Language of document :

Ανακοίνωση στην ΕΕ

 

Πρoσφυγή των Deutsche Post AG και DHL International N.Ν./S.A. κατά της Επιτρoπής των Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων, η οποία ασκήθηκε στις 27 Νοεμβρίου 2003

    (Υπόθεση Τ-388/03)

    Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Οι Deutsche Post AG, Βόννη (Γερμανία) και DHL International N.Ν./S.A., Diegem (Βέλγιo) άσκησαν πρoσφυγή, στις 27 Νοεμβρίου 2003, κατά της Επιτρoπής των Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων ενώπιoν τoυ Πρωτoδικείoυ των Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων.

Οι προσφεύγουσες εκπροσωπούνται από τους J. Sedemund και T. Lübbig, Rechtsanwälte.

Οι προσφεύγουσες ζητούν από τo Πρωτoδικείo:

(    να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 23ης Ιουλίου 2003 (ενίσχυση υπ' αριθ. Ν 763/02) και

(    να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

Προβαλλόμενοι με την προσφυγή λόγοι και κύρια επιχειρήματα:

Η προσφυγή στρέφεται κατά της αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στο πλαίσιο διαδικασίας κατά το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ, να μην προβάλει αντιρρήσεις επί της συμβατότητας με το κοινοτικό δίκαιο εισφοράς κεφαλαίου 297, 5 εκατομμυρίων ευρώ στον βελγικό ταχυδρομικό φορέα La Poste, καθώς και επί της απαλλαγής της La Poste από τον φόρο επί των εταιριών και τον φόρο επί των ακινήτων για τις δικαιοπραξίες της επί ακινήτων οι οποίες σχετίζονται με τις ανατεθείσες σε αυτήν υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας, επί της δυνατότητας της La Poste να τυγχάνει κρατικών εγγυήσεων για τα δάνειά της, επί της διαγραφής αποθεματικού για την καταβολή συντάξεων, επί της προς την La Poste παροχής υπερβολικής αντισταθμίσεως για τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας που την βαρύνουν και επί δύο εισφορών κεφαλαίου, συνολικού ύψος 62 εκατομμυρίων ευρώ, οι οποίες δεν κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή.

Οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν συνάδει προς τα άρθρα 87, παράγραφος 1, και 253 ΕΚ.

Η Επιτροπή δεν χαρακτήρισε την από τον φόρο επί των εταιριών απαλλαγή της La Poste ως ενίσχυση, αποκλειστικώς και μόνον επειδή η La Poste υπέστη καθαρή ζημία κατά τα έτη 1992 έως 2002 και, ως εκ τούτου, δεν θα υπείχε υποχρέωση καταβολής φόρου επί των εταιριών, ακόμη και αν δεν της είχε χορηγηθεί η απαλλαγή. Εν προκειμένω, η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι η απαλλαγή από τον φόρο, in abstracto, θα συνεπήγετο άνευ ετέρου οικονομικό πλεονέκτημα έναντι των άλλων επιχειρήσεων, τουλάχιστον στην περίπτωση κατά την οποία η επιχείρηση La Poste απεκόμιζε φορολογητέα κέρδη και, επομένως, μπορούσε να καταστρατηγηθεί η απαίτηση δηλώσεως.

Με την απόφασή της, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη ότι η La Poste, παρά τη διαγραφή του αποθεματικού το οποίο προοριζόταν για την κάλυψη των βαρυνουσών αυτήν συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων έναντι των ταχυδρομικών υπαλλήλων για τα έτη 1972 έως 1992, δικαιούται να εξακολουθήσει να κατέχει τα ακίνητα, τα οποία της είχαν παραχωρηθεί άνευ ανταλλάγματος αρχικώς ως αντιστάθμιση για τη σύσταση του αποθεματικού.

Ουχί ορθώς η Επιτροπή θεώρησε ότι η εκ του νόμου προβλεπομένη δυνατότητα της La Poste να τύχει κρατικών εγγυήσεων για ορισμένα δάνεια δεν συνιστά κρατική ενίσχυση προς αυτήν, εφόσον η La Poste δεν έκανε χρήση της εν λόγω δυνατότητας.

Η προσβαλλομένη απόφαση είναι παράνομη επειδή η Επιτροπή, κατά τον συμψηφισμό των παραχωρουμένων προς την La Poste οικονομικών πλεονεκτημάτων με τις πρόσθετες καθαρές δαπάνες εκ της παροχής καθολικής υπηρεσίας, δεν συνεκτίμησε τα προμνημονευθέντα μέτρα.

Η Επιτροπή συμψήφισε κατ' αποκοπήν τις καθαρές πρόσθετες δαπάνες για την παροχή υπηρεσιών γενικού συμφέροντος και τα αντίστοιχα ανταλλάγματα, χωρίς να ελέγξει αν η αντιστάθμιση αφορά ακριβώς την περίοδο κατά την οποία είχαν ανακύψει οι επίμαχες πρόσθετες δαπάνες.

____________