Language of document : ECLI:EU:T:2008:211

Υπόθεση T-410/03

Hoechst GmbH

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά σορβικών αλάτων – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Υπολογισμός των προστίμων – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Σοβαρότητα και διάρκεια της παραβάσεως – Επιβαρυντικές περιστάσεις – Αρχή non bis in idem – Συνεργασία κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας – Πρόσβαση στον φάκελο – Διάρκεια της διαδικασίας»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Παράβαση απορρέουσα από την υποχρέωση της Επιτροπής – Τήρηση των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της ίσης μεταχειρίσεως

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρα 15 § 2 και 17· ανακοίνωση 96/C 207/04 της Επιτροπής)

2.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Πρόσβαση στον φάκελο

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρα 19 § 1 και 20)

3.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Παύση των παραβάσεων – Εξουσία της Επιτροπής – Διαταγές απευθυνόμενες στις επιχειρήσεις

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 3 § 1)

4.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Παραγραφή στον τομέα των προστίμων – Αποκλειστική εφαρμογή του κανονισμού 2988/74

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρα 2 § 1 και 3)

5.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Απόφαση επιβάλλουσα πρόστιμα – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Έκταση

(Άρθρο 253 ΕΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

6.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2)

7.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A)

8.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Κατάταξη των εμπλεκομένων επιχειρήσεων σε κατηγορίες που έχουν το ίδιο ειδικό σημείο αφετηρίας

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A)

9.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Αποτρεπτικός χαρακτήρας του προστίμου

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημεία 1 A, εδ. 4 και 5)

10.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Διάρκεια της παραβάσεως

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 B, εδ. 1 και 3)

11.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα και διάρκεια της παραβάσεως

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A και B)

12.    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Ανακοίνωση των αιτιάσεων – Στοιχεία που πρέπει να περιέχει – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 2)

13.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Επιβαρυντικές περιστάσεις – Υποτροπή

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

14.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Μη επιβολή προστίμου ή μείωσή του έναντι της συνεργασίας της εμπλεκομένης επιχειρήσεως

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοινώσεις της Επιτροπής 96/C 207/04 και 2002/C 45/03)

15.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Συνυπολογισμός της συνεργασίας της εμπλεκομένης επιχειρήσεως με την Επιτροπή

(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 96/C 207/04 της Επιτροπής, τίτλος B)

16.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Κοινοτικές κυρώσεις και κυρώσεις που επιβάλλει τρίτο κράτος λόγω παραβιάσεως του εθνικού δικαίου του ανταγωνισμού

(Άρθρο 3 § 1, στοιχείο ζ΄, ΕΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15)

1.      Στο πλαίσιο της εφαρμογής της ανακοινώσεως σχετικά με τη μη επιβολή προστίμων ή τη μείωση του ποσού τους στις υποθέσεις που αφορούν συμπράξεις, η Επιτροπή παραβαίνει τις αρχές της χρηστής διοικήσεως και της ίσης μεταχειρίσεως όταν διαβεβαιώνει μία από τις συνεργαζόμενες επιχειρήσεις ότι θα την προειδοποιήσει αν άλλες επιχειρήσεις επιδείξουν μεγαλύτερη προθυμία έναντι αυτής στον τομέα της συνεργασίας, ακόμα και αν η υπόσχεση αυτή δεν τηρείται στη συνέχεια.

Όταν ορισμένες διαδικαστικές παρατυπίες δεν είναι ικανές να οδηγήσουν σε ακύρωση της τελικής αποφάσεως της Επιτροπής, η σημασία που έχει η εκ μέρους του οργάνου αυτού τήρηση των εν λόγω αρχών μπορεί να δικαιολογήσει, υπέρ της επιχειρήσεως σε βάρος της οποίας σημειώθηκε η σχετική παρατυπία, μείωση του προστίμου από τον κοινοτικό δικαστή, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του πλήρους δικαιοδοσίας.

(βλ. σκέψεις 136-137, 581-582)

2.      Το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο, απόρροια της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, συνεπάγεται ότι η Επιτροπή υποχρεούται να παρέχει στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση τη δυνατότητα εξετάσεως όλων των εγγράφων που περιλαμβάνονται στον φάκελο έρευνας και τα οποία ενδέχεται να είναι κρίσιμα για την άμυνά της. Στα έγγραφα αυτά συγκαταλέγονται τόσο τα επιβαρυντικά όσο και τα απαλλακτικά στοιχεία, με εξαίρεση τα επιχειρηματικά απόρρητα άλλων επιχειρήσεων, τα εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής και άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες.

Η Επιτροπή δεν μπορεί να επικαλείται, γενικώς, τον εμπιστευτικό χαρακτήρα εγγράφων προκειμένου να δικαιολογεί την καθολική άρνησή της να ανακοινώσει έγγραφα του φακέλου της. Πράγματι, το δικαίωμα των επιχειρήσεων και ενώσεων επιχειρήσεων προς προστασία των επαγγελματικών τους απορρήτων πρέπει να σταθμίζεται σε σχέση με την κατοχύρωση του δικαιώματος προσβάσεως στο σύνολο του φακέλου.

Συναφώς, η ενέργεια της Επιτροπής να παράσχει ένα μη εμπιστευτικό κείμενο ενός εγγράφου περιλαμβανομένου στον φάκελο της Επιτροπής, του οποίου το σύνολο σχεδόν των σελίδων είναι λευκές και διαγεγραμμένες με τη μνεία «απόρρητα επιχειρηματικά στοιχεία», χωρίς να παραδίδεται άλλο πιο εύληπτο μη εμπιστευτικό κείμενο, μπορεί να προσομοιάζει στην πράξη με απόκρυψη του σχετικού εγγράφου.

(βλ. σκέψεις 145, 152-153)

3.      Η εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 17 μπορεί να συνεπάγεται την απαγόρευση εξακολουθήσεως ορισμένων δραστηριοτήτων, πρακτικών ή καταστάσεων, το παράνομο των οποίων διαπιστώθηκε, αλλά και απαγόρευση παρόμοιας συμπεριφοράς στο μέλλον. Πάντως, οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις δεν πρέπει να είναι βαρύτερες των υποχρεώσεων που είναι ενδεδειγμένες και αναγκαίες για να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός. Εξάλλου, η άσκηση της εξουσίας της Επιτροπής να απευθύνει εντολές πρέπει να γίνεται σε συνάρτηση προς τη φύση της διαπιστούμενης παραβάσεως.

Το γεγονός ότι μια επιχείρηση που μετείχε σε πρακτικές σε βάρος του ανταγωνισμού δεν ασκεί πλέον δραστηριότητες στην οικεία αγορά την ημερομηνία της εκδόσεως της αποφάσεως περί επιβολής κυρώσεων λόγω των πρακτικών αυτών ή το ότι αυτές έχουν λήξει πριν την έκδοση της αποφάσεως δεν σημαίνει ότι η Επιτροπή ενήργησε καθ’ υπέρβαση των εξουσιών που της παρέχει το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 17 διατάσσοντας την εν λόγω επιχείρηση να απόσχει από κάθε ενέργεια σε βάρος του ανταγωνισμού, καθόσον μια τέτοια διαταγή είναι εκ φύσεως προληπτικού χαρακτήρα και δεν εξαρτάται από την κατάσταση των εμπλεκομένων επιχειρήσεων κατά τον χρόνο της εκδόσεως της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 198-200)

4.      Ναι μεν η υπέρβαση ενός ευλόγου χρονικού διαστήματος μπορεί να δικαιολογεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, την ακύρωση μιας αποφάσεως διαπιστώνoυσας παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού, αυτό όμως δεν συμβαίνει όταν αμφισβητείται το ύψος των προστίμων που επιβλήθηκαν με την απόφαση αυτή, διότι η εξουσία της Επιτροπής να επιβάλλει πρόστιμα διέπεται από τον κανονισμό 2988/74 περί παραγραφής του δικαιώματος διώξεως και εκτελέσεως των αποφάσεων στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού, ο οποίος όρισε συναφώς χρόνο παραγραφής. Ο τελευταίος αυτός κανονισμός θέσπισε μια πλήρη ρύθμιση που διέπει λεπτομερώς τις προθεσμίες εντός των οποίων η Επιτροπή, χωρίς να προσβάλλει τη θεμελιώδη επιταγή της ασφάλειας δικαίου, έχει την εξουσία να επιβάλλει πρόστιμα στις επιχειρήσεις οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο διαδικασιών εφαρμογής των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού. Το άρθρο του 2, παράγραφος 3, προβλέπει ότι η παραγραφή συντελείται εν πάση περιπτώσει δέκα έτη μετά τη διακοπή της σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, οπότε η Επιτροπή δεν μπορεί να καθυστερεί επ’ αόριστον την απόφασή της όσον αφορά τα πρόστιμα, επί ποινή επελεύσεως της παραγραφής. Λαμβανομένης υπόψη της ρυθμίσεως αυτής, είναι απορριπτέος κάθε ισχυρισμός σχετικός με την υποχρέωση της Επιτροπής να ασκεί την εξουσία της προς επιβολή προστίμων εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.

(βλ. σκέψεις 220, 223-224)

5.      Απόφαση της Επιτροπής επιβάλλουσα πρόστιμα σε πολλές επιχειρήσεις λόγω παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού είναι επαρκώς αιτιολογημένη, όσον αφορά την κατάταξη των εμπλεκομένων επιχειρήσεων σε διάφορες κατηγορίες προς προσδιορισμό του αρχικού ποσού του προστίμου, όταν η Επιτροπή εκθέτει ότι έλαβε ως βάση τα μερίδια της παγκόσμιας αγοράς τα οποία υπολογίστηκαν με βάση στοιχεία περί του παγκόσμιου κύκλου εργασιών για το σχετικό προϊόν, έστω και αν δεν παραθέτει τους εν λόγω κύκλους εργασιών, για λόγους εμπιστευτικότητας, αλλά προβαίνει απλώς σε μια αρκετά γενική και ευρεία μνεία των σχετικών αριθμητικών στοιχείων, καθόσον τα στοιχεία αυτά είναι επαρκώς κατανοητά.

(βλ. σκέψεις 258-259, 261, 263-265)

6.      Κατά τον προσδιορισμό του ποσού ενός προστίμου που επιβάλλεται για παράβαση των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού, η Επιτροπή διαθέτει εξουσία εκτιμήσεως. Δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, το ποσό του προστίμου καθορίζεται βάσει της σοβαρότητας της παραβάσεως και της διάρκειάς της. Επιπλέον, το ποσό αυτό αποτελεί το αποτέλεσμα μιας σειράς αριθμητικών υπολογισμών που πραγματοποιεί η Επιτροπή σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές. Ο προσδιορισμός του εν λόγω ποσού αποτελεί, μεταξύ άλλων, συνάρτηση διαφόρων περιστάσεων, που ανάγονται στην ατομική συμπεριφορά της συγκεκριμένης επιχειρήσεως, όπως η ύπαρξη επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων.

Από το σχετικό νομικό πλαίσιο δεν μπορεί να συναχθεί ότι η Επιτροπή πρέπει να εξασφαλίζει μιαν αναλογία μεταξύ του ύψους του υπολογιζομένου με τον τρόπο αυτό προστίμου και του συνολικού όγκου της αγοράς του οικείου προϊόντος εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, για κάποιο συγκεκριμένο έτος της παραβάσεως.

(βλ. σκέψη 342)

7.      Οι τρεις πτυχές που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προς εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑX, οι οποίες είναι ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της παραβάσεως, ο πραγματικός της αντίκτυπος επί της αγοράς εφόσον αυτός είναι δυνατό να εκτιμηθεί και η έκταση της οικείας γεωγραφικής αγοράς, δεν έχουν το ίδιο βάρος στο πλαίσιο της συνολικής εξετάσεως. Η φύση της παραβάσεως έχει κεφαλαιώδη σημασία, ιδίως προκειμένου περί του χαρακτηρισμού παραβάσεων ως «πολύ σοβαρών». Συναφώς, από την περιγραφή των πολύ σοβαρών παραβάσεων στις κατευθυντήριες γραμμές προκύπτει ότι συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές που αποσκοπούν, ιδίως, όπως εν προκειμένω, στον καθορισμό τιμών-στόχων ή στην κατανομή ποσοστώσεων όγκων πωλήσεων μπορούν να χαρακτηρίζονται, με βάση μόνο την ιδιαίτερη φύση τους, ως «πολύ σοβαρές», χωρίς να απαιτείται η επέλευση κάποιας ιδιαίτερης συνέπειας.

(βλ. σκέψεις 343, 345)

8.      Μια απόφαση της Επιτροπής περί επιβολής κυρώσεων απευθυνόμενη σε διάφορες επιχειρήσεις που μετέσχαν σε παράνομη σύμπραξη, μολονότι είναι μία και ενιαία, πρέπει να αναλυθεί ως δέσμη ατομικών αποφάσεων με τις οποίες διαπιστώνεται η παράβαση ή οι παραβάσεις καθεμιάς των επιχειρήσεων στις οποίες απευθύνεται η απόφαση και επιβάλλεται σχετικό πρόστιμο. Επομένως, η Επιτροπή μπορεί να εκτιμά την κατάσταση των διαφόρων εμπλεκομένων επιχειρήσεων χωριστά και να τις κατατάσσει σε κατηγορίες προς προσδιορισμό της ατομικής συμμετοχής κάθε επιχειρήσεως στην επιτυχία της συμπράξεως, ακόμα και όταν, στο πλαίσιο της συμπράξεως, ένα σύνολο επιχειρήσεων ενεργούσε πάντοτε κατά τρόπο εναρμονισμένο.

(βλ. σκέψεις 308, 360, 365)

9.      Κατά τον προσδιορισμό του ποσού ενός προστίμου για παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού βάσει των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑX, η Επιτροπή μπορεί να εφαρμόσει ένα συντελεστή προσαυξήσεως επί του αρχικού ποσού προκειμένου να λάβει υπόψη το μέγεθος και τους συνολικούς πόρους της επιχειρήσεως.

Πράγματι, η ανάγκη εξασφαλίσεως επαρκούς αποτρεπτικού χαρακτήρα του προστίμου επιβάλλει την κατάλληλη προσαρμογή του ύψους του προστίμου ώστε να λαμβάνεται υπόψη η επιδιωκόμενη επίπτωση επί της επιχειρήσεως στην οποία επιβάλλεται το εν λόγω πρόστιμο, τούτο δε προκειμένου αυτό να μην καθίσταται αμελητέο ή, αντιθέτως, υπερβολικά υψηλό, ιδίως σε σχέση με την οικονομική δυνατότητα της οικείας επιχειρήσεως, σύμφωνα με όσα επιβάλλονται, αφενός, από την ανάγκη εξασφαλίσεως της αποτελεσματικότητας του προστίμου και, αφετέρου, από τον σεβασμό της αρχής της αναλογικότητας. Η Επιτροπή μπορεί να λάβει υπόψη το γεγονός ότι η εμπλεκόμενη επιχείρηση, λόγω του τεράστιου συνολικού κύκλου εργασιών της σε σχέση με αυτόν των λοιπών μερών της συμπράξεως, μπορούσε να διαθέσει ευκολότερα τους αναγκαίους πόρους για την πληρωμή του προστίμου της, γεγονός που δικαιολογούσε την εφαρμογή ενός συντελεστή με σκοπό να έχει το πρόστιμο επαρκώς αποτρεπτικό αποτέλεσμα. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να εκτιμώνται οι οικονομικοί πόροι της επιχειρήσεως, με σκοπό την ορθή επίτευξη του σχετικού με τον αποτρεπτικό χαρακτήρα σκοπού, τούτο δε τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, την ημερομηνία που επιβάλλεται το πρόστιμο. Συναφώς, για τους ίδιους λόγους, πρέπει να σημειωθεί ότι, στο πλαίσιο του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, το μέγιστο όριο του ανερχόμενου στο 10 % του κύκλου εργασιών της οικείας επιχειρήσεως προστίμου καθορίζεται σε συνάρτηση με τον κύκλο εργασιών της κατά τη διάρκεια της χρήσεως που προηγείται της αποφάσεως της Επιτροπής.

Αφετέρου, η Επιτροπή μπορεί να λαμβάνει υπόψη τη νομική και οικονομική υποδομή που έχουν οι επιχειρήσεις ώστε να μπορούν να εκτιμούν καλύτερα τον παράνομο χαρακτήρα των ενεργειών τους. Με το στοιχείο αυτό αποσκοπείται η αυστηρότερη τιμωρία των μεγάλων επιχειρήσεων οι οποίες τεκμαίρεται ότι διαθέτουν επαρκείς γνώσεις και διαρθρωτικούς πόρους προκειμένου να έχουν επίγνωση του παράνομου χαρακτήρα των ενεργειών τους και προκειμένου να εκτιμούν το ενδεχόμενο κέρδος τους. Στην περίπτωση αυτή, ο κύκλος εργασιών βάσει του οποίου η Επιτροπή προσδιορίζει το μέγεθος των εμπλεκομένων επιχειρήσεων και, επομένως, την ικανότητά τους να προσδιορίζουν τον χαρακτήρα και τις συνέπειες των ενεργειών τους πρέπει να είναι εκείνος της χρονικής περιόδου κατά την οποία διαπράχθηκε η παράβαση.

Ένας συντελεστής προσαυξήσεως 100 % του αρχικού ποσού του προστίμου με σκοπό να ληφθούν υπόψη το μέγεθος και οι συνολικοί πόροι της εμπλεκομένης επιχειρήσεως δεν υπερβαίνει τα όρια που προβλέπονται από το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και τις κατευθυντήριες γραμμές.

(βλ. σκέψεις 374, 379, 382, 387)

10.    Έστω και αν το σημείο 1 B, τρίτη περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑX κάνει λόγο, προκειμένου περί μακράς διαρκείας παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού, για μια «σημαντική προσαύξηση» του αρχικού ποσού του προστίμου, από τη φρασεολογία αυτή δεν μπορεί να συναχθεί ότι αυξήσεις που υπερβαίνουν το 100 % είναι αντίθετες προς τη μέθοδο υπολογισμού που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές ή υπερβαίνει τα όρια που προβλέπονται από αυτές ή από το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17. Πράγματι, το σημείο 1 B, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών, έστω και αν δεν προβλέπει αυτόματη προσαύξηση κατά 10 % για κάθε έτος για τις παραβάσεις μεγάλης διάρκειας, αφήνει, συναφώς, περιθώριο εκτιμήσεως στην Επιτροπή, η οποία μπορεί να καθορίζει μια τέτοια προσαύξηση χωρίς να προσβάλλει την αρχή της αναλογικότητας.

(βλ. σκέψεις 395-396)

11.    Ακόμα και αν υποτεθεί ότι ορισμένα είδη συμπράξεων, όπως οι συμπράξεις επί των τιμών και επί των όγκων πωλήσεων, είναι κλασικές παραβάσεις μεγάλης διάρκειας, πρέπει να γίνεται πάντοτε μια διάκριση, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, μεταξύ της διάρκειας της ουσιαστικής λειτουργίας τους και της σοβαρότητάς τους όπως αυτή προκύπτει από τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους. Επομένως, με την προσαύξηση λόγω της διάρκειας της παραβάσεως δεν λαμβάνεται υπόψη μια δεύτερη φορά η σοβαρότητα της παραβάσεως.

(βλ. σκέψεις 397-398)

12.    Στο πλαίσιο μιας διοικητικής διαδικασίας στον τομέα του ανταγωνισμού, η Επιτροπή παραβιάζει τα δικαιώματα άμυνας μιας επιχειρήσεως όταν δέχεται σε βάρος της ένα επιβαρυντικό στοιχείο βάσει πραγματικών στοιχείων τα οποία, έστω και αν αυτά περιλαμβάνονταν σε διάφορα σημεία της ανακοινώσεως αιτιάσεων, ήταν, εξεταζόμενα συνολικώς, ανεπαρκώς συγκεκριμένα όσον αφορά το περιεχόμενο και τον χαρακτηρισμό τους, οπότε μόνο στο στάδιο της αποφάσεως τα στοιχεία αυτά αποτέλεσαν ένα σύνολο και ανέκυψε σαφώς η σχετική αιτίαση.

(βλ. σκέψεις 424, 431, 433)

13.    Οι κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑX αφορούν την υποτροπή της ίδιας επιχειρήσεως σχετικά με «παράβαση του ίδιου είδους». Υπό τις συνθήκες αυτές, όταν μια επιχείρηση διαπράττει παρόμοια παράβαση, ακόμα και αν ο σχετικός οικονομικός τομέας είναι διαφορετικός, η Επιτροπή μπορεί να συνάγει ότι συντρέχει συναφώς επιβαρυντική περίσταση.

Επ’ αυτού, η Επιτροπή δεν μπορεί να διαπιστώνει υποτροπή μιας επιχειρήσεως με αναφορά σε προηγούμενη απόφαση επιβάλλουσα κύρωση σε βάρος της επιχειρήσεως αυτής για παράβαση του ιδίου είδους όταν η εν λόγω απόφαση ακυρώθηκε από την κοινοτική δικαιοσύνη πριν από την έκδοση της διαπιστώνουσας την υποτροπή αποφάσεως. Πράγματι, το άρθρο 231 ΕΚ προβλέπει ότι αν, η προσφυγή είναι βάσιμη, ο κοινοτικός δικαστής κηρύσσει την προσβαλλομένη πράξη άκυρη.

Αντιθέτως, μπορεί να στηριχθεί σε προηγούμενη απόφαση επιβάλλουσα κύρωση σε βάρος της επιχειρήσεως αυτής για παράβαση του ιδίου είδους, η οποία όμως αποτέλεσε το αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως ενώπιον του κοινοτικού δικαστή, όταν δεν ζητήθηκε καν αναστολή εκτελέσεως. Πράγματι, μια τέτοια απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 256, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, αποτελεί εκτελεστό τίτλο, καθόσον επιβάλλει μια χρηματική υποχρέωση σε βάρος άλλων προσώπων εκτός των κρατών μελών, μάλιστα δε παρά την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως, διότι, δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, προσφυγή ασκούμενη ενώπιον του κοινοτικού δικαστή δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.

Ναι μεν προς διαπίστωση της υποτροπής η Επιτροπή στηρίχθηκε σε πολλές προηγούμενες αποφάσεις επιβάλλουσες κυρώσεις στην εμπλεκόμενη επιχείρηση, μία από τις οποίες ακυρώθηκε πριν από την έκδοση της αποφάσεως που διαπιστώνει την υποτροπή, το σφάλμα όμως αυτό της Επιτροπής δεν θέτει υπό αμφισβήτηση ούτε τον χαρακτηρισμό της υποτροπής, καθόσον η διαπίστωση αυτή στηρίζεται επαρκώς στις προηγούμενες αποφάσεις, ούτε το σχετικό ποσοστό προσαυξήσεως, τουλάχιστον όταν δεν προκύπτει από κανένα στοιχείο ότι η διαπίστωση της Επιτροπής ότι η υποτροπή απορρέει από πολλές προηγούμενες παραβάσεις οδήγησε σε λόγω επιβαρυντικής περιστάσεως μεγαλύτερη αύξηση του προστίμου από αυτή που θα είχε οριστεί αν είχε διαπιστωθεί μία μόνον προηγούμενη παράβαση.

(βλ. σκέψεις 465-466, 468-470, 474)

14.    Όταν η συνεργασία με την Επιτροπή των επιχειρήσεων τις οποίες αφορά διαδικασία στον τομέα των συμπράξεων άρχισε πριν από την έκδοση της ανακοινώσεως του 2002 σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων και οι επιχειρήσεις αυτές επικαλέστηκαν την προηγούμενη ανακοίνωση του 1996 σχετικά με τη μη επιβολή προστίμων ή τη μείωση του ποσού τους στις υποθέσεις που αφορούν συμπράξεις, έχει εφαρμογή μόνον η τελευταία αυτή πράξη ακόμα και αν η Επιτροπή έλαβε την τελική απόφασή της μόνο μετά την έκδοση της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002 και, ιδίως, σχετικά με το ποια επιχείρηση θα μπορούσε ενδεχομένως να απαλλαγεί από το πρόστιμο. Πράγματι, ναι μεν, σε μια τέτοια περίπτωση, τα αποτελέσματα των πράξεων συνεργασίας επήλθαν μετά την έκδοση της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002, αλλά ο νέος κανόνας δεν ισχύει αμέσως στα μελλοντικά αποτελέσματα καταστάσεως η οποία δημιουργήθηκε όταν ίσχυε ο παλαιότερος κανόνας παρά μόνον ελλείψει μεταβατικών διατάξεων. Όμως, το σημείο 28 της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002 προβλέπει σαφώς ότι η εν λόγω ανακοίνωση ισχύει από τις 14 Φεβρουαρίου 2002 για όλες τις υποθέσεις στις οποίες καμία επιχείρηση δεν επικαλέστηκε την ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996.

Επιπλέον, το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται με την επίκληση της αρχής της εφαρμογής του ευνοϊκότερου κανόνα. Πράγματι, και χωρίς να απαιτείται να προσδιοριστεί αν η αρχή αυτή μπορεί να έχει εφαρμογή στις ανακοινώσεις της Επιτροπής περί συνεργασίας, η ανακοίνωση περί συνεργασίας του 2002 δεν είναι δυνατό να χαρακτηριστεί συνολικά ως ευνοϊκότερη από την ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996, στην οποία επέρχονται τροποποιήσεις σε πολλά σημεία, τόσο σε επίπεδο κανόνων ουσίας, όσο και σε επίπεδο διαδικαστικών κανόνων, οπότε ορισμένες τροποποιήσεις είναι ευνοϊκότερες για τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, άλλες όμως όχι.

Τέλος, πρέπει επίσης να αποκλειστεί η εφαρμογή κατ’ αναλογία της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002, διότι η κατάσταση αυτή διακρίνεται από τις περιπτώσεις στις οποίες εφαρμόστηκε η ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996 κατ’ αναλογία σε καταστάσεις που είχαν μεν αρχίσει πριν από την έκδοση της εν λόγω ανακοινώσεως αλλά δεν διέπονταν από καμία άλλη νομική ρύθμιση.

(βλ. σκέψεις 507-511)

15.    Για την πλήρη απαλλαγή από το πρόστιμο ή για τη μείωσή του κατ’ εφαρμογήν του τίτλου B της ανακοινώσεως σχετικά με τη μη επιβολή προστίμων ή τη μείωση του ποσού τους στις υποθέσεις που αφορούν συμπράξεις de 1996 απαιτείται, ιδίως, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση να είναι η πρώτη που παρέσχε καθοριστικά στοιχεία προς απόδειξη της υπάρξεως της συμπράξεως. Συναφώς, ναι μεν δεν απαιτείται να είναι επαρκή τα παρασχεθέντα στοιχεία από μόνα τους προς απόδειξη της υπάρξεως της συμπράξεως, πλην όμως τα εν λόγω στοιχεία πρέπει να είναι καθοριστικά προς τούτο. Επομένως, δεν πρέπει να πρόκειται απλώς για ενδείξεις ως προς την κατεύθυνση προς την οποία πρέπει να στραφούν οι έρευνες της Επιτροπής, αλλά για αποδείξεις δυνάμενες να χρησιμοποιηθούν απευθείας ως κύρια αποδεικτικά στοιχεία, επί των οποίων να μπορεί να στηριχθεί μια απόφαση της Επιτροπής περί διαπιστώσεως παραβάσεως. Τα στοιχεία αυτά μπορούν επίσης να παρέχονται προφορικά.

Η Επιτροπή διαθέτει ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως κατά την εκτίμηση του αν η επίμαχη συνεργασία ήταν «καθοριστική» ώστε να διευκολύνει το έργο της διαπιστώσεως μιας παραβάσεως και να τη σταματήσει. Ο κοινοτικός δικαστής μπορεί να ελέγξει τις σχετικές ενέργειες της Επιτροπής μόνον όσον αφορά κάποια πρόδηλη υπέρβαση του εν λόγω περιθωρίου εκτιμήσεως.

Η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως θεωρώντας ότι μια επιχείρηση που παρέσχε, στο πλαίσιο συσκέψεως, λεπτομερή περιγραφή των δραστηριοτήτων και της λειτουργίας μιας συμπράξεως, στηριζόμενη σε έγγραφα στοιχεία που ήταν κρίσιμα προς απόδειξη της υπάρξεως της, ήταν η πρώτη υπό την έννοια του τίτλου B της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996, ενώ μια άλλη επιχείρηση είχε δώσει, στο πλαίσιο προηγούμενης συσκέψεως, μια λιγότερο λεπτομερή περιγραφή της συμπράξεως αυτής, που δεν εξέθετε σωστά το αντικείμενο και τη λειτουργία της και δεν στηριζόταν σε κανένα έγγραφο στοιχείο.

(βλ. σκέψεις 552-555, 568-569)

16.    Η εφαρμογή της αρχής non bis in idem εξαρτάται από την τριπλή προϋπόθεση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, της ταυτότητας του παραβάτη και της ταυτότητας του προστατευομένου εννόμου συμφέροντος. Συνεπώς, η αρχή αυτή απαγορεύει την επιβολή πλειόνων κυρώσεων στο ίδιο πρόσωπο για την ίδια παράνομη συμπεριφορά, προς προστασία του ίδιου εννόμου αγαθού.

Στον τομέα των κυρώσεων λόγω παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, η αρχή αυτή δεν έχει εφαρμογή σε καταστάσεις όπου οι έννομες τάξεις και οι αρμόδιες για τον ανταγωνισμό αρχές τρίτων κρατών έχουν παρέμβει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους.

Επομένως, σε περίπτωση μιας παγκόσμιας συμπράξεως, για την οποία έχουν επιβληθεί κυρώσεις τόσο από τις αρχές ανταγωνισμού τρίτου κράτους όσο και από την Επιτροπή, η εν λόγω αρχή δεν μπορεί να έχει εφαρμογή, έστω και αν τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά που απασχόλησαν τόσο τις ως άνω αρχές όσο και την Επιτροπή απορρέουν από το ίδιο σύνολο συμφωνιών, διότι τα προστατευόμενα έννομα συμφέροντα είναι διαφορετικά. Πράγματι, αποσκοπεί στη διαφύλαξη του ελεύθερου ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς, που αποτελεί, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζ΄, ΕΚ, θεμελιώδη σκοπό της Κοινότητας, ενώ, αν η διαδικασία που κίνησαν οι αρχές τρίτου κράτους αφορούσε πράξεις εφαρμογής ή αποτελέσματα συμπράξεως διαφορετικά από εκείνα που πραγματοποιήθηκαν στο έδαφός του και, ειδικότερα, στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό χώρο, τούτο θα συνιστούσε προδήλως σφετερισμό της κατά τόπον αρμοδιότητας της Επιτροπής.

Για τους ίδιους λόγους, δεν μπορούν να γίνονται δεκτές παρατηρήσεις περί επιεικείας με σκοπό τον συνυπολογισμό, στο πλαίσιο του επιβληθέντος προστίμου, του προστίμου που έχουν επιβάλει οι αρχές τρίτου κράτους.

(βλ. σκέψεις 600-605)