Language of document : ECLI:EU:T:2011:449

Υπόθεση T-36/09

dm-drogerie markt GmbH & Co. KG

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

«Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία ανακοπής – Αίτηση καταχωρίσεως λεκτικού κοινοτικού σήματος dm – Προγενέστερο εθνικό εικονιστικό σήμα dm – Διοικητική διαδικασία – Αποφάσεις των τμημάτων ανακοπών – Ανάκληση – Διόρθωση επουσιωδών σφαλμάτων – Ανυπόστατη πράξη – Παραδεκτό προσφυγών ασκούμενων ενώπιον τμήματος προσφυγών – Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Άρθρα 59, 60α, 63 και 77α του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 [νυν άρθρα 60, 62, 65 και 80 του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009] – Κανόνας 53 του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Κοινοτικό σήμα – Δικονομικές διατάξεις – Αποφάσεις του ΓΕΕΑ – Διόρθωση – Όρια

(Κανονισμός 2868/95 της Επιτροπής, άρθρο 1, κανόνας 53)

2.      Κοινοτικό σήμα – Παρατηρήσεις τρίτων και ανακοπή – Εξουσία των τμημάτων ανακοπής προς επανεξέταση των αποφάσεών τους – Διόρθωση – Ανάκληση – Αναθεώρηση

(Κανονισμός 40/94 του Συμβουλίου, άρθρα 60α και 77α· κανονισμός 2868/95 της Επιτροπής, άρθρο 1, κανόνας 53)

3.      Πράξεις των οργάνων – Τεκμήριο νομιμότητας – Ανυπόστατη πράξη – Έννοια

4.      Δίκαιο της Ένωσης – Αρχές – Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Προϋποθέσεις – Συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις εκ μέρους της διοικήσεως – Έννοια – Σιωπή της διοικήσεως – Δεν εμπίπτει

5.      Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία προσφυγής – Προθεσμία και τύπος της προσφυγής – Επίκληση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προς αποτροπή της αποσβέσεως δικαιώματος λόγω παρελεύσεως προθεσμίας – Προϋποθέσεις

(Κανονισμός 40/94 του Συμβουλίου, άρθρο 59)

1.      Κατά τον κανόνα 53 του κανονισμού 2868/95, περί της εφαρμογής του κανονισμού 40/94 για το κοινοτικό σήμα, στην περίπτωση που το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) λάβει γνώση, αυτεπαγγέλτως ή με πρωτοβουλία μέρους που συμμετέχει στη διαδικασία, γλωσσικού σφάλματος, ορθογραφικού λάθους καθώς και προφανούς σφάλματος σε απόφαση μεριμνά για τη διόρθωση του λάθους ή της ανακρίβειας από το αρμόδιο τμήμα ή υπηρεσία. Από αυτή τη διατύπωση προκύπτει ότι οι διορθώσεις που διενεργούνται δυνάμει της διατάξεως αυτής μπορούν να έχουν ως αντικείμενο αποκλειστικώς τη διόρθωση ορθογραφικών ή γραμματικών λαθών, λαθών μεταγραφής –όπως, για παράδειγμα, λάθη σχετικά με το όνομα ή την επωνυμία των διαδίκων ή τη γραφιστική απεικόνιση των σημείων– ή σφαλμάτων τόσο προφανών που δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι πρόκειται για κείμενο διαφορετικό από εκείνο που προκύπτει μετά από τη διόρθωση.

(βλ. σκέψη 73)

2.      Όπως διευκρινίζεται στην ενδέκατη και δωδέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 40/94 περί του κοινοτικού σήματος, ο νομοθέτης θέλησε με την έκδοση του κανονισμού αυτού να καθορίσει τις αρμοδιότητες του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) και καθεμιάς από τις αρχές του οργανισμού αυτού. Συνεπώς, η κανονική διαδικασία προσβολής των αποφάσεων που εκδίδονται από τα τμήματα ανακοπών συνίσταται στην άσκηση από τους διαδίκους των οποίων τα συμφέροντα θίγονται από τις αποφάσεις αυτές των προσφυγών που προβλέπονται στον τίτλο VII του κανονισμού 40/94. Εξάλλου, στον εν λόγω κανονισμό προβλέπονται τρεις περιπτώσεις στις οποίες τα ίδια τα τμήματα ανακοπών μπορούν να επανεξετάσουν τις αποφάσεις που έχουν εκδώσει, δηλαδή, η διόρθωση των αποφάσεων κατ’ εφαρμογή του κανόνα 53 του κανονισμού 2868/95, περί της εφαρμογής του κανονισμού 40/94, η ανάκληση των αποφάσεων κατά το άρθρο 77α του κανονισμού 40/94 και η προβλεπόμενη στο άρθρο 60α του κανονισμού 40/94 αναθεώρηση των αποφάσεων στις περιπτώσεις inter partes. Η αναφορά αυτών των περιπτώσεων είναι περιοριστική. Πράγματι, από την όλη οικονομία των κανόνων διοικητικής διαδικασίας που θεσπίζονται με τον κανονισμό 40/94 προκύπτει ότι η αρμοδιότητα των τμημάτων ανακοπών εξαντλείται, κατ’ αρχήν, με την έκδοση αποφάσεως κατ’ εφαρμογή του άρθρου 43 του κανονισμού αυτού και ότι τα τμήματα αυτά δεν μπορούν να ανακαλέσουν ή τροποποιήσουν αποφάσεις τις οποίες έχουν εκδώσει παρά μόνο στις περιπτώσεις που αυτό προβλέπεται από τις κανονιστικές ρυθμίσεις.

(βλ. σκέψη 80)

3.      Οι πράξεις των θεσμικών οργάνων, άλλων οργάνων και οργανισμών της Ένωσης απολαύουν κατ’ αρχήν του τεκμηρίου της νομιμότητας και, κατά συνέπεια, παράγουν έννομα αποτελέσματα, ακόμη και αν πάσχουν πλημμέλειες, μέχρι την ακύρωση ή την ανάκλησή τους. Εντούτοις, κατ’ εξαίρεσιν όμως από την αρχή αυτή, πράξεις πάσχουσες ελάττωμα του οποίου η σοβαρότητα είναι τόσο πρόδηλη, ώστε να μη μπορεί να γίνεται ανεκτή από την έννομη τάξη της Ένωσης, πρέπει, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, να θεωρούνται ότι δεν έχουν παραγάγει κανένα έννομο αποτέλεσμα, δηλαδή, να θεωρούνται νομικώς ανυπόστατες. Η εξαίρεση αυτή αποβλέπει στη διατήρηση ισορροπίας μεταξύ των δύο θεμελιωδών, αλλά ενίοτε ανταγωνιστικών μεταξύ τους επιταγών, τις οποίες πρέπει να ικανοποιεί μια έννομη τάξη, δηλαδή της σταθερότητας των εννόμων σχέσεων και του σεβασμού της νομιμότητας. Η βαρύτητα των συνεπειών που συνδέονται προς την αναγνώριση του ανυποστάτου μιας πράξεως επιτάσσει, για λόγους ασφάλειας δικαίου, να επιφυλάσσεται η αναγνώριση αυτή σε εντελώς ακραίες περιπτώσεις.

Οι πλημμέλειες που είναι ικανές να οδηγήσουν τον δικαστή της Ένωσης να κρίνει μία πράξη ως ανυπόστατη διαφέρουν από τις παρανομίες των οποίων η διαπίστωση έχει ως αποτέλεσμα, κατ’ αρχήν, την ακύρωση των πράξεων που υπάγονται στον προβλεπόμενο από τη Συνθήκη έλεγχο νομιμότητας όχι ως προς τη φύση τους αλλά ως προς τη σοβαρότητα και τον κατάφωρο χαρακτήρα τους. Συνεπώς, πρέπει να θεωρούνται ως ανυπόστατες οι πράξεις οι οποίες πάσχουν από πλημμέλειες τόσο προδήλως σοβαρές ώστε να επηρεάζουν τα ουσιώδη τους στοιχεία.

(βλ. σκέψεις 83, 86)

4.      Η δυνατότητα επικλήσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης παρέχεται σε όλους τους ιδιώτες στους οποίους ένα θεσμικό όργανο, παρέχοντάς τους σαφείς διαβεβαιώσεις, δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες, ακόμα και αν δεν υπάρχει γραπτή δέσμευση του εν λόγω οργάνου. Τέτοιες διαβεβαιώσεις συνιστούν τα ακριβή, απηλλαγμένα αιρέσεων και συγκλίνοντα πληροφοριακά στοιχεία που προέρχονται από έγκριτες και αξιόπιστες πηγές, όποια και αν είναι η μορφή υπό την οποία γνωστοποιήθηκαν. Αντιθέτως, ουδείς δύναται να επικαλεστεί παραβίαση της αρχής αυτής όταν δεν υφίστανται ακριβείς διαβεβαιώσεις προς αυτόν εκ μέρους της διοικήσεως. Ένας διάδικος δεν μπορεί συνεπώς να επικαλείται βασίμως τη σιωπή της διοικήσεως για να θεμελιώσει παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

(βλ. σκέψεις 108-110)

5.      Όσον αφορά τη δυνατότητα επικλήσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προς αποτροπή της αποσβέσεως δικαιώματος λόγω παρελεύσεως της σχετικής προθεσμίας, ο προσφεύγων πρέπει να είναι σε θέση να κάνει λόγο για βάσιμες προσδοκίες από συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις που του παρέσχε η διοίκηση ικανές να προκαλέσουν συγγνωστή σύγχυση σε καλόπιστο ιδιώτη που επιδεικνύει όλη την απαιτούμενη επιμέλεια ενός επιχειρηματία με τη συνήθη ενημέρωση.

Λαμβανομένου υπόψη του επιτακτικού χαρακτήρα της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής κατά αποφάσεως του τμήματος ανακοπών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα), που προβλέπεται στο άρθρο 59 του κανονισμού 40/94 για το κοινοτικό σήμα και του οποίου είχε επιπροσθέτως γίνει υπόμνηση κατά την κοινοποίηση, η προσφεύγουσα, μη ασκώντας προσφυγή εντός της προθεσμίας αυτής, ακόμα και προληπτικώς, κατά της αποφάσεως αυτής δεν επέδειξε την απαιτούμενη συνήθως επιμέλεια για να μπορέσει να επικαλεσθεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

(βλ. σκέψεις 114-115)