Language of document : ECLI:EU:T:2011:634

Υπόθεση T-436/09

Julien Dufour

κατά

Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας

«Πρόσβαση στα έγγραφα – Απόφαση 2004/258/EΚ – Βάσεις δεδομένων της ΕΚΤ χρησιμοποιηθείσες για τη σύνταξη εκθέσεων σχετικών με την πρόσληψη και την κινητικότητα του προσωπικού – Άρνηση παροχής προσβάσεως – Προσφυγή ακυρώσεως – Έννομο συμφέρον – Παραδεκτό – Έννοια εγγράφου – Αγωγή αποζημιώσεως – Πρόωρος χαρακτήρας»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Έννομο συμφέρον – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Προσφυγή δυνάμενη να προσπορίσει όφελος στον προσφεύγοντα

(Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ)

2.      Ευρωπαϊκή Ένωση – Θεσμικά όργανα – Δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα – Απόφαση 2004/258 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας

3.      Προσφυγή ακυρώσεως – Αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης – Αίτημα με το οποίο ζητείται να απευθυνθεί εντολή προς θεσμικό όργανο – Πρόσβαση στα έγγραφα – Απαράδεκτο

(Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ)

4.      Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με την οποία αρνείται να παράσχει στον προσφεύγοντα πρόσβαση σε ορισμένες από τις βάσεις δεδομένων της εξαιτίας του τεκμηριωτικού τους χαρακτήρα

(Άρθρο 296, εδ. 2, ΣΛΕΕ· απόφαση 2004/258 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρα 7 § 1, 8 § 1, και 9)

5.      Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο

(Άρθρο 296, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

6.      Προσέγγιση των νομοθεσιών – Νομική προστασία των βάσεων δεδομένων – Οδηγία 96/9 – Έννοια της βάσης δεδομένων

(Οδηγία 96/9 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 1 § 2)

7.      Ευρωπαϊκή Ένωση – Θεσμικά όργανα – Δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα – Απόφαση 2004/258 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας – Έννοια του εγγράφου

(Απόφαση 2004/258 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 3, στοιχείο α΄)

8.      Ευρωπαϊκή Ένωση – Θεσμικά όργανα – Δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα – Αίτηση που συνεπάγεται υπέρμετρο φόρτο εργασίας – Στάθμιση των διακυβευομένων συμφερόντων

(Απόφαση 2004/258 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 3, στοιχείο α΄)

9.      Ευρωπαϊκή Ένωση – Θεσμικά όργανα – Δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα – Απόφαση 2004/258 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας – Έννοια του εγγράφου

(Απόφαση 2004/258 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 3, στοιχείο α΄)

10.    Ευρωπαϊκή Ένωση – Θεσμικά όργανα – Δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα – Απόφαση 2004/258 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας – Υποχρέωση της Τράπεζας να προβεί σε απλή ή συνήθη αναζήτηση των εγγράφων – Περιεχόμενο

(Απόφαση 2004/258 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρα 2 § 1, 3, στοιχείο α΄, 4 §§ 5 και 6, και 6 §§ 1 έως 3)

11.    Ευρωπαϊκή Ένωση – Θεσμικά όργανα – Δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα –Κανονισμός 1049/2001 – Υποχρέωση δημιουργίας μητρώου εγγράφων – Καταχώριση μιας βάσης δεδομένων στο μητρώο

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 11· απόφαση 2004/258 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 3, στοιχείο α΄)

12.    Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις – Αθέμιτο – Ζημία – Αιτιώδης σύνδεσμος – Δεν συντρέχει μία από τις προϋποθέσεις – Απόρριψη της αγωγής αποζημιώσεως στο σύνολό της

(Άρθρα 107 § 2 ΕΚ και 288, εδ. 2 και 3, ΕΚ· άρθρο 1, εδ. 3, τρίτη περίοδος, ΣΕΕ)

13.    Διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Τυπικά στοιχεία – Συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 44 § 1, στοιχείο γ΄)

1.      Προσφυγή ακυρώσεως που έχει ασκηθεί από φυσικό ή νομικό πρόσωπο είναι παραδεκτή μόνο στον βαθμό κατά τον οποίο ο προσφεύγων έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως. Ένα τέτοιο συμφέρον προϋποθέτει ότι η ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως δύναται, αυτή καθ’ εαυτήν, να έχει έννομες συνέπειες και ότι, επομένως, η προσφυγή μπορεί, ως εκ του αποτελέσματός της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε. Τέτοια είναι η περίπτωση προσφυγής ακυρώσεως με την οποία φυσικό πρόσωπο προσβάλλει την εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας απόρριψη της αιτήσεώς του παροχής προσβάσεως στα στοιχεία μίας βάσης δεδομένων, και η οποία ασκείται δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2004/258, σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και βασίζεται στην αμφισβητούμενη από τον προσφεύγοντα θέση ότι η απόφαση 2004/258 δεν ευρίσκει πεδίο εφαρμογής σε ό,τι αφορά την πρόσβαση σε βάσεις δεδομένων ή σε δεδομένα που περιέχονται σε αυτές.

(βλ. σκέψεις 28, 36)

2.      Σε περίπτωση αιτήσεως παροχής προσβάσεως στα έγγραφα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, από το άρθρο 6, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2004/258, σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και, ειδικότερα, από τη χρήση των ρημάτων «ζητεί» και «βοηθά», προκύπτει ότι η Τράπεζα δεν δύναται να την απορρίψει παραχρήμα για τον λόγο ότι το έγγραφο το οποίο αυτή αφορά δεν υφίσταται. Αντιθέτως, σε μια τέτοια περίπτωση, η Τράπεζα οφείλει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 2, της εν λόγω αποφάσεως, να ζητήσει από τον αιτούντα να αποσαφηνίσει την αίτησή του και να του παράσχει προς τούτο συνδρομή, ενημερώνοντάς τον για τα έγγραφα που έχει στην κατοχή της και τα οποία αντιστοιχούν σε εκείνα τα οποία αφορά η αίτησή του παροχής προσβάσεως ή δύνανται να περιέχουν εν μέρει ή εν όλω τις ζητούμενες από αυτόν πληροφορίες.

(βλ. σκέψεις 30-31)

3.      Το Γενικό Δικαστήριο δεν δύναται να απευθύνει διαταγές στα όργανα ή να τα υποκαθιστά στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας τον οποίο ασκεί. Ο εν λόγω περιορισμός του ελέγχου νομιμότητας ισχύει για όλες τις κατηγορίες διαφορών των οποίων επιλαμβάνεται το Γενικό Δικαστήριο, περιλαμβανομένων αυτών που αφορούν την πρόσβαση στα έγγραφα.

(βλ. σκέψη 39)

4.      Η αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και να εκθέτει κατά τρόπο σαφή και αναμφίλεκτο τη συλλογιστική του οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα, αφενός, στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολόγησαν τη λήψη του μέτρου και, αφετέρου, στον δικαστή της Ένωσης να ασκήσει τον έλεγχό του. Η επιταγή περί αιτιολογήσεως πρέπει να αξιολογείται σε συνάρτηση με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως και, ιδίως, με το περιεχόμενο της πράξεως, τη φύση των προβαλλόμενων δικαιολογητικών λόγων και το συμφέρον που ενδέχεται να έχουν προς λήψη εξηγήσεων οι αποδέκτες της πράξεως ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Δεν απαιτείται να προσδιορίζονται με την αιτιολογία όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ανταποκρίνεται στις σχετικές επιταγές πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το περιεχόμενό της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των νομικών κανόνων που διέπουν το οικείο ζήτημα.

Επομένως, ένα θεσμικό όργανο τηρεί την υποχρέωση αυτή εφόσον γνωστοποιεί ότι η αίτηση του προσφεύγοντος περί παροχής προσβάσεως στις βάσεις δεδομένων που αυτό διατηρεί απορρίπτεται επειδή, για λόγους που αφορούν συνολικά την έλλειψη εντύπων μορφών των ζητούμενων δεδομένων και τον σημαντικό φόρτο εργασίας που θα απαιτούσε η δημιουργία τέτοιων μορφών, η αίτησή του δεν αφορά έγγραφο υπό την έννοια των ισχυουσών διατάξεων. Πράγματι, μια τέτοια αιτιολογία αυτή παρέχει στον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να ενημερωθεί για τους λόγους που προβλήθηκαν προς δικαιολόγηση της απορρίψεως της αιτήσεώς του, ώστε να είναι σε θέση να προσβάλει την απόρριψη αυτή ενώπιον του δικαστή της Ένωσης.

(βλ. σκέψεις 47-51)

5.      Η υποχρέωση αιτιολογήσεως αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα της ορθότητας της αιτιολογίας, δεδομένου ότι αυτό αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξεως. Πράγματι, το γεγονός ότι μια αιτιολογία είναι, ενδεχομένως, πεπλανημένη δεν την καθιστά ανύπαρκτη.

(βλ. σκέψη 52)

6.      Στην κατ’ άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 96/9, σχετικά με τη νομική προστασία των βάσεων δεδομένων, έννοια της βάσεως δεδομένων εμπίπτει κάθε συλλογή αποτελούμενη από έργα, δεδομένα ή άλλα στοιχεία, δυνάμενα να χωρισθούν χωρίς να επηρεασθεί η αξία του περιεχομένου τους, και περιλαμβάνουσα μέθοδο ή σύστημα, οιασδήποτε φύσεως, το οποίο να καθιστά δυνατό τον εντοπισμό ενός εκάστου των συστατικών της στοιχείων. Μεταξύ των χαρακτηριστικών μιας βάσεως δεδομένων καταλέγονται, αφενός, η ύπαρξη περιεχομένου οιασδήποτε φύσεως (πληροφοριακού, λογοτεχνικού, καλλιτεχνικού, μουσικού ή άλλου) και, αφετέρου, η ύπαρξη σταθερού υποθέματος οιασδήποτε μορφής, στο οποίο είναι αποθηκευμένο το εν λόγω περιεχόμενο.

Τα στοιχεία που συναποτελούν μια τέτοια βάση δεδομένων, ήτοι τα δεδομένα, είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους. Κατά κανόνα, τα στοιχεία αυτά δεν εμφανίζονται σε παγιωμένη και αμετάβλητη διαμόρφωση, αλλά μπορούν, μέσω της χρήσεως τεχνικών ή άλλων διαθέσιμων μέσων, να εμφανίζονται σε πολλαπλούς διαφορετικούς συνδυασμούς.

(βλ. σκέψεις 87, 102, 107)

7.      Όσον αφορά τον ορισμό του όρου «έγγραφο», ο οποίος δίδεται στο άρθρο 3, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2004/258, σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, από τους όρους «υπόθεμα», «αποθηκευμένο», «εγγραφή», «συντάσσεται» και «βρίσκεται στην κατοχή», οι οποίοι χρησιμοποιούνται στον εν λόγω ορισμό, προκύπτει, εμμέσως πλην σαφώς, ότι ο νομοθέτης είχε κατά νου περιεχόμενο το οποίο διατηρείται και δύναται να αναπαραχθεί ή στο οποίο δύναται να ανατρέχει κανείς και μετά την παραγωγή του. Επομένως, στοιχεία τα οποία δεν διατηρούνται δεν αποτελούν έγγραφα, έστω και αν είναι γνωστά στην Τράπεζα.

Δεύτερον, από την ίδια διάταξη προκύπτει ότι η φύση του υποθέματος αποθηκεύσεως ενός περιεχομένου δεν ασκεί επιρροή επί του ζητήματος εάν το περιεχόμενο αυτό αποτελεί ή όχι έγγραφο. Επομένως, μπορεί να πρόκειται για παραδοσιακό τύπο υποθέματος, όπως το χαρτί, ή για πιο εξελιγμένο τύπο υποθέματος, όπως τα διάφορα μέσα ηλεκτρονικής αποθηκεύσεως (σκληρός δίσκος, πλινθίο ηλεκτρονικής μνήμης κ.λπ.) ή τα ποικίλα μέσα που χρησιμοποιούνται για την ηχητική, οπτική ή οπτικοακουστική εγγραφή (CD, DVD, βιντεοκασέτες κ.λπ.).

Τρίτον, το γράμμα της εν λόγω διάταξης αναφέρεται σε «οποιοδήποτε περιεχόμενο». Επομένως, ο τύπος και η φύση του αποθηκευμένου περιεχομένου στερούνται ομοίως σημασίας. Συνεπώς, ένα έγγραφο κατά τον ορισμό που δίδει η εν λόγω απόφαση δύναται να περιλαμβάνει λέξεις, ψηφία ή οιοδήποτε άλλο είδος συμβόλου, αλλά, επίσης, εικόνες και εγγραφές ηχητικές, όπως μια ομιλία, ή οπτικές, όπως μια ταινία. Ο μόνος περιορισμός που τίθεται όσον αφορά το περιεχόμενο το οποίο δύναται να αφορά ο κατά την ίδια διάταξη ορισμός είναι ότι το περιεχόμενο αυτό πρέπει να σχετίζεται με τις πολιτικές, τις δραστηριότητες ή τις αποφάσεις της Τράπεζας.

Τέταρτον, κατά την ίδια διάταξη, το μέγεθος, η έκταση, η σπουδαιότητα ή η παρουσίαση του περιεχομένου στερούνται σημασίας όσον αφορά το ζήτημα αν το περιεχόμενο αυτό καλύπτεται ή όχι από τον εν λόγω ορισμό. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι έγγραφο, υπό την έννοια της αποφάσεως 2004/258, δύναται να συνιστά ένα βιβλίο ορισμένων εκατοντάδων σελίδων ή ένα «φύλλο χάρτου», το οποίο ενδέχεται να περιέχει μία μόνο λέξη ή έναν αριθμό, όπως επί παραδείγματι ένα όνομα ή έναν τηλεφωνικό αριθμό. Ομοίως, έγγραφο δύναται να αποτελεί όχι μόνον ένα κείμενο, όπως και μια επιστολή ή ένα υπόμνημα, αλλά και ένας πίνακας, ένας κατάλογος ή ένα ευρετήριο, όπως ένας τηλεφωνικός κατάλογος, ένας τιμοκατάλογος ή ένας κατάλογος εξαρτημάτων. Ακόμη και περιεχόμενο ελάχιστης εκτάσεως, όπως μία λέξη ή ένας αριθμός, αρκεί, αν είναι αποθηκευμένο, για τον χαρακτηρισμό του ως εγγράφου.

Η επιχειρηματολογία ότι ένα δεδομένο, μεμονωμένως θεωρούμενο, δεν αποτελεί «περιεχόμενο» φύσεως ή μεγέθους επαρκούς ώστε να θεωρείται έγγραφο υπό την έννοια της αποφάσεως 2004/258 ή του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, έχει, αντιθέτως, ως αποτέλεσμα να μην λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι η σημασία ενός δεδομένου που περιέχεται σε βάση δεδομένων δεν έγκειται αποκλειστικώς στην, ενδεχομένως ελάχιστη, έκτασή του, αλλά επίσης στις πολλαπλές, άμεσες ή έμμεσες, σχέσεις του με τα λοιπά δεδομένα που περιέχονται στην ίδια βάση δεδομένων. Πράγματι ακριβώς οι σχέσεις καθιστούν δυνατή τη διευθέτηση του περιεχομένου βάσεως δεδομένων «κατά συστηματικό ή μεθοδικό τρόπο». Για τον λόγο αυτόν, ακόμη και ένας μικρός αριθμός δεδομένων που εξάγονται από βάση δεδομένων δύναται να αποτελεί φορέα μίας ή περισσότερων χρήσιμων πληροφοριών, ενώ, κατά κανόνα, ένα τμήμα κειμένου που αποσπάται από το συγκείμενό του απολλύει τη σημασία του. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το σύνολο των δεδομένων που περιέχονται σε βάση δεδομένων αποτελεί σύνολο στερούμενο οιουδήποτε νοήματος. Πράγματι, τα εν λόγω δεδομένα δεν είναι αποθηκευμένα κατά τρόπο τυχαίο και άναρχο, αλλά σύμφωνα με ορισμένο σύστημα ταξινομήσεως, το οποίο, ως εκ της πολυπλοκότητάς του, καθιστά δυνατή τη δημιουργία πολλαπλών σχέσεων μεταξύ των εν λόγω δεδομένων.

Η γραμματική ερμηνεία του ορισμού του όρου «έγγραφο», ο οποίος περιλαμβάνεται στο άρθρο 3, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2004/258, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το σύνολο των δεδομένων που περιέχονται σε βάση δεδομένων αποτελεί έγγραφο υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

(βλ. σκέψεις 88-94, 106, 108, 110-111, 116, 164)

8.      Ο ενδεχόμενος σημαντικός όγκος του συνόλου των δεδομένων που περιέχονται σε βάση δεδομένων δεν συνιστά επιχείρημα λυσιτελές για τον αποκλεισμό των δεδομένων αυτών από την κατ’ άρθρο 3, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2004/258, σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Πράγματι, μολονότι ένα όργανο πρέπει να διατηρεί τη δυνατότητα σταθμίσεως, αφενός, του συμφέροντος της προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα και, αφετέρου, του φόρτου της απαιτούμενης προς τούτο εργασίας, προκειμένου να διασφαλίζεται, στις ειδικές αυτές περιπτώσεις, το συμφέρον της χρηστής διοικήσεως, εντούτοις, η ενεργοποίηση της δυνατότητας αυτής αποτελεί εξαίρεση, λαμβανομένου υπόψη, μεταξύ άλλων, του γεγονότος ότι η συνεκτίμηση του φόρτου εργασίας που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος προσβάσεως και του συμφέροντος του αιτούντος δεν ασκεί κατ’ αρχήν επιρροή επί του προσδιορισμού του εύρους του εν λόγω δικαιώματος. Επιπροσθέτως, στον βαθμό κατά τον οποίο το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή οργάνων συνιστά λύση αρχής, το βάρος αποδείξεως του εύρους των απαιτούμενων εργασιών που συνεπάγεται η σχετική αίτηση φέρει το κοινοτικό όργανο που επικαλείται εξαίρεση συνδεόμενη με τον υπέρμετρο φόρτο εργασίας.

(βλ. σκέψεις 121, 122, 124)

9.      Προκειμένου να μπορεί να αποθηκευθεί σε υπόθεμα, ένα περιεχόμενο πρέπει να παρουσιάζει έναν ελάχιστο βαθμό σταθερότητας. Περιεχόμενο με στιγμιαία μόνο εμφάνιση σε τεχνικό μέσο δεν πληροί την προϋπόθεση αυτήν. Αφ’ ης στιγμής ένα περιεχόμενο έχει αποθηκευθεί από την ΕΚΤ σε κατάλληλο υπόθεμα, αποτελεί έγγραφο υπό την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2004/258, σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το οποίο δύναται να αποτελεί αντικείμενο αιτήσεως παροχής προσβάσεως. Το γεγονός ότι το περιεχόμενο αυτό δύναται να τροποποιηθεί σε μεταγενέστερο χρόνο στερείται συναφώς σημασίας. Αντιθέτως, μια αίτηση παροχής προσβάσεως δεν δύναται να αφορά περιεχόμενο μελλοντικό και, επομένως, ούτε περιεχόμενο που δεν έχει ακόμη εγγράφει, ούτε περιεχόμενο το οποίο, καίτοι εγγραφέν στο παρελθόν, διεγράφη προ της υποβολής της αιτήσεως. Ομοίως, περιεχόμενο, το οποίο τηρείται αποθηκευμένο από εξωτερικό παροχέα υπηρεσιών για λογαριασμό της Τράπεζας και κατά τρόπο ώστε το περιεχόμενο αυτό να είναι ανά πάσα στιγμή διαθέσιμο σε αυτήν, βρίσκεται στην κατοχή της Τράπεζας υπό την έννοια της διατάξεως αυτής.

(βλ. σκέψεις 126-128, 131)

10.    Ο ενδεχομένως ευαίσθητος ή εμπιστευτικός χαρακτήρα ορισμένων εκ των δεδομένων που περιέχονται σε βάση δεδομένων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δεν δύναται να αποτελέσει λόγο ικανό να δικαιολογήσει αποκλεισμό του περιεχόμενου μιας τέτοιας βάσεως δεδομένων από την κατ’ άρθρο 3, στοιχείο α΄, της αποφάσεως 2004/258, σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, έννοια του εγγράφου.

Επιπλέον, η Τράπεζα μπορεί να περιορίζει την άρνηση προσβάσεως μόνο στα δεδομένα που εμπίπτουν στις εξαιρέσεις του άρθρου 4, παράγραφος [5], της αποφάσεως 2004/258. Κατά συνέπεια, οφείλει να επιτρέπει μια τέτοια μερική πρόσβαση αν ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει με την άρνηση παροχής προσβάσεως στο έγγραφο μπορεί να επιτευχθεί και διά της απλής αποκρύψεως των δεδομένων ή των αποσπασμάτων τους που ενδέχεται να βλάψουν το προστατευόμενο δημόσιο συμφέρον.

Μια αίτηση με την οποία ζητείται από την Τράπεζα να προβεί σε αναζήτηση στις βάσεις δεδομένων της και, εν συνεχεία, σε κοινοποίηση του αποτελέσματος της αναζητήσεως αυτής στον αιτούντα εντάσσεται στο ίδιο πλαίσιο, καθώς αποτελεί κατ’ ουσίαν αίτηση μερικής προσβάσεως σε έγγραφο.

Δεδομένου ότι η μερική πρόσβαση προβλέπεται από το άρθρο 4, παράγραφος 5, της αποφάσεως 2004/258 ως λύση για την περίπτωση κατά την οποία είναι αδύνατη η πλήρης πρόσβαση. τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, που έχουν, κατ’ αρχήν, δικαίωμα προσβάσεως στο σύνολο οιουδήποτε εγγράφου της Τράπεζας, δύνανται κατά μείζονα λόγο να ζητούν μερική μόνον πρόσβαση σε έγγραφό της. Μια τέτοια αίτηση πρέπει να προσδιορίζει κατά τρόπο αρκούντως σαφή όχι μόνον το κατ’ άρθρο 3, στοιχείο α΄, της εν λόγω αποφάσεως έγγραφο το οποίο αποτελεί αντικείμενό της, αλλά ομοίως το τμήμα του εγγράφου στο οποίο ζητείται πρόσβαση.

Όταν με αίτηση παροχής προσβάσεως ζητείται από την Τράπεζα να προβεί σε αναζήτηση εντός βάσεως δεδομένων της σύμφωνα με καθοριζόμενες από τον αιτούντα παραμέτρους αναζητήσεως, η Τράπεζα υποχρεούται, υπό την επιφύλαξη ενδεχόμενης εφαρμογής του άρθρου 4 της αποφάσεως 2004/258, να απαντήσει θετικώς στην αίτηση, αν η αναζήτηση δύναται να πραγματοποιηθεί μέσω των εργαλείων αναζητήσεως που προσφέρονται για τη συγκεκριμένη βάση δεδομένων. Αντιθέτως, με αίτηση παροχής προσβάσεως υποβαλλόμενη δυνάμει της αποφάσεως 2004/258 δεν μπορεί να απαιτηθεί από την Τράπεζα να κοινοποιήσει στον αιτούντα εν μέρει ή εν όλω τα δεδομένα βάσεώς της ταξινομημένα κατά τρόπο ο οποίος δεν προβλέπεται από την εν λόγω βάση δεδομένων. Μια τέτοια αίτηση κατατείνει, πράγματι, στη δημιουργία νέου «εγγράφου» και, συνεπώς, κείται εκτός του πεδίου εφαρμογής της εν λόγω αποφάσεως.

Επομένως, στο πλαίσιο αιτήσεως χορηγήσεως μερικής προσβάσεως σε έγγραφο, οτιδήποτε μπορεί να εξαχθεί από βάση δεδομένων μέσω απλής ή συνήθους αναζητήσεως δύναται να αποτελέσει αντικείμενο αιτήσεως προσβάσεως υποβαλλόμενης δυνάμει της αποφάσεως 2004/258.

(βλ. σκέψεις 138, 144, 146-148, 150, 152-153)

11.    Εν αντιθέσει προς τον κανονισμό 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, η απόφαση 2004/258 δεν προβλέπει τη δημιουργία, εκ μέρους της Τράπεζας, μητρώου εγγράφων. Η επιβαλλόμενη από το άρθρο 11 του εν λόγω κανονισμού υποχρέωση δημιουργίας τέτοιου μητρώου έχει ως σκοπό να καταστήσει δυνατή την πραγματική άσκηση εκ μέρους των πολιτών των δικαιωμάτων που ο εν λόγω κανονισμός τους απονέμει. Είναι, ως εκ τούτου, αμφίβολο αν η δυσχέρεια ή ακόμη και η αδυναμία καταχωρίσεως ενός στοιχείου στο μητρώο αυτό συνιστά επιχείρημα ικανό να αποκλείσει το εν λόγω στοιχείο από την κατ’ άρθρο 3, στοιχείο α΄, της εν λόγω αποφάσεως έννοια του εγγράφου.

Εν πάση περιπτώσει, η καταχώριση μιας βάσεως δεδομένων σε ένα τέτοιο μητρώο, με μνεία των πληροφοριών που προβλέπονται από το άρθρο 11, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001, δεν φαίνεται να προσκρούει σε ιδιαίτερα εμπόδια. Η διάταξη αυτή ουδόλως επιτάσσει την προσαρμογή της εν λόγω καταχωρίσεως με κάθε νέα προσθήκη ή αφαίρεση δεδομένου από τη βάση αυτή. Μια τέτοια προσαρμογή είναι ενδεχομένως αναγκαία μόνο σε περίπτωση ουσιώδους μεταβολής του περιεχομένου βάσεως δεδομένων. Η καταχώριση μιας βάσεως δεδομένων στο μητρώο δύναται, εξάλλου, να ενημερώνεται ανά εύλογα χρονικά διαστήματα προκειμένου να ανταποκρίνεται κατά το δυνατόν στο τρέχον περιεχόμενο της εν λόγω βάσεως δεδομένων.

(βλ. σκέψεις 155-156)

12.    Η εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας, υπό την έννοια του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, λόγω παράνομης συμπεριφοράς των οργάνων της θεμελιώνεται εφόσον συντρέχει σύνολο προϋποθέσεων, ήτοι ο παράνομος χαρακτήρας της προσαπτόμενης στα όργανα συμπεριφοράς, το υποστατό της ζημίας και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προσαπτόμενης συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας.

Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση απαιτείται η απόδειξη κατάφωρης παραβάσεως κανόνα δικαίου απονέμοντος δικαιώματα στους ιδιώτες. Καθοριστικό κριτήριο για την κατάφαση του κατάφωρου χαρακτήρα της παραβάσεως είναι η εκ μέρους του οικείου κοινοτικού οργάνου πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση των ορίων της διακριτικής του ευχέρειας. Οσάκις το περιθώριο εκτιμήσεως που το εν λόγω όργανο διαθέτει είναι σημαντικά περιορισμένο ή και ανύπαρκτο, η απλή παραβίαση του κοινοτικού δικαίου δύναται να αρκεί προς στοιχειοθέτηση κατάφωρης παραβάσεως.

Όσον αφορά την προϋπόθεση περί αιτιώδους συνάφειας, η Ένωση ευθύνεται παρά μόνο για τη ζημία που απορρέει κατά τρόπο αρκούντως άμεσο από την παράτυπη συμπεριφορά του οικείου οργάνου. Προκειμένου για τη ζημία, επιβάλλεται να τονισθεί ότι αυτή πρέπει να είναι πραγματική και βέβαιη, καθώς και αποτιμητή. Αντιθέτως, ζημία εντελώς υποθετική και αόριστη δεν γεννά αξίωση αποζημιώσεως. Απόκειται στον ενάγοντα να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία προς απόδειξη του υποστατού και της εκτάσεως της ζημίας που υπέστη. Επιπροσθέτως, οσάκις μία εκ των προϋποθέσεων αυτών δεν πληρούται, η αγωγή πρέπει να απορρίπτεται στο σύνολό της, παρελκούσης της εξετάσεως των λοιπών προϋποθέσεων.

Στο πλαίσιο αυτό, αγωγή αποζημιώσεως του προσφεύγοντα, στηριζόμενη στην καθυστέρηση που προκλήθηκε στην ολοκλήρωση της διδακτορικής του διατριβής λόγω της αρνήσεως οργάνου της Ένωσης να του χορηγήσει πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφά του, είναι πρόωρη, εφόσον η άρνηση αυτή δεν είναι ο μοναδικός παράγοντας της εν λόγω καθυστερήσεως.

(βλ. σκέψεις 189-193, 197)

13.    Κατά το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το δικόγραφο πρέπει να προσδιορίζει το αντικείμενο της διαφοράς και να περιέχει συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών. Προκειμένου να πληροί τους όρους αυτούς, το δικόγραφο της αγωγής με την οποία ζητείται η αποκατάσταση ζημίας προκληθείσας από κοινοτικό όργανο πρέπει να περιέχει τα στοιχεία βάσει των οποίων καθίσταται δυνατός ο προσδιορισμός, μεταξύ άλλων, της ζημίας που ο ενάγων ισχυρίζεται ότι υπέστη, καθώς και του χαρακτήρα και της εκτάσεως αυτής.

(βλ. σκέψη 194)