Language of document : ECLI:EU:T:2017:251

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 5ης Απριλίου 2017 (*)

«Ντάμπινγκ – Eισαγωγές ορισμένων τύπων πολυ(τερεφθαλικού εστέρα αιθυλενογλυκόλης) (PET) καταγωγής Ινδίας, Ταϊλάνδης και Ταϊβάν – Επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων – Πρόταση της Επιτροπής για ανανέωση των εν λόγω μέτρων – Απόφαση του Συμβουλίου να περατώσει τη διαδικασία επανεξέτασης χωρίς να επιβάλει τα μέτρα αυτά – Προσφυγή ακύρωσης – Άρθρο 11, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1225/2009 – Πιθανότητα να επαναληφθεί σημαντική ζημία – Άρθρο 21, παράγραφος 1, του κανονισμού 1225/2009 – Συμφέρον της Ένωσης – Πολλαπλή πρόδηλη πλάνη εκτίμησης – Υποχρέωση αιτιολόγησης – Αγωγή αποζημίωσης»

Στην υπόθεση T-422/13,

Committee of Polyethylene Terephthalate (PET) Manufacturers in Europe (CPME), με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο), και οι λοιπές προσφεύγουσες-ενάγουσες των οποίων οι επωνυμίες περιλαμβάνονται στο παράρτημα (1), εκπροσωπούμενες από τον L. Ruessmann, δικηγόρο, και από τον J. Beck, solicitor,

προσφεύγουσες-ενάγουσες,

υποστηριζόμενες από την

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον J.‑F. Brakeland, την A. Demeneix και τον Μ. França,

παρεμβαίνουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από την S. Boelaert και από τον J.-P. Hix, επικουρούμενους από τον B. O’Connor, solicitor, και τον S. Gubel, δικηγόρο,

καθού-εναγόμενου,

υποστηριζόμενου από τις

European Federation of Bottled Waters (EFBW), με έδρα τις Βρυξέλλες,

Caiba, SA, με έδρα την Paterna (Ισπανία),

Coca-Cola Enterprises Belgium (CCEB), με έδρα το Anderlecht (Βέλγιο),

Danone, με έδρα το Παρίσι (Γαλλία),

Nestlé Waters Management & Technology, με έδρα το Issy-les-Moulineaux (Γαλλία),

Pepsico International Ltd, με έδρα το Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο),

και

Refresco Gerber BV, με έδρα το Ρότερνταμ (Κάτω Χώρες),

εκπροσωπούμενες από τον E. McGovern, barrister,

παρεμβαίνουσες,

με αντικείμενο, αφενός, αίτημα, στηριζόμενο στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ, μερικής ακύρωσης της εκτελεστικής απόφασης 2013/226/ΕΕ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2013, για την απόρριψη της πρότασης εκτελεστικού κανονισμού του Συμβουλίου για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων τύπων πολυ(τερεφθαλικού εστέρα αιθυλενογλυκόλης) καταγωγής Ινδίας, Ταϊβάν και Ταϊλάνδης, μετά από επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1225/2009 και για την περάτωση της διαδικασίας επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων όσον αφορά τις εισαγωγές ορισμένων τύπων πολυ(τερεφθαλικού εστέρα αιθυλενογλυκόλης) καταγωγής Ινδονησίας και Μαλαισίας, στον βαθμό που η πρόταση επιβάλλει οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων τύπων πολυ(τερεφθαλικού εστέρα αιθυλενογλυκόλης) καταγωγής Ινδίας, Ταϊβάν και Ταϊλάνδης (ΕΕ 2013, L 136, σ. 12), καθόσον με την προμνησθείσα εκτελεστική απόφαση απορρίφθηκε η πρόταση για επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές από την Ινδία, την Ταϊβάν και την Ταϊλάνδη και περατώθηκε η διαδικασία επανεξέτασης σχετικά με τις εισαγωγές αυτές, και, αφετέρου, αίτημα, στηριζόμενο στο άρθρο 268 ΣΛΕΕ, αποκατάστασης της ζημίας που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν οι προσφεύγουσες‑ενάγουσες,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο, I. Pelikánová και E. Buttigieg (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: C. Heeren, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 28ης Ιουνίου 2016,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

1        Η επίδικη απόφαση στο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης εκδόθηκε βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 2009, L 343, σ. 51, διορθωτικό ΕΕ 2010, L 7, σ. 22, στο εξής: βασικός κανονισμός), πριν από την τροποποίησή του με τον κανονισμό (ΕΕ) 37/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2014, για την τροποποίηση ορισμένων κανονισμών σχετικών με την κοινή εμπορική πολιτική όσον αφορά τις διαδικασίες θέσπισης ορισμένων μέτρων (ΕΕ 2014, L 18, σ. 1), και από την κατάργησή του με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2016, L 176, σ. 21).

2        Το άρθρο 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού όριζε τα εξής:

«Κάθε οριστικό μέτρο αντιντάμπινγκ παύει να ισχύει πέντε έτη από την επιβολή του ή από την ημερομηνία ολοκλήρωσης της πλέον πρόσφατης διαδικασίας επανεξέτασης η οποία κάλυψε τόσο το ντάμπινγκ, όσο και τη ζημία, εκτός αν η επανεξέταση οδήγησε στο συμπέρασμα ότι τυχόν λήξη της ισχύος του μέτρου είναι πιθανόν να οδηγήσει στη συνέχιση ή στην επανάληψη του ντάμπινγκ και της ζημίας. Κάθε επανεξέταση ενόψει της λήξης της ισχύος ενός μέτρου αρχίζει με πρωτοβουλία της [Ευρωπαϊκής] Επιτροπής ή μετά από αίτηση που υποβάλλεται εκ μέρους ή για λογαριασμό των […] παραγωγών [της Ένωσης], ενώ το μέτρο παραμένει σε ισχύ μέχρι να ολοκληρωθεί η επανεξέταση.

Για να αρχίσει επανεξέταση ενόψει της λήξης της ισχύος των μέτρων, πρέπει η σχετική αίτηση να περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι η λήξη ισχύος των μέτρων είναι πιθανόν να οδηγήσει στη συνέχιση ή την επανάληψη του ντάμπινγκ και της ζημίας. Η πιθανότητα αυτή μπορεί, παραδείγματος χάρη, να στηρίζεται σε στοιχεία που αποδεικνύουν ότι το ντάμπινγκ και η ζημία συνεχίζονται ή ότι η εξάλειψη της ζημίας οφείλεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην ύπαρξη των μέτρων ή ότι η κατάσταση των εξαγωγέων ή οι συνθήκες που επικρατούν στην αγορά ενδέχεται να οδηγήσουν σε περαιτέρω άσκηση ζημιογόνων πρακτικών ντάμπινγκ.

Κατά τη διεξαγωγή των ερευνών βάσει της παρούσας παραγράφου, παρέχεται στους εξαγωγείς, τους εισαγωγείς, τους εκπροσώπους της χώρας εξαγωγής και τους […] παραγωγούς [της Ένωσης] η δυνατότητα να προβάλλουν περαιτέρω επιχειρήματα ή αντεπιχειρήματα ή να διατυπώνουν παρατηρήσεις σχετικά με τα θέματα που θίγονται στην αίτηση επανεξέτασης, ενώ για την εξαγωγή συμπερασμάτων λαμβάνονται καταλλήλως υπόψη όλα τα συναφή και δεόντως τεκμηριωμένα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν υποβληθεί σχετικά με το αν τυχόν η λήξη ισχύος μέτρων είναι ή όχι πιθανόν να οδηγήσει σε συνέχιση ή σε επανάληψη του ντάμπινγκ και της ζημίας.

[…] ανακοίνωση για την επικείμενη λήξη ισχύος του εκάστοτε μέτρου δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε ενδεδειγμένο χρόνο κατά το τελευταίο έτος της περιόδου εφαρμογής των μέτρων, κατά τα προβλεπόμενα στην παρούσα παράγραφο. Εν συνεχεία, οι […] παραγωγοί [της Ένωσης] αποκτούν, το αργότερο τρεις μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου, το δικαίωμα να υποβάλουν αίτηση επανεξέτασης σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο. Επίσης, δημοσιεύεται ανακοίνωση για την πραγματική λήξη ισχύος των μέτρων δυνάμει της παρούσας παραγράφου.»

3        Το άρθρο 11, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού όριζε ότι «[ο]ι συναφείς διατάξεις του παρόντος κανονισμού οι σχετικές με τις διαδικασίες και τη διεξαγωγή των ερευνών, με εξαίρεση εκείνες που αναφέρονται στις σχετικές προθεσμίες, εφαρμόζονται σε κάθε επανεξέταση η οποία διενεργείται δυνάμει των παραγράφων 2, 3 και 4».

4        Το άρθρο 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού όριζε τα εξής:

«Όταν από τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά έχουν διαπιστωθεί τελικώς, προκύπτει ότι υπάρχει ντάμπινγκ και ότι εξ αυτού προκαλείται ζημία, καθώς και ότι το συμφέρον της [Ένωσης] επιβάλλει παρέμβαση σύμφωνα με το άρθρο 21, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και μετά από διαβουλεύσεις στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής, επιβάλλει οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ. Το Συμβούλιο εγκρίνει την πρόταση, εκτός αν αποφασίσει με απλή πλειοψηφία να την απορρίψει εντός περιόδου ενός μηνός από την υποβολή της πρότασης από την Επιτροπή […]».

5        Κατά το άρθρο 15, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, «[ο]ι διαβουλεύσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό πραγματοποιούνται στο πλαίσιο συμβουλευτικής επιτροπής, αποτελούμενης από εκπροσώπους κάθε κράτους μέλους, υπό την προεδρία εκπροσώπου της Επιτροπής».

6        Το άρθρο 20, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού όριζε τα ακόλουθα:

«Η τελική αποκάλυψη στοιχείων γίνεται γραπτώς· λαμβανομένης δεόντως υπόψη της ανάγκης προστασίας των πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα, η τελική αποκάλυψη στοιχείων πρέπει να πραγματοποιείται το συντομότερο δυνατόν και, καταρχήν, το αργότερο ένα μήνα πριν από την οριστική απόφαση ή την υποβολή εκ μέρους της Επιτροπής οποιασδήποτε πρότασης για τη λήψη οριστικών μέτρων βάσει του άρθρου 9. Σε περίπτωση που η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να αποκαλύψει ορισμένα πραγματικά περιστατικά ή το σκεπτικό τη δεδομένη στιγμή, αυτά πρέπει να γνωστοποιούνται το συντομότερο δυνατόν σε μεταγενέστερο στάδιο. Η αποκάλυψη αυτή δεν θίγει οποιαδήποτε μεταγενέστερη απόφαση την οποία ενδεχομένως λαμβάνει η Επιτροπή ή το Συμβούλιο, αλλά αν η απόφαση αυτή στηρίζεται σε διαφορετικά πραγματικά περιστατικά και σε διαφορετικό σκεπτικό, αυτά πρέπει να γνωστοποιούνται το συντομότερο δυνατόν».

7        Κατά το άρθρο 20, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, «[τ]υχόν παραστάσεις των ενδιαφερομένων μετά την τελική αποκάλυψη στοιχείων λαμβάνονται υπόψη εφόσον παραληφθούν εντός προθεσμίας που ορίζει η Επιτροπή κατά περίπτωση, η οποία δεν μπορεί να είναι βραχύτερη των δέκα ημερών, λαμβανομένου δεόντως υπόψη του επείγοντος του θέματος».

8        Το άρθρο 21, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού προέβλεπε τα ακόλουθα:

«Κάθε συμπέρασμα σχετικά με το κατά πόσον το συμφέρον της [Ένωσης] επιβάλλει παρέμβαση πρέπει να βασίζεται σε συνολική εκτίμηση όλων των ποικίλων συμφερόντων, συμπεριλαμβανομένων των συμφερόντων της εγχώριας βιομηχανίας, των χρηστών και των καταναλωτών· η διατύπωση οποιουδήποτε συμπεράσματος βάσει του παρόντος άρθρου είναι δυνατή μόνον εφόσον έχει παρασχεθεί σε όλα τα μέρη η δυνατότητα να γνωστοποιήσουν τις απόψεις τους, όπως προβλέπει η παράγραφος 2. Κατά την παραπάνω εξέταση, αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία στην ανάγκη εξάλειψης των φαινομένων νόθευσης των συναλλαγών που προκαλούν οι επιζήμιες πρακτικές ντάμπινγκ και αποκατάστασης γνήσιου ανταγωνισμού. Τα μέτρα που έχουν προσδιορισθεί με βάση τις διαπιστώσεις για το ντάμπινγκ και τη ζημία είναι δυνατό να μην επιβάλλονται, σε περίπτωση που οι αρχές, με βάση όλες τις προσκομισθείσες πληροφορίες, καταλήγουν με ασφάλεια στο συμπέρασμα ότι η επιβολή των εν λόγω μέτρων δεν εξυπηρετεί το συμφέρον της [Ένωσης].»

 Ιστορικό της διαφοράς

9        Η υπό κρίση υπόθεση αφορά διαδικασία επανεξέτασης κινηθείσα βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού λόγω της λήξης της ισχύος των δασμών αντιντάμπινγκ που είχαν επιβληθεί από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από το έτος 2000, στις εισαγωγές ορισμένων τύπων πολυ(τερεφθαλικού εστέρα αιθυλενογλυκόλης) (τερεφθαλικό πολυαιθυλένιο, PET), μεταξύ άλλων, από την Ινδία, την Ταϊβάν και την Ταϊλάνδη (στο εξής: επίμαχοι δασμοί αντιντάμπινγκ).

10      Το Συμβούλιο είχε επιβάλει επίσης, από το έτος 2000, δασμούς αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων τύπων PET από την Ινδονησία και τη Μαλαισία, καθώς και αντισταθμιστικούς δασμούς στις εισαγωγές ορισμένων τύπων PET, μεταξύ άλλων, από την Ινδία (στο εξής: επίμαχοι αντισταθμιστικοί δασμοί).

11      Στις 25 Νοεμβρίου 2011, κατόπιν της δημοσίευσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δύο ανακοινώσεων σχετικά με τη λήξη ισχύος όλων των δασμών αντιντάμπινγκ που μνημονευθήκαν ανωτέρω στις σκέψεις 9 και 10 (ΕΕ 2011, C 122, σ. 10) και των επίμαχων αντισταθμιστικών δασμών (ΕΕ 2011, C 116, σ. 10), ο κλάδος παραγωγής PET της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπέβαλε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή δύο αιτήσεις για την κίνηση επανεξέτασης ενόψει της λήξης της ισχύος των δασμών αντιντάμπινγκ και των αντισταθμιστικών δασμών βάσει, αντιστοίχως, του άρθρου 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού και του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΚ) 597/2009 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουνίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 2009, L 188, σ. 93).

12      Έπειτα από διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή που προβλέπεται στο άρθρο 15 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι υφίσταντο επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για την έναρξη διαδικασιών επανεξέτασης ενόψει της λήξης της ισχύος των μέτρων και, στις 24 Φεβρουαρίου 2012, ανακοίνωσε την έναρξη αυτών των διαδικασιών επανεξέτασης (ΕΕ 2012, C 55, σ. 4, και ΕΕ 2012, C 55, σ. 14).

13      Κατόπιν έρευνας, η Επιτροπή πρότεινε τη μη ανανέωση των δασμών αντιντάμπινγκ σε σχέση με τις εισαγωγές PET από την Ινδονησία και τη Μαλαισία. Αντιθέτως, η Επιτροπή πρότεινε την ανανέωση, για περίοδο πέντε ετών, των επίμαχων δασμών αντιντάμπινγκ και των επίμαχων αντισταθμιστικών δασμών. Όσον αφορά ειδικότερα τους επίμαχους δασμούς αντιντάμπινγκ, η Επιτροπή έκρινε ότι, σε περίπτωση λήξης της ισχύος τους, ήταν πιθανό να συνεχισθεί το ντάμπινγκ και να επαναληφθεί η ζημία για τον κλάδο παραγωγής της Ένωσης, και ότι η παράταση των εν λόγω δασμών δεν ήταν αντίθετη προς το συμφέρον της Ένωσης.

14      Στις 3 Απριλίου 2013, η Επιτροπή υπέβαλε τις ως άνω προτάσεις στη συμβουλευτική επιτροπή. Κατά τον χρόνο αυτό, δεκατρείς εκπρόσωποι των κρατών μελών εντός της επιτροπής αυτής αντιτέθηκαν στην πρόταση παράτασης των επίμαχων δασμών αντιντάμπινγκ. Η πρόταση αυτή υποστηρίχθηκε επομένως από την απλή πλειοψηφία των εκπροσώπων των κρατών μελών.

15      Κατόπιν τούτου, στις 23 Απριλίου 2013, η Επιτροπή υπέβαλε στο Συμβούλιο σχέδιο κανονισμού αντιντάμπινγκ (στο εξής: πρόταση της Επιτροπής) και σχέδιο κανονισμού κατά των επιδοτήσεων για την παράταση των επίμαχων δασμών αντιντάμπινγκ και των επίμαχων αντισταθμιστικών δασμών κατά πέντε επιπλέον έτη.

16      Στις 21 Μαΐου 2013, υιοθετώντας την πρόταση της Επιτροπής, το Συμβούλιο ανανέωσε τους επίμαχους αντισταθμιστικούς δασμούς με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 461/2013, για την επιβολή οριστικού αντισταθμιστικού δασμού στις εισαγωγές ορισμένων τύπων τερεφθαλικού πολυαιθυλενίου (ΡΕΤ) καταγωγής Ινδίας ύστερα από επανεξέτασηενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων δυνάμει τουάρθρου 18 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 597/2009 (ΕΕ 2013, L 137, σ. 1). Συγκεκριμένα, διαπίστωσε ότι, παρά τις εμφανείς θετικές τάσεις και τις σημαντικές προσπάθειες αναδιάρθρωσης, η κατάσταση του κλάδου παραγωγής της Ένωσης «εξακολουθ[ούσε] να είναι επισφαλής» (αιτιολογική σκέψη 186). Το Συμβούλιο σημείωσε επίσης ότι, δεδομένης της πιθανής σημαντικής αύξησης των επιδοτούμενων εισαγωγών από την Ινδία, σε τιμές που ενδέχεται να είναι χαμηλότερες από τις τιμές πώλησης του κλάδου παραγωγής της Ένωσης, η κατάσταση ήταν πολύ πιθανόν να επιδεινωθεί και θα επαναλαμβανόταν σημαντική ζημία σε περίπτωση λήξης της ισχύος των μέτρων (αιτιολογική σκέψη 211). Τέλος, το Συμβούλιο έκρινε ότι οι επίμαχοι αντισταθμιστικοί δασμοί δεν είχαν «δυσανάλογες συνέπειες» για τους χρήστες PET στην Ένωση (αιτιολογική σκέψη 264). Με βάση τα ανωτέρω, το Συμβούλιο έκρινε ότι «δεν μπορ[ούσε] να συναχθεί σαφώς το συμπέρασμα ότι η διατήρηση των [επίμαχων] αντισταθμιστικών [δασμών] δεν [ήταν] προς το συμφέρον της Ένωσης» (αιτιολογική σκέψη 265).

17      Αντιθέτως, την ίδια ημερομηνία, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2013/226/ΕΕ για την απόρριψη της πρότασης εκτελεστικού κανονισμού του Συμβουλίου για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων τύπων πολυ(τερεφθαλικού εστέρα αιθυλενογλυκόλης) καταγωγής Ινδίας, Ταϊβάν και Ταϊλάνδης, μετά από επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1225/2009 και για την περάτωση της διαδικασίας επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων όσον αφορά τις εισαγωγές ορισμένων τύπων πολυ(τερεφθαλικού εστέρααιθυλενογλυκόλης) καταγωγήςΙνδονησίας και Μαλαισίας, στον βαθμό που η πρόταση επιβάλλει οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων τύπων πολυ(τερεφθαλικού εστέρα αιθυλενογλυκόλης) καταγωγής Ινδίας, Ταϊβάν και Ταϊλάνδης (ΕΕ 2013, L 136, σ. 12, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

18      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, το Συμβούλιο αποφάσισε να μην ανανεώσει τους επίμαχους δασμούς αντιντάμπινγκ, αντιθέτως προς ό,τι είχε προτείνει η Επιτροπή (άρθρο 1). Συγκεκριμένα, έκρινε ότι «δεν [είχε] ακόμη αποδειχτεί» η πιθανότητα να επαναληφθεί η ζημία σε περίπτωση λήξης ισχύος των επίμαχων δασμών αντιντάμπινγκ (αιτιολογική σκέψη 5), και μάλιστα ότι η επανάληψη αυτή «δεν [ήταν] πιθανή» (αιτιολογική σκέψη 17). Το Συμβούλιο έκρινε, επίσης, ότι η παράταση των μέτρων δεν ήταν σαφώς προς το συμφέρον της Ένωσης, διότι το κόστος για τους εισαγωγείς, τους χρήστες και τους καταναλωτές ήταν δυσανάλογο προς τα οφέλη για τον κλάδο παραγωγής της Ένωσης (αιτιολογικές σκέψεις 18 έως 23). Κατόπιν τούτου, το Συμβούλιο περάτωσε τη διαδικασία επανεξέτασης σε σχέση με τους επίμαχους δασμούς αντιντάμπινγκ χωρίς να τους παρατείνει (άρθρο 2).

19      Όσον αφορά τους δασμούς αντιντάμπινγκ αναφορικά με τις εισαγωγές PET από την Ινδονησία και τη Μαλαισία (βλ. ανωτέρω, σκέψη 10), το Συμβούλιο υιοθέτησε, ωστόσο, με την προσβαλλόμενη απόφαση την πρόταση της Επιτροπής να μην ανανεώσει τους δασμούς αυτούς. Συμφώνησε, συναφώς, με την Επιτροπή ότι, σε περίπτωση κατάργησης των μέτρων, δεν υπήρχε πιθανότητα να επαναλάβουν οι παραγωγοί-εξαγωγείς της Ινδονησίας ή της Μαλαισίας τις εξαγωγές επιζήμιων ποσοτήτων σε τιμές ντάμπινγκ προς την αγορά της Ένωσης, βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα (αιτιολογική σκέψη 4). Με βάση τα ανωτέρω, το Συμβούλιο περάτωσε επίσης και τη διαδικασία επανεξέτασης σε σχέση με τους δασμούς αντιντάμπινγκ που επιβάλλονταν στις εισαγωγές από τις χώρες αυτές (άρθρο 2).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

20      Η Committee of Polyethylene Terephthalate (PET) Manufacturers in Europe (CPME) είναι ένωση παραγωγών PET της Ένωσης. Οι Cepsa Química, SA, Equipolymers Srl, Indorama Ventures Poland sp. z o.o., Lotte Chemical UK Ltd, M & G Polimeri Italia SpA, Novapet, SA, Ottana Polimeri Srl, UAB Indorama Polymers Europe, UAB Neo Group και UAB Orion Global pet είναι παραγωγοί PET της Ένωσης.

21      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Αυγούστου 2013, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες, δηλαδή όλες οι οντότητες που παρατεθήκαν ανωτέρω, στη σκέψη 20, ζήτησαν, κατ’ ουσίαν, τη μερική ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, και την αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν εξαιτίας της παράνομης έκδοσης της απόφασης αυτής, βάσει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ.

22      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 17 Οκτωβρίου 2013, η Επιτροπή ζήτησε να παρέμβει προς στήριξη του αιτήματος των προσφευγουσών-εναγουσών περί μερικής ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Με διάταξη της 27ης Νοεμβρίου 2013, ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου έκανε δεκτή την παρέμβαση αυτή.

23      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Δεκεμβρίου 2013, ορισμένοι χρήστες PET της Ένωσης, τουτέστιν οι Caiba, SA, Coca-Cola Enterprises Belgium (CCEB), Danone, Nestlé Waters Management & Technology, Pepsico International Ltd και Refresco Gerber BV, καθώς και η ένωση που εκπροσωπεί τον κλάδο αυτό παραγωγής, δηλαδή η European Federation of Bottled Waters (EFBW) (στο εξής, από κοινού: ιδιώτες παρεμβαίνοντες), ζήτησαν να παρέμβουν υπέρ του Συμβουλίου.

24      Στις 20 Φεβρουαρίου 2014, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες διατύπωσαν ενστάσεις σε σχέση με αυτή την αίτηση παρέμβασης. Επιπροσθέτως, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 116, παράγραφος 2, του Κανονισμού διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες ζήτησαν, στην περίπτωση που γίνει δεκτή η αίτηση παρέμβασης των ιδιωτών παρεμβαίνοντων, να εξαιρεθούν από την ανακοίνωση στους διαδίκους αυτούς, λόγω του εμπιστευτικού τους χαρακτήρα, όλα τα επιχειρήματα και παραρτήματα τα οποία περιέχονται στα υπομνήματα που αφορούν την ασκηθείσα από αυτές αγωγή αποζημίωσης. Για τους σκοπούς της ανακοίνωσης αυτής, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες προσκόμισαν μη εμπιστευτικό κείμενο των εν λόγω υπομνημάτων και παραρτημάτων.

25      Με διάταξη της 8ης Ιουλίου 2014, το πρώτο τμήμα του Γενικού Δικαστηρίου έκανε δεκτή την αίτηση παρέμβασης των ιδιωτών παρεμβαινόντων, αποκλειστικώς και μόνον στο μέτρο που αυτοί υποστήριζαν το αίτημα του Συμβουλίου για απόρριψη του αιτήματος των προσφευγουσών-εναγουσών περί ακύρωσης, και όχι όσον αφορά το αίτημα για απόρριψη της αγωγής αποζημίωσης. Η ανακοίνωση στους ιδιώτες παρεμβαίνοντες των διαδικαστικών εγγράφων περιορίστηκε στο μη εμπιστευτικό κείμενο που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες-ενάγουσες. Οι ιδιώτες παρεμβαίνοντες δεν διατύπωσαν ενστάσεις επί του αιτήματος εμπιστευτικής μεταχείρισης.

26      Κατόπιν πρότασης του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 89 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, υπέβαλε στους διαδίκους γραπτές ερωτήσεις. Οι διάδικοι απάντησαν εμπροθέσμως. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε τους διαδίκους να λάβουν θέση επί του ζητήματος κατά πόσον, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το Συμβούλιο είχε εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει του άρθρου 296 ΣΛΕΕ.

27      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 28ης Ιουνίου 2016.

28      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες δήλωσαν ότι επιθυμούσαν να επικαιροποιήσουν την βάσει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ ασκηθείσα αγωγή αποζημίωσης. Κατόπιν του αιτήματος αυτού, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε τις προσφεύγουσες-ενάγουσες να καταθέσουν την επικαιροποίηση αυτή. Το Συμβούλιο υπέβαλε παρατηρήσεις επί της εν λόγω επικαιροποίησης εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

29      Η προφορική διαδικασία περατώθηκε στις 18 Νοεμβρίου 2016.

30      Οι προσφεύγουσες-ενάγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει την προσφυγή-αγωγή παραδεκτή και βάσιμη·

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, στο μέτρο που με αυτήν δεν ανανεώθηκαν οι επίμαχοι δασμοί αντιντάμπινγκ·

–        να υποχρεώσει το Συμβούλιο να τις αποζημιώσει για τη ζημία που υπέστησαν·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα·

–        να καταδικάσει τους ιδιώτες παρεμβαίνοντες στα έξοδα που οφείλονται στην παρέμβασή τους.

31      Το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει το αίτημα ακύρωσης ως αβάσιμο ·

–        να απορρίψει το αίτημα αποζημίωσης ως αβάσιμο·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες-ενάγουσες στα δικαστικά έξοδα.

32      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει παραδεκτό και βάσιμο το αίτημα ακύρωσης·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

33      Οι ιδιώτες παρεμβαίνοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει το αίτημα ακύρωσης·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες-ενάγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

1.     Επί του αιτήματος ακύρωσης

34      Οι προσφεύγουσες-ενάγουσες προβάλλουν τρεις λόγους προς στήριξη του αιτήματος ακύρωσης. Με τον πρώτο και με τον τρίτο λόγο ακύρωσης προσάπτουν στο Συμβούλιο ότι δεν τους γνωστοποίησε τα πραγματικά περιστατικά και τις εκτιμήσεις που είχαν ως αποτέλεσμα την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και ότι δεν τους παρέσχε χρόνο ώστε να υποβάλουν παρατηρήσεις επ’ αυτών. Κατά την άποψή τους, τέτοια παράλειψη στοιχειοθετεί παράβαση του άρθρου 20, παράγραφοι 4 και 5, του βασικού κανονισμού και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών-εναγουσών (πρώτος λόγος ακύρωσης), καθώς και παραβίαση των αρχών της επιμέλειας και της χρηστής διοικήσεως (τρίτος λόγος ακύρωσης). Στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακύρωσης, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες υποστηρίζουν ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης και παρέβη το άρθρο 11, παράγραφος 2, και το άρθρο 21, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού.

35      Το Γενικό Δικαστήριο θα εξετάσει καταρχάς τον δεύτερο λόγο ακύρωσης που προέβαλαν οι προσφεύγουσες-ενάγουσες.

 Επί του δεύτερου λόγου ακύρωσης, που αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτίμησης και από παράβαση του άρθρου 11, παράγραφος 2, και του άρθρου 21, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού

36      Οι προσφεύγουσες-ενάγουσες, υποστηριζόμενες από την Επιτροπή, προβάλλουν ότι το Συμβούλιο, καταλήγοντας, με τις αιτιολογικές σκέψεις 17 και 23 της προσβαλλόμενης απόφασης, στο συμπέρασμα, αφενός, ότι δεν ήταν πιθανό η λήξη ισχύος των μέτρων να έχει ως αποτέλεσμα την επανάληψη σημαντικής ζημίας και, αφετέρου, ότι η παράταση των επίμαχων δασμών αντιντάμπινγκ δεν ήταν σαφώς προς το συμφέρον της Ένωσης, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης και παρέβη, αντιστοίχως, το άρθρο 11, παράγραφος 2, και το άρθρο 21, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού.

37      Συγκεκριμένα, τα ως άνω συμπεράσματα στηρίζονται σε εκτιμήσεις που αντανακλούν επιλεκτική και διαστρεβλωμένη παρουσίαση των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν κατά την έρευνα της Επιτροπής, καθώς και σε άλλους αβάσιμους, ή ακόμα και προδήλως εσφαλμένους, ισχυρισμούς. Ορισμένοι δε ισχυρισμοί δεν τεκμηριώνονται και είναι ανακόλουθοι. Η προσβαλλόμενη απόφαση καταλήγει σε συμπεράσματα τα οποία είναι αντίθετα προς εκείνα της Επιτροπής, καθώς και προς εκείνα στα οποία το ίδιο το Συμβούλιο καταλήγει με τον εκτελεστικό κανονισμό 461/2013.

38      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τους ιδιώτες-παρεμβαίνοντες, αντικρούει τα επιχειρήματα των προσφευγουσών-εναγουσών και της Επιτροπής υποστηρίζοντας ότι, βάσει της ευρείας διακριτικής του ευχέρειας, μπορούσε να προκρίνει κάποιο στοιχείο έναντι άλλου, ή ακόμα και να κρίνει ότι κάποιο στοιχείο δεν ασκούσε επιρροή. Δεδομένου ότι η ανάλυση προοπτικών στο πλαίσιο μιας επανεξέτασης είναι περίπλοκη, ήταν δυνατόν τόσο η Επιτροπή όσο και το ίδιο να καταλήξουν, απολύτως νόμιμα, σε διαφορετικά συμπεράσματα, χωρίς κάποιος εκ των δύο να έχει υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης. Όσον αφορά την υποτιθέμενη αντίφαση μεταξύ της προσβαλλόμενης απόφασης και του εκτελεστικού κανονισμού 461/2013, το Συμβούλιο επισημαίνει ότι επρόκειτο περί διαφορετικών διαδικασιών που μπορούσαν να καταλήξουν σε διαφορετική εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. Τέλος, φρονεί ότι τα συμπεράσματά του, στις αιτιολογικές σκέψεις 17 και 23 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δεν είναι προδήλως εσφαλμένα.

39      Προτού εξετασθούν λεπτομερέστερα τα επιχειρήματα των διαδίκων σχετικά με τις παραβάσεις του άρθρου 11, παράγραφος 2, και του άρθρου 21, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, πρέπει να καθοριστούν, ως απάντηση σε ορισμένα επιχειρήματα των διαδίκων, η φύση της εξέτασης που κλήθηκε να διενεργήσει το Συμβούλιο βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού και η έκταση του εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης.

 Επί της αναλύσεως που πρέπει να πραγματοποιήσει το Συμβούλιο βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού και επί της έκτασης του εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης

40      Οι ιδιώτες παρεμβαίνοντες σημειώνουν ότι, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, τα μέτρα παύουν καταρχήν να ισχύουν κατά την ορισθείσα προθεσμία «εκτός αν η επανεξέταση οδήγησε στο συμπέρασμα» ότι τυχόν κατάργησή τους είναι πιθανόν να οδηγήσει στη συνέχιση ή στην επανάληψη του ντάμπινγκ και της ζημίας. Επομένως, κατά την άποψή τους, προκειμένου να παύσουν να ισχύουν τα μέτρα, δεν πρέπει να αποδειχθεί θετικώς ότι η συνέχιση ή η επανάληψη του ζημιογόνου ντάμπινγκ είναι ελάχιστα πιθανή ή απίθανη, αλλά αρκεί η διαπίστωση ότι δεν αποδείχθηκε το αντίθετο, κάτι που είναι λιγότερο δύσκολο.

41      Οι ιδιώτες παρεμβαίνοντες αναγνωρίζουν ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, το Συμβούλιο παρουσιάζει ενίοτε τα συμπεράσματά του «με περισσότερο εμφατικό τρόπο», βεβαιώνοντας ότι «δεν [ήταν] πιθανή» η επανάληψη σημαντικής ζημίας σε περίπτωση λήξης της ισχύος των μέτρων. Εντούτοις, κατά την άποψή τους, οι διαπιστώσεις αυτές δεν μεταβάλλουν τη φύση του ελέγχου που πρέπει να διενεργηθεί. Υπό τις συνθήκες αυτές, ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να λάβει υπόψη τη φύση του ελέγχου αυτού όταν θα εξετάσει τις αιτιάσεις των προσφυγουσών-εναγουσών αναφορικά με την εφαρμογή από το Συμβούλιο του άρθρου 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού.

42      Οι ιδιώτες παρεμβαίνοντες επισημαίνουν επίσης ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, το Συμβούλιο, βεβαιώνοντας, πρώτον, ότι «δεν [είχε] ακόμη αποδειχτεί ότι η άρση των μέτρων αντιντάμπινγκ κατά της Ινδίας, της Ταϊβάν και της Ταϊλάνδης είναι πιθανόν να οδηγήσει σε συνέχιση ή επανάληψη των ζημιογόνων πρακτικών ντάμπινγκ» (αιτιολογική σκέψη 5), δεύτερον, ότι «δεν [είχε] αποδειχτεί ότι οι ζημιογόνες πρακτικές ντάμπινγκ από εισαγωγές από [την Ινδία, την Ταϊβάν και την Ταϊλάνδη] είναι πιθανόν να επαναληφθούν αν λήξουν τα μέτρα» (αιτιολογική σκέψη 12) και, τρίτον, ότι «δεν [είχαν] δοθεί πειστικά στοιχεία για ορισμένους παράγοντες που [φαίνονταν] να σχετίζονται με τυχόν εκτίμηση ότι η άρση των δασμών θα οδηγούσε σε επανάληψη των επιζήμιων πρακτικών ντάμπινγκ» (αιτιολογική σκέψη 15), προέβη στον προσήκοντα έλεγχο.

43      Απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, το Συμβούλιο διευκρίνισε ότι, οσάκις εξέδιδε απόφαση βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, κατόπιν διαδικασίας επανεξέτασης κατ’ εφαρμογή του άρθρου 11, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, έπρεπε να αναλύει «εάν [είχε] αποδειχτεί» ότι, βάσει των πραγματικών περιστατικών που διαπιστώθηκαν στο παρελθόν, [ήταν] πιθανόν να συνεχισθούν ή να επαναληφθούν στο μέλλον οι ζημιογόνες πρακτικές ντάμπινγκ. Πλην όμως, εν προκειμένω, το Συμβούλιο αναφέρει ότι, κατά την εκτίμησή του, τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά αποδείχθηκαν από την Επιτροπή, δεν κατεδείκνυαν την πιθανότητα να συνεχισθούν ή να επαναληφθούν ζημιογόνες πρακτικές ντάμπινγκ.

44      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Συμβούλιο προσέθεσε ότι όφειλε αποκλειστικώς και μόνον να απορρίψει ή να κάνει δεκτή την πρόταση της Επιτροπής και να αιτιολογήσει την απόφασή του. Παραδέχθηκε, επίσης, ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση υπερέβη τα όρια της αναλύσεως που επιβάλλει το άρθρο 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, καταλήγοντας ενίοτε θετικώς στο συμπέρασμα ότι ήταν απίθανο να επαναληφθεί η ζημία. Εντούτοις, το Συμβούλιο παρατήρησε ότι τα πραγματικά στοιχεία που είχε διαπιστώσει με την προσβαλλόμενη απόφαση, προς στήριξη του συμπεράσματός αυτού, καταδείκνυαν οπωσδήποτε ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει την πιθανότητα ζημίας.

45      Απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, κατ’ αρχήν, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης περατώνουν τη διαδικασία επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων χωρίς να διατηρήσουν τα ισχύοντα μέτρα εφόσον κρίνουν ότι δεν υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που να καταδεικνύουν πιθανότητα να συνεχισθεί ή να επαναληφθεί το ντάμπινγκ και η ζημία. Ωστόσο, η Επιτροπή επισήμανε ότι το άρθρο 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού δεν εμπόδιζε τα θεσμικά όργανα της Ένωσης να εφαρμόσουν, όπως εν προκειμένω, μια πιο απαιτητική μέθοδο, στηριζόμενα στη ρητή διαπίστωση ότι, από ουσιαστική άποψη, η κατάργηση των υφιστάμενων μέτρων δεν ήταν ικανή να επιφέρει επανάληψη του ντάμπινγκ και της ζημίας. Κατά την Επιτροπή, εάν συνέτρεχε τέτοια περίπτωση, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης μπορούσαν να εξακριβώσουν κατά πόσον τα πραγματικά περιστατικά ενίσχυαν το συμπέρασμα αυτό. Η Επιτροπή παρέπεμψε συναφώς στην απόφαση της 7ης Απριλίου 2016, ArcelorMittal Tubular Products Ostrava κ.λπ. κατά Hubei Xinyegang Steel (C-186/14 P και C-193/14 P, EU:C:2016:209, σκέψεις 74 και 75).

46      Ερωτηθείσες επί του ζητήματος αυτού κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες συντάχθηκαν με τα επιχειρήματα της Επιτροπής.

47      Πρέπει να σημειωθεί συναφώς ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το Συμβούλιο όχι μόνον απέρριψε εν μέρει την πρόταση της Επιτροπής (άρθρο 1), αλλά επίσης περάτωσε αυτό το ίδιο τη διαδικασία επανεξέτασης που είχε κινήσει η τελευταία (άρθρο 2). Υπό τις συνθήκες αυτές, το Συμβούλιο όφειλε να τηρήσει τους όρους που επιβάλλει ο βασικός κανονισμός για μια τέτοια περάτωση.

48      Σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, κάθε οριστικό μέτρο αντιντάμπινγκ παύει να ισχύει πέντε έτη από την επιβολή του ή από την ημερομηνία ολοκλήρωσης της πλέον πρόσφατης διαδικασίας επανεξέτασης η οποία κάλυψε τόσο το ντάμπινγκ, όσο και τη ζημία, «εκτός αν η επανεξέταση οδήγησε στο συμπέρασμα ότι τυχόν λήξη της ισχύος του μέτρου είναι πιθανόν να οδηγήσει στη συνέχιση ή στην επανάληψη του ντάμπινγκ και της ζημίας».

49      Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η απλή δυνατότητα συνέχισης ή επανάληψης της ζημίας δεν αρκεί για να δικαιολογήσει τη διατήρηση σε ισχύ ενός μέτρου, δεδομένου ότι αυτή εξαρτάται από την απόδειξη της πιθανότητας συνέχισης ή επανάληψης της ζημίας (απόφαση της 20ής Ιουνίου 2001, Euroalliages κατά Επιτροπής, T-188/99, EU:T:2001:166, σκέψη 42). Επιπροσθέτως, η πιθανότητα αυτή πρέπει να έχει θετικώς διαπιστωθεί από τις αρμόδιες αρχές, βάσει έρευνας (απόφαση της 20ής Ιουνίου 2001, Euroalliages κατά Επιτροπής, T-188/99, EU:T:2001:166, σκέψη 57).

50      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, τα μέτρα παύουν να ισχύουν εκτός αν έχει αποδειχθεί ότι αυτή η λήξη της ισχύος τους είναι πιθανόν να οδηγήσει στη συνέχιση ή στην επανάληψη του ντάμπινγκ και της ζημίας. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, προκειμένου να μην διατηρήσουν σε ισχύ ένα οριστικό μέτρο αντιντάμπινγκ, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν οφείλουν επομένως να αποδείξουν ότι είναι απίθανη η συνέχιση ή η επανάληψη του ντάμπινγκ και της ζημίας, αλλά μπορούν να αρκεστούν στη διαπίστωση ότι δεν αποδείχθηκε τέτοια πιθανότητα.

51      Το γράμμα του άρθρου 11, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού διαφέρει από εκείνο του άρθρου 6, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο εξετάσθηκε στην απόφαση της 7ης Απριλίου 2016, ArcelorMittal Tubular Products Ostrava κ.λπ. κατά Hubei Xinyegang Steel (C‑186/14 P και C-193/14 P, EU:C:2016:209), την οποία μνημονεύει η Επιτροπή. Συγκεκριμένα, στην εν λόγω υπόθεση, το Συμβούλιο έκανε χρήση της δυνατότητας, την οποία κατ’ εξαίρεση προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, να λάβει υπόψη όχι μόνον τα σχετικά με την περίοδο έρευνας στοιχεία, αλλά επίσης, υπό ορισμένες περιστάσεις, στοιχεία μεταγενέστερα της εν λόγω περιόδου έρευνας. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο έκρινε ότι η χρήση των τελευταίων δεν ήταν δυνατόν να εκφεύγει του ελέγχου του δικαστή της Ένωσης. Πλην όμως, το άρθρο 11, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού προβλέπει ένα μόνον είδος έρευνας για να διαπιστωθεί η ανάγκη διατήρησης των μέτρων, η οποία αποβλέπει στο να διαπιστωθεί κατά πόσον αποδείχθηκε η πιθανότητα συνέχισης ή επανάληψης του ντάμπινγκ και της ζημίας.

52      Εν προκειμένω, με την προσβαλλόμενη απόφαση το Συμβούλιο κατέληξε στο συμπέρασμα τόσο ότι «δεν [είχε] αποδειχτεί» ότι η λήξη ισχύος των επίμαχων δασμών αντιντάμπινγκ θα είχε ως αποτέλεσμα την επανάληψη σημαντικής ζημίας (αιτιολογική σκέψη 5), όσο και ότι τέτοια επανάληψη «δεν [ήταν] πιθανή» (αιτιολογική σκέψη 17). Το Συμβούλιο στήριξε τα δύο αυτά συμπεράσματα στους ίδιους λόγους, οι οποίοι παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 8 έως 17 της προσβαλλόμενης απόφασης.

53      Όπως υπογραμμίζει το Συμβούλιο, πρέπει να εξετασθεί, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, κατά πόσον από το σκεπτικό στο οποίο στηρίχθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση είναι δυνατόν να συναχθεί, χωρίς να υπάρχει πρόδηλη πλάνη εκτίμησης, ότι δεν είχε αποδειχθεί εν προκειμένω ότι η λήξη ισχύος των επίμαχων δασμών αντιντάμπινγκ θα ευνοούσε την επανεμφάνιση ζημίας.

54      Επ’ αυτού, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής και, ειδικότερα, στον τομέα των μέτρων εμπορικής άμυνας, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτίμησης λόγω της πολυπλοκότητας των οικονομικών, πολιτικών και νομικών καταστάσεων που πρέπει να εξετάζουν (αποφάσεις της 27ης Σεπτεμβρίου 2007, Ikea Wholesale, C‑351/04, EU:C:2007:547, σκέψη 40, και της 11ης Φεβρουαρίου 2010, Hoesch Metals and Alloys, C-373/08, EU:C:2010:68, σκέψη 61).

55      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι η εξέταση της πιθανότητας να συνεχισθεί ή να επαναληφθεί το ντάμπινγκ και η ζημία προϋποθέτει την εκτίμηση πολύπλοκων οικονομικών ζητημάτων και ότι στο πλαίσιο του δικαστικού ελέγχου της εκτίμησης αυτής πρέπει, ως εκ τούτου, να εξετάζεται μόνον αν τηρήθηκαν οι διαδικαστικοί κανόνες, αν είναι ακριβή τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η αμφισβητούμενη επιλογή, και αν υπήρξε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών ή κατάχρηση εξουσίας (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 20ής Ιουνίου 2001, Euroalliages κατά Επιτροπής, T-188/99, EU:T:2001:166, σκέψεις 45 και 46, και της 8ης Μαΐου 2012, Dow Chemical κατά Συμβουλίου, T-158/10, EU:T:2012:218, σκέψη 21).

56      Το Δικαστήριο έχει κρίνει, επίσης, ότι ο έλεγχος από το Γενικό Δικαστήριο των αποδεικτικών στοιχείων επί των οποίων τα θεσμικά όργανα της Ένωσης στήριξαν τις διαπιστώσεις τους δεν αποτελούσε νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών η οποία υποκατέστησε εκείνη των εν λόγω θεσμικών οργάνων. Ο έλεγχος αυτός δεν θίγει την ευρεία εξουσία εκτίμησης των θεσμικών αυτών οργάνων στον τομέα της εμπορικής πολιτικής, αλλά περιορίζεται στη διαπίστωση του αν τα εν λόγω στοιχεία είναι ικανά να στηρίξουν τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν τα θεσμικά όργανα (βλ., συναφώς, απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2012, Συμβούλιο και Επιτροπή κατά Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP, C‑191/09 P και C-200/09 P, EU:C:2012:78, σκέψη 68).

57      Τέλος, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι ο δικαστής της Ένωσης όφειλε όχι μόνον να εξακριβώσει την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων έγινε επίκληση, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλά και να ελέγξει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούσαν το σύνολο των κρίσιμων δεδομένων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να αξιολογηθεί μια περίπλοκη κατάσταση και αν ήταν ικανά να στηρίξουν τα συμπεράσματα των θεσμικών οργάνων (βλ., συναφώς, απόφαση της 7ης Απριλίου 2016, ArcelorMittal Tubular Products Ostrava κ.λπ. κατά Hubei Xinyegang Steel, C-186/14 P και C-193/14 P, EU:C:2016:209, σκέψη 36).

58      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω αρχών πρέπει να εξετασθεί εν προκειμένω η ανάλυση στην οποία προέβη το Συμβούλιο στην προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 11, παράγραφος 2, και του άρθρου 21, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού.

 Επί της εξέτασης της πιθανότητας να επαναληφθεί ζημία κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού

59      Η διατήρηση σε ισχύ ενός μέτρου, στο πλαίσιο διαδικασίας επανεξέτασης λόγω της λήξης της ισχύος του, εξαρτάται από το αποτέλεσμα της εκτίμησης των συνεπειών που θα είχε η λήξη της ισχύος του, δηλαδή από μια πρόβλεψη βάσει υποθέσεων σχετικά με τις μελλοντικές εξελίξεις της κατάστασης της σχετικής αγοράς (απόφαση της 20ής Ιουνίου 2001, Euroalliages κατά Επιτροπής, T-188/99, EU:T:2001:166, σκέψη 42).

60      Εν προκειμένω, το Συμβούλιο διαπίστωσε καταρχάς, με την αιτιολογική σκέψη 7 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι «η βιομηχανία της [Ένωσης] δεν υφίστατ[ο] επί του παρόντος [σημαντική] ζημία».

61      Όσον αφορά την επανάληψη σημαντικής ζημίας σε περίπτωση λήξης της ισχύος των μέτρων αντιντάμπινγκ, το Συμβούλιο έκρινε, με τις αιτιολογικές σκέψεις 5 και 17 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι αυτή δεν είχε αποδειχθεί ή ακόμη και ότι δεν ήταν πιθανή.

62      Το Συμβούλιο στήριξε, κατ’ ουσίαν, το συμπέρασμα αυτό στις επτά ακόλουθες διαπιστώσεις.

63      Κατά πρώτο λόγο, το Συμβούλιο επισήμανε την ύπαρξη θετικών οικονομικών δεικτών (αιτιολογικές σκέψεις 8 και 9), μεταξύ άλλων, την αύξηση των τιμών (αιτιολογική σκέψη 8) –ιδίως των τιμών εισαγωγής (αιτιολογικές σκέψεις 9 in fine, 10 και 12). Κατά το Συμβούλιο, «[ο]ι τάσεις [έδειχναν] ότι οι εξελίξεις της αγοράς δεν μπορ[ούσαν] να θεωρηθούν προσωρινές» (αιτιολογική σκέψη 8 in fine).

64      Κατά δεύτερο λόγο, το Συμβούλιο υπογράμμισε ότι οι εισαγωγές από τις συγκεκριμένες χώρες δεν ήταν σημαντικές τα τελευταία έτη (αιτιολογική σκέψη 10) και ότι τα μερίδια αγοράς των εισαγωγών από την Ταϊβάν και την Ταϊλάνδη ήταν «κοντά στο μηδέν», γεγονός που συνεπαγόταν ότι «[οι ισχυρισμοί] για το ντάμπινγκ είναι πιθανό να εμπεριέχουν μεγάλο περιθώριο λάθους» (αιτιολογική σκέψη 11).

65      Κατά τρίτο λόγο, το Συμβούλιο σημείωσε ότι, σύμφωνα με τα «στοιχεία που παρουσιάστηκαν», τα μέτρα είχαν ωφελήσει, όσον αφορά τα μερίδιά τους στην αγορά, περισσότερο τους παραγωγούς των τρίτων χωρών από ό,τι τον κλάδο παραγωγής της Ένωσης (αιτιολογική σκέψη 10 in fine).

66      Κατά τέταρτο λόγο, το Συμβούλιο ανέφερε ότι δεν σημειώθηκε πώληση σε χαμηλότερες τιμές στις εισαγωγές από την Ινδία, την Ταϊβάν και την Ταϊλάνδη κατά την υπό εξέταση περίοδο (αιτιολογική σκέψη 12).

67      Κατά πέμπτο λόγο, το Συμβούλιο σημείωσε ότι, παρόλο που θα μπορούσε να υπάρξει αύξηση των εισαγωγών μετά τη λήξη των μέτρων, «η αύξηση αυτή δεν θα είναι σημαντική» (αιτιολογική σκέψη 14 in fine). Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο «δεν [ήταν] πεπεισμένο» ότι η «πλεονάζουσα ικανότητα» στην Ινδία, στην Ταϊβάν και στην Ταϊλάνδη, θα κατευθυνόταν προς την Ένωση (αιτιολογική σκέψη 13). Κατά το Συμβούλιο, η ζήτηση αυξανόταν στις περισσότερες από τις σημαντικότερες αγορές σε παγκόσμιο επίπεδο (αιτιολογικές σκέψεις 6 και 13). Οι τιμές στην Ένωση έτειναν να ομαλοποιηθούν (προς τα κάτω) έναντι των τιμών σε άλλες χώρες (αιτιολογική σκέψη 14). Κατά το Συμβούλιο, δεν είχαν δοθεί ορισμένες πληροφορίες ή πειστικά στοιχεία που φαίνονταν να σχετίζονται με την ανάλυση αυτή (αιτιολογικές σκέψεις 14 και 15).

68      Κατά έκτο λόγο, το Συμβούλιο έκρινε ότι η διατήρηση των επίμαχων αντισταθμιστικών δασμών και των μέτρων αντιντάμπινγκ κατά της Κίνας και άλλων χωρών θα συνέχιζε να παρέχει «κάποια προστασία στον κλάδο παραγωγής της Ένωσης» (αιτιολογική σκέψη 16).

69      Κατά έβδομο λόγο, κατά το Συμβούλιο, ο «παλαιός τρόπος διεξαγωγής εμπορικών συναλλαγών σε αυτή την αγορά [έδειχνε] ότι τυχόν αύξηση στις εξαγωγές από την Ινδία, την Ταϊλάνδη και την Ταϊβάν θα [επηρέαζε], εν μέρει ή πλήρως, μάλλον τις εισαγωγές [από] τρίτ[ες] χ[ώρες] παρά την παραγωγή της [Ένωσης]» (αιτιολογική σκέψη 16 in fine).

70      Όπως σημειώθηκε ανωτέρω, στη σκέψη 53, πρέπει να εξεταστεί, βάσει των επιχειρημάτων των διαδίκων, κατά πόσον το Συμβούλιο μπορούσε να συναγάγει από τις διαπιστώσεις αυτές, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης, ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι η λήξη της ισχύος των επίμαχων δασμών αντιντάμπινγκ θα ευνοούσε την επανεμφάνιση ζημίας.

71      Δεδομένου ότι η έλλειψη ή η ανεπάρκεια της αιτιολογίας συνιστούν παράβαση ουσιώδους τύπου κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ και μπορούν, η ακόμα πρέπει, να εξετάζονται αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή της Ένωσης κατόπιν ακρόασης των διαδίκων (βλ., συναφώς, απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., C-89/08 P, EU:C:2009:742, σκέψεις 54 και 57), πρέπει επίσης να εξεταστεί κατά πόσον το Συμβούλιο τήρησε τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει του άρθρου 296 ΣΛΕΕ. Επ’ αυτού, πρέπει να επισημανθεί ότι οι διάδικοι έλαβαν θέση επί της τήρησης από το Συμβούλιο της υποχρέωσής του να αιτιολογήσει την προσβαλλόμενη απόφαση, τούτο δε κατόπιν αιτήματος του Γενικού Δικαστηρίου, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που διατάχθηκαν (βλ., ανωτέρω, σκέψη 26).

–       Επί της ύπαρξης θετικών οικονομικών δεικτών, μεταξύ άλλων, επί της αύξησης των τιμών του PET

72      Από την αιτιολογική σκέψη 8 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι «[τ]ο Συμβούλιο εξέτασε […] αν είναι πιθανή η επανάληψη της [σημαντικής] ζημίας σε περίπτωση που επιτραπεί η άρση των μέτρων» και ότι «[εκτιμούσε] ότι αυτό δεν πρόκειται μάλλον να συμβεί». Κατά το Συμβούλιο «[η] παραγωγικότητα [είχε αυξηθεί] την περίοδο που [καλυπτόταν] από την επανεξέταση ενόψει λήξης των μέτρων». Επιπροσθέτως, «[η] βιομηχανία της [Ένωσης] [ήλεγχε] με συνέπεια πάνω από το 70 % των αγορών […] της [Ένωσης], ενώ [οι τιμές], η κερδοφορία, η απόδοση των επενδύσεων και οι ταμειακές ροές βελτιώνοντ[αν] σημαντικά», οι δε «τάσεις [έδειχναν] ότι οι εξελίξεις της αγοράς δεν μπορ[ούσαν] να θεωρηθούν προσωρινές».

73      Όσον αφορά ειδικότερα τις τιμές εισαγωγής, το Συμβούλιο προσέθεσε ότι αυτές «[είχαν] σημαντικά αυξηθεί τα τελευταία χρόνια και [ελαττωνόταν], ως εκ τούτου, η πίεση των τιμών» (αιτιολογική σκέψη 9). Το Συμβούλιο διευκρίνισε ότι οι τιμές εισαγωγής από την Ινδία, την Ταϊβάν και την Ταϊλάνδη «[ήταν] ευθυγραμμισμένες με τις τιμές των πωλήσεων ΕΕ και των άλλων εισαγωγών» (αιτιολογική σκέψη 10). Επιπροσθέτως, το Συμβούλιο ανέφερε ότι «[ό]που [υπήρχαν] εισαγωγές, οι τιμές εισαγωγών [είχαν αυξηθεί] σημαντικά» και ότι «[ο]ι ινδικές τιμές [είχαν αυξηθεί] κατά 29 %, οι τιμές της Ταϊβάν [είχαν αυξηθεί] κατά 27 % και οι τιμές της Ταϊλάνδης [είχαν αυξηθεί] πάνω από 32 %, κατά την υπό εξέταση περίοδο» (αιτιολογική σκέψη 12).

74      Οι προσφεύγουσες-ενάγουσες, υποστηριζόμενες από την Επιτροπή, προβάλλουν ότι το Συμβούλιο παρέπεμψε επιλεκτικά στις θετικές εξελίξεις ορισμένων οικονομικών δεικτών του κλάδου παραγωγής της Ένωσης, αλλά δεν έλαβε υπόψη τις αρνητικές εξελίξεις και την περιορισμένη διάρκεια των θετικών εξελίξεων που το ίδιο είχε διαπιστώσει με τον εκτελεστικό κανονισμό 461/2013. Κατά την Επιτροπή, η αντίφαση αυτή καταδεικνύει την πρόδηλη πλάνη στην οποία υπέπεσε το Συμβούλιο, το οποίο δεν παρέσχε σαφή και μη διφορούμενη εξήγηση ως προς το βασικό αυτό σημείο.

75      Όσον αφορά τα αναφερόμενα στις αιτιολογικές σκέψεις 9, 10 και 12 της προσβαλλόμενης απόφασης σχετικά με την αύξηση των τιμών εισαγωγής κατά την περίοδο έρευνας επανεξέτασης, αυτά αντανακλούν, κατά τις προσφεύγουσες-ενάγουσες, μόνον μια εξέλιξη της αγοράς που σημειώθηκε με απρόσμενο και προσωρινό τρόπο σε διεθνές επίπεδο, εξαιτίας της αύξησης της τιμής του βαμβακιού, όπως αναγνώρισε το Συμβούλιο με τον εκτελεστικό κανονισμό 461/2013. Σε κάθε περίπτωση, το κρίσιμο ζήτημα είναι η πιθανή εξέλιξη των τιμών σε περίπτωση λήξης της ισχύος των μέτρων. Πλην όμως, στην προσβαλλόμενη απόφαση ουδέν αναφέρεται σχετικά με το ζήτημα αυτό και δεν λαμβάνεται υπόψη η σχετική εκτίμηση της Επιτροπή.

76      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τους ιδιώτες παρεμβαίνοντες, προβάλλει ότι δέχθηκε τα πραγματικά περιστατικά, όπως του είχαν υποβληθεί από την Επιτροπή, και ότι εν συνεχεία αξιολόγησε το σύνολο των περιστατικών αυτών. Κατά το Συμβούλιο, η αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών δεν ισοδυναμεί με απόδειξη των περιστατικών αυτών. Υπενθυμίζει, επίσης, ότι η αξιολόγηση χωρεί κατ’ ανάγκη κατά διακριτική ευχέρεια, γεγονός που δικαιολογεί το ευρύ περιθώριο εκτίμησης που διαθέτουν τα θεσμικά όργανα.

77      Όσον αφορά, κατά πρώτο λόγο, τη μνημονευθείσα στην αιτιολογική σκέψη 8 της προσβαλλόμενης απόφασης θετική εξέλιξη της αγοράς, διαπιστώνεται ότι, στην αιτιολογική σκέψη 186 της πρότασής της, η Επιτροπή ανέφερε μεν ότι «οι περισσότεροι από τους σχετικούς μικροοικονομικούς δείκτες [είχαν δείξει] σημεία βελτίωσης». Τουτέστιν, «[η] κερδοφορία, η απόδοση των επενδύσεων και οι ταμειακές ροές [είχαν αυξηθεί] σημαντικά, ιδιαίτερα κατά το 2010 και κατά την [περίοδο έρευνας επανεξέτασης]», δηλαδή κατά την περίοδο μεταξύ 1ης Ιανουαρίου και 31ης Δεκεμβρίου 2011.

78      Εντούτοις, στην αιτιολογική σκέψη 186 της πρότασής της, η Επιτροπή διαπίστωσε επίσης ότι οι επενδύσεις «[είχαν] παρουσ[ιάσει] πτώση κατά το 2009 και έκτοτε δεν [είχαν] παρουσ[ιάσει] ανάκαμψη». Επιπροσθέτως, κατά την αιτιολογική σκέψη 185 της πρότασης της Επιτροπής, «[σ]ύμφωνα με την ανάλυση των μακροοικονομικών στοιχείων, οι παραγωγοί της Ένωσης [είχαν μειώσει] την παραγωγή και τις πωλήσεις τους κατά την εξεταζόμενη περίοδο», δηλαδή κατά την περίοδο μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2008 και 31ης Δεκεμβρίου 2011. Επιπλέον, «[τ]ο μερίδιο αγοράς του κλάδου παραγωγής της Ένωσης δεν [είχε] ανακάμψει πλήρως μετά την αρχική πτώση κατά το 2009 και [είχε] παρουσιάσει γενική πτώση κατά 3 εκατοστιαίες μονάδες κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου (σε 77% κατά την [περίοδο έρευνας επανεξέτασης])». Τέλος, «[η] πτώση στην απασχόληση και στην παραγωγική ικανότητα [ήταν] αποτέλεσμα της υπό εξέλιξη αναδιάρθρωσης και θα [έπρεπε] να ειδωθεί [σ]το πλαίσιο της αυξανόμενης χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας και της παραγωγικότητας».

79      Το Συμβούλιο διέθετε, βεβαίως, ευρεία εξουσία εκτίμησης των οικονομικών δεδομένων που υπέβαλε η Επιτροπή. Στο πλαίσιο της εξουσίας αυτής, θα μπορούσε, παραδείγματος χάριν, να αμφισβητήσει τον πρόσφορο χαρακτήρα ορισμένων παραγόντων που έλαβε υπόψη η Επιτροπή ή να προβεί σε διαφορετική στάθμιση των θετικών και αρνητικών συμφερόντων από εκείνη στην οποία προέβη η Επιτροπή στην πρότασή της. Εντούτοις, στην προσβαλλόμενη απόφαση, το Συμβούλιο δεν μνημόνευσε τους αρνητικούς οικονομικούς δείκτες που επισήμανε η Επιτροπή, ούτε αμφισβήτησε, κατά μείζονα λόγο, τον πρόσφορο χαρακτήρα τους. Πλην όμως, ο όγκος των επενδύσεων, της παραγωγής και των πωλήσεων του κλάδου παραγωγής της Ένωσης, καθώς και η πτωτική τάση των μεριδίων της αγοράς συνιστούσαν κρίσιμα στοιχεία για την αξιολόγηση της εξέλιξης της αγοράς στο πλαίσιο της ανάλυσης προοπτικών που έπρεπε να διενεργηθεί από το Συμβούλιο. Κατά τα λοιπά, το Συμβούλιο έλαβε υπόψη τα στοιχεία αυτά στον εκτελεστικό κανονισμό 461/2013, με τον οποίο επιβλήθηκε οριστικός αντισταθμιστικός δασμός στις εισαγωγές ορισμένων τύπων PET από την Ινδία.

80      Υπό τις συνθήκες αυτές, ορθώς υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες-ενάγουσες ότι το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το σύνολο των κρίσιμων δεδομένων στο πλαίσιο της ανάλυσης στην οποία προέβη και ότι υπέπεσε, κατ’ αυτόν τον τρόπο, σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

81      Όσον αφορά, κατά δεύτερο λόγο, τον μη προσωρινό χαρακτήρα της θετικής εξέλιξης της αγοράς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στην αιτιολογική σκέψη 187 της πρότασής της, η Επιτροπή δήλωσε ότι «οι εν λόγω βελτιώσεις [ήταν] σχετικά πρόσφατες και σε κάποιο βαθμό βασί[ζονταν] σε απρόβλεπτες και προσωρινές εξελίξεις στην αγορά κατά την απότομη πτώση τιμών του 2010/2011 [εξαιτίας της αύξησης της τιμής του βαμβακιού]». Κατά την Επιτροπή, «[α]υτό [φαινόταν] να υποστηρίχθηκε από τις πληροφορίες που ήταν διαθέσιμες σχετικά με τις εξελίξεις του περιθωρίου κέρδους του κλάδου παραγωγής της Ένωσης κατά το 2012 […], που [έδειχναν] πτώση, σε σύγκριση με την [περίοδο έρευνας επανεξέτασης]».

82      Ως προς τούτο, το Συμβούλιο περιορίστηκε να αναφέρει, στο τέλος της αιτιολογικής σκέψης 8 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι «[ο]ι τάσεις [έδειχναν] ότι οι [θετικές] εξελίξεις της αγοράς δεν μπορ[ούσαν] να θεωρηθούν προσωρινές».

83      Η ως άνω διαπίστωση δεν είναι όμως επαρκώς αιτιολογημένη.

84      Στο υπόμνημα αντικρούσεως, το Συμβούλιο επισημαίνει ότι ο μόνος θετικός προσωρινός δείκτης που προέβαλαν οι προσφεύγουσες-ενάγουσες ήταν η τιμή. Οι ιδιώτες παρεμβαίνοντες προσθέτουν ότι οι δείκτες κλειδιά (κερδοφορία των πωλήσεων, εξέλιξη της απόδοσης των επενδύσεων) κατεδείκνυαν θετικές εξελίξεις πριν από την άνοδο της τιμής του βαμβακιού.

85      Εντούτοις, οι ανωτέρω διαπιστώσεις δεν περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Πλην όμως, ούτε το Συμβούλιο, ούτε οι ιδιώτες παρεμβαίνοντες δύνανται να καλύψουν την έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης παρέχοντας διευκρινίσεις ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (βλ., συναφώς, απόφαση της 15ης Ιουνίου 2005, Corsica Ferries France κατά Επιτροπής, T‑349/03, EU:T:2005:221, σκέψη 287 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

86      Όσον αφορά, κατά τρίτο λόγο, την αύξηση των τιμών, η Επιτροπή ανέφερε στην πρότασή της τα ακόλουθα:

«(155) Ως προκαταρκτικό θέμα για την ανάλυση θα πρέπει να εξηγηθεί ότι ορισμένα παγκόσμια οικονομικά συμβάντα στα τέλη του 2010 και στις αρχές του 2011 είχαν αντίκτυπο στην κατάσταση της αγοράς της Ένωσης, ιδιαίτερα στις τιμές και τους όγκους πωλήσεων του ομοειδούς προϊόντος. Κατ’ αυτήν την περίοδο η προσφορά βαμβακιού έπεσε οδηγώντας σε αυξημένη ζήτηση για πολυεστερικό νήμα στην ασιατική αγορά. Το PET και το πολυεστερικό νήμα εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό ανάντη από την ίδια πρώτη ύλη, ήτοι αμιγές τερεφθαλικό οξύ (PTA). Η αυξημένη ζήτηση για πολυεστερικό νήμα οδήγησε σε ανεπαρκή προσφορά ΡΤΑ, ωθώντας τις τιμές του ΡΕΤ προς τα άνω. Από τη στιγμή που οι παραγωγοί του ΡΕΤ στη Μέση Ανατολή εξαρτώνται επίσης από το ΡΤΑ από την Ασία, αυτό προκάλεσε αιφνίδια πτώση των εισαγωγών ΡΕΤ στην Ένωση. Συγχρόνως, οι κύριοι προμηθευτές ΡΤΑ στην Ένωση δήλωσαν κατάσταση “ανωτέρας βίας” που κατέληξε σε πρόσθετους περιορισμούς της εγχώριας παραγωγής ΡΕΤ.

[…]

(181)      Ως προς αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης ήταν σε θέση να επωφεληθεί από την αύξηση τιμής του PET στα τέλη του 2011 και στις αρχές του 2012, καθώς είχε οριστεί η τιμή του PTA πριν επέλθουν τα προαναφερθέντα συμβάντα στην αγορά. Με βάση τις στατιστικές πηγές που αφορούν τις μετά την [περίοδο έρευνας επανεξέτασης] εξελίξεις, οι οποίες υποβλήθηκαν από τα μέρη, τα περιθώρια κέρδους των παραγωγών PET μειώθηκαν σημαντικά κατά το 2012. Αυτό επιβεβαιώνει ότι η αποδοτικότητα κατά το 2011 ([περίοδο έρευνας επανεξέτασης]) επηρεάστηκε όντως σε μεγάλο βαθμό από απροσδόκητα και προσωρινά παγκόσμια οικονομικά συμβάντα (αιτιολογική σκέψη 153) που είναι απίθανο να επαναληφθούν και δεν δύνανται να θεωρηθούν μόνιμα και αντιπροσωπευτικά της κατάστασης του κλάδου παραγωγής της Ένωσης.»

87      Στις αιτιολογικές σκέψεις 8, 9, 10 και 12 της προσβαλλόμενης απόφασης, το Συμβούλιο μνημονεύει την αύξηση των τιμών του PET, τόσο των παραγωγών της Ένωσης όσο και των εισαγωγέων του προϊόντος αυτού από την Ινδία, την Ταϊβάν και την Ταϊλάνδη, χωρίς να κάνει λόγο για την αύξηση της τιμής του βαμβακιού, ούτε να αμφισβητήσει, κατά μείζονα λόγο, τον κρίσιμο χαρακτήρα του παράγοντα αυτού. Πλην όμως, ο τελευταίος αυτός παράγων όντως μνημονεύθηκε και ελήφθη υπόψη από το Συμβούλιο στον κανονισμό 461/2013, γεγονός που επιβεβαιώνει τον κρίσιμο χαρακτήρα του. Επομένως, στην προσβαλλόμενη απόφαση, το Συμβούλιο παρέλειψε εκ νέου να εξετάσει το σύνολο των κρίσιμων δεδομένων στο πλαίσιο της ανάλυσης προοπτικών στην οποία προέβη. Εξαιτίας αυτού, το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης.

88      Στο υπόμνημα αντικρούσεως, το Συμβούλιο διευκρινίζει ότι από την έρευνα της Επιτροπής προέκυπτε ότι η αύξηση της τιμής του PET δεν ήταν οπωσδήποτε παροδική. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα δεδομένα που παρέσχε η Επιτροπή, η αύξηση αυτή άρχισε πριν από την αύξηση της τιμής του βαμβακιού, η οποία ξεκίνησε το πρώτον στα τέλη του 2010. Στο υπόμνημα ανταπαντήσεως, το Συμβούλιο προσθέτει ότι η περιεχόμενη στην πρόταση της Επιτροπής διαπίστωσή της, σύμφωνα με την οποία το επίπεδο αποδοτικότητας για τον κλάδο παραγωγής της Ένωσης είχε σημειώσει πτώση μετά την περίοδο της έρευνας επανεξέτασης, δεν παρείχε καμία ένδειξη ως προς το εύρος της πτώσης, ούτε τη δυνατότητα να καθορισθεί κατά πόσον η πτώση αυτή αναιρούσε την άνοδο των τιμών που το Συμβούλιο είχε διαπιστώσει πριν από την αύξηση της τιμής του βαμβακιού.

89      Διαπιστώνεται ότι οι ως άνω διευκρινίσεις δεν περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση και δεν είναι επομένως δυνατόν να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της ανάλυσης του βάσιμου αυτής.

90      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πολλαπλή πρόδηλη πλάνη εκτίμησης και δεν αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμον την προσβαλλόμενη απόφαση, καθότι βασίσθηκε σε ορισμένους θετικούς οικονομικούς δείκτες, ιδίως στην αύξηση των τιμών, χωρίς να μνημονεύσει ορισμένους κρίσιμους για την ανάλυση αρνητικούς παράγοντες.

–       Επί του μη σημαντικού όγκου των εισαγωγών από την Ινδία, την Ταϊβάν και την Ταϊλάνδη κατά την περίοδο της έρευνας επανεξέτασης

91      Στην αιτιολογική σκέψη 10 της προσβαλλόμενης απόφασης, το Συμβούλιο ανέφερε ότι «[ο]ι εισαγωγές από τις ενδιαφερόμενες χώρες δεν [ήταν] σημαντικές όσον αφορά το μερίδιό τους στην αγορά της [Ένωσης] (ακόμα κάτω από το 4 % την περίοδο της έρευνας) και σε σχέση με τις εισαγωγές από άλλες χώρες και τις πωλήσεις των παραγωγών [της Ένωσης]». Στη δε αιτιολογική σκέψη 11 της προσβαλλόμενης απόφασης, το Συμβούλιο προσέθεσε ότι «[τ]α μερίδια της αγοράς, τόσο της Ταϊβάν όσο και της Ταϊλάνδης, [ήταν] κοντά στο μηδέν» και ότι «[δ]εδομένου ότι τα μεγέθη [ήταν] τόσο μικρά, [οι ισχυρισμοί] για το ντάμπινγκ [ήταν] πιθανό να εμπεριέχουν μεγάλο περιθώριο λάθους».

92      Όσον αφορά την αιτιολογική σκέψη 10 της προσβαλλόμενης απόφασης, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες υποστηρίζουν ότι το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη στην ανάλυσή του τη σημαντική αύξηση των εισαγωγών από την Ινδία, την Ταϊβάν και την Ταϊλάνδη, γεγονός που καταδεικνύει ότι υπήρξε επιλεκτικό σε επίπεδο πραγματικών περιστατικών, μέχρις σημείου να παρουσιάσει μια παραμορφωμένη εικόνα και να καταλήξει, ως εκ τούτου, σε συμπεράσματα που δεν δικαιολογούνταν.

93      Στο υπόμνημα αντικρούσεως, το Συμβούλιο αντιτάσσει ότι είχε το δικαίωμα να σταθμίσει και να αξιολογήσει τα πραγματικά περιστατικά στο πλαίσιο της εκ μέρους του συνεκτίμησης του όγκου των εισαγωγών, στην αιτιολογική σκέψη 10 της προσβαλλόμενης απόφασης.

94      Διαπιστώνεται, συναφώς, ότι στην πρότασή της η Επιτροπή είχε εξετάσει όχι μόνον τον όγκο των εισαγωγών κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, αλλά και την τάση επίσης (προς τα άνω ή προς τα κάτω) των εισαγωγών αυτών κατά την εν λόγω περίοδο (πρόταση της Επιτροπής, αιτιολογικές σκέψεις 50, 92 και 114), η οποία συνιστά κρίσιμο δείκτη στο πλαίσιο της ανάλυσης προοπτικών που έπρεπε να διενεργηθεί εν προκειμένω. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο παράγων αυτός έπρεπε να έχει εξετασθεί επίσης και από το Συμβούλιο, όταν αυτό αναφέρθηκε στον όγκο των εισαγωγών, στην αιτιολογική σκέψη 10 της προσβαλλόμενης απόφασης.

95      Όσον αφορά την αιτιολογική σκέψη 11 της προσβαλλόμενης απόφασης, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες υποστηρίζουν ότι, με τα όσα αναφέρει, το Συμβούλιο επιχειρεί, χωρίς καμία διαπίστωση περί τα πραγματικά περιστατικά ούτε κάποιο επιχείρημα προς στήριξη του ισχυρισμού του, να αμφισβητήσει την ανάλυση της Επιτροπής, σύμφωνα με την οποία υπήρχε η πιθανότητα, για την Ταϊλάνδη και την Ταϊβάν, να συνεχισθούν οι επιζήμιες πρακτικές ντάμπινγκ. Επιπροσθέτως, κατά τις προσφεύγουσες-ενάγουσες, η διαπίστωση που περιέχεται στην ανωτέρω αιτιολογική σκέψη δεν ασκεί επιρροή, στο μέτρο που δεν συνεκτιμάται η πιθανή εξέλιξη των τιμών μετά από την περίοδο της έρευνας επανεξέτασης σε περίπτωση κατάργησης των μέτρων, πράγμα που αποτελεί το κρίσιμο ζήτημα.

96      Στο υπόμνημα αντικρούσεως, το Συμβούλιο διευκρινίζει ότι, στο πλαίσιο της ανάλυσής του, διαπίστωσε καταρχάς ότι ο όγκος των εισαγωγών από την Ταϊλάνδη και την Ταϊβάν ήταν μειωμένος, γεγονός που δεν καθιστούσε δυνατή τη συναγωγή σαφών τάσεων. Στη συνέχεια, διαπίστωσε ότι ο υπολογισμός του ντάμπινγκ δεν στηριζόταν σε εξέταση της βεβαιωθείσας κανονικής αξίας και των τιμών εξαγωγής των παραγωγών των εν λόγω χωρών, αλλά σε ισχυρισμούς του κλάδου παραγωγής της Ένωσης στο πλαίσιο της καταγγελίας. Ο συνδυασμός των δύο αυτών παραγόντων είχε ως αποτέλεσμα την εκ μέρους του Συμβουλίου αμφισβήτηση της αξιοπιστίας των ισχυρισμών αναφορικά με μελλοντικό κίνδυνο επιζήμιων πρακτικών ντάμπινγκ. Τέλος, τα όσα αναφέρει η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 105 και 191 της πρότασής της, ότι δηλαδή κανένα στοιχείο δεν υποδήλωνε ότι το ντάμπινγκ θα μειωνόταν ή θα εξέλιπε στο μέλλον, συνιστούσαν εκτίμηση και όχι αποδεδειγμένο γεγονός.

97      Οι ιδιώτες παρεμβαίνοντες προσθέτουν ότι η περιεχόμενη στην αιτιολογική σκέψη 11 της προσβαλλόμενης απόφασης αναφορά ότι «[οι ισχυρισμοί] για το ντάμπινγκ είναι πιθανό να εμπεριέχουν μεγάλο περιθώριο λάθους» στηρίζεται επίσης σε δύο διαπιστώσεις που περιέχονται στην πρόταση της Επιτροπής, ήτοι, αφενός, στην αύξηση των τιμών των εισαγωγών από την Ινδία, την Ταϊβάν και την Ταϊλάνδη και, αφετέρου, στο γεγονός ότι οι τιμές αυτές δεν ήταν χαμηλότερες από τις τιμές στην Ένωση.

98      Ως προς τούτο, πρέπει να επισημανθεί ότι τόσο το Συμβούλιο όσο και οι ιδιώτες παρεμβαίνοντες παρέχουν διευκρινίσεις ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου που δεν περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Συγκεκριμένα, στην αιτιολογική σκέψη 11 της τελευταίας, το Συμβούλιο περιορίστηκε στη διαπίστωση ότι ο όγκος των εισαγωγών από την Ταϊλάνδη και την Ταϊβάν ήταν τόσο χαμηλός ώστε «[οι ισχυρισμοί] για το ντάμπινγκ είναι πιθανό να εμπεριέχουν μεγάλο περιθώριο λάθους».

99      Πλην όμως, στο πλαίσιο διαδικασίας επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων, δεν πρόκειται περί διερεύνησης «ισχυρισμών για το ντάμπινγκ», αλλά περί της εξακρίβωσης κατά πόσον η λήξη ισχύος των μέτρων μπορεί να ευνοήσει τη συνέχιση ή την επανάληψη του ντάμπινγκ. Η διαπίστωση του Συμβουλίου δεν ήταν επομένως κρίσιμη για την ανάλυση.

100    Εάν η αιτιολογική σκέψη 11 της προσβαλλόμενης απόφασης έπρεπε να εκληφθεί υπό την έννοια ότι αμφισβητεί το περιεχόμενο στην πρόταση της Επιτροπής συμπέρασμά της, σύμφωνα με το οποίο, σε περίπτωση λήξης της ισχύος των επίμαχων μέτρων αντιντάμπινγκ, θα συνεχιζόταν το ντάμπινγκ στην Ταϊλάνδη και στην Ταϊβάν, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα όσα αναφέρει το Συμβούλιο δεν είναι αδιαμφισβήτητα, ούτε τεκμηριώνονται με αποδείξεις. Πράγματι, με την προσβαλλόμενη απόφαση το Συμβούλιο δεν αμφισβήτησε ούτε τον εκ μέρους της Επιτροπής υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ, ούτε το συμπέρασμά της σύμφωνα με το οποίο, σε περίπτωση λήξης ισχύος των μέτρων, ήταν πιθανό να συνεχισθεί το ντάμπινγκ.

101    Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι τα συμπεράσματα που άντλησε το Συμβούλιο από τον μη σημαντικό όγκο των εισαγωγών από την Ινδία, την Ταϊβάν και την Ταϊλάνδη κατά την περίοδο της έρευνας επανεξέτασης πάσχουν λόγω πολλαπλής πρόδηλης πλάνης εκτίμησης.

–       Επί των πράγματι ωφελούμενων από τα μέτρα, σε επίπεδο μεριδίων στην αγορά

102    Στο τέλος της αιτιολογικής σκέψης 10 της προσβαλλόμενης απόφασης το Συμβούλιο αναφέρει ότι «σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν, όσον αφορά τα μερίδιά τους στην αγορά, τα μέτρα ήταν πιο ευεργετικά στους παραγωγούς των τρίτων χωρών από ό,τι στη βιομηχανία της Ένωσης».

103    Δεδομένου ότι το Συμβούλιο ουδόλως διευκρινίζει σε ποια στοιχεία αναφέρεται, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να ελέγξει εάν αυτά που βεβαιώνει είναι βάσιμα, η δε προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας ως προς το σημείο αυτό (βλ., συναφώς, απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, C-88/03, EU:C:2006:511, σκέψη 88 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

–       Επί της απουσίας πωλήσεων σε χαμηλότερες τιμές κατά την περίοδο που εξετάσθηκε

104    Στην αιτιολογική σκέψη 12 της προσβαλλόμενης απόφασης, το Συμβούλιο διαπίστωσε ότι «δεν [είχε επισημανθεί] πώληση σε χαμηλότερες τιμές» κατά την περίοδο που εξετάσθηκε όσον αφορά τις εισαγωγές από την Ινδία, την Ταϊβάν και την Ταϊλάνδη.

105    Ως προς τούτο, η Επιτροπή ορθώς επισημαίνει ότι η μη πώληση σε χαμηλότερες τιμές είχε διαπιστωθεί στο παρελθόν, η δε προσβαλλόμενη απόφαση δεν παρέχει καμία πληροφορία σε σχέση με τη μελλοντική εξέλιξη της κατάστασης, μετά την άρση των μέτρων αντιντάμπινγκ. Το επιχείρημα που προέβαλε το Συμβούλιο απαντώντας στο υπόμνημα παρέμβασης της Επιτροπής, σύμφωνα με το οποίο οι Ινδοί εισαγωγείς είχαν αυξήσει τις τιμές τους στην Ένωση, δεν αναιρεί τη διαπίστωση αυτή.

106    Η περιεχόμενη στην αιτιολογική σκέψη 12 της προσβαλλόμενης απόφασης διαπίστωση του Συμβουλίου αναφορικά με την απουσία πωλήσεων σε χαμηλότερες τιμές δεν συνιστά επομένως καθοριστικό στοιχείο δυνάμενο να αποδείξει, αυτό καθαυτό, ότι δεν είχε καταδειχθεί η πιθανότητα να επαναληφθεί η ζημία.

–       Επί του μη σημαντικού όγκου των εισαγωγών από την Ινδία, την Ταϊβάν και την Ταϊλάνδη σε περίπτωση άρσης των μέτρων

107    Οι αιτιολογικές σκέψεις 13 έως 15 της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέρουν τα εξής:

«(13)      Παρόλο που υπάρχει κάποια πλεονάζουσα ικανότητα [στην Ινδία, στην Ταϊβάν και στην Ταϊλάνδη], το Συμβούλιο δεν είναι πεπεισμένο ότι οι μη χρησιμοποιούμενες ικανότητες κατευθύνονται προς την [Ένωση]. Η ζήτηση αυξάνεται στις περισσότερες από τις σημαντικότερες αγορές.

(14)      Το επίπεδο των τιμών στην [Ένωση] σε σύγκριση με τις άλλες χώρες είναι υψηλότερο [από αυτό] στις άλλες σημαντικότερες αγορές διότι ισχύουν αυτά τα μακροχρόνια μέτρα. Χωρίς τα μέτρα, οι τιμές θα έτειναν να ομαλοποιηθούν έναντι των άλλων χωρών. Αμυντικά εμπορικά μέτρα σε τρίτες χώρες είναι απίθανο να εκτρέψουν σημαντικά το εμπόριο προς την [Ένωση] διότι οι χώρες αυτές δεν είναι οι κύριοι καταναλωτές PET παγκοσμίως. Δεν έχουν δοθεί πληροφορίες για την ύπαρξη […] αμυντικών εμπορικών μέτρων σε άλλες σημαντικές αγορές PET, όπως είναι οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία. Το Συμβούλιο πιστεύει, ως εκ τούτου, ότι, παρόλο που θα μπορούσε να υπάρξει αύξηση των εισαγωγών μετά τη λήξη των μέτρων, η αύξηση αυτή δεν θα είναι σημαντική.

(15)      Το Συμβούλιο εκτιμά ότι δεν έχουν δοθεί πειστικά στοιχεία για ορισμένους παράγοντες που φαίνεται να σχετίζονται με τυχόν εκτίμηση ότι η άρση των δασμών θα οδηγούσε σε επανάληψη των επιζήμιων πρακτικών ντάμπινγκ. Αυτ[οί] περιλαμβάνουν:

α)      Τάσεις της ζήτησης σε τρίτες χώρες: Στην περίπτωση της Ταϊβάν, παραδείγματος χάρη, οι εξαγωγές των τρίτων χωρών αντιστοιχούν στο 60 % περίπου της ικανότητας παραγωγής. Αυτό δείχνει ότι οι μελλοντικές τάσεις της ζήτησης σε αυτές τις χώρες σχετίζονται με την εκτίμηση.

β)      Έξοδα μεταφοράς και άλλοι παράγοντες που θίγουν την κερδοφορία: Εάν οι εξαγωγικές αγορές τρίτων χωρών είναι εγγύτερες στον εξαγωγέα από ό,τι η αγορά [της Ένωσης] —η Ανατολική Ασία αποτελεί σημαντική αγορά— αυτό θα έχει συνέπειες στα έξοδα μεταφοράς και, ως εκ τούτου, στην κερδοφορία των εξαγωγικών πωλήσεων και, ως εκ τούτου, στη σχετική ελκυστικότητα της αγοράς [της Ένωσης].»

108    Οι προσφεύγουσες-ενάγουσες, υποστηριζόμενες από την Επιτροπή, εκτιμούν ότι το Συμβούλιο δεν έλαβε, αυθαιρέτως, υπόψη την ενδελεχή εξέταση της Επιτροπής που κατέληγε στο συμπέρασμα ότι ήταν πιθανόν να αυξηθούν σημαντικά οι εισαγωγές σε περίπτωση άρσης των μέτρων. Μολονότι δεν προβάλλουν ρητώς παράβαση του άρθρου 296 ΣΛΕΕ, προσάπτουν επίσης στο Συμβούλιο ότι ορισμένα από τα περιεχόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση συμπεράσματά του δεν έχουν τεκμηριωθεί και είναι, ενίοτε, αντιφατικά.

109    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τους ιδιώτες παρεμβαίνοντες, απορρίπτει τα ανωτέρω επιχειρήματα.

110    Διαπιστώνεται ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το Συμβούλιο κατέληξε κατ’ ουσίαν στο συμπέρασμα ότι «παρόλο που θα μπορούσε να υπάρξει αύξηση των εισαγωγών μετά τη λήξη των μέτρων, η αύξηση αυτή δεν θα είναι σημαντική» (αιτιολογική σκέψη 14 in fine), διότι «δεν [ήταν] πεπεισμένο ότι οι μη χρησιμοποιούμενες ικανότητες [στην Ινδία, στην Ταϊβάν και στην Ταϊλάνδη] κατευθύνονται προς την [Ένωση]» (αιτιολογική σκέψη 13).

111    Το ανωτέρω συμπέρασμα του Συμβουλίου στηρίζεται σε πέντε διαπιστώσεις που εκτίθενται κατωτέρω, στις σκέψεις 112, 121, 122, 127 και 130.

112    Πρώτον, το Συμβούλιο κάνει λόγο για «κάποια» πλεονάζουσα ικανότητα στην Ινδία, στην Ταϊβάν και στην Ταϊλάνδη (αιτιολογική σκέψη 13 της προσβαλλόμενης απόφασης).

113    Οι προσφεύγουσες-ενάγουσες και η Επιτροπή υπογραμμίζουν ότι η ανωτέρω αναφορά αντιφάσκει προς την ανάλυση της Επιτροπής στην πρότασή της και προς τις διαπιστώσεις στις οποίες προέβη το ίδιο το Συμβούλιο με τον εκτελεστικό κανονισμό 461/2013, σύμφωνα με τις οποίες η προβλεπόμενη πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα στις τρεις αυτές χώρες, και ιδίως στην Ινδία, ήταν σημαντική.

114    Στο υπόμνημα αντικρούσεως, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η ανάλυση της Επιτροπής στηριζόταν στις πληροφορίες που περιέχονταν στην καταγγελία, τις οποίες η Επιτροπή δεν είχε εξακριβώσει επί τόπου στην Ταϊβάν και στην Ταϊλάνδη. Έλαβε δε υπόψη το γεγονός αυτό όταν καθόρισε τη σημασία που έπρεπε να αποδοθεί στον εν λόγω δείκτη ζημίας στο πλαίσιο της ανάλυσης. Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι μπορούσε να αξιολογήσει διαφορετικά τις μελλοντικές ικανότητες και τη μελλοντική ζήτηση στην Ταϊβάν και στην Ταϊλάνδη, υπό το πρίσμα των επιχειρημάτων που είχαν προβληθεί κατά τη διάρκεια της έρευνας από άλλους ενδιαφερόμενους, στους οποίους συγκαταλέγονται οι χρήστες PET στην Ένωση, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την ανάλυση αυτή.

115    Σε απάντηση στα ανωτέρω επιχειρήματα του Συμβουλίου, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες και η Επιτροπή βάλλουν κατά της εκ μέρους του Συμβουλίου αμφισβήτησης ορισμένων πραγματικών περιστατικών που απέδειξε η Επιτροπή κατά την έρευνά της, με την αιτιολογία ότι προέκυπταν από την καταγγελία και δεν είχαν εξακριβωθεί επί τόπου στην Ταϊβάν και στην Ταϊλάνδη.

116    Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι τα στοιχεία που προέβαλε το Συμβούλιο ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν απαντούν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Πράγματι, δεν δίδεται καμία εξήγηση για την περιεχόμενη στην αιτιολογική σκέψη 13 της προσβαλλόμενης απόφασης αναφορά του Συμβουλίου σε «κάποια» πλεονάζουσα ικανότητα.

117    Δεν είναι ασφαλώς δυνατόν να απαιτείται από τα θεσμικά όργανα να παραθέτουν στην αιτιολογία όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία. Συγκεκριμένα, το κατά πόσον η αιτιολογία μιας απόφασης ικανοποιεί τις απαιτήσεις αυτές πρέπει να εκτιμάται σε σχέση όχι μόνον με το γράμμα της, αλλά και με το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και με το σύνολο των νομικών κανόνων που διέπουν το σχετικό θέμα (απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2003, Petrotub και Republica κατά Συμβουλίου, C-76/00 P, EU:C:2003:4, σκέψη 81).

118    Ωστόσο, εν προκειμένω, όπως υπογραμμίζουν οι προσφεύγουσες-ενάγουσες και η Επιτροπή, η αναφορά του Συμβουλίου σε «κάποια» πλεονάζουσα ικανότητα στην Ινδία, στην Ταϊβάν και στην Ταϊλάνδη αντιφάσκει προς την ανάλυση της Επιτροπής στην πρότασή της και, ως προς την Ινδία, προς το συμπέρασμα του ίδιου του Συμβουλίου στον εκτελεστικό κανονισμό 461/2013, σύμφωνα με το οποίο αυτή η πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα «[έπρεπε] να θεωρηθεί σημαντική» (αιτιολογική σκέψη 193). Υπό τις συνθήκες αυτές, το Συμβούλιο όφειλε να παράσχει με την προσβαλλόμενη απόφαση διευκρινίσεις, προκειμένου να είναι τα μεν μέρη σε θέση να κατανοήσουν το σκεπτικό στο οποίο στηρίζονται όσα αναφέρει το Συμβούλιο, το δε Γενικό Δικαστήριο σε θέση να προβεί σε δικαστικό έλεγχο.

119    Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επομένως πλημμελώς αιτιολογημένη, οι δε διευκρινίσεις που παρέσχε το Συμβούλιο ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν μπορούν να θεραπεύσουν την πλημμέλεια αυτή (βλ., συναφώς, απόφαση της 15ης Ιουνίου 2005, Corsica Ferries France κατά Επιτροπής, T-349/03, EU:T:2005:221, σκέψη 287 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

120    Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν έπρεπε να ληφθούν υπόψη οι διευκρινίσεις αυτές του Συμβουλίου, επισημαίνεται ότι, στο μέτρο που οι παραγωγοί-εξαγωγείς της Ταϊβάν και της Ταϊλάνδης είχαν αρνηθεί να συνεργαστούν, η Επιτροπή μπορούσε να βασιστεί στα διαθέσιμα στοιχεία, σύμφωνα με το άρθρο 18 του βασικού κανονισμού.

121    Δεύτερον, το Συμβούλιο διαπίστωσε ότι η ζήτηση αυξανόταν στις περισσότερες από τις σημαντικότερες αγορές (αιτιολογική σκέψη 13 της προσβαλλόμενης απόφασης), κάτι που συνέπιπτε με όσα αναφέρει στην αιτιολογική σκέψη 6 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι δηλαδή «αυξάνοντ[αν] οι κύριες εξαγωγικές αγορές για PET» και ότι «η παγκόσμια ζήτηση για προϊόντα με συσκευασία PET είναι πιθανόν να επεκταθεί περαιτέρω με την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας». Ούτε οι προσφεύγουσες-ενάγουσες ούτε η Επιτροπή αμφισβητούν όσα αναφέρει στις αιτιολογικές αυτές σκέψεις το Συμβούλιο.

122    Τρίτον, το Συμβούλιο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι, κατόπιν της άρσης των επίμαχων μέτρων αντιντάμπινγκ, η ελκυστικότητα της αγοράς της Ένωσης ως προς τις τιμές θα ήταν λιγότερο σημαντική, διότι οι τιμές θα έτειναν, μειούμενες, να ομαλοποιηθούν έναντι εκείνων των άλλων χωρών (αιτιολογική σκέψη 14 της προσβαλλόμενης απόφασης). Η άποψη του Συμβουλίου βασιζόταν στη διαπίστωση ότι το επίπεδο τιμών της Ένωσης ήταν ανώτερο από εκείνο άλλων σημαντικών αγορών εξαιτίας των επίμαχων μέτρων αντιντάμπινγκ και ότι, χωρίς τα μέτρα αυτά, οι τιμές στην Ένωση θα έτειναν, μειούμενες, να ομαλοποιηθούν έναντι εκείνων των άλλων χωρών.

123    Διαπιστώνεται, συναφώς, ότι, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες-ενάγουσες και η Επιτροπή, η άποψη του Συμβουλίου προϋπέθετε ότι, λόγω του όγκου τους, οι εισαγωγές από την Ινδία, την Ταϊβάν και την Ταϊλάνδη, ήταν ικανές να επηρεάσουν το επίπεδο των τιμών στην Ένωση. Πλην όμως, στην αιτιολογική σκέψη 14 της προσβαλλόμενης απόφασης, το Συμβούλιο ανέφερε συγχρόνως ότι «παρόλο που θα μπορούσε να υπάρξει αύξηση των εισαγωγών μετά τη λήξη των μέτρων, η αύξηση αυτή δεν θα είναι σημαντική». Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει αντιφατική αιτιολογία. Επιπροσθέτως, όπως υπογράμμισαν οι προσφεύγουσες-ενάγουσες κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Συμβούλιο στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαιώνει ότι «[τ]ο επίπεδο των τιμών στην [Ένωση] [ήταν] υψηλότερο [από αυτό] στις άλλες σημαντικότερες αγορές διότι ισχύουν αυτά τα μακροχρόνια μέτρα», χωρίς ουδόλως να αιτιολογεί όσα αναφέρει.

124    Στο υπόμνημα αντικρούσεως, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η μνημονευθείσα στην αιτιολογική σκέψη 14 της προσβαλλόμενης απόφασης μείωση των τιμών σε περίπτωση άρσης των επίμαχων μέτρων αντιντάμπινγκ δεν συνεπαγόταν κατ’ ανάγκη ότι θα επαναλαμβάνονταν οι επιζήμιες πρακτικές ντάμπινγκ. Κατά το Συμβούλιο, η πίεση επί των τιμών στην Ένωση δεν προερχόταν κατά κύριο λόγο από την Ινδία, την Ταϊβάν και την Ταϊλάνδη. Την εκτίμηση αυτή επιβεβαίωνε το γεγονός ότι οι εν λόγω εισαγωγές αντιπροσώπευαν λιγότερο από το 4 % των μεριδίων της αγοράς της Ένωση, ενώ οι εισαγωγές από τρίτες χώρες μη υποκείμενες σε μέτρα αντιντάμπινγκ, οι οποίες προσέφεραν χαμηλότερες τιμές, αντιπροσώπευαν το 15,9 % των ίδιων μεριδίων της αγοράς. Απαντώντας στο υπόμνημα παρέμβασης της Επιτροπής, το Συμβούλιο διευκρινίζει ότι δεν ανέφερε στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι η αύξηση της τιμής στην Ένωση οφειλόταν απλώς και μόνον στην εφαρμογή των μέτρων αντιντάμπινγκ. Επ’ αυτού, το Συμβούλιο σημειώνει ότι οι Ινδοί εξαγωγείς αύξησαν τις τιμές τους κατά 29 %.

125    Διαπιστώνεται, συναφώς, ότι οι ως άνω διευκρινίσεις αντιφάσκουν προς την περιεχόμενη στην αιτιολογική σκέψη 14 της προσβαλλόμενης απόφασης διαπίστωση, σύμφωνα με την οποία οι τιμές στην Ένωση ήταν υψηλότερες «διότι [ίσχυαν] αυτά τα μακροχρόνια μέτρα». Όπως σημειώθηκε ανωτέρω, στη σκέψη 123, η διαπίστωση αυτή στηρίζεται κατ’ ανάγκη στην άποψη ότι οι εισαγωγές από την Ινδία, την Ταϊβάν και την Ταϊλάνδη ήταν ικανές να επηρεάσουν το επίπεδο των τιμών στην Ένωση.

126    Τα επιχειρήματα του Συμβουλίου δεν θέτουν επομένως εν αμφιβόλω την περιεχόμενη ανωτέρω, στη σκέψη 129, διαπίστωση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει αντιφατική αιτιολογία όσον αφορά την ανάλυση σε σχέση με την ελκυστικότητα της αγοράς της Ένωσης.

127    Τέταρτον, στην αιτιολογική σκέψη 14 της προσβαλλόμενης απόφασης, το Συμβούλιο υπογραμμίζει ότι «[α]μυντικά εμπορικά μέτρα σε τρίτες χώρες είναι απίθανο να εκτρέψουν σημαντικά το εμπόριο προς την [Ένωση] διότι οι χώρες αυτές δεν είναι οι κύριοι καταναλωτές PET παγκοσμίως». Το Συμβούλιο αναφέρεται εμμέσως στη διαπιστωθείσα από την Επιτροπή στην πρότασή της ύπαρξη ορισμένων αμυντικών εμπορικών μέτρων στην Τουρκία, στη Νότιο Αφρική και στη Μαλαισία σε σχέση με τις εισαγωγές από την Ινδία, την Ταϊβάν και την Ταϊλάνδη.

128    Διαπιστώνεται, συναφώς, ότι, όπως υποστηρίζουν και οι προσφεύγουσες-ενάγουσες, όταν η Επιτροπή απέδειξε στο πλαίσιο της έρευνας ότι ορισμένες χώρες είχαν επιβάλει αμυντικά εμπορικά μέτρα σε σχέση με τις εισαγωγές PET από την Ινδία, την Ταϊβάν και την Ταϊλάνδη, δεν ισχυρίστηκε ότι η ύπαρξη των μέτρων αυτών εξέτρεπε σημαντικά το εμπόριο προς την Ένωση. Συγκεκριμένα, με την ως άνω διαπίστωση, η Επιτροπή δήλωσε απλώς και μόνον ότι η εφαρμογή των μέτρων αυτών ενδέχετο να μειώσει τον αριθμό των αγορών στις οποίας μπορούσαν να έχουν πρόσβαση οι εξαγωγές από την Ινδία, την Ταϊβάν και την Ταϊλάνδη. Η διαπίστωση όμως αυτή δεν αμφισβητείται από το Συμβούλιο στην προσβαλλόμενη απόφαση.

129    Η έλλειψη σημαντικής εκτροπής του εμπορίου προς την Ένωση, την οποία διαπίστωσε το Συμβούλιο στην αιτιολογική σκέψη 14 της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν είναι επομένως ικανή να τεκμηριώσει, αυτή καθαυτή, ότι δεν καταδείχθηκε η πιθανότητα επανάληψης επιζήμιων πρακτικών ντάμπινγκ.

130    Τέλος, πέμπτον, στην αιτιολογική σκέψη 14 της προσβαλλόμενης απόφασης, το Συμβούλιο διαπιστώνει ότι «[δ]εν έχουν δοθεί πληροφορίες για την ύπαρξη […] αμυντικών εμπορικών μέτρων σε άλλες σημαντικές αγορές PET, όπως είναι οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία». Στην αιτιολογική σκέψη 15 της προσβαλλόμενης απόφασης, το Συμβούλιο προσθέτει ότι «δεν έχουν δοθεί πειστικά στοιχεία για ορισμένους παράγοντες που φαίνεται να σχετίζονται με τυχόν εκτίμηση ότι η άρση των δασμών θα οδηγούσε σε επανάληψη των επιζήμιων πρακτικών ντάμπινγκ». Κατά το Συμβούλιο, «[α]υτ[οί] περιλαμβάνουν: α) Τάσεις της ζήτησης σε τρίτες χώρες […], β) Έξοδα μεταφοράς και άλλοι παράγοντες που θίγουν την κερδοφορία [των εξαγωγών]».

131    Επ’ αυτού, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες ορθώς διαπιστώνουν ότι η πιθανότητα να απορροφήσουν τρίτες χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ιαπωνίας, την πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα της Ινδίας, της Ταϊβάν και της Ταϊλάνδης είχε εξεταστεί από την Επιτροπή, αντιθέτως προς ό,τι αναφέρει το Συμβούλιο στις αιτιολογικές σκέψεις 14 και 15, στοιχείο αʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή ανέλυσε στην πρότασή της τους ισχυρισμούς ορισμένων ενδιαφερόμενων μερών που βασίζονταν στο γεγονός ότι «οι κύριες εξαγωγικές αγορές της παραγωγής PET της Ταϊβάν [ήταν] η περιοχή Ασίας-Ειρηνικού και η Βόρεια και Νότια Αμερική» (σκέψη 101) και στην ανάγκη «να [ληφθεί] υπόψη [η] αυξανόμενη ζήτηση σε άλλες τρίτες αγορές» (σκέψη 104). Ωστόσο, η Επιτροπή απέρριψε τους ισχυρισμούς αυτούς υπενθυμίζοντας ότι δεν υποστήριζε ότι «όλη η διαθέσιμη για εξαγωγές παραγωγική ικανότητα θα κατευθυνόταν στην Ένωση», αλλά αποκλειστικώς και μόνον ότι «οι ποσότητες που είναι πιθανόν να κατευθυνθούν προς την αγορά της Ένωσης αναμένεται να υπερβαίνουν τα επίπεδα που ενδέχεται να προκαλέσουν ζημία» (σκέψη 104).

132    Όσον αφορά την προβληθείσα στην αιτιολογική σκέψη 15, στοιχείο βʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης μη συνεκτίμηση των εξόδων μεταφοράς και άλλων παραγόντων που θίγουν την κερδοφορία των εξαγωγών, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες επισημαίνουν ότι στην έρευνα της Επιτροπής είχε εξεταστεί η τιμή “κόστος, ασφάλιση και ναύλος” (cif) των εισαγωγών στην Ένωση, στην οποία συμπεριλαμβάνονται και τα έξοδα μεταφοράς και οι ανάλογες τιμές των εισαγωγών σε άλλες τρίτες χώρες.

133    Πρέπει να επισημανθεί συναφώς ότι, όπως αναφέρουν και οι ιδιώτες παρεμβαίνοντες, όταν η Επιτροπή εξέτασε την ελκυστικότητα της αγοράς της Ένωσης, συνέκρινε τις τιμές των εξαγωγών από την Ινδία, την Ταϊβάν και την Ταϊλάνδη προς τρίτες χώρες με την τιμή των εξαγωγών των ίδιων χωρών προς την Ένωση, χωρίς να εξετάσει τον αντίκτυπο του κόστους μεταφοράς στην αποδοτικότητα των εξαγωγών.

134    Εντούτοις, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, στην πρότασή της είχε επίσης προσδιορίσει την ελκυστικότητα της Ένωσης και την αποδοτικότητα των εξαγωγών, λόγω ιδίως του μεγέθους της αγοράς της Ένωσης (στην τρίτη θέση παγκοσμίως) και των τιμών στην Ένωση, οι οποίες είναι σαφώς ανώτερες από τις τιμές των εξαγωγών από την Ινδία, την Ταϊβάν και την Ταϊλάνδη προς τρίτες χώρες.

135    Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνοντας, στην αιτιολογική σκέψη 15, στοιχείο βʹ, της προσβαλλόμενης απόφασης ότι η Επιτροπή δεν είχε παράσχει κανένα πειστικό στοιχείο σχετικά με «άλλ[ους] παράγοντες που θίγουν την κερδοφορία» των εξαγωγών προς την Ένωση, το Συμβούλιο υπέπεσε σε πλάνη.

–       Επί της επαρκούς προστασίας του κλάδου παραγωγής της Ένωσης μέσω άλλων μέτρων εμπορικής άμυνας

136    Στην αιτιολογική σκέψη 16 της προσβαλλόμενης απόφασης, το Συμβούλιο επισήμανε ότι «[ά]λλοι παράγοντες [έδειχναν] ότι είναι πιθανόν η άρση των μέτρων να μην οδηγήσει σε επανάληψη των ζημιογόνων πρακτικών ντάμπινγκ που προκαλούν [σημαντική] ζημία στον κλάδο παραγωγής της Ένωσης». Διευκρίνισε ότι «[σ]υνεχιζόμενα […] μέτρα [κατά των επιδοτήσεων εις βάρος] της Ινδίας και μέτρα αντιντάμπινγκ κατά της Κίνας και άλλων χωρών θα [συνέχιζαν] να παρέχουν κάποια προστασία στον κλάδο παραγωγής της Ένωσης».

137    Διαπιστώνεται, συναφώς, ότι το Συμβούλιο παραδέχθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι, αναφέροντας, στην αιτιολογική σκέψη 16 της προσβαλλόμενης απόφασης ότι υπήρχαν μέτρα αντιντάμπινγκ κατά άλλων χωρών πλην της Κίνας, είχε υποπέσει σε πλάνη, δεδομένου ότι δεν υφίστανται τέτοια μέτρα.

138    Επιπροσθέτως, το Συμβούλιο δεν διευκρίνισε για ποιους λόγους μπορούσε να συναχθεί από την ύπαρξη ορισμένων μέτρων εμπορικής προστασίας ότι δεν είχε αποδειχθεί η πιθανότητα να επαναληφθεί η ζημία.

139    Η περιεχόμενη στην αιτιολογική σκέψη 16 της προσβαλλόμενης απόφασης διαπίστωση του Συμβουλίου, σύμφωνα με την οποία ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης προστατευόταν επαρκώς, είναι επομένως πλημμελώς αιτιολογημένη.

–       Επί του αντίκτυπου σε άλλες επιχειρήσεις σε περίπτωση άρσης των μέτρων

140    Στο τέλος της αιτιολογικής σκέψης 16 της προσβαλλόμενης απόφασης το Συμβούλιο ανέφερε ότι «[ο] παλαιός τρόπος διεξαγωγής εμπορικών συναλλαγών σε αυτή την αγορά [έδειχνε] ότι τυχόν αύξηση στις εξαγωγές από την Ινδία, την Ταϊλάνδη και την Ταϊβάν θα [επηρέαζε], εν μέρει ή πλήρως, μάλλον τις εισαγωγές [από] τρίτ[ες] χ[ώρες] παρά την παραγωγή της [Ένωσης]».

141    Όπως υπογράμμισαν οι προσφεύγουσες-ενάγουσες κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τα όσα βεβαιώνει το Συμβούλιο στην ως άνω αιτιολογική σκέψη είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένα, δεδομένου ότι μόνη η αναφορά στον «παλαι[ό] τρόπ[ο] διεξαγωγής εμπορικών συναλλαγών σε αυτή την αγορά» δεν παρέχει στο Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα να ελέγξει αν όσα βεβαιώνει το Συμβούλιο είναι βάσιμα, ακόμα και υπό το πρίσμα του γενικού πλαισίου που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. σκέψη 117 ανωτέρω). Διαπιστώνεται, ως εκ τούτου, ελλιπής αιτιολόγηση ως προς το σημείο αυτό.

–       Συμπέρασμα επί της εξέτασης της πιθανότητας να επαναληφθεί η ζημία

142    Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η ανάλυση στην οποία προέβη το Συμβούλιο στις αιτιολογικές σκέψεις 8 έως 17 της προσβαλλόμενης απόφασης πάσχει λόγω πολλαπλής πρόδηλης πλάνης εκτίμησης καθώς και, σε ορισμένα σημεία, λόγω ελλιπούς ή ακόμα και αντιφατικής αιτιολογίας.

143    Ωστόσο, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν θα πρέπει να ακυρωθεί εάν το περιεχόμενο στην αιτιολογική σκέψη 23 της προσβαλλόμενης απόφασης συμπέρασμα του Συμβουλίου, σύμφωνα με το οποίο «δεν [ήταν] σαφώς προς το συμφέρον της Ένωσης να επεκταθούν τα μέτρα», δεν πάσχει λόγω πρόδηλης πλάνης εκτίμησης ούτε λόγω πλημμέλειας της αιτιολογίας. Συγκεκριμένα σύμφωνα με το άρθρο 21, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, ακόμα και αν έχει αποδειχθεί η πιθανότητα επιζήμιων πρακτικών ντάμπινγκ, η λήξη ισχύος των κρίσιμων μέτρων είναι δυνατή οσάκις τα θεσμικά όργανα «καταλήγουν με ασφάλεια στο συμπέρασμα ότι η επιβολή των εν λόγω μέτρων δεν εξυπηρετεί το συμφέρον της [Ένωσης]».

 Επί της εξέτασης του συμφέροντος της Ένωσης υπό την έννοια του άρθρου 21, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού

144    Η εξέταση του συμφέροντος της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 21, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού απαιτεί αξιολόγηση των πιθανών συνεπειών τόσο της εφαρμογής όσο και της μη εφαρμογής των σχεδιαζόμενων μέτρων για το συμφέρον του κλάδου παραγωγής της Ένωσης και για τα άλλα εμπλεκόμενα συμφέροντα, ιδίως εκείνα των διαφόρων μερών που μνημονεύονται στο άρθρο 21 του βασικού κανονισμού. Η αξιολόγηση αυτή συνεπάγεται πρόβλεψη στηριζόμενη σε υποθέσεις σχετικά με μελλοντικές εξελίξεις, η οποία καθιστά αναγκαία την εκτίμηση περίπλοκων οικονομικών καταστάσεων (απόφαση της 8ης Ιουλίου 2003, T-132/01, Euroalliages κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή, σ. II-2359, σκέψη 47).

145    Στην προσβαλλόμενη απόφαση, το Συμβούλιο ανέλυσε το συμφέρον της Ένωσης κατά τον ακόλουθο τρόπο:

«(18)      Το άρθρο [21] παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού ορίζει ότι κάθε συμπέρασμα σχετικά με το κατά πόσον το συμφέρον της [Ένωσης] επιβάλλει παρέμβαση πρέπει να βασίζεται σε συνολική εκτίμηση όλων των ποικίλων συμφερόντων.

(19)      Οι τιμές PET καθορίζονται από ορισμένους παράγοντες, αλλά είναι σαφές ότι τα μέτρα αντιντάμπινγκ έχουν αυξήσει τα έξοδα του κλάδου των χρηστών. Πολλοί χρήστες είναι εταιρείες εμφιάλωσης και ΜΜΕ που λειτουργούν με στενά όρια κέρδους και έχουν σοβαρά θιγεί από τις υψηλές τιμές PET τα τελευταία χρόνια διότι το PET αντιπροσωπεύει σημαντική αναλογία του κόστους παραγωγής τους. Οι επιπτώσεις του υψηλού κόστους ήταν μεγαλύτερες στις μικρότερες εταιρείες εμφιάλωσης που δεν ήταν σε θέση να μεταβιβάσουν την αύξηση αυτή στους πωλητές λιανικής και τους τελικούς καταναλωτές λόγω της χαμηλής διαπραγματευτικής τους δύναμης. Πολλές έχουν καταγράψει σημαντικές ζημιές και έχουν χάσει σημαντικό αριθμό υπαλλήλων. Η πρόταση αναγνωρίζει τη φθίνουσα κατάσταση των χρηστών και το γεγονός ότι οι τιμές PET της [Ένωσης] είναι υψηλότερες από ό,τι στις άλλες σημαντικές αγορές. Η γνώμη του Συμβουλίου είναι, ωστόσο, ότι δεν έχει αποδειχτεί ότι τα εν λόγω μέτρα [δεν] συ[νέβαλλαν] στις σχετικά υψηλές τιμές PET της Ένωσης.

(20)      Η βιομηχανία PET της [Ένωσης] είναι [στο παρόν στάδιο] εξαιρετικά συγκεντρωμένη και όλο και περισσότερο κάθετα ενσωματωμένη. Είναι κερδοφόρα και θα πρέπει να μπορεί να είναι διεθνώς ανταγωνιστική.

(21)      Η συσσώρευση μέτρων [σε συνδυασμό] με την αύξουσα ενοποίηση παραγωγών PET και εταιρειών συσκευασίας PET στην [Ένωση] δημιουργεί μια κατάσταση στην οποία υπάρχει έλλειψη ίσων όρων ανταγωνισμού για ανεξάρτητες εταιρείες συσκευασίας PET που αγοράζουν PET στις υψηλότερες τιμές παγκοσμίως (δεδομέν[ης] της οριζόντιας συνέπειας που υπάρχει στις τιμές PET), ενώ οι κύριοι ανταγωνιστές τους στις τρίτες χώρες έχουν πρόσβαση σε PET σε χαμηλότερες τιμές.

(22)      Οι χρήστες PET έχουν πολύ περιορισμένες πηγές εφοδιασμού εκτός [της Ένωσης], διότι τα μέτρα ισχύουν κατά των εισαγωγών που προέρχονται από άλλες τρίτες χώρες.

(23)      Το Συμβούλιο καταλήγει ότι δεν είναι σαφώς προς το συμφέρον της Ένωσης να επεκταθούν τα μέτρα καθώς το κόστος για τους εισαγωγείς, τους χρήστες και τους καταναλωτές είναι δυσανάλογο προς τα οφέλη για τον κλάδο παραγωγής της Ένωσης.»

146    Οι προσφεύγουσες-ενάγουσες, υποστηριζόμενες από την Επιτροπή, υπενθυμίζουν ότι το άρθρο 21, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού επιτάσσει να αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία στην ανάγκη εξάλειψης των φαινομένων νόθευσης των συναλλαγών που προκαλούν οι επιζήμιες πρακτικές ντάμπινγκ και αποκατάστασης γνήσιου ανταγωνισμού. Πλην όμως, η προσβαλλόμενη απόφαση, σε αντίθεση με τον εκτελεστικό κανονισμό 461/2013, ούτε καν μνημονεύει τη δυνατότητα αυτή και εξετάζει αποκλειστικώς τα συμφέροντα των χρηστών PET στην Ένωση, μη λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέροντα των ανεξάρτητων εισαγωγέων, των προμηθευτών πρώτων υλών και των ανακυκλωτών PET, τα οποία εξετάσθηκαν από την Επιτροπή στην πρότασή της για την επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ. Στο υπόμνημα απαντήσεως, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες υπενθυμίζουν ότι είναι προδήλως εσφαλμένο το συμπέρασμα του Συμβουλίου ότι, σε περίπτωση μη ανανέωσης των μέτρων, δεν θα επαναληφθούν επιζήμιες πρακτικές ντάμπινγκ.

147    Όσον αφορά, ειδικότερα, το συμφέρον των χρηστών PET στην Ένωση, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες σημειώνουν ότι τα τρία στοιχεία που δέχθηκε το Συμβούλιο, στις αιτιολογικές σκέψεις 19 έως 22 της προσβαλλόμενης απόφασης, διαψεύστηκαν από αυτό το ίδιο στις αιτιολογικές σκέψεις 234, 249 και 252 έως 260 του εκτελεστικού κανονισμού 461/2013, που στηρίζονται στην ανάλυση της Επιτροπής. Η Επιτροπή επισημαίνει, εξάλλου, ότι στο Συμβούλιο απόκειτο να αποδείξει θετικά ότι δεν ήταν προς το συμφέρον της Ένωσης να εφαρμοστούν τα επίμαχα μέτρα αντιντάμπινγκ.

148    Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τους ιδιώτες παρεμβαίνοντες, αντιτάσσει ότι εξέτασε ενδελεχώς στην προσβαλλόμενη απόφαση το ζήτημα των επιζήμιων πρακτικών ντάμπινγκ για τον κλάδο παραγωγής της Ένωσης, ιδίως, στην αιτιολογική σκέψη 4, στην περίπτωση εισαγωγών από την Ινδονησία και τη Μαλαισία και, στις αιτιολογικές σκέψεις 5, 12, 15 και 16, στην περίπτωση της Ινδίας, της Ταϊβάν και της Ταϊλάνδης. Το Συμβούλιο εκπλήρωσε επομένως την υποχρέωσή του να εκτιμήσει όλα τα εμπλεκόμενα συμφέροντα στο σύνολό τους και δεν παρέβη το άρθρο 21, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού. Όσον αφορά την υποτιθέμενη πρόδηλη πλάνη εκτίμησης, το Συμβούλιο και οι ιδιώτες παρεμβαίνοντες υπενθυμίζουν ότι θεωρήθηκε απίθανο να υποστεί ζημία ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης εάν αρθούν τα επίμαχα μέτρα αντιντάμπινγκ και ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη το συμπέρασμα αυτό στο πλαίσιο της εκ μέρους του εκτίμησης του συμφέροντος της Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 21 του βασικού κανονισμού.

149    Όσον αφορά, ειδικότερα, τα συμφέροντα των χρηστών PET στην Ένωση, το Συμβούλιο σημειώνει ότι οι προσφεύγουσες-ενάγουσες δεν αμφισβητούν το υψηλό επίπεδο της τιμής του PET στην Ένωση, ούτε τον πολύ περιορισμένο αριθμό πηγών εφοδιασμού των χρηστών αυτών. Αντιθέτως, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες αμφισβητούν τον τρόπο με τον οποίο το Συμβούλιο εκτίμησε τα πραγματικά αυτά περιστατικά και τα συμπεράσματα που άντλησε από αυτά. Πλην όμως, η εκτίμηση αυτή δεν είναι προδήλως εσφαλμένη, ούτε παράλογη. Ούτε τα πραγματικά περιστατικά στα οποία η εκτίμηση αυτή στηρίζεται είναι προδήλως αναληθή. Οι ιδιώτες παρεμβαίνοντες προσθέτουν ότι οι διαπιστώσεις του Συμβουλίου σε σχέση με τον κλάδο παραγωγής της Ένωσης αφορούν κατ’ ανάγκη τα συμφέροντα των παραγωγών πρώτων υλών. Υπογραμμίζουν, επίσης, ότι το Συμβούλιο εστίασε στην κατάσταση των χρηστών, διότι οι χρήστες συνιστούν τον κύριο φορέα συμφερόντων της Ένωσης (πέραν των παραγωγών ΡΕΤ) που εκδηλώθηκε κατά τη διάρκεια της έρευνας. Τόσο οι εισαγωγείς όσο και ο κλάδος ανακύκλωσης PET δεν συμμετείχαν στην έρευνα, ούτε υπέβαλαν παρατηρήσεις κατά τη διάρκειά της. Οι ιδιώτες παρεμβαίνοντες τονίζουν επίσης το ειδικό πρόβλημα της απώλειας εργαζόμενων στις εταιρείες εμφιάλωσης, καθώς και τα επιμέρους προβλήματα των ΜΜΕ.

150    Τέλος, όσον αφορά την περιεχόμενη στον εκτελεστικό κανονισμό 461/2013 εκτίμηση, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι αυτή εμπίπτει σε άλλη διαδικασία και αφορά διαφορετικά πραγματικά περιστατικά. Επιπλέον, ο κανονισμός αυτός δεν υποβλήθηκε στον δικαστικό έλεγχο του Γενικού Δικαστηρίου.

151    Ως προς τούτο, επισημαίνεται ότι το ίδιο το Συμβούλιο, όπως και οι ίδιοι οι ιδιώτες παρεμβαίνοντες, παραδέχονται ότι το περιεχόμενο στην αιτιολογική σκέψη 23 της προσβαλλόμενης απόφασης συμπέρασμα, σύμφωνα με το οποίο η Ένωση δεν είχε προδήλως συμφέρον να διατηρήσει τα μέτρα, στηρίζεται στα συμπεράσματα του Συμβουλίου, σύμφωνα με τα οποία δεν ήταν πιθανή η επανάληψη σημαντικής ζημίας για την Ένωση σε περίπτωση λήξεως της ισχύος των μέτρων (αιτιολογική σκέψη 17) ή, τουλάχιστον, δεν είχε αποδειχθεί ότι συνέτρεχε τέτοιο ενδεχόμενο (αιτιολογική σκέψη 5).

152    Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο, υπενθυμίζοντας, με την αιτιολογική σκέψη 20 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι ο κλάδος παραγωγής PET της Ένωσης «[ήταν] κερδοφόρ[ος] και θα πρέπει να μπορεί να είναι διεθνώς ανταγωνιστικ[ός]», παρέπεμψε, κατ’ ουσίαν, στις αιτιολογικές σκέψεις 8 έως 17 της εν λόγω απόφασης. Τα όσα αναφέρει το Συμβούλιο στην αιτιολογική σκέψη 19 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι δηλαδή «[ήταν] σαφές ότι τα μέτρα αντιντάμπινγκ [είχαν] αυξήσει τα έξοδα του κλάδου των χρηστών» στηριζόταν οπωσδήποτε στην περιεχόμενη στην αιτιολογική σκέψη 14 διαπίστωση ότι «[τ]ο επίπεδο των τιμών στην [Ένωση] [ήταν] υψηλότερο [από αυτό] στις άλλες σημαντικότερες αγορές διότι [ίσχυαν] αυτά τα μακροχρόνια μέτρα».

153    Πλην όμως, όπως σημειώθηκε ανωτέρω, στη σκέψη 142, η ανάλυση του Συμβουλίου σχετικά με την πιθανότητα να υπάρξει ζημία πάσχει λόγω πολλαπλής πρόδηλης πλάνης εκτίμησης καθώς και, σε ορισμένα σημεία, λόγω ελλιπούς ή ακόμα και αντιφατικής αιτιολογίας. Οι πλημμέλειες αυτές επηρεάζουν επομένως και το συμπέρασμα του Συμβουλίου σχετικά με το συμφέρον της Ένωσης να διατηρηθούν σε ισχύ τα επίμαχα μέτρα αντιντάμπινγκ.

 Συμπέρασμα επί του αιτήματος ακύρωσης

154    Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, και χωρίς να χρειάζεται να εξετασθούν ο πρώτος και ο τρίτος λόγος ακύρωσης που προέβαλαν οι προσφεύγουσες-ενάγουσες, πρέπει να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος ακύρωσης και να ακυρωθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, στο μέτρο που πάσχει λόγω πολλαπλής πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και λόγω πλημμελούς αιτιολογίας που επηρεάζουν την ανάλυση τόσο της πιθανότητας να επαναληφθεί η ζημία σε περίπτωση μη ανανέωσης των επίμαχων δασμών αντιντάμπινγκ όσο και του συμφέροντος της Ένωσης να διατηρηθούν σε ισχύ οι εν λόγω δασμοί.

2.     Επί των αιτημάτων αποζημίωσης

155    Η αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου στο πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης προβλέπεται στο άρθρο 268 και στο άρθρο 340, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι η Ένωση υποχρεούται να αποκαθιστά, σύμφωνα με τις γενικές αρχές δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, τις ζημίες που προξενούν τα όργανα ή οι υπάλληλοί της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

156    Κατά πάγια νομολογία, η στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, λόγω παράνομης συμπεριφοράς των θεσμικών οργάνων ή οργανισμών της, εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων, ήτοι του παράνομου χαρακτήρα της προσαπτόμενης στο θεσμικό όργανο ή στον οργανισμό της Ένωσης συμπεριφοράς, του υποστατού της ζημίας και της ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προβαλλόμενης συμπεριφοράς και της ζημίας της οποίας έγινε επίκληση (αποφάσεις της 29ης Σεπτεμβρίου 1982, Oleifici Mediterranei κατά ΕΟΚ, 26/81, EU:C:1982:318, σκέψη 16, και της 14ης Δεκεμβρίου 2005, Beamglow κατά Κοινοβουλίου κ.λπ., T-383/00, EU:T:2005:453, σκέψη 95).

157    Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες υποστηρίζουν ότι οι τρεις προϋποθέσεις πληρούνται, κάτι που αμφισβητείται από το Συμβούλιο.

158    Προτού εξετασθεί κατά πόσον συντρέχουν εν προκειμένω οι υπομνησθείσες ανωτέρω, στη σκέψη 156, προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης της Ένωσης, πρέπει να διευκρινιστεί το περιεχόμενο των αιτημάτων των προσφυγουσών-εναγουσών.

 Επί του περιεχομένου των αιτημάτων των προσφευγουσών-εναγουσών

159    Σύμφωνα με τη νομολογία, το άρθρο 268 ΣΛΕΕ δεν αποκλείει τη δυνατότητα άσκησης αγωγής για την αναγνώριση της ευθύνης για ζημίες επικείμενες και προβλέψιμες με επαρκή βεβαιότητα, ακόμα και αν η ζημία δεν μπορεί ακόμη να υπολογισθεί αριθμητικώς με ακρίβεια (βλ., συναφώς, απόφαση της 8ης Ιουνίου 2000, Camar και Tico κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, T-79/96, T-260/97 και T‑117/98, EU:T:2000:147, σκέψεις 192 και 193 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

160    Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες άσκησαν τις προσφυγές‑αγωγές τους, με τις οποίες ζήτησαν αποζημίωση, στις 14 Αυγούστου 2013, δηλαδή δυόμιση περίπου μήνες μετά την έναρξη ισχύος της προσβαλλόμενης απόφασης, προβάλλοντας ότι υφίσταντο ζημία από την ημερομηνία αυτή λόγω σοβαρής παράβασης υπέρτερων κανόνων δικαίου για την προστασία του κλάδου παραγωγής της Ένωσης.

161    Κατά τις προσφεύγουσες-ενάγουσες, η προβαλλόμενη ζημία είναι διπλής φύσης.

162    Το πρώτο είδος ζημίας απορρέει από το γεγονός ότι, κατόπιν της προσβαλλόμενης απόφασης, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες αναγκάστηκαν να διατηρήσουν τις τιμές πώλησης στην Ένωση σε μη αποδοτικά επίπεδα, προκειμένου να ανταγωνιστούν τις εισαγωγές από την Ινδία, την Ταϊβάν και την Ταϊλάνδη που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ. Εξακολουθούν δε να χάνουν μερίδια στην αγορά εις όφελος των παραγωγών της Ινδίας, της Ταϊβάν και της Ταϊλάνδης. Η ζημία αυτή έγκειται στη διαφορά μεταξύ του κέρδους τους προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων (στο εξής: EBITA) υπολογιζόμενου για την περίοδο (εν μέρει μελλοντική κατά τον χρόνο άσκησης της προσφυγής-αγωγής) από τον Ιούνιο του 2013 έως τον Μάιο του 2014 και του EBITA που είχε ήδη πραγματοποιηθεί κατά την (παρελθούσα) περίοδο μεταξύ Απριλίου 2012 και Μαρτίου 2013. Οι προσφεύγουσες-ενάγουσες προσκόμισαν, ως παράρτημα του δικογράφου της προσφυγής-αγωγής, έναν υπολογισμό της εκτιμώμενης ζημίας και ζήτησαν από το Γενικό Δικαστήριο να τους επιτραπεί, σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας, να επικαιροποιήσουν τις πληροφορίες και τους υπολογισμούς τους. Κατά τις προσφεύγουσες-ενάγουσες, το Γενικό Δικαστήριο είχε ήδη δεχθεί τη δυνατότητα αυτή (βλ., συναφώς, απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 1998, Coldiretti κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T-149/96, EU:T:1998:228, σκέψεις 49 και 50).

163    Το δεύτερο είδος ζημίας, που προβάλλεται εν συντομία στο δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής, προκύπτει από το γεγονός ότι, συνεπεία της προσβαλλόμενης απόφασης, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες αναγκάστηκαν να απολύσουν προσωπικό ή να κλείσουν εγκαταστάσεις παραγωγής εντός της Ένωση. Σε παράρτημα του δικογράφου της προσφυγής-αγωγής, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες μνημονεύουν το επικείμενο κλείσιμο ενός εργοστασίου της UAB Indorama Polymers Europe UK στο Ηνωμένο Βασίλειο και ενός εργοστασίου [εμπιστευτικό] (2). Στο υπόμνημα απαντήσεως, η Lotte Chemical UK ζήτησε επίσης να της επιστραφούν οι δαπάνες για το κλείσιμο ενός εργοστασίου PTA, που συνδέεται με το κλείσιμο του εργοστασίου της UAB Indorama Polymers Europe UK στο Ηνωμένο Βασίλειο.

164    Συνολικά, κατά τους αρχικούς υπολογισμούς των προσφευγουσών-εναγουσών που παρατίθενται στο δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής και στο υπόμνημα απαντήσεως, η ζημία που αυτές υπέστησαν ανέρχεται σε [εμπιστευτικό] για την Cepsa Química, σε [εμπιστευτικό] για την Equipolymers, σε [εμπιστευτικό] για τον Indorama Group (που περιλαμβάνει τέσσερις προσφεύγουσες-ενάγουσες, τουτέστιν τις Indorama Ventures Poland, UAB Indorama Polymers Europe, UAB Orion Global pet και Ottana Polimeri), σε [εμπιστευτικό] και σε [εμπιστευτικό] για την Lotte Chemical UK, σε [εμπιστευτικό] για την M & G Polimeri Italia, σε [εμπιστευτικό] για την Novapet και σε [εμπιστευτικό] για την UAB Neo Group.

165    Στο πλαίσιο της επικαιροποίησης των αιτημάτων τους αποζημίωσης (βλ. ανωτέρω, σκέψη 28), επτά προσφεύγουσες-ενάγουσες –τουτέστιν οι Cepsa Química, Indorama Ventures Poland, Lotte Chemical UK, Ottana Polimeri, UAB Neo Group, UAB Indorama Polymers Europe και UAB Orion Global pet– παραιτήθηκαν από το αίτημά τους αποζημίωσης για τις απώλειες που υπέστησαν (πρώτο είδος της προβαλλόμενης ζημίας). Στο αίτημα αυτό ενέμειναν μόνον τρεις προσφεύγουσες-ενάγουσες –τουτέστιν η Equipolymers, η M & G Polimeri Italia και η Novapet– και μόνο για την εννεάμηνη περίοδο μεταξύ Ιουνίου 2013 και Φεβρουαρίου 2014. Οι προσφεύγουσες-ενάγουσες διευκρίνισαν ότι ο περιορισμός αυτός υπαγορεύθηκε από τη θέση σε ισχύ της εκτελεστικής απόφασης 2014/109/ΕΕ της Επιτροπής, της 4ης Φεβρουαρίου 2014, για την κατάργηση της απόφασης 2000/745/ΕΚ για την αποδοχή των αναλήψεων υποχρεώσεων που προτάθηκαν σε σχέση με τις διαδικασίες αντιντάμπινγκ και αντεπιδοτήσεων όσον αφορά τις εισαγωγές τερεφθαλικού πολυαιθυλενίου (PET) καταγωγής, μεταξύ άλλων, Ινδίας (ΕΕ 2014, L 59, σ. 35). Κατά τις προσφεύγουσες-ενάγουσες, η μέσω της ανωτέρω απόφασης άρση, από 1ης Μαρτίου 2014, των υποχρεώσεων πολλών Ινδών παραγωγών-εξαγωγέων σε σχέση με τις ελάχιστες τιμές προκάλεσε σημαντική πτώση των εισαγωγών PET από την Ινδία στην Ένωση.

166    Όσον αφορά το δεύτερο είδος της προβαλλόμενης ζημίας –τουτέστιν τις δαπάνες για το κλείσιμο ορισμένων εγκαταστάσεων– στο σχετικό ενέμειναν μόνον η UAB Indorama Polymers Europe και η Lotte Chemical UK, τούτο δε αποκλειστικά για τις ζημίες λόγω κλεισίματος εγκαταστάσεων οι οποίες καταγράφηκαν το έτος 2013.

167    Επιπροσθέτως, για τα δύο είδη της προβαλλόμενης ζημίας, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες παραδέχθηκαν ότι ένα τμήμα οφείλεται ενδεχομένως στις απώλειες που προκάλεσαν οι εισαγωγές από την Ινδονησία και τη Μαλαισία και όχι στις καταγγελθείσες ελλείψεις νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης. Υπό τις συνθήκες αυτές, ζητούν μόνον την αποκατάσταση του 77 % των προβαλλόμενων απωλειών και δαπανών λόγω κλεισίματος εγκαταστάσεων.

168    Τέλος, όσον αφορά την CPME, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες διευκρίνισαν ότι, ως ένωση, δεν είχε υποστεί ζημία.

169    Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι στα αιτήματα για αποζημίωση ενέμειναν, εν μέρει, μόνον οι ακόλουθες προσφεύγουσες-ενάγουσες: Equipolymers, M & G Polimeri Italia, Novapet, UAB Indorama Polymers Europe και Lotte Chemical UK.

170    Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί κατά πόσον τα αιτήματα αυτά πληρούν τις τρεις υπομνησθείσες ανωτέρω, στη σκέψη 156, τρεις προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης.

171    Σύμφωνα με τη νομολογία, εφόσον δεν πληρούται η μία από τις προϋποθέσεις αυτές, πρέπει να απορρίπτονται τα αιτήματα αποζημίωσης, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί αν συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 15ης Σεπτεμβρίου 1994, KYDEP κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C-146/91, EU:C:1994:329, σκέψη 81, και της 20ής Φεβρουαρίου 2002, Förde-Reederei κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T-170/00, EU:T:2002:34, σκέψη 37). Επιπροσθέτως, ο δικαστής της Ένωσης δεν υποχρεούται να ακολουθεί μια συγκεκριμένη σειρά εξέτασης των προϋποθέσεων αυτών (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, Lucaccioni κατά Επιτροπής, C-257/98 P, EU:C:1999:402, σκέψη 13).

172    Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει καταρχάς την προϋπόθεση σχετικά με την ύπαρξη άμεσης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προβαλλόμενης συμπεριφοράς και της ζημίας της οποίας γίνεται επίκληση.

 Επί της άμεσης αιτιώδους συνάφειας

173    Κατά πάγια νομολογία, όσον αφορά την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προβαλλόμενης συμπεριφοράς και της ζημίας της οποίας γίνεται επίκληση, η εν λόγω ζημία πρέπει να προκύπτει με αρκούντως άμεσο τρόπο από την προσαπτόμενη συμπεριφορά, η οποία πρέπει να είναι η γενεσιουργός αιτία της ζημίας (απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 1979, Dumortier κ.λπ. κατά Συμβουλίου, 64/76, 113/76, 167/78, 239/78, 27/79, 28/79 και 45/79, EU:C:1979:223, σκέψη 21· βλ., επίσης, απόφαση της 10ης Μαΐου 2006, Galileo International Technology κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-279/03, EU:T:2006:121, σκέψη 130 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Στον ενάγοντα εναπόκειται να αποδείξει την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προσαπτόμενης συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας (βλ. απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 1998, Coldiretti κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T-149/96, EU:T:1998:228, σκέψη 101 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

174    Εν προκειμένω, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον οι προσφεύγουσες-ενάγουσες απέδειξαν επαρκώς κατά νόμον ότι τα δύο προβαλλόμενα είδη ζημίας (βλ. σκέψεις 162 και 163 ανωτέρω) απέρρεαν κατά επαρκώς άμεσο τρόπο από την προσαπτόμενη συμπεριφορά.

 Επί των απωλειών που υπέστησαν οι Equipolymers, M & G Polimeri Italia και Novapet

175    Στο πλαίσιο της επικαιροποίησης των αιτημάτων για αποζημίωση βάσει πραγματικών στοιχείων, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες συνέκριναν τα δεδομένα που αντιστοιχούν στην εννεάμηνη περίοδο μετά τη θέση σε ισχύ της προσβαλλόμενης απόφασης (από τον Ιούνιο του 2013 έως τον Φεβρουάριο του 2014) με εκείνα της αμέσως προηγούμενης της εν λόγω έναρξης ισχύος εννεάμηνης περιόδου (από τον Σεπτέμβριο του 2012 έως τον Μάιο του 2013).

176    Οι προσφεύγουσες-ενάγουσες σημείωσαν ότι οι εισαγωγές από την Ινδία, την Ταϊβάν και την Ταϊλάνδη, εκφρασμένες σε ποσοστό της κατανάλωσης της Ένωσης που ανερχόταν σε 2 119 425 μετρικούς τόνους (ΜΤ) περίπου κατά τη διάρκεια των δύο περιόδων που εξετάστηκαν, είχαν αυξηθεί, από περίπου 3,8 % κατά την περίοδο μεταξύ Σεπτεμβρίου 2012 και Μαΐου 2013 σε 5,6 % κατά την περίοδο μεταξύ Ιουνίου 2013 και Φεβρουαρίου 2014. Οι τιμές εισαγωγής από τις τρεις αυτές χώρες μειώθηκαν κατά 88 ευρώ ανά ΜΤ μεταξύ των δύο περιόδων, από 1 202 ευρώ ανά ΜΤ κατά την περίοδο μεταξύ Σεπτεμβρίου 2012 και Μαΐου 2013, σε 1 114 ευρώ ανά ΜΤ κατά την περίοδο μεταξύ Ιουνίου 2013 και Φεβρουαρίου 2014. Για τις προσφεύγουσες-ενάγουσες, είναι επομένως προφανές ότι η παράνομη άρση των επίμαχων δασμών αντιντάμπινγγκ προκάλεσε άμεση και σημαντική αύξηση των εισαγωγών από την Ινδία, την Ταϊβάν και την Ταϊλάνδη, όπως επίσης και σημαντική πτώση των τιμών, γεγονός που είχε αρνητικό αντίκτυπο στα αποτελέσματα των προσφευγουσών-εναγουσών.

177    Οι προσφεύγουσες-ενάγουσες υπολόγισαν ότι η ζημία που συνδέεται με τις απώλειες συνεπεία της προσβαλλόμενης απόφασης αντιπροσωπεύει το 77 % της διαφοράς μεταξύ του EBITA που πραγματοποιήθηκε κατά το την περίοδο μεταξύ Σεπτεμβρίου 2012 και Μαΐου 2013 και του EBITA που πραγματοποιήθηκε κατά την περίοδο μεταξύ Ιουνίου 2013 και Φεβρουαρίου 2014. Κατά τις προσφεύγουσες-ενάγουσες, το EBITA συνιστά το καταλληλότερο στοιχείο για τον προσδιορισμό της ζημίας που απορρέει από την προσβαλλόμενη απόφαση. Συγκεκριμένα, ο δείκτης αυτός στηρίζεται κυρίως στα κέρδη και στις λειτουργικές δαπάνες και δεν συνυπολογίζει άλλες δυνητικές πηγές απωλειών (ή κερδών), όπως είναι οι δαπάνες κεφαλαίου ή τα έξοδα για το κλείσιμο εργοστασίων. Επιπλέον, το EBITA είναι εύκολα εξακριβώσιμο σε μηνιαία βάση στα συστήματα διαχείρισης των προσφευγουσών-εναγουσών.

178    Οι προσφεύγουσες-ενάγουσες διευκρινίζουν επίσης ότι η τιμή των κυρίων πρώτων υλών, η οποία θα μπορούσε να επηρεάσει το EBITA, σημείωσε μικρή μείωση μεταξύ των δύο περιόδων που εξετάστηκαν και δεν είχε επομένως αρνητικές επιπτώσεις στα αποτελέσματα του EBITA του κλάδου παραγωγής της Ένωσης.

179    Βάσει των ως άνω διευκρινίσεων, η Equipolymers ζητεί την καταβολή του ποσού των [εμπιστευτικό] ως αποζημίωση (αντί του αρχικού ποσού των [εμπιστευτικό]), η M & G Polimeri Italia του ποσού των [εμπιστευτικό] (αντί του αρχικού ποσού των [εμπιστευτικό]) και η Novapet του ποσού των [εμπιστευτικό] (αντί του αρχικού ποσού των [εμπιστευτικό]).

180    Κατά πρώτο λόγο, το Συμβούλιο παρατηρεί ότι, στην επικαιροποίηση του αιτήματός τους για αποζημίωση, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες τροποποίησαν το εν λόγω αίτημα, όπως αυτό είχε αρχικώς προσδιοριστεί. Συγκεκριμένα, στο δικόγραφο της προσφυγής‑αγωγής, προέβαλαν διαφυγόντα κέρδη συνέπεια της προσβαλλόμενης απόφασης –στα οποία περιλαμβάνονταν οι απώλειες που υπέστησαν για τη διατήρηση των μεριδίων στην αγορά έναντι των εισαγωγών– ενώ, στην επικαιροποίηση, αναφέρονται αποκλειστικά στην απώλεια δραστηριοτήτων την οποία υπέστησαν. Εντούτοις, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες διατήρησαν την ίδια μεθοδολογία για την ποσοτικοποίηση των δύο αυτών ειδών ζημίας –δηλαδή τη σύγκριση του EBITA δύο περιόδων– γεγονός που καταδεικνύει τη μη καταλληλότητα της μεθοδολογίας αυτής. Επιπροσθέτως, κατά το Συμβούλιο, η νομολογία κατά την οποία χωρεί ορισμένη ευελιξία όσον αφορά τη μελλοντική ζημία ή την αδυναμία ποσοτικοποίησης της ζημίας δεν μπορεί να εφαρμοστεί στη μέθοδο (ή στις τροποποιήσεις της προκαθορισθείσας μεθόδου) που πρέπει να χρησιμοποιηθεί προκειμένου να διενεργηθεί η εν λόγω ποσοτικοποίηση.

181    Κατά δεύτερο λόγο, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι το EBITA μπορεί να επηρεαστεί από παράγοντες διαφορετικούς από την προσβαλλόμενη απόφαση και δεν υπολογίζει τις απώλειες δραστηριοτήτων, αλλά την αποδοτικότητα των εταιρειών. Επιπλέον, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες συγκρίνουν τα EBITA που διαπιστώθηκαν σε διαφορετικές περιόδους του έτους (από τον Σεπτέμβριο του 2012 έως τον Μάιο του 2013 και από τον Ιούνιο του 2013 έως τον Φεβρουάριο του 2014), κάτι που βαίνει πέραν μιας απλής επικαιροποίησης και στρεβλώνει την ανάλυση, καθότι η ζήτηση σε PET είναι υψηλότερη κάποιους μήνες έναντι άλλων μηνών.

182    Κατά τρίτο λόγο, το Συμβούλιο εκτιμά ότι η παραίτηση της πλειονότητας των προσφευγουσών-εναγουσών από τα αιτήματα αποζημίωσης καταδεικνύει ότι αυτές δεν ήταν σε θέση να αποδείξουν την ύπαρξη ζημίας και ότι οι απώλειες τις οποίες υπέστησαν οι προσφεύγουσες-ενάγουσες που ενέμειναν στα αιτήματά τους δεν οφείλονταν στην προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά σε άλλους παράγοντες. Τα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Eurostat) καταδεικνύουν ότι οι εισαγωγές από την Ινδία, Ταϊβάν και την Ταϊλάνδη σημείωσαν πτώση το 2014 και το 2015, γεγονός που εξηγεί τον εκ μέρους των προσφευγουσών-εναγουσών περιορισμό του αιτήματός τους για αποζημίωση μόνο στην περίοδο μεταξύ Ιουνίου 2013 και Φεβρουαρίου 2014.

183    Τέλος, το Συμβούλιο εκτιμά ότι η πτώση των τιμών των κυρίων πρώτων υλών ενδέχεται, εάν συνοδεύτηκε με μείωση των τιμών του PET, να είχε στα αποτελέσματα του EBITA επιπτώσεις οι οποίες δεν αξιολογήθηκαν από τις προσφεύγουσες-ενάγουσες.

184    Προκαταρκτικώς, πρέπει να επισημανθεί ότι ο αρχικός προσδιορισμός της ζημίας που υποστηρίζουν ότι υπέστησαν οι προσφεύγουσες-ενάγουσες εξαιτίας των απωλειών που σημειώθηκαν συνεπεία της προσβαλλόμενης απόφασης (πρώτη προβαλλόμενη ζημία) στηριζόταν εν μέρει σε μια εκτίμηση σχετικά με την περίοδο μεταξύ Ιουνίου 2013 και Μαΐου 2014 (βλ. ανωτέρω, σκέψη 162). Στον υπολογισμό αυτό συμπεριλαμβανόταν μια εκτίμηση των απωλειών εξαιτίας των επιζήμιων πρακτικών ντάμπινγκ που αναμένονταν κατόπιν της παράνομης έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Η εκτίμηση αυτή στηριζόταν στην ανάλυση που είχε διενεργήσει η Επιτροπή το 2000, κατά τον χρόνο που είχαν επιβληθεί για πρώτη φορά οι επίμαχοι δασμοί αντιντάμπινγκ. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή, με τον κανονισμό (ΕΚ) 1742/2000, της 4ης Αυγούστου 2000, περί επιβολής προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές τερεφθαλικού πολυαιθυλενίου (ΡΕΤ) καταγωγής Ινδίας, Ινδονησίας, Μαλαισίας, Δημοκρατίας της Κορέας, Ταϊβάν και Ταϊλάνδης (ΕΕ 2000, L 199, σ. 48), διαπίστωσε ότι ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης είχε υποχρεωθεί να προσαρμόσει τις τιμές του, μειώνοντάς τες σε σημαντικό βαθμό, προς εκείνες των εισαγωγών που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ προκείμενου να ανακτήσει το απολεσθέν μερίδιο αγοράς, γεγονός που προξένησε απώλεια ύψους 15 % επί του καθαρού κύκλου εργασιών. Μια άλλη μεταβλητή για τον υπολογισμό την οποία χρησιμοποίησαν οι προσφεύγουσες-ενάγουσες στηριζόταν στην εκτίμηση της αύξησης των εισαγωγών από τις επίμαχες χώρες, στην οποία προέβη η Επιτροπή με την πρόταση κανονισμού. Ως εκ τούτου, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες δεν είχαν αποδείξει, βάσει πραγματικών δεδομένων, την ύπαρξη ζημίας οφειλόμενης στην παράνομη έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.

185    Η εκτίμηση αυτή αντικαταστάθηκε από την ποσοτικοποίηση της ζημίας στην οποία προέβησαν οι προσφεύγουσες-ενάγουσες με την πραγματοποιηθείσα επικαιροποίηση βάσει του EBITA που πράγματι διαπιστώθηκε κατά την περίοδο μεταξύ Ιουνίου 2013 και Φεβρουαρίου 2014.

186    Επομένως, τα αιτήματα πρέπει να εξεταστούν, όπως διευκρινιστήκαν στο πλαίσιο της επικαιροποίησης αυτής.

187    Διαπιστώνεται, συναφώς, ότι τα στοιχεία που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες-ενάγουσες στο πλαίσιο της επικαιροποίησης δεν είναι ικανά να αποδείξουν επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης και των προβαλλόμενων απωλειών.

188    Συγκεκριμένα, όπως υπογραμμίζει το Συμβούλιο, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες δεν προέβησαν σε διάκριση, στη μείωση του EBITA τους, μεταξύ του τμήματος που οφείλεται στην αύξηση των εισαγωγών σε χαμηλή τιμή συνεπεία της παράνομης έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης και εκείνου που οφείλεται σε άλλους παράγοντες που δύνανται να προκαλέσουν ή να επιφέρουν μείωση του ενιαίου αυτού οικονομικού δείκτη. Το ΕBITA ενδέχεται να επηρεάσθηκε από άλλους παράγοντες πέραν της προσβαλλόμενης απόφασης, ιδίως, από την αλλαγή των πρακτικών πώλησης, τον ανταγωνισμό μεταξύ παραγωγών της Ένωσης και τον ανταγωνισμό μεταξύ των προϊόντων των τελευταίων και των εισαγωγών από άλλες χώρες πέραν της Ινδίας, της Ταϊβάν, της Ταϊλάνδης, της Μαλαισίας και της Ινδονησίας. Πρέπει να σημειωθεί συναφώς ότι, όπως επισημαίνει και το Συμβούλιο, οι εισαγωγές από την Ινδία, την Ταϊβάν και την Ταϊλάνδη αναλογούσαν, κατά την περίοδο μεταξύ Ιουνίου 2013 και Φεβρουαρίου 2014, μόνον στο 5,6 % της κατανάλωσης της Ένωσης, εκείνες δε από τη Μαλαισία και την Ινδονησία στο 1,72 %.

189    Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες-ενάγουσες δεν απέδειξαν την ύπαρξη άμεσου και επαρκούς αιτιώδους συνδέσμου, ικανού να θεμελιώσει την ευθύνη της Ένωσης.

 Επί των δαπανών για το κλείσιμο ορισμένων εγκαταστάσεων, στις οποίες υποβλήθηκαν η UAB Indorama Polymers Europe και η Lotte Chemical UK

190    Όπως υπομνήσθηκε ανωτέρω, στη σκέψη 163, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες προέβαλαν εν συντομία στο δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής ότι αναγκάσθηκαν επίσης, κατόπιν της προσβαλλόμενης απόφασης, να απολύσουν προσωπικό ή να κλείσουν εγκαταστάσεις παραγωγής εντός της Ένωσης.

191    Στο πλαίσιο της επικαιροποίησης στην οποία προέβησαν, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες περιόρισαν το συναφές αίτημα αποζημίωσης στις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκαν, η μεν UAB Indorama Polymers Europe εξαιτίας του κλεισίματος του εργοστασίου της στο Ηνωμένο Βασίλειο, η δε Lotte Chemical UK εξαιτίας του κλεισίματος του εργοστασίου της PTA. Επιπροσθέτως, όπως υπομνήσθηκε ανωτέρω, στη σκέψη 167, οι εν λόγω προσφεύγουσες-ενάγουσες ζητούν μόνον το 77 % των δαπανών αυτών, στο μέτρο που, κατά την άποψή τους, ένα τμήμα τους είναι δυνατόν να αποδοθεί στις εισαγωγές από τη Μαλαισία και την Ινδονησία. Βάσει των ανωτέρω, η UAB Indorama Polymers Europe ζητεί το ποσό των [εμπιστευτικό] (αντί για [εμπιστευτικό]) και η Lotte Chemical UK το ποσό των [εμπιστευτικό] (αντί για [εμπιστευτικό]).

192    Το Συμβούλιο αμφισβητεί την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας. Επιπροσθέτως, στις παρατηρήσεις του επί της επικαιροποίησης των αιτημάτων αποζημίωσης των προσφευγουσών-εναγουσών, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι τα αιτήματα εκείνα που διατηρήθηκαν είναι απαράδεκτα βάσει του άρθρου 84 του Κανονισμού Διαδικασίας, καθόσον υποβλήθηκαν εκπρόθεσμα, είτε με το υπόμνημα απαντήσεως, όσον αφορά τη Lotte Chemical UK, είτε με την επικαιροποίηση, όσον αφορά την UAB Indorama Polymers Europe.

193    Επ’ αυτού, όσον αφορά το βάσιμο των αιτημάτων, διαπιστώνεται ότι, όπως υποστηρίζει και το Συμβούλιο, προς απόδειξη της ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προσαπτόμενης συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες περιοριστήκαν, με το δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής και το υπόμνημα απαντήσεως, να προσκομίσουν ανακοινωθέντα Τύπου ή αλληλογραφία που δήλωναν ότι το κλείσιμο των εργοστασίων οφειλόταν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Εντούτοις, τα έγγραφα αυτά, τα οποία συντάχθηκαν από τις ίδιες τις προσφεύγουσες-ενάγουσες, δεν αποδεικνύουν ότι το κλείσιμο των εγκαταστάσεων αυτών μπορεί να αποδοθεί στην προσβαλλόμενη απόφαση, διότι δεν προσκομίσθηκε καμία ένδειξη και κανένα στοιχείο προς στήριξη τούτου. Όσον αφορά εξάλλου το εργοστάσιο της UAB Indorama Polymers Europe στο Ηνωμένο Βασίλειο, το ίδιο το γράμμα του ανακοινωθέντος σε σχέση με το κλείσιμό του δεν αποδίδει το κλείσιμο αυτό στην προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά στα φθίνοντα περιθώρια και στην αύξηση του ανταγωνισμού, ιδίως από την Ασία. Πλην όμως, όπως υπογραμμίζει το Συμβούλιο, οι εισαγωγές από τη Νότιο Κορέα, η οποία βρίσκεται επίσης στην Ασία, αυξήθηκαν κατά την εξεταζόμενη περίοδο και ενδέχεται να αποτέλεσαν όντως την αιτία για το κλείσιμο του εργοστασίου. Επιπροσθέτως, όσον αφορά το εργοστάσιο παραγωγής PTA της Lotte Chemical UK, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες δεν ισχυρίζονται ότι το κλείσιμό του οφείλεται άμεσα στην παράνομη έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά περιορίζονται στη δήλωση ότι «ένας από τους κύριους λόγους» για το κλείσιμο αυτό είναι το κλείσιμο του εργοστασίου PET της UAB Indorama Polymers Europe στο Ηνωμένο Βασίλειο.

194    Στο πλαίσιο της επικαιροποίησης των αιτημάτων αποζημίωσης, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες δεν προσκόμισαν καμία συμπληρωματική απόδειξη από την οποία να προκύπτει η αιτιώδης αυτή συνάφεια. Συγκεκριμένα, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες περιορίστηκαν να προσκομίσουν τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της UAB Indorama Polymers Europe και της Lotte Chemical UK, προκειμένου να αποδείξουν τις σχετικές με τις απολύσεις δαπάνες που συνιστούσαν τη βάση των αιτημάτων τους, χωρίς να προσκομίσουν κανένα άλλο στοιχείο, ικανό να τεκμηριώσει αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της προβαλλόμενης ζημίας και των καταγγελλόμενων παραβάσεων.

195    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να απορριφθούν τα αιτήματα των προσφευγουσών-εναγουσών σε σχέση με τις δαπάνες για το κλείσιμο εγκαταστάσεων στις οποίες υποβλήθηκαν η UAB Indorama Polymers Europe και η Lotte Chemical UK, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί κατά πόσον, όπως υποστηρίζει το Συμβούλιο, τα εν λόγω αιτήματα υποβλήθηκαν σε όψιμο στάδιο της διαδικασίας, κατά παράβαση του άρθρου 84 του Κανονισμού Διαδικασίας.

196    Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες-ενάγουσες δεν αποδεικνύουν την ύπαρξη άμεσου και επαρκούς αιτιώδους συνδέσμου, ικανού να θεμελιώσει την ευθύνη της Ένωσης.

 Συμπέρασμα επί των αιτημάτων αποζημίωσης

197    Στο μέτρο που, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατέθηκε ανωτέρω, στη σκέψη 171, η μη συνδρομή μιας μόνον από τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης της Ένωσης επαρκεί για την απόρριψη του αιτήματος για αποζημίωση, τα αιτήματα αποζημίωσης των προσφευγουσών-εναγουσών πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστούν οι προϋποθέσεις σχετικά με την ύπαρξη κατάφωρης παράβασης κανόνα δικαίου που απονέμει δικαιώματα σε ιδιώτες και με την ύπαρξη ζημίας.

 Επί των δικαστικών εξόδων

198    Σύμφωνα με το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του. Πάντως, αν τούτο δικαιολογείται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ένας διάδικος, πέραν των δικαστικών εξόδων του, φέρει και μέρος των εξόδων του αντιδίκου. Εξάλλου, βάσει του άρθρου 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη και τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

199    Εν προκειμένω, δεδομένου ότι το Συμβούλιο ηττήθηκε όσον αφορά το αίτημα ακύρωσης που υπέβαλαν οι προσφεύγουσες-ενάγουσες και οι τελευταίες ηττήθηκαν όσον αφορά τα αιτήματά τους για αποζημίωση, οι προσφεύγουσες-ενάγουσες και το Συμβούλιο πρέπει να φέρουν έκαστος τα δικαστικά έξοδά του, εξαιρουμένων εκείνων που μνημονεύονται κατωτέρω, στη σκέψη 200.

200    Οι ιδιώτες παρεμβαίνοντες φέρουν, πέραν των δικαστικών εξόδων τους, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι προσφεύγουσες-ενάγουσες λόγω της παρέμβασής τους, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα των τελευταίων.

201    Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την εκτελεστική απόφαση 2013/226/ΕΕ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2013, για την απόρριψη της πρότασης εκτελεστικού κανονισμού του Συμβουλίου για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων τύπων πολυ(τερεφθαλικού εστέρα αιθυλενογλυκόλης) καταγωγής Ινδίας, Ταϊβάν και Ταϊλάνδης, μετά από επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1225/2009 και για την περάτωση της διαδικασίας επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων όσον αφορά τις εισαγωγές ορισμένων τύπων πολυ(τερεφθαλικού εστέρα αιθυλενογλυκόλης) καταγωγής Ινδονησίας και Μαλαισίας, στον βαθμό που η πρόταση επιβάλλει οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων τύπων πολυ(τερεφθαλικού εστέρα αιθυλενογλυκόλης) καταγωγής Ινδίας, Ταϊβάν και Ταϊλάνδης, καθόσον με την εν λόγω εκτελεστική απόφαση απορρίφθηκε η πρόταση για επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές από την Ινδία, την Ταϊβάν και την Ταϊλάνδη και περατώθηκε η διαδικασία επανεξέτασης σχετικά με τις εισαγωγές πολυ(τερεφθαλικού εστέρα αιθυλενογλυκόλης) (ΡΕΤ) από τις τρεις αυτές χώρες.

2)      Απορρίπτει τα αιτήματα αποζημίωσης.

3)      Η CommitteeofPolyethyleneTerephthalate (PET) ManufacturersinEurope (CPME), η CepsaQuímica, SA, η EquipolymersSrl, η IndoramaVenturesPolandsp. zo.o., η LotteChemicalUKLtd, η M & GPolimeriItaliaSpA, η Novapet, SA, η OttanaPolimeriSrl, η UABIndoramaPolymersEurope, η UABNeoGroup και η UABOrionGlobalpet φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους, εξαιρουμένων εκείνων που μνημονεύονται κατωτέρω στο σημείο 5.

4)      Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

5)      Η EuropeanFederationofBottledWaters (EFBW), η Caiba, SA, η Coca-ColaEnterprisesBelgium (CCEB), η Danone, η Nestlé WatersManagement & Technology, η PepsicoInternationalLtd και η RefrescoGerberBV φέρουν, πέραν των δικαστικών εξόδων τους, τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι προσφεύγουσες-ενάγουσες λόγω της παρέμβασής τους.

6)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Kanninen

Pelikánová

Buttigieg

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 5 Απριλίου 2017.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα


Το νομικό πλαίσιο

Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

1.  Επί του αιτήματος ακύρωσης

Επί του δεύτερου λόγου ακύρωσης, που αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτίμησης και από παράβαση του άρθρου 11, παράγραφος 2, και του άρθρου 21, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού

Επί της αναλύσεως που πρέπει να πραγματοποιήσει το Συμβούλιο βάσει του άρθρου  11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού και επί της έκτασης του εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης

Επί της εξέτασης της πιθανότητας να επαναληφθεί ζημία κατά την έννοια του άρθρου  11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού

–  Επί της ύπαρξης θετικών οικονομικών δεικτών, μεταξύ άλλων, επί της αύξησης των τιμών του PET

–  Επί του μη σημαντικού όγκου των εισαγωγών από την Ινδία, την Ταϊβάν και την Ταϊλάνδη κατά την περίοδο της έρευνας επανεξέτασης

–  Επί των πράγματι ωφελούμενων από τα μέτρα, σε επίπεδο μεριδίων στην αγορά

–  Επί της απουσίας πωλήσεων σε χαμηλότερες τιμές κατά την περίοδο που εξετάσθηκε

–  Επί του μη σημαντικού όγκου των εισαγωγών από την Ινδία, την Ταϊβάν και την Ταϊλάνδη σε περίπτωση άρσης των μέτρων

–  Επί της επαρκούς προστασίας του κλάδου παραγωγής της Ένωσης μέσω άλλων μέτρων εμπορικής άμυνας

–  Επί του αντίκτυπου σε άλλες επιχειρήσεις σε περίπτωση άρσης των μέτρων

–  Συμπέρασμα επί της εξέτασης της πιθανότητας να επαναληφθεί η ζημία

Επί της εξέτασης του συμφέροντος της Ένωσης υπό την έννοια του άρθρου 21, παράγραφος  1, του βασικού κανονισμού

Συμπέρασμα επί του αιτήματος ακύρωσης

2.  Επί των αιτημάτων αποζημίωσης

Επί του περιεχομένου των αιτημάτων των προσφευγουσών-εναγουσών

Επί της άμεσης αιτιώδους συνάφειας

Επί των απωλειών που υπέστησαν οι Equipolymers, M & G Polimeri Italia και Novapet

Επί των δαπανών για το κλείσιμο ορισμένων εγκαταστάσεων, στις οποίες υποβλήθηκαν η UAB Indorama Polymers Europe και η Lotte Chemical UK

Συμπέρασμα επί των αιτημάτων αποζημίωσης

Επί των δικαστικών εξόδων



* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική


1      Ο κατάλογος των λοιπών προσφευγουσών-εναγουσών προσαρτάται μόνον στο αντίγραφο της απόφασης που κοινοποιείται στους διαδίκους.


2      Μη δημοσιευόμενα εμπιστευτικά στοιχεία.