορίες. Ο περιλαμβανόμενος στην εν λόγω απόφαση όρος «έγγραφο» δεν δύναται, συνεπώς, να ερμηνεύεται κατά τρόπο συνεπαγόμενο την de facto αναγνώριση τέτοιου δικαιώματος.

73      Τρίτον, η ΕΚΤ και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι οι βάσεις δεδομένων τις οποίες αφορά η αίτηση του προσφεύγοντος περί παροχής προσβάσεως δεν αποτελούν έγγραφα υπό την έννοια της αποφάσεως 2004/258. Κατ’ αρχάς, η θέση του προσφεύγοντος ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, έγινε δεκτό ότι μόνον οι έντυπες μορφές των βάσεων δεδομένων αποτελούν έγγραφα βασίζεται σε μια υπεραπλουστευτική ερμηνεία της εν λόγω αποφάσεως. Όπως επισημαίνουν, οι βάσεις δεδομένων τις οποίες αφορά η αίτηση του προσφεύγοντος δεν αποτελούν ούτε μητρώο ούτε σύνολο εγγράφων και δεν παρουσιάζουν τεκμηριωτικό χαρακτήρα, εν αντιθέσει προς τις βάσεις δεδομένων τεκμηριώσεως, όπως είναι η βάση δεδομένων EUR‑Lex. Τα δεδομένα που περιέχονται στις βάσεις δεδομένων της ΕΚΤ μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για την παραγωγή «εσωτερικών» εγγράφων για συγκεκριμένους σκοπούς, με τη βοήθεια των εργαλείων συλλογής και συστηματοποιήσεως που διαθέτουν οι συγκεκριμένες βάσεις δεδομένων. Η ΕΚΤ εκτιμά, ως εκ τούτου, ότι οι πληροφορίες που περιέχονται στις βάσεις δεδομένων της δεν μπορούν να παρασχεθούν ως έχουν στον προσφεύγοντα. Για την ικανοποίηση του αιτήματός του θα καθίστατο αναγκαία η δημιουργία νέου εγγράφου. Η αναγνώριση μιας τέτοιας υποχρεώσεως εις βάρος της ΕΚΤ θα υπερακόντιζε, όμως, τον σκοπό της αποφάσεως 2004/258. Εξάλλου, ο προσφεύγων δεν εξήγησε τους λόγους για τους οποίους οι βάσεις δεδομένων τις οποίες αφορά η αίτησή του αποτελούν έγγραφα.

74      Στο ίδιο πλαίσιο, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, με την αίτησή του, ο προσφεύγων επεδίωκε την πρόσβαση στις βάσεις δεδομένων αυτές καθεαυτές. Πέραν, όμως, των πληροφοριών, οι εν λόγω βάσεις δεδομένων περιέχουν και το αναγκαίο για τη λειτουργία τους λογισμικό, εργαλεία αναζητήσεως, καθώς και λογικές και συστημικές σχέσεις. Κατά την Επιτροπή, το αντικείμενο της αιτήσεως του προσφεύγοντος είναι, επομένως, πολύ ευρύτερο από την παροχή προσβάσεως σε ένα έγγραφο. Στην πραγματικότητα, ο προσφεύγων επιθυμεί να αποκτήσει πρόσβαση σε εργαλείο το οποίο θα του επιτρέψει να εκπονήσει δικά του έγγραφα, βάσει κριτηρίων αναζητήσεως που ο ίδιος θα επιλέξει.

75      Δεύτερον, η ΕΚΤ και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι οι βάσεις δεδομένων τις οποίες αφορά η αίτηση του προσφεύγοντος δεν εμφανίζουν την αναγκαία σταθερότητα περιεχομένου ώστε να μπορούν να χαρακτηρισθούν έγγραφα. Πράγματι, το περιεχόμενό τους εξελίσσεται διαρκώς, με την προσθήκη ή αφαίρεση πληροφοριών. Συναφώς, η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι οι όροι «συντάσσεται από [την ΕΚΤ] ή βρίσκεται στην κατοχή [της]» και «προέρχονται», οι οποίοι χρησιμοποιούνται, αντιστοίχως, στο άρθρο 3, στοιχείο α΄, και στο άρθρο 5 της αποφάσεως 2004/258, επιβεβαιώνουν τη θέση αυτή. Το αυτό ισχύει για τις αναφορές σε «πολύ ογκώδη έγγραφα» ή σε «πολύ μεγάλο αριθμό εγγράφων», που απαντούν στο άρθρο 6, παράγραφος 3, στο άρθρο 7, παράγραφος 3, και στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της προσβαλλομένης αποφάσεως. Τέτοιου είδους ποσοτικές ενδείξεις προϋποθέτουν σταθερό περιεχόμενο, δυνάμενο να προσδιορισθεί.

76      Τρίτον, η ΕΚΤ και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι η αναγνώριση των επίμαχων βάσεων δεδομένων ως εγγράφων δυνάμενων να αποτελέσουν το αντικείμενο αιτήσεως παροχής προσβάσεως θα συνεπαγόταν διάφορες πρακτικές δυσχέρειες. Κατ’ αρχάς, η επιτασσόμενη από τη νομολογία συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση ενός εκάστου των εγγράφων που αφορά μια αίτηση παροχής προσβάσεως κατά τρόπο που προϋποθέτει σταθερό και προσδιορίσιμο έγγραφο και είναι, επομένως, ανέφικτη στην περίπτωση βάσεως δεδομένων των οποίων το περιεχόμενο τελεί εν διαρκή εξελίξει.

77      Επιπροσθέτως, θα ήταν αδύνατον να εξετασθεί εάν η παροχή προσβάσεως κωλύεται λόγω της συνδρομής μιας από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4 της αποφάσεως 2004/258, ιδίως στην περίπτωση βάσεως δεδομένων περιέχουσας μεγάλο αριθμό προσωπικών δεδομένων.

78      Τέλος, τα προβλεπόμενα από τον κανονισμό 1049/2001 μέτρα που σκοπούν στη διευκόλυνση της ασκήσεως του δικαιώματος προσβάσεως, όπως τα μητρώα εγγράφων ή η δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επιβεβαιώνουν ότι ο νομοθέτης απέβλεψε ειδικώς σε μεμονωμένα έγγραφα, κατ’ αποκλεισμό βάσεων δεδομένων όπως οι επίμαχες εν προκειμένω. Το γεγονός ότι η απόφαση 2004/258 δεν προβλέπει τη δημιουργία μητρώου εγγράφων, ανάλογου προς αυτό του άρθρου 11 του κανονισμού, δεν δύναται να οδηγήσει σε αντίθετο συμπέρασμα.

79      Τέταρτον, η ΕΚΤ και η Επιτροπή επικαλούνται την έκθεση του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή για την πρόσβαση του κοινού στις βάσεις δεδομένων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 10ης Δεκεμβρίου 2008, την Πράσινη Βίβλο της Επιτροπής, με τίτλο «Η δημόσια πρόσβαση στα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή των οργάνων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας – Γενική επισκόπηση» [COM(2007) 185 τελικό], την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής [COM(2008) 229 – τελικό COD 2008/0090], καθώς και την έκθεση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των αρχών του κανονισμού 1049/2001 [COM(2004) 45 τελικό], οι οποίες επιρρωννύουν, στο σύνολό τους, τη θέση ότι οι βάσεις δεδομένων δεν αποτελούν έγγραφα για τους σκοπούς των σχετικών με την πρόσβαση στα έγγραφα διατάξεων.

80      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το ιστορικό θεσπίσεως του κανονισμού 1049/2001 επιβεβαιώνει ομοίως τη θέση ότι μια βάση δεδομένων δεν μπορεί να θεωρηθεί έγγραφο υπό την έννοια του εν λόγω κανονισμού και της αποφάσεως 2004/258. Προς επίρρωση της θέσεώς της, η Επιτροπή επικαλείται σειρά προγενέστερων της εκδόσεως του εν λόγω κανονισμού εγγράφων.

81      Η ΕΚΤ υποστηρίζει εξάλλου ότι, ακριβώς επειδή τα δεδομένα που περιέχονται στις βάσεις δεδομένων της δεν αποτελούσαν έγγραφα, συνέταξε τις εκθέσεις, προκειμένου να συμμορφωθεί προς την αναγνωριζόμενη από τη νομολογία υποχρέωσή της (απόφαση του Πρωτοδικείου της 25ης Απριλίου 2007, T 264/04, WWF European Policy Programme κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2007, σ. II 911, σκέψη 61) να συντάσσει και να διατηρεί τα σχετικά με τις δραστηριότητές της έγγραφα.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

–       Η έννοια της βάσεως δεδομένων

82      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι όλοι οι διάδικοι αναφέρονται, με την επιχειρηματολογία τους, στην έννοια της βάσεως δεδομένων, χωρίς, ωστόσο, να παρέχουν κάποιο σχετικό ορισμό. Η εξέταση του συγκεκριμένου λόγου ακυρώσεως πρέπει επομένως να αρχίσει με την ανάλυση της έννοιας αυτής.

83      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι, μολονότι, όπως ορθώς επισημαίνει η ΕΚΤ (βλ. ανωτέρω, σκέψη 67 της παρούσας αποφάσεως), ο κατ’ άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 96/9 ορισμός της βάσεως δεδομένων χρησιμοποιείται μόνο για τις ανάγκες εφαρμογής της συγκεκριμένης οδηγίας, ο εν λόγω ορισμός μπορεί να αποτελέσει αξιοποιήσιμο στοιχείο. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο διότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η ΕΚΤ, μολονότι ενέμεινε στη θέση ότι η οδηγία 96/9 δεν έχει πεδίο εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση, επιβεβαίωσε, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, ότι «από πλευράς πληροφορικής», οι επίμαχες βάσεις δεδομένων της εμπίπτουν στον ανωτέρω ορισμό, στοιχείο που κατεγράφη στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

84      Το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 96/9 ορίζει ως βάση δεδομένων τη «συλλογή έργων, δεδομένων ή άλλων ανεξάρτητων στοιχείων, διευθετημένων κατά συστηματικό ή μεθοδικό τρόπο και ατομικώς προσιτών με ηλεκτρονικά μέσα ή κατ’ άλλον τρόπο».

85      Όπως επισήμανε το Δικαστήριο με την προμνησθείσα με τη σκέψη 56 απόφαση Fixtures Marketing (σκέψεις 29 και 30), ο χαρακτηρισμός ενός συνόλου στοιχείων ως βάσεως δεδομένων εξαρτάται, κατ’ αρχάς, από την ύπαρξη μιας συλλογής «ανεξάρτητων στοιχείων», ήτοι στοιχείων δυνάμενων να χωρισθούν χωρίς να επηρεασθεί η αξία του πληροφοριακού, λογοτεχνικού, καλλιτεχνικού, μουσικού ή άλλου περιεχομένου τους. Ο εν λόγω χαρακτηρισμός προϋποθέτει, περαιτέρω, ότι τα ανεξάρτητα στοιχεία που συναποτελούν τη συλλογή αυτή έχουν διευθετηθεί κατά συστηματικό ή μεθοδικό τρόπο και είναι, με κάποιο τρόπο, μεμονωμένως προσβάσιμα. Η προϋπόθεση αυτή, χωρίς να απαιτεί να είναι φυσικώς ορατή αυτή η συστηματική ή μεθοδική διευθέτηση, συνεπάγεται ότι η συλλογή πρέπει να περιέχεται σε σταθερό υπόθεμα, οιασδήποτε φύσεως, και να περιλαμβάνει ένα τεχνικό μέσο, όπως μια ηλεκτρονική, ηλεκτρομαγνητική ή ηλεκτροοπτική μέθοδο, ή κάποιο άλλο μέσο, όπως ευρετήριο, πίνακα περιεχομένων, σχέδιο ή έναν ιδιαίτερο τρόπο ταξινομήσεως, που επιτρέπει τον εντοπισμό ενός εκάστου των ανεξάρτητων στοιχείων που περιέχονται στην εν λόγω συλλογή.

86      Η δεύτερη αυτή προϋπόθεση καθιστά δυνατή τη διάκριση της βάσεως δεδομένων, υπό την έννοια της οδηγίας 96/9, της οποίας χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι ότι διαθέτει μέσο που επιτρέπει την ανεύρεση εντός της βάσεως ενός εκάστου των συστατικών της στοιχείων, από μια συλλογή στοιχείων που παρέχει πληροφορίες αλλά δεν διαθέτει κανένα μέσο επεξεργασίας των επιμέρους στοιχείων που τη συνθέτουν (απόφαση Fixtures Marketing, σκέψη 56 ανωτέρω, σκέψη 31).

87      Επί τη βάσει αυτής της αναλύσεως, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στην κατ’ άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 96/9 έννοια της βάσεως δεδομένων εμπίπτει κάθε συλλογή αποτελούμενη από έργα, δεδομένα ή άλλα στοιχεία, δυνάμενα να χωρισθούν χωρίς να επηρεασθεί η αξία του περιεχομένου τους, και περιλαμβάνουσα μέθοδο ή σύστημα, οιασδήποτε φύσεως, το οποίο να καθιστά δυνατό τον εντοπισμό ενός εκάστου των συστατικών της στοιχείων (απόφαση Fixtures Marketing, σκέψη 56 ανωτέρω, σκέψη 32).

–       Ανάλυση του κατ’ άρθρο 3, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2004/258 ορισμού του όρου «έγγραφο»

88      Επιβάλλεται η ανάλυση των διαφόρων στοιχείων του ορισμού του όρου «έγγραφο», ο οποίος δίδεται στο άρθρο 3, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2004/258. Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί, πρώτον, ότι, από τους όρους «υπόθεμα», «αποθηκευμένο», «εγγραφή», «συντάσσεται» και «βρίσκεται στην κατοχή», οι οποίοι χρησιμοποιούνται στον εν λόγω ορισμό, προκύπτει, εμμέσως πλην σαφώς, ότι ο νομοθέτης είχε κατά νου περιεχόμενο το οποίο διατηρείται και δύναται να αναπαραχθεί ή στο οποίο δύναται να ανατρέχει κανείς και μετά την παραγωγή του. Επομένως, στοιχεία τα οποία δεν διατηρούνται δεν αποτελούν έγγραφα, έστω και αν είναι γνωστά στην ΕΚΤ.

89      Συνεπώς, εάν τα διαμειφθέντα κατά τη σύσκεψη μελών του προσωπικού της ΕΚΤ δεν έχουν καταγραφεί με συσκευή ηχητικής ή οπτικοακουστικής εγγραφής ή σε πρακτικά, δεν θα ήταν δυνατόν να γίνει λόγος για έγγραφο ικανό να αποτελέσει το αντικείμενο αιτήσεως παροχής προσβάσεως, έστω και αν οι μετασχόντες στην εν λόγω σύσκεψη ενθυμούνται με ακρίβεια το περιεχόμενο των συζητήσεών τους (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογίαν, απόφαση WWF European Policy Programme κατά Συμβουλίου, σκέψη 81 ανωτέρω, σκέψεις 76 έως 78).

90      Δεύτερον, από τον ορισμό του άρθρου 3, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2004/258 προκύπτει ότι η φύση του υποθέματος αποθηκεύσεως ενός περιεχομένου δεν ασκεί επιρροή επί του ζητήματος εάν το περιεχόμενο αυτό αποτελεί ή όχι έγγραφο. Επομένως, μπορεί να πρόκειται για παραδοσιακό τύπο υποθέματος, όπως το χαρτί, ή για πιο εξελιγμένο τύπο υποθέματος, όπως τα διάφορα μέσα ηλεκτρονικής αποθηκεύσεως (σκληρός δίσκος, πλινθίο ηλεκτρονικής μνήμης κ.λπ.) ή τα ποικίλα μέσα που χρησιμοποιούνται για την ηχητική, οπτική ή οπτικοακουστική εγγραφή (CD, DVD, βιντεοκασέτες κ.λπ.). Ο εν λόγω ορισμός καλύπτει, κατ’ αρχήν, οιοδήποτε νέο μέσο αποθηκεύσεως ή εγγραφής εφευρεθεί ενδεχομένως στο μέλλον.

91      Τρίτον, το γράμμα του άρθρου 3, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2004/258 αναφέρεται σε «οποιοδήποτε περιεχόμενο». Επομένως, ο τύπος και η φύση του αποθηκευμένου περιεχομένου στερούνται ομοίως σημασίας. Πράγματι, η αποδοχή οιουδήποτε τύπου υποθέματος συνεπάγεται κατ’ ανάγκην την αποδοχή όλων των περιεχομένων που μπορούν να αποθηκευθούν στα διάφορα αποδεκτά υποθέματα. Συνεπώς, ένα έγγραφο κατά τον ορισμό που δίδει η εν λόγω απόφαση δύναται να περιλαμβάνει λέξεις, ψηφία ή οιοδήποτε άλλο είδος συμβόλου, αλλά, επίσης, εικόνες και εγγραφές ηχητικές, όπως μια ομιλία, ή οπτικές, όπως μια ταινία.

92      Ο μόνος περιορισμός που τίθεται όσον αφορά το περιεχόμενο το οποίο δύναται να αφορά ο κατ’ άρθρο 3, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2004/258 ορισμός είναι ότι το περιεχόμενο αυτό πρέπει να σχετίζεται με τις πολιτικές, τις δραστηριότητες ή τις αποφάσεις της ΕΚΤ.

93      Τέταρτον, για τους ίδιους λόγους, από τον κατ’ άρθρο 3, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2004/258 ορισμό του όρου «έγγραφο» δύναται να συναχθεί ότι το μέγεθος, η έκταση, η σπουδαιότητα ή η παρουσίαση του περιεχομένου στερούνται σημασίας όσον αφορά το ζήτημα αν το περιεχόμενο αυτό καλύπτεται ή όχι από τον εν λόγω ορισμό.

94      Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι έγγραφο, υπό την έννοια της αποφάσεως 2004/258, δύναται να συνιστά ένα βιβλίο ορισμένων εκατοντάδων σελίδων ή ένα «φύλλο χάρτου» (κατά τη διατύπωση που χρησιμοποίησε η ΕΚΤ σε επιχείρημά της συνοψισθέν στη σκέψη 70), το οποίο ενδέχεται να περιέχει μία μόνο λέξη ή έναν αριθμό, όπως επί παραδείγματι ένα όνομα ή έναν τηλεφωνικό αριθμό. Ομοίως, έγγραφο δύναται να αποτελεί όχι μόνον ένα κείμενο, όπως και μια επιστολή ή ένα υπόμνημα, αλλά και ένας πίνακας, ένας κατάλογος ή ένα ευρετήριο, όπως ένας τηλεφωνικός κατάλογος, ένας τιμοκατάλογος ή ένας κατάλογος εξαρτημάτων.

–       Αντικείμενο της αιτήσεως του προσφεύγοντος περί παροχής προσβάσεως

95      Όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα στις σκέψεις 82 έως 87 της παρούσας αποφάσεως, στην έννοια της βάσεως δεδομένων δεν εμπίπτει μόνο το σύνολο των δεδομένων που αυτή περιέχει, αλλά και το τεχνικό μέσο που αυτή διαθέτει, το οποίο επιτρέπει τη συστηματική ή μεθοδική οργάνωση των εν λόγω δεδομένων, καθώς και την ανάκτησή τους κατά τρόπο στοχευμένο και μεμονωμένο.

96      Επιβάλλεται, εντούτοις, η διαπίστωση ότι, ούτε με την αρχική ή την επιβεβαιωτική αίτησή του παροχής προσβάσεως ούτε με τα υπομνήματά του ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, προέβη ο προσφεύγων σε σαφή διάκριση μεταξύ, αφενός, των δεδομένων που περιέχονται σε μια βάση δεδομένων και, αφετέρου, αυτής καθ’ εαυτήν της βάσεως δεδομένων, η οποία, όπως μόλις επισημάνθηκε, αποτελεί έννοια με ευρύτερο περιεχόμενο.

97      Πράγματι, ενώ, με την αρχική αίτησή του (βλ. ανωτέρω, σκέψη 4) ο προσφεύγων αναφέρθηκε στις «βάσεις δεδομένων που χρησιμοποιήθηκαν για τη στατιστική επεξεργασία των εκθέσεων», με την επιβεβαιωτική αίτησή του (βλ. ανωτέρω, σκέψη 6) επισήμανε ότι «τα δεδομένα στα οποία ζητούσε να του χορηγηθεί πρόσβαση [αποτελούσαν] πράγματι περιεχόμενο αποθηκευμένο υπό ηλεκτρονική μορφή (τις “βάσεις” δεδομένων) και συντεταγμένο από την ΕΚΤ». Με τον τρόπο αυτόν ο προσφεύγων δημιούργησε την εντύπωση ότι η αίτησή του παροχής προσβάσεως αφορούσε μόνον τα δεδομένα που περιέχονται σε βάση δεδομένων της ΕΚΤ. Ομοίως, ο προσφεύγων φαίνεται να χρησιμοποιεί τον όρο «βάση δεδομένων» ως ένα περιληπτικό όνομα δηλωτικό των δεδομένων που περιέχει μια βάση, χωρίς ουδόλως να ενδιαφέρεται για τα δομικά στοιχεία της βάσεως αυτής.

98      Επιπροσθέτως, ενώ με το δικόγραφο της προσφυγής του και, συγκεκριμένα, με τον τίτλο του υπό εξέταση λόγου ακυρώσεως ο προσφεύγων αναφέρεται στον «χαρακτήρα της βάσεως δεδομένων ως “εγγράφου”», με το υπόμνημά του απαντήσεως, δηλώνει, αφενός, ότι μια βάση δεδομένων είναι «συγχρόνως “περιεχόμενο” και “περιέκτης”» και, αφετέρου, ότι η αίτησή του παροχής προσβάσεως αφορούσε αποκλειστικώς «ανεπεξέργαστα δεδομένα».

99      Οι διευκρινίσεις που παρέσχε ο προσφεύγων στο πλαίσιο απαντήσεώς του σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση δεν στάθηκαν ικανές να άρουν τη σύγχυση που προκαλεί η ορολογική αυτή ανακρίβεια. Ερωτηθείς εάν η αίτησή του παροχής προσβάσεως αφορούσε αποκλειστικώς τα δεδομένα που περιέχονται σε βάση δεδομένων της ΕΚΤ ή εάν αυτή έπρεπε να εκληφθεί ως αφορώσα και άλλα στοιχεία της βάσεως, που ο ίδιος όφειλε να προσδιορίσει, ο προσφεύγων απάντησε ότι είχε ζητήσει πράγματι «βάση δεδομένων», επιδιώκοντας να αποκτήσει «επί παραδείγματι πίνακα ο οποίος θα μπορούσε να περιέχει στοιχεία σχετικά με την πρόσληψη και την κινητικότητα του προσωπικού». Ο προσφεύγων επισήμανε ότι εάν αυτή η βάση δεδομένων υφίστατο, επιθυμούσε να λάβει «αντίγραφό» της και εξέφρασε την προσδοκία του να του χορηγηθεί πρόσβαση σε «αυτή τη βάση δεδομένων, σε αυτήν τη συλλογή». Ο προσφεύγων δήλωσε περαιτέρω ότι εάν η ΕΚΤ δεν διέθετε «τέτοιον πίνακα, τέτοια συλλογή», θα έπρεπε ασφαλώς να υπάρχουν φάκελοι του προσωπικού τους οποίους θα μπορούσε να αξιοποιήσει. Ερωτηθείς εάν, λαμβανομένων υπόψη των διευκρινίσεών του, μπορούσε ορθώς να συναχθεί ότι η χορήγηση σε αυτόν αντιγράφου θα ήταν αρκετή και ότι ο ίδιος δεν ζητούσε, συνεπώς, τα εργαλεία μιας βάσεως δεδομένων, ο προσφεύγων απάντησε ότι, «σε πρώτο στάδιο», ένα αντίγραφο θα ήταν πράγματι αρκετό, πλην όμως, εν συνεχεία, ο ίδιος θα χρειαζόταν ενδεχομένως τα διαθέσιμα για τη βάση δεδομένων εργαλεία. Οι δηλώσεις αυτές έχουν καταγραφεί στο σύνολό τους στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

100    Οι λοιποί διάδικοι της υπό κρίση υποθέσεως αναφέρονται με τα επιχειρήματά τους τόσο στα δεδομένα που περιέχονται σε μια βάση δεδομένων όσο και στη βάση δεδομένων «αυτή καθ’ εαυτήν».

101    Λαμβανομένων υπόψη και των διευκρινίσεων που παρέσχε ο προσφεύγων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αίτησή του αφορούσε, τουλάχιστον, την πρόσβαση στο σύνολο των δεδομένων που περιέχονται σε μία ή περισσότερες βάσεις δεδομένων της ΕΚΤ, χωρίς κατ’ ανάγκην να αποκλείεται το ενδεχόμενο να αφορούσε αυτή και άλλα στοιχεία των εν λόγω βάσεων δεδομένων. Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται να εξετασθεί, σε πρώτο στάδιο, αν αυτό το σύνολο δεδομένων αποτελεί έγγραφο υπό την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2004/258, ενώ το ζήτημα αν μια αίτηση παροχής προσβάσεως στα έγγραφα δύναται να αφορά και άλλα στοιχεία μιας τέτοιας βάσεως δεδομένων πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο αναλύσεως, εφόσον τούτο καταστεί αναγκαίο, μόνο σε δεύτερο στάδιο.

–       Ο χαρακτηρισμός του συνόλου των δεδομένων που περιέχονται σε βάση δεδομένων ως εγγράφου, υπό την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2004/258

102    Πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα με τις σκέψεις 82 έως 87 της παρούσας αποφάσεως, μεταξύ των χαρακτηριστικών μιας βάσεως δεδομένων καταλέγονται, αφενός, η ύπαρξη περιεχομένου οιασδήποτε φύσεως (πληροφοριακού, λογοτεχνικού, καλλιτεχνικού, μουσικού ή άλλου) και, αφετέρου, η ύπαρξη σταθερού υποθέματος οιασδήποτε μορφής, στο οποίο είναι αποθηκευμένο το εν λόγω περιεχόμενο.

103    Επιβάλλεται, επομένως, η διαπίστωση ότι το σύνολο των δεδομένων που περιέχονται σε βάση δεδομένων υπό την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 96/9 συγκεντρώνει τα δύο ουσιώδη χαρακτηριστικά του κατ’ άρθρο 3, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2004/258 εγγράφου, καθώς αποτελεί περιεχόμενο αποθηκευμένο σε υπόθεμα. Το συμπέρασμα αυτό ισχύει και για τα δεδομένα που περιέχονται στις επίμαχες εν προκειμένω βάσεις δεδομένων της ΕΚΤ, οι οποίες, στον βαθμό κατά τον οποίο σχετίζονται με τις δραστηριότητες της ΕΚΤ, εμπίπτουν, όπως έχει ήδη επισημανθεί, στον ανωτέρω ορισμό.

104    Εντούτοις, με την επιχειρηματολογία τους η οποία συνοψίσθηκε ανωτέρω, στη σκέψη 73 της παρούσας αποφάσεως, η ΕΚΤ και η Επιτροπή υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι μια βάση δεδομένων δεν αποτελεί έγγραφο υπό την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2004/258 και ότι, συνεπώς, τα αντίστοιχα δεδομένα, εκ μόνου του γεγονότος ότι περιέχονται στην εν λόγω βάση δεδομένων, δεν δύνανται να θεωρηθούν έγγραφα.

105    Ούτε η ΕΚΤ ούτε η Επιτροπή εξήγησαν σε τι συνίσταται, κατά την άποψή τους, ένα έγγραφο υπό την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2004/258 και τους λόγους για τους οποίους τα δεδομένα που περιέχονται σε βάση δεδομένων δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αιτήσεως παροχής προσβάσεως. Η διάκριση την οποία επιχειρεί η Επιτροπή μεταξύ των βάσεων δεδομένων τεκμηριωτικού χαρακτήρα, όπως η βάση δεδομένων EUR‑Lex, και των βάσεων που δεν έχουν τέτοιο χαρακτήρα εγείρει τα ίδια ερωτήματα.

106    Μολονότι τούτο δεν αναφέρεται από την ΕΚΤ και την Επιτροπή, η επιχειρηματολογία τους, για την οποία έγινε λόγος με τη σκέψη 105 της παρούσας αποφάσεως, φαίνεται να στηρίζεται στην προκείμενη ότι ένα δεδομένο, μεμονωμένως θεωρούμενο, δεν αποτελεί «περιεχόμενο» φύσεως ή μεγέθους επαρκούς ώστε να θεωρείται έγγραφο υπό την έννοια της αποφάσεως 2004/258 ή του κανονισμού 1049/2001.

107    Με βάση αυτή την προκείμενη και λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών των βάσεων δεδομένων που αναφέρθηκαν με τη σκέψη 87 της παρούσας αποφάσεως, θα ήταν δυνατόν να υποστηριχθεί ότι μια βάση δεδομένων δύναται να περιέχει μόνον έγγραφα τα οποία βαίνουν πέραν των απλών δεδομένων. Πράγματι, τα στοιχεία που συναποτελούν μια τέτοια βάση δεδομένων, ήτοι τα δεδομένα, είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους. Κατά κανόνα, τα στοιχεία αυτά δεν εμφανίζονται σε παγιωμένη και αμετάβλητη διαμόρφωση, αλλά μπορούν, μέσω της χρήσεως τεχνικών ή άλλων διαθέσιμων μέσων, να εμφανίζονται σε πολλαπλούς διαφορετικούς συνδυασμούς. Αν γινόταν δεκτό ότι έκαστο των στοιχείων αυτών δεν αποτελεί κατ’ ανάγκην έγγραφο και εάν, επιπλέον, δεν υφίστατο κανένας πάγιος συνδυασμός διαφόρων στοιχείων μεταξύ τους ο οποίος θα ηδύνατο να αποτελεί έγγραφο, θα μπορούσε ευλόγως να συναχθεί ότι το πλήθος των δεδομένων που περιέχονται σε μια βάση δεδομένων δεν αποτελεί, εν όλω θεωρούμενο, «έγγραφο».

108    Επιβάλλεται, εντούτοις, η διαπίστωση ότι η προκείμενη για την οποία έγινε λόγος με τη σκέψη 106 της παρούσας αποφάσεως δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στο γράμμα του κατ’ άρθρο 3, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2004/258 ορισμού, κατά τον οποίο έγγραφο μπορεί να αποτελέσει «οποιοδήποτε περιεχόμενο». Όπως έχει ήδη επισημανθεί (βλ. ανωτέρω, σκέψεις 93 και 94), η χρησιμοποιούμενη στον εν λόγω ορισμό διατύπωση συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι ακόμη και περιεχόμενο ελάχιστης εκτάσεως, όπως μία λέξη ή ένας αριθμός, αρκεί, αν είναι αποθηκευμένο (επί παραδείγματι, αν είναι γραμμένο σε φύλλο χάρτου), για τον χαρακτηρισμό του ως εγγράφου.

109    Πρέπει, εξάλλου, να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ενδεχόμενη αποδοχή αυτής της προκείμενης θα έθετε το ζήτημα του μεγέθους του περιεχομένου που απαιτείται προκειμένου να υφίσταται έγγραφο υπό την έννοια της αποφάσεως 2004/258. Εν ολίγοις, εάν γινόταν δεκτό ότι, επί παραδείγματι, ένας αριθμός ή μία λέξη δεν αρκούν προς τούτο, θα ήταν αναγκαίο να καθορισθεί εάν απαιτείται φράση, ολόκληρη παράγραφος ή κείμενο ακόμη μεγαλύτερης εκτάσεως. Δεδομένου ότι το εκδόν την απόφαση όργανο αποφάσισε να μην καθορίσει, με τον ορισμό που εισήγαγε στο άρθρο 3, στοιχείο α΄, της εν λόγω αποφάσεως, κατώτατο απαιτούμενο όριο μεγέθους περιεχομένου, ένας τέτοιος καθορισμός δεν δύναται να αποτελέσει έργο του δικαστή της Ένωσης.

110    Επιπροσθέτως, αποδοχή της προκείμενης για την οποία έγινε λόγος στη σκέψη 106 της παρούσας αποφάσεως θα σήμαινε αποκλεισμό από την κατ’ άρθρο 3, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2004/258 έννοια του όρου «έγγραφο» κάθε συλλογής στοιχείων μικρού μεγέθους, οσάκις τα στοιχεία αυτά είναι ανεξάρτητα, ήτοι δύνανται να χωρισθούν χωρίς να επηρεασθεί η αξία τους. Επομένως, ένας τιμοκατάλογος, ένας κατάλογος εξαρτημάτων ή ακόμη ένας τηλεφωνικός κατάλογος δεν θα έπρεπε, ομοίως, να θεωρούνται «έγγραφα», καθόσον δεν αποτελούν κείμενο δυνάμενο να αποτελέσει αντικείμενο συνολικής αναγνώσεως, αλλά χρησιμεύουν μάλλον για στοχευμένη αναζήτηση, ήτοι για τον εντοπισμό συγκεκριμένης πληροφορίας περιορισμένης εκτάσεως, όπως η τιμή συγκεκριμένου προϊόντος ή ο τηλεφωνικός αριθμός προσώπου. Εντούτοις, όπως προκύπτει, ούτε η ΕΚΤ ούτε η Επιτροπή φαίνεται να υποστηρίζουν ότι οι κατάλογοι ή τα ευρετήρια δεν αποτελούν έγγραφα υπό την έννοια της αποφάσεως 2004/258.

111    Τέλος, η συγκεκριμένη προκείμενη δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι η σημασία ενός δεδομένου που περιέχεται σε βάση δεδομένων δεν έγκειται αποκλειστικώς στην, ενδεχομένως ελάχιστη, έκτασή του, αλλά επίσης στις πολλαπλές, άμεσες ή έμμεσες, σχέσεις του με τα λοιπά δεδομένα που περιέχονται στην ίδια βάση δεδομένων. Πράγματι ακριβώς οι σχέσεις καθιστούν δυνατή τη διευθέτηση του περιεχομένου βάσεως δεδομένων «κατά συστηματικό ή μεθοδικό τρόπο», κατά τη διατύπωση της προμνησθείσας στη σκέψη 56 αποφάσεως Fixtures Marketing (σκέψη 30). Για τον λόγο αυτόν, ακόμη και ένας μικρός αριθμός δεδομένων που εξάγονται από βάση δεδομένων δύναται να αποτελεί φορέα μίας ή περισσότερων χρήσιμων πληροφοριών, ενώ, κατά κανόνα, ένα τμήμα κειμένου που αποσπάται από το συγκείμενό του απολλύει τη σημασία του.

112    Η προεκτεθείσα συλλογιστική καθιστά ομοίως δυνατή την απόρριψη του επιχειρήματος που προέβαλαν η ΕΚΤ και η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αντλούμενο από τον φερόμενο ως ακατάληπτο χαρακτήρα ενός συνόλου δεδομένων τα οποία εξάγονται από βάση δεδομένων.

113    Η ΕΚΤ, ερωτηθείσα εάν, με το συγκεκριμένο επιχείρημα, εννοεί ότι, προκειμένου ένα αποθηκευμένο σε υπόθεμα περιεχόμενο να αποτελεί έγγραφο υπό την έννοια της αποφάσεως 2004/258 πρέπει αυτό να είναι καταληπτό, απάντησε ότι δεν πρόκειται για «μεμονωμένο κριτήριο», αλλά για «κάτι το οποίο πρέπει να νοηθεί σε σχέση με το συγκείμενο του εγγράφου». Η καθής προσέθεσε ότι, ακόμη και αν δεν απαιτείται ένα περιεχόμενο να είναι κατανοητό αυτό καθ’ εαυτό, πρέπει αυτό να περικλείεται σε έγγραφο καταληπτό για τον αιτούντα την πρόσβαση, καθώς δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι βούληση του νομοθέτη ήταν η καθιέρωση καθεστώτος επιτρέποντος την υποβολή αιτήσεων παροχής προσβάσεως σε ακατάληπτα έγγραφα.

114    Απαντώντας στην ίδια ερώτηση, η Επιτροπή επισήμανε ότι ο καταληπτός χαρακτήρας του εγγράφου στο οποίο ζητείται πρόσβαση «υπονοείται» τρόπον τινά στην ερμηνεία του άρθρου 3, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2004/258, αλλά ότι, από νομικής πλευράς, δεν αποτελεί το ουσιώδες στοιχείο. Το ουσιώδες στοιχείο έγκειται, κατά την άποψή της, στο γεγονός ότι το περιεχόμενο βάσεως δεδομένων μη τεκμηριωτικού χαρακτήρα δεν ταυτίζεται με το αποτέλεσμα μιας αναζητήσεως, καθώς πρόκειται για δύο διαφορετικά περιεχόμενα. Ο όρος «περιεχόμενο» ή ο όρος «ανεπεξέργαστα δεδομένα» δεν έχουν νόημα για βάσεις δεδομένων μη τεκμηριωτικού χαρακτήρα. Προκειμένου να ανταποκρίνονται τα δεδομένα σε ορισμένη ταξινόμηση, απαιτείται εξαγωγή, η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη μετάβαση από ένα περιεχόμενο σε άλλο. Συνεπώς, κατά την Επιτροπή, εάν το ανεπεξέργαστο περιεχόμενο είναι ακατάληπτο, είναι η μεταβολή περιεχομένου και, επομένως, η δημιουργία νέου εγγράφου αυτές που καθιστούν αδύνατο τον χαρακτηρισμό μιας αιτήσεως όπως η επίδικη ως αιτήσεως παροχής προσβάσεως σε προϋπάρχον προσδιορίσιμο έγγραφο. Οι δηλώσεις αυτές της ΕΚΤ και της Επιτροπής είναι καταγεγραμμένες στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

115    Το επιχείρημα αυτό της ΕΚΤ και της Επιτροπής δεν δύναται, εντούτοις, να γίνει δεκτό. Επιβάλλεται, εκ προοιμίου, η υπόμνηση ότι, όπως αναγνωρίζουν εμμέσως οι δύο αυτοί διάδικοι, στο γράμμα του άρθρου 3, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2004/258 δεν εντοπίζεται κανένα κριτήριο βασιζόμενο στον καταληπτό χαρακτήρα του αποθηκευμένου περιεχομένου. Άλλωστε, η εισαγωγή ενός τέτοιου κριτηρίου θα απαιτούσε προσδιορισμό της οπτικής γωνίας υπό την οποία πρέπει να αξιολογείται ο καταληπτός χαρακτήρας ενός περιεχομένου. Πράγματι, ένα περιεχόμενο δύναται να έχει νόημα για ορισμένα πρόσωπα, ενώ για άλλα να είναι ακατάληπτο.

116    Εν πάση περιπτώσει, λαμβανομένου υπόψη του προεκτεθέντος με τη σκέψη 111 συλλογισμού, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ΕΚΤ και η Επιτροπή εσφαλμένως υποστηρίζουν, κατά έμμεσο πλην σαφή τρόπο, ότι το σύνολο των δεδομένων που περιέχονται σε βάση δεδομένων αποτελεί σύνολο στερούμενο οιουδήποτε νοήματος. Πράγματι, τα εν λόγω δεδομένα δεν είναι αποθηκευμένα κατά τρόπο τυχαίο και άναρχο, αλλά σύμφωνα με ορισμένο σύστημα ταξινομήσεως, το οποίο, ως εκ της πολυπλοκότητάς του, καθιστά δυνατή τη δημιουργία πολλαπλών σχέσεων μεταξύ των εν λόγω δεδομένων.

117    Επομένως, εν αντιθέσει προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, τα δεδομένα δεν εμφανίζονται οργανωμένα σύμφωνα με ορισμένη ταξινόμηση μόλις κατά τον χρόνο εξαγωγής τους από τη βάση δεδομένων. Η διευθέτηση αυτή υφίσταται από της δημιουργίας της βάσεως δεδομένων και της εισαγωγής εκάστου δεδομένου σε αυτήν. Η εξαγωγή όλων των δεδομένων που περιέχονται σε βάση δεδομένων και η παρουσίασή τους κατά τρόπο καταληπτό είναι πάντα δυνατή. Το σύστημα ταξινομήσεως που διαθέτει η βάση δεδομένων δύναται, εάν είναι αρκούντως σύνθετο, να παρέχει ακόμη και τη δυνατότητα διαφορετικών παρουσιάσεων του συνόλου των δεδομένων που περιέχονται στην εν λόγω βάση, οι οποίες μπορούν να ποικίλλουν αναλόγως του εφαρμοζόμενου κριτήριου ταξινομήσεως (αλφαβητική ταξινόμηση, ταξινόμηση κατά αύξουσα ή φθίνουσα σειρά κ.λπ.). Ασφαλώς, μια παρουσίαση του συνόλου των δεδομένων που περιέχονται σε βάση με σημαντικό αριθμό δεδομένων θα μπορούσε, λόγω του όγκου της, να δυσχεραίνει τον εντοπισμό συγκεκριμένης πληροφορίας, κρυμμένης εντός μιας πληθώρας αντίστοιχων πληροφοριών. Εντούτοις, τούτο επ’ ουδενί σημαίνει ότι μια τέτοια παρουσίαση είναι «ακατάληπτη».

118    Οι ανωτέρω συλλογισμοί συνηγορούν, επομένως, στο σύνολό τους, υπέρ του συμπεράσματος ότι το σύνολο των δεδομένων που περιέχονται σε βάση δεδομένων της ΕΚΤ αποτελεί έγγραφο υπό την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2004/258 και δύναται, συνεπώς, να αποτελεί αντικείμενο αιτήσεως παροχής προσβάσεως υποβαλλόμενης δυνάμει αυτής της αποφάσεως.

–       Οι πρακτικές δυσχέρειες που φέρεται να συνεπάγεται η άσκηση δικαιώματος προσβάσεως στις βάσεις δεδομένων ενός οργάνου

119    Επιβάλλεται να εξετασθεί εάν οι ενδεχόμενες πρακτικές δυσχέρειες που συνεπάγεται η άσκηση δικαιώματος προσβάσεως στις βάσεις δεδομένων οργάνου, τις οποίες επικαλούνται η ΕΚΤ και η Επιτροπή, δύνανται να δικαιολογήσουν διαφορετική ερμηνεία του άρθρου 3, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2004/258, η οποία θα απέκλειε από την έννοια «έγγραφο» τα δεδομένα που περιέχονται σε βάση δεδομένων της ΕΚΤ. Προς τούτο, θα εξετασθούν διαδοχικώς τα επιχειρήματα που σχετίζονται με τον υπέρμετρο φόρτο εργασίας τον οποίο, κατά την καθής, συνεπάγεται η αναγνώριση ενός τέτοιου δικαιώματος, με τη φερόμενη έλλειψη σταθερότητας του περιεχομένου βάσεως δεδομένων, με τον ενδεχομένως ευαίσθητο ή εμπιστευτικό χαρακτήρα των δεδομένων που περιέχονται σε μια τέτοια βάση και με τα εμπόδια στα οποία προσκρούει, κατά την καθής, η ενσωμάτωση βάσεως δεδομένων σε μητρώο εγγράφων, όπως το προβλεπόμενο από το άρθρο 11 του κανονισμού 1049/2001.

120    Συναφώς, επιβάλλεται η επισήμανση, πρώτον, ότι από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η εφαρμογή του άρθρου 9, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2004/258 επί των δεδομένων που περιέχονται σε βάση δεδομένων θα μπορούσε να δημιουργήσει σημαντικά προβλήματα. Κατ’ αρχήν, θα πρέπει να προσφέρεται πάντοτε στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να συμβουλευθεί βάση δεδομένων της ΕΚΤ στα γραφεία της, εν ανάγκη μέσω ή υπό τον έλεγχο μέλους του προσωπικού της. Εξάλλου, δεν μπορεί να αποκλεισθεί εκ των προτέρων η δυνατότητα διαβιβάσεως στον ενδιαφερόμενο βάσεως δεδομένων υπό τη μορφή ηλεκτρονικού αντιγράφου, ιδίως στην περίπτωση βάσεως δεδομένων μέτριου μεγέθους.

121    Επιβάλλεται, εντούτοις, η υπόμνηση ότι το Πρωτοδικείο είχε ήδη την ευκαιρία να διευκρινίσει, σε σχέση με τον κανονισμό 1049/2001, ότι δεν πρέπει να παροράται το ενδεχόμενο υποβολής, εκ μέρους του ενδιαφερομένου, αιτήσεως παροχής προσβάσεως, δυνάμει του εν λόγω κανονισμού, συνεπαγόμενης φόρτο εργασίας ο οποίος θα μπορούσε να παρακωλύσει ουσιωδώς την εύρυθμη λειτουργία του κοινοτικού οργάνου προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση. Το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, το δικαίωμα του οργάνου να εξεύρει από κοινού με τον αιτούντα «λογική λύση», κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001, συνεπάγεται τη δυνατότητα συνεκτιμήσεως, έστω εντός περιορισμένων ορίων της αναγκαιότητας συμβιβασμού των συμφερόντων του αιτούντος με εκείνα της χρηστής διοικήσεως. Το Πρωτοδικείο έκρινε εν κατακλείδι ότι ένα όργανο πρέπει να διατηρεί τη δυνατότητα σταθμίσεως, αφενός, του συμφέροντος της προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα και, αφετέρου, του φόρτου της απαιτούμενης προς τούτο εργασίας, προκειμένου να διασφαλίζεται, στις ειδικές αυτές περιπτώσεις, το συμφέρον της χρηστής διοικήσεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Απριλίου 2005, T‑2/03, Verein für Konsumenteninformation κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑1121, σκέψεις 101 και 102, και απόφαση Williams κατά Επιτροπής, σκέψη 29 ανωτέρω, σκέψη 85).

122    Το Πρωτοδικείο διευκρίνισε, εντούτοις, ότι η ενεργοποίηση της δυνατότητας αυτής αποτελεί εξαίρεση, λαμβανομένου υπόψη, μεταξύ άλλων, του γεγονότος ότι η συνεκτίμηση του φόρτου εργασίας που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος προσβάσεως και του συμφέροντος του αιτούντος δεν ασκεί κατ’ αρχήν επιρροή επί του προσδιορισμού του εύρους του εν λόγω δικαιώματος. Επιπροσθέτως, στον βαθμό κατά τον οποίο το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή οργάνων συνιστά λύση αρχής, το βάρος αποδείξεως του εύρους των απαιτούμενων εργασιών που συνεπάγεται η σχετική αίτηση φέρει το κοινοτικό όργανο που επικαλείται εξαίρεση συνδεόμενη με τον υπέρμετρο φόρτο εργασίας (απόφαση Verein für Konsumenteninformation κατά Επιτροπής, σκέψη 21 ανωτέρω, σκέψεις 103, 108 και 113, και απόφαση Williams κατά Επιτροπής, σκέψη 29 ανωτέρω, σκέψη 86).

123    Η συλλογιστική αυτή ισχύει κατ’ αναλογίαν προκειμένου για την εφαρμογή της αποφάσεως 2004/258. Αφενός, το άρθρο 6, παράγραφος 3, της εν λόγω αποφάσεως είναι ταυτόσημο με το άρθρο 6, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001. Αφετέρου, το άρθρο 7, παράγραφος 4, της εν λόγω αποφάσεως ορίζει ότι η παράγραφος 1 του ιδίου άρθρου, η οποία αφορά την επεξεργασία των αρχικών αιτήσεων, δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις «υπερβολικών ή παράλογων» αιτήσεων.

124    Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι ο ενδεχόμενος σημαντικός όγκος του συνόλου των δεδομένων που περιέχονται σε βάση δεδομένων δεν συνιστά επιχείρημα λυσιτελές για τον αποκλεισμό των δεδομένων αυτών από την κατ’ άρθρο 3, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2004/258 έννοια του εγγράφου, καθώς η νομολογία έχει ήδη λάβει θέση επί της περιπτώσεως κατά την οποία μια αίτηση παροχής προσβάσεως στα έγγραφα συνεπάγεται, λόγω του εύρους του αντικειμένου της, σημαντικό φόρτο εργασίας για τον αποδέκτη της, καθώς και επί της λύσεως που πρέπει να υιοθετείται σε μια τέτοια εξαιρετική περίπτωση.

125    Δεύτερον, ούτε η έλλειψη σταθερότητας η οποία, κατά την επιχειρηματολογία της ΕΚΤ και της Επιτροπής, ενδέχεται να χαρακτηρίζει μια βάση δεδομένων δύναται να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι το περιεχόμενο μιας τέτοιας βάσεως δεδομένων δεν μπορεί να αποτελεί έγγραφο υπό την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2004/258.

126    Συναφώς, επιβάλλεται η επισήμανση ότι, προκειμένου να μπορεί να αποθηκευθεί σε υπόθεμα, ένα περιεχόμενο πρέπει ασφαλώς να παρουσιάζει έναν ελάχιστο βαθμό σταθερότητας. Περιεχόμενο με στιγμιαία μόνο εμφάνιση σε τεχνικό μέσο δεν πληροί την προϋπόθεση αυτήν. Επομένως, η τηλεφωνική συνομιλία δύο προσώπων ή οι εικόνες που καταγράφονται από κάμερες παρακολουθήσεως και προβάλλονται σε οθόνη δεν εμπίπτουν στην κατ’ άρθρο 3, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2004/258 έννοια του εγγράφου. Η παρουσία των εν λόγω στοιχείων στο οικείο τεχνικό μέσο (αντιστοίχως, στην τηλεφωνική γραμμή ή στην οθόνη προβολής) είναι μόνο στιγμιαία και, συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει λόγος για περιεχόμενο αποθηκευμένο σε υπόθεμα.

127    Εντούτοις, αφ’ ης στιγμής ένα περιεχόμενο έχει αποθηκευθεί από την ΕΚΤ σε κατάλληλο υπόθεμα, αποτελεί έγγραφο υπό την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2004/258, το οποίο δύναται να αποτελεί αντικείμενο αιτήσεως παροχής προσβάσεως. Το γεγονός ότι το περιεχόμενο αυτό δύναται να τροποποιηθεί σε μεταγενέστερο χρόνο στερείται συναφώς σημασίας. Επί παραδείγματι, στην προαναφερθείσα περίπτωση της κάμερας παρακολουθήσεως η οποία μεταδίδει εικόνες, εάν η κάμερα αυτή είναι συνδεδεμένη με συσκευή η οποία εγγράφει αυτομάτως τις μεταδιδόμενες εικόνες διατηρώντας τες στη μνήμη επί διάστημα 30 ημερών, η εγγραφή αυτή αποτελεί αδιαμφισβήτητα έγγραφο δυνάμενο να αποτελέσει αντικείμενο αιτήσεως παροχής προσβάσεως. Το γεγονός ότι, κάθε ημέρα, οι νέες εικόνες αντικαθιστούν τις εικόνες που έχουν συμπληρώσει 30 ημέρες παρουσίας στη μνήμη της συσκευής, οπότε και διαγράφονται από το σύστημα, δεν αρκεί για τη θεμελίωση του αντίθετου συμπεράσματος.

128    Είναι σαφές ότι μια αίτηση παροχής προσβάσεως δεν δύναται να αφορά περιεχόμενο μελλοντικό και, επομένως, ούτε περιεχόμενο που δεν έχει ακόμη εγγράφει, εφόσον θα πρόκειται για περίπτωση εγγράφου το οποίο δεν υφίσταται κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως, ούτε περιεχόμενο το οποίο, καίτοι εγγραφέν στο παρελθόν, διεγράφη προ της υποβολής της αιτήσεως.

129    Όσον αφορά, ειδικότερα, το διαγραφέν περιεχόμενο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι αυτό δεν βρίσκεται στην κατοχή της ΕΚΤ υπό την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2004/258, εάν η ΕΚΤ δεν δύναται να έχει πρόσβαση σε αυτό στο πλαίσιο της συνήθους χρήσεως του μέσου στο οποίο το εν λόγω περιεχόμενο ήταν αποθηκευμένο. Το γεγονός ότι ένας ειδικός θα μπορούσε, διά προσφυγής σε τεχνικά μέσα βαίνουσας πέραν των ορίων της συνήθους χρήσεως, να επαναφέρει σε υπόθεμα αποθηκεύσεως που βρίσκεται στην κατοχή της ΕΚΤ περιεχόμενο το οποίο είχε διαγραφεί από το υπόθεμα αυτό δεν αρκεί για να γίνει δεκτό ότι το εν λόγω περιεχόμενο βρίσκεται στην κατοχή της ΕΚΤ.

130    Εν ολίγοις, μπορεί να απαιτηθεί από την ΕΚΤ, στην περίπτωση κατά την οποία αυτή καλείται να απαντήσει επί αιτήσεως παροχής προσβάσεως υποβαλλόμενης δυνάμει της αποφάσεως 2004/258, να προβεί σε αναζήτηση εντός του τρέχοντος περιεχομένου των διαφόρων υποθεμάτων αποθηκεύσεως που έχει στην κατοχή της, προκειμένου να εντοπίσει το ζητούμενο έγγραφο, δεν μπορεί, ωστόσο, να απαιτηθεί από αυτήν να επαναφέρει, για τις ανάγκες μιας τέτοιας έρευνας, περιεχόμενο που έχει διαγραφεί σε προγενέστερο χρόνο.

131    Αντιθέτως, όπως ορθώς επισημαίνει το Βασίλειο της Σουηδίας, επιβάλλεται να γίνει δεκτό ότι περιεχόμενο, το οποίο τηρείται αποθηκευμένο από εξωτερικό παροχέα υπηρεσιών για λογαριασμό της ΕΚΤ και κατά τρόπο ώστε το περιεχόμενο αυτό να είναι ανά πάσα στιγμή διαθέσιμο σε αυτήν, βρίσκεται στην κατοχή της ΕΚΤ υπό την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2004/258.

132    Η προεκτεθείσα συλλογιστική μπορεί να εφαρμοσθεί άνευ ιδιαίτερου προβλήματος επί των δεδομένων που περιέχονται στις βάσεις δεδομένων. Συναφώς, επιβάλλεται εκ προοιμίου η επισήμανση ότι μια βάση δεδομένων σταθερού περιεχομένου, μη υποκείμενου σε καμία τροποποίηση, είναι καθ’ όλα νοητή. Επί παραδείγματι, η βάση δεδομένων των αποστολών ιζηματοποιημένου ανθρακικού ασβεστίου και ανθρακικού ασβεστίου σε σκόνη που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 2002 και 2004 από τους κύριους προμηθευτές του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, βάση δεδομένων την οποία αφορά η απόφαση του Πρωτοδικείου της 4ης Φεβρουαρίου 2009, T‑145/06, Omya κατά Επιτροπής (Συλλογή 2009, σ. II‑145, σκέψη 2), δεν επιδέχεται, κατ’ αρχήν, από της ολοκληρώσεώς της, καμία τροποποίηση.

133    Η συλλογιστική αυτή εξασθενίζει σημαντικά τον βαθμό πειστικότητας του επιχειρήματος της ΕΚΤ και της Επιτροπής περί του ασταθούς του περιεχομένου των επίμαχων βάσεων δεδομένων. Πράγματι, αν τα δεδομένα που περιέχονται σε μια απολύτως σταθερή βάση δεδομένων δύνανται να αποτελούν έγγραφο υπό την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2004/258, δύσκολα θα μπορούσε να γίνει δεκτό διαφορετικό συμπέρασμα προκειμένου για τα δεδομένα βάσεως δεδομένων της οποίας το περιεχόμενο ενδέχεται να μεταβληθεί συν τω χρόνω.

134    Επιπροσθέτως, από την προεκτεθείσα στις σκέψεις 128 έως 130 συλλογιστική δύναται να συναχθεί λύση κατάλληλη για οιοδήποτε πρόβλημα απορρέει από τον ενδεχομένως ασταθή χαρακτήρα του περιεχομένου βάσεως δεδομένων η οποία αποτελεί αντικείμενο αιτήσεως παροχής προσβάσεως υποβαλλόμενης δυνάμει της αποφάσεως 2004/258.

135    Συγκεκριμένα, είναι αυτονόητο ότι μια τέτοια αίτηση αφορά αποκλειστικώς το περιεχόμενο της βάσεως δεδομένων ως αυτό έχει κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως και, συνεπώς, δεν δύναται να αφορά ούτε τα δεδομένα που έχουν διαγραφεί από τη βάση αυτή ούτε εκείνα τα οποία, τη δεδομένη χρονική στιγμή, δεν έχουν ακόμη εισαχθεί.

136    Είναι, βεβαίως, αληθές ότι η υποβολή αιτήσεως παροχής προσβάσεως σε βάση δεδομένων με περιεχόμενο το οποίο δύναται να μεταβληθεί θα μπορούσε να υποχρεώνει την ΕΚΤ να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι κανένα εκ των δεδομένων που περιέχονται στην εν λόγω βάση κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως δεν θα διαγραφεί προ της απαντήσεως σε αυτήν.

137    Εντούτοις, η υποχρέωση αυτή είναι συμφυής με την άσκηση του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα της ΕΚΤ, το οποίο καθιερώνεται με την απόφαση 2004/258, ενώ η διαβούλευση μεταξύ της ΕΚΤ και του αιτούντος, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 6, παράγραφος 3, της ιδίας αποφάσεως, καθιστά εφικτή την προσήκουσα και δίκαιη επίλυση οιουδήποτε ζητήματος ενδέχεται να ανακύψει.

138    Τρίτον, όσον αφορά την επιχειρηματολογία της ΕΚΤ και της Επιτροπής η οποία σχετίζεται, εν συνόψει, με τον ενδεχομένως ευαίσθητο ή εμπιστευτικό χαρακτήρα ορισμένων εκ των δεδομένων που περιέχονται σε βάση της ΕΚΤ, επιβάλλεται η επισήμανση ότι το ενδεχόμενο αυτό επ’ ουδενί δύναται να αποτελέσει λόγο ικανό να δικαιολογήσει αποκλεισμό του περιεχόμενου μιας τέτοιας βάσεως δεδομένων από την κατ’ άρθρο 3, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2004/258 έννοια του εγγράφου.

139    Πράγματι, οι διάφορες εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως, οι οποίες προβλέπονται από το άρθρο 4 της αποφάσεως 2004/258, παρέχουν, κατ’ αρχήν, στην ΕΚΤ τη δυνατότητα να αρνηθεί τη δημοσιοποίηση οιουδήποτε δεδομένου τέτοιας φύσεως, χωρίς όμως τούτο να θέτει εν αμφιβόλω τον χαρακτηρισμό του συνόλου των δεδομένων που περιέχονται σε βάση δεδομένων ως εγγράφου υπό την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο α΄, της εν λόγω αποφάσεως.

140    Ομοίως, δεν δύναται να γίνει δεκτό το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η συγκεκριμένη και κατ’ ιδίαν εξέταση του συνόλου των δεδομένων που περιέχονται σε βάση δεδομένων, προς τον σκοπό εξακριβώσεως ενδεχόμενης συνδρομής κάποιας εκ των εξαιρέσεων από το δικαίωμα προσβάσεως οι οποίες προβλέπονται από την οικεία ρύθμιση, εν προκειμένω από το άρθρο 4 της αποφάσεως 2004/258, θα ήταν ανέφικτη.

141     Ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι, όπως υπενθύμισε το Δικαστήριο με την απόφαση της 29ης Ιουνίου 2010, C‑139/07 P, Επιτροπή κατά Technische Glaswerke Ilmenau (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 54), το οικείο όργανο δύναται, σε ορισμένες περιπτώσεις, να στηρίζεται, συναφώς, σε γενικά τεκμήρια, συγκεκριμένη εξέταση βάσεως δεδομένων, η οποία διενεργείται προκειμένου να εξακριβωθεί ότι αυτή δεν περιέχει κανένα δεδομένο δυνάμενο να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής κάποιας εκ των ως άνω εξαιρέσεων, είναι καθ’ όλα νοητή.

142    Εφόσον μια βάση δεδομένων προσφέρει, εκ της φύσεώς της, τη δυνατότητα κατ’ ιδίαν προσβάσεως σε ένα έκαστο των δεδομένων που περιέχει (βλ. ανωτέρω, σκέψεις 85 έως 87), είναι σαφές ότι αρκεί ο εντοπισμός, κατά την εν λόγω εξέταση, έστω και ενός δεδομένου εμπίπτοντος σε κάποια εκ των εξαιρέσεων από το δικαίωμα προσβάσεως, για τον αποκλεισμό της προσβάσεως στο σύνολο των δεδομένων που περιέχονται στη εν λόγω βάση δεδομένων.

143    Σε μια τέτοια περίπτωση θα εναπόκειτο στην ΕΚΤ να εξετάσει εν συνεχεία εάν είναι δυνατή η χορήγηση μερικής προσβάσεως υπό την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος [5], της αποφάσεως 2004/258.

144    Συναφώς, επιβάλλεται η επισήμανση ότι από το γράμμα της εν λόγω διατάξεως προκύπτει ότι η ΕΚΤ υποχρεούται να εξετάζει εάν οφείλει να επιτρέψει μερική πρόσβαση στα έγγραφα τα οποία αφορά αίτηση παροχής προσβάσεως, περιορίζοντας την ενδεχόμενη άρνηση μόνο στα δεδομένα που εμπίπτουν στις προαναφερθείσες εξαιρέσεις. Η ΕΚΤ οφείλει να επιτρέπει μια τέτοια μερική πρόσβαση αν ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει με την άρνηση παροχής προσβάσεως στο έγγραφο μπορεί να επιτευχθεί και διά της απλής αποκρύψεως των δεδομένων ή των αποσπασμάτων τους που ενδέχεται να βλάψουν το προστατευόμενο δημόσιο συμφέρον (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση WWF European Policy Programme κατά Συμβουλίου, σκέψη 81 ανωτέρω, σκέψη 50).

145    Σ’ αυτήν ακριβώς την περίπτωση, τα διάφορα εργαλεία αναζητήσεως με τα οποία είναι εξοπλισμένη μια ηλεκτρονική βάση δεδομένων και, εν τέλει, το λογισμικό λειτουργίας της αποκτούν ιδιαίτερη σημασία. Πράγματι, τα εργαλεία αυτά παρέχουν στην ΕΚΤ τη δυνατότητα, ενδεχομένως κατόπιν ανεπίσημης συνεννοήσεως με τον αιτούντα, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 6, παράγραφος 3, της αποφάσεως 2004/258, να εντοπίσει και να κοινοποιήσει σε αυτόν τα δεδομένα που τον ενδιαφέρουν, αποκλείοντας από την εν λόγω κοινοποίηση οιοδήποτε δεδομένο εμπίπτει σε κάποια από τις προβλεπόμενες από το άρθρο 4 της εν λόγω αποφάσεως εξαιρέσεις.

146    Μια αίτηση με την οποία ζητείται από την ΕΚΤ να προβεί σε αναζήτηση στις βάσεις δεδομένων της και, εν συνεχεία, σε κοινοποίηση του αποτελέσματος της αναζητήσεως αυτής στον αιτούντα εντάσσεται στο ίδιο πλαίσιο, καθώς αποτελεί κατ’ ουσίαν αίτηση μερικής προσβάσεως σε έγγραφο (ως εγγράφου νοουμένου του συνόλου των δεδομένων που περιέχονται στη βάση δεδομένων).

147    Η μερική πρόσβαση προβλέπεται βεβαίως από το άρθρο 4, παράγραφος 5, της αποφάσεως 2004/258 ως λύση για την περίπτωση κατά την οποία είναι αδύνατη η πλήρης πρόσβαση. Εντούτοις, εφόσον τα πρόσωπα που ορίζονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της ίδιας αποφάσεως έχουν, κατ’ αρχήν, δικαίωμα προσβάσεως στο σύνολο οιουδήποτε εγγράφου της ΕΚΤ, δύνανται κατά μείζονα λόγο να ζητούν μερική μόνον πρόσβαση σε έγγραφό της.

148    Μια τέτοια αίτηση προσβάσεως πρέπει να πληροί τους όρους του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2004/258, με τις αναγκαίες προσαρμογές που υπαγορεύονται από το γεγονός ότι η αίτηση αφορά μέρος μόνον εγγράφου. Επομένως, η αίτηση πρέπει να προσδιορίζει κατά τρόπο αρκούντως σαφή όχι μόνον το κατ’ άρθρο 3, στοιχείο α΄, της εν λόγω αποφάσεως έγγραφο το οποίο αποτελεί αντικείμενό της, αλλά ομοίως το τμήμα του εγγράφου στο οποίο ζητείται πρόσβαση. Η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 6, παράγραφοι 2 και 3, της εν λόγω αποφάσεως περιορίζει, ωστόσο, έως ένα βαθμό τις δυσχέρειες που ενδέχεται να αντιμετωπίσει συναφώς ο αιτών.

149    Επιβάλλεται, επιπροσθέτως, η επισήμανση ότι, μολονότι μια βάση δεδομένων προσφέρει, εκ της φύσεώς της, ευρείες δυνατότητες μερικής προσβάσεως στα συγκεκριμένα δεδομένα που ενδέχεται να ενδιαφέρουν τον αιτούντα, πρέπει ομοίως να ληφθεί υπόψη το προαναφερθέν στη σκέψη 128 στοιχείο ότι μια αίτηση παροχής προσβάσεως δύναται να αφορά μόνον προϋπάρχον έγγραφο και, συνεπώς, δεν μπορεί να κατατείνει στη δημιουργία νέου εγγράφου (βλ. επίσης, συναφώς και κατ’ αναλογίαν, απόφαση WWF European Policy Programme κατά Συμβουλίου, σκέψη 81 ανωτέρω, σκέψη 76). Μια αίτηση παροχής προσβάσεως η οποία θα συνεπαγόταν τη δημιουργία νέου εγγράφου εκ μέρους της ΕΚΤ, ακόμη και επί τη βάσει στοιχείων περιεχομένων ήδη σε υπάρχοντα έγγραφα που αυτή έχει στην κατοχή της, δεν αποτελεί αίτηση χορηγήσεως μερικής προσβάσεως και κείται εκτός του πεδίου εφαρμογής της αποφάσεως 2004/258.

150    Μεταφερόμενη στην περίπτωση των βάσεων δεδομένων, η τελευταία αυτή διαπίστωση σημαίνει ότι, όταν με αίτηση παροχής προσβάσεως ζητείται από την ΕΚΤ να προβεί σε αναζήτηση εντός βάσεως δεδομένων της σύμφωνα με καθοριζόμενες από τον αιτούντα παραμέτρους αναζητήσεως, η ΕΚΤ υποχρεούται, υπό την επιφύλαξη ενδεχόμενης εφαρμογής του άρθρου 4 της αποφάσεως 2004/258, να απαντήσει θετικώς στην αίτηση, αν η αναζήτηση δύναται να πραγματοποιηθεί μέσω των εργαλείων αναζητήσεως που προσφέρονται για τη συγκεκριμένη βάση δεδομένων.

151    Πράγματι, όπως έχει ήδη επισημανθεί (βλ. ανωτέρω, σκέψη 117 της παρούσας αποφάσεως), λόγω των σύνθετων σχέσεων οι οποίες, εντός μιας βάσεως δεδομένων, συνδέουν έκαστο των στοιχείων της με διάφορα άλλα στοιχεία, είναι δυνατή η παρουσίαση των δεδομένων που περιέχονται στη βάση αυτή υπό ποικίλες μορφές. Ομοίως, είναι δυνατή η επιλογή τμήματος μόνο των δεδομένων που περιέχονται στην εν λόγω βάση και η απόκρυψη των λοιπών.

152    Αντιθέτως, με αίτηση παροχής προσβάσεως υποβαλλόμενη δυνάμει της αποφάσεως 2004/258 δεν μπορεί να απαιτηθεί από την ΕΚΤ να κοινοποιήσει στον αιτούντα εν μέρει ή εν όλω τα δεδομένα βάσεώς της ταξινομημένα κατά τρόπο ο οποίος δεν προβλέπεται από την εν λόγω βάση δεδομένων. Μια τέτοια αίτηση κατατείνει, πράγματι, στη δημιουργία νέου «εγγράφου» και, συνεπώς, κείται εκτός του πεδίου εφαρμογής της εν λόγω αποφάσεως. Πράγματι, αυτό που ζητείται με μια τέτοια αίτηση δεν είναι μερική πρόσβαση σε ταξινόμηση η οποία μπορεί να επιτευχθεί μέσω των εργαλείων που η ΕΚΤ έχει στη διάθεσή της για τη συγκεκριμένη βάση δεδομένων (και, υπό την έννοια αυτή, πρόσβαση σε προϋπάρχουσα ταξινόμηση), αλλά η δημιουργία νέας ταξινομήσεως και, συνεπώς, νέου εγγράφου υπό την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο α΄, της εν λόγω αποφάσεως.

153    Bάσει των ανωτέρω συλλογισμών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, στο πλαίσιο αιτήσεως χορηγήσεως μερικής προσβάσεως σε έγγραφο, η υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Δανίας και τη Δημοκρατία της Φινλανδίας θέση (βλ., αντιστοίχως, σκέψεις 59 και 62 της παρούσας αποφάσεως) κατά την οποία θέση, οτιδήποτε μπορεί να εξαχθεί από βάση δεδομένων μέσω απλής ή συνήθους αναζητήσεως δύναται να αποτελέσει αντικείμενο αιτήσεως προσβάσεως υποβαλλόμενης δυνάμει της αποφάσεως 2004/258, είναι ορθή.

154    Τέταρτον, το επιχείρημα της ΕΚΤ και της Επιτροπής ότι είναι αδύνατη η καταχώριση βάσεως δεδομένων σε μητρώο εγγράφων, όπως το προβλεπόμενο από το άρθρο 11 του κανονισμού 1049/2001, δεν δύναται ομοίως να ευδοκιμήσει.

155    Επιβάλλεται εκ προοιμίου η διαπίστωση ότι, εν αντιθέσει προς τον κανονισμό 1049/2001, η απόφαση 2004/258 δεν προβλέπει τη δημιουργία, εκ μέρους της ΕΚΤ, τέτοιου μητρώου. Πρέπει εξάλλου να υπομνησθεί ότι η επιβαλλόμενη από το άρθρο 11 του κανονισμού 1049/2001 υποχρέωση δημιουργίας μητρώου έχει ως σκοπό να καταστήσει δυνατή την πραγματική άσκηση εκ μέρους των πολιτών των δικαιωμάτων που ο εν λόγω κανονισμός τους απονέμει (βλ., συναφώς, απόφαση Williams κατά Επιτροπής, σκέψη 29 ανωτέρω, σκέψη 72). Είναι, ως εκ τούτου, αμφίβολο αν η δυσχέρεια ή ακόμη και η αδυναμία καταχωρίσεως ενός στοιχείου στο μητρώο αυτό συνιστά επιχείρημα ικανό να αποκλείσει το εν λόγω στοιχείο από την κατ’ άρθρο 3, στοιχείο α΄, της εν λόγω αποφάσεως έννοια του εγγράφου.

156    Εν πάση περιπτώσει, η καταχώριση μιας βάσεως δεδομένων σε ένα τέτοιο μητρώο, με μνεία των πληροφοριών που προβλέπονται από το άρθρο 11, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001, δεν φαίνεται να προσκρούει σε ιδιαίτερα εμπόδια. Η διάταξη αυτή ουδόλως επιτάσσει την προσαρμογή της εν λόγω καταχωρίσεως με κάθε νέα προσθήκη ή αφαίρεση δεδομένου από τη βάση αυτή. Μια τέτοια προσαρμογή είναι ενδεχομένως αναγκαία μόνο σε περίπτωση ουσιώδους μεταβολής του περιεχομένου βάσεως δεδομένων. Η καταχώριση μιας βάσεως δεδομένων στο μητρώο δύναται, εξάλλου, να ενημερώνεται ανά εύλογα χρονικά διαστήματα προκειμένου να ανταποκρίνεται κατά το δυνατόν στο τρέχον περιεχόμενο της εν λόγω βάσεως δεδομένων.

157    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο χαρακτηρισμός του συνόλου των δεδομένων που περιέχονται σε βάση δεδομένων ως εγγράφου υπό την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2004/258 δεν συνεπάγεται καμία ανυπέρβλητη πρακτική δυσχέρεια και ότι, συνεπώς, το αντίθετο επιχείρημα της ΕΚΤ και της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί. 

–       Τα επιχειρήματα που αντλούνται από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του κανονισμού 1049/2001 και από τα λοιπά έγγραφα που επικαλούνται οι διάδικοι

158    Επιβάλλεται η εξέταση των επιχειρημάτων που αντλούνται από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του κανονισμού 1049/2001 και από τα λοιπά έγγραφα που επικαλούνται οι διάδικοι.

159    Πρώτον, κανένα χρήσιμο συμπέρασμα δεν δύναται να συναχθεί από τα σχετικά με το ιστορικό θεσπίσεως του κανονισμού 1049/2001 στοιχεία τα οποία επικαλείται και προσκομίζει η Επιτροπή. Ειδικότερα, τα οικεία έγγραφα όχι μόνον δεν αναφέρονται συγκεκριμένα στις βάσεις δεδομένων, αλλά αφορούν ορισμούς του όρου «έγγραφο» διαφορετικούς εκείνου ο οποίος τελικώς προκρίθηκε και περιλαμβάνεται στο άρθρο 3, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1049/2001.

160    Δεύτερον, ενδεχόμενη υιοθέτηση της περιλαμβανόμενης στο έγγραφο COM(2008) 229 τελικό − COD 2008/0090 προτάσεως της Επιτροπής για την προσθήκη στον εν λόγω ορισμό της διευκρινίσεως ότι «τα δεδομένα που [είναι αποθηκευμένα σε] συστήματα ηλεκτρονικής [...] επεξεργασίας και ανάκτησης δεδομένων θεωρούνται έγγραφα, εφόσον μπορούν να εξάγονται σε εκτυπωμένα ή ηλεκτρονικά αντίγραφα με τη βοήθεια των διαθέσιμων εργαλείων του λειτουργικού συστήματος» θα οδηγούσε κατ’ ουσίαν στο ίδιο αποτέλεσμα με εκείνο της προεκτεθείσας στις σκέψεις 146 έως 153 συλλογιστικής. Η επίκληση της προτάσεως αυτής δεν δύναται, συνεπώς, να κλονίσει την εν λόγω συλλογιστική, δεδομένου ότι θα μπορούσε ευλόγως να υποστηριχθεί ότι η πρόταση αυτή σκοπεί απλώς να διατυπώσει ρητώς όσα ήδη προκύπτουν, εμμέσως αλλά αναγκαίως, από τον ισχύοντα ορισμό του όρου «έγγραφο» ο οποίος περιλαμβάνεται στον κανονισμό 1049/2001 και στην απόφαση 2004/258. Το αυτό ισχύει και για την Πράσινη Βίβλο της Επιτροπής την οποία επικαλείται η ΕΚΤ (βλ. ανωτέρω, σκέψη 79), με την οποία διαπιστώνεται ότι το καθεστώς των πληροφοριών που περιέχονται στις βάσεις δεδομένων πρέπει να αποσαφηνιστεί και προτείνεται λύση η οποία κινείται προς την ίδια κατεύθυνση με την προαναφερθείσα πρόταση της Επιτροπής.

161    Τρίτον, η έκθεση της Επιτροπής περί της εφαρμογής των αρχών του εν λόγω κανονισμού, την οποία επικαλείται η ΕΚΤ, επαναλαμβάνει απλώς, σε σχέση με το ζήτημα αν μια βάση δεδομένων αποτελεί «έγγραφο» υπό την έννοια του κανονισμού 1049/2001, τη θέση ότι μια βάση δεδομένων δεν αποτελεί «έγγραφο» στον βαθμό κατά τον οποίο δεν περιέχει «έγγραφα». Η θέση αυτή έχει ήδη εξετασθεί και απορριφθεί (βλ. ανωτέρω, σκέψεις 105 έως 118 της παρούσας αποφάσεως).

162    Τέταρτον, όσον αφορά την έκθεση του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή την οποία επικαλείται η ΕΚΤ (βλ. ανωτέρω, σκέψη 79), επιβάλλεται η επισήμανση ότι εσφαλμένως η ΕΚΤ δέχεται ότι με την έκθεση αυτή αναγνωρίζεται ρητώς ότι ο περιλαμβανόμενος στον κανονισμό 1049/2001 ορισμός του όρου «έγγραφο» δεν καλύπτει τα δεδομένα που περιέχονται στις βάσεις δεδομένων. Με την εν λόγω έκθεση, ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής διαπιστώνει απλώς ότι τα δεδομένα που περιέχονται σε βάση δεδομένων «δεν εμπίπτουν σαφώς στο πεδίο εφαρμογής» των σχετικών με το δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα διατάξεων. Ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής επισημαίνει, κατά τα λοιπά, ότι δεν ήταν αναγκαίο για τον ίδιο, στο πλαίσιο της καταγγελίας 1693/2005/PB, στην οποία αναφέρονται το Βασίλειο της Δανίας και το Βασίλειο Σουηδίας (βλ. ανωτέρω, σκέψη 62), να επιλύσει το ζήτημα αυτό.

163    Επιβάλλεται, συνεπώς, η διαπίστωση ότι κανένα επιχείρημα υπέρ του αποκλεισμού του συνόλου των δεδομένων που περιέχονται σε βάση δεδομένων από την κατ’ άρθρο 3, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2004/258 έννοια του εγγράφου δεν δύναται να αντληθεί από τα στοιχεία που αναφέρθηκαν με τις σκέψεις 159 έως 162.

–       Συμπεράσματα

164    Από τις ανωτέρω αναλύσεις προκύπτει ότι η γραμματική ερμηνεία του ορισμού του όρου «έγγραφο», ο οποίος περιλαμβάνεται στο άρθρο 3, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2004/258, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το σύνολο των δεδομένων που περιέχονται σε βάση δεδομένων αποτελεί έγγραφο υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως· καμία εκτίμηση σχετική με ζητήματα πρακτικής φύσεως και κανένα εκ των διαφόρων εγγράφων που επικαλούνται οι διάδικοι δεν κλονίζουν το συμπέρασμα αυτό.

165    Επιπροσθέτως, το συμπέρασμα ότι το σύνολο των δεδομένων που περιέχονται σε βάση δεδομένων αποτελεί έγγραφο υπό την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2004/258 συνάδει και με τον σκοπό ευρύτερης προσβάσεως στα έγγραφα της ΕΚΤ, για τον οποίο γίνεται λόγος με την αιτιολογική σκέψη 3 της εν λόγω αποφάσεως, κατά την οποία «[θ]α πρέπει να εξασφαλισθεί ευρύτερη πρόσβαση στα έγγραφα της ΕΚΤ».

166    Εν αντιθέσει προς ό,τι υποστηρίζει η ΕΚΤ (βλ. ανωτέρω, σκέψη 66), η συγκεκριμένη ερμηνεία του άρθρου 3, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2004/258 δεν προσκρούει ούτε στο γεγονός ότι το άρθρο 255 ΕΚ και ο κανονισμός 1049/2011 δεν εφαρμόζονται επί της ΕΚΤ, ούτε «[στους] σκοπούς του ιδιαιτέρου καθεστώτος που διέπει την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της ΕΚΤ». Είναι αληθές ότι στην αιτιολογική σκέψη 3 της αποφάσεως 2004/258, για την οποία έγινε λόγος με τη σκέψη 165 της παρούσας αποφάσεως, γίνεται ομοίως μνεία περί της απαιτούμενης προσοχής ώστε «να προστατεύεται η ανεξαρτησία της ΕΚΤ και των εθνικών κεντρικών τραπεζών [...] και η εμπιστευτικότητα ορισμένων ζητημάτων που ανάγονται στην άσκηση των καθηκόντων της ΕΚΤ». Εντούτοις, η ανάγκη μιας τέτοιας προσοχής, μολονότι δύναται να δικαιολογήσει την καθιέρωση ειδικών εξαιρέσεων από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα της ΕΚΤ, μεταξύ των οποίων οι εξαιρέσεις που προβλέπονται από το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, περιπτώσεις 1 έως 4, της εν λόγω αποφάσεως, επ’ ουδενί θα μπορούσε να αποτελέσει έρεισμα για μια ερμηνεία του άρθρου 3, στοιχείο α΄, της ιδίας αποφάσεως αντίθετη προς το γράμμα του εν λόγω άρθρου. Όσον αφορά το επιχείρημα της ΕΚΤ περί μη εφαρμογής στην περίπτωσή της του άρθρου 255 ΕΚ και του κανονισμού 1049/2001, επιβάλλεται η επισήμανση, αφενός, ότι το συμπέρασμα που συνήχθη με τη σκέψη 164 της παρούσας αποφάσεως στηρίζεται στο γράμμα του άρθρου 3, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2004/258, άνευ οιασδήποτε αναφοράς στο άρθρο 255 ΕΚ ή στον κανονισμό 1049/2001, και, αφετέρου, ότι, εν πάση περιπτώσει, η ίδια η ΕΚΤ μνημονεύει, με την αιτιολογική σκέψη 2 της εν λόγω αποφάσεως, την κοινή δήλωση σχετικά με τον κανονισμό 1049/2001, με την οποία ζητείται από «τα άλλα θεσμικά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης να θεσπίσουν εσωτερικούς κανόνες σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα, οι οποίοι να λαμβάνουν υπόψη τις αρχές και τους περιορισμούς που καθορίζονται στον εν λόγω κανονισμό», επισημαίνοντας καταληκτικώς ότι «[τ]ο καθεστώς πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα της ΕΚΤ [...] θα πρέπει να αναθεωρηθεί αναλόγως».

167    Το συμπέρασμα ότι το σύνολο των δεδομένων που περιέχονται σε βάση δεδομένων αποτελεί έγγραφο, υπό την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2004/258, αρκεί, αυτό και μόνο, για τη θεμελίωση της διαπιστώσεως ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει εκδοθεί κατά πλάνη περί το δίκαιο και πρέπει να ακυρωθεί.

168    Πράγματι, η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως βασίζεται εξ ολοκλήρου στην προκείμενη ότι το σύνολο των δεδομένων που περιέχονται σε βάση δεδομένων δεν αποτελεί έγγραφο υπό την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2004/258.

169    Μόνον εάν γινόταν δεκτή η προκείμενη αυτή, θα μπορούσε να απορριφθεί η αίτηση του προσφεύγοντος περί παροχής προσβάσεως για τον λόγο ότι «έντυπ[ες] εκδοχ[ές]» των βάσεων δεδομένων της ΕΚΤ τις οποίες αφορούσε η αίτησή του δεν υφίσταντο «ως αυτοτελ[ή] έγγραφ[α]». Όπως ορθώς επισημαίνουν η ΕΚΤ και η Επιτροπή (βλ. ανωτέρω, σκέψη 73), με τη συγκεκριμένη θέση η οποία διατυπώνεται με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν πρέπει να νοηθεί ότι, κατά την ΕΚΤ, μόνον τα έγγραφα σε υπόθεμα χάρτου εμπίπτουν στον κατ’ άρθρο 3, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2004/258 ορισμό, διότι τούτο θα ήταν προδήλως αντίθετο προς το γράμμα της εν λόγω διατάξεως. Το νόημα της θέσεως αυτής είναι μάλλον ότι τα δεδομένα δεν αποτελούν «έγγραφα» ενόσω περιέχονται σε βάση δεδομένων και ότι δεν αποκτούν την ιδιότητα αυτήν παρά μόνον όταν εξαχθούν από τη βάση δεδομένων για να ενσωματωθούν σε άλλο έγγραφο, εκτυπωμένο ή εκτυπώσιμο.

170    Η ίδια προκείμενη αποτελεί ομοίως τη βάση της διατυπούμενης με την προσβαλλόμενη απόφαση θέσεως της ΕΚΤ ότι το αίτημα του προσφεύγοντος περί παροχής προσβάσεως δεν μπορεί να ικανοποιηθεί «με απλή εξαγωγή», αλλά θα απαιτούσε «συστηματοποίηση» και «πρόσθετη ανάλυση», οι οποίες θα έκειντο εκτός του πλαισίου που διαμορφώνει το καθιερούμενο με την απόφαση 2004/258 καθεστώς προσβάσεως στα έγγραφα της ΕΚΤ. Το γεγονός ότι το συγκεκριμένο τμήμα της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως εισάγεται με το επίρρημα «[σ]υνεπώς» επιβεβαιώνει το συμπέρασμα αυτό.

171    Διαφορετική ερμηνεία του εν λόγω τμήματος της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτή. Από την προεκτεθείσα με τις σκέψεις 145 έως 153 συλλογιστική προκύπτει, βεβαίως, ότι η ΕΚΤ έχει το δικαίωμα να απορρίψει αίτηση παροχής προσβάσεως στα δεδομένα βάσεώς της, οσάκις αδυνατεί, λόγω ανεπάρκειας ή ακαταλληλότητας των εργαλείων αναζητήσεως που είναι διαθέσιμα για τη συγκεκριμένη βάση δεδομένων, να εξαγάγει και να παράσχει στον αιτούντα τα δεδομένα που η αίτησή του αφορά.

172    Εντούτοις, από τις ίδιες σκέψεις προκύπτει ότι, προ της απορρίψεως αιτήσεως παροχής προσβάσεως για έναν τέτοιο λόγο, η ΕΚΤ οφείλει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφοι 2 και 3, της αποφάσεως 2004/258, να έλθει σε συνεννόηση με τον αιτούντα. Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΚΤ οφείλει να εξηγήσει σε αυτόν συνοπτικώς τις διάφορες δυνατότητες αναζητήσεως που προσφέρει η συγκεκριμένη βάση δεδομένων και, ενδεχομένως, να του επιτρέψει να αποσαφηνίσει ή να τροποποιήσει την αίτησή του προκειμένου να προσδιορισθούν τα δεδομένα που πιθανόν τον ενδιαφέρουν και τα οποία δύνανται να εξαχθούν από την εν λόγω βάση δεδομένων μέσω των διαθέσιμων για αυτήν εργαλείων αναζητήσεως.

173    Εξάλλου, ακόμη και εάν, κατόπιν μιας τέτοιας συνεννοήσεως, είναι αδύνατος ο εντοπισμός, μέσω των διαθέσιμων εργαλείων αναζητήσεως, των δεδομένων που αφορά η αίτηση παροχής προσβάσεως, η ΕΚΤ οφείλει να εκθέσει συνοπτικώς, με την απόφασή της περί απορρίψεως της αιτήσεως, τους σχετικούς με την τεχνική διαμόρφωση της εν λόγω βάσεως δεδομένων λόγους οι οποίοι δεν της επιτρέπουν να απαντήσει θετικώς στην εν λόγω αίτηση. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι μια τέτοια εξήγηση απουσιάζει πλήρως από την προσβαλλόμενη απόφαση.

174    Συνεπώς, στη διατυπούμενη με την προσβαλλόμενη απόφαση θέση ότι το αίτημα του προσφεύγοντος περί παροχής προσβάσεως δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί «με απλή εξαγωγή», δεν μπορεί να δοθεί η ερμηνεία ότι τα δεδομένα τα οποία αφορούσε η εν λόγω αίτηση δεν ηδύναντο να εξαχθούν από τις οικείες βάσεις δεδομένων με συνήθη αναζήτηση, μέσω των διαθέσιμων προς τούτο εργαλείων.

175    Τέλος, επιβάλλεται η επισήμανση ότι η περιλαμβανόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση εκτίμηση της ΕΚΤ ότι «[η] διαδικασία αυτή[, ήτοι η συστηματοποίηση και η πρόσθετη ανάλυση των δεδομένων,] θα συνεπαγόταν σημαντικό φόρτο εργασίας» δεν αποτελεί αυτοτελή λόγο απορρίψεως της αιτήσεως παροχής προσβάσεως, αλλά απλώς παρεμπίπτουσα παρατήρηση, η οποία δεν συνδέεται άμεσα με την εν λόγω απόρριψη.

176    Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο διότι, όπως προκύπτει από τις προεκτεθείσες με τις σκέψεις 121 έως 124 εκτιμήσεις και από την εκεί παρατιθέμενη νομολογία, η επίκληση και μόνον του «σημαντικού φόρτου εργασίας» που θα συνεπαγόταν η ικανοποίηση αιτήσεως παροχής προσβάσεως στα έγγραφα, υποβαλλόμενης δυνάμει της αποφάσεως 2004/258, είναι προδήλως ανεπαρκής για τη δικαιολόγηση της απορρίψεώς της.

177    Κατά την ίδια συλλογιστική, μια τέτοια απόρριψη, η οποία πρέπει να αποτελεί εξαίρεση, συνεπάγεται την υποχρέωση του οικείου οργάνου να αποδείξει τον όγκο της απαιτούμενης εργασίας, στοιχείο το οποίο η ΕΚΤ ελλείπει παντελώς από την προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ προϋποθέτει ότι έχει ήδη καταβληθεί προσπάθεια για την εξεύρεση «λογικής λύσεως» από κοινού με τον αιτούντα, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 6, παράγραφος 3, της αποφάσεως 2004/258, όπερ ομοίως δεν συνέβη εν προκειμένω.

178    Εξ αυτού συνάγεται ότι η απόρριψη της αιτήσεως του προσφεύγοντος περί παροχής προσβάσεως βασίζεται μάλλον στη θέση ότι η συστηματοποίηση και η πρόσθετη ανάλυση των δεδομένων που περιέχονται σε βάση δεδομένων κείνται εκτός του πεδίου εφαρμογής της αποφάσεως 2004/258, θέση η οποία ερείδεται, με τη σειρά της, στην προκείμενη ότι τα εν λόγω δεδομένα δεν αποτελούν, στον βαθμό κατά τον οποίο περιέχονται σε βάση δεδομένων, έγγραφο υπό την έννοια της εν λόγω αποφάσεως. Η προκείμενη αυτή προσκρούει, όμως, στο συμπέρασμα που συνήχθη στη σκέψη 164 της παρούσας αποφάσεως και είναι, ως εκ τούτου, εσφαλμένη· συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση έχει εκδοθεί κατά πλάνη περί το δίκαιο.

179    Όσον αφορά το ζήτημα αν μια βάση δεδομένων «αυτή καθ’ εαυτήν» αποτελεί έγγραφο υπό την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2004/258, επιβάλλεται η υπόμνηση, αφενός, ότι η αίτηση του προσφεύγοντος περί παροχής προσβάσεως ήταν έως ένα βαθμό συγκεχυμένη, καθώς δεν διέκρινε με σαφήνεια το περιεχόμενο των βάσεων δεδομένων, ήτοι τα δεδομένα, από τις βάσεις δεδομένων αυτές καθ’ εαυτές (βλ. ανωτέρω, σκέψεις 96 έως 99). Επομένως, δεν είναι ουδόλως βέβαιο ότι ο προσφεύγων επεδίωκε πρόσβαση στις βάσεις δεδομένων «αυτές καθ’ εαυτές», όπως υποστηρίζει η Επιτροπή (βλ. ανωτέρω, σκέψη 74). Εν πάση περιπτώσει, τόσο από τη δήλωση που περιέχεται στο υπόμνημα απαντήσεως του προσφεύγοντος, κατά την οποία η αίτησή του αφορούσε τα «ανεπεξέργαστα δεδομένα», όσο και από τις προφορικές διευκρινίσεις που ο ίδιος παρέσχε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση (βλ., αντιστοίχως, σκέψεις 98 και 99 της παρούσας αποφάσεως) προκύπτει ότι, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι η πρόσβαση στα δεδομένα που περιέχονται στη βάση δεδομένων της ΕΚΤ δεν αποτελούσε τον μοναδικό σκοπό της αιτήσεως προσβάσεως, συνιστούσε αναμφίβολα έναν αν όχι τον κύριο εκ των σκοπών της..

180    Αφετέρου, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι η αίτηση του προσφεύγοντος περί προσβάσεως εκκινεί προδήλως από την προκείμενη ότι υφίσταντο ειδικές βάσεις δεδομένων της ΕΚΤ, προορισμένες να λειτουργούν ως βάση για τη σύνταξη των εκθέσεων. Η ΕΚΤ, κατά την ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία, απέδειξε, με επεξηγήσεις τις οποίες ο προσφεύγων δεν αμφισβήτησε, ότι η προκείμενη αυτή ήταν εσφαλμένη (βλ. ανωτέρω, σκέψεις 32 έως 34).

181    Μολονότι οι πρόσθετες επεξηγήσεις της ΕΚΤ ουδόλως επιτρέπουν να γίνει δεκτό ότι ο προσφεύγων δεν είχε συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. ανωτέρω, σκέψη 35), πρέπει να ληφθούν υπόψη προκειμένου να καθορισθεί η τύχη που θα μπορούσε να έχει η αίτησή του περί προσβάσεως.

182    Πράγματι, ανεξαρτήτως της ακριβούς διατυπώσεως που ο προσφεύγων χρησιμοποίησε στην αίτησή του περί προσβάσεως, είναι σαφές, λαμβανομένων υπόψη των πρόσθετων επεξηγήσεων της ΕΚΤ, ότι δεν υφίστατο καμία αυτοτελής βάση δεδομένων η οποία θα μπορούσε να αποτελεί «αυτή καθ’ εαυτήν» αντικείμενο της εν λόγω αιτήσεως. Από τις επεξηγήσεις της ΕΚΤ προκύπτει μάλλον ότι τα δεδομένα που ενδιέφεραν τον προσφεύγοντα περιέχονται σε διάφορες βάσεις δεδομένων της ΕΚΤ, περιέχουσες και αλλά δεδομένα που δεν παρουσιάζουν κανένα ενδιαφέρον για τον προσφεύγοντα. Συναφώς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, με το υπόμνημά του απαντήσεως, ο προσφεύγων διευκρίνισε ότι τον ενδιέφεραν μόνον τα στοιχεία που σχετίζονταν με τα πρόσωπα που είχαν αναλάβει πράγματι υπηρεσία στην ΕΚΤ, αποκλειομένης οιασδήποτε πληροφορίας σχετικής με μη προσληφθέντες υποψηφίους.

183    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι δεν είναι ουδόλως αναγκαίο, στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, να καθορισθεί αν μια βάση δεδομένων της ΕΚΤ δύναται να αποτελέσει «αυτή καθεαυτήν» αντικείμενο αιτήσεως προσβάσεως υποβαλλόμενης δυνάμει της αποφάσεως 2004/258. Εφόσον δεν υφίσταται μία μόνο βάση δεδομένων την οποία ο προσφεύγων θα μπορούσε, με την αίτησή του, να αποκτήσει «αυτήν καθεαυτήν», η εκτίμηση ότι το σύνολο των δεδομένων που περιέχονται σε βάση δεδομένων αποτελεί έγγραφο υπό την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο α΄, της εν λόγω αποφάσεως αρκεί για να παράσχει στον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να επιτύχει, μέσω της αποδοχής της αιτήσεώς του και υπό την επιφύλαξη των προβλεπόμενων από το άρθρο 4 της ιδίας αποφάσεως εξαιρέσεων από το δικαίωμα προσβάσεως, αφενός, την απόκτηση των συγκεκριμένων δεδομένων που τον ενδιαφέρουν και, αφετέρου, τη χρησιμοποίηση, υπό τους όρους που αναφέρθηκαν με τις σκέψεις 146 έως 153 της παρούσας αποφάσεως, των εργαλείων που είναι διαθέσιμα για τις διάφορες βάσεις δεδομένων της ΕΚΤ οι οποίες περιέχουν τα εν λόγω δεδομένα. Όσον αφορά, ειδικότερα, τα εργαλεία αυτά, ο προσφεύγων μπορεί να αποκτήσει τη χρήση τους διά της υποβολής αιτήσεως, με την οποία θα ζητείται από την ΕΚΤ να κάνει η ίδια χρήση των εργαλείων αυτών προκειμένου να προβεί, βάσει κριτηρίων που ο προσφεύγων θα έχει ορίσει σε αναζητήσεις στις βάσεις δεδομένων, αναζητήσεις των οποίων τα αποτελέσματα θα κοινοποιήσει εν συνεχεία στον ίδιο (βλ. ανωτέρω, σκέψη 150).

184    Συνεπώς, παρελκούσης της εξετάσεως των λοιπών λόγων ακυρώσεως που προβάλλει ο προσφεύγων προς στήριξη του ακυρωτικού του αιτήματος, επιβάλλεται να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.

3.     Επί της αγωγής αποζημιώσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

185    Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η άρνηση της ΕΚΤ να του χορηγήσει πρόσβαση στις βάσεις δεδομένων τις οποίες αφορά η αίτησή του προκαλεί καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της διδακτορικής του διατριβής, την οποία όφειλε να υποστηρίξει έως την 31η Ιανουαρίου 2011. Επιπροσθέτως, ο προσφεύγων αμφισβητεί την επιχειρηματολογία της ΕΚΤ, κατά την οποία η αγωγή του αποζημιώσεως είναι απαράδεκτη.

186    Η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι η αγωγή αποζημιώσεως δεν πληροί τους όρους του άρθρου 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας και πρέπει να κριθεί απαράδεκτη. Όπως επισημαίνει, το δικόγραφο δεν προσδιορίζει κανέναν αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της φερόμενης ως επίμεμπτης συμπεριφοράς της ΕΚΤ και της ζημίας που ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι υπέστη. Ομοίως, κατά την καθής, η αγωγή δεν ερείδεται σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο και ο προσφεύγων περιορίζεται απλώς στον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εμποδίζει την ολοκλήρωση της διδακτορικής του διατριβής.

187    Η ΕΚΤ προσθέτει ότι έχει απαντήσει θετικώς σε διάφορες άλλες αιτήσεις παροχής προσβάσεως που υποβλήθηκαν από τον προσφεύγοντα. Ο προσφεύγων έχει επομένως στη διάθεσή του στοιχεία επαρκή για την εκπόνηση της διδακτορικής του διατριβής και δεν τίθεται ζήτημα συστηματικής, εκ μέρους της, απορρίψεως των αιτήσεών του. Εξάλλου, κατά την ΕΚΤ, ο προσφεύγων δεν εξήγησε σε ποιο βαθμό η αδυναμία προσβάσεώς του στις επίμαχες βάσεις δεδομένων προκαλεί καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της διδακτορικής του διατριβής

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

188    Επιβάλλεται, εκ προοιμίου, η επισήμανση ότι, κατά το άρθρο 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, που εφαρμόζεται στα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως, τα οποία είναι προγενέστερα της ενάρξεως ισχύος, την 1η Δεκεμβρίου 2009, της Συνθήκης της Λισσαβώνας, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα υποχρεούται, συμφώνως προς τις γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, να αποκαθιστά τις ζημίες που προξενούν τα όργανα ή οι υπάλληλοί της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Με το τρίτο εδάφιο του εν λόγω άρθρου διευκρινίζεται ότι το δεύτερο εδάφιο εφαρμόζεται, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, στις ζημίες που προξενεί η ΕΚΤ ή οι υπάλληλοί της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Επομένως, παρά το γεγονός ότι, κατά το άρθρο 107, παράγραφος 2, ΕΚ, η ΕΚΤ έχει νομική προσωπικότητα, το άρθρο 288, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, ΕΚ ορίζει ότι τις προκαλούμενες από την ΕΚΤ ζημίες οφείλει να αποκαθιστά η Κοινότητα (και, από της ενάρξεως ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία, δυνάμει του άρθρου 1, τρίτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, ΣΕΕ, υποκατέστησε και διαδέχθηκε την Κοινότητα) (διάταξη του Πρωτοδικείου της 5ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑295/05, Document Security Systems κατά ΕΚΤ, Συλλογή 2007, σ. II‑2835, σκέψη 76).

189    Κατά πάγια νομολογία, εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας, υπό την έννοια του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, λόγω παράνομης συμπεριφοράς των οργάνων της θεμελιώνεται εφόσον συντρέχει σύνολο προϋποθέσεων, ήτοι ο παράνομος χαρακτήρας της προσαπτόμενης στα όργανα συμπεριφοράς, το υποστατό της ζημίας και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προσαπτόμενης συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Νοεμβρίου 2007, T‑3/00 και T‑337/04, Πιτσιόρλας κατά Συμβουλίου και ΕΚΤ, Συλλογή 2007, σ. II‑4779, σκέψη 290 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

190    Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση απαιτείται, κατά τη νομολογία, η απόδειξη κατάφωρης παραβάσεως κανόνα δικαίου απονέμοντος δικαιώματα στους ιδιώτες (απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Ιουλίου 2000, C‑352/98 P, Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑5291, σκέψη 42). Καθοριστικό κριτήριο για την κατάφαση του κατάφωρου χαρακτήρα της παραβάσεως είναι η εκ μέρους του οικείου κοινοτικού οργάνου πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση των ορίων της διακριτικής του ευχέρειας. Οσάκις το περιθώριο εκτιμήσεως που το εν λόγω όργανο διαθέτει είναι σημαντικά περιορισμένο ή και ανύπαρκτο, η απλή παραβίαση του κοινοτικού δικαίου δύναται να αρκεί προς στοιχειοθέτηση κατάφωρης παραβάσεως (βλ. απόφαση Πιτσιόρλας κατά Συμβουλίου και ΕΚΤ, σκέψη 189 ανωτέρω, σκέψη 291 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

191    Όσον αφορά την προϋπόθεση περί αιτιώδους συνάφειας, η Ένωση ευθύνεται παρά μόνο για τη ζημία που απορρέει κατά τρόπο αρκούντως άμεσο από την παράτυπη συμπεριφορά του οικείου οργάνου (βλ. απόφαση Πιτσιόρλας κατά Συμβουλίου και ΕΚΤ, σκέψη 189 ανωτέρω, σκέψη 292 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

192    Προκειμένου για τη ζημία, επιβάλλεται να τονισθεί ότι αυτή πρέπει να είναι πραγματική και βέβαιη, καθώς και αποτιμητή. Αντιθέτως, ζημία εντελώς υποθετική και αόριστη δεν γεννά αξίωση αποζημιώσεως. Απόκειται στον ενάγοντα να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία προς απόδειξη του υποστατού και της εκτάσεως της ζημίας που υπέστη (βλ. απόφαση Πιτσιόρλας κατά Συμβουλίου και ΕΚΤ, σκέψη 189 ανωτέρω, σκέψεις 293 και 294 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

193    Επιβάλλεται, επιπροσθέτως, η υπόμνηση ότι, οσάκις μία εκ των προϋποθέσεων αυτών δεν πληρούται, η αγωγή πρέπει να απορρίπτεται στο σύνολό της, παρελκούσης της εξετάσεως των λοιπών προϋποθέσεων (βλ. απόφαση Πιτσιόρλας κατά Συμβουλίου και ΕΚΤ, σκέψη 189 ανωτέρω, σκέψη 295 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

194    Τέλος, κατά το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, το δικόγραφο πρέπει να προσδιορίζει το αντικείμενο της διαφοράς και να περιέχει συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών. Προκειμένου να πληροί τους όρους αυτούς, το δικόγραφο της αγωγής με την οποία ζητείται η αποκατάσταση ζημίας προκληθείσας από κοινοτικό όργανο πρέπει να περιέχει τα στοιχεία βάσει των οποίων καθίσταται δυνατός ο προσδιορισμός, μεταξύ άλλων, της ζημίας που ο ενάγων ισχυρίζεται ότι υπέστη, καθώς και του χαρακτήρα και της εκτάσεως αυτής (απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Οκτωβρίου 1999, C‑327/97 P, Αποστολίδης κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑6709, σκέψη 37).

195    Εν προκειμένω, προς στήριξη της αγωγής του αποζημιώσεως, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η άρνηση της ΕΚΤ να του χορηγήσει πρόσβαση στις βάσεις δεδομένων που αφορά η αίτησή του θα προκαλέσει καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της διδακτορικής του διατριβής, ενώ θα αποβεί επιζήμια και για την επιστημονική αρτιότητά της, όταν αυτή εντέλει ολοκληρωθεί.

196    Επιβάλλεται, επομένως, η διαπίστωση ότι, με την αγωγή του αποζημιώσεως, ο προσφεύγων επιδιώκει κατ’ ουσίαν τη χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης η οποία φέρεται να απορρέει από την προσβαλλόμενη απόφαση και της οποίας τον χαρακτήρα και την έκταση προσδιόρισε επαρκώς κατά νόμον με το δικόγραφό του. Συνεπώς, εν αντιθέσει προς ό,τι υποστηρίζει η ΕΚΤ, η αγωγή αυτή είναι παραδεκτή.

197    Εντούτοις, επί της ουσίας, η εν λόγω αγωγή είναι πρόωρη και πρέπει για τον λόγο αυτόν να απορριφθεί (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 18ης Μαΐου 1995, T‑478/93, Wafer Zoo κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑1479, σκέψεις 49 και 50, και της 15ης Δεκεμβρίου 1999, T‑300/97, Latino κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑259 και II‑1263, σκέψεις 95 και 101). Πράγματι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο προσφεύγων, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, δήλωσε ότι η ημερομηνία υποστηρίξεως της διδακτορικής του διατριβής είχε μετατεθεί τον Σεπτέμβριο του 2012. Ο προσφεύγων προσέθεσε ότι η καθυστέρηση αυτή δεν οφειλόταν μόνο στη μη κατοχή των πληροφοριών στις οποίες επιθυμούσε να έχει πρόσβαση, αλλά και σε άλλους παράγοντες. Οι δηλώσεις αυτές είναι καταγεγραμμένες στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

198    Εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί (βλ. ανωτέρω, σκέψη 184), η ΕΚΤ θα υποχρεωθεί να επανεξετάσει την αίτηση του προσφεύγοντος περί παροχής προσβάσεως. Δεν μπορεί να αποκλεισθεί εκ των προτέρων το ενδεχόμενο να χορηγήσει η ΕΚΤ στον προσφεύγοντα πρόσβαση, κατόπιν της εν λόγω επανεξετάσεως, στα δεδομένα που περιέχονται στις βάσεις της, δεδομένα τα οποία αυτός, όπως διατείνεται, χρειάζεται για την εκπόνηση της διατριβής του, τούτο δε εγκαίρως ώστε να καταστεί δυνατή η υποστήριξη της εν λόγω διατριβής τον Σεπτέμβριο του 2012. Ομοίως, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να αρνηθεί η ΕΚΤ εν όλω ή εν μέρει, για θεμιτό λόγο, την παροχή προσβάσεως. Επομένως, επί του παρόντος, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να κρίνει ούτε αν ο προσφεύγων θα υποστεί βλάβη λόγω της απορρίψεως, με την προσβαλλόμενη απόφαση, της αιτήσεώς του παροχής προσβάσεως στα έγγραφα ούτε εάν μια τέτοια υποθετική βλάβη θα μπορεί να αποδοθεί σε παράνομη συμπεριφορά της ΕΚΤ.

199    Συνεπώς, η αγωγή αποζημιώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

200    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η ΕΚΤ ηττήθηκε ως προς το κύριο μέρος των αιτημάτων της, πρέπει αυτή να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα συμφώνως προς το αίτημα του προσφεύγοντος.

201    Το Βασίλειο της Δανίας, η Δημοκρατία της Φινλανδίας, το Βασίλειο της Σουηδίας και η Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους, συμφώνως προς το άρθρο 87, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), η οποία κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα-ενάγοντα με έγγραφο του προέδρου της ΕΚΤ της 2ας Σεπτεμβρίου 2009.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή-αγωγή.

3)      Η ΕΚΤ φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, τα δικαστικά έξοδα του J. Dufour.

4)      Το Βασίλειο της Δανίας, η Δημοκρατία της Φινλανδίας, το Βασίλειο της Σουηδίας και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Czúcz

Labucka

Γρατσίας

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 26 Οκτωβρίου 2011.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Nομικό πλαίσιο

Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Επί της προσφυγής ακυρώσεως

1.  Επί του παραδεκτού

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

2.  Επί της ουσίας

Επί της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο συνιστάμενη στο ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση, η ΕΚΤ έκρινε εσφαλμένως ότι οι βάσεις δεδομένων δεν αποτελούσαν έγγραφα υπό την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2004/258

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

–  Η έννοια της βάσεως δεδομένων

–  Ανάλυση του κατ’ άρθρο 3, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2004/258 ορισμού του όρου «έγγραφο»

–  Αντικείμενο της αιτήσεως του προσφεύγοντος περί παροχής προσβάσεως

–  Ο χαρακτηρισμός του συνόλου των δεδομένων που περιέχονται σε βάση δεδομένων ως εγγράφου, υπό την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2004/258

–  Οι πρακτικές δυσχέρειες που φέρεται να συνεπάγεται η άσκηση δικαιώματος προσβάσεως στις βάσεις δεδομένων ενός οργάνου

–  Τα επιχειρήματα που αντλούνται από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του κανονισμού 1049/2001 και από τα λοιπά έγγραφα που επικαλούνται οι διάδικοι

–  Συμπεράσματα

3.  Επί της αγωγής αποζημιώσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.