Language of document : ECLI:EU:T:2008:211

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 18ης Ιουνίου 2008 (*)

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά σορβικών αλάτων – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Υπολογισμός των προστίμων – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Σοβαρότητα και διάρκεια της παραβάσεως – Επιβαρυντικές περιστάσεις – Αρχή non bis in idem – Συνεργασία κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας – Πρόσβαση στον φάκελο – Διάρκεια της διαδικασίας»

Στην υπόθεση T-410/03,

Hoechst GmbH, πρώην Hoechst AG, με έδρα τη Φραγκφούρτη επί του Μάιν (Γερμανία), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους M. Klusmann και V. Turner, στη συνέχεια από τους M. Klusmann, V. Turner και M. Rüba, και τέλος εκπροσωπούμενη από τους Μ. Klusmann και V. Turner, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης αρχικώς από τους W. Mölls, O. Beynet και K. Mojzesowicz, στη συνέχεια από τους M. Mölls και K. Mojzesowicz, επικουρούμενους από τον A. Böhlke, δικηγόρο,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως, καθόσον αφορά την προσφεύγουσα, της αποφάσεως 2005/493/ΕΚ της Επιτροπής, της 1ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ κατά των εταιρειών Chisso Corporation, Daicel Chemical Industries Ltd, Hoechst AG, The Nippon Synthetic Chemical Industry Co. Ltd και Ueno Fine Chemicals Industry Ltd (υπόθεση αριθ. C.37.370 – Σορβικά άλατα) (περίληψη δημοσιευθείσα στην ΕΕ 2005, L 182, σ. 20), ή, επικουρικώς, μειώσεως του επιβληθέντος στην προσφεύγουσα προστίμου σε πρόσφορο επίπεδο,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Μ. Βηλαρά, πρόεδρο, F. Dehousse και D. Šváby, δικαστές,

γραμματέας: K. Andová, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 8ης Φεβρουαρίου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Με την απόφαση 2005/493/ΕΚ, της 1ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81 της Συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ κατά των εταιρειών Chisso Corporation, Daicel Chemical Industries Ltd, Hoechst AG, The Nippon Synthetic Chemical Industry Co. Ltd και Ueno Fine Chemicals Industry Ltd (υπόθεση αριθ. C.37.370 – Σορβικά άλατα, στο εξής: Απόφαση), η Επιτροπή διαπίστωσε ότι διάφορες επιχειρήσεις είχαν παραβεί το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ και το άρθρο 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) μετέχοντας σε σύμπραξη στην αγορά σορβικών αλάτων.

2        Οι επιχειρήσεις στις οποίες απευθύνεται η Απόφαση είναι οι Chisso Corporation, Daicel Chemical Industries Ltd (στο εξής: Daicel), The Nippon Synthetic Chemical Industry Co Ltd (στο εξής: Nippon Synthetic), Ueno Fine Chemicals Industry Ltd (στο εξής: Ueno), όλες εδρεύουσες στην Ιαπωνία, και η προσφεύγουσα, Hoechst AG, που μετονομάστηκε αργότερα σε Hoechst GmbH, εδρεύουσα στη Γερμανία.

3        Το χρονικό διάστημα που ελήφθη υπόψη για τον υπολογισμό της διάρκειας της παραβάσεως καλύπτει τις περιόδους από 31 Δεκεμβρίου 1978 μέχρι 31 Οκτωβρίου 1996 (για τις Chisso, Daicel, Ueno και Hoechst) και από 31 Δεκεμβρίου 1978 μέχρι 30 Νοεμβρίου 1995 (για τη Nippon Synthetic).

4        Ο όρος «σορβικά άλατα», υπό την έννοια της Αποφάσεως, καλύπτει χημικά συντηρητικά (μικροβιοκτόνα) που έχουν την ιδιότητα να επιβραδύνουν ή και να αποτρέπουν την ανάπτυξη μικροοργανισμών, όπως ενζύμων, βακτηριδίων, μούχλας ή μυκήτων. Χρησιμοποιούνται κατά κύριο λόγο σε τρόφιμα και ποτά. Ακόμη, τα σορβικά άλατα χρησιμεύουν ενίοτε για τη διατήρηση άλλων χαρακτηριστικών των τροφίμων, όπως είναι η γεύση, το χρώμα, η υφή και η θρεπτική αξία. Εξάλλου, τα σορβικά άλατα χρησιμεύουν για τη σταθεροποίηση άλλων κατηγοριών προϊόντων, όπως είναι τα φαρμακευτικά προϊόντα, τα καλλυντικά, οι ζωοτροφές για ζώα συντροφιάς ή για ζώα κτηνοτροφίας (αιτιολογική σκέψη 56 της Αποφάσεως).

5        Κατά την Απόφαση, διακρίνονται τρία είδη σορβικών ενώσεων («σορβικά άλατα»). Πρώτον, το σορβικό οξύ είναι το βασικό προϊόν, από το οποίο παράγονται τα λοιπά σορβικά άλατα. Η παρασκευή της ουσίας αυτής είναι τεχνικά περίπλοκη και οι εφαρμογές της είναι περιορισμένες λόγω της χαμηλής υδατοδιαλυτότητάς της. Δεύτερον, το σορβικό κάλιο είναι η ουσία που χρησιμοποιείται όταν απαιτείται υψηλή υδατοδιαλυτότητα. Τρίτον, το σορβικό ασβέστιο είναι ουσία που χρησιμοποιείται για την επίστρωση χαρτιού συσκευασίας τυριού στη Γαλλία και στην Ιταλία. Το σορβικό οξύ αντιπροσωπεύει το 30 % περίπου των πωλήσεων σορβικών αλάτων στη Δυτική Ευρώπη, το σορβικό κάλιο αντιπροσωπεύει το 70 % και το σορβικό ασβέστιο ένα μικρό απομένον μέρος (αιτιολογικές σκέψεις 57 έως 61 της Αποφάσεως).

6        Κατά την περίοδο των πραγματικών περιστατικών υπήρχαν επτά μεγάλοι προμηθευτές σορβικών αλάτων σε παγκόσμιο επίπεδο: δύο επιχειρήσεις ήταν ευρωπαϊκές (η Hoechst και η Cheminova A/S)· μια επιχείρηση ήταν αμερικανική (η Monsanto, μετονομασθείσα αργότερα σε Eastman Chemical Company)· οι τέσσερις υπόλοιπες επιχειρήσεις ήταν ιαπωνικές (οι Chisso, Daicel, Nippon Synthetic και Ueno) (αιτιολογική σκέψη 64 της Αποφάσεως).

7        Μέχρι τη μεταβίβαση, τον Σεπτέμβριο του 1997, του κλάδου δραστηριοτήτων της στον τομέα των σορβικών αλάτων σε μία από τις θυγατρικές της κατά 100 % (τη Nutrinova Nutrition Specialities & Food Ingredients GmbH, στο εξής: Nutrinova), η Hoechst ήταν η κύρια επιχείρηση στην παγκόσμια αγορά (με μερίδιο άνω του 20 % το 1995), καθώς και στην ευρωπαϊκή αγορά (με μερίδιο άνω του 45 % το 1995). Η Hoechst ακολουθείτο από τις Chisso, Daicel, Nippon Synthetic και Ueno (καθεμία από τις επιχειρήσεις αυτές είχε μερίδιο μεταξύ 9,5 και 15 % της παγκόσμιας αγοράς και μεταξύ 4 και 15 % της ευρωπαϊκής αγοράς για το ίδιο έτος) [αιτιολογικές σκέψεις 65 και 70 (πίνακας I της Αποφάσεως)].

8        Κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 4 και 5 της Αποφάσεως, οι δικηγόροι της Chisso είχαν μια συνάντηση με εκπροσώπους των υπηρεσιών της Επιτροπής, στις 29 Σεπτεμβρίου 1998, προκειμένου να εκφράσουν τη βούληση της Chisso να συνεργαστεί στο πλαίσιο της ανακοινώσεως της Επιτροπής της 18ης Ιουλίου 1996 σχετικά με τη μη επιβολή προστίμων ή τη μείωση του ποσού τους στις υποθέσεις που αφορούν συμπράξεις (ΕΕ C 207, σ. 4, στο εξής: ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996) σχετικά με μια παγκόσμια σύμπραξη στην αγορά σορβικού οξέος.

9        Στις 27 Οκτωβρίου 1998 ο δικηγόρος της Nutrinova ήλθε επίσης σε επαφή με τις υπηρεσίες της Επιτροπής για να εκφράσει τη βούλησή της να συνεργαστεί στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996.

10      Στις 29 Οκτωβρίου 1998, σε μια σύσκεψη μεταξύ των δικηγόρων της Hoechst και της Nutrinova και των υπηρεσιών της Επιτροπής, δόθηκε προφορικά μια περιγραφή της σχετικής αγοράς, των παραγωγών, των μεριδίων της αγοράς, της διαδικασίας στις Ηνωμένες Πολιτείες και των δραστηριοτήτων της συμπράξεως.

11      Στις 13 Νοεμβρίου 1998 η Chisso περιέγραψε προφορικά στις υπηρεσίες της Επιτροπής τις δραστηριότητες της συμπράξεως και παρέσχε σχετικά έγγραφα στοιχεία.

12      Στις 9 Δεκεμβρίου 1998 ο εκπρόσωπος της Chisso στη σύμπραξη έδωσε κατάθεση στις υπηρεσίες της Επιτροπής, παρέχοντας εξηγήσεις και διευκρινίσεις επί των εγγράφων που είχαν υποβληθεί στις 13 Νοεμβρίου 1998.

13      Στις 21 Δεκεμβρίου 1998 η Nutrinova υπέβαλε υπόμνημα αφορών την αγορά σορβικών αλάτων.

14      Στις 19 Μαρτίου και στις 28 Απριλίου 1999 η Nutrinova υπέβαλε υπόμνημα εκθέτον τις αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού δραστηριότητες που επηρέαζαν την αγορά σορβικών αλάτων, καθώς και σχετικά έγγραφα στοιχεία.

15      Στις 20 Απριλίου 1999 η Chisso υπέβαλε δήλωση που επιβεβαιώνει και αναπτύσσει περαιτέρω τα πρακτικά της συσκέψεως της 13ης Νοεμβρίου 1998.

16      Βάσει των στοιχείων αυτών, στις 26 Μαΐου και τις 17 Ιουνίου 1999 η Επιτροπή απηύθυνε αιτήματα παροχής πληροφοριών στις εταιρίες Daicel, Nippon Synthetic και Ueno, δυνάμει του άρθρου 11 του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ] της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25) (αιτιολογική σκέψη 6 της Αποφάσεως).

17      Στις 15 Ιουλίου 1999, στις 24 Οκτωβρίου 2001 και στις 21 Φεβρουαρίου 2002, αντιστοίχως, οι εταιρίες Nippon Synthetic, Ueno και Daicel εξέφρασαν τη βούλησή τους να συνεργαστούν στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996. Απάντησαν στα αιτήματα της Επιτροπής προς παροχή πληροφοριών (αιτιολογικές σκέψεις 7, 10 και 11 της Αποφάσεως).

18      Η Επιτροπή απηύθυνε, στη συνέχεια, και άλλα αιτήματα παροχής πληροφοριών βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού 17, με τελευταίο αυτό της 13ης Δεκεμβρίου 2002 (αιτιολογική σκέψη 21 της Αποφάσεως).

19      Μεταξύ 1998 και 2001 κινήθηκαν διώξεις στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά σχετικά με πρακτικές περί καθορισμού τιμών στον τομέα των σορβικών αλάτων. Συναφώς, επιβλήθηκαν πρόστιμα στις Daicel, Hoechst, Nippon Synthetic και Ueno (σχετικά με τη διαδικασία στις Ηνωμένες Πολιτείες) και στις Daicel, Hoechst και Ueno (σχετικά με τη διαδικασία στον Καναδά) (αιτιολογικές σκέψεις 30 έως 32 της Αποφάσεως).

20      Στις 20 Δεκεμβρίου 2002 η Επιτροπή κίνησε μια διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ και απηύθυνε ανακοίνωση αιτιάσεων στις επιχειρήσεις που είναι αποδέκτες της Αποφάσεως (αιτιολογική σκέψη 22 της Αποφάσεως).

21      Στις 24 Απριλίου 2003 οι επιχειρήσεις στις οποίες απευθυνόταν η Απόφαση έλαβαν μέρος σε ακρόαση ενώπιον της Επιτροπής (αιτιολογική σκέψη 29 της Αποφάσεως).

22      Την 1η Οκτωβρίου 2003 η διοικητική διαδικασία κατέληξε στην εκ μέρους της Επιτροπής έκδοση της Αποφάσεως.

23      Κατά το άρθρο 1 του διατακτικού της Αποφάσεως, οι ακόλουθες επιχειρήσεις παρέβησαν το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ και, από 1ης Ιανουαρίου 1994, το άρθρο 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΕΟΧ, μετέχοντας, κατά τη διάρκεια των κατωτέρω προσδιοριζόμενων περιόδων, σε περίπλοκη, ενιαία και διαρκή συμφωνία και σε εναρμονισμένες πρακτικές στον τομέα των σορβικών αλάτων, στο πλαίσιο των οποίων συμφώνησαν να καθορίζουν τιμές-στόχους και αμοιβαίες ποσοστώσεις όσον αφορά τις ποσότητες, να ακολουθούν ένα σύστημα ενημερώσεως και ελέγχου και να μην παρέχουν την απαιτούμενη τεχνολογία στους επιθυμούντες να εισέλθουν στη σχετική αγορά:

α)      η Chisso, από τις 31 Δεκεμβρίου 1978 μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 1996·

β)      η Daicel, από τις 31 Δεκεμβρίου 1978 μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 1996·

γ)      η Hoechst, από τις 31 Δεκεμβρίου 1978 μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 1996·

δ)      η Nippon Synthetic, από τις 31 Δεκεμβρίου 1978 μέχρι τις 30 Νοεμβρίου 1995·

ε)      η Ueno, από τις 31 Δεκεμβρίου 1978 μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 1996.

24      Με το άρθρο 2 του διατακτικού της Αποφάσεως η Επιτροπή διέταξε τις επιχειρήσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 1 να σταματήσουν αμέσως, αν δεν το είχαν ήδη πράξει, τις παραβάσεις περί των οποίων γίνεται λόγος στο ίδιο άρθρο και να απόσχουν στο μέλλον από κάθε πράξη ή συμπεριφορά περιγραφόμενη στο άρθρο 1, καθώς και από κάθε μέτρο με ισοδύναμο αντικείμενο ή αποτέλεσμα.

25      Βάσει των πραγματικών διαπιστώσεων και των νομικών εκτιμήσεων που περιλαμβάνονται στην Απόφαση, η Επιτροπή επέβαλε στις εν λόγω επιχειρήσεις πρόστιμα, το ύψος των οποίων υπολογίστηκε κατ’ εφαρμογήν της μεθόδου που εκτίθεται στις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑX (ΕΕ 1998, C 9, σ. 3, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές), καθώς και στην ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996.

26      Με το άρθρο 3 του διατακτικού της Αποφάσεως η Επιτροπή επέβαλε τα ακόλουθα πρόστιμα:

α)      στην Daicel: 16 600 000 ευρώ·

β)      στη Hoechst: 99 000 000 ευρώ·

γ)      στη Nippon Synthetic: 10 500 000 ευρώ·

δ)      στην Ueno: 12 300 000 ευρώ.

27      Το ύψος του προστίμου που επιβλήθηκε στη Hoechst λαμβάνει υπόψη ιδίως τον ηγετικό ρόλο της στη σύμπραξη (ή «ρόλο πρωτοστάτη») τον οποίο η εταιρία αυτή είχε από κοινού με την Daicel, καθώς και την υποτροπή της στη διάπραξη της παραβάσεως (αιτιολογικές σκέψεις 363 έως 373 της Αποφάσεως). Πάντως, στη Hoechst χορηγήθηκε μείωση του προστίμου κατά 50 % λόγω της συνεργασίας της στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας (αιτιολογικές σκέψεις 455 έως 466 της Αποφάσεως).

28      Η Επιτροπή θεώρησε ότι η Chisso ήταν η πρώτη που παρέσχε καθοριστικά αποδεικτικά στοιχεία για τη σχετική έρευνα. Στο πλαίσιο αυτό, χορηγήθηκε στην εν λόγω επιχείρηση πλήρης απαλλαγή και δεν της επιβλήθηκε πρόστιμο (αιτιολογικές σκέψεις 439 έως 447 της Αποφάσεως).

29      Η Απόφαση κοινοποιήθηκε στη Hoechst στις 9 Οκτωβρίου 2003, με έγγραφο της 8ης Οκτωβρίου 2003.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

30      Με δικόγραφο που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 18 Δεκεμβρίου 2003, η Hoechst άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

31      Στις 16 Δεκεμβρίου 2004 το Πρωτοδικείο απέρριψε την αίτηση παρεμβάσεως της Chisso (διάταξη του Πρωτοδικείου της 16ης Δεκεμβρίου 2004, T-410/03, Hoechst κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, 2004, σ. II-4451).

32      Στις 2 Μαρτίου 2006 η Επιτροπή κλήθηκε να απαντήσει σε ερώτηση που της έθεσε το Πρωτοδικείο και να προσκομίσει, πρώτον, έγγραφα που περιλαμβάνονται στον φάκελο της έρευνας, στη μορφή με την οποία αυτά είχαν γνωστοποιηθεί στη Hoechst, και, δεύτερον, ένα μη εμπιστευτικό κείμενο ή μία μη εμπιστευτική περίληψη του εγγράφου της Chisso της 17ης Δεκεμβρίου 2002, μαζί με τα παραρτήματά του. Η Επιτροπή ανταποκρίθηκε στο αίτημα αυτό εμπροθέσμως. Όσον αφορά το έγγραφο της Chisso της 17ης Δεκεμβρίου 2002, με τα παραρτήματά του, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η Chisso δέχθηκε να χρησιμοποιηθούν τα πρωτότυπα των εγγράφων μόνο για τους σκοπούς της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου.

33      Στις 5 Απριλίου 2006 η απάντηση της Επιτροπής και τα έγγραφα που αυτή προσκόμισε κοινοποιήθηκαν στη Hoechst.

34      Στις 18 Μαΐου 2006 η Hoechst κλήθηκε να καταθέσει τις παρατηρήσεις της επί της απαντήσεως της Επιτροπής. Ειδικότερα, η Hoechst κλήθηκε να εξηγήσει πώς η μη αποκάλυψη του εγγράφου της Chisso της 17ης Δεκεμβρίου 2002, με τα παραρτήματά του, με τη μορφή με την οποία η Επιτροπή το κατέθεσε ενώπιον του Πρωτοδικείου, την εμπόδισε να λάβει γνώση εγγράφων στοιχείων που θα μπορούσαν να είναι χρήσιμα για την άμυνά της, προσβάλλοντας, με τον τρόπο αυτό, τα δικαιώματα άμυνάς της. Με έγγραφο της 16ης Ιουνίου 2006 η Hoechst απάντησε στην ερώτηση αυτή εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

35      Στις 12 Ιουλίου 2006 η Επιτροπή κλήθηκε να καταθέσει τις παρατηρήσεις της επί ορισμένων σημείων της απαντήσεως της Hoechst. Με έγγραφο της 5ης Σεπτεμβρίου 2006 η Επιτροπή κατέθεσε τις παρατηρήσεις της εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

36      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (πέμπτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

37      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις που υπέβαλε το Πρωτοδικείο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 8ης Φεβρουαρίου 2007.

38      Κατά τη διάρκεια της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, το Πρωτοδικείο διέταξε την Επιτροπή, βάσει του άρθρου 65, στοιχείο β΄, και του άρθρου 67, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, να προσκομίσει, εντός προθεσμίας τριών εβδομάδων από την ημερομηνία της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, τα εσωτερικά σημειώματα σχετικά με τις τηλεφωνικές συνομιλίες, που είχαν πραγματοποιηθεί από τον Σεπτέμβριο του 1998 μέχρι τον Απρίλιο του 1999 μεταξύ των υπηρεσιών της και της Chisso.

39      Η διάταξη του Πρωτοδικείου, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, κοινοποιήθηκε στους διαδίκους στις 13 Φεβρουαρίου 2007.

40      Η Επιτροπή συμμορφώθηκε εμπροθέσμως προς το αίτημα του Πρωτοδικείου.

41      Σύμφωνα με το άρθρο 67, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα έγγραφα που διαβίβασε η Επιτροπή δεν κοινοποιήθηκαν στην προσφεύγουσα κατά τη διάρκεια της εκ μέρους του Πρωτοδικείου εξετάσεως του εμπιστευτικού τους χαρακτήρα και της σημασίας τους για την επίλυση της διαφοράς.

42      Η προφορική διαδικασία περατώθηκε στις 30 Απριλίου 2007.

43      Στις 11 Μαΐου 2007 οι διάδικοι ενημερώθηκαν περί της αποφάσεως του Πρωτοδικείου να αποσύρει από τη δικογραφία τα εσωτερικά σημειώματα περί των οποίων γίνεται λόγος στη σκέψη 38 ανωτέρω και να τα επιστρέψει στην Επιτροπή.

44      Η Hoechst ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει την Απόφαση καθόσον την αφορά·

–        επικουρικώς, να μειώσει το ύψος του προστίμου που της επιβλήθηκε με την Απόφαση σε πρόσφορο επίπεδο·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

45      Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τη Hoechst στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

46      Η προσφυγή της Hoechst στηρίζεται σε δεκατρείς λόγους.

47      Πρέπει να σημειωθεί συναφώς ότι, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, από τη μελέτη των προβαλλομένων επιχειρημάτων μπορεί να προσδιοριστεί το περιεχόμενο των λόγων που προβάλλει η Hoechst προς στήριξη των αιτημάτων της.

48      Έτσι, με τον πρώτο και τον τέταρτο λόγο σκοπείται η ακύρωση της Αποφάσεως στο σύνολό της, καθόσον αφορά τη Hoechst.

49      Με τον δέκατο τρίτο λόγο σκοπείται η μερική ακύρωση του διατακτικού της Αποφάσεως, ήτοι του άρθρου 2, καθόσον αφορά τη Hoechst.

50      Τέλος, με τους λοιπούς προβαλλόμενους λόγους ζητείται μείωση του προστίμου.

I –  Επί των λόγων με τους οποίους ζητείται η ακύρωση της Αποφάσεως στο σύνολό της καθόσον αφορά τη Hoechst

51      Με τον πρώτο λόγο η Hoechst βάλλει κατά της αρνήσεως της Επιτροπής να δεχθεί την πρόσβασή της σε απαλλακτικά υπέρ αυτής έγγραφα. Στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου, η Hoechst επικαλείται το γεγονός ότι ο φάκελος του συμβούλου ακροάσεων είναι ελλιπής.

 Επί του πρώτου λόγου, που στηρίζεται στην άρνηση προσβάσεως σε απαλλακτικά έγγραφα

1.     Περίληψη της διοικητικής διαδικασίας και της Αποφάσεως

52      Σε μια σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στις 13 Νοεμβρίου 1998 μεταξύ Chisso και Επιτροπής, ένας από τους επιφορτισμένους με τον σχετικό φάκελο υπαλλήλους της Επιτροπής διαβεβαίωσε την επιχείρηση αυτή ότι «θα την προειδοποιούσε αν κάποια άλλη επιχείρηση επιχειρούσε να επιδείξει μεγαλύτερη προθυμία έναντι της Chisso στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί συνεργασίας».

53      Στις 9 Δεκεμβρίου 1998 ο εκπρόσωπος της Chisso στη σύμπραξη έδωσε προφορική κατάθεση ενώπιον των υπηρεσιών της Επιτροπής.

54      Στις 5 Μαρτίου 1999, στο πλαίσιο μιας τηλεφωνικής συνομιλίας με τις υπηρεσίες της Επιτροπής, η Nutrinova ζήτησε να διοργανωθεί μια σύσκεψη, χωρίς όμως να δοθεί συνέχεια στο αίτημα αυτό.

55      Στις 20 Δεκεμβρίου 2002 η Επιτροπή κίνησε διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ και απηύθυνε ανακοίνωση αιτιάσεων στις επιχειρήσεις που είναι αποδέκτες της Αποφάσεως. Την ίδια ημέρα δόθηκε στις επιχειρήσεις πρόσβαση στον διοικητικό φάκελο της υποθέσεως, με τη μορφή δύο CD-ROM που περιελάμβαναν πλήρη αντίγραφα των σχετικών εγγράφων, εκτός των απόρρητων επιχειρηματικών στοιχείων και άλλων εμπιστευτικών πληροφοριών (αιτιολογικές σκέψεις 22 και 23 της Αποφάσεως).

56      Τα πρακτικά της συσκέψεως της 13ης Νοεμβρίου 1998, που συνέταξε η Επιτροπή, περιλαμβάνονταν στον φάκελο.

57      Με έγγραφο της 22ας Ιανουαρίου 2003, απευθυνόμενο στον σύμβουλο ακροάσεων, η Hoechst, μαζί με τη Nutrinova, ζήτησαν μέσω των δικηγόρων τους πρόσβαση στα εσωτερικά έγγραφα που αφορούσαν τις τηλεφωνικές επαφές μεταξύ Επιτροπής και Chisso, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στο διάστημα μεταξύ Σεπτεμβρίου του 1998 και τέλους Απριλίου του 1999. Ζήτησαν επίσης πρόσβαση σε ένα έγγραφο της Chisso με ημερομηνία 17 Δεκεμβρίου 2002, μη εμπιστευτικό κείμενο του οποίου περιλαμβανόταν στον φάκελο.

58      Όσον αφορά τα εσωτερικά έγγραφα σχετικά με τις τηλεφωνικές επαφές μεταξύ Επιτροπής και Chisso, οι δικηγόροι της Hoechst και της Nutrinova υπενθύμισαν τα στοιχεία που περιλαμβάνονταν στα πρακτικά της συσκέψεως της 13ης Νοεμβρίου 1998 και εξέθεσαν τα ακόλουθα:

«Αποτελεί ουσιώδες ζήτημα για τους πελάτες μας το αν και σε ποιο βαθμό δόθηκαν διαβεβαιώσεις από υπαλλήλους της Επιτροπής το διάστημα κατά το οποίο οι πελάτες μας συνεργάζονταν με αυτήν.»

59      Όσον αφορά το έγγραφο της Chisso με ημερομηνία 17 Δεκεμβρίου 2002, οι δικηγόροι της Hoechst και της Nutrinova σημείωσαν ειδικότερα ότι ένα παράρτημα του εγγράφου αυτού, ήτοι ένα έγγραφο της 26ης Μαρτίου 1999, ετιτλοφορείτο «[Προς] την Επιτροπή σχετικά με τη συνεργασία της Chisso με τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού». Προσέθεσαν τα εξής:

«Όλα τα επιχειρήματα σχετικά με τη συνεργασία της Chisso ή –πιο σημαντικά– κάθε αναφορά σε επαφές που είχε η Chisso την περίοδο εκείνη με υπαλλήλους της Επιτροπής μπορούν να έχουν ιδιαίτερη χρησιμότητα για την την άμυνα των πελατών μας.»

60      Με έγγραφο της 24ης Φεβρουαρίου 2003 ο σύμβουλος ακροάσεων αρνήθηκε να δεχθεί τα αιτήματα που διατυπώνονταν με το έγγραφο της 22ας Ιανουαρίου 2003.

61      Ο σύμβουλος ακροάσεων εξέθεσε, συναφώς, ότι τα σημειώματα σχετικά με τις τηλεφωνικές συνομιλίες μεταξύ Chisso και Επιτροπής ήταν εσωτερικά έγγραφα, οπότε δεν ήταν προσβάσιμα. Ελλείψει καθοριστικής σημασίας αποδείξεων περί του αντιθέτου, τεκμαίρεται ότι η Επιτροπή προέβη σε αντικειμενική ανάλυση των χρήσιμων για τη Hoechst πληροφοριών. Εξάλλου, όσον αφορά το έγγραφο της Chisso της 17ης Δεκεμβρίου 2002 (και εκείνο της 26ης Μαρτίου 1999 που περιλαμβάνεται σε παράρτημα του εγγράφου αυτού), ο σύμβουλος ακροάσεων σημείωσε ότι η Chisso είχε ζητήσει εμπιστευτική μεταχείριση των εγγράφων αυτών.

62      Στις 7 Μαρτίου 2003 η Hoechst επανέλαβε, με τη Nutrinova, μέσω των δικηγόρων τους, τα αιτήματα που περιλαμβάνονταν στο έγγραφο της 22ας Ιανουαρίου 2003, στο πλαίσιο της απαντήσεώς τους στην ανακοίνωση αιτιάσεων. Ειδικότερα, η Hoechst επέμεινε, μαζί με τη Nutrinova, να έχει πρόσβαση στον φάκελο, αναπτύσσοντας επιχειρήματα σχετικά με την άνιση μεταχείριση που της επιφυλάχθηκε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.

63      Στις 23 Σεπτεμβρίου 2003 ο σύμβουλος ακροάσεων κατέθεσε την τελική έκθεσή του στην υπόθεση αυτή (ΕΕ 2005, C 173, σ. 5). Στην εν λόγω έκθεση σημείωσε μεταξύ άλλων τα εξής:

«[…] ενημέρωσα τα μέρη, με επιστολή της 24ης Φεβρουαρίου 2003, ότι κατά την παρούσα φάση της διαδικασίας δεν επρόκειτο να χορηγηθεί περαιτέρω πρόσβαση στο φάκελο. Τους εξήγησα ότι οι σημειώσεις των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων μεταξύ των μερών και υπαλλήλων της Επιτροπής αποτελούν εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής, η πρόσβαση στα οποία, [καταρχήν,] δεν επιτρέπεται. Στην παρούσα υπόθεση, η Επιτροπή είχε, κατ’ εξαίρεση κοινοποιήσει ορισμένες από τις σημειώσεις του φακέλου και είχε αναφερθεί σε αυτές στην κοινοποίηση αιτιάσεων, με σκοπό να εξηγήσει τα πραγματικά περιστατικά και τις ημερομηνίες των συναντήσεων των υπαλλήλων της Επιτροπής με τους διάφορους παραλήπτες. Όσον αφορά τις επιστολές της Chisso, η τελευταία είχε ζητήσει εμπιστευτική μεταχείριση σχετικά με τις επιστολές αυτές, ενώ στα μέρη είχε διαβιβαστεί μη εμπιστευτική περίληψη των επιστολών.»

64      Μια υποσημείωση στο εδάφιο αυτό ανέφερε τα ακόλουθα:

«[Ο δικηγόρος] της Chisso, μετά το πέρας της επίσημης ακρόασης ανταποκρινόμενος στο αίτημά μου να επανεξετάσει τον εμπιστευτικό χαρακτήρα της επιστολής που εστάλη στην Επιτροπή στις 26 Μαρτίου 1999, επιβεβαίωσε την άποψή του ότι το έγγραφο περιείχε επαγγελματικά μυστικά και συνεπώς ήταν απόρρητο.»

65      Ο σύμβουλος ακροάσεων σημείωσε στη συνέχεια στην τελική έκθεσή του:

«Συνεπεία των ισχυρισμών των Hoechst και Nutrinova, έδωσα ιδιαίτερη προσοχή στα συμπεράσματα της Επιτροπής σχετικά με το θέμα της επιείκειας στο παρόν σχέδιο απόφασης και εξέτασα επίσης –όπου υπήρχαν– τις εσωτερικές σημειώσεις των υπηρεσιών της Επιτροπής. Έτσι διαπίστωσα ότι οι ανησυχίες που διατύπωσαν οι Hoechst και Nutrinova είναι σε μεγάλο βαθμό αμφισβητήσιμες αν ληφθούν υπόψη τα συμπεράσματα που περιλαμβάνονται στο σχέδιο απόφασης σχετικά με το θέμα της επιείκειας. Επίσης διαπίστωσα ότι οι ενέργειες των υπηρεσιών της Επιτροπής έναντι των μερών δεν είχαν κανένα αντίκτυπο στην έκβαση της υπόθεσης. Επιβεβαιώνω επίσης ότι δεν απαιτείται καμία συμπληρωματική πρόσβαση στον φάκελο για να ικανοποιηθούν τα δικαιώματα υπεράσπισης της Hoechst. Ούτε τα εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής ούτε τα έγγραφα που προσκόμισε η Chisso παρέχουν [κάποιο] συμπληρωματικό ενοχοποιητικό ή απαλλακτικό στοιχείο που θα ήταν αναγκαίο να τεθεί στη διάθεση της Hoechst.»

66      Την 1η Οκτωβρίου 2003 η Επιτροπή εξέδωσε την Απόφαση και απάντησε, με τις αιτιολογικές σκέψεις 26 και 27, στα αιτήματα της Hoechst με τον ακόλουθο τρόπο:

«26. Όσον αφορά τα έγγραφα ή τα τμήματα εγγράφων που κατέθεσε η Chisso και για τα οποία ζήτησε σχετική προστασία λόγω “επιχειρηματικού απορρήτου”, η μη ανακοίνωσή τους στα λοιπά μέρη προστατεύει τα θεμιτά εμπορικά συμφέροντα της εταιρίας αυτής. Η προστασία αυτή εμποδίζει τα λοιπά μέρη να λάβουν στρατηγικές πληροφορίες περί των εμπορικών συμφερόντων της Chisso και περί της αναπτύξεως και της εξελίξεως των δραστηριοτήτων της, σύμφωνα με το άρθρο 20 του κανονισμού 17 και την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τους κανόνες εσωτερικών διαδικασιών για την εξέταση αιτημάτων προσβάσεως σε φάκελο σε περιπτώσεις εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης ΕΚ, των άρθρων 65 και 66 της Συνθήκης ΕΚΑX και του κανονισμού (EΟK) 4064/89 του Συμβουλίου.

27. Δεύτερον, όσον αφορά την πρόσβαση σε εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής, σύμφωνα με πάγια νομολογία, προς εξασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να παρέχει πρόσβαση σε εσωτερικά έγγραφα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Επιπλέον, όσον αφορά τις επαφές με τις επιχειρήσεις στο πλαίσιο της συνεργασίας τους, η Επιτροπή θεωρεί ότι η συλλογιστική της Hoechst στηρίζεται σε θεμελιωδώς εσφαλμένη βάση. Η συμπληρωματική πρόσβαση στα εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής ουδόλως ενισχύει τα δικαιώματα άμυνας των επιχειρήσεων αλλ’ ούτε και συμβάλλει στο να προσδιοριστεί ποια ήταν η πρώτη επιχείρηση που παρέσχε καθοριστικής σημασίας αποδείξεις. Πράγματι, η παρούσα εκτίμηση θα πραγματοποιηθεί αποκλειστικά βάσει των εγγράφων που παρέσχαν οι επιχειρήσεις και στα οποία είχαν πρόσβαση τα ενδιαφερόμενα μέρη.»

2.     Επιχειρήματα των διαδίκων

 Τα επιχειρήματα της Hoechst

67      Η Hoechst εκθέτει ότι μόνο μετά από την ανάγνωση της ανακοινώσεως αιτιάσεων αντιλήφθηκε ότι, στην αρχή της διαδικασίας, ως επί το πλείστον παράλληλα με την ίδια, η Chisso είχε συνεργαστεί με την Επιτροπή επικαλούμενη την ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996. Συγχρόνως, χάρη στα έγγραφα στα οποία είχε πρόσβαση, η Hoechst ανακάλυψε παρατυπίες κατά τη διοικητική διαδικασία. Η Hoechst υπογραμμίζει συναφώς ότι, με τον όγδοο λόγο της, αμφισβητεί το γεγονός ότι η Chisso παρέσχε τα πρώτα στοιχεία προς απόδειξη της υπάρξεως της συμπράξεως στις 13 Νοεμβρίου 1998.

68      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου η Hoechst βάλλει, πρώτον, κατά της αρνήσεως προσβάσεως στα εσωτερικά έγγραφα σχετικά με τις επαφές μεταξύ Επιτροπής και Chisso. Δεύτερον, η Hoechst βάλλει κατά της αρνήσεως προσβάσεως σε ένα έγγραφο της Chisso της 17ης Δεκεμβρίου 2002, με τα παραρτήματά του. Τρίτον, η Hoechst επικαλείται το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν δέχθηκε το αίτημά της προς διενέργεια νέων ερευνών. Εξάλλου, η Hoechst ζητεί τη λήψη μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας.

 Επί της αρνήσεως προσβάσεως σε έγγραφα σχετικά με τις επαφές μεταξύ Επιτροπής και Chisso

69      Η Επιτροπή φέρεται ότι αρνήθηκε στη Hoechst την πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα που είχε αποστείλει η Chisso καθώς και σε σημειώματα που συνέταξε η Επιτροπή σχετικά με τις συναντήσεις και τις τηλεφωνικές επαφές με την Chisso. Αν η Hoechst είχε λάβει γνώση των σχετικών στοιχείων, θα μπορούσε να έχει πλήρη αντίληψη των επαφών μεταξύ Επιτροπής και Chisso και, κατά συνέπεια, να αποδείξει πιο εύκολα ότι εκείνη, και όχι η Chisso, ήταν η πρώτη, χρονικά αλλά και ως προς το περιεχόμενο, που προσκόμισε καθοριστικής σημασίας αποδείξεις για την ύπαρξη της συμπράξεως, οπότε θα έπρεπε να της χορηγηθεί μείωση του προστίμου της. Η Hoechst θα μπορούσε επίσης να αποδείξει καλύτερα ότι οι πράξεις συνεργασίας της Chisso είχαν επηρεαστεί από τις πληροφορίες της Επιτροπής.

70      Παραπέμποντας στις αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 29ης Ιουνίου 1995, T-36/91, ICI κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. II-1847, σκέψη 69), της 28ης Απριλίου 1999, T-221/95, Endemol κατά Επιτροπής (Συλλογή σ. II-1299, σκέψη 65), και της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, T-191/98, T-212/98 έως T-214/98, Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. II-3275, σκέψη 334), η Hoechst υπογραμμίζει ότι το δικαίωμα του ενδιαφερομένου να συμβουλευθεί τον διοικητικό φάκελο είναι μία από τις θεμελιώδεις εγγυήσεις του κοινοτικού δικαίου επί διαδικαστικών θεμάτων προς προστασία των δικαιωμάτων άμυνας των αποδεκτών κάθε ανακοινώσεως αιτιάσεων. Το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο θα πρέπει να εγγυάται ιδίως την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος προηγουμένης ακροάσεως, καθόσον παρέχει τη δυνατότητα στον ενδιαφερόμενο να γνωρίσει και να εκτιμήσει τις αποδείξεις που λαμβάνει υπόψη η Επιτροπή στο πλαίσιο της ανακοινώσεως αιτιάσεων και, ει δυνατόν, να τις αντικρούσει με την απάντησή του. Καθήκον της Επιτροπής είναι να παρέχει πρόσβαση, καταρχήν, στο σύνολο του φακέλου. Διαφορετική λύση είναι δυνατή μόνον για τα εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής, καθώς και για έγγραφα περιλαμβάνοντα απόρρητα επιχειρηματικά στοιχεία τρίτων.

71      Η Hoechst εκθέτει επίσης ότι η αρχή της ισότητας των όπλων συνεπάγεται ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να αποφασίζει μόνη αν και σε ποιο βαθμό θα παράσχει πρόσβαση σε έγγραφα τα οποία κάποιος ενδιαφερόμενος θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ως απαλλακτικά στοιχεία. Προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας θα υφίστατο αν ήταν δυνατό να αποδειχθεί ότι η διοικητική διαδικασία θα είχε άλλη έκβαση σε περίπτωση που η Hoechst είχε πρόσβαση στα σχετικά απαλλακτικά έγγραφα. Για τα έγγραφα που δεν περιλαμβάνονται στον φάκελο, η Hoechst όφειλε να ζητήσει ρητά να της επιτραπεί να τα μελετήσει.

72      Εν προκειμένω, η Hoechst υπογράμμισε σαφέστατα ότι όλες οι σημειώσεις όσον αφορά τις τηλεφωνικές συνομιλίες που πραγματοποιήθηκαν από τον Σεπτέμβριο του 1998 μέχρι τον Απρίλιο του 1999 μεταξύ εκπροσώπων της Επιτροπής και της Chisso ήταν σημαντικές για την άμυνά της, διότι μπορούσαν να είναι απαλλακτικά έγγραφα, παρέχοντα τη δυνατότητα να αποδειχθεί μεροληπτική στάση κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας την περίοδο εκείνη.

73      Από τα μέρη του φακέλου που μπόρεσε να μελετήσει η Hoechst μπορεί να διαπιστωθεί μιαν άνιση μεταχείριση σε βάρος της σε σχέση με την Chisso.

74      Πρώτον, η Επιτροπή δέχθηκε έναντι της Chisso, το φθινόπωρο του 1998, αυτά που αρνείτο ταυτόχρονα στη Hoechst, ήτοι την αναγνώριση προφορικών μαρτυριών ως πράξεων συνεργασίας. Ταυτόχρονα, η Επιτροπή κάλεσε με δική της πρωτοβουλία την Chisso σε συσκέψεις με την ίδια, ενώ ηρνείτο τις ίδιες συσκέψεις στη Hoechst. Ειδικότερα, ένα εσωτερικό σημείωμα της Επιτροπής της 9ης Νοεμβρίου 1998 ανέφερε ότι «οι δικηγόροι [της Chisso ήταν] τουλάχιστον σύμφωνοι για τη διενέργεια των συμφωνηθεισών συσκέψεων, αφού προσκλήθηκαν [τηλεφωνικώς] προς τούτο από τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού». Οι σχετικές επανειλημμένες τηλεφωνικές κλήσεις της Επιτροπής αποτελούν ένδειξη της μεροληπτικής στάσεώς της κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας.

75      Δεύτερον, αποδεικνύεται επιπλέον ότι κατά τη διάρκεια της ως άνω καθοριστικής σημασίας περιόδου της διαδικασίας, δηλαδή προς το τέλος του 1998, η Chisso είχε λάβει παρανόμως την υπόσχεση εκ μέρους της Επιτροπής ότι θα «επροειδοποιείτο» αν άλλες επιχειρήσεις επεδείκνυαν μεγαλύτερη προθυμία έναντι αυτής στον τομέα της συνεργασίας. Τέτοιου είδους μεροληπτικές προειδοποιήσεις είναι όχι μόνον αθέμιτες καθαυτές, αλλά επίσης χρήσιμες για την άμυνα της Hoechst. Η άμυνα αυτή εξαρτάται ουσιαστικά από το αν και σε ποιο βαθμό η Επιτροπή έδωσε στην Chisso τέτοιες «προειδοποιήσεις» ή ενδείξεις σχετικά με την έκταση της συνεργασίας της Hoechst. Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της χρηστής διοικήσεως περιλαμβάνει την υποχρέωση του αρμοδίου κοινοτικού οργάνου να ερευνά, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα στοιχεία της κάθε περιπτώσεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Μαρτίου 2002, T‑31/99, ABB Asea Brown Boveri κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-1881, σκέψη 99). Ακόμα και αν υποτεθεί ότι η Chisso δεν είχε προειδοποιηθεί από την Επιτροπή, τούτο ουδόλως αποδυναμώνει την αιτίαση που αντλείται από το γεγονός ότι η τελευταία δήλωσε εν πάση περιπτώσει την προθυμία της να δώσει μια τέτοια προειδοποίηση. Και μόνη αυτή η προσβολή της αρχής της χρηστής διοικήσεως αρκεί για να δικαιολογήσει τη χορήγηση στη Hoechst ενός διευρυμένου δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο προκειμένου να διαφυλάξει τα δικαιώματα άμυνας που έχει.

76      Υπό τις συνθήκες αυτές, όλα τα έγγραφα που αφορούν τις επαφές μεταξύ των δικηγόρων της Chisso και των επιφορτισμένων με την εν λόγω υπόθεση υπαλλήλων της Επιτροπής είναι σημαντικά για την άμυνα της Hoechst, καθόσον αποτελούν απαλλακτικά υπέρ αυτής έγγραφα. Η Hoechst εξέθεσε την άποψη αυτή επανειλημμένα, τόσο εγγράφως (υπόψη του συμβούλου ακροάσεων και του προϊσταμένου τμήματος της Επιτροπής που ήταν υπεύθυνος για την υπόθεση) όσο και κατά την ακρόαση της 24ης Απριλίου 2003.

77      Όμως, ο σύμβουλος ακροάσεων απέρριψε τα αιτήματα αυτά, με έγγραφο της 24ης Φεβρουαρίου 2003 απευθυνόμενο στους δικηγόρους της Hoechst και της Nutrinova, εκθέτοντας μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:

«Ελλείψει καθοριστικής σημασίας αποδείξεων περί του αντιθέτου, τεκμαίρεται ότι η Επιτροπή προέβη σε αντικειμενική ανάλυση των χρήσιμων για τ[ους] πελάτ[ες] σας πληροφοριών. Το έγγραφό σας δεν περιλαμβάνει καμία πειστική απόδειξη περί του αντιθέτου. Επιπλέον, ο λόγος (που προαναφέρεται) ο οποίος προβάλλεται προς στήριξη του εν λόγω αιτήματος συμπληρωματικής προσβάσεως στον φάκελο δεν είναι πρόσφορος για να επιτρέψει μια τέτοια πρόσβαση σε έγγραφα· ειδικότερα, δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά το ζήτημα της εφαρμογής της ανακοινώσεως περί συνεργασίας στην περίπτωση αυτή.»

78      Τα επιχειρήματα αυτά αποδεικνύουν ότι ο σύμβουλος ακροάσεων, την ευθύνη για τις πράξεις του οποίου φέρει η Επιτροπή, υπερέβη τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντά του ως εγγυητής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας. Σύμφωνα με τη νομολογία, από κάποιον ενδιαφερόμενο που ζητεί ευρύτερη πρόσβαση σε διοικητικό φάκελο μπορεί μόνον να ζητείται να αποδείξει με βάσιμα επιχειρήματα ποια έγγραφα μπορούν να έχουν ενδιαφέρον για την άμυνά του και για ποιο λόγο (απόφαση Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 70 ανωτέρω, σκέψη 335). Η εκτίμηση του ενδιαφέροντος για την άμυνα αυτή πρέπει να πραγματοποιείται από πλευράς του αμυνομένου, ενώ ούτε ο υπεύθυνος για την υπόθεση υπάλληλος της Επιτροπής ούτε ο σύμβουλος ακροάσεων είναι αρμόδιοι για να αποφασίσουν ποια έγγραφα μπορούν να χρησιμεύσουν ως απαλλακτικά.

79      Επικαλούμενη επίσης την απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Ιουνίου 1995, T-30/91, Solvay κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. II-1775, σκέψεις 81 και 83), η Hoechst υπογραμμίζει ότι, όταν μια υπόθεση απαιτεί δυσχερείς και περίπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις, η Επιτροπή πρέπει να ενεργεί έτσι ώστε οι αποδέκτες μιας αποφάσεως να γνωρίζουν τα ίδια πραγματικά περιστατικά όπως και η ίδια και τα λοιπά ενδιαφερόμενα μέρη. Η αρχή αυτή ισχύει επίσης για τα εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής που αφορούν τις επαφές με την Chisso, στα οποία η Hoechst ζήτησε να έχει πρόσβαση προκειμένου να διαφυλάξει τα δικαιώματά της. Παραπέμποντας στην απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Μαρτίου 2002, T-9/99, HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. II-1487, σκέψη 40), η Hoechst εκθέτει ότι τα εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής πρέπει να γνωστοποιούνται όταν προσκομίζονται σοβαρές ενδείξεις ότι οι εξαιρετικές περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως απαιτούν κάτι τέτοιο. Η πρόσβαση σε εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής πρέπει να χορηγείται όταν αυτά χρησιμεύουν προς απόδειξη παραβιάσεως της αρχής της νομιμότητας από την Επιτροπή (διάταξη του Δικαστηρίου της 18ης Ιουνίου 1986, 156/84, BAT και Reynolds κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 1899, σκέψη 11).

80      Όσον αφορά την εκ μέρους του συμβούλου ακροάσεων αναφορά στην εφαρμογή εν προκειμένω της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996, η Hoechst σημειώνει ότι δεν μπορεί να εναπόκειται στον σύμβουλο ακροάσεων να προβλέπει τη μελλοντική αιτιολογία της αποφάσεως της Επιτροπής και να στηρίζει τις διαδικαστικής φύσεως αποφάσεις του σ’ αυτή τη μελλοντική αιτιολογία. Δεν μπορεί ούτε να γνωρίζει ούτε να αποφασίζει ποιες θα είναι οι αιτιολογίες που θα δεχθούν τα μέλη της Επιτροπής και δεν έχει ούτε την αρμοδιότητα ούτε το δικαίωμα να αποφασίσει μόνος του για το ενδιαφέρον που μπορούν να έχουν, για την άμυνα του ενδιαφερομένου, έγγραφα έχοντα ενδεχομένως απαλλακτικό χαρακτήρα (απόφαση Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 70 ανωτέρω, σκέψη 339).

81      Στο πλαίσιο αυτό, η Hoechst ζητεί από το Πρωτοδικείο τη λήψη μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, συνιστάμενα σε διαταγή προς την Επιτροπή να παράσχει τη δυνατότητα στην ίδια και στο Πρωτοδικείο να μελετήσουν, στο πλήρες κείμενό τους, όλα τα έγγραφα που περιλαμβάνονται στον διοικητικό φάκελο, ή τα οποία βρίσκονται με άλλο τρόπο στην κατοχή της Επιτροπής, από τα οποία μπορεί να διαπιστωθεί ποιο ήταν το περιεχόμενο των επαφών μεταξύ δικηγόρων της Chisso και εκπροσώπων της Επιτροπής μεταξύ Σεπτεμβρίου 1998 και Απριλίου 1999. Εξάλλου, ως μέτρο αποδείξεως, η Hoechst ζητεί να κληθούν να καταθέσουν ως μάρτυρες οι δύο υπάλληλοι της Επιτροπής που ήταν επιφορτισμένοι με την υπόθεση την περίοδο εκείνη.

 Επί της αρνήσεως προσβάσεως σε ένα έγγραφο της Chisso της 17ης Δεκεμβρίου 2002 με τα παραρτήματά του

82      Η Hoechst εκθέτει ότι υποστήριξε, ήδη πριν από την έκδοση της Αποφάσεως, ότι ένα έγγραφο των δικηγόρων της Chisso της 17ης Δεκεμβρίου 2002, που βρίσκεται στον διοικητικό φάκελο, αλλά του οποίου το περιεχόμενο είχε αποκρυβεί σχεδόν στο σύνολό του, έπρεπε να περιλαμβάνεται στον φάκελο χωρίς να έχει απαλειφθεί κανένα μέρος του. Η Hoechst υπογράμμισε ότι τα παραρτήματα του εγγράφου αυτού, περιλαμβανομένου ενός άλλου εγγράφου της 26ης Μαρτίου 1999, που, σύμφωνα με τα περιεχόμενά του, αφορούσε τη συνεργασία της Chisso με την Επιτροπή, είχαν μεγάλη σημασία για την άμυνά της.

83      Καθόσον το έγγραφο αυτό αφορούσε, όπως μπορεί να συναχθεί από τα προσβάσιμα στοιχεία του φακέλου, απλώς το περιεχόμενο ή νομικά ζητήματα της συνεργασίας της Chisso και την εκτίμησή της, η Hoechst θεωρεί ότι δεν υπάρχει επαρκής δικαιολογία που να εμποδίζει την ανακοίνωσή του.

84      Η Hoechst προσθέτει ότι το έγγραφο της Chisso μπορούσε να περιέχει επιβαρυντικά στοιχεία (για παράδειγμα, στην περίπτωση που η Chisso την κατηγορούσε ότι είχε ηγετικό ρόλο στη σύμπραξη), οπότε η Επιτροπή θα όφειλε να παράσχει αμέσως και αυτοβούλως πρόσβαση στα σχετικά στοιχεία. Αντιστρόφως, σε περίπτωση ενδείξεων περί δυσμενών διακρίσεων όπως είναι οι διαδικαστικές παρατυπίες της Επιτροπής που σημειώθηκαν προηγουμένως, το έγγραφο της Chisso θα μπορούσε να έχει απαλλακτικό χαρακτήρα. Στην περίπτωση αυτή, το εν λόγω έγγραφο έπρεπε να διαβιβαστεί το αργότερο κατόπιν σχετικού αιτήματος της Hoechst.

85      Στο πλαίσιο αυτό, είναι αδιάφορο αν κάποιος από τους μετέχοντες στη διαδικασία ζήτησε ή όχι την εμπιστευτική μεταχείριση των επίμαχων εγγράφων. Η Επιτροπή έπρεπε να εξετάσει αυτεπάγγελτα και αντικειμενικά τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των στοιχείων του φακέλου. Η Hoechst εκθέτει ειδικότερα επ’ αυτού ότι το άρθρο 21, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 προβλέπει ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να δέχεται παρά μόνον δικαιολογημένα αιτήματα εμπιστευτικής μεταχειρίσεως απόρρητων επιχειρηματικών στοιχείων.

86      Κατά τη Hoechst, μόνον εμπορικά δεδομένα, όπως αριθμητικά στοιχεία περί του κύκλου εργασιών ή περί των μεριδίων της αγοράς που δεν ανάγονται στο παρελθόν, θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τη –μερική μόνον– απόκρυψη του εγγράφου της Chisso.

87      Επικαλούμενη την απόφαση Endemol κατά Επιτροπής, σκέψη 70 ανωτέρω (σκέψη 65), η Hoechst υπογραμμίζει ότι η προστασία των εμπιστευτικών πληροφοριών πρέπει να σταθμίζεται σε σχέση με τα δικαιώματα άμυνας των αποδεκτών μιας ανακοινώσεως αιτιάσεων. Οι αποδέκτες μιας ανακοινώσεως αιτιάσεων πρέπει να είναι σε θέση να προσδιορίζουν, μετά λόγου γνώσεως, αν τα περιγραφόμενα έγγραφα μπορούν να ασκούν επιρροή στην άμυνά τους (απόφαση ICI κατά Επιτροπής, σκέψη 70 ανωτέρω, σκέψη 104). Εν προκειμένω, η Hoechst υποστηρίζει ότι οι δυνατότητες άμυνάς της περιορίστηκαν διότι δεν μπόρεσε να διευκρινίσει ορισμένα καθοριστικής σημασίας διαδικαστικά και πραγματικά ζητήματα.

88      Ειδικότερα, καθόσον η Hoechst αμφισβητεί το γεγονός ότι η Chisso ήταν η πρώτη που παρέσχε αποδεικτικά στοιχεία καθοριστικής σημασίας, το έγγραφο της Chisso της 26ης Μαρτίου 1999 που, όπως προκύπτει από την περίληψή του, αφορούσε τη συνεργασία της Chisso με την Επιτροπή, θα μπορούσε ενδεχομένως να οδηγήσει σε συναγωγή συμπερασμάτων όσον αφορά το περιεχόμενο και την ημερομηνία πράξεων σχετικών με μια τέτοια συνεργασία, ειδικότερα πριν από τις 29 Οκτωβρίου 1998.

89      Στο πλαίσιο αυτό, η Hoechst ζητεί από το Πρωτοδικείο τη λήψη μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας συνιστάμενα σε διαταγή προς την Επιτροπή να θέσει στη διάθεση του Πρωτοδικείου και της Hoechst το πλήρες κείμενο του από 17 Δεκεμβρίου 2002 εγγράφου των δικηγόρων της Chisso προς την Επιτροπή μαζί με τα παραρτήματά του. Εξάλλου, ως μέσο αποδείξεως, η Hoechst ζητεί να κληθούν ως μάρτυρες, μέσω της Επιτροπής, οι δύο υπάλληλοι που ήταν επιφορτισμένοι με την υπόθεση την περίοδο εκείνη.

90      Με το έγγραφο της 16ης Ιουνίου 2006, σε απάντηση σε μια έγγραφη ερώτηση του Πρωτοδικείου με την οποία η Hoechst κλήθηκε να υποβάλει συμπληρωματικές παρατηρήσεις επί των εγγράφων που είχε αποστείλει προηγουμένως η Επιτροπή, μεταξύ των οποίων ιδίως το έγγραφο της Chisso της 17ης Δεκεμβρίου 2002 με τα παραρτήματά του (βλ. σκέψη 34 ανωτέρω), η εταιρία αυτή υποστηρίζει ότι αγνοήθηκαν ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία και ότι διαπράχθηκαν παρατυπίες κατά τη διοικητική διαδικασία.

91      Όσον αφορά τα αγνοηθέντα αποδεικτικά στοιχεία, πρώτον, η Hoechst θεωρεί ότι το έγγραφο των δικηγόρων της Chisso προς την Επιτροπή, της 11ης Ιανουαρίου 1999, η μελέτη του οποίου κατέστη τώρα δυνατή για πρώτη φορά, είναι ένα απαλλακτικό υπέρ αυτής στοιχείο.

92      Το έγγραφο αυτό αποδεικνύει ότι, στις 3 Νοεμβρίου 1998, ήτοι πολλές ημέρες μετά την αίτηση ασυλίας της Hoechst όσον αφορά την επιβολή προστίμου, η Chisso επιδίωξε να λάβει μιαν επιβεβαίωση του ότι καμία άλλη επιχείρηση δεν προσέφερε τη συνεργασία της πριν από την ίδια.

93      Τούτο αποδεικνύει ότι, την ημερομηνία αυτή, η Chisso δεν είχε υποβάλει αίτημα ασυλίας στην Επιτροπή. Η Chisso υπέβαλε ένα τέτοιο αίτημα ασυλίας μόλις στις 11 Ιανουαρίου 1999, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού. Εντούτοις, δεν είναι δυνατή η τακτοποίηση μιας παρατυπίας αφορώσας ένα αίτημα ασυλίας. Η Απόφαση δεν μνημονεύει το στοιχείο αυτό, το οποίο είναι ικανό να επιβεβαιώσει ότι η Hoechst ήταν η πρώτη επιχείρηση που συνεργάστηκε με την Επιτροπή.

94      Δεύτερον, η Hoechst εκτιμά ότι το έγγραφο της Chisso προς την Επιτροπή, της 26ης Μαρτίου 1999, αποτελεί επίσης απαλλακτικό στοιχείο υπέρ αυτής.

95      Κατά τη Hoechst, το έγγραφο αυτό αποδεικνύει ότι, κατά τον χρόνο της αποστολής του, οι έγγραφες δηλώσεις τις οποίες η Επιτροπή είχε ζητήσει από την Chisso δεν είχαν ακόμη υποβληθεί.

96      Καταρχάς, η Hoechst σημειώνει, συναφώς, ότι χορηγήθηκε ανεπισήμως στην Chisso συμπληρωματική προθεσμία, πράγμα το οποίο δεν προβλέπεται από την ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996.

97      Στη συνέχεια, αν έλλειπαν ακόμη κάποια έγγραφα την 26η Μαρτίου 1999, δεν θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί, σε αντίθεση με όσα εκθέτει το σημείο 458 της Αποφάσεως, ότι η Επιτροπή διέθετε απόδειξη περί της υπάρξεως της συμπράξεως λόγω της συνεργασίας της Chisso. Επομένως, η Επιτροπή ανέλαβε παρανόμως δεσμεύσεις έναντι της Chisso και μάλιστα τις τήρησε, χορηγώντας στην εταιρία αυτήν αργότερα ασυλία όσον αφορά την επιβολή προστίμου.

98      Η Hoechst υπενθυμίζει επίσης ότι παρέσχε στην Επιτροπή έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία στις 19 Μαρτίου 1999, ενώ οι υπάλληλοι της εταιρίας αυτής διέτρεχαν τον κίνδυνο ασκήσεως διώξεως σε βάρος τους στις Ηνωμένες Πολιτείες και ενώ η ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996 απαιτούσε μόνον την απόδειξη της υπάρξεως της συμπράξεως, πράγμα το οποίο είχε πράξει η Hoechst ήδη από τις 29 Οκτωβρίου 1998.

99      Όσον αφορά τις παρατυπίες της διοικητικής διαδικασίας, η Hoechst υπογραμμίζει ότι, στο σημείο 461 της Αποφάσεως, η Επιτροπή αρνήθηκε να δεχθεί ότι η εταιρία αυτή ήταν η πρώτη που συνεργάστηκε, με την αιτιολογία ότι διέθετε σχετικά έγγραφα, χωρίς όμως να τα εμφανίσει, ενώ είχε συμφωνηθεί ότι, λαμβανομένης υπόψη της εκκρεμούς διαδικασίας στις Ηνωμένες Πολιτείες, η Hoechst θα μπορούσε να προσκομίσει τα έγγραφα αυτά αργότερα.

100    Ταυτόχρονα, όπως αποδεικνύεται από το έγγραφο της 26ης Μαρτίου 1999, η Επιτροπή προδήλως χορήγησε «συμπληρωματική προθεσμία» στην Chisso προς υποβολή εγγράφων. Εξάλλου, τα έγγραφα που υπέβαλε η Chisso τον Απρίλιο του 1999 μπορούσαν να κατατεθούν νωρίτερα. Επομένως, η συνεργασία της Chisso έπρεπε να μη ληφθεί υπόψη για τους ίδιους λόγους που ίσχυσαν έναντι της Hoechst.

101    Όμως, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Chisso ότι δεν συνεργάστηκε παρά το γεγονός ότι οι καταστάσεις είναι απολύτως συγκρίσιμες. Τούτο αποτελεί άνιση μεταχείριση σε βάρος της Hoechst.

 Επί του αιτήματος διενέργειας νέων ερευνών

102    Η Hoechst εκθέτει ότι, με το έγγραφό της της 22ας Ιανουαρίου 2003 προς τον σύμβουλο ακροάσεων, ζήτησε τη διενέργεια συμπληρωματικών ερευνών στα γραφεία της Επιτροπής μέσω καταθέσεων μαρτύρων. Δεν δόθηκε συνέχεια στο αίτημα αυτό, χωρίς όμως να υπάρξει κάποια άρνηση εκ μέρους του συμβούλου ακροάσεων ή της Επιτροπής, δεδομένου ότι η ζητηθείσα έρευνα προφανώς δεν πραγματοποιήθηκε. Καθόσον η εν λόγω έρευνα ήταν καθοριστικής σημασίας για το περιεχόμενο της Αποφάσεως, για τους λόγους που εκτίθενται στο πλαίσιο του παρόντος λόγου ακυρώσεως, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως.

 Τα επιχειρήματα της Επιτροπής

 Επί της αρνήσεως προσβάσεως σε ορισμένα έγγραφα

103    Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η Hoechst δεν αρνείται ότι είναι δυνατή καταρχήν η άρνηση προσβάσεως σε ορισμένα έγγραφα, όταν τα έγγραφα αυτά είναι εσωτερικά ή περιλαμβάνουν απόρρητα επιχειρηματικά στοιχεία.

104    Στο πλαίσιο αυτό, πρώτον, η Επιτροπή εκθέτει περαιτέρω ότι ο σύμβουλος ακροάσεων έδωσε «ιδιαίτερη προσοχή» στα αιτήματά της στο πλαίσιο του σχεδίου αποφάσεως, σχετικά με το ζήτημα της ευνοϊκής μεταχειρίσεως όσον αφορά το πρόστιμο. Εξέτασε «ακόμη» τα εσωτερικά σημειώματα της Επιτροπής, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι «οι ενέργειες των υπηρεσιών της Επιτροπής έναντι των μερών δεν [είχαν] ασκήσει επιρροή επί της εκβάσεως της διαδικασίας επί του σημείου αυτού».

105    Δεύτερον, η Επιτροπή εκθέτει ότι η Chisso παρέσχε τα πρώτα καθοριστικά στοιχεία για την απόδειξη της υπάρξεως της συμπράξεως κατά τη σύσκεψη της 13ης Νοεμβρίου 1998. Ο προσδιορισμός της επιχειρήσεως η οποία παρέσχε πρώτη αποδείξεις καθοριστικής σημασίας στην Επιτροπή πραγματοποιήθηκε αποκλειστικά βάσει των εγγράφων που προσκόμισαν οι επιχειρήσεις, στα οποία τα μέρη είχαν πρόσβαση. Επομένως, η υποσχεθείσα στην Chisso προειδοποίηση κατά τη σύσκεψη της 13ης Νοεμβρίου 1998 δεν μπορούσε λογικά να επηρεάσει τον προσδιορισμό της επιχειρήσεως η οποία ήταν η πρώτη που συνεργάστηκε. Εξ αυτού προκύπτει παράλληλα ότι οι επικρίσεις σχετικά με την εξέλιξη της διαδικασίας μετά την ημερομηνία αυτή δεν μπορούσαν να έχουν την παραμικρή σημασία συναφώς. Τούτο ισχύει επίσης για τις αιτιάσεις σχετικά με την άρνηση προσβάσεως στο έγγραφο της Chisso της 17ης Δεκεμβρίου 2002 και στα παραρτήματά του.

106    Τρίτον, η Hoechst δεν κατόρθωσε να δημιουργήσει σοβαρές αμφιβολίες περί της αντικειμενικής στάσεως της Επιτροπής κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας, ικανές να δικαιολογήσουν διευρυμένη πρόσβαση στα εσωτερικά έγγραφά της.

107    Η Επιτροπή εκθέτει, επ’ αυτού, ότι η δυνατότητα που παρασχέθηκε στην Chisso, στις 9 Δεκεμβρίου 1998, να υποβάλει προφορικά τις παρατηρήσεις της χρησίμευσε μόνον προς επεξήγηση των εγγράφων αποδείξεων που είχαν υποβληθεί στις 13 Νοεμβρίου 1998. Αντιθέτως, η σύσκεψη που πρότεινε τηλεφωνικά η Hoechst στις 5 Μαρτίου 1999 είχε ως σκοπό να υποκαταστήσει τις υφιστάμενες έγγραφες αποδείξεις με μια προφορική μαρτυρία.

108    Όσον αφορά την «άρνηση» της Επιτροπής να δεχθεί τη σύσκεψη που πρότεινε η Hoechst, η Επιτροπή εκθέτει ότι επρόκειτο περισσότερο για μια γενική υπενθύμιση των όρων εφαρμογής της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996 παρά για μια οριστική άρνησή της να δεχθεί κάθε νέα επαφή με τη Hoechst. Η Επιτροπή εκθέτει επίσης ειδικότερα ότι η θέση της στηριζόταν σε μια προσωρινή εκτίμηση, αφενός, της βουλήσεως συνεργασίας της Hoechst, η οποία δεν ήταν διατεθειμένη να συνεργαστεί πλήρως πριν από την έκβαση των εκκρεμών στις Ηνωμένες Πολιτείες ποινικών και αστικών διαδικασιών, και, αφετέρου, της αποδεικτικής αξίας των πληροφοριών που είχε παράσχει μέχρι την ημερομηνία αυτή η Hoechst στην Επιτροπή. Δεδομένου ότι η Hoechst δεν δήλωσε ότι ήταν διατεθειμένη να συνεργαστεί απολύτως με την Επιτροπή, κατά τον χρόνο της ζητούμενης συναντήσεως, και να παράσχει πληροφορίες διαφορετικής φύσεως έναντι εκείνων που είχε ήδη δώσει, δεν θα είχε νόημα ούτε για την Επιτροπή ούτε για τη Hoechst η διοργάνωση μιας νέας συναντήσεως.

109    Όσον αφορά το γεγονός ότι η Επιτροπή αυτοβούλως κάλεσε την Chisso σε συσκέψεις τις οποίες και διοργάνωσε, η Επιτροπή εκθέτει περαιτέρω ότι περιορίστηκε, με την τηλεφωνική κλήση της, στο να αντιδράσει σε μια πρωτοβουλία της Chisso. Κατά τη σύσκεψη της 29ης Σεπτεμβρίου 1998 συμφωνήθηκε ότι οι δικηγόροι της εταιρίας θα ελάμβαναν την πρωτοβουλία μιας νέας συσκέψεως με την Επιτροπή εντός δύο εβδομάδων. Επειδή οι εν λόγω δικηγόροι δεν αντέδρασαν εντός του διαστήματος αυτού, η Επιτροπή ήλθε εκ νέου σε επαφή με την ως άνω εταιρία για να εξακριβώσει αν οι δικηγόροι της επιθυμούσαν ακόμη να συναντηθούν με την ίδια.

110    Η Επιτροπή προσθέτει ότι η εύρυθμη λειτουργία της ως κοινοτικό όργανο στον τομέα του ανταγωνισμού εξαρτάται ιδίως από την αποτελεσματικότητα της ανακοινώσεως περί συνεργασίας και, επομένως, από την εμπιστοσύνη των συνεργαζομένων επιχειρήσεων στην τήρηση του απορρήτου των σχετικών επαφών τους. Επομένως, είναι απορριπτέος ο ισχυρισμός της Hoechst κατά τον οποίο το συμφέρον της να αποδείξει την ύπαρξη ενδεχόμενων διαδικαστικών πλημμελειών υπερέχει της εύρυθμης λειτουργίας του κοινοτικού αυτού οργάνου. Στο πλαίσιο αυτό, η απόφαση Solvay κατά Επιτροπής, σκέψη 79 ανωτέρω, ουδόλως χρησιμεύει στη Hoechst προκειμένου να καλύψει την έλλειψη συνδρομής εξαιρετικών περιστάσεων εν προκειμένω. Η υπόθεση που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως Solvay κατά Επιτροπής δεν αφορούσε εσωτερικά σημειώματα της Επιτροπής, αλλά μόνον εμπιστευτικά έγγραφα τρίτου. Εξάλλου, τα πραγματικά περιστατικά σχετικά με τα οποία απεφάνθη το Πρωτοδικείο με την απόφαση αυτή είναι πολύ διαφορετικά από αυτά της υπό κρίση υποθέσεως, η οποία δεν αφορά δυσχερείς και περίπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις.

111    Τέλος, επικαλούμενη την απόφαση Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 70 ανωτέρω (σκέψη 340), η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, όταν έγγραφα τα οποία θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν απαλλακτικά στοιχεία δεν έχουν γνωστοποιηθεί σε κάποιον ενδιαφερόμενο, για να υφίσταται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας πρέπει να αποδεικνύεται ότι η διοικητική διαδικασία θα κατέληγε σε διαφορετικό αποτέλεσμα σε περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος είχε πρόσβαση στα σχετικά έγγραφα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής. Εντούτοις, τούτο αποκλείεται εν προκειμένω όσον αφορά το γεγονός ότι η Chisso ήταν η πρώτη επιχείρηση που συνεργάστηκε μέσω των στοιχείων που παρέσχε στις 13 Νοεμβρίου 1998.

112    Με την απάντηση της 5ης Σεπτεμβρίου 2006 σε μια έγγραφη ερώτηση του Πρωτοδικείου η Επιτροπή προέβη στα ακόλουθα σχόλια επί των συμπληρωματικών παρατηρήσεων της Hoechst που κοινοποιήθηκαν στις 16 Ιουνίου 2006 (βλ. σκέψεις 34 και 90 έως 101 ανωτέρω).

113    Όσον αφορά, πρώτον, το έγγραφο της Chisso με ημερομηνία 11 Ιανουαρίου 1999, η Επιτροπή εκθέτει ότι το έγγραφο αυτό ήταν ήδη προσβάσιμο κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, οπότε σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποδεικτικό στοιχείο στο οποίο δεν είχε δοθεί δημοσιότητα.

114    Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή εκθέτει περαιτέρω ότι ο τίτλος E, παράγραφος 1, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996 υποχρεώνει τις επιχειρήσεις «να έρχονται σε επαφή» με τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού. Μολονότι, στο γερμανικό κείμενο της διατάξεως αυτής, χρησιμοποιείται στο πλαίσιο αυτό ο όρος «αιτών» (Antragsteller), δεν είναι απαραίτητο ο ενδιαφερόμενος να υποβάλει επίσημο αίτημα. Η Hoechst εξάλλου δεν υπέβαλε «αίτημα» με το έγγραφό της της 27ης Οκτωβρίου 1998.

115    Σχετικά με το ζήτημα ποια είναι η επιχείρηση η οποία συνεργάστηκε πρώτη υπό την έννοια του τίτλου B της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996, η Επιτροπή θεωρεί ότι η ημερομηνία του «αιτήματος» δεν είναι καθοριστικής σημασίας. Το σημαντικό στοιχείο είναι το ποια επιχείρηση «ήταν η πρώτη η οποία παρέσχε καθοριστικά στοιχεία προς απόδειξη της υπάρξεως της συμπράξεως». Εξάλλου, η φρασεολογία του εγγράφου της 11ης Ιανουαρίου 1999 αποδεικνύει ότι η Chisso προδήλως υπέθετε ότι η συνεργασία της είχε ήδη αρχίσει.

116    Όσον αφορά, δεύτερον, το έγγραφο της Chisso με ημερομηνία 26 Μαρτίου 1999, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι το έγγραφο αυτό αφορά αποκλειστικά ζητήματα σχετικά με τις προθεσμίες που είχαν ταχθεί στην Chisso, και όχι στη Hoechst, προς προσκόμιση άλλων εγγράφων, σε χρόνο κατά τον οποίο η Chisso πληρούσε τις προϋποθέσεις εφαρμογής του τίτλου B, στοιχείο β΄, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996 χάρη στα στοιχεία που παρέσχε στις 13 Νοεμβρίου 1998. Επομένως, η Hoechst σφάλλει όταν διατείνεται ότι το έγγραφο αυτό είναι απαλλακτικό υπέρ αυτής. Δεν μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο, καθόσον το εν λόγω έγγραφο δεν αφορά κανέναν από τους λόγους για τους οποίους η Hoechst δεν μπορεί να υπαχθεί στον τίτλο B της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996, που εκτίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 455 έως 464 της Αποφάσεως, τους οποίους υπενθυμίζει η Επιτροπή.

117    Το γεγονός ότι η Chisso θεωρείται ως η πρώτη επιχείρηση που συνεργάστηκε δεν στηρίζεται στις παρατηρήσεις που υπέβαλε η τελευταία στις 20 Απριλίου 1999, αλλά στα έγγραφα που κατατέθηκαν στις 13 Νοεμβρίου 1998. Επομένως, οι παρατάσεις των προθεσμιών δεν είχαν ως αποτέλεσμα την αναδρομική αναγνώριση της προτέρας συνεργασίας της Chisso.

118    Αν η πρόθεση της Hoechst είναι να ισχυριστεί ότι από το έγγραφο αυτό προκύπτει ότι ούτε η Chisso πληρούσε τις προϋποθέσεις εφαρμογής του τίτλου B, στοιχείο δ΄, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996, η Επιτροπή θεωρεί ότι το επιχείρημά της δεν μπορεί να γίνει δεκτό, διότι ουδείς μπορεί να επικαλείται υπέρ αυτού παρανομία διαπραχθείσα προς όφελος τρίτου (απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 2005, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-71/03, T-74/03, T-87/03 και T-91/03, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 373). Επιπλέον, ακόμα και αν η Chisso πράγματι έπρεπε να μην υπαχθεί στην ευεργετική διάταξη του τίτλου B της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996, τούτο δεν θα είχε καμία επίπτωση επί της Hoechst.

119    Η Επιτροπή προσθέτει ότι τα απαραίτητα στοιχεία προς εφαρμογή του τίτλου B, στοιχείο β΄, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996 είναι εκείνα τα οποία έχουν καθοριστική σημασία για την απόδειξη της υπάρξεως της συμπράξεως. Σε αντίθεση με την άποψη της Hoechst, τα στοιχεία που απλώς παρέχουν τη δυνατότητα στην Επιτροπή σε θέση να προβεί σε σχετική επαλήθευση δεν είναι επαρκή.

120    Είναι ακριβές ότι οι πληροφορίες που παρέσχε η Hoechst προφορικά δεν αποκλείονται a priori. Εντούτοις, δεν ασκούν επιρροή καθαυτές στο πλαίσιο της εφαρμογής του τίτλου B, στοιχείο β΄, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996, ενώ οι πληροφορίες αυτές άρχισαν να έχουν κάποια σημασία μόνον από τη στιγμή που καταγράφηκαν (απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Μαρτίου 2006, T-15/02, BASF κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II-497, σκέψη 505).

121    Συναφώς, έπρεπε να ζητηθεί ρητά από την Επιτροπή να συντάξει πρακτικά (απόφαση BASF κατά Επιτροπής, σκέψη 120 ανωτέρω, σκέψη 502), εν πάση περιπτώσει όταν η ίδια η Επιτροπή δεν πρότεινε κάτι τέτοιο στο πλαίσιο της διοικητικής πρακτικής της. Επιπλέον, τα πρακτικά δεν θα μπορούσαν να συμβάλουν στην απόδειξη της υπάρξεως της συμπράξεως παρά μόνον αν η Επιτροπή μπορούσε να αποδείξει τη γνησιότητα της σχετικής δηλώσεως.

122    Όσον αφορά, τρίτον, τις προβαλλόμενες παρατυπίες της διοικητικής διαδικασίας, η Hoechst συνάγει από το έγγραφο της 26ης Μαρτίου 1999 ότι ούτε η Chisso πληρούσε τις προϋποθέσεις εφαρμογής του τίτλου B, στοιχείο δ΄, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996. Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί, με την αιτιολογία ότι ουδείς μπορεί να επικαλείται υπέρ αυτού παρανομία διαπραχθείσα προς όφελος τρίτου.

123    Επιπλέον, κατά την Επιτροπή, το ζήτημα σχετικά με το αν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του τίτλου B, στοιχείο δ΄, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996 πρέπει να εξετάζεται κατά περίπτωση. Ένα από τα σημαντικά στοιχεία στο πλαίσιο αυτό είναι το αν η συμπεριφορά της εμπλεκομένης επιχειρήσεως οδήγησε σε μη αμελητέα καθυστέρηση της διαδικασίας. Εξεταζομένης της διαδικασίας στο σύνολό της, είναι πρόδηλο ότι δεν συνέβη κάτι τέτοιο εν προκειμένω. Η Επιτροπή υπογραμμίζει επίσης ότι η Hoechst διαβίβασε το δεύτερο μέρος των παρατηρήσεών της μόλις τον Απρίλιο του 1999, λίγες ημέρες μετά την κατάθεση εκ μέρους της Chisso των δικών της δηλώσεων (τις οποίες η Hoechst χαρακτήρισε καθυστερημένες).

124    Τέλος, η Επιτροπή αμφισβητεί ορισμένους πραγματικούς ισχυρισμούς που περιέχονται στις παρατηρήσεις της Hoechst.

 Επί του αιτήματος διεξαγωγής νέων ερευνών

125    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι όντως διεξήχθη έρευνα, δεν κατέληξε όμως σε ευνοϊκά για τη Hoechst αποτελέσματα. Ερωτηθείς, ο επιφορτισμένος με την υπόθεση την περίοδο εκείνη υπάλληλος επιβεβαίωσε ότι η Chisso δεν είχε λάβει προειδοποίηση σχετικά με το ενδεχόμενο να επιδείξει κάποια άλλη εταιρία μεγαλύτερη προθυμία στον τομέα της συνεργασίας. Καμία σχετική πληροφορία δεν είχε δοθεί στη Chisso. Η Επιτροπή παραπέμπει επί του σημείου αυτού στην αιτιολογική σκέψη 458, in fine, της Αποφάσεως.

3.     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

126    Προεισαγωγικώς, πρέπει να σημειωθεί ότι η Hoechst επικαλείται, επανειλημμένα στο πλαίσιο του πρώτου λόγου, παραβίαση των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της ίσης μεταχειρίσεως, προς στήριξη του ισχυρισμού της περί προσβολής του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο. Τα επιχειρήματα αυτά εξάλλου αναπτύσσονται εκ νέου στο πλαίσιο του ογδόου και του ενάτου λόγου, με τους οποίους ζητείται μείωση του προστίμου.

127    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι πρέπει να εξετάσει καταρχάς τα ως άνω επιχειρήματα πριν εξετάσει, ειδικότερα, την παραβίαση του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο που προβάλλει η Hoechst.

α)       Επί της παραβιάσεως των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της ίσης μεταχειρίσεως

128    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη διάρκεια μιας διοικητικής διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής, η τελευταία υποχρεούται να τηρεί τις προβλεπόμενες από το κοινοτικό δίκαιο διαδικαστικές εγγυήσεις (απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, T-348/94, Enso Española κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II-1875, σκέψη 56).

129    Μεταξύ των εγγυήσεων που παρέχει η κοινοτική έννομη τάξη όσον αφορά τις διοικητικές διαδικασίες, περιλαμβάνεται, ιδίως, η αρχή της χρηστής διοικήσεως, με την οποία συνδέεται η υποχρέωση του αρμοδίου θεσμικού οργάνου να ερευνά, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα στοιχεία της κάθε περιπτώσεως (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 24ης Ιανουαρίου 1992, T-44/90, La Cinq κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II-1, σκέψη 86, και ABB Asea Brown Boveri κατά Επιτροπής, σκέψη 75 ανωτέρω, σκέψη 99).

130    Όσον αφορά την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, η Επιτροπή, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της συνεργασίας που παρέχουν οι επιχειρήσεις, δεν μπορεί να αγνοεί τη γενική αυτή αρχή του κοινοτικού δικαίου η οποία, κατά πάγια νομολογία, παραβιάζεται όταν παρόμοιες καταστάσεις αντιμετωπίζονται κατά τρόπο διαφορετικό ή διαφορετικές καταστάσεις αντιμετωπίζονται καθ’ όμοιο τρόπο, εκτός αν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 13ης Δεκεμβρίου 2001, T-45/98 και T-47/98, Krupp Thyssen Stainless και Acciai speciali Terni κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II-3757, σκέψη 237, και της 25ης Οκτωβρίου 2005, T-38/02, Groupe Danone κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-4407, σκέψη 453).

131    Εν προκειμένω, πρώτον, όσον αφορά τον ισχυρισμό της Hoechst ότι η Επιτροπή δέχθηκε υπέρ της Chisso, το φθινόπωρο του 1998, αυτό που ηρνείτο παράλληλα στην ίδια, ήτοι την αναγνώριση των προφορικών μαρτυριών ως πράξεων συνεργασίας, και για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 572 έως 578 κατωτέρω, πρέπει να θεωρηθεί, αφενός, ότι, με την Απόφαση, η Επιτροπή δέχεται τελικά τις προφορικές μαρτυρίες της Hoechst ως πράξεις συνεργασίας και, αφετέρου, εν πάση περιπτώσει, ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή είχε την πρόθεση να μη λάβει υπόψη ορισμένες προφορικές μαρτυρίες προέκυπτε από την αβεβαιότητα όσον αφορά την αποτελεσματική συνεργασία της Hoechst στο αρχικό στάδιο της διαδικασίας. Επομένως, τα σχετικά επιχειρήματα της Hoechst πρέπει να απορριφθούν.

132    Δεύτερον, όσον αφορά το εσωτερικό σημείωμα της Επιτροπής της 9ης Νοεμβρίου 1998, σχετικά ιδίως με τη σύσκεψη της 29ης Οκτωβρίου 1998, που εκθέτει ειδικότερα ότι οι δικηγόροι «ήταν τουλάχιστον σύμφωνοι για τη διενέργεια των συμφωνηθεισών συσκέψεων, αφού προσκλήθηκαν [τηλεφωνικώς] προς τούτο από τη [Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού]», πρέπει να θεωρηθεί ότι οι τηλεφωνικές συνομιλίες που πραγματοποιήθηκαν με πρωτοβουλία των υπηρεσιών της Επιτροπής απορρέουν από το γεγονός ότι οι υπηρεσίες αυτές είχαν ήδη συναντήσει στις 29 Σεπτεμβρίου 1998 τους δικηγόρους της Chisso, χωρίς να απαιτείται να προσδιοριστεί αν είχε επισήμως αποκαλυφθεί ή όχι το όνομα της εταιρίας αυτής. Όπως σημειώνει η Επιτροπή με το εσωτερικό σημείωμα της 1ης Οκτωβρίου 1998, είχε συμφωνηθεί ότι οι ως άνω δικηγόροι θα έρχονταν εκ νέου σε επαφή με τις υπηρεσίες της Επιτροπής εντός δεκαπέντε ημερών. Το γεγονός ότι, στο πλαίσιο αυτό, οι υπηρεσίες της Επιτροπής ήταν εκείνες που επιδίωξαν την εν λόγω επαφή δεν είναι ικανό να θέση υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα της διαδικασίας επ’ αυτού.

133    Τρίτον, όσον αφορά το γεγονός ότι δεν δόθηκε συνέχεια στα αιτήματα διεξαγωγής συμπληρωματικών ερευνών της Hoechst, διαπιστώνεται ότι το αίτημα της Hoechst, που υποβλήθηκε με έγγραφο της 22ας Ιανουαρίου 2003 προς τον σύμβουλο ακροάσεων, εντασσόταν στο πλαίσιο μιας αιτήσεως προσβάσεως στα εσωτερικά έγγραφα σχετικά με τις τηλεφωνικές επαφές μεταξύ Επιτροπής και Chisso, από τον Σεπτέμβριο του 1998 μέχρι τον Απρίλιο του 1999. Ειδικότερα, η Hoechst κάλεσε τον σύμβουλο ακροάσεων να ερευνήσει σχετικά με τις εν λόγω τηλεφωνικές επαφές. Όμως, από την τελική έκθεση του συμβούλου ακροάσεων προκύπτει ότι, «κατόπιν των ενστάσεων της Hoechst και της Nutrinova», ο σύμβουλος αυτός «εξέτασε τα εσωτερικά σημειώματα των υπηρεσιών της Επιτροπής στον βαθμό που αυτά [υπήρχαν]». Επομένως, ο ισχυρισμός της Hoechst ότι δεν δόθηκε συνέχεια στο αίτημά της είναι αστήρικτος.

134    Τέταρτον, σχετικά με τον ισχυρισμό ότι η προσφεύγουσα αντιμετωπίστηκε μεροληπτικά ή ότι υπέστη άνιση μεταχείριση στο πλαίσιο της εφαρμογής της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996, πρέπει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή ανέφερε, σε ένα εσωτερικό σημείωμα της 9ης Νοεμβρίου 1998 το οποίο παρέπεμπε στις πρώτες συσκέψεις που είχαν πραγματοποιηθεί με την Chisso και τη Hoechst, τα ακόλουθα:

«Ασφαλώς, δεν τους πληροφορήσαμε [τους δικηγόρους της Chisso] ότι άλλες οι επιχειρήσεις παρείχαν επίσης σχετικές πληροφορίες, ούτε ενημερώσαμε τις άλλες αυτές επιχειρήσεις ότι [...] η Chisso είχε υποβάλει αίτημα ασυλίας.»

135    Όμως, από τα πρακτικά της συσκέψεως της 13ης Νοεμβρίου 1998 που πραγματοποιήθηκε μεταξύ Chisso και Επιτροπής προκύπτει ότι ένας από τους επιφορτισμένους με την υπό κρίση υπόθεση υπαλλήλους ανέφερε ότι «θα […] προειδοποιούσε [την Chisso] αν κάποια άλλη επιχείρηση επιχειρούσε να επιδείξει μεγαλύτερη προθυμία έναντι της Chisso στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί συνεργασίας».

136    Από αυτό προκύπτει, αφενός, ότι, στις 9 Νοεμβρίου 1998, η Επιτροπή εξέφρασε σαφώς την πρόθεσή της να μην αποκαλύψει στις συνεργαζόμενες επιχειρήσεις, ειδικότερα στη Hoechst, το γεγονός ότι άλλες επιχειρήσεις είχαν έρθει σε επαφή με τις υπηρεσίες της προκειμένου να λάβουν ασυλία όσον αφορά την επιβολή προστίμου, ενώ, αφετέρου, στις 13 Νοεμβρίου 1998, ήτοι μερικές ημέρες αργότερα, διαβεβαίωνε την Chisso ότι θα την προειδοποιούσε αν άλλες επιχειρήσεις επεδείκνυαν μεγαλύτερη προθυμία έναντι αυτής στον τομέα της συνεργασίας.

137    Τα στοιχεία αυτά οδηγούν το Πρωτοδικείο να θεωρήσει ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή παρέβη τις αρχές της χρηστής διοικήσεως και της ίσης μεταχειρίσεως. Το Πρωτοδικείο υπογραμμίζει συναφώς ότι, ακόμα και αν από τον ισχυρισμό του εμπλεκομένου υπαλλήλου κατά τη σύσκεψη της 13ης Νοεμβρίου 1998 δεν αποδεικνύεται ότι η υπόσχεση που δόθηκε στην Chisso πράγματι τηρήθηκε στη συνέχεια, το στοιχείο αυτό στοιχειοθετεί παρά ταύτα προσβολή των δύο προαναφερθεισών αρχών.

138    Στο παρόν στάδιο πρέπει να σημειωθεί ότι η Hoechst δεν ζητεί την ακύρωση της Αποφάσεως επειδή η Επιτροπή παραβίασε τις αρχές της χρηστής διοικήσεως και της ίσης μεταχειρίσεως. Ωστόσο, καθόσον έγινε επίκληση της παραβιάσεως των αρχών αυτών προς στήριξη του ισχυρισμού περί προσβολής του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο, που θα εξεταστεί κατωτέρω, και καθόσον τα επιχειρήματα της Hoechst αναπτύσσονται εκ νέου στο πλαίσιο του ογδόου και του ενάτου λόγου που αφορούν την εφαρμογή της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996, πρέπει να εξεταστεί η επίπτωση της παραβιάσεως που διαπιστώθηκε στη σκέψη 137 ανωτέρω επί του περιεχομένου της Αποφάσεως.

139    Συναφώς, πρώτον, πρέπει να σημειωθεί ότι η παρανομία που διαπιστώθηκε στη σκέψη 137 ανωτέρω δεν είναι ικανή να θέσει υπό αμφισβήτηση την παράβαση που διαπιστώνεται με την Απόφαση, η οποία στηρίζεται, κατά τα λοιπά, σε έγγραφες αποδείξεις. Η Hoechst, εξάλλου, δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα επ’ αυτού.

140    Δεύτερον, όσον αφορά τη συνεργασία των επιχειρήσεων, από την αιτιολογική σκέψη 440 της Αποφάσεως προκύπτουν τα ακόλουθα:

«Κατά τη διάρκεια μιας συσκέψεως που πραγματοποιήθηκε στις 13 Νοεμβρίου 1998 η Chisso περιέγραψε προφορικά τις δραστηριότητες της συμπράξεως και παρέσχε έγγραφες αποδείξεις [...]. Η Επιτροπή θεωρεί ότι, με την ευκαιρία αυτή, η Chisso ήταν η πρώτη επιχείρηση που παρέσχε καθοριστικά στοιχεία προς απόδειξη της υπάρξεως της συμπράξεως την οποία διαπιστώνει η παρούσα απόφαση.»

141    Επομένως, η Επιτροπή στηρίχθηκε αποκλειστικά στην προφορική περιγραφή των δραστηριοτήτων της συμπράξεως και στις έγγραφες αποδείξεις που παρασχέθηκαν κατά τη σύσκεψη της 13ης Νοεμβρίου 1998, και όχι αργότερα, προκειμένου να συναγάγει ότι η Chisso ήταν η πρώτη επιχείρηση που παρέσχε καθοριστικά στοιχεία προς απόδειξη της υπάρξεως της συμπράξεως.

142    Υπό τις συνθήκες αυτές, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η Chisso υποχρεώθηκε να συνεργαστεί περισσότερο με την Επιτροπή, μετά τις 13 Νοεμβρίου 1998, η Επιτροπή δεν θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό συμπέρασμα με την Απόφαση όσον αφορά την εφαρμογή της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996, με την επιφύλαξη της εξετάσεως του ογδόου και του ενάτου λόγου που προβάλλει η Hoechst, με τους οποίους σκοπείται να αποδειχθεί ότι, επί της ουσίας, τα στοιχεία που είχε αποστείλει η Chisso στις 13 Νοεμβρίου 1998 δεν ήταν καθοριστικής σημασίας. Το ίδιο θα συνέβαινε αν η Hoechst είχε υποχρεωθεί να συνεργαστεί περισσότερο, μετά τις 13 Νοεμβρίου 1998, έχοντας λάβει γνώση της συνεργασίας της Chisso.

143    Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι η παρανομία που διαπιστώθηκε στη σκέψη 137 ανωτέρω δεν είναι ικανή να επηρεάσει το κύρος της Αποφάσεως όσον αφορά, αφενός, τη διαπίστωση της παραβάσεως και, αφετέρου, τη χρονική προτεραιότητα της συνεργασίας της Chisso.

144    Ανεξάρτητα από το ζήτημα της επιπτώσεως της παρανομίας που διαπιστώθηκε στη σκέψη 137 ανωτέρω επί του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο, το οποίο θα εξεταστεί κατωτέρω, και, επομένως, από το ζήτημα της επιπτώσεως αυτής επί του κύρους της Αποφάσεως στο σύνολό της, και καθόσον τα επιχειρήματα που προβάλλει η Hoechst αναπτύσσονται εκ νέου στο πλαίσιο του ογδόου και του ενάτου λόγου με τους οποίους σκοπείται η μείωση του επίδικου προστίμου, το Πρωτοδικείο επιφυλάσσεται, στο παρόν στάδιο, να λάβει θέση όσον αφορά μιαν ενδεχόμενη μεταρρύθμιση του προστίμου αυτού.

β)       Επί της παραβιάσεως του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο

145    Πρέπει να υπομνησθεί, προεισαγωγικώς, ότι το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο, απόρροια της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, συνεπάγεται ότι η Επιτροπή υποχρεούται να παρέχει στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση τη δυνατότητα εξετάσεως όλων των εγγράφων που περιλαμβάνονται στον φάκελο έρευνας και τα οποία ενδέχεται να είναι κρίσιμα για την άμυνά της. Στα έγγραφα αυτά συγκαταλέγονται τόσο τα επιβαρυντικά όσο και τα απαλλακτικά στοιχεία, με εξαίρεση τα επιχειρηματικά απόρρητα άλλων επιχειρήσεων, τα εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής και άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιανουαρίου 2004, C-204/00 P, C-205/00 P, C-211/00 P, C-213/00 P, C‑217/00 P και C-219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-123, σκέψη 68 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

146    Όσον αφορά τα επιβαρυντικά στοιχεία, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση πρέπει να αποδείξει ότι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή με την απόφασή της θα ήταν διαφορετικό αν ένα μη κοινοποιηθέν έγγραφο στο οποίο στηρίχθηκε η Επιτροπή για να θεμελιώσει την ευθύνη της επιχειρήσεως αυτής δεν θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη ως επιβαρυντικό αποδεικτικό στοιχείο. Όσον αφορά τα απαλλακτικά στοιχεία, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση πρέπει να αποδείξει ότι η μη αποκάλυψή τους επηρέασε, σε βάρος της, την εξέλιξη της διαδικασίας και το περιεχόμενο της αποφάσεως της Επιτροπής. Αρκεί η επιχείρηση να αποδεικνύει ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα εν λόγω απαλλακτικά έγγραφα για την άμυνά της, υπό την έννοια ότι, αν είχε τη δυνατότητα να τα προβάλει κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, θα μπορούσε να επικαλεστεί στοιχεία που δεν θα συμφωνούσαν με τα συμπεράσματα στα οποία είχε καταλήξει στο στάδιο αυτό η Επιτροπή, οπότε θα μπορούσε να επηρεάσει, με κάποιο τρόπο, τις περιλαμβανόμενες στην ενδεχόμενη απόφαση εκτιμήσεις της τελευταίας, τουλάχιστον όσον αφορά τη σοβαρότητα και τη διάρκεια των προσαπτόμενων ενεργειών, και, επομένως, το ύψος του προστίμου. Η δυνατότητα να ασκεί επιρροή ένα μη κοινοποιηθέν έγγραφο επί της εξελίξεως της διαδικασίας και επί του περιεχομένου της αποφάσεως της Επιτροπής δεν μπορεί να διαπιστώνεται παρά μόνο μετά από προσωρινή εξέταση ορισμένων αποδεικτικών στοιχείων από τα οποία να προκύπτει ότι τα μη κοινοποιηθέντα έγγραφα μπορούσαν να έχουν –σε σχέση με τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία– μια καθόλου αμελητέα σημασία (βλ. απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 145 ανωτέρω, σκέψεις 73 έως 76 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

147    Επιπλέον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι δεν μπορεί να εναπόκειται μόνο στην Επιτροπή, η οποία ανακοινώνει τις αιτιάσεις και λαμβάνει την απόφαση περί επιβολής κυρώσεως, να καθορίζει τα έγγραφα που είναι χρήσιμα για την άμυνα της ενδιαφερομένης επιχειρήσεως. Ωστόσο, μπορεί να αποκλείει από τη διοικητική διαδικασία τα στοιχεία τα οποία δεν έχουν καμία σχέση με τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που περιέχονται στην ανακοίνωση των αιτιάσεων και τα οποία, ως εκ τούτου, δεν είναι κρίσιμα για την έρευνα. Ο προσφεύγων δεν μπορεί λυσιτελώς να προβάλλει, ως λόγο ακυρώσεως, την έλλειψη κοινοποιήσεως ασχέτων με την υπόθεσή του στοιχείων (βλ. απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 145 ανωτέρω, σκέψη 126 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

148    Τέλος, πρέπει να υπομνησθεί ότι μια παράβαση του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο δεν μπορεί να οδηγεί σε συνολική ή μερική ακύρωση μιας αποφάσεως της Επιτροπής παρά μόνον αν μη προσήκουσα πρόσβαση στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως που παρασχέθηκε στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις κατά τη διοικητική διαδικασία τις εμπόδισε να λάβουν γνώση εγγράφων που μπορούσαν να φανούν χρήσιμα για την άμυνά τους και αποτέλεσε, με τον τρόπο αυτό, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνάς τους. Τούτο θα συνέβαινε αν με την κοινοποίηση ενός εγγράφου υπήρχε πιθανότητα, έστω και περιορισμένη, να καταλήξει η διοικητική διαδικασία σε διαφορετικό αποτέλεσμα αν η ενδιαφερόμενη επιχείρηση είχε τη δυνατότητα να το επικαλεστεί κατά τη διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 145 ανωτέρω, σκέψεις 101 και 131).

149    Το αν υπήρξε εν προκειμένω προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως της Hoechst στον φάκελο όσον αφορά, αφενός, το έγγραφο της Chisso της 17ης Δεκεμβρίου 2002 με τα παραρτήματά του και, αφετέρου, τα εσωτερικά έγγραφα σχετικά με τις τηλεφωνικές επαφές μεταξύ Επιτροπής και Chisso, από τον Σεπτέμβριο του 1998 μέχρι τον Απρίλιο του 1999, πρέπει να εξεταστεί με γνώμονα τις ανωτέρω παρατηρήσεις.

 Επί του εγγράφου της Chisso της 17ης Δεκεμβρίου 2002 με τα παραρτήματά του

150    Πρώτον, πρέπει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή αποφάσισε να περιλάβει ένα μη εμπιστευτικό κείμενο του εγγράφου της Chisso της 17ης Δεκεμβρίου 2002, με τα παραρτήματά του, στον φάκελο έρευνας ο οποίος ήταν προσβάσιμος στις επιχειρήσεις που μετείχαν στη διαδικασία. Επομένως, η Επιτροπή θεωρούσε οπωσδήποτε ότι τα έγγραφα αυτά ήταν κρίσιμα για την έρευνα.

151    Δεύτερον, η Επιτροπή δεν χρησιμοποίησε στην Απόφαση το έγγραφο της Chisso της 17ης Δεκεμβρίου 2002, με τα παραρτήματά του, προκειμένου να αποδείξει ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις είχαν διαπράξει παράβαση. Επομένως, δεν πρόκειται για επιβαρυντικό αποδεικτικό στοιχείο.

152    Τρίτον, διαπιστώνεται ότι η Hoechst είχε όντως πρόσβαση σε ένα μη εμπιστευτικό κείμενο του εγγράφου της Chisso της 17ης Δεκεμβρίου 2002, με τα παραρτήματά του. Ωστόσο, το σχετικό σύνολο εγγράφων, όπως αυτά κατέστησαν προσβάσιμα έναντι της Hoechst κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, περιελάμβανε 101 σελίδες, το σύνολο των οποίων σχεδόν ήταν λευκές και διαγεγραμμένες με τη μνεία «απόρρητα επιχειρηματικά στοιχεία». Κατά τη διοικητική διαδικασία δεν γνωστοποιήθηκε κανένα άλλο πιο εύληπτο μη εμπιστευτικό κείμενο, ούτε καν κάποια περίληψη του περιεχομένου των εγγράφων αυτών. Το έγγραφο της Chisso της 17ης Δεκεμβρίου 2002 μνημόνευε μόνον έναν πίνακα περιλαμβάνοντα την ημερομηνία των επίμαχων εγγράφων, τον αποστολέα και τον αποδέκτη, καθώς και, ενδεχομένως, το αντικείμενο. Υπό τις συνθήκες αυτές, η γνωστοποίηση του μη εμπιστευτικού κειμένου του εγγράφου της Chisso της 17ης Δεκεμβρίου 2002, με τα παραρτήματά του, όπως αυτό κατέστη προσβάσιμο έναντι της Hoechst κατά τη διοικητική διαδικασία, προσομοιάζει στην πράξη με απόκρυψη των σχετικών εγγράφων, τα οποία, καθόσον περιλαμβάνονταν στον φάκελο, ήταν κρίσιμα για την έρευνα.

153    Τέταρτον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η Hoechst είχε ζητήσει επανειλημμένα μια πλέον πρόσφορη πρόσβαση στο έγγραφο της Chisso της 17ης Δεκεμβρίου 2002, με τα παραρτήματά του, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας. Η Επιτροπή της αρνήθηκε την πρόσβαση αυτή, όπως αναφέρει η αιτιολογική σκέψη 26 της Αποφάσεως, με την αιτιολογία ότι η Chisso είχε ζητήσει εμπιστευτική μεταχείριση των σχετικών εγγράφων. Όμως, η Επιτροπή δεν μπορεί να επικαλείται, γενικώς, τον εμπιστευτικό χαρακτήρα εγγράφων προκειμένου να δικαιολογεί την καθολική άρνησή της να ανακοινώσει έγγραφα του φακέλου της (απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Απριλίου 1999, T‑305/94 έως T-307/94, T-313/94 έως T-316/94, T-318/94, T-325/94, T-328/94, T-329/94 και T-335/94, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II-931, σκέψη 1017). Πράγματι, το δικαίωμα των επιχειρήσεων και ενώσεων επιχειρήσεων προς προστασία των επαγγελματικών τους απορρήτων πρέπει να σταθμίζεται σε σχέση με την κατοχύρωση του δικαιώματος προσβάσεως στο σύνολο του φακέλου (απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Μαρτίου 2000, T‑25/95, T-26/95, T-30/95 έως T-32/95, T-34/95 έως T-39/95, T-42/95 έως T-46/95, T-48/95, T-50/95 έως T-65/95, T-68/95 έως T-71/95, T‑87/95, T-88/95, T-103/95 και T-104/95, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, λεγόμενη «Τσιμέντο», Συλλογή 2000, σ. II-491, σκέψη 147).

154    Υπό τις συνθήκες της υπό κρίση υποθέσεως, λαμβάνοντας υπόψη το ρητό αίτημα της Hoechst επ’ αυτού, η Επιτροπή μπορούσε να προετοιμάσει ένα μη εμπιστευτικό κείμενο των επίμαχων εγγράφων ή, ενδεχομένως, αν τούτο ήταν δυσχερές, να συντάξει έναν κατάλογο των σχετικών εγγράφων και μια αρκετά σαφή μη εμπιστευτική περίληψη του περιεχομένου τους.

155    Για όλους τους λόγους αυτούς, πρέπει να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή δεν οργάνωσε δεόντως την πρόσβαση της Hoechst στο έγγραφο της Chisso της 17ης Δεκεμβρίου 2002, με τα παραρτήματά του.

156    Εντούτοις, πρέπει να υπομνησθεί ότι μια παραβίαση του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο δεν μπορεί να οδηγεί σε συνολική ή μερική ακύρωση αποφάσεως της Επιτροπής παρά μόνον αν λόγω της μη προσήκουσας προσβάσεως στον φάκελο έρευνας κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας εμπόδισε τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις να λάβουν γνώση εγγράφων που μπορούσαν να είναι χρήσιμα για την άμυνά τους και, με τον τρόπο αυτό, προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνάς τους.

157    Υπό τις συνθήκες αυτές το Πρωτοδικείο έλαβε τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας που μνημονεύονται στις σκέψεις 32 έως 35 ανωτέρω και παρέσχε τη δυνατότητα στη Hoechst να υποβάλει συμπληρωματικές παρατηρήσεις επί του πλήρους κειμένου των εγγράφων που περιήλθαν με τον τρόπο αυτό σε γνώση της.

158    Προεισαγωγικώς, πρέπει να σημειωθεί επ’ αυτού, ότι ορισμένα έγγραφα περιεχόμενα στον φάκελο έρευνας, ειδικότερα ένα έγγραφο της Chisso της 11ης Ιανουαρίου 1999, προσκομίστηκαν κατόπιν αιτήματος του Πρωτοδικείου, καθόσον η Απόφαση τα επικαλείται για να διαπιστώσει ότι η Chisso είχε παράσχει, κατά τη σύσκεψη της 13ης Νοεμβρίου 1998, μια προφορική περιγραφή των δραστηριοτήτων της συμπράξεως, καθώς και αποδεικτικά στοιχεία. Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι τα έγγραφα αυτά αποτελούσαν μέρος του φακέλου έρευνας που ήταν προσβάσιμος στους μετέχοντες στη διαδικασία, πράγμα το οποίο επιβεβαιώνει η Επιτροπή με τις παρατηρήσεις της, χωρίς η Hoechst να προβάλλει αμφισβήτηση επί του σημείου αυτού. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Hoechst δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίζει ότι υφίσταται σχετική προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο.

159    Όσον αφορά το έγγραφο της Chisso της 17ης Δεκεμβρίου 2002, με τα παραρτήματά του, οι συμπληρωματικές παρατηρήσεις της Hoechst αφορούν ειδικά ένα από τα παραρτήματα αυτά, ήτοι ένα έγγραφο της Chisso με ημερομηνία 26 Μαρτίου 1999.

160    Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η Επιτροπή έλαβε την τελική θέση της όσον αφορά το ποια επιχείρηση ήταν η πρώτη που παρέσχε καθοριστικά στοιχεία, εν προκειμένω, με την έκδοση της Αποφάσεως. Σε κανένα σημείο της διαδικασίας η Επιτροπή δεν ανακοίνωσε στις επιχειρήσεις αν θα τους χορηγούσε ή όχι ασυλία όσον αφορά την επιβολή προστίμου. Υπό τις συνθήκες αυτές, η μη αποκάλυψη του εγγράφου της Chisso της 26ης Μαρτίου 1999 δεν μπορούσε να έχει επίπτωση επί των δικαιωμάτων άμυνας της Hoechst κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.

161    Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να διευκρινιστεί ότι το έγγραφο της Chisso της 26ης Μαρτίου 1999 δεν μπορεί να μεταβάλει το συμπέρασμα της Επιτροπής κατά το οποίο η Chisso ήταν η πρώτη επιχείρηση που παρέσχε καθοριστικά στοιχεία προς απόδειξη της υπάρξεως της συμπράξεως, ανεξάρτητα από το αν το συμπέρασμα αυτό ήταν ή όχι βάσιμο. Πράγματι, το έγγραφο της Chisso της 26ης Μαρτίου 1999 αποσκοπεί να εξηγεί τις καθυστερήσεις της εν λόγω επιχειρήσεως να υποβάλει μιαν «έκθεση των πραγματικών περιστατικών». Τούτο δεν μπορεί να αμβλύνει τη σημασία του γεγονότος ότι, κατά τη σύσκεψη της 13ης Νοεμβρίου 1998, σύμφωνα με την Επιτροπή, η Chisso παρέσχε μια προφορική περιγραφή των δραστηριοτήτων της συμπράξεως, καθώς και έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία. Ομοίως, το γεγονός ότι η Επιτροπή χορήγησε συμπληρωματική προθεσμία στην Chisso για να παράσχει περαιτέρω πραγματικά στοιχεία, κατόπιν της συσκέψεως της 13ης Νοεμβρίου 1998, δεν μπορεί να έχει επίπτωση επί του γεγονότος ότι ήταν η πρώτη που συνεργάστηκε, από τη στιγμή που το συμπέρασμα στηρίζεται μόνο σε στοιχεία παρασχεθέντα κατά την εν λόγω σύσκεψη.

162    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί ο λόγος που προβάλλει η Hoechst, καθόσον αφορά το έγγραφο της Chisso της 17ης Δεκεμβρίου 2002 με τα παραρτήματά του.

 Επί των εσωτερικών εγγράφων σχετικά με τις τηλεφωνικές επαφές μεταξύ Επιτροπής και Chisso, από τον Σεπτέμβριο του 1998 μέχρι τον Απρίλιο του 1999

163    Προεισαγωγικώς, πρέπει να σημειωθεί ότι η Hoechst ζήτησε να έχει πρόσβαση, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, μόνο στα εσωτερικά έγγραφα σχετικά με τις τηλεφωνικές επαφές μεταξύ Επιτροπής και Chisso, που πραγματοποιήθηκαν από τον Σεπτέμβριο του 1998 μέχρι τον Απρίλιο του 1999. Τούτο προκύπτει, ειδικότερα, από ένα έγγραφο που απέστειλε η Hoechst στον σύμβουλο ακροάσεων στις 22 Ιανουαρίου 2003, όπως αυτό επιβεβαιώθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

164    Στη συνέχεια, πρέπει να υπομνησθεί ότι το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο συνεπάγεται ότι η Επιτροπή υποχρεούται να παρέχει στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση τη δυνατότητα εξετάσεως όλων των εγγράφων που περιλαμβάνονται στον φάκελο έρευνας και τα οποία ενδέχεται να είναι κρίσιμα για την άμυνά της, με εξαίρεση, μεταξύ άλλων, τα εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 145 ανωτέρω, σκέψη 68).

165    Ο περιορισμός προσβάσεως σε τέτοια έγγραφα δικαιολογείται από την ανάγκη διασφαλίσεως της εύρυθμης λειτουργίας της Επιτροπής στον τομέα της καταστολής των παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού που προβλέπει η Συνθήκη. Η πρόσβαση στα εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής είναι δυνατή μόνον αν επιβάλλεται από τις εξαιρετικές περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, βάσει σοβαρών ενδείξεων τις οποίες οφείλει να προσκομίσει ο ενδιαφερόμενος (βλ. αποφάσεις του Πρωτοδικείου Τσιμέντο, σκέψη 153 ανωτέρω, σκέψη 420, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 29ης Απριλίου 2004, T-236/01, T-239/01, T-244/01 έως T-246/01, T-251/01 και T-252/01, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II-1181, σκέψη 40).

166    Εν προκειμένω, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 128 έως 144 ανωτέρω, τα επιχειρήματα που προβάλλει η Hoechst σχετικά με παραβίαση των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της ίσης μεταχειρίσεως απορρίφθηκαν, εκτός καθόσον αφορά τη διαβεβαίωση που δόθηκε στην Chisso, κατά τη σύσκεψη της 13ης Νοεμβρίου 1998, ότι η Επιτροπή θα την προειδοποιούσε αν κάποια άλλη επιχείρηση επρόκειτο να επιδείξει μεγαλύτερη προθυμία έναντι αυτής στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996.

167    Όμως, όπως σημειώθηκε στη σκέψη 143 ανωτέρω, η παρανομία που διαπιστώθηκε συναφώς δεν είναι ικανή να επηρεάσει το κύρος της Αποφάσεως όσον αφορά, αφενός, τη διαπίστωση της παραβάσεως και, αφετέρου, τον προσδιορισμό της επιχειρήσεως η οποία συνεργάστηκε πρώτη και, επομένως, τη χορήγηση ασυλίας όσον αφορά την επιβολή προστίμου.

168    Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν υπάρχει καμία σοβαρή ένδειξη, υπό την έννοια της προαναφερθείσας νομολογίας, που να δικαιολογεί πρόσβαση της Hoechst στα επίμαχα εσωτερικά έγγραφα. Γι’ αυτό, ο λόγος της Hoechst, καθόσον αφορά την προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στα εσωτερικά έγγραφα σχετικά με τις τηλεφωνικές επαφές μεταξύ Επιτροπής και Chisso, από τον Σεπτέμβριο του 1998 μέχρι τον Απρίλιο του 1999, πρέπει να απορριφθεί.

169    Ως εκ περισσού, και προς εξακρίβωση της αληθείας, λαμβανομένης υπόψη της παραβιάσεως των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της ίσης μεταχειρίσεως που διαπιστώθηκε προηγουμένως, η Επιτροπή διατάχθηκε, βάσει του άρθρου 65, στοιχείο β΄, και του άρθρου 67, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, να προσκομίσει τα επίμαχα εσωτερικά έγγραφα για να μπορέσει το Πρωτοδικείο να τα εκτιμήσει. Σύμφωνα με το άρθρο 67, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα έγγραφα που κατέθεσε η Επιτροπή δεν γνωστοποιήθηκαν στην προσφεύγουσα κατά τη διάρκεια της ως άνω εκτιμήσεως εκ μέρους του Πρωτοδικείου του εμπιστευτικού χαρακτήρα τους, καθώς και της σημασίας τους για την επίλυση της διαφοράς.

170    Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτής, το Πρωτοδικείο θεώρησε ότι τα επίμαχα εσωτερικά έγγραφα προφανώς δεν περιελάμβαναν αποδεικτικά στοιχεία κρίσιμα για την επίλυση της διαφοράς. Κατά συνέπεια, λαμβανομένου υπόψη του υπό κανονικές συνθήκες εμπιστευτικού χαρακτήρα τέτοιων εγγράφων, το Πρωτοδικείο αποφάσισε να τα αποσύρει από τη δικογραφία και να τα επιστρέψει στην Επιτροπή (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 25ης Οκτωβρίου 2002, T-5/02, Tetra Laval κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-4381, σκέψη 78, και, κατ’ αναλογία, διάταξη του Πρωτοδικείου της 10ης Δεκεμβρίου 1997, T-134/94, T-136/94 έως T-138/94, T-141/94, T-145/94, T-147/94, T-148/94, T-151/94, T-156/94 και T-157/94, NMH Stahlwerke κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II-2293, σκέψεις 40, 44 και 45).

171    Για όλους αυτούς τους λόγους, και χωρίς να απαιτούνται συμπληρωματικά μέτρα οργανώσεως ή έρευνας όπως ζήτησε η Hoechst, δεδομένου ότι το Πρωτοδικείο κρίνει ότι έχει επαρκώς διαφωτισθεί από τα έγγραφα της δικογραφίας, ο πρώτος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

Β –     Επί του τετάρτου λόγου, που στηρίζεται στον ελλιπή χαρακτήρα της τελικής εκθέσεως του συμβούλου ακροάσεων

4.     1. Επιχειρήματα των διαδίκων

 Τα επιχειρήματα της Hoechst

172    Η Hoechst υπενθυμίζει ότι, πρώτον, διατύπωσε πολλές επικρίσεις στον σύμβουλο ακροάσεων σχετικά με τη διενέργεια της διοικητικής διαδικασίας και, ιδίως, το γεγονός ότι, πρώτον, δεν της επετράπη να συνεργαστεί δίδοντας προφορικές μαρτυρίες, ενώ ο τρόπος αυτός συνεργασίας είχε γίνει δεκτός για την Chisso, δεύτερον, δεν έγινε δεκτό αίτημά της για νέες συσκέψεις με εκπροσώπους της Επιτροπής, ενώ τέτοιες συναντήσεις είχαν προταθεί στην Chisso, και, τρίτον, δόθηκε παρανόμως στην Chisso η υπόσχεση ότι η Επιτροπή θα την προειδοποιούσε αν τρίτοι επιχειρούσαν να «επιδείξουν μεγαλύτερη προθυμία» όσον αφορά τη συνεργασία τους.

173    Καθόσον οι επικρίσεις αυτές αποσιωπήθηκαν στην τελική έκθεση του συμβούλου ακροάσεων, τα μέλη της Επιτροπής που εξέδωσαν την Απόφαση δεν είχαν ενημερωθεί ορθά σχετικά με την παραβίαση των δικαιωμάτων άμυνας της Hoechst.

174    Κατά τη Hoechst, ο σύμβουλος ακροάσεων κακώς θεώρησε –και χωρίς κάποια ιδιαίτερη αιτιολογία– ότι δεν είχε καμία σημασία το αν οι προαναφερθείσες επικρίσεις ήταν ή όχι βάσιμες. Επικαλούμενη την απόφαση ABB Asea Brown Boveri κατά Επιτροπής, σκέψη 75 ανωτέρω (σκέψη 104), η Hoechst υπογραμμίζει ότι είναι δυνατό η έλλειψη αντικειμενικότητας κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας να μην ασκεί σοβαρή και αντίθετη προς τα δικαιώματα άμυνας του ενδιαφερομένου επιρροή επί του συννόμου μιας αποφάσεως αν η σχετική έλλειψη αντικειμενικότητας προκύπτει απλώς από «αμεροληψία στον τρόπο συλλογισμού» του εκπροσώπου της Επιτροπής. Αντιθέτως, η Hoechst θεωρεί ότι πρέπει να εκτιμάται διαφορετικά από νομικής απόψεως η περίσταση κατά την οποία, όπως και στην υπό κρίση υπόθεση, υφίστανται τέτοιες επιπτώσεις όσον αφορά διαδικαστικές πράξεις οι οποίες ευνοούν μονομερώς κάποιον από τους μετέχοντες στη σχετική διαδικασία.

175    Η Hoechst συνάγει εξ αυτού ότι ο σύμβουλος ακροάσεων όφειλε να εξακριβώσει τα σχετικά στοιχεία και να τα περιλάβει στην τελική έκθεσή του, για να παράσχει στα μέλη της Επιτροπής που ήταν υπεύθυνα για την έκδοση της Αποφάσεως μια πιστή εικόνα της διεξαγωγής της διαδικασίας.

 Τα επιχειρήματα της Επιτροπής

176    Η τελική έκθεση του συμβούλου ακροάσεων προορίζεται προς συμπλήρωση του σχεδίου αποφάσεως που υποβάλλεται στα μέλη της Επιτροπής.

177    Επικαλούμενη το άρθρο 15, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 2001/462/ΕΚ, ΕΚΑX της Επιτροπής, της 23ης Μαΐου 2001, σχετικά με τα καθήκοντα του συμβούλου ακροάσεων σε ορισμένες διαδικασίες ανταγωνισμού (ΕΕ L 162, σ. 21, στο εξής: απόφαση 2001/462), η Επιτροπή θεωρεί ότι, εν προκειμένω, η τελική έκθεση του συμβούλου ακροάσεων ικανοποιεί πλήρως την αποστολή της. Δείχνει ότι δεν παραβιάστηκε το δικαίωμα ακροάσεως των μερών, με οποιονδήποτε τρόπο. Εξάλλου, επικαλούμενη την απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Απριλίου 2004, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 165 ανωτέρω (σκέψη 53), η Επιτροπή θεωρεί ότι, με την τελική έκθεση, ο σύμβουλος ακροάσεων δεν ήταν υποχρεωμένος να εκθέσει τις λεπτομέρειες διαδικαστικής φύσεως αιτιάσεων.

178    Στην τελική έκθεση, ο σύμβουλος ακροάσεων περιλαμβάνει στοιχεία υπερβαίνοντα το ελάχιστο δυνατό, μνημονεύοντας τις ως άνω αιτιάσεις και αναφέροντας για ποιο λόγο αυτές δεν έχουν αποφασιστική σημασία. Έτσι, η έκθεση αναφέρει ότι προβλήθηκαν ισχυρισμοί περί «διαδικαστικών πλημμελειών», ιδίως περί «δυσμενών διακρίσεων σε σύγκριση με την Chisso σε μια σειρά ζητημάτων σχετικά με τη συνεργασία με την Επιτροπή». Επιπλέον, ο σύμβουλος ακροάσεων εξέθεσε ειδικότερα ότι εξέτασε τις επικρίσεις αυτές επιδεικνύοντας «ιδιαίτερη προσοχή» στα σχετικά συμπεράσματα της Επιτροπής στο σχέδιο αποφάσεως. Θα ήταν αλυσιτελές να δοθούν περισσότερες διευκρινίσεις με την τελική έκθεση, καθόσον μάλιστα η ίδια η Απόφαση ασχολείται με τις επίμαχες επικρίσεις (αιτιολογικές σκέψεις 453 και 458).

5.     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

179    Βάσει του άρθρου 1 της αποφάσεως 2001/462, η Επιτροπή διορίζει έναν ή περισσότερους συμβούλους ακροάσεων για να «μεριμνούν ώστε να γίνεται σεβαστή η ουσιαστική άσκηση του δικαιώματος της ακρόασης κατά τις διαδικασίες ανταγωνισμού ενώπιον της Επιτροπής»».

180    Το άρθρο 13, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2001/462 ορίζει ειδικότερα:

«Ο σύμβουλος ακροάσεων υποβάλλει στο αρμόδιο μέλος της Επιτροπής έκθεση σχετικά με την ακρόαση και τα συμπεράσματα που συνήγαγε από αυτή, με μνεία του σεβασμού του δικαιώματος ακρόασης. Οι παρατηρήσεις που διαλαμβάνονται στην έκθεση αυτή αφορούν διαδικαστικά ζητήματα, συμπεριλαμβανομένης της αποκάλυψης εγγράφων και της πρόσβασης σε φακέλους, τις προθεσμίες για τις απαντήσεις στην κοινοποίηση αιτιάσεων και την ορθή διεξαγωγή της προφορικής ακρόασης.»

181    Κατά το άρθρο 15, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 2001/462:

«Ο σύμβουλος ακροάσεων συντάσσει, βάσει του σχεδίου απόφασης που υποβάλλεται στη συμβουλευτική επιτροπή για την υπό κρίση υπόθεση, γραπτή τελική έκθεση σχετικά με τον σεβασμό του δικαιώματος ακρόασης, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 13, παράγραφος 1. Η έκθεση αυτή εξετάζει επίσης κατά πόσον το σχέδιο της απόφασης ασχολείται μόνο με τις αιτιάσεις ως προς τις οποίες έχει δοθεί στα μέρη η δυνατότητα να διατυπώσουν τις απόψεις τους […].»

182    Δυνάμει του άρθρου 16, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2001/462, «η τελική έκθεση του συμβούλου ακροάσεων επισυνάπτεται στο σχέδιο απόφασης που υποβάλλεται στην Επιτροπή, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ότι η Επιτροπή, όταν εκδίδει απόφαση σχετικά με συγκεκριμένη υπόθεση, έχει λάβει πλήρη γνώση όλων των σημαντικών πληροφοριών που αφορούν την πορεία της διαδικασίας και το σεβασμό του δικαιώματος ακρόασης.»

183    Εν προκειμένω, αρκεί η διαπίστωση ότι, από τα επιχειρήματα που προβάλλει η Hoechst προς στήριξη του λόγου της, που αποτελούν επανάληψη εκείνων τα οποία επικαλέστηκε στο πλαίσιο του πρώτου λόγου σχετικά με το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν τηρήθηκε το δικαίωμα ακροάσεως της Hoechst στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας που κίνησε η Επιτροπή.

184    Όσον αφορά την παραβίαση των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της ίσης μεταχειρίσεως, που διαπιστώθηκε στη σκέψη 137 ανωτέρω, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η εν λόγω παραβίαση δεν αφορά το δικαίωμα ακροάσεως της Hoechst, υπό την έννοια της αποφάσεως 2001/462.

185    Κατά τα λοιπά, ο σύμβουλος ακροάσεων εκθέτει ειδικότερα, στην τελική έκθεσή του, ότι «οι ενέργειες των υπηρεσιών της Επιτροπής έναντι των μερών δεν είχαν καμία επίπτωση επί των αποτελεσμάτων της περιπτώσεως όσον αφορά την [επιείκεια]». Τούτο συμφωνεί με το συμπέρασμα του Πρωτοδικείου, στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου λόγου, κατά το οποίο η παρανομία που διαπιστώθηκε στη σκέψη 137 ανωτέρω δεν είναι ικανή να επηρεάσει το κύρος της Αποφάσεως όσον αφορά, ιδίως, τον προσδιορισμό της επιχειρήσεως η οποία συνεργάστηκε πρώτη.

186    Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι, με την απόφαση, η Επιτροπή εκθέτει, στην αιτιολογική σκέψη 453, τις διαδικαστικές αιτιάσεις της Hoechst και απαντά σ’ αυτές, ειδικότερα με την αιτιολογική σκέψη 458. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να υποστηριχθεί, όπως διατείνεται η Hoechst, ότι τα μέλη της Επιτροπής δεν είχαν ενημερωθεί επαρκώς.

187    Για όλους αυτούς τους λόγους, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

II –  Επί του δέκατου τρίτου λόγου, που αποσκοπεί στην ακύρωση του άρθρου 2 της αποφάσεως καθόσον αφορά τη Hoechst

 Επιχειρήματα των διαδίκων

1.     Τα επιχειρήματα της Hoechst

188    Η Hoechst υποστηρίζει ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής που περιέχονται στην αιτιολογική σκέψη 298 της Αποφάσεως, κατά τις οποίες η σύμπραξη έληξε το αργότερο τον Νοέμβριο του 1996, στερούν από κάθε πραγματικό έρεισμα τη διαταγή που περιλαμβάνεται στο άρθρο 2 της Αποφάσεως.

189    Αν η Επιτροπή ήθελε να διατάξει την παύση της παραβάσεως επτά έτη μετά τη λήξη της συμπράξεως, έπρεπε να έχει επαρκείς ενδείξεις περί της συνεχίσεως της παραβάσεως. Διαφορετικά, πρόκειται για μέτρο που στηρίζεται σε μια απλή υποψία, πράγμα το οποίο είναι αντίθετο προς το άρθρο 3 του κανονισμού 17. Επιπλέον του γεγονότος ότι αυτό συνιστά προσβολή της φήμης του αποδέκτη της Αποφάσεως, τούτο ενδέχεται να του προκαλέσει δυσχέρειες συνδεόμενες με αγωγές ασκούμενες εκ μέρους τρίτων κατ’ αυτού σε βάρος του.

190    Επιπλέον, η έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 2 της Αποφάσεως είναι πρόδηλη, διότι από το 1996 η Hoechst δεν ησχολείτο πλέον με τον αφορώντα τα σορβικά άλατα τομέα δραστηριοτήτων, καθόσον το 1997 μεταβίβασε στο σύνολό τους τα σχετικά στοιχεία ενεργητικού σε τρίτη εταιρία μη μετέχουσα στον όμιλο εταιριών της, ήτοι στην εταιρία Celanese AG.

191    Η Hoechst συνάγει εξ αυτού ότι το άρθρο 2 της Αποφάσεως πρέπει να ακυρωθεί καθόσον την αφορά.

2.     Τα επιχειρήματα της Επιτροπής

192    Η Επιτροπή εκθέτει ότι, όπως και την υπόθεση που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 153 ανωτέρω, το άρθρο 2 της Αποφάσεως περιλαμβάνει μια ρητή επιφύλαξη, ήτοι την έκφραση «στον βαθμό που δεν το έχουν ήδη πράξει». Υπενθυμίζει ότι το Πρωτοδικείο είχε διαπιστώσει, στην ως άνω υπόθεση, ότι, «όσον αφορά τον λόγο που προβάλλει η Hoechst, […] αρκεί η παρατήρηση ότι το άρθρο 2 της επίδικης αποφάσεως απευθ[υνόταν] ρητώς στις επιχειρήσεις “οι οποίες συνεχίζουν να δρουν στον τομέα του PVC”. Συνεπώς, η επιχειρηματολογία που αναπτύσσει προς στήριξη του λόγου αυτού [ήταν] προδήλως αβάσιμη» (σκέψη 1247).

193    Εν προκειμένω, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να αποδείξει οριστικά αν η διαπραττόμενη σε μια συγκεκριμένη περίοδο παράβαση συνεχιζόταν ακόμη τον χρόνο κατά τον οποίο εκδόθηκε η απόφαση ή αν είχε ήδη παύσει. Η Επιτροπή υπογραμμίζει, εξάλλου, ότι τα εμπλεκόμενα μέρη είχαν επιτύχει να δρουν με τη μεγαλύτερη μυστικότητα κατά τη διάρκεια σχεδόν δύο δεκαετιών (αιτιολογική σκέψη 306 της Αποφάσεως) και ότι το άρθρο 2 της αποφάσεως ήταν μια διαταγή παύσεως της παραβάσεως που απευθύνθηκε προληπτικά στην εταιρία αυτή (αιτιολογική σκέψη 307 της Αποφάσεως). Η μεταβίβαση του τομέα δραστηριοτήτων σορβικών αλάτων δεν εμπόδιζε την Επιτροπή να απευθύνει μια διαταγή, σύμφωνα με την οποία η υποχρέωση παύσεως των παραβάσεων επιβαλλόταν στην ως άνω εταιρία μόνον «στον βαθμό που δεν το [είχε] ήδη πράξει.»

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

194    Προεισαγωγικώς, πρέπει να σημειωθεί ότι από το δικόγραφο της προσφυγής προκύπτει σαφώς ότι, με τον δέκατο τρίτο λόγο της, η Hoechst ζητεί την ακύρωση του άρθρου 2 του διατακτικού της αποφάσεως καθόσον την αφορά.

195    Επί της ουσίας, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 2 του διατακτικού της αποφάσεως περιλαμβάνει, πράγματι, δύο διαταγές.

196    Καταρχάς, η διάταξη αυτή επιβάλλει στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις να παύσουν αμέσως, αν δεν το είχαν ήδη πράξει, τις παραβάσεις περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 1 του διατακτικού της Αποφάσεως. Επί του σημείου αυτού, καθόσον η Hoechst δεν ασκούσε πλέον δραστηριότητες στον τομέα των σορβικών αλάτων κατά τον χρόνο της εκδόσεως της Αποφάσεως, η επιχειρηματολογία που προβάλλεται έναντι της διατάξεως αυτής προδήλως στερείται ερείσματος, καθόσον η επίμαχη διαταγή δεν αφορά στην πράξη τη Hoechst, μολονότι η εταιρία αυτή περιλαμβάνεται μεταξύ των επιχειρήσεων που απαριθμούνται στο άρθρο 1 του διατακτικού της Αποφάσεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 153 ανωτέρω, σκέψη 1247). Το γεγονός αυτό καθιστά επίσης άνευ περιεχομένου τα επιχειρήματα που προβάλλει η Hoechst όσον αφορά την προσβολή της φήμης της ή όσον αφορά το ενδεχόμενο να ασκήσουν τρίτοι αγωγές κατά της ιδίας.

197    Στη συνέχεια, το άρθρο 2 του διατακτικού της Αποφάσεως επιβάλλει στις επιχειρήσεις τις οποίες αυτή απαριθμεί να απέχουν πλέον από την επανάληψη οποιασδήποτε πράξεως ή συμπεριφοράς που περιγράφει το άρθρο 1, καθώς και από κάθε μέτρο με ίδιο ή παρόμοιο σκοπό ή αποτέλεσμα.

198    Πρέπει να υπομνησθεί, συναφώς, ότι η εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 17 μπορεί να συνεπάγεται την απαγόρευση εξακολουθήσεως ορισμένων δραστηριοτήτων, πρακτικών ή καταστάσεων, το παράνομο των οποίων διαπιστώθηκε, αλλά και απαγόρευση παρόμοιας συμπεριφοράς στο μέλλον. Πάντως, οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις δεν πρέπει να είναι βαρύτερες των υποχρεώσεων που είναι ενδεδειγμένες και αναγκαίες για να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός (βλ. απόφαση «Τσιμέντο», σκέψη 153 ανωτέρω, σκέψεις 4704 και 4705 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εξάλλου, η άσκηση της εξουσίας της Επιτροπής να απευθύνει εντολές πρέπει να γίνεται σε συνάρτηση προς τη φύση της διαπιστούμενης παραβάσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Μαρτίου 1974, 6/73 και 7/73, Istituto Chemioterapico Italiano και Commercial Solvents κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1974, σ. 113, σκέψη 45· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 7ης Οκτωβρίου 1999, T-228/97, Irish Sugar κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II-2969, σκέψη 298, και της 12ης Δεκεμβρίου 2000, T-128/98, Aéroports de Paris κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II-3929, σκέψη 82).

199    Εν προκειμένω, η Επιτροπή διαπίστωσε, με το άρθρο 1 του διατακτικού της αποφάσεως, ότι η Hoechst, μαζί με άλλες επιχειρήσεις, είχε παραβεί το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ και, από της 1ης Ιανουαρίου 1994, το άρθρο 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΕΟΧ, μετέχοντας, επιπλέον κατά τη διάρκεια πολύ μακράς χρονικής περιόδου, σε περίπλοκη, ενιαία και συνεχή συμφωνία και σε εναρμονισμένες πρακτικές στον τομέα των σορβικών αλάτων, στο πλαίσιο των οποίων οι εμπλεκόμενες εταιρίες είχαν συμφωνήσει να καθορίζουν στόχους τιμών και να κατανέμουν μεταξύ τους ποσοστώσεις όσον αφορά τις πωλούμενες ποσότητες, να δημιουργήσουν ένα μηχανογραφημένο σύστημα ενημερώσεως και ελέγχου και να μην παρέχουν την απαιτούμενη τεχνολογία στους επιθυμούντες να εισέλθουν στη σχετική αγορά. Η Hoechst δεν αμφισβητεί την απόφαση επ’ αυτού. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή, διατάσσοντας τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις να απέχουν στο μέλλον, στο πλαίσιο της αγοράς σορβικών αλάτων, από κάθε μέτρο ικανό να έχει παρόμοιο σκοπό ή αποτέλεσμα, δεν ενήργησε καθ’ υπέρβαση των εξουσιών που της παρέχει το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 17.

200    Το γεγονός ότι η Hoechst δεν ασκούσε πλέον δραστηριότητες στον τομέα των σορβικών αλάτων την ημερομηνία της εκδόσεως της αποφάσεως ή το ότι η Επιτροπή σημειώνει στην αιτιολογική σκέψη 298 της αποφάσεως ότι η σύμπραξη είχε λήξει το αργότερο τον Νοέμβριο του 1996 δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση το συμπέρασμα αυτό. Πράγματι, μια διαταγή όπως αυτή της υπό κρίση υποθέσεως είναι εκ φύσεως προληπτικού χαρακτήρα και δεν εξαρτάται από την κατάσταση των εμπλεκομένων επιχειρήσεων κατά τον χρόνο της εκδόσεως της αποφάσεως.

201    Για το σύνολο των λόγων αυτών, ο δέκατος τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

III –  Επί των λόγων με τους οποίους ζητείται μείωση του προστίμου της Hoechst

202    Το Πρωτοδικείο κρίνει ότι πρέπει να προβεί σε εξέταση των λόγων με τους οποίους ζητείται μείωση του προστίμου της Hoechst με διαφορετική σειρά έναντι εκείνης του δικογράφου της προσφυγής. Ομοίως, θα εξετάσει από κοινού ορισμένους λόγους, στο πλαίσιο της εκτιμήσεώς του, καθόσον αυτοί αφορούν την ίδια προβληματική επί της ουσίας.

Α –     Επί του δωδέκατου λόγου, που στηρίζεται στην υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας

1.     Περίληψη της διοικητικής διαδικασίας

203    Από πραγματικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στην Απόφαση και τα οποία δεν αμφισβήτησε η Hoechst προκύπτει ότι η Επιτροπή απηύθυνε στις 26 Μαΐου 1999 το πρώτο αίτημα παροχής πληροφοριών βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού 17 στις εταιρίες Daicel, Nippon Synthetic και Ueno (αιτιολογική σκέψη 6 της Αποφάσεως).

204    Στη συνέχεια υπήρξαν και άλλα αιτήματα παροχής πληροφοριών βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού 17, ιδίως μεταξύ Μαΐου και Νοεμβρίου του 2002 (αιτιολογικές σκέψεις 12 έως 18 της Αποφάσεως).

205    Στις 20 Δεκεμβρίου 2002 η Επιτροπή απηύθυνε ανακοίνωση αιτιάσεων στις επιχειρήσεις που είναι αποδέκτες της Αποφάσεως (αιτιολογική σκέψη 22 της Αποφάσεως).

206    Στις 24 Απριλίου 2003 οι επιχειρήσεις στις οποίες απευθύνεται η Απόφαση έλαβαν μέρος σε ακρόαση ενώπιον της Επιτροπής (αιτιολογική σκέψη 29 της Αποφάσεως).

207    Την 1η Οκτωβρίου 2003 η Επιτροπή εξέδωσε την Απόφαση.

2.     Επιχειρήματα των διαδίκων

 Τα επιχειρήματα της Hoechst

208    Η Hoechst προσάπτει στην Επιτροπή ότι παραβίασε την αρχή της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας. Επικαλούμενη την απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Οκτωβρίου 2002, C-238/99 P, C-244/99 P, C 245/99 P, C-247/99 P, C-250/99 P έως C-252/99 P και C-254/99 P, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. I-8375, σκέψη 170), η Hoechst υπογραμμίζει ότι η αρχή αυτή περιλαμβάνεται μεταξύ των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου και πηγάζει (μέσω του άρθρου 6, παράγραφος 2, ΕΕ) από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.

209    Εν προκειμένω, η Hoechst εκθέτει περαιτέρω ότι ο χρόνος που διέρρευσε μεταξύ του πρώτου αιτήματος παροχής πληροφοριών που απευθύνθηκε στις Daicel, Nippon Synthetic και Ueno στις 26 Μαΐου 1999 και της ανακοινώσεως αιτιάσεων, με ημερομηνία 20 Δεκεμβρίου 2002, υπερβαίνει τους 42 μήνες. Κατά τη διάρκεια του διαστήματος αυτού η Επιτροπή παρέμεινε τελείως αδρανής για 31 μήνες σχεδόν, ήτοι μεταξύ του αιτήματος παροχής πληροφοριών της 25ης Οκτωβρίου 1999 και εκείνου της 14ης Μαΐου 2002, ή, εν πάση περιπτώσει, μέχρι τη συνάντηση της 21ης Φεβρουαρίου 2002 με τη Daicel.

210    Δεδομένου ότι το πρόστιμο έχει χαρακτήρα ποινής, μια τέτοια διάρκεια της έρευνας και της μελέτης των σχετικών στοιχείων δεν μπορεί να γίνεται δεκτή παρά μόνον αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις. Η Hoechst θεωρεί, ωστόσο, ότι δεν συντρέχουν τέτοιες περιστάσεις στην υπό κρίση υπόθεση.

211    Εξ αυτού η Hoechst συνάγει ότι η διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας υπερέβη το εύλογο όριο. Υπό τις συνθήκες αυτές, επικαλούμενη την απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C-185/95 P, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. I-8417, σκέψεις 48 επ.), η Hoechst εκτιμά ότι λόγοι οικονομίας της διαδικασίας απαιτούν η αιτίαση που στηρίζεται σε υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας να οδηγήσει σε ακύρωση της Αποφάσεως, καθόσον αυτή καθορίζει το ύψος του προστίμου.

212    Η Hoechst προσθέτει ότι το σύστημα παραγραφής που προβλέπει ο κανονισμός (EΟK) 2988/74 του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 1974, περί παραγραφής του δικαιώματος διώξεως και εκτελέσεως των αποφάσεων στους τομείς του δικαίου των μεταφορών και του ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ L 319, σ. 1), δεν εμποδίζει την αιτίαση που στηρίζεται σε υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας. Η Hoechst υπογραμμίζει, συναφώς, ότι οι κανόνες παραγραφής δεν προστατεύουν την επιχείρηση από μια υπερβολικά μακρά διαδικασία, διότι κάθε πράξη έρευνας διακόπτει την παραγραφή (άρθρο 2 του κανονισμού 2988/74).

 Τα επιχειρήματα της Επιτροπής

213    Η Επιτροπή εκθέτει, καταρχάς, ότι ο λόγος που προβάλλει η Hoechst είναι αλυσιτελής απλώς και μόνον επειδή αφορά το ύψος του προστίμου και όχι την Απόφαση στο σύνολό της. Η Επιτροπή εκθέτει ειδικότερα, επ’ αυτού, ότι μόνον ο κανόνας του κανονισμού 2988/74 περί παραγραφής έχει αποφασιστική σημασία.

214    Ακόμα και αν η υπέρβαση μιας εύλογης διάρκειας της διαδικασίας, ειδικότερα όταν συνεπάγεται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των ενδιαφερομένων, θα μπορούσε να δικαιολογήσει την ακύρωση μιας αποφάσεως διαπιστώνουσας παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, δεν μπορεί να ισχύει το ίδιο όταν αμφισβητείται το ύψος των προστίμων που έχει επιβάλει η Επιτροπή με την απόφαση αυτή, διότι η εξουσία της Επιτροπής προς επιβολή προστίμων διέπεται από τον κανονισμό 2988/74, που προβλέπει σχετική προθεσμία παραγραφής.

215    Επικαλούμενη τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 1972, 48/69, ICI κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 99, σκέψεις 46 έως 49), 52/69, Geigy κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 189, σκέψεις 20 έως 22), και της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, C-74/00 P και C-75/00 P, Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. I-7869, σκέψεις 139 έως 141), η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, λαμβανομένου υπόψη του κανονισμού 2988/74, είναι απορριπτέος κάθε ισχυρισμός σχετικός με την υποχρέωση της Επιτροπής να ασκεί την εξουσία της προς επιβολή προστίμων εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.

216    Η Επιτροπή εκθέτει, στη συνέχεια, χάριν πληρότητας, ότι η υπέρβαση του ευλόγου χρονικού διαστήματος, ακόμα και αν υποτεθεί ότι αποδεικνύεται, δεν μπορεί να συνιστά λόγο ακυρώσεως παρά μόνον όταν η παραβίαση της αρχής αυτής έχει θίξει τα δικαιώματα άμυνας των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων (απόφαση του Πρωτοδικείου της 16ης Δεκεμβρίου 2003, T-5/00 και T-6/00, Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied και Technische Unie κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II-5761, σκέψη 74). Όμως, εν προκειμένω, η Hoechst δεν εξήγησε πώς παρεμποδίστηκε η άμυνά της από την προβαλλόμενη βραδύτητα κατά την εκ μέρους της Επιτροπής εξέταση της υποθέσεως.

217    Επιπλέον, η υπερβολική διάρκεια του σταδίου αυτού της διοικητικής διαδικασίας δεν είναι αφ’ εαυτής ικανή να θίξει τα δικαιώματα άμυνας, διότι καμία επίσημη κατηγορία παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού δεν απευθύνεται στους ενδιαφερόμενους μέχρι την παραλαβή της ανακοινώσεως αιτιάσεων, οπότε δεν έχουν ανάγκη να αμυνθούν (απόφαση Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied και Technische Unie κατά Επιτροπής, σκέψη 216 ανωτέρω, σκέψη 78).

218    Τέλος, η Επιτροπή εκτιμά ότι η «συνολική» διάρκεια της διαδικασίας δεν υπερέβη τα εύλογα όρια (απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Ιανουαρίου 2004, T-67/01, JCB Service κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II-49, σκέψη 43).

3.     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

219    Πρέπει να σημειωθεί, καταρχάς, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, ότι με τον υπό κρίση λόγο επιδιώκεται, σύμφωνα με όσα εκθέτει το δικόγραφο της προσφυγής, «η ακύρωση της Αποφάσεως καθόσον αυτή καθορίζει το ύψος του προστίμου». Επομένως, με τον λόγο αυτόν ζητείται, κατ’ ουσίαν, η ακύρωση ή, τουλάχιστον, η μείωση του επιβληθέντος στη Hoechst προστίμου.

220    Όμως, αν η υπέρβαση ενός ευλόγου χρονικού διαστήματος μπορεί να δικαιολογεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, την ακύρωση μιας αποφάσεως διαπιστώνoυσας παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού, αυτό δεν συμβαίνει όταν αμφισβητείται το ύψος των προστίμων που επιβλήθηκαν με την απόφαση αυτή, διότι η εξουσία της Επιτροπής να επιβάλλει πρόστιμα διέπεται από τον κανονισμό 2988/74, ο οποίος όρισε συναφώς χρόνο παραγραφής (απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Μαρτίου 2003, T-213/00, CMA CGM κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II-913, σκέψη 321).

221    Πράγματι, από τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2988/74 προκύπτει ότι η αρχή της παραγραφής προβλέφθηκε με σκοπό να εξασφαλίσει την ασφάλεια δικαίου. Κατά την ίδια αιτιολογική σκέψη, «για να είναι πλήρης η σχετική ρύθμιση, οι διατάξεις περί παραγραφής πρέπει να εφαρμόζονται τόσο στην εξουσία επιβολής προστίμων ή κυρώσεων όσο και στην εξουσία εκτελέσεως των αποφάσεων διά των οποίων επιβάλλονται […]· οι ρυθμίσεις αυτές πρέπει να καθορίζουν τον χρόνο παραγραφής, την ημερομηνία από την οποία αρχίζει η παραγραφή και τους λόγους διακοπής ή αναστολής της παραγραφής [και] εν προκειμένω πρέπει να ληφθούν υπόψη αφενός τα συμφέροντα των επιχειρήσεων και ενώσεων επιχειρήσεων και αφετέρου οι απαιτήσεις της διοικητικής πρακτικής». Επομένως, όσον αφορά την εξουσία της Επιτροπής προς επιβολή προστίμων, το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 2988/74 προβλέπει ότι το δικαίωμα της Επιτροπής να επιβάλλει πρόστιμα υπόκειται σε πενταετή παραγραφή όσον αφορά τις παραβάσεις των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού (απόφαση CMA CGM κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 220 ανωτέρω, σκέψεις 322 και 323).

222    Δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, η προθεσμία παραγραφής αρχίζει από την ημέρα που διαπράχθηκε η παράβαση ή, για τις διαρκείς ή κατ’ εξακολούθηση παραβάσεις, από την ημέρα κατά την οποία έπαυσε η παράβαση. Πάντως, η προθεσμία της παραγραφής μπορεί να διακοπεί ή να ανασταλεί, σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 3, αντιστοίχως, του κανονισμού 2988/74. Δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 2988/74, συνιστούν μεταξύ άλλων πράξεις που διακόπτουν την παραγραφή, έγγραφα αιτήματα της Επιτροπής προς παροχή πληροφοριών, η κίνηση διαδικασίας εκ μέρους της Επιτροπής και η ανακοίνωση αιτιάσεων. Η διακοπή της παραγραφής επέρχεται την ημέρα την οποία η σχετική πράξη κοινοποιείται σε τουλάχιστον μια επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων που μετέσχε στην παράβαση. Δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2988/74, η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από το τέλος κάθε διακοπής. Ωστόσο, η παραγραφή επέρχεται το αργότερο κατά την ημέρα που λήγει χρονική περίοδος ίση με το διπλάσιο του χρόνου παραγραφής χωρίς η Επιτροπή να έχει επιβάλει πρόστιμο ή ποινή. Η παραγραφή του δικαιώματος διώξεως αναστέλλεται επίσης για όσο χρόνο διαρκεί η διαδικασία προσβολής της αποφάσεως της Επιτροπής ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών.

223    Από αυτά προκύπτει ότι ο κανονισμός 2988/74 θέσπισε μια πλήρη ρύθμιση που διέπει λεπτομερώς τις προθεσμίες εντός των οποίων η Επιτροπή, χωρίς να προσβάλλει τη θεμελιώδη επιταγή της ασφάλειας δικαίου, έχει την εξουσία να επιβάλλει πρόστιμα στις επιχειρήσεις οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο διαδικασιών εφαρμογής των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού. Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί, ειδικότερα, ότι, στο πλαίσιο της εφαρμογής των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού, το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2988/74 προβλέπει ότι η παραγραφή συντελείται εν πάση περιπτώσει δέκα έτη μετά τη διακοπή της σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, με την επιφύλαξη μιας ενδεχόμενης αναστολής, οπότε η Επιτροπή δεν μπορεί να καθυστερεί επ’ αόριστον την απόφασή της όσον αφορά τα πρόστιμα, επί ποινή επελεύσεως της παραγραφής (απόφαση CMA CGM κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 220 ανωτέρω, σκέψη 324).

224    Λαμβανομένης υπόψη της ρυθμίσεως αυτής, είναι απορριπτέος κάθε ισχυρισμός σχετικός με την υποχρέωση της Επιτροπής να ασκεί την εξουσία της προς επιβολή προστίμων εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος (απόφαση CMA CGM κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 220 ανωτέρω, σκέψη 324· βλ. επίσης, επ’ αυτού, αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 1972, ICI κατά Επιτροπής, σκέψη 215 ανωτέρω, σκέψεις 46 έως 49, και Geigy κατά Επιτροπής, σκέψη 215 ανωτέρω, σκέψεις 20 έως 22).

225    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι οι επίμαχες παραβάσεις ήταν διαρκείς. Εξάλλου, η Επιτροπή θεώρησε, χωρίς η Hoechst να αμφισβητήσει το στοιχείο αυτό, ότι οι διαπιστωθείσες παραβάσεις είχαν παύσει το αργότερο στα τέλη Οκτωβρίου του 1996. Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των πράξεων που διέκοψαν την παραγραφή οι οποίες έλαβαν χώρα αργότερα, ιδίως τα αιτήματα παροχής πληροφοριών βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού 17 και της ανακοινώσεως αιτιάσεων, και λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι το συνολικό χρονικό διάστημα μεταξύ τέλους Οκτωβρίου του 1996 και εκδόσεως της Αποφάσεως την 1η Οκτωβρίου 2003 δεν υπερέβη τα δέκα έτη, δεν είχε επέλθει παραγραφή όταν η Επιτροπή εξέδωσε την Απόφαση, περίσταση την οποία ουδόλως αμφισβήτησε η Hoechst στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied και Technische Unie κατά Επιτροπής, σκέψη 216 ανωτέρω, σκέψη 90).

226    Για τους λόγους αυτούς, ο υπό κρίση λόγος που προβάλλει η Hoechst, που αποσκοπεί στην «ακύρωση της Αποφάσεως καθόσον αυτή καθορίζει το ύψος του προστίμου», πρέπει να απορριφθεί.

227    Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να υπομνησθεί ότι η υπέρβαση ενός ευλόγου χρονικού διαστήματος, ακόμα και αν υποτεθεί ότι αποδεικνύεται, δεν δικαιολογεί οπωσδήποτε την ακύρωση της Αποφάσεως. Πράγματι, όσον αφορά την εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού, η υπέρβαση του ευλόγου χρονικού διαστήματος δεν μπορεί να αποτελεί λόγο ακυρώσεως παρά μόνο σε περίπτωση αποφάσεως διαπιστώνουσας παραβάσεις, εφόσον αποδειχθεί ότι η παραβίαση της αρχής αυτής προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων. Πέραν της συγκεκριμένης αυτής περιπτώσεως, η μη τήρηση της υποχρεώσεως αποφάνσεως εντός ευλόγου χρόνου δεν ασκεί επιρροή επί του κύρους της διοικητικής διαδικασίας βάσει του κανονισμού 17 (αποφάσεις του Πρωτοδικείου Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 153 ανωτέρω, σκέψη 122· της 14ης Φεβρουαρίου 2001, T-62/99, Sodima κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II-655, σκέψη 94, και Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied και Technische Unie κατά Επιτροπής, σκέψη 216 ανωτέρω, σκέψη 74· βλ. επίσης, επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, C-105/04 P, Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied κατά Επιτροπής, C‑105/04 P, Συλλογή 2006, σ. I-8725, σκέψεις 42 έως 44).

228    Όμως, η Hoechst δεν υποστήριξε ότι μια ενδεχόμενη υπέρβαση ενός ευλόγου χρονικού διαστήματος στην υπό κρίση υπόθεση έθιξε τα δικαιώματα άμυνάς της. Επιπλέον, ακόμα και αν υποτεθεί ότι το δικόγραφο της προσφυγής της Hoechst μπορεί να ερμηνευθεί υπ’ αυτήν την έννοια, η επιχειρηματολογία που αναπτύσσει επ’ αυτού πρέπει να θεωρηθεί ως γενική και δεν είναι ικανή να αποδείξει κάποια παράβαση των δικαιωμάτων άμυνας, η οποία πρέπει να εξετάζεται σε συνάρτηση με τις συγκεκριμένες περιστάσεις κάθε υποθέσεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied κατά Επιτροπής, σκέψη 227 ανωτέρω, σκέψη 59).

229    Για το σύνολο των λόγων αυτών, ο δωδέκατος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου, που στηρίζεται στην παράτυπη απόκρυψη ορισμένων αιτιολογιών της Αποφάσεως

1.     Περίληψη της Αποφάσεως

230    Στην αιτιολογική σκέψη 37 της Αποφάσεως η Επιτροπή εκθέτει τα ακόλουθα:

«[…] Ο συνολικός κύκλος εργασιών της Chisso σε παγκόσμιο επίπεδο το 2002 ήταν 117,711 δισεκατομμύρια [γιεν Ιαπωνίας] (973,4 εκατομμύρια ευρώ).»

231    Στην αιτιολογική σκέψη 42 της Αποφάσεως η Επιτροπή εκθέτει τα εξής:

«[…] Ο συνολικός κύκλος εργασιών της Daicel σε παγκόσμιο επίπεδο το 2002 ήταν 271,341 δισεκατομμύρια [γιεν Ιαπωνίας] (2,2439 δισεκατομμύρια ευρώ).»

232    Στην αιτιολογική σκέψη 50 της Αποφάσεως η Επιτροπή αναφέρει ακόμη:

«[…] Ο συνολικός κύκλος εργασιών της Nippon [Synthetic] σε παγκόσμιο επίπεδο το 2002 ήταν 38,872 δισεκατομμύρια [γιεν Ιαπωνίας] (321,5 εκατομμύρια ευρώ).»

233    Στην αιτιολογική σκέψη 55 της Αποφάσεως η Επιτροπή εκθέτει περαιτέρω:

«[…] Ο συνολικός κύκλος εργασιών της Ueno σε παγκόσμιο επίπεδο το 2002 ήταν 25,034 δισεκατομμύρια [γιεν Ιαπωνίας] (199,5 εκατομμύρια ευρώ).»

234    Ο πίνακας I της Αποφάσεως έχει ως ακολούθως:

Μέγεθος και σχετική θέση στην αγορά σορβικών αλάτων

Επιχείρηση

Κύκλος εργασιών (σε εκατομμύρια ευρώ) και μερίδια της αγοράς εκτιμώμενα σε παγκόσμιο επίπεδο για τα σορβικά άλατα το 1995

Κύκλος εργασιών (σε εκατομμύρια ευρώ) και μερίδια της αγοράς εκτιμώμενα εντός του ΕΟΧ για τα σορβικά άλατα το 1995

Chisso

[…] (άνω του 9,5 % και λιγότερο από 15 %)

[…] (άνω του 4 % και λιγότερο από 15 %)

Daicel

[…] (άνω του 9,5 % και λιγότερο από 15 %)

[…] (άνω του 4 % και λιγότερο από 15 %)

Hoechst

42,4 (23,6 %)

21,6 (48 %)

Nippon Synthetic

[…] (άνω του 9,5 % και λιγότερο από 15 %)

[…] (άνω του 4 % και λιγότερο από 15 %)

Ueno

[…] (άνω του 9,5 % και λιγότερο από 15 %)

[…] (άνω του 4 % και λιγότερο από 15 %)

Cheminova, Eastman Chemical και άλλες

[…] (λιγότερο από 30 %)

[…] (λιγότερο από 16 %)

Σύνολο

180 (100 %)

45 (100 %)


235    Τέλος, η αιτιολογική σκέψη 352 της Αποφάσεως είναι διατυπωμένη ως ακολούθως:

«Από τον πίνακα I [της Αποφάσεως] προκύπτει ότι, το 1995, η Hoechst ήταν σαφώς ο μεγαλύτερος παραγωγός σορβικών αλάτων στην παγκόσμια αγορά, με μερίδιο αγοράς ύψους 23,6 % (48 % εντός του ΕΟΧ). Η επιχείρηση αυτή κατατάσσεται κατά συνέπεια στην πρώτη κατηγορία. Οι Daicel, Chisso, Nippon [Synthetic] και Ueno κατείχαν όλες μερίδια της αγοράς μεταξύ 9,5 και 15 % (μεταξύ 4 και 15 % εντός του ΕΟΧ). Επομένως, κατατάσσονται στη δεύτερη κατηγορία.»

236    Το σημείο «[…]» στις αιτιολογικές σκέψεις 37, 42, 50 και 55 και στον πίνακα I της Αποφάσεως αντιστοιχεί σε χωρίο που αποκρύπτει η Επιτροπή για λόγους τηρήσεως απορρήτου, σύμφωνα με τις εξηγήσεις που έδωσε με την Απόφαση.

2.     Επιχειρήματα των διαδίκων

 Τα επιχειρήματα της Hoechst

237    Η Hoechst υποστηρίζει ότι, μια τελική απόφαση περιλαμβάνουσα την επιβολή προστίμου, το αργότερο στο στάδιο που αυτή κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο, δεν πρέπει πλέον να έχει απαλειφθέντα χωρία περιλαμβάνοντα αποδείξεις ή πραγματικές ή νομικές εκτιμήσεις. Σε αντίθετη περίπτωση, διαπράττεται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας. Η Hoechst εκθέτει περαιτέρω ότι η υποχρέωση ανακοινώσεως της αιτιολογίας της Αποφάσεως υφίσταται όσον αφορά τον αποδέκτη της αποφάσεως αυτής. Η κατάσταση διαφέρει θεμελιωδώς από εκείνη της υπάρξεως γενικού συμφέροντος προς προστασία του απορρήτου ορισμένων στοιχείων το οποίο μπορούν να έχουν οι μετέχοντες στη διαδικασία, έναντι των τρίτων.

238    Εν προκειμένω, οι αιτιολογικές σκέψεις 37, 42, 50 και 55 της Αποφάσεως περιλαμβάνουν απαλειφθέντα χωρία. Ιδίως στον πίνακα I της αποφάσεως, τα μερίδια της αγοράς του καθοριστικής σημασίας έτους (1995) απαλείφθηκαν έτσι ώστε η Hoechst να μην μπορεί να υπολογίσει παρά μόνον το δικό της μερίδιο της αγοράς, και όχι τις συνθήκες της αγοράς που ίσχυαν για τις άλλες εμπλεκόμενες επιχειρήσεις. Καθόσον, στην αιτιολογική σκέψη 352 της Αποφάσεως, ο υπολογισμός του αρχικού ποσού του προστίμου εξαρτάται από το μέγεθος των επιχειρήσεων και από τις συνθήκες της αγοράς, όπως αυτές προσδιορίζονται στον πίνακα I της Αποφάσεως, η Hoechst αλλά και το Πρωτοδικείο αδυνατούν να αντιληφθούν επαρκώς ένα ουσιώδες σημείο της Αποφάσεως. Εξάλλου, τα σχετικά με το έτος 1995 στοιχεία ανάγονται στο παρελθόν και δεν μπορούν πλέον να είναι εμπιστευτικά, ακόμα και στο δημοσιευθέν στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως κείμενο της Αποφάσεως. Το γεγονός ότι ζητήθηκε εμπιστευτική μεταχείριση στοιχείων κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας και το ότι το αίτημα αυτό έγινε δεκτό δεν επηρεάζει το ζήτημα σχετικά με το αν δικαιολογείται ακόμα η απάλειψη των σχετικών χωρίων στο πλαίσιο της εκδοθείσας και κοινοποιηθείσας Αποφάσεως, όπως φαίνεται να θεωρεί η Επιτροπή με το έγγραφό της της 30ής Οκτωβρίου 2003. Η Hoechst διερωτάται αν είναι δικαιολογημένη η εμπιστευτική μεταχείριση τέτοιων στοιχείων, ακριβώς έναντι αυτής, δεδομένου ότι η ίδια έχει μεταβιβάσει προ πολλού σε τρίτον το σκέλος δραστηριοτήτων στον τομέα των σορβικών αλάτων και έχει αποσυρθεί από τη σχετική αγορά.

239    Ακόμα και αν η Επιτροπή δεν έχει την υποχρέωση να προβαίνει σε αριθμητικό υπολογισμό του ύψους των προστίμων, τούτο δεν σημαίνει ότι δεν έχει τη δυνατότητα να το πράξει. Αντιθέτως, αν η Επιτροπή προβεί σε τέτοιους υπολογισμούς, υποχρεούται να τους γνωστοποιήσει στους αποδέκτες της αποφάσεώς της.

240    Εξάλλου, επικαλούμενη ειδικότερα την απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 165 ανωτέρω (σκέψεις 219, 227 επ.), η Hoechst θεωρεί ότι κάθε αποδέκτης αποφάσεως επιβάλλουσας πρόστιμο δικαιούται να τύχει μεταχειρίσεως που να μην συνεπάγεται διακρίσεις σε βάρος του, τηρουμένης της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως στο πλαίσιο του υπολογισμού των προστίμων που στηρίζεται σε κατάταξη των εμπλεκομένων επιχειρήσεων σε κατηγορίες σε συνάρτηση με τα μερίδια της αγοράς. Είναι πρόδηλο ότι τα τυχόν σφάλματα κατά τη διαδικασία αυτή ενδιαφέρουν όχι μόνον τις επιχειρήσεις οι οποίες, κατατασσόμενες στη δεύτερη κατηγορία, υποχρεώνονται να καταβάλουν πολύ υψηλά πρόστιμα, αλλά και εκείνες της πρώτης κατηγορίας, στις οποίες είναι ενδεχόμενη η επιβολή πολύ υψηλών προστίμων. Ο καθορισμός σχετικά χαμηλών ποσών ως βάσεων υπολογισμού για τη δεύτερη κατηγορία μπορεί να έχει ως άμεση συνέπεια την προσβολή της αρχής της αναλογικότητας όσον αφορά τον υπολογισμό των προστίμων των επιχειρήσεων που κατατάσσονται στην πρώτη κατηγορία και αντιστρόφως.

241    Η Hoechst υπογραμμίζει, εξάλλου, ότι κανένα από τα απαλειφθέντα χωρία δεν αντικαταστάθηκε με περιλήψεις ή κάποια επαρκώς σαφή περιγραφή ώστε να της δοθεί η δυνατότητα να αντιληφθεί με ακρίβεια τις αιτιολογίες της Αποφάσεως.

242    Η Hoechst εκθέτει επίσης ότι, με έγγραφο της 10ης Οκτωβρίου 2003 απευθυνόμενο στον σύμβουλο ακροάσεων και στην Επιτροπή, διαμαρτυρήθηκε επειδή κακώς απαλείφθηκαν τα σχετικά χωρία στην Απόφαση. Η Επιτροπή απέρριψε το σχετικό αίτημα με έγγραφο το οποίο περιήλθε στη Hoechst στις 10 Νοεμβρίου 2003. Η Hoechst απάντησε με έγγραφο της 11ης Νοεμβρίου 2003, η δε Επιτροπή, με έγγραφο με ημερομηνία 17 Νοεμβρίου 2003, ανέφερε στη Hoechst ότι η κοινοποιηθείσα απόφαση ήταν πλήρης. Αν η Επιτροπή προτίθεται να υποστηρίξει ότι εξέδωσε απόφαση προοριζόμενη αποκλειστικά για τη Hoechst, θα έπρεπε να ζητήσει τα πρακτικά της συσκέψεως της Επιτροπής της 1ης Οκτωβρίου 2003 για να γνωρίσει τον αριθμό και το είδος των αποφάσεων που είχαν εκδοθεί την ημερομηνία αυτή στην υπό κρίση υπόθεση. Τούτο θα ήταν ενδεδειγμένο ιδίως διότι η Επιτροπή απέκλινε από τη συνήθη της πρακτική σε παρόμοιες διαδικασίες, πράγμα το οποίο επηρεάζει την τυπική νομιμότητα της Αποφάσεως. Εντούτοις, ακόμα και στην περίπτωση αυτή, η απάλειψη των προαναφερομένων χωρίων των αιτιολογικών σκέψεων θα ήταν αδικαιολόγητη.

243    Η Hoechst συνάγει εξ αυτού ότι η Απόφαση πάσχει λόγω ελλιπούς αιτιολογήσεως, πράγμα το οποίο συνιστά επίσης προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας στο πλαίσιο του υπολογισμού του προστίμου της, καθόσον δεν είναι δυνατός ο προσδιορισμός των πραγματικών στοιχείων στα οποία στηρίζεται η Επιτροπή. Η Hoechst υπογραμμίζει συναφώς ότι το Πρωτοδικείο, με την απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 165 ανωτέρω, εξέτασε λεπτομερώς την εκ μέρους της Επιτροπής κατάταξη των εταιριών σε κατηγορίες και διόρθωσε πολλά σφάλματα υπολογισμού. Συναφώς, το Πρωτοδικείο έχει κρίνει ότι διαφορές μεριδίων της αγοράς ύψους 2 % αποτελούν επαρκή λόγο ακυρώσεως αρχικών αποφάσεων της Επιτροπής που αφορούν την κατάταξη σε κατηγορίες και το αρχικό ποσό των προστίμων. Επομένως, η Επιτροπή δεσμεύεται αυστηρά από τα κριτήρια καθορισμού του ύψους των προστίμων που γίνονται δεκτά κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, η δίκαιη εφαρμογή των οποίων υπάγεται σε πλήρη δικαιοδοτικό έλεγχο.

 Τα επιχειρήματα της Επιτροπής

244    Κατά την Επιτροπή, τα έννομα συμφέροντα των εμπλεκομένων επιχειρήσεων σχετικά με την προστασία των απόρρητων επιχειρηματικών στοιχείων δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μόνον κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας και κατά τον χρόνο της δημοσιεύσεως της οικείας αποφάσεως σύμφωνα με το άρθρο 21, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, αλλά και κατά την κοινοποίησή της. Η τελευταία αυτή περίπτωση δεν συνιστά σχετική εξαίρεση.

245    Τα απαλειφθέντα χωρία στις αιτιολογικές σκέψεις 37, 42, 50 και 55 και στον πίνακα I της Αποφάσεως περιλαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με τις επιχειρήσεις που μετείχαν στη διαδικασία, οι οποίες ζήτησαν εμπιστευτική μεταχείριση, αίτημα που δέχθηκε η Επιτροπή κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας. Το γεγονός ότι η Απόφαση απευθύνεται στη Hoechst δεν στερεί τους λοιπούς αποδέκτες της από το έννομο συμφέρον που έχουν προς τήρηση του απορρήτου των σχετικών στοιχείων. Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, με έγγραφο της 16ης Δεκεμβρίου 2003, η ίδια η Hoechst ζήτησε απάλειψη αριθμητικών στοιχείων και μεριδίων της αγοράς που την αφορούσαν στο κείμενο της Αποφάσεως που προοριζόταν προς δημοσίευση και, ενδεχομένως, την αντικατάστασή τους με μια αρκετά γενική και ευρεία μνεία των σχετικών αριθμητικών στοιχείων.

246    Δεν έχει σημασία το αν η Επιτροπή θα μπορούσε να αναθεωρήσει τη στάση της αυτή στο πλαίσιο της προετοιμασίας της εκδόσεως της Αποφάσεως, με την αιτιολογία ότι οι επίμαχες πληροφορίες δεν ήταν πλέον απόρρητα επιχειρηματικά στοιχεία. Κατά την Επιτροπή, η Απόφαση, όπως αυτή εκδόθηκε και κοινοποιήθηκε στη Hoechst, ικανοποιεί τις επιταγές του άρθρου 253 ΕΚ στον τομέα της αιτιολογήσεως.

247    Καταρχάς, επικαλούμενη την απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2002, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 208 ανωτέρω (σκέψεις 463 και 464), και την απόφαση Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 70 ανωτέρω (σκέψη 1 558), η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως μιας αποφάσεως επιβάλλουσας πρόστιμο τηρείται όταν η Επιτροπή εκθέτει τα στοιχεία που της παρέσχαν τη δυνατότητα να εκτιμήσει τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως. Ουδόλως απαιτείται να περιλαμβάνει η οικεία απόφαση τους υπολογισμούς στους οποίους ενδεχομένως προέβη με βάση τα στοιχεία αυτά.

248    Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και αν έπρεπε να παρασχεθούν τέτοιου είδους διευκρινίσεις, η Επιτροπή εξεπλήρωσε πλήρως τη σχετική υποχρέωση. Εν προκειμένω, η Επιτροπή άρχισε προβαίνοντας σε γενικές διαπιστώσεις περί της σοβαρότητας της παραβάσεως και εκθέτοντας ορισμένες ειδικές πτυχές της συμπράξεως, από τις οποίες προκύπτει ότι πρόκειται για πολύ σοβαρή παράβαση (αιτιολογική σκέψη 344 της Αποφάσεως), για την οποία το προβλεπόμενο πρόστιμο ορίζεται σε 20 εκατομμύρια ευρώ τουλάχιστον (αιτιολογική σκέψη 354 της Αποφάσεως). Στη συνέχεια, υπογραμμίζοντας τις σημαντικές διαφορές ως προς τη θέση των επιχειρήσεων στην αγορά, η Επιτροπή εξήγησε ότι έπρεπε να προσαρμόσει το ποσό αυτό σε συνάρτηση με τη σχετική θέση των ενδιαφερομένων στην επίμαχη αγορά και, επομένως, σε συνάρτηση με τη δυνατότητά τους να προκαλέσουν σημαντική βλάβη στον ανταγωνισμό (αιτιολογικές σκέψεις 345 και 346 της Αποφάσεως). Τα στοιχεία που έλαβε υπόψη προκειμένου να προβεί στην προσαρμογή αυτή, ιδίως για να κατατάξει τις επιχειρήσεις σε δύο κατηγορίες, εκτίθενται στην απόφαση με τις αιτιολογικές σκέψεις 349 έως 353.

249    Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που περιλαμβάνονται στον πίνακα I της Αποφάσεως, προκύπτει ότι το μερίδιο της αγοράς της Hoechst βρίσκεται σε σαφώς μεγαλύτερο επίπεδο από εκείνο των άλλων εταιριών που μετείχαν στη διαδικασία. Η εν λόγω διαφορά οδήγησε στην κατάταξη της Hoechst στην πρώτη κατηγορία. Συναφώς, από τις αιτιολογικές σκέψεις 352 επ. της Αποφάσεως προκύπτει ότι, λόγω της θέσεως της Hoechst στην αγορά, η Επιτροπή άρχισε με την εταιρία αυτήν όταν υπολόγισε το αρχικό ποσό των προστίμων για κάθε επιχείρηση. Το αρχικό ποσό των προστίμων για τις άλλες επιχειρήσεις προσδιορίστηκε στη συνέχεια. Το ποσό αυτό είναι χαμηλότερο, διότι οι επιχειρήσεις αυτές είχαν λιγότερο σημαντική θέση έναντι της Hoechst στην αγορά. Δεδομένου ότι η Hoechst δεν αμφισβητεί ότι ήταν σαφώς η σημαντικότερη επιχείρηση στην αγορά, τα συγκεκριμένα στοιχεία σχετικά με τα μερίδια αγοράς των άλλων επιχειρήσεων δεν μπορούν να δικαιολογήσουν το αρχικό ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στη Hoechst. Μπορούν μόνον να έχουν σημασία από πλευράς των άλλων επιχειρήσεων, καθόσον τους παρέχουν τη δυνατότητα να γνωρίζουν ακριβώς τη θέση στην οποία βρίσκονται σε σχέση με τη Hoechst.

250    Επιπλέον η Hoechst είναι κάλλιστα σε θέση να προσδιορίσει η ίδια τη διαφορά μεταξύ της θέσεώς της και εκείνης των επιχειρήσεων της δεύτερης κατηγορίας, λαμβάνοντας υπόψη τον πίνακα I της Αποφάσεως. Τα συγκεκριμένα μερίδια της αγοράς των επιχειρήσεων της δεύτερης κατηγορίας έχουν κάποιο ενδιαφέρον αποκλειστικά όσον αφορά μια συμπληρωματική διαφοροποίηση στο πλαίσιο της δεύτερης κατηγορίας, στην οποία ωστόσο δεν θέλησε να προβεί η Επιτροπή, όπως εξήγησε με την αιτιολογική σκέψη 353 της Αποφάσεως. Η Επιτροπή εκθέτει ότι το στοιχείο αυτό δεν βλάπτει τη Hoechst.

251    Όσον αφορά την παραπομπή στην απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 165 ανωτέρω, η Επιτροπή θεωρεί ότι η Hoechst επιδιώκει να συναγάγει από μια ενδεχόμενη εσφαλμένη μεταχείριση των επιχειρήσεων της δεύτερης κατηγορίας ότι η ίδια υπέστη δυσμενή διάκριση. Η Επιτροπή υπογραμμίζει συναφώς ότι, στην ως άνω υπόθεση, το Πρωτοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μια επιχείρηση έπρεπε να καταταγεί σε άλλη κατηγορία και περιορίστηκε να την κατατάξει διαφορετικά, αποδεχόμενο όμως τις κατηγορίες που είχε προσδιορίσει η απόφαση της Επιτροπής. Επομένως, η εσφαλμένη κατάταξη μιας επιχειρήσεως σε κάποια κατηγορία συνεπάγεται μόνον την αλλαγή της κατατάξεώς της αυτής σε άλλη κατηγορία και όχι την ακύρωση της κατατάξεως του συνόλου των επιχειρήσεων.

252    Επομένως, η Επιτροπή διατείνεται ότι μια ενδεχόμενη δυσμενής διάκριση εντός της δεύτερης κατηγορίας δεν μπορεί να περιλαμβάνει διάκριση σε βάρος της Hoechst ως επιχειρήσεως της πρώτης κατηγορίας.

3.     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

253    Προεισαγωγικώς, λαμβανομένης υπόψη της φρασεολογίας της Hoechst στα υπομνήματά της, πρέπει να θεωρηθεί ότι με τον υπό κρίση λόγο ζητείται κατ’ ουσίαν να διαπιστωθεί έλλειψη αιτιολογήσεως όσον αφορά τις αιτιολογικές σκέψεις 37, 42, 50 και 55 και του πίνακα I της Αποφάσεως. Έτσι, η Hoechst εκθέτει περαιτέρω ότι το γεγονός ότι απάλειψε ορισμένα χωρία της Αποφάσεως συνιστά παράβαση του καθήκοντος της Επιτροπής να παραθέτει κατανοητή αιτιολογία των αποφάσεών της. Εξαιτίας του γεγονότος αυτού η Hoechst αλλά και το Πρωτοδικείο περιέρχονται σε αδυναμία να κατανοήσουν δεόντως ένα ουσιώδες σημείο της Αποφάσεως. Η εν λόγω έλλειψη αιτιολογήσεως πρέπει να συσχετιστεί, κατά τη Hoechst, με την αιτιολογική σκέψη 352 της Αποφάσεως που αφορά την κατάταξη των εμπλεκομένων επιχειρήσεων σε διάφορες κατηγορίες προς προσδιορισμό του αρχικού ποσού του προστίμου. Κατά συνέπεια, η Hoechst υποστηρίζει ότι η προβαλλόμενη ανωτέρω έλλειψη αιτιολογήσεως οδήγησε σε παραβίαση των δικαιωμάτων άμυνας.

254    Εξάλλου, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, καθόσον η έλλειψη αιτιολογήσεως που προβάλλει η Hoechst αφορά στοιχεία τα οποία παρέσχαν τη δυνατότητα στην Επιτροπή να εκτιμήσει τη σοβαρότητα της παραβάσεως, με τον υπό κρίση λόγο ζητείται, κατ’ ουσίαν, μείωση του επιβληθέντος προστίμου.

255    Καταρχάς, πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 21 του κανονισμού 17, που προβλέπει τη δημοσίευση ορισμένων αποφάσεων, επιβάλλει στην Επιτροπή την υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη το νόμιμο συμφέρον των επιχειρήσεων προς διαφύλαξη των επιχειρηματικών τους απορρήτων.

256    Στη συνέχεια, πρέπει να υπομνησθεί ότι από την αιτιολογία μιας ατομικής αποφάσεως πρέπει να διαφαίνεται κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του κοινοτικού οργάνου που εκδίδει την προσβαλλόμενη πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να αποσαφηνίζει όλα τα σχετικά πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του γράμματος της οικείας πράξεως αλλά και του γενικού πλαισίου εντός του οποίου εκδόθηκε η πράξη αυτή (απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C-367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I-1719, σκέψη 63).

257    Ο συνιστάμενος στην υποχρέωση αιτιολογήσεως ουσιώδης τύπος τηρείται όταν η Επιτροπή εκθέτει, με την απόφασή της, τα στοιχεία εκτιμήσεως τα οποία έλαβε υπόψη για να εκτιμήσει τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, C-291/98 P, Sarrió κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I-9991, σκέψη 73, και της 15ης Οκτωβρίου 2002, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 208 ανωτέρω, σκέψη 463).

258    Εν προκειμένω, χωρίς να απαιτείται να προσδιοριστεί αν τα απαλειφθέντα χωρία περιλάμβαναν ή όχι απόρρητα επιχειρηματικά στοιχεία, πρέπει να σημειωθεί ότι οι αιτιολογικές σκέψεις 37, 42, 50 και 55 και ο πίνακας I της Αποφάσεως, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 352 αυτής, ικανοποιούν την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει η Επιτροπή.

259    Πρώτον, πρέπει να σημειωθεί ότι η αιτιολογική σκέψη 352 της Αποφάσεως περιλαμβάνει στοιχεία εκτιμήσεως που παρέσχαν τη δυνατότητα στην Επιτροπή να κατατάξει τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις σε δύο κατηγορίες, στο πλαίσιο του προσδιορισμού του αρχικού ποσού των προστίμων, λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα της παραβάσεως.

260    Έτσι, στην αιτιολογική σκέψη 352 της Αποφάσεως η Επιτροπή εκθέτει ειδικότερα ότι η Hoechst ήταν σαφώς ο μεγαλύτερος παραγωγός σορβικών αλάτων στην παγκόσμια αγορά. Μνημονεύει επίσης τη θέση της Hoechst στην αγορά σορβικών αλάτων του ΕΟΧ. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Hoechst έπρεπε να καταταγεί στην πρώτη κατηγορία επιχειρήσεων.

261    Για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, η Επιτροπή στηρίχθηκε στα μερίδια της παγκόσμιας αγοράς για το έτος 1995 που περιλαμβάνονταν στον πίνακα I της Αποφάσεως, μερίδια αγοράς τα οποία υπολογίστηκαν με βάση στοιχεία περί του παγκόσμιου κύκλου εργασιών για το σχετικό προϊόν (αιτιολογική σκέψη 351 της Αποφάσεως).

262    Τα απαλειφθέντα χωρία για τα οποία η Hoechst προβάλλει σχετική αμφισβήτηση είναι αυτά του πίνακα I της Αποφάσεως.

263    Όμως, ο πίνακας I της Αποφάσεως περιλαμβάνει, κατά τρόπο επαρκώς κατανοητό, τα στοιχεία εκτιμήσεως που παρέσχαν τη δυνατότητα στην Επιτροπή να στηρίξει το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει με την αιτιολογική σκέψη 352 της Αποφάσεως.

264    Πρέπει να υπομνησθεί ότι το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει η αιτιολογική σκέψη 352 της Αποφάσεως στηρίζεται, όπως προαναφέρθηκε, στα μερίδια της παγκόσμιας αγοράς του σχετικού προϊόντος για το έτος 1995.

265    Συναφώς, ο πίνακας I της Αποφάσεως περιλαμβάνει ανώτατα και κατώτατα μερίδια αγοράς, για το έτος 1995, που παρέσχαν τη δυνατότητα στην Επιτροπή να διακρίνει δύο είδη επιχειρήσεων: πρώτον, τις ιαπωνικές επιχειρήσεις, που είχαν μερίδια αγοράς μεταξύ 9,5 και 15 % το 1995 και, δεύτερον, τη Hoechst, της οποίας το μερίδιο αγοράς υπερέβαινε το 20 %. Τα στοιχεία αυτά εκτιμήσεως, σε συνδυασμό με το περιλαμβανόμενο στην αιτιολογική σκέψη 352 της Αποφάσεως συμπέρασμα της Επιτροπής, είναι επαρκώς κατανοητά.

266    Εξάλλου, έστω και αν οι κύκλοι εργασιών των εμπλεκομένων επιχειρήσεων είχαν απαλειφθεί στον πίνακα I της Αποφάσεως, είναι δυνατός ο προσδιορισμός τους σε σχέση με τα ανώτατα και κατώτατα όρια κύκλου εργασιών που περιλαμβάνονται στον εν λόγω πίνακα. Πράγματι, ο πίνακας I της Αποφάσεως περιέχει μια θέση με τίτλο «Σύνολο» περιλαμβάνουσα το άθροισμα του κύκλου εργασιών και τα μερίδια της αγοράς των εμπλεκομένων επιχειρήσεων. Βάσει του στοιχείου αυτού είναι δυνατός ο υπολογισμός κατά προσέγγιση του ανωτάτου και του κατωτάτου ορίου του κύκλου εργασιών καθεμιάς των εμπλεκομένων επιχειρήσεων.

267    Για τους λόγους αυτούς, με την επιφύλαξη του ζητήματος σχετικά με το αν η Επιτροπή υπέπεσε συναφώς σε σφάλμα, ζήτημα που θα εξεταστεί στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο πίνακας I και η αιτιολογική σκέψη 352 της Αποφάσεως περιλαμβάνουν τα στοιχεία εκτιμήσεως που παρέσχαν τη δυνατότητα στην Επιτροπή να εκτιμήσει τη σοβαρότητα της παραβάσεως.

268    Όσον αφορά τις αιτιολογικές σκέψεις 37, 42, 50 και 55 της Αποφάσεως, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν αφορούν την αιτιολογική σκέψη 352 της Αποφάσεως, τη μόνη αιτιολογική σκέψη που επικαλείται η Hoechst σχετικά με τη σοβαρότητα της παραβάσεως και την κατάταξη των εμπλεκομένων επιχειρήσεων σε διάφορες κατηγορίες.

269    Εξάλλου, η Hoechst δεν εξέθεσε με ποιο τρόπο οι αιτιολογικές αυτές σκέψεις περιλαμβάνουν στοιχεία εκτιμήσεως που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για να εκτιμήσει τη σοβαρότητα ή και τη διάρκεια της παραβάσεως. Η Hoechst περιορίζεται να αναφέρει ότι οι αιτιολογικές σκέψεις 37, 42, 50 και 55 της Αποφάσεως περιλαμβάνουν απαλειφθέντα χωρία.

270    Υπό τις συνθήκες αυτές, από κανένα στοιχείο δεν μπορεί να συναχθεί ότι λόγω των απαλειφθέντων χωρίων στις αιτιολογικές σκέψεις 37, 42, 50 και 55 της Αποφάσεως πρέπει να συναχθεί ότι η Επιτροπή παρέβη, εν προκειμένω, την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει υπό την έννοια της προηγουμένως παρατεθείσας νομολογίας.

271    Εν πάση περιπτώσει, τα απαλειφθέντα χωρία των αιτιολογικών σκέψεων 37, 42, 50 και 55 της Αποφάσεως περιλαμβάνουν, εν μέρει, τα ίδια στοιχεία με εκείνα που περιλαμβάνονται στον πίνακα I της Αποφάσεως. Πράγματι, οι αιτιολογικές σκέψεις 37, 42, 50 και 55 της Αποφάσεως περιλαμβάνουν στοιχεία αφορώντα, αντιστοίχως, την Chisso, την Daicel, τη Nippon Synthetic και την Ueno και αντιστοιχούν με την αιτιολογική σκέψη 46 της Αποφάσεως όσον αφορά τη Hoechst. Όμως, κατά το κοινοποιηθέν στη Hoechst κείμενο της Αποφάσεως, που αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής, η αιτιολογική σκέψη 46 της Αποφάσεως περιλαμβάνει ιδίως, όσον αφορά τη Hoechst, στοιχεία σχετικά με τους παγκόσμιους κύκλους εργασιών και τους κύκλους εργασιών εντός του ΕΟΧ για το έτος 1995, που πραγματοποιήθηκαν στην αγορά σορβικών αλάτων, στοιχεία τα οποία αντιστοιχούν με εκείνα που περιλαμβάνονται στον πίνακα I της Αποφάσεως. Επομένως, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 263 έως 267 ανωτέρω, δεν υφίσταται επί του σημείου αυτού έλλειψη αιτιολογήσεως.

272    Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι η αιτιολογία της κατατάξεως της Hoechst στην πρώτη κατηγορία δεν πάσχει από κάποιο ελάττωμα, καθόσον η Hoechst δεν αμφισβητεί ότι, το 1995, είχε σημαντικότερο μερίδιο της παγκόσμιας αγοράς από εκείνο των λοιπών εμπλεκομένων επιχειρήσεων. Επομένως, ένα ενδεχόμενο σφάλμα στην κατάταξη των άλλων επιχειρήσεων στη δεύτερη κατηγορία δεν μπορεί να ασκεί επιρροή συναφώς.

273    Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, η σχετική με την έλλειψη αιτιολογήσεως της Αποφάσεως αιτίαση που προβάλλει η Hoechst πρέπει να απορριφθεί. Εξ αυτού απορρέει επίσης ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτή κάποια προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας απορρέουσα από την εν λόγω προβαλλόμενη έλλειψη αιτιολογήσεως.

274    Όσον αφορά, τέλος, τους ισχυρισμούς της Hoechst ότι η Επιτροπή κοινοποίησε στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις απόφαση η οποία, στη μορφή με την οποία κοινοποιήθηκε, περιείχε διαφορές, αρκεί να σημειωθεί ότι οι εν λόγω διαφορές μορφής συνδέονται με την προστασία απόρρητων επιχειρηματικών στοιχείων των εμπλεκομένων επιχειρήσεων. Εντούτοις, το γεγονός της απαλείψεως στοιχείων της Αποφάσεως, για λόγους απορρήτου, κατά την τελική κοινοποίηση στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις δεν συνεπάγεται κάποια πλημμέλεια κατά την έκδοσή της επ’ αυτού. Εν πάση περιπτώσει, η Hoechst δεν προσκόμισε κανένα συγκεκριμένο στοιχείο που να παρέχει τη δυνατότητα να θεωρηθεί ότι η Απόφαση, όπως αυτή κοινοποιήθηκε στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, περιλαμβάνει, ιδίως, διαφορές όσον αφορά την αιτιολογία. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν πρέπει να γίνει δεκτό το αίτημα της Hoechst να προσκομιστούν τα πρακτικά της συσκέψεως των μελών της Επιτροπής της 1ης Οκτωβρίου 2003.

275    Για το σύνολο των λόγων αυτών, ο τρίτος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του πέμπτου λόγου, που στηρίζεται σε νομική πλάνη κατά τον προσδιορισμό του βασικού ποσού του προστίμου

1.     Περίληψη της αποφάσεως

276    Με την αιτιολογική σκέψη 321 της Αποφάσεως η Επιτροπή εκθέτει ότι το βασικό ποσό του προστίμου προσδιορίζεται σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως.

277    Πρώτον, προς προσδιορισμό της σοβαρότητας της παραβάσεως, η Επιτροπή στηρίζεται στη φύση της παραβάσεως (αιτιολογικές σκέψεις 323 έως 326 της Αποφάσεως), στις ουσιαστικές επιπτώσεις της παραβάσεως στην αγορά σορβικών αλάτων του ΕΟΧ (αιτιολογικές σκέψεις 327 έως 342 της Αποφάσεως) και στο μέγεθος της σχετικής γεωγραφικής αγοράς (αιτιολογική σκέψη 343 της Αποφάσεως).

278    Όσον αφορά τη φύση της παραβάσεως, η Επιτροπή δέχεται ότι η επίμαχη παράβαση συνίστατο κυρίως σε πρακτικές καθορισμού των τιμών και κατανομής της αγοράς. Ακόμη, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, κατ’ ουσίαν, οι επίμαχες συμφωνίες σχεδιάστηκαν, διευθύνονταν και ενθαρρύνονταν από πολύ υψηλόβαθμα διευθυντικά στελέχη στο πλαίσιο των εμπλεκομένων επιχειρήσεων και εφαρμόζονταν προς όφελος μόνον των μετεχόντων σ’ αυτές παραγωγών, σε βάρος των πελατών τους και, σε τελική ανάλυση, του κοινού (αιτιολογική σκέψη 323 της Αποφάσεως).

279    Όσον αφορά την ουσιαστική επίπτωση της παραβάσεως επί της αγοράς σορβικών αλάτων, η Επιτροπή εκθέτει ιδίως ότι περιττεύει ο συνυπολογισμός των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων μιας συμφωνίας όταν προκύπτει ότι αυτή έχει ως σκοπό να παρεμποδίσει, να περιορίσει ή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό εντός της κοινής αγοράς. Πάντως, η Επιτροπή εκθέτει ειδικότερα ότι, εν προκειμένω, η παράβαση είχε ουσιαστικές επιπτώσεις στην αγορά σορβικών αλάτων του ΕΟΧ (αιτιολογική σκέψη 327 της Αποφάσεως).

280    Η Επιτροπή συνάγει ότι, εν προκειμένω, η παράβαση μπορεί να χαρακτηριστεί ως πολύ σοβαρή (αιτιολογική σκέψη 344 της Αποφάσεως).

281    Στη συνέχεια, η Επιτροπή επιφυλάσσει διαφορετική μεταχείριση στις επιχειρήσεις σε συνάρτηση με τη θέση τους στην αγορά σορβικών αλάτων, όσον αφορά το έτος 1995 (αιτιολογικές σκέψεις 345 έως 355 της Αποφάσεως). Η Επιτροπή εκθέτει ειδικότερα ότι, το 1995, η Hoechst ήταν σαφώς ο μεγαλύτερος παραγωγός σορβικών αλάτων στην παγκόσμια αγορά, με μερίδιο της αγοράς μεγαλύτερο του 20 % (μεγαλύτερο του 45 % εντός του ΕΟΧ). Για τον λόγο αυτό, η Hoechst κατατάχθηκε στην πρώτη κατηγορία. Οι Daicel, Chisso, Nippon Synthetic και Ueno είχαν όλες μερίδια της αγοράς κυμαινόμενα μεταξύ 9,5 και 15 % (μεταξύ 4 και 15 % εντός του ΕΟΧ). Οι εταιρίες αυτές κατατάχθηκαν στη δεύτερη κατηγορία (αιτιολογική σκέψη 352 της Αποφάσεως).

282    Με την αιτιολογική σκέψη 354 της Αποφάσεως η Επιτροπή διευκρινίζει ότι το πρόστιμο που μπορεί να επιβάλλεται για πολύ σοβαρές παραβάσεις είναι μεγαλύτερο από 20 εκατομμύρια ευρώ.

283    Υπό τις συνθήκες αυτές, με την αιτιολογική σκέψη 355 της Αποφάσεως η Επιτροπή καθορίζει το αρχικό ποσό των προστίμων σε 20 εκατομμύρια ευρώ για τις επιχειρήσεις της πρώτης κατηγορίας (Hoechst) και σε 6,66 εκατομμύρια ευρώ για τις επιχειρήσεις της δεύτερης κατηγορίας (Daicel, Chisso, Nippon Synthetic και Ueno).

284    Τέλος, για να έχει το πρόστιμο επαρκή αποτρεπτικό χαρακτήρα έναντι των μεγάλων επιχειρήσεων και προκειμένου να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις αυτές έχουν γνώσεις και νομικοοικονομική υποδομή που τους παρέχουν τη δυνατότητα να εκτιμούν καλύτερα τον παραβατικό χαρακτήρα των ενεργειών τους και τις συνέπειες που απορρέουν από αυτές από πλευράς δικαίου του ανταγωνισμού, η Επιτροπή προβαίνει σε συμπληρωματική διόρθωση του αρχικού ποσού στην περίπτωση της Hoechst. Με την αιτιολογική σκέψη 357 της Αποφάσεως η Επιτροπή σημειώνει, συναφώς, ότι επιβάλλεται αύξηση του αρχικού ποσού του προστίμου, υπολογιζόμενου βάσει του κριτηρίου της σχετικής θέσεως στην επίμαχη αγορά, προκειμένου να ληφθούν υπόψη «το μέγεθος και οι συνολικοί πόροι της επιχειρήσεως». Υπό τις συνθήκες αυτές, το αρχικό ποσό του προστίμου για τη Hoechst αυξήθηκε κατά 100 % στα 40 εκατομμύρια ευρώ.

285    Δεύτερον, όσον αφορά τη διάρκεια της παραβάσεως, η Επιτροπή σημειώνει ότι οι εταιρίες Chisso, Daicel, Hoechst και Ueno παρέβησαν το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ και το άρθρο 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΕΟΧ, από τις 31 Δεκεμβρίου 1978 μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 1996. Οι επιχειρήσεις αυτές, επομένως, διέπραξαν μακράς διαρκείας παράβαση που συνεχίστηκε για 17 έτη και 10 μήνες. Η Επιτροπή συνάγει εξ αυτού ότι το αρχικό ποσό πρέπει να αυξηθεί κατά 175 % (αιτιολογική σκέψη 359 της Αποφάσεως).

286    Λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως, το βασικό ποσό του προστίμου καθορίζεται, για τη Hoechst, σε 110 εκατομμύρια ευρώ (αιτιολογική σκέψη 361 της Αποφάσεως).

2.     Επιχειρήματα των διαδίκων

 Τα επιχειρήματα της Hoechst

287    Με τον πέμπτο λόγο της η Hoechst αμφισβητεί τη φύση και τη διάρκεια της παραβάσεως που έλαβε υπόψη η Επιτροπή, εν προκειμένω, για να προσδιορίσει το ύψος του προστίμου.

288    Η Hoechst εκθέτει, προεισαγωγικώς, ότι το ύψος του προστίμου που υπολογίστηκε πριν ληφθεί υπόψη η συνεργασία της, ήτοι 198 εκατομμύρια ευρώ, ισοδυναμεί με πέντε φορές σχεδόν τον συνολικό όγκο της αγοράς του ΕΟΧ για το έτος 1995, όπως διαπιστώνεται στον πίνακα I της Αποφάσεως, δηλαδή 44,6 εκατομμύρια ευρώ. Το πρόστιμο αυτό είναι εντελώς αντίθετο προς την αρχή της αναλογικότητας.

289    Εξάλλου, η Hoechst υπογραμμίζει ότι η Επιτροπή διαθέτει εξουσία εκτιμήσεως στο πλαίσιο του κανονισμού 17 προς καθορισμό του ύψους του προστίμου, αλλά η άσκηση της εν λόγω εξουσίας εκτιμήσεως δεν είναι απολύτως ελεύθερη, λόγω των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου και των κατευθυντήριων γραμμών που πρέπει να τηρεί η Επιτροπή κατά τον υπολογισμό του προστίμου (η Hoechst παραπέμπει ειδικότερα στην απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2003, T‑230/00, Daesang και Sewon Europe κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II-2733, σκέψη 38).

 Επί της φύσεως της παραβάσεως

290    Προεισαγωγικώς, επικαλούμενη ειδικότερα το σημείο 1 A των κατευθυντήριων γραμμών και την απόφαση Daesang και Sewon Ευρώπη κατά Επιτροπής, σκέψη 289 ανωτέρω (σκέψη 38), η Hoechst εκθέτει ότι το βασικό ποσό του προστίμου καθορίζεται σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως. Η σοβαρότητα της παραβάσεως προσδιορίζεται με βάση μια σειρά κριτηρίων τα οποία απαριθμούν οι κατευθυντήριες γραμμές. Μεταξύ των κριτηρίων αυτών περιλαμβάνεται η ειδική φύση της παραβάσεως, η συγκεκριμένη επίπτωσή της στην αγορά και η γεωγραφική έκταση της αγοράς αυτής, καθώς και η ουσιαστική οικονομική δυνατότητα των επιχειρήσεων να προκαλέσουν σημαντική βλάβη στους ανταγωνιστές και στους καταναλωτές.

291    Επί της ουσίας, η Hoechst προβάλλει τέσσερις αιτιάσεις όσον αφορά την πολύ σοβαρή φύση της παραβάσεως στην οποία στηρίζεται η Απόφαση. Πρώτον, η Hoechst θεωρεί ότι κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως κακώς θεωρήθηκε ότι η παράβαση αυτή είχε βλαπτικά αποτελέσματα. Δεύτερον, εκτιμά ότι δεν μετέσχε στην παράβαση κανένα από τα κατέχοντα υψηλή θέση διευθυντικά στελέχη της. Τρίτον, η Hoechst υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε νομική πλάνη κατανέμοντας τις επιχειρήσεις σε διάφορες κατηγορίες. Τέταρτον, επικρίνει τον συντελεστή με τον οποίο πολλαπλασιάστηκε το αρχικό ποσό, συντελεστή τον οποίο χρησιμοποίησε η Επιτροπή για να προσδώσει αποτρεπτικό χαρακτήρα στο πρόστιμο.

–       Επί των αποτελεσμάτων της παραβάσεως

292    Η Hoechst εκθέτει ότι η Επιτροπή υποθέτει ότι η επίμαχη σύμπραξη έβλαψε τους καταναλωτές. Η υπόθεση αυτή αποτέλεσε ουσιώδη λόγο ο οποίος οδήγησε στην επιβολή βαρειάς κυρώσεως στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις. Η Hoechst παραπέμπει, συναφώς, στις αιτιολογικές σκέψεις 333 έως 336 και 340 έως 341 της Αποφάσεως και σε ένα ανακοινωθέν Τύπου της Επιτροπής της 1ης Οκτωβρίου 2003.

293    Ειδικότερα, η Hoechst θεωρεί ότι τα φερόμενα ως βλαπτικά αποτελέσματα της επίμαχης συμπράξεως ελήφθησαν υπόψη ως ένα από τα τρία στοιχεία (φύση της παραβάσεως, αντίκτυπος και έκταση της συμπράξεως στο σύνολο του ΕΟΧ) τα οποία χρησίμευσαν προς προσδιορισμό της σοβαρότητας της παραβάσεως (αιτιολογική σκέψη 344 της Αποφάσεως). Δεδομένου ότι η Απόφαση δεν περιλαμβάνει κάποια στάθμιση των στοιχείων αυτών, η Hoechst συνάγει εξ αυτού ότι το ένα τρίτο του συνολικού ποσού του προστίμου καθορίστηκε βάσει των βλαπτικών αποτελεσμάτων που φέρεται ότι είχε η επίμαχη σύμπραξη. Όμως, η Επιτροπή δεν κατόρθωσε να αποδείξει κάποια αρνητική επίπτωση της παραβάσεως εν προκειμένω.

294    Έτσι, οι αιτιολογικές σκέψεις 105, 109, 333 έως 337 και 342 της Αποφάσεως δεν περιέχουν καμία απόδειξη των αρνητικών επιπτώσεων της παραβάσεως.

295    Όσον αφορά την αιτιολογική σκέψη 105 της Αποφάσεως, η Hoechst θεωρεί ότι το γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια μακρών χρονικών περιόδων, οι τιμές στόχοι δεν είχαν επιτευχθεί θα έπρεπε να θεωρηθεί μάλλον ως ένδειξη ή ως απόδειξη σχετικά με το ότι οι συμφωνίες περί των τιμών δεν είχαν λειτουργήσει. Τούτο προκύπτει ειδικότερα από τις αιτιολογικές σκέψεις 163 έως 188 της Αποφάσεως. Παράλληλα, η Hoechst επικαλείται τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στις αιτιολογικές σκέψεις 210, 217, 224 και 228 της Αποφάσεως και υπογραμμίζει ότι, κατά τη διάρκεια πέντε συνεχών ετών, δεν επετεύχθη καμία αύξηση των τιμών-στόχων.

296    Η δε αιτιολογική σκέψη 109 της Αποφάσεως στηρίζεται αποκλειστικά σε εκτίμηση της Chisso.

297    Όσον αφορά τις αιτιολογικές σκέψεις 333 και 334 της Αποφάσεως, η Hoechst υπογραμμίζει ότι η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι τα αποτελέσματα της συμπράξεως επί της σχετικής αγοράς στην ως άνω υπόθεση δεν μπορούν να εκτιμηθούν με ακρίβεια. Εντούτοις, η Επιτροπή διαπιστώνει επίσης ότι η επίμαχη συμφωνία είχε χωρίς αμφιβολία συγκεκριμένες συνέπειες για την αγορά σορβικών αλάτων του ΕΟΧ. Οι εξηγήσεις που παρέσχε η Επιτροπή επ’ αυτού είναι κάθε άλλο παρά πειστικές. Ειδικότερα, η Hoechst δεν αντιλαμβάνεται πώς μια εναρμονισμένη μείωση των τιμών, την οποία επικαλείται η Επιτροπή, θα μπορούσε να έχει βλαπτικά αποτελέσματα για τον ανταγωνισμό και, ακόμη λιγότερο, πώς θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως απόδειξη βλάβης σε βάρος τρίτων. Η Hoechst υπογραμμίζει, εξάλλου, ότι δεν είναι δυνατό να γίνει δεκτή η ύπαρξη κάποιας ουσιαστικής επιπτώσεως παρά μόνον, πρώτον, αν αποδεικνύεται ότι οι τιμές-στόχοι ήταν μεγαλύτερες από τις υποθετικές τιμές της αγοράς και, δεύτερον, αν οι τιμές αυτές είχαν επιτευχθεί τουλάχιστον εν μέρει. Όμως, δεν προκύπτουν εν προκειμένω τέτοια στοιχεία.

298    Όσον αφορά την αιτιολογική σκέψη 335 της Αποφάσεως, η Hoechst υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι οι όγκοι πωλήσεων που αναγράφονται στον πίνακα της αιτιολογικής σκέψεως 112 της Αποφάσεως (πίνακας II) ταυτίζονται με τις συμφωνηθείσες ποσοστώσεις θα μπορούσε να αποτελεί ένδειξη περί της ορθής λειτουργία των συμφωνιών αν δεν υπήρχαν «αφανείς ποσότητες», δηλαδή πωλούμενες ποσότητες που δεν δηλώνονταν στα μέλη της συμπράξεως. Όμως, εν προκειμένω, τέτοιες «αφανείς ποσότητες» υπήρχαν και όσον αφορά τη Hoechst. Εξάλλου, η Hoechst θεωρεί ότι η Επιτροπή όφειλε να αποδείξει, επιπλέον, ότι η ως άνω συμφωνία μεταξύ των σχετικών όγκων πωλήσεων είχε προκαλέσει μια τεχνητή περιστολή της προσφοράς, οδηγώντας, με τον τρόπο αυτό, σε καταχρηστικές τιμές έναντι των αγοραστών.

299    Όσον αφορά την αιτιολογική σκέψη 336 της Αποφάσεως, είναι εσφαλμένο να συνάγεται ότι οι παραγωγοί σορβικών αλάτων ήταν σε θέση να ελέγχουν όχι μόνον την αγορά σορβικών αλάτων αλλά, σε μεγάλο βαθμό, και εκείνη των συντηρητικών ουσιών γενικά. Η Hoechst εκθέτει επ’ αυτού ότι ακριβώς δεν υπάρχει ενιαία αγορά συντηρητικών ουσιών.

300    Τέλος, όσον αφορά, τις αιτιολογικές σκέψεις 337 και 342 της Αποφάσεως, είναι αντιφατικό να προβάλλεται ο ισχυρισμός, αφενός, ότι οι επίμαχες συμφωνίες εφαρμόστηκαν κατά τη διάρκεια της χρονικής περιόδου της παραβάσεως και, αφετέρου, ότι, λόγω της υπάρξεως εξωτερικών παραγόντων, που μπορούσαν και εκείνοι να επηρεάσουν την εξέλιξη των τιμών του προϊόντος, καθίσταται δυσχερής η συναγωγή συμπερασμάτων περί της σχετικής σημασίας όλων των δυνατών αιτιών. Το συμπέρασμα που περιλαμβάνει η αιτιολογική σκέψη 341 της Αποφάσεως, κατά το οποίο η ηθελημένη εφαρμογή της συμφωνίας είχε συγκεκριμένες επιπτώσεις στην αγορά σορβικών αλάτων, είναι υπό τις συνθήκες αυτές εσφαλμένο.

–       Επί της συμμετοχής των κατεχόντων υψηλή θέση διευθυντικών στελεχών σε συμφωνίες αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού

301    Η Επιτροπή εκτιμά ότι υψηλόβαθμα στελέχη των εμπλεκομένων επιχειρήσεων σχεδίασαν, διεύθυναν και ενθάρρυναν τις αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνίες (αιτιολογική σκέψη 323 της Αποφάσεως).

302    Κατά τη Hoechst, ο ισχυρισμός αυτός αντιβαίνει προς την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει η Επιτροπή από το άρθρο 253 ΕΚ. Ειδικότερα, η Επιτροπή όφειλε να διευκρινίσει σε ποιους παράγοντες στηριζόταν το συμπέρασμά της (απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Μαρτίου 2002, T-15/99, Brugg Rohrsysteme κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-1613, σκέψη 210).

303    Εξάλλου, είναι ανακριβές ότι τα άτομα που είχαν μετάσχει στη σύμπραξη ήταν υψηλόβαθμα διευθυντικά στελέχη, τουλάχιστον όσον αφορά τη Hoechst. Παραπέμποντας στις αιτιολογίες της αποφάσεως ABB Asea Brown Boveri κατά Επιτροπής, σκέψη 75 ανωτέρω (σκέψεις 33 έως 38), η Hoechst υπογραμμίζει ότι οι δύο συνεργάτες της με τον υψηλότερο βαθμό στην επιχείρηση περί των οποίων γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 96 της Αποφάσεως κατείχαν θέση διευθυντών πωλήσεων ενός από τους οκτώ έως δώδεκα εμπορικούς κλάδους της Hoechst. Καθένας από αυτούς ήταν υφιστάμενος ενός διευθυντή τομέα και ενός διευθυντή πωλήσεων του σχετικού εμπορικού τομέα, ενώ, επιπλέον, και οι δύο είχαν ένα χαμηλό αξίωμα στο πλαίσιο της διευθύνσεως της εταιρίας. Οι λοιποί συνεργάτες που κατονομάζει η Απόφαση ήταν στελέχη χαμηλότερου επιπέδου ή δεν είχαν καμία διευθυντική αρμοδιότητα.

304    Τέλος, ακόμα και αν κάποιοι συνεργάτες άλλων εμπλεκομένων επιχειρήσεων έπρεπε να θεωρηθούν ως πολύ υψηλόβαθμα στελέχη, τούτο δεν μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση του βασικού ποσού του προστίμου της Hoechst. Η σοβαρότητα της παραβάσεως της Hoechst δεν μπορεί να εξαρτάται από τη θέση των υπαλλήλων άλλων επιχειρήσεων που μετείχαν στην παράβαση.

–        Επί της κατατάξεως των επιχειρήσεων σε κατηγορίες

305    Η Hoechst εκθέτει καταρχάς ότι η διαφοροποίηση των αρχικών ποσών, που καθορίστηκαν σε 20 εκατομμύρια ευρώ για τη Hoechst και σε 6,6 εκατομμύρια ευρώ για όλες τις άλλες εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, είναι απαράδεκτη σε σχέση με τη φύση της παραβάσεως, η οποία είναι η ίδια για όλες τις επιχειρήσεις.

306    Εξάλλου, επικαλούμενη την απόφαση CMA CGM κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 220 ανωτέρω (σκέψεις 405 επ.), η Hoechst υπογραμμίζει ότι η κατάταξη των επιχειρήσεων σε κατηγορίες, στο πλαίσιο του υπολογισμού του αρχικού ποσού, έπρεπε να τηρεί, προπάντων, την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

307    Εν προκειμένω, η Επιτροπή προέβη σε διαφοροποίηση των αρχικών ποσών των προστίμων των επιχειρήσεων ανάλογα με την υποτιθέμενη δυνατότητά τους να θίξουν τον ανταγωνισμό και ανάλογα με τη συμμετοχή τους στη βλάβη που φέρεται ότι επήλθε σε βάρος του ανταγωνισμού (αιτιολογική σκέψη 349 της Αποφάσεως). Επέλεξε ως σχετικό κριτήριο το μερίδιο κάθε επιχειρήσεως στην παγκόσμια αγορά σορβικών αλάτων (αιτιολογική σκέψη 350 της Αποφάσεως).

308    Συναφώς, πρώτον, η Hoechst σημειώνει ότι καθένας από τους τέσσερις Ιάπωνες παραγωγούς κατείχε μερίδιο της αγοράς μέχρι 15 %, πράγμα το οποίο οδηγεί, αθροιστικά, σε παγκόσμιο μερίδιο της αγοράς ίσο προς το διπλάσιο εκείνου της Hoechst. Λαμβανομένης υπόψη της σταθερότητας της συμπράξεως των Ιαπώνων παραγωγών όσον αφορά τις εξαγωγές και της πάντοτε άριστα εναρμονισμένης συμπεριφοράς τους κατά τις συσκέψεις της συμπράξεως, η Hoechst είχε μια δευτερεύουσα σημασία στην εξέλιξη της παγκόσμιας αγοράς. Έτσι, στηριζόμενη στα ανώτατα και τα κατώτατα όρια μεριδίων της αγοράς των Ιαπώνων παραγωγών, η Hoechst εκτιμά ότι το βασικό ποσό έπρεπε να είναι, για τους παραγωγούς αυτούς, 1,61 έως 2,54 φορές υψηλότερο από το δικό της. Τούτο θα αντιστοιχούσε, αν υποτεθεί ότι επιβαλλόταν κατάλληλο πρόστιμο στους Ιάπωνες παραγωγούς (περιλαμβανομένης της Chisso), σε ένα βασικό ποσό μεταξύ 10,4 και 16,65 εκατομμυρίων ευρώ και, επομένως, –αν όλα τα λοιπά στοιχεία παραμείνουν αμετάβλητα– σε μείωση του προστίμου μεταξύ 16,58 και 47,52 εκατομμυρίων ευρώ για τη Hoechst.

309    Δεύτερον, εν πάση περιπτώσει και ακόμα και αν ληφθεί υπόψη το μερίδιο της αγοράς κάθε Ιάπωνα παραγωγού χωριστά, ο υπολογισμός του προστίμου για κάθε 1 % μεριδίου αγοράς θα αντιστοιχούσε σε αρχικό ποσό μεταξύ 0,44 και 0,7 εκατομμυρίων ευρώ. Η Hoechst περιήλθε σε μειονεκτική θέση, διότι, αν η Επιτροπή είχε ακολουθήσει τα ίδια κριτήρια για την ίδια, το αρχικό ποσό του προστίμου της έπρεπε να είναι μεταξύ 10,38 και 16,52 εκατομμυρίων ευρώ. Επομένως, αν όλα τα λοιπά στοιχεία παραμείνουν αμετάβλητα, υφίσταται ένα υπερβάλλον πρόστιμο κυμαινόμενο μεταξύ 17,3 και 47,62 εκατομμυρίων ευρώ.

310    Τρίτον, από μια σύγκριση με άλλες πρόσφατες αποφάσεις προκύπτει ότι η Επιτροπή παρεξέκλινε, εν προκειμένω, από τις αρχές της σχετικά με τον καθορισμό των προστίμων ανά κατηγορίες. Η Hoechst παραπέμπει συναφώς στην Απόφαση 2006/460/ΕΚ της Επιτροπής, της 17ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά διαδικασία βάσει του άρθρου 81 της Συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ κατά των SGL Carbon AG, Le Carbone-Lorraine SA, Ibiden Co., Ltd, Tokai Carbon Co., Ltd, Toyo Tanso Co., Ltd, GrafTech International, Ltd, NSCC Techno Carbon Co., Ltd, Nippon Steel Chemical Co., Ltd, Intech EDM BV και Intech EDM AG (υπόθεση C.37.667 – Ειδικός γραφίτης), που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 2005, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-71/03, σκέψη 118 ανωτέρω. Με την απόφασή της αυτή η Επιτροπή είχε καθορίσει, μεταξύ άλλων, πρόστιμα με αρχικό ποσό 20 εκατομμύρια ευρώ για επιχείρηση η οποία είχε μερίδιο αγοράς περιλαμβανόμενο μεταξύ 30 και 40 % και 14 εκατομμύρια ευρώ για μια άλλη επιχείρηση με μερίδιο αγοράς περιλαμβανόμενο μεταξύ 21 και 27 %. Εξάλλου, με την ίδια απόφαση, λόγω άλλης συμπράξεως αφορώσας ειδικό γραφίτη εξελάσεως, οι δύο επιχειρήσεις στις οποίες επιβλήθηκε κύρωση, με μερίδιο αγοράς περιλαμβανόμενο μεταξύ 25 και 35 %, υποχρεώθηκαν να καταβάλουν πρόστιμα αρχικού ποσού 15 εκατομμυρίων ευρώ η καθεμία. Η Hoechst επικαλείται ως απόδειξη το μη εμπιστευτικό κείμενο της αποφάσεως αυτής της Επιτροπής (μετά από τη δημοσίευσή της), καθώς και τη μαρτυρία ενός υπαλλήλου της Επιτροπής. Λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές αυτές, η Hoechst εκτιμά ότι το βασικό ποσό που προσδιορίστηκε για την ίδια στην υπό κρίση υπόθεση έπρεπε να είναι σαφώς χαμηλότερο (24,75 ή 29,7 εκατομμύρια ευρώ ανάλογα με το αν το αρχικό ποσό είναι 14 ή 15 εκατομμύρια ευρώ, αν όλα τα λοιπά στοιχεία παραμείνουν αμετάβλητα).

–        Επί του συντελεστή που εφαρμόστηκε προκειμένου να ληφθούν υπόψη το μέγεθος και οι συνολικοί πόροι της Hoechst

311    Η Επιτροπή επιφύλαξε και πάλι άνιση μεταχείριση στη Hoechst πολλαπλασιάζοντας το αρχικό ποσό του προστίμου της των 20 εκατομμυρίων ευρώ με έναν συντελεστή κατηγορίας ίσο προς δύο. Άλλες επιχειρήσεις τις οποίες αφορά η Απόφαση ήταν και είναι ακόμη μεγάλες επιχειρήσεις που ασκούν τις δραστηριότητές τους σε παγκόσμιο επίπεδο. Εξάλλου, η έντονη συρρίκνωση του μεγέθους της Hoechst, που επήλθε στο μεταξύ και μείωσε τον κύκλο εργασιών του ομίλου σε 9 δισεκατομμύρια ευρώ περίπου για το έτος αναφοράς 2002, καθώς και ο περιορισμός της σε δραστηριότητες holding και η πώληση σε τρίτους του σκέλους δραστηριοτήτων της που αφορά τα σορβικά άλατα, καθιστούν παρωχημένη τη δικαιολογία μιας εξαιρετικά μεγάλης αυξήσεως του προστίμου. Εν πάση περιπτώσει, κατά τη Hoechst, δεν έπρεπε να χρησιμοποιηθεί συντελεστής ίσος με δύο.

 Επί της διάρκειας της παραβάσεως

312    Η Hoechst θεωρεί ότι η κατά 175 % προσαύξηση λόγω της διάρκειας της παραβάσεως, την οποία αποφάσισε η Επιτροπή, είναι υπερβολική και αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας.

313    Πρώτον, οι αυξήσεις λόγω της διάρκειας της παραβάσεως που υπερβαίνουν το 100 % είναι θεμελιωδώς αντίθετες προς τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που όρισε η Επιτροπή με τις κατευθυντήριες γραμμές. Η Hoechst σημειώνει ότι, με βάση τους παράγοντες που συνδέονται με τη σοβαρότητα της παραβάσεως, είναι δυνατός ο καθορισμός ενός βασικού ποσού το οποίο, σε ένα δεύτερο στάδιο, προσαρμόζεται σε συνάρτηση με τη διάρκεια της παραβάσεως. Εντούτοις, επί της τελευταίας αυτής πτυχής, το σημείο 1 B των κατευθυντήριων γραμμών προβλέπει μόνον μια «σημαντική προσαύξηση» του βασικού ποσού και όχι τον καθορισμό ενός εντελώς νέου ποσού απολύτως διαφορετικού επιπέδου από εκείνο του βασικού ποσού.

314    Δεύτερον, η προσαύξηση λόγω της διάρκειας της παραβάσεως λαμβάνει υπόψη, μια δεύτερη φορά, τη σοβαρότητα της παραβάσεως. Η Hoechst υπογραμμίζει, συναφώς, ότι οι συμπράξεις όσον αφορά τις τιμές και τους όγκους είναι κλασικές παραβάσεις μακράς διαρκείας. Κατά συνέπεια, αν η Επιτροπή κατατάσσει τις συμπράξεις αυτές στην υψηλότερη κατηγορία «πολύ σοβαρών παραβάσεων», δεν μπορεί να λαμβάνει υπόψη μια δεύτερη φορά τον ως άνω σοβαρό χαρακτήρα της παραβάσεως στο πλαίσιο της εκ μέρους της εκτιμήσεως της διάρκειας της παραβάσεως.

315    Τρίτον, η Hoechst αμφισβητεί θεμελιωδώς το γεγονός ότι μια αμέσως ανάλογη γραμμική αύξηση ύψους 10 % ετησίως μπορεί να εφαρμόζεται όσον αφορά μια μακρά περίοδο προκειμένου να επιβληθεί ποινή σε μια σύμπραξη. Η Hoechst υπογραμμίζει συναφώς ότι, στο πλαίσιο παραβάσεων μακράς διαρκείας οι οποίες θεωρούνται ως μια ενιαία παράβαση, όλα τα συστήματα επιβολής κυρώσεων προβλέπουν συντελεστές προσαυξήσεως της ποινής, το ύψος των οποίων μειώνεται γεωμετρικά όσο αυξάνεται η σχετική διάρκεια. Η μέθοδος αυτή εξάλλου είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας. Πράγματι, αν είναι δίκαιο να παραγράφονται κάποτε αδικοπραξίες τελεσθείσες προ πολλού χρόνου, τότε δεν θα πρέπει να αγνοείται η ίδια αυτή αρχή κατά την επιμέτρηση της ποινής. Η Hoechst προσθέτει ότι, ακόμα και αν εφαρμοζόταν στο κοινοτικό δίκαιο η «αρχή της συνέχειας», που δέχεται το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2988/74, αυτή δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε ατέρμονες προσαυξήσεις των επιβαλλομένων προστίμων.

316    Τέλος, η επιβληθείσα αύξηση είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας σε σύγκριση με την προγενέστερη πρακτική της Επιτροπής.

317    Η Hoechst παραπέμπει καταρχάς στην απόφαση 98/273/ΕΚ της Επιτροπής, της 28ης Ιανουαρίου 1998, στο πλαίσιο διαδικασίας του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΚ (υπόθεση IV/35.733 – VW) (ΕΕ L 124, σ. 60), με την οποία η Επιτροπή αποφάσισε ότι μια αύξηση κατά 10 % για κάθε έτος παραβάσεως δεν είναι πρόσφορη παρά μόνον όταν η σοβαρότητα της παραβάσεως παραμένει η ίδια καθ’ όλη τη διάρκειά της. Εν προκειμένω, δεν προβλήθηκε καμία διαπίστωση που να αποδεικνύει κάτι τέτοιο ή να παρέχει σχετικές ενδείξεις, πράγμα το οποίο είναι αντίθετο προς την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει η Επιτροπή.

318    Η Hoechst παραπέμπει στη συνέχεια σε πολλές αποφάσεις με τις οποίες η Επιτροπή αύξησε το βασικό ποσό μόνον από το δεύτερο έτος, καθόσον οι κατευθυντήριες γραμμές δεν προβλέπουν σχετική προσαύξηση παρά μόνο για περιόδους παραβάσεως που υπερβαίνουν μια διάρκεια που θεωρείται ως «μέση». Ειδικότερα, η Hoechst επικαλείται την αύξηση περί της οποίας γίνεται λόγος στην απόφαση 1999/60/ΕΚ της Επιτροπής, της 21ης Οκτωβρίου 1998, σχετικά με διαδικασία κινηθείσα βάσει του άρθρου 85 της συνθήκης ΕΚ (υπόθεση IV/35.691/Ε-4 – Καρτέλ προμονωμένων σωλήνων) (ΕΕ 1999, L 24, σ. 1), παραπέμπει δε επίσης στην απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2003, T-220/00, Cheil Jedang Corporation κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. II-2473, σκέψη 137). Η Hoechst συνάγει εξ αυτού ότι, εν προκειμένω, ήταν δυνατή μόνο μια προσαύξηση κατά 165 %.

β) Τα επιχειρήματα της Επιτροπής

319    Προεισαγωγικώς, προς απάντηση στα επιχειρήματα που αναπτύσσει η Hoechst στην αρχή του πέμπτου λόγου, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι είναι αβάσιμη η σύγκριση μεταξύ του προστίμου και του συνολικού κύκλου εργασιών στον τομέα των σορβικών αλάτων στην αγορά του ΕΟΧ το 1995. Πράγματι, ο κύκλος εργασιών που πραγματοποιείται εντός ενός έτους στην αγορά δεν αποτελεί ένδειξη των αρνητικών επιπτώσεων που μπορεί να είχε μια σύμπραξη η οποία διήρκεσε περισσότερο από 17 έτη. Εξάλλου, το ύψος του προστίμου πριν ληφθεί υπόψη η συνεργασία της Hoechst εξηγείται εν προκειμένω από μια σειρά παραγόντων. Επιπλέον, 20 εκατομμύρια ευρώ αντιστοιχούν στο ελάχιστο αρχικό ποσό που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές σε περίπτωση πολύ σοβαρών παραβάσεων. Το ποσό αυτό είναι επίσης σύμφωνο προς την πρακτική λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής. Τέλος, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι το ειδικό αρχικό ποσό δεν είναι παρά ένα ενδιάμεσο ποσό, το οποίο, στο πλαίσιο της εφαρμογής της μεθόδου που καθορίζουν οι κατευθυντήριες γραμμές, προσαρμόζεται στη συνέχεια σε συνάρτηση με τη διάρκεια της παραβάσεως και με τις διαπιστωνόμενες επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις (απόφαση Cheil Jedang Corporation κατά Επιτροπής, σκέψη 318 ανωτέρω, σκέψη 95).

 Επί των αποτελεσμάτων της παραβάσεως

320    Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι μπορούσε να θεωρήσει ως βέβαιο το γεγονός ότι οι τιμές που επέβαλλε η σύμπραξη ήταν, καταρχήν, τουλάχιστον μεγαλύτερες από τις τιμές της αγοράς, εν πάση περιπτώσει όσον αφορά τη Hoechst. Η Επιτροπή υπογραμμίζει συναφώς ότι η Hoechst είχε την ευκαιρία να σχολιάσει τα συμπεράσματα που περιλαμβάνονται στις αιτιολογικές σκέψεις 105, 109 και 288 της Αποφάσεως, που αντιστοιχούν στα σημεία 78, 82 και 265 της ανακοινώσεως αιτιάσεων. Με την εν λόγω ανακοίνωση αιτιάσεων η Επιτροπή σημείωσε επίσης ότι έλαβε υπόψη τον «αντίκτυπο στην αγορά» σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές (σημεία 291 και 295). Με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων η Hoechst περιορίστηκε να δηλώσει ότι ο αντίκτυπος αυτός δεν ασκούσε επιρροή όσον αφορά την απόδειξη της παραβάσεως. Η Hoechst δήλωσε επίσης ρητά, με την απάντησή της, ότι δεν αμφισβητούσε τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που αφορούν τη σύμπραξη σχετικά με τα σορβικά άλατα, όπως αυτά περιγράφονταν στην ανακοίνωση αιτιάσεων της Επιτροπής (αιτιολογικές σκέψεις 29 και 451 της Αποφάσεως).

321    Η Επιτροπή υπογραμμίζει στη συνέχεια ότι, εν προκειμένω, οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις είχαν καθορίσει στόχους τιμών τις οποίες οι πελάτες ήταν διατεθειμένοι να καταβάλλουν (αιτιολογική σκέψη 102 της Αποφάσεως). Οι τιμές αυτές δεν προσδιορίζονταν ελεύθερα από κάθε μέλος της συμπράξεως. Εξάλλου, η Hoechst δεν διαψεύδει ότι οι προβλεφθέντες μηχανισμοί εποπτείας παρέσχαν πράγματι τη δυνατότητα επιτεύξεως γενικά των τιμών-στόχων ή τουλάχιστον ότι οι μετέχοντες επιχείρησαν αυτοβούλως να επιτύχουν κάτι τέτοιο (αιτιολογικές σκέψεις 331 και 334 της Αποφάσεως). Κατά την Επιτροπή, οι τιμές-στόχοι έπρεπε να χρησιμοποιούνται συστηματικά ως βάση διαπραγματεύσεων (αιτιολογική σκέψη 104 της Αποφάσεως). Ενίοτε, οι μετέχοντες διαπίστωναν ρητά ότι δεν τηρούνταν οι τιμές-στόχοι (αιτιολογική σκέψη 205 της Αποφάσεως).

322    Εντούτοις, η Επιτροπή άφησε μετέωρο το ζήτημα της διαφοράς μεταξύ των τιμών που επέβαλλε η σύμπραξη και εκείνων οι οποίες θα έπρεπε να διαμορφωθούν στο πλαίσιο μιας συνήθους καταστάσεως ανταγωνισμού (αιτιολογικές σκέψεις 333 και 340 έως 342 της Αποφάσεως). Η Απόφαση δεν αναφέρει ότι οι τιμές αυξάνονταν διαρκώς, αλλά μόνον ότι είχαν καθοριστεί τιμές-στόχοι κατά τρόπον ώστε να επιτευχθούν τιμές υψηλότερες από εκείνες της αγοράς. Κατά την Επιτροπή, τούτο μπορούσε να περιλαμβάνει και μειώσεις τιμών, αποτέλεσμα των οποίων όμως ήταν μόνον η άμβλυνση των επιπτώσεων της μειώσεως των τιμών της αγοράς όσον αφορά τα μέλη της συμπράξεως (αιτιολογική σκέψη 224 της Αποφάσεως).

323    Όσον αφορά τις συνέπειες της συμπράξεως επί του όγκου των πωλήσεων, η Hoechst δεν αμφισβητεί συγκεκριμένα τα αριθμητικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στον πίνακα II της Αποφάσεως. Ο ισχυρισμός της Hoechst (αντίθετος με την αιτιολογική σκέψη 419 της Αποφάσεως) ότι υπήρχαν πολύ μεγαλύτερες «αφανείς ποσότητες» όσον αφορά περισσότερο άλλους παραγωγούς παρά την Ueno, ιδίως όσον αφορά την ίδια, είναι εντελώς αόριστος. Επιπλέον, το πρόβλημα των αφανών ποσοτήτων ανέκυψε μόλις στα τέλη του 1992, ήτοι λίγο πριν από τη λήξη της συμπράξεως (αιτιολογικές σκέψεις 112 και 193 της Αποφάσεως). Η Επιτροπή υπενθυμίζει επίσης ότι, εν προκειμένω, η προσφορά είχε προσαρμοστεί προς τη ζήτηση, παραπέμπει δε στις αιτιολογικές σκέψεις 108 και 109 της Αποφάσεως.

324    Όσον αφορά τις παρατηρήσεις της Hoechst σχετικά με τις επίμαχες αγορές, η Επιτροπή εκθέτει περαιτέρω ότι απλώς υπενθύμισε, με την αιτιολογική σκέψη 336 της Αποφάσεως, ότι τα σορβικά άλατα ήταν οι πλέον χρησιμοποιούμενες συντηρητικές ουσίες και ότι κανένα άλλο συντηρητικό δεν μπορούσε να τα υποκαταστήσει πλήρως. Επομένως, εύλογο ήταν να συναχθεί ότι οι παραγωγοί σορβικών αλάτων ήταν σε θέση να ελέγχουν επίσης «σε μεγάλο βαθμό» τον τομέα των συντηρητικών ουσιών. Η Επιτροπή προσθέτει ότι δεν διαπίστωσε οριστικά αν υφίστατο μια διαφορετική αγορά των σορβικών αλάτων. Ακόμα και αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, οι διαπιστώσεις της Επιτροπής εξακολουθούν να είναι βάσιμες.

325    Τέλος, όσον αφορά τη σημασία των επιζήμιων επιπτώσεων της παραβάσεως για τον προσδιορισμό του ύψους του προστίμου, ο υποθετικός συλλογισμός της Hoechst κατά τον οποίο οι επιπτώσεις αυτές ελήφθησαν υπόψη ακριβώς για το ένα τρίτο του προστίμου αυτού στερείται ερείσματος. Το ανακοινωθέν Τύπου της Επιτροπής που επικαλείται η Hoechst περιλαμβάνει μόνον μια συνοπτική παρουσίαση της Αποφάσεως και δεν πρέπει να εκληφθεί υπό την έννοια ότι δηλώνει ότι οι εν λόγω επιπτώσεις είχαν αποφασιστική σημασία για τον υπολογισμό των προστίμων. Το στοιχείο αυτό ούτε καν μνημονεύεται στο μέρος με τίτλο «Υπολογισμός των προστίμων» του ανακοινωθέντος Τύπου. Εξάλλου, πρέπει να δίδεται περισσότερη σημασία στα στοιχεία που αφορούν τον σκοπό μιας συμπεριφοράς παρά σ’ εκείνα που αφορούν τα αποτελέσματά της, ιδίως όταν σχετίζονται με παραβάσεις αφεαυτών σοβαρές, όπως είναι ο καθορισμός των τιμών και η κατανομή των αγορών (απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Μαρτίου 1999, T-141/94, Thyssen Stahl κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑347, σκέψη 636).

 Επί της συμμετοχής υψηλόβαθμων διευθυντικών στελεχών στις αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνίες

326    Όσον αφορά την αιτιολογία της Αποφάσεως, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η Hoechst προφανώς αντιλήφθηκε αυτό που εννοούσε η έκφραση «πολύ υψηλόβαθμα» και ότι, εξάλλου, η ανακοίνωση αιτιάσεων διευκρίνιζε ότι οι συμφωνίες σχεδιάστηκαν, διευθύνονταν και ενθαρρύνονταν από πολύ υψηλόβαθμα διευθυντικά στελέχη στο πλαίσιο των εμπλεκομένων επιχειρήσεων. Η Hoechst δεν αμφισβήτησε τις διαπιστώσεις αυτές και η Επιτροπή δεν χρειάστηκε να ασχοληθεί με περισσότερες λεπτομέρειες με το ζήτημα αυτό.

327    Επί της ουσίας, από την απόφαση ABB Asea Brown Boveri κατά Επιτροπής, σκέψη 75 ανωτέρω, δεν μπορεί να συναχθεί ένας ορισμός της εννοίας «πολύ υψηλόβαθμος» ο οποίος να ισχύει σε κάθε περίσταση και ο οποίος να αποκλείει κάθε άτομο που ασκεί καθήκοντα λιγότερο σοβαρά έναντι εκείνων περί των οποίων έκανε λόγο η απόφαση αυτή. Με την αιτιολογική σκέψη 323 της Αποφάσεως η Επιτροπή αποσκοπεί να αποδείξει ότι η σύμπραξη δεν είχε οργανωθεί από υπαλλήλους που κατείχαν χαμηλές θέσεις, αλλά από άτομα που βρίσκονταν σε τέτοια θέση της ιεραρχίας που να τους εξασφαλίζει κύρος και σταθερότητα στη σύμπραξη. Οι διευθυντές πωλήσεων του αρμοδίου τμήματος της Hoechst πληρούν τις προϋποθέσεις αυτές.

 Επί της κατανομής των επιχειρήσεων σε κατηγορίες

328    Η Hoechst παραβλέπει το γεγονός ότι οι κατευθυντήριες γραμμές στηρίζονται στο ειδικό βάρος κάθε επιχειρήσεως (σημείο 1 A, τέταρτο, έκτο και έβδομο εδάφιο). Το γεγονός ότι οι Ιάπωνες παραγωγοί συναντιόνταν τακτικά πριν από τις κοινές συσκέψεις, αλλά και, συνήθως, μετά τις συσκέψεις αυτές δεν σημαίνει ότι αυτές αποτελούσαν μια μόνη επιχείρηση.

329    Εξάλλου, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, κατανέμοντας τις επιχειρήσεις σε κατηγορίες, άρχισε από τη Hoechst, στην οποία επέβαλε το ελάχιστο όριο προστίμου που προτείνεται για τις πολύ σοβαρές παραβάσεις. Δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα της Hoechst ότι το αρχικό ποσό του προστίμου για τις επιχειρήσεις της δεύτερης κατηγορίας, που ανέρχεται στο ένα τρίτο του δικού της αρχικού ποσού, είναι πολύ μικρό, διότι ουδείς μπορεί να επικαλείται υπέρ αυτού παρανομία διαπραχθείσα προς όφελος τρίτου (απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Μαρτίου 2002, T‑16/99, Lögstör Rör κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-1633, σκέψη 350). Επιπλέον, κατά τον προσδιορισμό κάθε προστίμου, η Επιτροπή διαθέτει εξουσία εκτιμήσεως και δεν υποχρεούται να εφαρμόζει προς τούτο συγκεκριμένο μαθηματικό τύπο (απόφαση CMA CGM κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 220 ανωτέρω, σκέψεις 252 και 383). Επομένως, δεν έχει σημασία το ότι το αρχικό ποσό του προστίμου για τις επιχειρήσεις της δεύτερης κατηγορίας δεν ήταν ακριβώς ανάλογο προς τα μερίδια της αγοράς των εμπλεκομένων επιχειρήσεων.

330    Όσον αφορά την πρακτική λήψεως αποφάσεων που επικαλείται η Hoechst, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η πρακτική αυτή δεν χρησιμεύει καθαυτή ως νομικό πλαίσιο των προστίμων στον τομέα του ανταγωνισμού, καθόσον αυτός διέπεται αποκλειστικά από τον κανονισμό 17, και ότι τα στοιχεία συγκρίσεως δεν μπορούν να είναι παρά ενδεικτικά, διότι τα συγκεκριμένα δεδομένα των υποθέσεων ανταγωνισμού, όπως είναι οι αγορές, τα προϊόντα, οι χώρες, οι επιχειρήσεις και οι οικείες χρονικές περίοδοι, δεν είναι τα ίδια. Η Επιτροπή παραπέμπει, επί των σημείων αυτών, στην απόφαση JCB Service κατά Επιτροπής, σκέψη 218 ανωτέρω (σκέψεις 187 και 188). Επομένως, η σύγκριση που πραγματοποίησε η Hoechst δεν έχει σημασία εν προκειμένω.

 Επί του συντελεστή προσαυξήσεως προκειμένου να ληφθούν υπόψη το μέγεθος και οι συνολικοί πόροι της Hoechst

331    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο καθορισμός ενός συντελεστή με σκοπό να έχει το πρόστιμο αποτρεπτικό χαρακτήρα είναι σύμφωνος προς τη νομολογία και την ισχύουσα πρακτική λήψεως αποφάσεων. Η Επιτροπή παραπέμπει, ειδικότερα, στην απόφαση ABB Asea Brown Boveri κατά Επιτροπής, σκέψη 75 ανωτέρω (σκέψεις 162 επ.).

332    Για τον προσδιορισμό του συντελεστή αυτού ελήφθησαν υπόψη το μέγεθος και οι πόροι της ενδιαφερομένης επιχειρήσεως, στοιχεία που συνδέονται στενά με τη θέση της στην αγορά. Το 2002 η Hoechst είχε τουλάχιστον τέσσερις φορές μεγαλύτερο μέγεθος από την Daicel, την αμέσως επόμενη επιχείρηση από πλευράς κύκλου εργασιών. Αντιθέτως, η φύση της δραστηριότητας της Hoechst κατά τον χρόνο της εκδόσεως της αποφάσεως είναι άνευ σημασίας. Το γεγονός ότι η Hoechst μεταβίβασε σε τρίτον το σκέλος δραστηριοτήτων στον τομέα των σορβικών αλάτων ελήφθη ήδη υπόψη κατά τη σχετική σύγκριση του μεγέθους των εμπλεκομένων επιχειρήσεων.

 Επί της διάρκειας της παραβάσεως

333    Σχετικά με τα επιχειρήματα της Hoechst περί της προβλεπομένης από τις κατευθυντήριες γραμμές μεθόδου, η Επιτροπή εκθέτει ότι στο σημείο 1 B των κατευθυντήριων γραμμών προβλέπεται μια αύξηση κατά 10 % ανά έτος, τούτο δε με σκοπό την επιβολή ουσιαστικής κυρώσεως για τους περιορισμούς που προκάλεσαν βλαπτικά αποτελέσματα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Πρόσφατα ακόμη, το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να τονίσει ότι είναι σύμφωνο προς το γενικό συμφέρον να αποτρέπονται οι θίγουσες τον ανταγωνισμό πρακτικές και συμφωνίες, καθώς και να ανακαλύπτονται και να τιμωρούνται (απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 145 ανωτέρω, σκέψη 54).

334    Η Επιτροπή υπογραμμίζει, εξάλλου, ότι η αύξηση που προβλέφθηκε λόγω της διάρκειας της παραβάσεως δεν περιορίζεται από ένα απόλυτο ανώτατο όριο (όπως το 100 % που προβάλλει η Hoechst) και παραπέμπει, επί του σημείου αυτού, στην πρακτική της στο πλαίσιο πολλών σχετικών υποθέσεων.

335    Επιπλέον, τα κριτήρια για την εκτίμηση της σοβαρότητας και της διάρκειας της παραβάσεως συνυπάρχουν αυτόνομα. Λαμβανόμενα υπόψη μαζί καθιστούν δυνατό τον προσδιορισμό του βασικού ποσού. Ο καθορισμός της προσαυξήσεως λόγω της διάρκειας της παραβάσεως σε συνάρτηση με το κριτήριο της σοβαρότητας αντιφάσκει προς τον αυτόνομο χαρακτήρα των δύο αυτών κριτηρίων και, επομένως, είναι απρόσφορος.

336    Επιπλέον, σε αντίθεση με την άποψη της Hoechst, η κατηγορία των πολύ σοβαρών παραβάσεων δεν καλύπτει μόνον τους μακράς διαρκείας οριζόντιους περιορισμούς του ανταγωνισμού. Επομένως, πρέπει να λαμβάνεται πλήρως υπόψη η πραγματική διάρκεια της παραβάσεως.

337    Ούτε οι περί παραγραφής παρατηρήσεις ασκούν επιρροή εν προκειμένω. Η προθεσμία παραγραφής σε περίπτωση μακροχρόνιων ή διαρκών παραβάσεων αρχίζει όταν παύσει η παράβαση.

338    Όσον αφορά το επιχείρημα κατά το οποίο, εν πάση περιπτώσει, θα έπρεπε να υπάρξει προσαύξηση μόνο κατά 165 %, με την αιτιολογία ότι το πρώτο έτος της παραβάσεως δεν προσμετράται, η Επιτροπή απαντά ότι η αύξηση κατά 10 % ανά έτος είναι απολύτως σύμφωνη προς τις αρχές που εκθέτουν οι κατευθυντήριες γραμμές. Επ’ αυτού, προβλέπεται μόνον ότι, για τις παραβάσεις μικρής διάρκειας, γενικά μικρότερης του έτους, δεν επιβάλλεται καμία προσαύξηση (απόφαση Cheil Jedang Corporation κατά Επιτροπής, σκέψη 318 ανωτέρω, σκέψη 133). Η σύγκριση του κειμένου της δεύτερης και της τρίτης περιπτώσεως του σημείου 1 B των κατευθυντήριων γραμμών δείχνει ότι, σε περίπτωση παραβάσεως υπερβαίνουσας το ένα έτος, μπορεί να γίνεται αύξηση «για κάθε έτος» της παραβάσεως, οπότε περιλαμβάνεται και το πρώτο έτος.

339    Όσον αφορά, τέλος, την πρακτική λήψεως αποφάσεων που επικαλείται η Hoechst, βάσει της οποίας θα επιβαλλόταν μια προσαύξηση μικρότερη από 10 % ανά έτος, η Επιτροπή σημειώνει ότι η υπόθεση που οδήγησε στην απόφαση Cheil Jedang Corporation κατά Επιτροπής, σκέψη 318 ανωτέρω, είχε το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ότι η αύξηση λόγω της διάρκειας ανερχόταν σε 10 % για ορισμένες επιχειρήσεις και σε λιγότερο από 10 % για άλλες επιχειρήσεις, οπότε η σχετική απόφαση δεν είχε λογική συνοχή (σκέψη 139 της αποφάσεως). Η Επιτροπή προσθέτει ότι το γεγονός ότι χρησιμοποίησε στο παρελθόν κάποιο συγκεκριμένο συντελεστή προσαυξήσεως του ύψους του προστίμου, σε συνάρτηση με τη διάρκεια της παραβάσεως, δεν μπορεί να τη στερήσει από τη δυνατότητα να αυξήσει τον συντελεστή αυτόν εντός των ορίων που θέτουν ο κανονισμός 17 και οι κατευθυντήριες γραμμές, αν τούτο είναι αναγκαίο προς εξασφάλιση της εφαρμογής της κοινοτικής πολιτικής ανταγωνισμού (απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, T-203/01, Michelin κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II-4071, σκέψη 277).

340    Επιπλέον στις τελευταίες αποφάσεις της Επιτροπής που μνημονεύει η Hoechst, η Επιτροπή αναμφισβήτητα αύξησε το πρόστιμο κατά 10 % ανά έτος ανάλογα με τη διάρκεια της παραβάσεως. Συναφώς, πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός της Hoechst ότι η προσαύξηση κατά 10 % ανά έτος είναι εν πάση περιπτώσει απρόσφορη, διότι η έκταση την οποία είχε κάθε φορά η παράβαση δεν ήταν σταθερή. Αφενός, από το χωρίο της αποφάσεως που επικαλείται η Hoechst για να αποδείξει την ως άνω μεταβολή της εκτάσεως της παραβάσεως δεν μπορεί να συναχθεί το παραμικρό συμπέρασμα επ’ αυτού. Αφετέρου, η προσαύξηση του προστίμου κατά 10 % ανά έτος παραβάσεως εξακολουθεί να δικαιολογείται, ακόμα και αν η έκταση της παραβάσεως μεταβαλλόταν κατά τη διάρκεια της σχετικής περιόδου, από τη στιγμή που συνεχίστηκε η πολύ σοβαρή αυτή παράβαση (απόφαση Michelin κατά Επιτροπής, σκέψη 339 ανωτέρω, σκέψη 278).

 3. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

341    Προεισαγωγικώς, καταρχάς, διαπιστώνεται ότι ο πέμπτος λόγος που προβάλλει η Hoechst στηρίζεται σε δύο σκέλη. Το πρώτο σκέλος τιτλοφορείται «Φύση της παραβάσεως». Το δεύτερο σκέλος τιτλοφορείται «Διάρκεια της παραβάσεως». Εντούτοις, το πρώτο σκέλος αφορά, στην πραγματικότητα, τα στοιχεία που συνθέτουν «τη σοβαρότητα» της παραβάσεως, που περιλαμβάνουν τη φύση της παραβάσεως. Επομένως, πρέπει να συναχθεί ότι η Hoechst αμφισβητεί, στην πραγματικότητα, στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους, τα στοιχεία που έλαβε υπόψη η Επιτροπή όσον αφορά τη σοβαρότητα της παραβάσεως.

342    Στη συνέχεια, πρέπει να απορριφθεί το γενικό επιχείρημα της Hoechst ότι το ποσό του προστίμου της, όπως υπολογίστηκε πριν ληφθεί υπόψη η ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996, αντιβαίνει προς την αρχή της αναλογικότητας καθόσον ισοδυναμεί με πέντε σχεδόν φορές τον συνολικό όγκο της αγοράς εντός του ΕΟΧ, για το έτος 1995, που διαπιστώνεται στον πίνακα I της Αποφάσεως. Πρέπει να υπομνησθεί, συναφώς, ότι, κατά τον προσδιορισμό του ποσού κάθε προστίμου, η Επιτροπή διαθέτει εξουσία εκτιμήσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, C-283/98 P, Mo och Domsjö κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I-9855, σκέψη 47, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 5ης Δεκεμβρίου 2006, T-303/02, Westfalen Gassen Nederland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II-4567, σκέψη 151). Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, το ποσό του προστίμου καθορίζεται βάσει της σοβαρότητας της παραβάσεως και της διάρκειάς της. Επιπλέον, το ποσό αυτό αποτελεί το αποτέλεσμα μιας σειράς αριθμητικών υπολογισμών που πραγματοποιεί η Επιτροπή σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές. Ο προσδιορισμός του εν λόγω ποσού αποτελεί, μεταξύ άλλων, συνάρτηση διαφόρων περιστάσεων, που ανάγονται στην ατομική συμπεριφορά της συγκεκριμένης επιχειρήσεως, όπως η ύπαρξη επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων (απόφαση του Πρωτοδικείου της 4ης Ιουλίου 2006, T-304/02, Hoek Loos κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II-1887, σκέψεις 82 και 85). Από το σχετικό νομικό πλαίσιο δεν μπορεί να συναχθεί ότι η Επιτροπή πρέπει να εξασφαλίσει μιαν αναλογία μεταξύ του ύψους του υπολογιζομένου με τον τρόπο αυτό προστίμου και του συνολικού όγκου της αγοράς του σχετικού προϊόντος εντός του ΕΟΧ, για κάποιο συγκεκριμένο έτος της παραβάσεως (εν προκειμένω το 1995), ενώ η επίμαχη παράβαση διήρκεσε άνω των 17 ετών και το ύψος του προστίμου εξαρτάται επίσης από άλλες περιστάσεις συνδεόμενες με την ατομική συμπεριφορά της επιχειρήσεως. Από αυτό προκύπτει ότι το συναφές γενικό επιχείρημα της Hoechst πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της σοβαρότητας της παραβάσεως

343    Πρέπει να υπομνησθεί ότι οι κατευθυντήριες γραμμές αναφέρουν, μεταξύ άλλων, ότι προς εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της παραβάσεως, ο πραγματικός της αντίκτυπος επί της αγοράς εφόσον αυτός είναι δυνατό να εκτιμηθεί και η έκταση της οικείας γεωγραφικής αγοράς. Έτσι, οι παραβάσεις κατανέμονται σε τρεις κατηγορίες, καθιερώνεται δε η διάκριση μεταξύ ελαφρών, σοβαρών και πολύ σοβαρών παραβάσεων (σκέψη 1 A, πρώτο και δεύτερο εδάφιο).

344    Πρέπει να υπομνησθεί επίσης ότι η σοβαρότητα των παραβάσεων πρέπει να αποδεικνύεται βάσει πολλών στοιχείων, όπως είναι, ιδίως, τα ιδιαίτερα περιστατικά της υποθέσεως, το γενικό πλαίσιο στο οποίο αυτές εντάσσονται και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων, τούτο δε χωρίς να υφίσταται δεσμευτικός ή εξαντλητικός κατάλογος κριτηρίων που να πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψη (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Οκτωβρίου 2002, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 208 ανωτέρω, σκέψη 465, και της 28ης Ιουνίου 2005, C-189/02 P, C-202/02 P, C-205/02 P έως C-208/02 P και C-213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I-5425, σκέψη 241).

 Επί των αποτελεσμάτων της συμπράξεως στην αγορά σορβικών αλάτων του ΕΟΧ

345    Προεισαγωγικώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι τρεις πτυχές της εκτιμήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως, που απαριθμούνται στη σκέψη 343 ανωτέρω, δεν έχουν το ίδιο βάρος στο πλαίσιο της συνολικής εξετάσεως. Η φύση της παραβάσεως έχει κεφαλαιώδη σημασία, ιδίως προκειμένου περί του χαρακτηρισμού παραβάσεων ως «πολύ σοβαρών». Συναφώς, από την περιγραφή των πολύ σοβαρών παραβάσεων στις κατευθυντήριες γραμμές προκύπτει ότι συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές που αποσκοπούν, ιδίως, όπως εν προκειμένω, στον καθορισμό τιμών-στόχων ή στην κατανομή ποσοστώσεων όγκων πωλήσεων μπορούν να χαρακτηρίζονται, με βάση μόνο την ιδιαίτερη φύση τους, ως «πολύ σοβαρές», χωρίς να απαιτείται η επέλευση κάποιας ιδιαίτερης συνέπειας (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 27ης Ιουλίου 2005, T-49/02 έως T-51/02, Brasserie nationale κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-3033, σκέψη 178).

346    Εν προκειμένω, πρώτον, πρέπει να σημειωθεί ότι η Hoechst δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τον παράνομο σκοπό της συμπράξεως, δηλαδή τον καθορισμό τιμών-στόχων, την κατανομή ποσοστώσεων όγκων πωλήσεων, την πρόβλεψη ενός μηχανοργανωμένου συστήματος ενημερώσεως και ελέγχου, καθώς και τη μη παροχή της αναγκαίας τεχνολογίας στους επιθυμούντες να εισέλθουν στη σχετική αγορά.

347    Δεύτερον, διαπιστώνεται ότι, με την Απόφαση, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τον συγκεκριμένο αντίκτυπο της συμπράξεως στην αγορά κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως. Πράγματι, ναι μεν η Επιτροπή διατείνεται, με την αιτιολογική σκέψη 327 της Αποφάσεως, ότι δεν είναι αναγκαίο να λαμβάνει υπόψη τα ενδεχόμενα συγκεκριμένα αποτελέσματα όταν αποδεικνύεται ο αντίθετος προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σκοπός μιας συμπράξεως, διαπιστώνει όμως, στις αιτιολογικές σκέψεις 333 έως 336 της Αποφάσεως, την ύπαρξη τέτοιων αποτελεσμάτων εν προκειμένω, τούτο δε έστω και αν διατείνεται στην αιτιολογική σκέψη 333 ότι δεν είναι δυνατό να τα μετρήσει με ακρίβεια. Τα αποτελέσματα αυτά προκύπτουν, ειδικότερα, από την εφαρμογή των επίμαχων συμφωνιών. Η Επιτροπή υπενθυμίζει, συναφώς, με τις αιτιολογικές σκέψεις 330 έως 332 της Αποφάσεως, που παραπέμπουν στο μέρος I αυτής, ότι οι επίμαχες συμφωνίες εφαρμόστηκαν με πολλή προσοχή. Οι αιτιολογικές σκέψεις 334 και 336, που αφορούν τα συγκεκριμένα αποτελέσματα της συμπράξεως στην αγορά παραπέμπουν επίσης στην εφαρμογή των επίμαχων συμφωνιών. Με την αιτιολογική σκέψη 337 της Αποφάσεως, η οποία περιλαμβάνει το συμπέρασμα σχετικά με τις αναπτύξεις που αφορούν τις συγκεκριμένες επιπτώσεις της συμπράξεως στην αγορά, η Επιτροπή εκθέτει ότι η εν λόγω «διαρκής εφαρμογή είχε αποτελέσματα στην αγορά σορβικών αλάτων».

348    Όμως, η Hoechst δεν αμφισβήτησε ενώπιον του Πρωτοδικείου το συμπέρασμα της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή της συμπράξεως. Πρέπει να υπογραμμιστεί, συναφώς, ότι, όσον αφορά ιδίως μια σύμπραξη επί των τιμών, ευλόγως η Επιτροπή συνήγαγε ότι η παράβαση είχε κάποια αποτελέσματα, από το γεγονός ότι τα μέλη της συμπράξεως έλαβαν μέτρα προς επίτευξη των συμφωνηθεισών τιμών. Αντιθέτως, όταν αποδεικνύεται η εφαρμογή μιας συμπράξεως, δεν μπορεί να απαιτείται από την Επιτροπή να αποδεικνύει συστηματικά ότι οι σχετικές συμφωνίες πράγματι παρέσχαν τη δυνατότητα στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις να επιτύχουν ένα επίπεδο τιμών πωλήσεως μεγαλύτερο από εκείνο που θα διαμορφωνόταν αν δεν υπήρχε η σύμπραξη (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 153 ανωτέρω, σκέψεις 743 έως 745). Επομένως, τα επιχειρήματα της Hoechst δεν μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση το συμπέρασμα της Επιτροπής όσον αφορά τα αποτελέσματα της συμπράξεως που απορρέει από την εφαρμογή των επίμαχων συμφωνιών.

349    Κατά τα λοιπά, πρέπει να σημειωθεί ότι η σύμπραξη είχε ως σκοπό, ιδίως, να καθορίσει τιμές στόχους. Πρέπει να υπομνησθεί, συναφώς, ότι ο καθορισμός τιμής, έστω απλώς ενδεικτικής, επηρεάζει τον ανταγωνισμό, λόγω του ότι παρέχει τη δυνατότητα σε όσους μετέχουν στη σύμπραξη να προβλέπουν, με αρκετή βεβαιότητα, ποια πολιτική τιμών θα ακολουθήσουν οι ανταγωνιστές τους. Γενικότερα, τέτοιου είδους συμπράξεις συνεπάγονται ευθεία παρέμβαση στις ουσιώδεις παραμέτρους του ανταγωνισμού στην οικεία αγορά. Πράγματι, εκφράζοντας μια κοινή βούληση όσον αφορά ένα ορισμένο επίπεδο τιμών στα προϊόντα τους, οι εμπλεκόμενοι παραγωγοί δεν καθορίζουν αυτοτελώς την πολιτική τους στην αγορά, ενεργώντας με τον τρόπο αυτό αντίθετα με το σύστημα των περί ανταγωνισμού διατάξεων της Συνθήκης (απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Νοεμβρίου 2005, T-64/02, Heubach κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-5137, σκέψη 81). Από αυτό προκύπτει ότι, ιδίως καθορίζοντας τιμές-στόχους, η επίμαχη σύμπραξη οπωσδήποτε επηρέασε τον ανταγωνισμό.

350    Επιπλέον, ο πίνακας II της Αποφάσεως αποδεικνύει ότι οι ποσοστώσεις πωλήσεων που συμφώνησαν μεταξύ τους οι μετέχοντες στη σύμπραξη τέθηκαν σε εφαρμογή, όπως σημειώνει η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 335 αυτής. Η Hoechst δεν αμφισβήτησε τα αριθμητικά στοιχεία που περιλαμβάνει ο εν λόγω πίνακας· η εταιρία αυτή διατείνεται μόνον ότι «αφανείς ποσότητες» –δηλαδή πωλούμενες ποσότητες που δεν δηλώνονταν στα μέλη της συμπράξεως– δημιουργούν αμφιβολίες για την ορθή λειτουργία των επίμαχων συμφωνιών. Όμως, από τις αιτιολογικές σκέψεις 112 και 193 της Αποφάσεως προκύπτει ότι οι συζητήσεις των μελών της συμπράξεως σχετικά με ενδεχόμενες «αφανείς ποσότητες» αφορούσαν τους όγκους πωλήσεων των Ιαπώνων παραγωγών που δεν περιλαμβάνονταν στις «επίσημες στατιστικές», δηλαδή στα δημοσιευόμενα στοιχεία περί των εξαγωγών των εν λόγω παραγωγών. Ειδικότερα, με την αιτιολογική σκέψη 335 της Αποφάσεως η Επιτροπή σημειώνει ότι μπορεί να θεωρηθεί ότι τέτοιες «αφανείς ποσότητες» αφορούσαν την Ueno. Επομένως, ακόμα και αν υποτεθεί ότι τέτοιες «αφανείς ποσότητες» είχαν επιπτώσεις επί των αριθμητικών στοιχείων των πωλήσεων της Ueno, ή επί των σχετικών στοιχείων των άλλων Ιαπώνων παραγωγών, που περιλαμβάνονται στον πίνακα II της Αποφάσεως, οι ίδιες αυτές ποσότητες δεν είχαν καμία επίπτωση επί των αριθμητικών στοιχείων των πωλήσεων της Hoechst. Υπό τις συνθήκες αυτές, η σύμπραξη είχε, τουλάχιστον, ως αποτέλεσμα τον περιορισμό ή τον έλεγχο των πωλήσεων κάποιου ανταγωνιστή με παρουσία στην αγορά του ΕΟΧ. Συναφώς, όσον αφορά τους ισχυρισμούς της Hoechst κατά τους οποίους και η ίδια επώλησε «αφανείς ποσότητες» του σχετικού προϊόντος, αρκεί να σημειωθεί ότι δεν στηρίζονται σε κανένα αντικειμενικό στοιχείο, το οποίο, κατά τα λοιπά, δεν γνωστοποιήθηκε σε εύθετο χρόνο στην Επιτροπή.

351    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα της Hoechst όσον αφορά τα αποτελέσματα της συμπράξεως στην αγορά σορβικών αλάτων του ΕΟΧ.

 Επί της συμμετοχής υψηλόβαθμων διευθυντικών στελεχών της Hoechst στη σύμπραξη

352    Προεισαγωγικώς, πρέπει να σημειωθεί ότι η διαπίστωση της Επιτροπής κατά την οποία οι επίμαχες συμπράξεις κατ’ ουσίαν σχεδιάστηκαν, διευθύνονταν και ενθαρρύνονταν από πολύ υψηλόβαθμα διευθυντικά στελέχη των εμπλεκομένων επιχειρήσεων επαναλαμβάνεται στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της φύσεως των επίμαχων παραβάσεων.

353    Εντούτοις, δεν υπάρχουν στοιχεία που να συνηγορούν υπέρ του ότι η διαπίστωση αυτή, αν είναι εσφαλμένη όσον αφορά τη Hoechst, θα μπορούσε από μόνη της να θέσει υπό αμφισβήτηση το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι οι επίμαχες παραβάσεις, που χαρακτηρίζονταν ιδίως από τον καθορισμό τιμών-στόχων και από την κατανομή ποσοστώσεων πωλήσεων κατ’ όγκο, ήταν εκ φύσεως πολύ σοβαρές.

354    Εν πάση περιπτώσει, αρκεί να σημειωθεί ότι η διαπίστωση της Επιτροπής στηρίζεται προφανώς στους καταλόγους των υπαλλήλων των εμπλεκομένων επιχειρήσεων οι οποίοι μετείχαν στις συσκέψεις, που περιλαμβάνονται στις αιτιολογικές σκέψεις 88, 91, και 96 έως 98 της Αποφάσεως. Όσον αφορά τη Hoechst, με την αιτιολογική σκέψη 96 της Αποφάσεως η Επιτροπή διευκρινίζει ότι οι εκπρόσωποι της εταιρίας αυτής στις κοινές συσκέψεις ήταν, ειδικότερα, διευθυντές πωλήσεων ή υπεύθυνοι πωλήσεων του σχετικού προϊόντος. Επομένως, η έλλειψη αιτιολογήσεως που προβάλλει η Hoechst, συναφώς, πρέπει να απορριφθεί.

355    Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι ο κατάλογος των υπαλλήλων της Hoechst, που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 96 της Αποφάσεως, περιλαμβανόταν ήδη στο σημείο 62 της ανακοινώσεως αιτιάσεων. Εξάλλου, στο σημείο 295 της ανακοινώσεως αιτιάσεων, η Επιτροπή ανέφερε σαφώς ότι ελάμβανε υπόψη το γεγονός ότι οι συμπράξεις σχεδιάστηκαν, διευθύνονταν και ενθαρρύνονταν από πολύ υψηλόβαθμα διευθυντικά στελέχη των εμπλεκομένων επιχειρήσεων.

356    Η Hoechst δεν αμφισβήτησε τα πραγματικά αυτά στοιχεία κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.

357    Όμως, από κανένα στοιχείο δεν μπορεί να συναχθεί ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως συμπεραίνοντας ότι οι «διευθυντές πωλήσεων» ήταν «πολύ υψηλόβαθμα στελέχη» στην ιεραρχία των εμπλεκομένων επιχειρήσεων. Ειδικότερα, η Hoechst περιορίζεται να αμφισβητήσει το συμπέρασμα αυτό, εκθέτοντας ότι οι διευθυντές πωλήσεων είναι υφιστάμενοι άλλων διευθυντών, χωρίς να προσκομίζει συγκεκριμένα στοιχεία προς στήριξη του ισχυρισμού αυτού, στοιχεία τα οποία εν πάση περιπτώσει δεν υποβλήθηκαν σε εύθετο χρόνο στην Επιτροπή. Κατά τα λοιπά, το γεγονός ότι και οι διευθυντές πωλήσεων είναι υφιστάμενοι άλλων διευθυντών δεν σημαίνει οπωσδήποτε, αυτό καθαυτό, ότι δεν ήταν «πολύ υψηλόβαθμα» διευθυντικά στελέχη.

358    Όσον αφορά, τέλος, την εκ μέρους της Hoechst αναφορά στην απόφαση ABB Asea Brown Boveri κατά Επιτροπής, σκέψη 75 ανωτέρω (σκέψεις 33 έως 38), αρκεί η διαπίστωση ότι, στην υπόθεση που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή είχε εστιάσει την προσοχή της στη «διεύθυνση του ομίλου» της εμπλεκομένης επιχειρήσεως, πράγμα το οποίο διακρίνει την υπόθεση αυτή από την υπό κρίση.

359    Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα της Hoechst όσον αφορά τη συμμετοχή υψηλόβαθμων διευθυντικών στελεχών της στη σύμπραξη.

 Επί της κατανομής των εμπλεκομένων επιχειρήσεων σε κατηγορίες

360    Προεισαγωγικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η παρατηρηθείσα διαφοροποίηση όσον αφορά τη σύμπραξη στην αγορά σορβικών αλάτων συνίστατο στον σύμφωνα με το σημείο 1 A, τρίτο, τέταρτο και έκτο εδάφιο, των κατευθυντήριων γραμμών προσδιορισμό της ατομικής συμμετοχής κάθε επιχειρήσεως στην επιτυχία της συμπράξεως, από πλευράς ουσιαστικής οικονομικής δυνατότητάς της, προκειμένου αυτή να καταταγεί στην κατάλληλη κατηγορία (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 15ης Ιουνίου 2005, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 118 ανωτέρω, σκέψη 225).

361    Με την αιτιολογική σκέψη 349 της Αποφάσεως η Επιτροπή εκθέτει ειδικότερα, επ’ αυτού, ότι η επιλεγείσα μέθοδος καθιστά δυνατή την εκτίμηση της σχετικής ικανότητας κάθε επιχειρήσεως, της συμμετοχής της στη συνολική βλάβη του ανταγωνισμού εντός του ΕΟΧ και της συμμετοχής στην αποτελεσματικότητα της συμπράξεως στο σύνολό της.

362    Εν προκειμένω, η Επιτροπή εκτίμησε την ατομική συμμετοχή των εμπλεκομένων επιχειρήσεων στηριζόμενη στο μερίδιο της αγοράς καθεμιάς από αυτές το 1995 για το επίμαχο προϊόν σε παγκόσμιο επίπεδο.

363    Η Hoechst δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι η Επιτροπή κατένειμε τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις σε κατηγορίες, ούτε τη μέθοδο που ακολούθησε προς τούτο. Η Hoechst επικαλείται κυρίως άνιση μεταχείρισή της έναντι των ιαπωνικών επιχειρήσεων, όσον αφορά τα αρχικά ποσά που καθορίστηκαν σε συνάρτηση με τις σχετικές κατηγορίες.

364    Πρέπει να υπομνησθεί, συναφώς, ότι, όταν η Επιτροπή προβαίνει σε κατανομή ανά κατηγορίες, πρέπει να τηρεί την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, σύμφωνα με την οποία απαγορεύεται να αντιμετωπίζονται όμοιες καταστάσεις κατά τρόπο διαφορετικό ή διαφορετικές καταστάσεις να αντιμετωπίζονται καθ’ όμοιο τρόπο, εκτός αν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς (αποφάσεις CMA CGM κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 220 ανωτέρω, σκέψη 406, και της 29ης Απριλίου 2004, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 165 ανωτέρω, σκέψη 219).

365    Πρώτον, από την Απόφαση προκύπτει σαφώς ότι η Επιτροπή, αφού συνήγαγε ότι η επίμαχη παράβαση ήταν «πολύ σοβαρή» (αιτιολογική σκέψη 344 της Αποφάσεως), θεώρησε ότι το 1995 η Hoechst ήταν ο μεγαλύτερος παραγωγός σορβικών αλάτων στην παγκόσμια αγορά και την κατέταξε στην πρώτη κατηγορία επιχειρήσεων (αιτιολογική σκέψη 352 της Αποφάσεως). Η Hoechst δεν αμφισβητεί τη διαπίστωση ότι η ίδια ήταν ο μεγαλύτερος παραγωγός σορβικών αλάτων το έτος 1995, πράγμα το οποίο, κατά τα λοιπά, επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στον πίνακα I της Αποφάσεως. Όσον αφορά το επιχείρημα της Hoechst ότι η ίδια έπρεπε να συγκριθεί με τους τέσσερις Ιάπωνες παραγωγούς, λαμβανόμενους υπόψη από κοινού, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Απόφαση, μολονότι φαινομενικώς είναι μία και ενιαία, πρέπει να αναλυθεί ως δέσμη ατομικών αποφάσεων με τις οποίες διαπιστώνονται παραβάσεις των επιχειρήσεων στις οποίες απευθύνεται η Απόφαση και οι οποίες επιβάλλουν, σε ορισμένες περιπτώσεις, πρόστιμα, όπως εξάλλου προκύπτει από το διατακτικό της αποφάσεως και ιδίως από τα άρθρα 1 και 3 (διάταξη Hoechst κατά Επιτροπής, σκέψη 31 ανωτέρω, σκέψη 16). Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να προσάπτεται στην Επιτροπή ότι εκτίμησε χωριστά την κατάσταση των εμπλεκομένων ιαπωνικών επιχειρήσεων.

366    Δεύτερον, με την αιτιολογική σκέψη 354 της Αποφάσεως η Επιτροπή εκθέτει περαιτέρω ότι το ύψος του προστίμου που μπορεί να επιβληθεί για πολύ σοβαρές παραβάσεις είναι μεγαλύτερο από 20 εκατομμύρια ευρώ.

367    Τρίτον, με την αιτιολογική σκέψη 355 της Αποφάσεως η Επιτροπή καθορίζει το αρχικό ποσό των προστίμων σε 20 εκατομμύρια ευρώ για τις επιχειρήσεις της πρώτης κατηγορίας (Hoechst) και σε 6,66 εκατομμύρια ευρώ για τις επιχειρήσεις της δεύτερης κατηγορίας (Daicel, Chisso, Nippon Synthetic και Ueno).

368    Από αυτό προκύπτει ότι, επιφυλάσσοντας διαφορετική μεταχείριση στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, η Επιτροπή άρχισε καθορίζοντας, για τις επιχειρήσεις της πρώτης κατηγορίας (δηλαδή τη Hoechst που ήταν, κατά την Απόφαση, ο μεγαλύτερος παραγωγός σορβικών αλάτων το 1995), το ποσό των 20 εκατομμυρίων ευρώ που προέβλεπαν οι κατευθυντήριες γραμμές. Η Επιτροπή καθόρισε, στη συνέχεια, επί της βάσεως αυτής, το αντίστοιχο ποσό για τις επιχειρήσεις της δεύτερης κατηγορίας.

369    Από κανένα στοιχείο περιλαμβανόμενο στην Απόφαση δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το ποσό που καθορίστηκε για τις επιχειρήσεις της πρώτης κατηγορίας είχε προσδιοριστεί σε συνάρτηση με το ποσό που αφορούσε τις επιχειρήσεις της δεύτερης κατηγορίας. Ομοίως, από κανένα στοιχείο της Αποφάσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το ποσό των 20 εκατομμυρίων ευρώ που καθορίστηκε για τις επιχειρήσεις της πρώτης κατηγορίας προκύπτει από έναν μαθηματικό τύπο, με βάση μιαν αντιστοιχία του ποσού του προστίμου προς κάποιον όγκο κύκλου εργασιών, σε αντίθεση με όσα δίδει την εντύπωση ότι υποστηρίζει η Hoechst.

370    Υπό τις συνθήκες αυτές, ακόμα και αν υποτεθεί ότι το ποσό των 6,66 εκατομμυρίων ευρώ που καθορίστηκε για τις επιχειρήσεις της δεύτερης κατηγορίας είναι υπερβολικά χαμηλό ή ότι ορισμένες επιχειρήσεις που είχαν καταταγεί στην ως άνω δεύτερη κατηγορία έπρεπε να καταταγούν στην πρώτη κατηγορία, τούτο δεν θα μπορούσε να συνιστά παρά παρανομία διαπραχθείσα σε όφελος των επιχειρήσεων της δεύτερης κατηγορίας.

371    Όμως, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως πρέπει να συνδυάζεται με την τήρηση της αρχής της νομιμότητας, σύμφωνα με την οποία κανείς δεν μπορεί να επικαλείται υπέρ αυτού παρανομία διαπραχθείσα προς όφελος τρίτου (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, T-327/94, SCA Holding κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II-1373, σκέψη 160, και Lögstör Rör κατά Επιτροπής, σκέψη 329 ανωτέρω, σκέψη 350).

372    Τέλος, πρέπει να υπομνησθεί ότι η πρακτικής λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής, που επικαλείται η Hoechst, δεν αποτελεί καθαυτή το νομικό πλαίσιο των προστίμων στον τομέα του ανταγωνισμού, δεδομένου ότι αυτό διέπεται αποκλειστικά από τον κανονισμό 17 και τις κατευθυντήριες γραμμές (βλ. απόφαση Michelin κατά Επιτροπής, σκέψη 339 ανωτέρω, σκέψη 292, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία), και ότι, εξάλλου, οι επιχειρηματίες δεν μπορούν να έχουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη για τη διατήρηση υφισταμένης καταστάσεως όταν η Επιτροπή μπορεί να τροποποιήσει την κατάσταση αυτή στο πλαίσιο της εξουσίας εκτιμήσεως που έχει (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 1990, C-350/88, Delacre κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I‑395, σκέψη 33 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 344 ανωτέρω, σκέψη 171).

373    Υπό τις συνθήκες αυτές, και χωρίς να απαιτείται να γίνει δεκτό το αίτημα της Hoechst περί κλήσεως μαρτύρων δεδομένου ότι το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι έχει επαρκώς διαφωτισθεί από τα έγγραφα της δικογραφίας, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα της Hoechst όσον αφορά την κατανομή των εμπλεκομένων επιχειρήσεων σε κατηγορίες.

 Επί του συντελεστή προσαυξήσεως που ορίστηκε προκειμένου να ληφθεί υπόψη το μέγεθος και οι συνολικοί πόροι της Hoechst

374    Για να ληφθεί υπόψη «το μέγεθος και οι συνολικοί πόροι της επιχειρήσεως», το αρχικό ποσό του προστίμου της Hoechst προσαυξήθηκε κατά 100 % καθοριζόμενο σε 40 εκατομμύρια ευρώ (αιτιολογική σκέψη 357 της Αποφάσεως).

375    Κατά την αιτιολογική σκέψη 356 της Αποφάσεως, η προσαύξηση αυτή αποσκοπεί να της προσδώσει επαρκή αποτρεπτικό χαρακτήρα όσον αφορά τις μεγάλες επιχειρήσεις και να λάβει υπόψη το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις αυτές διαθέτουν γνώσεις και νομικοοικονομική υποδομή που τους παρέχουν τη δυνατότητα να εκτιμούν καλύτερα τον παραβατικό χαρακτήρα των ενεργειών τους και τις συνέπειες που απορρέουν από αυτές από πλευράς δικαίου του ανταγωνισμού.

376    Συναφώς, οι κατευθυντήριες γραμμές προβλέπουν ότι, εκτός από την ιδιαίτερη φύση της παραβάσεως, τον συγκεκριμένο αντίκτυπό της στην αγορά και τη γεωγραφική έκταση της αγοράς, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πραγματική οικονομική δυνατότητα του αυτουργού της παραβάσεως να προξενήσει σημαντική ζημία σε άλλους οικονομικούς παράγοντες, ιδίως στους καταναλωτές, το δε ύψος του προστίμου πρέπει να καθορίζεται έτσι ώστε αυτό να έχει επαρκώς αποτρεπτικό χαρακτήρα (σκέψη 1 A, τέταρτο εδάφιο).

377    Μπορεί επίσης να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι οι επιχειρήσεις μεγάλου μεγέθους μπορούν να αξιολογούν καλύτερα τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς τους και τις συνέπειές της έναντι της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού (σκέψη 1 A, πέμπτο εδάφιο).

378    Εν προκειμένω, μολονότι οι αιτιολογικές σκέψεις 356 και 357 της Αποφάσεως παρατίθενται υπό τον τίτλο «Επαρκής αποτρεπτικός χαρακτήρας», από την αιτιολογική σκέψη 356 της Αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη, αφενός, την ανάγκη εξασφαλίσεως του επαρκούς αποτρεπτικού χαρακτήρα του προστίμου, υπό την έννοια σημείου 1 A, τέταρτο εδάφιο, των κατευθυντήριων γραμμών, και, αφετέρου, το γεγονός ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις, όπως η Hoechst, μπορούν να αξιολογούν καλύτερα τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς τους και τις συνέπειές της από απόψεως νομοθεσίας περί ανταγωνισμού, υπό την έννοια του σημείου 1 A, πέμπτο εδάφιο, των κατευθυντήριων γραμμών, προκειμένου να επιβάλει αύξηση κατά 100 % του αρχικού ποσού του προστίμου.

379    Το πρώτο στοιχείο, δηλαδή η ανάγκη εξασφαλίσεως επαρκούς αποτρεπτικού χαρακτήρα του προστίμου, επιβάλλει την κατάλληλη προσαρμογή του ύψους του προστίμου ώστε να λαμβάνεται υπόψη η επιδιωκόμενη επίπτωση επί της επιχειρήσεως στην οποία επιβάλλεται το εν λόγω πρόστιμο, τούτο δε προκειμένου αυτό να μην καθίσταται αμελητέο ή, αντιθέτως, υπερβολικά υψηλό, ιδίως σε σχέση με την οικονομική δυνατότητα της οικείας επιχειρήσεως, σύμφωνα με όσα επιβάλλονται, αφενός, από την ανάγκη εξασφαλίσεως της αποτελεσματικότητας του προστίμου και, αφετέρου, από τον σεβασμό της αρχής της αναλογικότητας. Έτσι, το Πρωτοδικείο έχει δεχθεί, με την απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 165 ανωτέρω, ότι μία από τις εμπλεκόμενες στην ως άνω υπόθεση επιχειρήσεις, λόγω του τεράστιου συνολικού κύκλου εργασιών της σε σχέση με αυτόν των λοιπών μερών της συμπράξεως, μπορούσε να διαθέσει ευκολότερα τους αναγκαίους πόρους για την πληρωμή του προστίμου της, γεγονός που δικαιολογούσε την εφαρμογή ενός συντελεστή, με σκοπό να έχει το πρόστιμο επαρκώς αποτρεπτικό αποτέλεσμα (σκέψη 241). Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να εκτιμώνται οι οικονομικοί πόροι της επιχειρήσεως, με σκοπό την ορθή επίτευξη του σχετικού με τον αποτρεπτικό χαρακτήρα σκοπού, τούτο δε τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, την ημερομηνία που επιβάλλεται το πρόστιμο. Συναφώς, για τους ίδιους λόγους, πρέπει να σημειωθεί ότι, στο πλαίσιο του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, το μέγιστο όριο του ανερχόμενου στο 10 % του κύκλου εργασιών της οικείας επιχειρήσεως προστίμου καθορίζεται σε συνάρτηση με τον κύκλο εργασιών της κατά τη διάρκεια της χρήσεως που προηγείται της αποφάσεως της Επιτροπής (απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, C-291/98 P, Sarrió κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I-9991, σκέψη 85).

380    Πρέπει να σημειωθεί, συναφώς, ότι, με την απόφαση, η Επιτροπή δεν διευκρινίζει ποια στοιχεία χρησιμοποίησε για να στηρίξει το συμπέρασμά της όσον αφορά την ανάγκη εξασφαλίσεως του επαρκώς αποτρεπτικού χαρακτήρα του προστίμου της Hoechst.

381    Πάντως, με την Απόφαση η Επιτροπή παραθέτει τους συνολικούς κύκλους εργασιών των εμπλεκομένων επιχειρήσεων για το έτος 2002 (αιτιολογικές σκέψεις 37, 42, 46, 50 και 55), έτος που αντιστοιχεί στην τελευταία χρήση πριν από την έκδοση της Αποφάσεως. Η Επιτροπή αναφέρεται εξάλλου στο έτος 2002 με τα υπομνήματά της ενώπιον του Πρωτοδικείου. Οι συνολικοί κύκλοι εργασιών ανέρχονταν, για το έτος αυτό, σε 9,2 δισεκατομμύρια ευρώ για τη Hoechst, σε 2,243 δισεκατομμύρια ευρώ για την Daicel, σε 973,4 εκατομμύρια ευρώ για την Chisso, σε 321,5 εκατομμύρια ευρώ για τη Nippon Synthetic και σε 199,5 εκατομμύρια ευρώ για την Ueno. Επομένως, το 2002 πράγματι η Hoechst ήταν σαφώς η μεγαλύτερη των επιχειρήσεων στις οποίες απευθυνόταν η Απόφαση. Ειδικότερα, ο συνολικός κύκλος εργασιών της ήταν τουλάχιστον τέσσερις φορές μεγαλύτερος από αυτόν της δεύτερης από πλευράς μεγέθους εμπλεκομένης επιχειρήσεως, ήτοι της Daicel. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή ορθώς επιδίωξε να προσδώσει αποτρεπτικό χαρακτήρα στο πρόστιμο της Hoechst.

382    Όσον αφορά το δεύτερο στοιχείο που έλαβε υπόψη η Επιτροπή για να εκτιμήσει την προσαύξηση του αρχικού ποσού του προστίμου, δηλαδή τη νομικοοικονομική υποδομή που έχουν οι επιχειρήσεις ώστε να μπορούν να εκτιμούν καλύτερα τον παράνομο χαρακτήρα των ενεργειών τους, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, σε αντίθεση με τα ανωτέρω εκτεθέντα, στο πλαίσιο του στοιχείου αυτού αποσκοπείται η αυστηρότερη τιμωρία των επιχειρήσεων εκείνων οι οποίες τεκμαίρεται ότι διαθέτουν επαρκείς γνώσεις και διαρθρωτικούς πόρους προκειμένου να έχουν επίγνωση του παράνομου χαρακτήρα των ενεργειών τους και προκειμένου να εκτιμούν το ενδεχόμενο κέρδος τους. Όμως, πρέπει να θεωρηθεί ότι, στην περίπτωση αυτή, ο κύκλος εργασιών βάσει του οποίου η Επιτροπή προσδιορίζει το μέγεθος των επιχειρήσεων και, επομένως, την ικανότητά τους να προσδιορίζουν τον χαρακτήρα και τις συνέπειες των ενεργειών τους πρέπει να είναι εκείνος της χρονικής περιόδου κατά την οποία διαπράχθηκε η παράβαση.

383    Εν προκειμένω, με την απόφαση η Επιτροπή δεν προσδιορίζει ειδικότερα ποια στοιχεία χρησιμοποίησε προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Hoechst μπορούσε να εκτιμά καλύτερα τον παράνομο χαρακτήρα των ενεργειών της και τις συνέπειές τους από πλευράς δικαίου του ανταγωνισμού.

384    Εντούτοις, δεν αμφισβητείται ότι ο παγκόσμιος κύκλος της Hoechst ήταν 28,181 δισεκατομμύρια ευρώ το 1995, δηλαδή το τελευταίο πλήρες έτος πριν από τη λήξη της παραβάσεως (αιτιολογική σκέψη 46 της Αποφάσεως). Όμως, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι, στο πλαίσιο αυτό, η Hoechst δεν διέθετε τη νομικοοικονομική υποδομή οικονομικών που έχουν οι επιχειρήσεις μεγάλου μεγέθους, πράγμα το οποίο εξάλλου δεν υποστηρίζει η Hoechst. Το γεγονός ότι, το 1995, οι λοιπές εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ήταν επίσης επιχειρήσεις μεγάλου μεγέθους δεν μπορεί να κλονίσει την εκτίμηση της Επιτροπής επ’ αυτού.

385    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε σφάλμα αποφασίζοντας να εφαρμόσει έναν συντελεστή προσαυξήσεως εν προκειμένω.

386    Τα λοιπά επιχειρήματα που προβάλλει η Hoechst δεν μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση το συμπέρασμα αυτό. Ειδικότερα, το γεγονός ότι σημειώθηκε έντονη μείωση του μεγέθους της Hoechst, που περιόρισε τον κύκλο εργασιών της στα 9 δισεκατομμύρια ευρώ το 2002, ή το ότι η Hoechst μεταβίβασε σε τρίτον το σκέλος δραστηριοτήτων της στον τομέα των σορβικών αλάτων πριν από την έκδοση της Αποφάσεως δεν μπορούν να επηρεάσουν τη νομιμότητα της εφαρμογής του συντελεστή προσαυξήσεως εν προκειμένω. Πράγματι, αφενός, η μείωση του μεγέθους της Hoechst δεν θέτει υπό αμφισβήτηση το γεγονός ότι ο παγκόσμιος κύκλος εργασιών της ήταν 28,181 δισεκατομμύρια ευρώ το 1995, ήτοι το τελευταίο πλήρες έτος της παραβάσεως. Αφετέρου, η μεταβίβαση σε τρίτον του σκέλους δραστηριοτήτων στον τομέα των σορβικών αλάτων δεν θέτει υπό αμφισβήτηση το γεγονός ότι, το 2002, έτος που αντιστοιχεί στην τελευταία χρήση πριν από την έκδοση της Αποφάσεως, η Hoechst ήταν η μεγαλύτερη από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις.

387    Ο δε ισχυρισμός της Hoechst ότι δεν έπρεπε να ισχύσει εν προκειμένω συντελεστής 100 % δεν στηρίζεται σε κανένα συγκεκριμένο στοιχείο. Εν πάση περιπτώσει, πρώτον, δεν υπάρχουν αποδείξεις βάσει των οποίων να μπορεί να θεωρηθεί ότι η προσαύξηση στην οποία προέβη η Επιτροπή υπερβαίνει τα όρια που προβλέπονται από το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και τις κατευθυντήριες γραμμές. Δεύτερον, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο συνολικός κύκλος εργασιών της Hoechst το 2002 ήταν τουλάχιστον τέσσερις φορές μεγαλύτερος από εκείνον της δεύτερης ως προς το μέγεθος εμπλεκομένης επιχειρήσεως, ήτοι της Daicel. Ο συντελεστής που όρισε η Επιτροπή αντιστοιχεί, συναφώς, στη διαφορά του συνολικού κύκλου εργασιών, το 2002, μεταξύ της Hoechst και των άλλων εμπλεκομένων επιχειρήσεων. Επιπλέον, όσον αφορά το γεγονός ότι η Hoechst διέθετε, το 1995, γνώσεις και νομικοοικονομική υποδομή που της παρείχαν τη δυνατότητα να εκτιμά καλύτερα τον παράνομο χαρακτήρα των ενεργειών της και τις συνέπειές τους και ακόμα και αν υποτεθεί ότι οι λοιπές εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ήταν επίσης, το 1995, επιχειρήσεις μεγάλου μεγέθους, συναφώς δεν πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ δύο επιχειρήσεων των οποίων οι κύκλοι εργασιών δικαιολογούν εν πάση περιπτώσει τον χαρακτηρισμό τους ως μεγάλων επιχειρήσεων που διέθεταν τέτοια υποδομή. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι ο συντελεστής 100 % που εφάρμοσε η Επιτροπή δεν μπορεί να θεωρηθεί, εν προκειμένω, ως αντίθετος προς την αρχή της αναλογικότητας.

388    Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα της Hoechst με τα οποία η επιχείρηση αυτή αμφισβητεί την εφαρμογή ενός συντελεστή προσαυξήσεως κατά 100 % με σκοπό να ληφθούν υπόψη το μέγεθος και οι συνολικοί πόροι της επιχειρήσεως.

389    Επομένως, το πρώτο σκέλος του πέμπτου λόγου πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της διάρκειας της παραβάσεως

390    Σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, η διάρκεια της παραβάσεως αποτελεί ένα από τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προς προσδιορισμό του ύψους του επιβλητέου προστίμου στις επιχειρήσεις που διαπράττουν παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού.

391    Όσον αφορά τον συντελεστή που συνδέεται με τη διάρκεια της παραβάσεως, οι κατευθυντήριες γραμμές διακρίνουν μεταξύ παραβάσεων μικρής διάρκειας (γενικά μικρότερης του έτους), για τις οποίες το αρχικό ποσό που προβλέπεται στο πλαίσιο της σοβαρότητας της παραβάσεως δεν μπορεί να προσαυξάνεται, παραβάσεων μέσης διάρκειας (γενικά από ένα έως πέντε έτη), για τις οποίες το ποσό αυτό μπορεί να προσαυξάνεται κατά 50 %, και παραβάσεων μεγάλης διάρκειας (γενικά άνω των πέντε ετών), για τις οποίες το ποσό αυτό μπορεί να προσαυξάνεται για κάθε έτος κατά 10 % (σκέψη 1 B, πρώτο εδάφιο, πρώτη έως τρίτη περίπτωση).

392    Εν προκειμένω, στο πλαίσιο της Αποφάσεως, η Επιτροπή σημειώνει με την αιτιολογική σκέψη 359 ότι η Chisso, η Daicel, η Hoechst και η Ueno παρέβησαν το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ και το άρθρο 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΕΟΧ από τις 31 Δεκεμβρίου 1978 μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 1996. Η Hoechst δεν αμφισβητεί το στοιχείο αυτό, ούτε το γεγονός ότι η Επιτροπή χαρακτήρισε την επίμαχη παράβαση ως «μεγάλης διάρκειας».

393    Από αυτό προκύπτει ότι, όπως ορθά τονίζει η Επιτροπή με την Απόφαση, η επίμαχη παράβαση διήρκεσε 17 έτη και 10 μήνες.

394    Επομένως, η αύξηση κατά 175 % έναντι της Hoechst δεν είναι καθαυτή αντίθετη προς τις κατευθυντήριες γραμμές (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Cheil Jedang Corporation κατά Επιτροπής, σκέψη 318 ανωτέρω, σκέψη 137).

395    Όσον αφορά το επιχείρημα της Hoechst ότι οι κατευθυντήριες γραμμές δεν προβλέπουν παρά μόνο μια «σημαντική προσαύξηση» και όχι τον καθορισμό ενός εντελώς νέου ποσού, από κανένα στοιχείο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η αύξηση στην οποία προέβη η Επιτροπή υπερβαίνει τα όρια που προβλέπουν το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και οι κατευθυντήριες γραμμές. Από τη χρησιμοποίηση της εκφράσεως «σημαντική προσαύξηση» δεν μπορεί να συναχθεί ότι, όπως υποστηρίζει η Hoechst, οι αυξήσεις που υπερβαίνουν το 100 % είναι αντίθετες προς τη μέθοδο υπολογισμού που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές. Πρέπει να υπογραμμιστεί συναφώς ότι σκοπός των εξουσιών τις οποίες απονέμει στην Επιτροπή ο κανονισμός 17 είναι να της παρασχεθεί η δυνατότητα να επιτελεί την αποστολή που της αναθέτει το άρθρο 81 ΕΚ να μεριμνά για την τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού στην κοινή αγορά. Στο πλαίσιο αυτό, το γενικό συμφέρον υπαγορεύει να αποτρέπονται οι θίγουσες τον ανταγωνισμό πρακτικές και συμφωνίες, καθώς και να ανακαλύπτονται και να τιμωρούνται (απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 145 ανωτέρω, σκέψη 54).

396    Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι, έστω και αν το σημείο 1 B, τρίτη περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών δεν προβλέπει αυτόματη προσαύξηση κατά 10 % για κάθε έτος για τις παραβάσεις μεγάλης διάρκειας, αφήνει, συναφώς, περιθώριο εκτιμήσεως στην Επιτροπή (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Cheil Jedang Corporation κατά Επιτροπής, σκέψη 318 ανωτέρω, σκέψη 134). Όμως, τα επιχειρήματα που προβάλλει η Hoechst προς στήριξη του λόγου της δεν τείνουν να αποδείξουν ότι η Επιτροπή υπέπεσε συναφώς σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως. Ακόμη, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, καθόσον οι κατευθυντήριες γραμμές προβλέπουν ότι οι παραβάσεις που διαρκούν άνω των πέντε ετών πρέπει να θεωρούνται ως παραβάσεις μεγάλης διάρκειας και οι παραβάσεις αυτές δικαιολογούν την εφαρμογή ετήσιας προσαυξήσεως η οποία μπορεί να ισούται με το 10 % του ποσού που καθορίζεται για τη σοβαρότητα της παραβάσεως, δεν μπορεί να υφίσταται προσβολή της αρχής της αναλογικότητας κατά τον καθορισμό της διάρκειας της παραβάσεως στην οποία μετέσχε η Hoechst (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Δεκεμβρίου 2003, T-65/99, Γραμμές Στρίντζη Ναυτιλιακή ΑΕ κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II-5433, σκέψη 194).

397    Όσον αφορά το γεγονός που προβάλλει η Hoechst ότι οι συμπράξεις επί των τιμών και επί των όγκων πωλήσεων είναι κλασικές παραβάσεις μεγάλης διάρκειας και ότι, επομένως, με την προσαύξηση λόγω της διάρκειας της παραβάσεως λαμβάνεται υπόψη μια δεύτερη φορά η σοβαρότητα της παραβάσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, ακόμα και αν υποτεθεί ότι ορισμένα είδη συμπράξεων προορίζονται εκ φύσεως να διαρκέσουν πολύ, πρέπει να γίνεται πάντοτε μια διάκριση, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, μεταξύ της διάρκειας της ουσιαστικής λειτουργίας τους και της σοβαρότητάς τους όπως αυτή προκύπτει από τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους (απόφαση της 15ης Ιουνίου 2005, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 118 ανωτέρω, σκέψη 275). Επομένως, με την προσαύξηση λόγω της διάρκειας της παραβάσεως δεν λαμβάνεται υπόψη μια δεύτερη φορά η σοβαρότητα της παραβάσεως.

398    Σχετικά με το προβαλλόμενο επιχείρημα ότι τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο απώτερο παρελθόν κάποτε καλύπτονται από την παραγραφή και, επομένως, το επίπεδο της προσαυξήσεως θα έπρεπε να μειώνεται γεωμετρικά με την πάροδο του χρόνου, αρκεί να υπομνησθεί ότι η προσαύξηση της Επιτροπής δεν υπερβαίνει τα όρια που θέτουν το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και οι κατευθυντήριες γραμμές και ότι η αξίωση της Επιτροπής δεν είχε παραγραφεί εν προκειμένω λαμβανομένου υπόψη του κανονισμού 2988/74 (βλ. σκέψη 225 ανωτέρω).

399    Όσον αφορά, τέλος, την προγενέστερη πρακτική της Επιτροπής και ιδίως το ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, είχε αυξήσει το αρχικό ποσό του προστίμου μόνον από το δεύτερο έτος, πρέπει να υπομνησθεί ότι η πρακτική αυτή δεν αποτελεί καθαυτή το νομικό πλαίσιο των προστίμων στον τομέα του ανταγωνισμού, δεδομένου ότι αυτό διέπεται αποκλειστικά από τον κανονισμό 17 και τις κατευθυντήριες γραμμές (βλ. απόφαση Michelin κατά Επιτροπής, σκέψη 339 ανωτέρω, σκέψη 292 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία), και ότι, εξάλλου, οι επιχειρηματίες δεν μπορούν δικαιολογημένα να τρέφουν προσδοκίες για τη διατήρηση μιας υφισταμένης καταστάσεως, την οποία μπορεί να μεταβάλει η Επιτροπή στο πλαίσιο της εξουσίας εκτιμήσεως που έχει (βλ. αποφάσεις Delacre κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 372 ανωτέρω, σκέψη 33 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 344 ανωτέρω, σκέψη 171). Επιπλέον, για τις παραβάσεις μικρής διάρκειας (γενικά μικρότερης του έτους), οι κατευθυντήριες γραμμές προβλέπουν μόνον ότι δεν θα επιβάλλεται καμία προσαύξηση. Αντιθέτως, για τις παραβάσεις μεγάλης διάρκειας, οι κατευθυντήριες γραμμές παρέχουν τη δυνατότητα επιβολής προσαυξήσεως κατά 10 %, «για κάθε έτος». Λαμβάνοντας υπόψη τη διατύπωση των κατευθυντήριων γραμμών επ’ αυτού, δεν υπάρχει κανένας λόγος για να θεωρηθεί ότι το πρώτο έτος της παραβάσεως θα πρέπει να αποκλείεται συστηματικά από τον υπολογισμό στον οποίο προβαίνει η Επιτροπή (βλ., επ’ αυτού, όσον αφορά παραβάσεις μέσης διάρκειας, απόφαση Cheil Jedang Corporation κατά Επιτροπής, σκέψη 318 ανωτέρω, σκέψη 133).

400    Για το σύνολο των λόγων αυτών, το δεύτερο σκέλος του πέμπτου λόγου πρέπει να απορριφθεί και, επομένως, ο πέμπτος λόγος είναι απορριπτέος στο σύνολό του.

 Επί του δευτέρου και του έκτου λόγου, σχετικά με την αιτίαση που στηρίζεται στον ηγετικό ρόλο ο οποίος ελήφθη υπόψη ως επιβαρυντική περίσταση στην Απόφαση

401    Με τον δεύτερο λόγο η Hoechst επικαλείται προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως όσον αφορά την αιτίαση που στηρίζεται στον ηγετικό της ρόλο, που ελήφθη υπόψη ως επιβαρυντική περίσταση στην Απόφαση. Με τον έκτο λόγο η Hoechst θεωρεί ότι η προσαύξηση που στηρίζεται στον ηγετικό ρόλο είναι αδικαιολόγητη.

402    Πρέπει να εξεταστεί, καταρχάς, ο δεύτερος λόγος.

1.     Περίληψη της Αποφάσεως

403    Με τις αιτιολογικές σκέψεις 363 έως 367 της Αποφάσεως, εξεταζόμενες με γνώμονα τις αιτιολογικές σκέψεις 92 έως 95, η Επιτροπή εκθέτει ότι, στην περίπτωση της Hoechst, η παράβαση καθίσταται ακόμα πιο σοβαρή λόγω του ηγετικού ρόλου που είχε η επιχείρηση αυτή στη σύμπραξη.

404    Ειδικότερα, με την Απόφαση, η Επιτροπή σημειώνει ότι η Hoechst είχε σημαντικό ρόλο στη σύμπραξη, μαζί με την Daicel, και αποτελούσε ένα από τα πιο δραστήρια μέλη της, λαμβανομένης υπόψη ιδίως της θέσεώς της στην αγορά. Με τον τρόπο αυτό η Hoechst κατόρθωσε να επωφεληθεί σε μεγάλο βαθμό από τη σύμπραξη και να επιβάλει τις προτάσεις της στους Ιάπωνες παραγωγούς, για παράδειγμα το 1992, οπότε είχε προτείνει να προβλεφθεί διαφορά τιμής μεταξύ σορβικού οξέως και σορβικού καλίου, πρόταση την οποία δέχθηκαν οι Ιάπωνες παραγωγοί το 1994.

405    Επιπλέον, με την Απόφαση η Επιτροπή εκθέτει ότι η Hoechst ήταν επιφορτισμένη, μαζί με την Daicel, με τον σχεδιασμό και τη διεύθυνση των κοινών συσκέψεων. Ενεργούσε ως «οικοδεσπότης» για τις συσκέψεις στην Ευρώπη, τις οποίες διοργάνωνε και χρηματοδοτούσε. Η Hoechst διοργάνωσε επίσης ορισμένες συσκέψεις εκτός της Κοινότητας. Είχε τακτικές επαφές με την Daicel προκειμένου να ανταλλάσσουν πληροφορίες. Ακόμη, η Hoechst είχε λάβει πολλές φορές πρωτοβουλίες προς εξασφάλιση ενός αποτελεσματικού ελέγχου της τηρήσεως των ποσοστώσεων όγκων πωλήσεων (για παράδειγμα προτείνοντας τη δημιουργία στην Ελβετία ενός ουδέτερου οργάνου επιφορτισμένου να συλλέγει αριθμητικά στοιχεία πωλήσεων των Ιαπώνων παραγωγών ή προσθέτοντας μονομερώς 600 τόνους στη δική της ποσόστωση το 1995 λόγω της υπάρξεως «αφανών ποσοτήτων»). Εξάλλου, ως μέλος της Chemical Industrial Products Export Co-operative (CIPEC), η Hoechst είχε πρόσβαση στα στατιστικά στοιχεία των ιαπωνικών εξαγωγών.

406    Κατά την Απόφαση, η Hoechst είχε επίσης κατορθώσει να εξασφαλίσει τον έλεγχο του ευρωπαϊκού σκέλους της συμπράξεως, ιδίως διατηρώντας τακτικές και αποκλειστικές επαφές με τη μοναδική ευρωπαϊκή ανταγωνιστική επιχείρηση στον τομέα αυτό.

407    Τέλος, με την Απόφαση, η Επιτροπή εκθέτει περαιτέρω ότι, τον Νοέμβριο του 1996, όταν πραγματοποιήθηκε η τελευταία κοινή σύσκεψη, η Hoechst επιχείρησε να πείσει μαζί με την Daicel και τα λοιπά μέλη να συνεχίσουν τις συσκέψεις και τις σχετικές συμφωνίες.

408    Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών και προκειμένου να ληφθεί υπόψη ο ηγετικός ρόλος της Hoechst, η Επιτροπή αύξησε το βασικό ποσό του προστίμου κατά 30 % λόγω επιβαρυντικών περιστάσεων.

2.     Επιχειρήματα των διαδίκων

 Τα επιχειρήματα της Hoechst

409    Η Hoechst σημειώνει ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη τον προβαλλόμενο ηγετικό ρόλο που η ίδια είχε μαζί με άλλη επιχείρηση για να καθορίσει το ποσό του προστίμου της.

410    Η Hoechst προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν της έδωσε τη δυνατότητα να εκφράσει την άποψή της επί της νομικής εκτιμήσεως του προβαλλόμενου ηγετικού της ρόλου στην οποία θα προέβαινε το κοινοτικό αυτό όργανο. Ειδικότερα, η Hoechst υπογραμμίζει ότι η Επιτροπή δεν της απηύθυνε ανακοίνωση αιτιάσεων επ’ αυτού.

411    Πριν από την έκδοση αποφάσεως επιβάλλουσας πρόστιμο, η Επιτροπή οφείλει να παρέχει στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να αμυνθούν επαρκώς έναντι των αιτιάσεων σε βάρος τους. Τούτο σημαίνει ότι οι πραγματικές και νομικές αιτιάσεις που η Επιτροπή έχει την πρόθεση να τους απευθύνει πρέπει να κοινοποιούνται στους μέλλοντες αποδέκτες της αποφάσεως μέσω ανακοινώσεως αιτιάσεων (η Hoechst παραπέμπει, επ’ αυτού, στην απόφαση Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 70 ανωτέρω, σκέψεις 193 και 194).

412    Εν προκειμένω, από κανένα στοιχείο της ανακοινώσεως αιτιάσεων που απευθύνθηκε στη Hoechst δεν μπορεί να συναχθεί ότι η Επιτροπή επρόκειτο να δεχθεί την επιβαρυντική περίσταση του ηγετικού ρόλου. Ακόμη, μετά την αποστολή της ανακοινώσεως αιτιάσεων, η Επιτροπή δεν είχε ανακοινώσει ότι είχε την πρόθεση να διευρύνει τις αιτιάσεις της σε βάρος της Hoechst, αποδίδοντάς της ηγετικό ρόλο. Η Hoechst είχε υπογραμμίσει εξάλλου ότι, ελλείψει σχετικών αιτιάσεων, δεν έβλεπε την ανάγκη να ασχοληθεί με το ζήτημα αυτό του ηγετικού της ρόλου (η Hoechst παραπέμπει στην απάντηση στην ανακοίνωση αιτιάσεων). Η Hoechst είχε διατυπώσει τις ίδιες παρατηρήσεις κατά την ακρόαση της 24ης Απριλίου 2003.

413    Η συγκαλυμμένη αυτή ενέργεια της Επιτροπής είναι ακόμη περισσότερο ακατανόητη καθόσον τα σχετικά επιχειρήματα που παραθέτει η Απόφαση θα μπορούσαν να προβληθούν κατά τον χρόνο της αποστολής της ανακοινώσεως αιτιάσεων, διότι δεν στηρίζονται σε στοιχεία τα οποία πληροφορήθηκε αργότερα η Επιτροπή. Συνεπώς, η Επιτροπή προσέβαλε όχι μόνον τα δικαιώματα άμυνας της Hoechst, αλλά και το δικαίωμα για μια δίκαιη δίκη. Η αρχή της ισότητας των όπλων επιβάλλει τα ουσιώδη στοιχεία της μεταγενέστερης αποφάσεως να γνωστοποιούνται ταυτόχρονα με την ανακοίνωση αιτιάσεων όχι μόνον όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία πρόκειται να επικαλεστεί αργότερα η Επιτροπή, αλλά επίσης όσον αφορά τη νομική εκτίμησή τους.

414    Είναι πρόδηλον ότι αν η Hoechst είχε γνώση μιας τέτοιας αιτιάσεως έναντι της ιδίας, δεν θα ανέμενε τη δικαστική διαδικασία, αλλά θα αμυνόταν ήδη από το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας. Εξάλλου, είναι παράλογο να υποβάλλουν οι ενδιαφερόμενοι παρατηρήσεις για την περίπτωσή τους, προληπτικά, όσον αφορά το γεγονός ότι δεν πληρούνται οι πραγματικές προϋποθέσεις που απαιτεί η σχετική νομοθεσία.

415    Η Hoechst συνάγει εξ αυτού ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτός ο ηγετικός ρόλος που της αποδίδει η Επιτροπή με την Απόφαση. Η προσαύξηση του προστίμου, που στηρίζεται στον σχετικό χαρακτηρισμό είναι, επομένως, παράνομη. Το ίδιο ισχύει για τα επιχειρήματα που προβάλλονται με τις αιτιολογικές σκέψεις της Αποφάσεως κατά τα οποία, λόγω του ηγετικού ρόλου της, αποκλειόταν νομικά η εφαρμογή του τίτλου B της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996.

 Τα επιχειρήματα της Επιτροπής

416    Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι σεβάστηκε τα δικαιώματα άμυνας των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, καθόσον, με την Απόφαση, η ίδια δεν θεωρεί τους ενδιαφερομένους υπεύθυνους για παραβάσεις διαφορετικές από εκείνες που εκτίθενται στην ανακοίνωση αιτιάσεων και δέχεται μόνον τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων οι ενδιαφερόμενοι αυτοί είχαν την ευκαιρία να εκφρασθούν. Η παράθεση των αιτιάσεων είναι σύμφωνη με την επιταγή αυτή, καθόσον περιλαμβάνει, έστω και συνοπτικά, αλλά με σαφήνεια, τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά επί των οποίων στηρίζεται η Επιτροπή (η Επιτροπή παραπέμπει στην απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 1970, 41/69, ACF Chemiefarma κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 397, σκέψεις 26 και 94, και στην απόφαση Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 70 ανωτέρω, σκέψεις 138, 191 επ.).

417    Κατά την Επιτροπή, εν προκειμένω, η ανακοίνωση αιτιάσεων περιελάμβανε ήδη μια περιγραφή των νομικών και πραγματικών περιστατικών που λαμβάνει υπόψη η Απόφαση για τον υπολογισμό του προστίμου. Έτσι, στο σημείο 296 της ανακοινώσεως αιτιάσεων, η Επιτροπή εξέθεσε ότι έλαβε υπόψη ιδίως «τον ρόλο κάθε μετέχουσας στη σύμπραξη επιχειρήσεως, ειδικότερα τον ηγετικό ρόλο ορισμένων επιχειρήσεων». Στο σημείο 60 της ανακοινώσεως αιτιάσεων προσάπτεται ρητά στη Hoechst ότι είχε «ηγετικό ρόλο» από κοινού με την Daicel κατά τις κοινές συσκέψεις (η Επιτροπή παραπέμπει επίσης στο σημείο 64 της ανακοινώσεως αιτιάσεων). Στο σημείο 282 της ανακοινώσεως αιτιάσεων η Hoechst παρουσιάζεται ως ένα από τα «κυριότερα μέλη» της συμπράξεως.

418    Επιπλέον, η Hoechst είχε ενημερωθεί για όλα τα πραγματικά περιστατικά που δικαιολογούσαν τον ηγετικό ρόλο της στη σύμπραξη εκ των προτέρων, μέσω της ανακοινώσεως αιτιάσεων (ιδίως με τα σημεία 60, 77, 79, 94, 166, 178, 179, 210 επ. και 282 της ανακοινώσεως αιτιάσεων). Η Επιτροπή επικαλείται επίσης τις αιτιολογικές σκέψεις 347 έως 367 της Αποφάσεως, με παραπομπή στις αιτιολογικές σκέψεις 92 έως 95 αυτής.

419    Η Επιτροπή συνάγει εξ αυτού ότι η Hoechst είχε τη δυνατότητα να λάβει θέση επί της αιτιάσεως που στηρίζεται στον ηγετικό ρόλο της πριν από την έκδοση της Αποφάσεως, πράγμα το οποίο έπραξε εξάλλου τόσο με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων όσο και κατά την ακρόαση. Το ότι η Hoechst δεν δέχθηκε την αιτίαση αυτή και επιδίωξε να την αντικρούσει με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων ουδόλως επηρεάζει το γεγονός ότι η εν λόγω αιτίαση της είχε όντως απευθυνθεί.

3.     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

420    Πρέπει να υπομνησθεί ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας σε κάθε διαδικασία δυνάμενη να καταλήξει στην επιβολή κυρώσεων, ιδίως προστίμων ή χρηματικών ποινών, αποτελεί θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου, η οποία πρέπει να τηρείται ακόμη και αν πρόκειται για διαδικασία διοικητικού χαρακτήρα (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 13ης Φεβρουαρίου 1979, 85/76, Hoffmann-Laroche κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 215, σκέψη 9, και της 2ας Οκτωβρίου 2003, C-176/99 P, Arbed κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I-10687, σκέψη 19· απόφαση Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied και Technische Unie κατά Επιτροπής, σκέψη 216 ανωτέρω, σκέψη 32).

421    Η ανωτέρω αρχή επιβάλλει ιδίως την υποχρέωση να περιλαμβάνει η ανακοίνωση αιτιάσεων που απευθύνει η Επιτροπή σε επιχείρηση, στην οποία προτίθεται να επιβάλει κύρωση λόγω παραβάσεως των κανόνων περί ανταγωνισμού, τα ουσιώδη στοιχεία σε βάρος της εν λόγω επιχειρήσεως, όπως τα προσαπτόμενα πραγματικά περιστατικά, ο χαρακτηρισμός που τους αποδίδεται και τα αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η Επιτροπή, ώστε η επιχείρηση αυτή να είναι σε θέση να προβάλει λυσιτελώς τα επιχειρήματά της στο πλαίσιο της κινηθείσας κατ’ αυτής διοικητικής διαδικασίας (βλ. απόφαση Arbed κατά Επιτροπής, σκέψη 420 ανωτέρω, σκέψη 20 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

422    Όσον αφορά ειδικότερα τον υπολογισμό των προστίμων, η Επιτροπή εκπληρώνει την υποχρέωση σεβασμού του δικαιώματος ακροάσεως των επιχειρήσεων όταν αναφέρει ρητώς, με την ανακοίνωση αιτιάσεων, ότι θα εξετάσει κατά πόσον πρέπει να επιβληθούν πρόστιμα στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις και εκθέτει τα κύρια πραγματικά και νομικά στοιχεία που μπορούν να οδηγήσουν στην επιβολή προστίμου, όπως η βαρύτητα και η διάρκεια της υποτιθεμένης παραβάσεως και το γεγονός ότι διαπράχθηκε «εκ προθέσεως ή εξ αμελείας». Ενεργώντας με τον τρόπο αυτό, τους παρέχει τα αναγκαία στοιχεία για την άμυνά τους όχι μόνον κατά της διαπιστώσεως της παραβάσεως, αλλά και κατά της επιβολής προστίμου (απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 344 ανωτέρω, σκέψη 428· βλ. αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 20ής Μαρτίου 2002, T-23/99, LR AF 1998 κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-1705, σκέψη 199 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 15ης Ιουνίου 2005, Tokai Carbon κατά Επιτροπής, σκέψη 118 ανωτέρω, σκέψη 139· βλ. επίσης, επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 1983, 100/80 έως 103/80, Musique diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 1825, σκέψη 21).

423    Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι ο ρόλος του «επικεφαλής» που έχουν μία ή περισσότερες επιχειρήσεις στο πλαίσιο μιας συμπράξεως πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου, καθόσον, λόγω αυτού, οι επιχειρήσεις που είχαν τέτοιο ρόλο πρέπει να έχουν ιδιαίτερη ευθύνη σε σχέση με τις λοιπές επιχειρήσεις (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 29ης Απριλίου 2004, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 165 ανωτέρω, σκέψη 301, και BASF κατά Επιτροπής, σκέψη 120 ανωτέρω, σκέψη 281· βλ. επίσης, επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, T-347/94, Mayr-Melnhof κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II-1751, σκέψη 291). Σύμφωνα με τις αρχές αυτές, το σημείο 2 των κατευθυντήριων γραμμών, με τον τίτλο «Επιβαρυντικές περιστάσεις», παραθέτει έναν μη εξαντλητικό κατάλογο των περιστάσεων που μπορούν να δικαιολογήσουν προσαύξηση του βασικού ποσού του προστίμου και περιλαμβάνει, ιδίως, το ενδεχόμενο η επιχείρηση να «έχει πρωτοστατήσει στην παράβαση» (τρίτη περίπτωση). Στο πλαίσιο αυτό, η οικεία επιχείρηση, για να θεωρηθεί ότι έχει ηγετικό ρόλο, πρέπει να έχει αναλάβει σημαντικές πρωτοβουλίες στο πλαίσιο της λειτουργίας της συμπράξεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση BASF κατά Επιτροπής, σκέψη 120 ανωτέρω, σκέψη 374).

424    Εν προκειμένω, πρώτον, πρέπει να σημειωθεί ότι, ακόμα και αν όλα τα πραγματικά στοιχεία που δέχθηκε η Επιτροπή με την Απόφαση για να στηρίξει την αιτίαση σχετικά με τον ηγετικό ρόλο υπήρχαν στην ανακοίνωση αιτιάσεων, τα στοιχεία αυτά επαναλαμβάνονταν σε διάφορα σημεία της εν λόγω ανακοινώσεως αιτιάσεων, χωρίς να υφίσταται κάποιος δεσμός μεταξύ τους και χωρίς η Επιτροπή να έχει προβεί σε οποιονδήποτε χαρακτηρισμό τους. Μόνο στο στάδιο της Αποφάσεως τα στοιχεία αυτά αποτέλεσαν ένα σύνολο και ανέκυψε σαφώς η αιτίαση του ηγετικού ρόλου σε βάρος της Hoechst.

425    Ειδικότερα, μόνο το σημείο 60 της ανακοινώσεως αιτιάσεων, μεταξύ των σημείων τα οποία επικαλείται η Επιτροπή προς στήριξη της άμυνάς της, χρησιμοποιεί τον όρο «πρωτοστάτης» ή «ηγετικός ρόλος» («leader» στο αγγλικό κείμενο και «führende Rolle» στο γερμανικό κείμενο της εν λόγω ανακοινώσεως) έναντι της Hoechst. Εντούτοις, η σχετική φράση, στο σύνολό της, έχει ως εξής: «η Hoechst είχε, μαζί με την Daicel, ηγετικό ρόλο (ή ρόλο πρωτοστάτη) στις κοινές συσκέψεις που πραγματοποιούνταν με τους τέσσερις Ιάπωνες παραγωγούς». Μια αντίστοιχη φράση περιλαμβανόταν στο σημείο 64 της απευθυνόμενης στην Daicel ανακοινώσεως αιτιάσεων («[Η Daicel] […] είχε ηγετικό ρόλο στις κοινές συσκέψεις με τη Hoechst»). Εντούτοις, η προαναφερθείσα φράση που περιλαμβάνεται στο σημείο 60 της ανακοινώσεως αιτιάσεων μπορεί να σημαίνει ότι η Hoechst είχε ιδιαίτερο ρόλο στη διεξαγωγή των κοινών συσκέψεων –όπως προκύπτει κατά τα λοιπά από τα άλλα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο ίδιο σημείο και αφορούν την οργάνωση των εν λόγω συσκέψεων– χωρίς ωστόσο να αφήνει να εννοηθεί σαφώς ότι η Hoechst είχε «ηγετικό ρόλο στην παράβαση», υπό την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών. Η ερμηνεία αυτή εξάλλου επιρρωννύεται από το γεγονός ότι η Επιτροπή μετέβαλε τη σχετική διατύπωση στο πλαίσιο της Αποφάσεως. Έτσι, με την αιτιολογική σκέψη 92 της Αποφάσεως η Επιτροπή δέχθηκε τα εξής: «Μαζί με την Daicel, η Hoechst ήταν επιφορτισμένη να καθορίζει και να διευθύνει τις κοινές συσκέψεις». Η ίδια τροποποίηση επήλθε και έναντι της Daicel, καθόσον η Επιτροπή ανέφερε με την Απόφαση: «Μαζί με τη Hoechst, η Daicel ήταν επιφορτισμένη να καθορίζει και να διευθύνει τις κοινές συσκέψεις» (αιτιολογική σκέψη 89). Επιπλέον, ενώ με την Απόφαση η Επιτροπή εκθέτει ότι η Hoechst, μαζί με την Daicel, ήταν επιφορτισμένη «να καθορίζει» τις κοινές συσκέψεις, στην ανακοίνωση αιτιάσεων το καθήκον αυτό φαινόταν ότι είχε ανατεθεί αποκλειστικά στην Daicel, όπως προκύπτει από το σημείο 64 της εν λόγω ανακοινώσεως που έχει ως ακολούθως: «[Η Daicel] διοργάνωνε τις προπαρασκευαστικές συσκέψεις, ήταν επιφορτισμένη να καθορίζει τις κοινές συσκέψεις και είχε ηγετικό ρόλο στις κοινές συσκέψεις, μαζί με τη Hoechst».

426    Δεύτερον, όσον αφορά το γεγονός που παρατίθεται στο σημείο 77 της ανακοινώσεως αιτιάσεων ότι η Hoechst ήταν «κανονικά» η πρώτη που ανήγγειλε τη νέα τιμή στην Ευρώπη, ακολουθούμενη από τους Ιάπωνες παραγωγούς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι απλώς και μόνον το γεγονός ότι κάποιο μέλος μιας συμπράξεως ήταν το πρώτο το οποίο ανήγγειλε μια νέα τιμή ή μια αύξηση τιμών δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ένδειξη περί του ηγετικού ρόλου στη σύμπραξη όταν από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως προκύπτει ότι επίμαχη τιμή ή αύξηση καθορίστηκε εκ των προτέρων κατόπιν κοινής συμφωνίας με τα άλλα μέλη της συμπράξεως και όταν τα ως άνω μέλη έχουν επίσης αποφασίσει ποιο από αυτά θα προβεί πρώτο στη σχετική ανακοίνωση, δεδομένου ότι μια τέτοια ανάθεση αποκαλύπτει ότι το γεγονός ότι ένα μέλος της συμπράξεως ανακοινώνει πρώτο μια τιμή ή αύξηση τιμών αποτελεί απλώς πράξη αυστηρής τηρήσεως ενός προκαθορισμένου διά κοινής βουλήσεως σχεδίου και όχι μια αυθόρμητη πρωτοβουλία που δίδει μια περαιτέρω ώθηση στη σύμπραξη (απόφαση BASF κατά Επιτροπής, σκέψη 120 ανωτέρω, σκέψη 427). Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα σημεία 150, 158 και 190 της ανακοινώσεως αιτιάσεων, τα μέλη της συμπράξεως είχαν προγραμματίσει ορισμένες ανακοινώσεις τιμών και προέβλεψαν, ενδεχομένως, ποια επιχείρηση θα προέβαινε πρώτη στη σχετική ανακοίνωση. Επομένως, από το σημείο 77 της προαναφερθείσας ανακοινώσεως αιτιάσεων δεν μπορεί να συναχθεί σαφώς, λαμβανομένων υπόψη των άλλων στοιχείων που περιλαμβάνονται στην εν λόγω ανακοίνωση, ότι οι ανακοινώσεις τιμών στις οποίες προέβη η Hoechst αντιστοιχούσαν σε μια αυθόρμητη πρωτοβουλία η οποία έδωσε μια περαιτέρω ώθηση στη σύμπραξη.

427    Τρίτον, όσον αφορά το γεγονός, που παρατίθεται στο σημείο 94 της ανακοινώσεως αιτιάσεων, ότι η Daicel και η Hoechst προέβαιναν σε συμφωνίες σχετικά με το πρόγραμμα των κοινών συσκέψεων, διαπιστώνεται, όπως προκύπτει από το σημείο 207 της ανακοινώσεως αιτιάσεων, ότι οι Ιάπωνες παραγωγοί συνέτασσαν αρχικά τα προγράμματα των κοινών συσκέψεων, κατά τη διάρκεια των προπαρασκευαστικών συσκέψεων, και, στη συνέχεια, τα πρότειναν στη Hoechst. Όπως προκύπτει από το σημείο 204 της ανακοινώσεως αιτιάσεων, οι ως άνω προπαρασκευαστικές συσκέψεις παρείχαν επίσης τη δυνατότητα στους Ιάπωνες παραγωγούς, να καταλήξουν σε συμφωνία επί των τιμών-στόχων και επί των ποσοστώσεων όγκων πωλήσεων, που προτείνονταν στη συνέχεια στη Hoechst.

428    Τέταρτον, όσον αφορά το γεγονός, που διαπιστώνεται στο σημείο 166 της ανακοινώσεως αιτιάσεων, ότι η Hoechst, ως μέλος της CIPEC, είχε πρόσβαση στα σχετικά με τις ιαπωνικές εξαγωγές στατιστικά στοιχεία, ενώ οι Ιάπωνες παραγωγοί δεν μπορούσαν να έχουν πρόσβαση στα επίσημα γερμανικά στατιστικά στοιχεία, δεν μπορεί να θεωρηθεί καθαυτό ότι σημαίνει ότι η Hoechst είχε καθοδηγητικό ρόλο στη σύμπραξη.

429    Πέμπτον, όσον αφορά τις διμερείς επαφές της Hoechst με τους Ιάπωνες παραγωγούς, περί των οποίων γίνεται λόγος στα σημεία 210 και 211 της ανακοινώσεως αιτιάσεων, πρέπει να σημειωθεί ότι, ακόμα και αν οι εν λόγω επαφές πραγματοποιούνταν σε μεγάλο βαθμό με την Daicel, η Hoechst διατηρούσε επίσης σχέσεις με την Ueno και τη Nippon Synthetic, όπως σημειώνει το σημείο 211 της ανακοινώσεως αιτιάσεων. Όσον αφορά τις άλλες διμερείς επαφές περί των οποίων γίνεται λόγος στα σημεία 212 επ. της ανακοινώσεως αιτιάσεων, διαπιστώνεται ότι, όπως προκύπτει ιδίως από τα σημεία 219 και 220 της εν λόγω ανακοινώσεως, ορισμένες από τις επαφές αυτές προέκυπταν από τη βούληση του συνόλου των μελών της συμπράξεως, ή και μόνον των Ιαπώνων παραγωγών.

430    Έκτον, όσον αφορά τη φράση που περιλαμβάνεται στο σημείο 282 της ανακοινώσεως αιτιάσεων, την οποία επικαλείται η Επιτροπή, ότι η Hoechst ήταν ένα από τα κύρια μέλη της συμπράξεως, πρέπει να εξεταστεί σε συσχέτιση με το γενικό πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται. Πράγματι, με τα σημεία 281 επ. της ανακοινώσεως επιδιωκόταν, προφανώς, να διευκρινιστεί η έκταση των ευθυνών της Hoechst, αφενός, και της Nutrinova, αφετέρου, καθόσον η τελευταία αυτή επιχείρηση ανέλαβε το σκέλος δραστηριοτήτων στον τομέα των σορβικών αλάτων της Hoechst από τον Σεπτέμβριο του 1997. Η ως άνω εν πάση περιπτώσει επαρκώς σαφής φράση δεν μπορούσε να σημαίνει ότι η Επιτροπή απέδιδε οποιονδήποτε ηγετικό ρόλο στη Hoechst.

431    Ασφαλώς, ορισμένα πραγματικά στοιχεία που περιέχονται στην ανακοίνωση αιτιάσεων, ιδίως στα σημεία 79 (πρόταση να καθοριστεί μια διαφορά τιμής μεταξύ σορβικού οξέως και σορβικού καλίου), 178 (πρόταση να αυξηθεί η ποσόστωση όγκου πωλήσεων της Hoechst) και 179 (πρόταση να ανατεθούν τα στοιχεία των πωλήσεων των Ιαπώνων παραγωγών σε μια ουδέτερη οργάνωση) αποτελούν ενδείξεις ευκαιριακών πρωτοβουλιών της Hoechst. Εντούτοις, εξεταζόμενα στο σύνολό τους, τα στοιχεία που εκθέτει η Επιτροπή στην ανακοίνωση αιτιάσεων και που στηρίζουν το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε με την Απόφαση επί του ηγετικού ρόλου της Hoechst, δεν ήταν επαρκώς σαφή όσον αφορά την έκταση και την εκτίμησή τους.

432    Επιπλέον, ακόμα και αν η Επιτροπή άφησε να εννοηθεί, στο σημείο 295 της ανακοινώσεως αιτιάσεων, ότι ελάμβανε υπόψη τον ηγετικό ρόλο «ορισμένων επιχειρήσεων», η εν λόγω ένδειξη, λαμβανομένης υπόψη της ασαφείας των λοιπών στοιχείων της ανακοινώσεως αιτιάσεων, δεν ήταν επαρκής για να παράσχει στη Hoechst τη δυνατότητα να αντιληφθεί αν θα μπορούσε ή όχι ενδεχομένως να θεωρηθεί ότι η ίδια είχε ηγετικό ρόλο στη σύμπραξη.

433    Για το σύνολο των ανωτέρω λόγων, πρέπει να θεωρηθεί ότι, έστω και αν η ανακοίνωση αιτιάσεων εξέθετε τα πραγματικά περιστατικά που προσάπτονταν στη Hoechst, η Επιτροπή δεν προέβη σε επαρκή χαρακτηρισμό τους για να παράσχει τη δυνατότητα στην προσφεύγουσα να αμυνθεί λυσιτελώς.

434    Εξάλλου, πρέπει να τονιστεί συναφώς ότι, με την απάντηση στην ανακοίνωση αιτιάσεων, η Hoechst δήλωσε ειδικότερα:

«Η Hoechst/Nutrinova δεν είχε καθοριστικό ρόλο στη σύμπραξη. Ο όρος “πρωτοστάτης” που περιλαμβάνεται στο σημείο 60 της ανακοινώσεως αιτιάσεων δεν είναι σαφής επ’ αυτού [...] Η αναφορά στον “πρωτοστάτη” στο σημείο 60 της ανακοινώσεως αιτιάσεων αφορά αποκλειστικά τον ρόλο της Hoechst/Nutrinova ως “οικοδεσπότριας” και διοργανώτριας των διεξαγόμενων στην Ευρώπη κοινών συσκέψεων.»

435    Ομοίως, κατά την ακρόαση που πραγματοποιήθηκε στις 24 Απριλίου 2003, οι δικηγόροι της Hoechst και της Nutrinova δήλωσαν ότι η επιχείρηση αυτή πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις για να της χορηγηθεί ασυλία όσον αφορά την επιβολή προστίμου, εκθέτοντας τα ακόλουθα:

«Όσον αφορά τον ρόλο της Hoechst και της Nutrinova ως οικοδεσποτών και διοργανωτών των διεξαγόμενων στην Ευρώπη κοινών συσκέψεων, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, δεδομένου ότι οι πελάτες μας ήταν η μόνη ευρωπαϊκή επιχείρηση που μετέσχε στις ως άνω κοινές συσκέψεις, ήταν απλώς φυσικό να έχουν την ευθύνη της οργανώσεως των συσκέψεων στην Ευρώπη. Ωστόσο, τούτο δεν συνεπάγεται κάποιον ηγετικό ρόλο στη σύμπραξη.»

436    Από αυτό προκύπτει ότι η ασάφεια της ανακοινώσεως αιτιάσεων όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της Hoechst ως «πρωτοστάτη» οδήγησε την επιχείρηση αυτή να εστιάσει την προσοχή της επί της οργανώσεως των κοινών συσκέψεων, μόνο ζήτημα με το οποίο ασχολήθηκε αρχικά η Επιτροπή στο σημείο 60 της ανακοινώσεως αιτιάσεων. Ελλείψει περαιτέρω διευκρινίσεων και λαμβανομένης υπόψη της διασποράς των λοιπών πραγματικών στοιχείων στο πλαίσιο της ανακοινώσεως αιτιάσεων, η Hoechst δεν ήταν σε θέση να αμυνθεί λυσιτελώς επί του σημείου αυτού.

437    Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή είχε επίγνωση της ασαφείας του όρου «πρωτοστάτης» που χρησιμοποιείται στο σημείο 60 της ανακοινώσεως αιτιάσεων. Τούτο προκύπτει, ειδικότερα, από το γεγονός ότι τροποποίησε την ορολογία που χρησιμοποίησε στο πλαίσιο της Αποφάσεως.

438    Για το σύνολο των λόγων αυτών, ο δεύτερος λόγος πρέπει να γίνει δεκτός. Επομένως, χωρίς να απαιτείται να εξεταστεί ο έκτος λόγος, η Απόφαση πρέπει να μεταρρυθμιστεί, καθόσον δέχεται ως επιβαρυντική περίσταση έναντι της Hoechst τον ηγετικό ρόλο της.

439    Οι συγκεκριμένες συνέπειες της εν λόγω μεταρρυθμίσεως θα καθοριστούν αργότερα.

 Επί του εβδόμου λόγου, που στηρίζεται στον αδικαιολόγητο χαρακτήρα της αυξήσεως του προστίμου λόγω της υποτροπής

1.     Περίληψη της Αποφάσεως

440    Η αιτιολογική σκέψη 363 της Αποφάσεως είναι διατυπωμένη ως εξής:

«Στην περίπτωση της Hoechst, η σοβαρότητα της παραβάσεως ενισχύεται λόγω των ακολούθων περιστάσεων:

α)      Η Hoechst είχε ηγετικό ρόλο στη σύμπραξη (αιτιολογικές σκέψεις 92 έως 95).

β)      Στο παρελθόν είχαν εκδοθεί αποφάσεις της Επιτροπής σχετικά με τη Hoechst αφορώσες παράβαση του ίδιου είδους.»

441    Η υποσημείωση 211 που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 363 της Αποφάσεως έχει ως ακολούθως:

«Βλ. τις αποφάσεις της Επιτροπής 94/599/ΕΚ (PVC II) (ΕΕ L 239 της 14.9.1994, σ. 14), 89/191/ΕΟΚ (PVC I) (ΕΕ L 74 της 17.3.1989, σ. 21), 86/398/ΕΟΚ (Πολυπροπυλένιο) (ΕΕ L 230 της 18.8.1986, σ. 1) και 69/243/ΕΟΚ (Χρωστικές ουσίες) (ΕΕ L 195 της 7.8.1969, σ. 11).»

442    Με την αιτιολογική σκέψη 368 της Αποφάσεως η Επιτροπή εκθέτει τα ακόλουθα:

«Το ύψος του προστίμου πρέπει να είναι τέτοιο ώστε αυτό να έχει επαρκώς αποτρεπτικό χαρακτήρα. Η Επιτροπή σημειώνει ότι, με τις προγενέστερες αποφάσεις που αφορούσαν τη Hoechst, η εταιρία αυτή είχε κληθεί να σταματήσει τις αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού ενέργειές της και να μην τις επαναλάβει (βλ. αιτιολογική σκέψη 363). Τούτο όφειλε να την παρακινήσει να επιδεικνύει ιδιαίτερη προσοχή όσον αφορά την τήρηση του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού και να μην τελέσει εκ προθέσεως κάποια ανάλογη παράβαση. Το γεγονός ότι επανέλαβε τις ίδιες πράξεις αποδεικνύει ότι τα προηγούμενα πρόστιμα δεν είχαν έναντι αυτής επαρκώς αποτρεπτικό χαρακτήρα ώστε να μεταβάλει τη συμπεριφορά της.»

443    Απαντώντας στα επιχειρήματα που προέβαλε η Hoechst, η Επιτροπή εκθέτει ειδικότερα με την αιτιολογική σκέψη 372 της Αποφάσεως:

«Όσον αφορά την υποτροπή της Hoechst, η Επιτροπή σημειώνει ότι η τελευταία απόφαση που διέτασσε την επιχείρηση αυτή να παύσει τις αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού ενέργειές της και να μην τις επαναλάβει εκδόθηκε τον Ιούλιο του 1994. Μετά την απόφαση αυτή, η Hoechst συνέχισε την παράβαση που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας κατά τη διάρκεια δύο και πλέον ετών. Τούτο αποδεικνύει σαφώς ότι η προηγούμενη απόφαση δεν την απέτρεψε να συνεχίσει να μετέχει σε ανάλογη σύμπραξη.»

444    Βάσει των στοιχείων αυτών και για να ληφθεί υπόψη η υποτροπή της Hoechst, η Επιτροπή αύξησε το βασικό ποσό του προστίμου κατά 50 % λόγω επιβαρυντικών περιστάσεων (αιτιολογική σκέψη 373 της Αποφάσεως).

2.     Επιχειρήματα των διαδίκων

 Τα επιχειρήματα της Hoechst

445    Η Hoechst εκθέτει ότι η Επιτροπή αύξησε κατά 50 % λόγω της υποτροπής το βασικό ποσό του προστίμου της των 110 εκατομμυρίων ευρώ. Η Hoechst θεωρεί ότι το ποσό της εν λόγω προσαυξήσεως είναι αντίθετο προς την αρχή της αναλογικότητας και ότι δεν αντιλαμβάνεται τον λόγο για την επιβολή σε βάρος της μιας προσαυξήσεως λόγω υποτροπής συνδεόμενης με παρελθούσες παραβάσεις.

446    Πρώτον, η Hoechst υπογραμμίζει ότι οι προγενέστερες διαδικασίες περί των οποίων γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 363 της Αποφάσεως [ήτοι εκείνες που οδήγησαν, αντιστοίχως, στην έκδοση της αποφάσεως 94/599/ΕΚ της Επιτροπής, της 27ης Ιουλίου 1994, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΚ (IV/31.865 – PVC) (ΕΕ L 239, σ. 14), στο εξής: απόφαση PVC II, της αποφάσεως 89/191/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΟΚ (IV/31.866 – PEBD) (ΕΕ 1989, L 74, σ. 21), στο εξής: απόφαση PVC I, της αποφάσεως 86/398/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 23ης Απριλίου 1986, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΟΚ (IV/31.149 – Πολυπροπυλένιο) (ΕΕ L 230, σ. 1), και της αποφάσεως 69/243/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 24ης Ιουλίου 1969, σχετικά με μια διαδικασία βάσει του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΟΚ (IV/26.267 – Χρωστικές ουσίες) (ΕΕ L 195, σ. 11)], δεν έχουν καμία σχέση με την υπό κρίση υπόθεση. Ειδικότερα, όσον αφορά την απόφαση PVC II, η Hoechst θεωρεί ότι η απόφαση αυτή απλώς επαναλαμβάνει την απόφαση PVC I, την οποία το Πρωτοδικείο είχε κρίνει ως ανυπόστατη και την οποία ακύρωσε στη συνέχεια το Δικαστήριο. Εξάλλου, οι αποφάσεις PVC I και PVC II αφορούσαν τα ίδια παλαιά πραγματικά περιστατικά, καθόσον αυτά έπαυσαν το 1984. Επομένως, με την αιτιολογική σκέψη 372 της Αποφάσεως κακώς η Επιτροπή επιδιώκει να διαπιστώσει κάποια σχέση μεταξύ της αποφάσεως PVC II και της υπό κρίση υποθέσεως. Σ’ αυτό προστίθεται το γεγονός ότι η προγενέστερη δραστηριότητα της Hoechst στον τομέα των προσθέτων ουσιών διατροφής δεν είχε καμία σχέση με τις δραστηριότητες στον τομέα του PVC. Η Hoechst εκθέτει επίσης ότι η Επιτροπή έχει αρχίσει πρόσφατα να δέχεται μια συλλογική ευθύνη ομίλου, επιβάλλοντας προσαυξήσεις 10 % κατ’ έτος για το χρονικό διάστημα μεταξύ της επιβάλλουσας πρόστιμο σε μια υπόθεση αποφάσεως και της λήξεως της παραβάσεως που αποτελεί το αντικείμενο άλλης υποθέσεως. Η Hoechst παραπέμπει, συναφώς, στην απόφαση 2005/471/ΕΚ της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81 της Συνθήκης ΕΚ έναντι των επιχειρήσεων BPB PLC, Gebrüder Knauf Westdeutsche Gipswerke KG, Société Lafarge SA και Gyproc Benelux NV (υπόθεση COMP/E-1/37.152 – Γυψοσανίδες) (ΕΕ 2005, L 166, σ. 8). Η πρακτική αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο των νέων παραβάσεων τις οποίες διαπράττει συνειδητά μία και μόνη διεύθυνση ομίλου, τούτο δε παρά την καταστολή μιας παράλληλης πράξεως. Εντούτοις, εν προκειμένω, η χρονική σύμπτωση μεταξύ της αποφάσεως PVC II και της επίμαχης παραβάσεως στην υπό κρίση υπόθεση απορρέει από το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να εκδώσει την απόφαση PVC II παρά μόνον ένδεκα έτη μετά τη λήξη της παραβάσεως στην τελευταία αυτή υπόθεση.

447    Δεύτερον, οι υποθέσεις στις οποίες αναφέρεται η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 363 της Αποφάσεως αφορούν πράξεις που έπαυσαν το 1984 το αργότερο. Επομένως, οι πράξεις αυτές έχουν παραγραφεί. Η Hoechst υπογραμμίζει ότι η απόφαση «Χρωστικές ουσίες» οριστικοποιήθηκε πριν από 30 και πλέον έτη με απόφαση του Δικαστηρίου. Κατά συνέπεια, είναι πολύ παλαιά για να μπορεί να συναχθεί περίπτωση υποτροπής. Η Hoechst προσθέτει ότι τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αφορά η απόφαση «Πολυπροπυλένιο» αποτέλεσαν το αντικείμενο δικαστικής κρίσεως μόλις τον Ιούλιο του 1999, ενώ εκείνα τα οποία αφορούν οι αποφάσεις PVC I και PVC II τον Οκτώβριο του 2002, Επομένως, πολύ χρόνο μετά το πέρας των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υποθέσεως.

448    Τρίτον, ακόμα και αν πρέπει τελικά να γίνει δεκτό ότι διαφορετικές παραβάσεις διαπραχθείσες ανεξάρτητα η μία από την άλλη στο πλαίσιο ενός ομίλου και χωρίς αντικειμενική σχέση μεταξύ τους αποτελούν επιβαρυντική περίσταση, η επιβληθείσα προσαύξηση είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας. Ειδικότερα, η Επιτροπή είχε λάβει υπόψη δύο φορές το γεγονός ότι η Hoechst αποτελεί μέλος ομίλου: μια πρώτη φορά καθορίζοντας το αρχικό ποσό του προστίμου σε 20 εκατομμύρια ευρώ και μια δεύτερη προσαυξάνοντας το ποσό αυτό κατά 100 % λόγω του μεγέθους του ομίλου της Hoechst. Δεν είναι δίκαιη η περαιτέρω επιβολή προσαυξήσεων. Για σύγκριση, η Hoechst επιβαρύνθηκε με βασικό ποσό ουσιαστικά δεκατέσσερις φορές υψηλότερο έναντι αυτού της Daicel, λόγω της δομής του ομίλου, ενώ ο κύκλος εργασιών της είναι μόλις τέσσερις φορές μεγαλύτερος. Η Hoechst υπογραμμίζει επίσης ότι στη διαδικασία που οδήγησε στην απόφαση «Γυψοσανίδες» είχε επιβληθεί μια προσαύξηση 10 % κατ’ έτος για το χρονικό διάστημα μεταξύ της προηγουμένης επιβάλλουσας πρόστιμο αποφάσεως και της παύσεως της αφορώσας το σχετικό προϊόν παραβάσεως. Όμως, εν προκειμένω, η προσαύξηση είναι 22 % κατ’ έτος.

449    Επικουρικώς, η Hoechst υποστηρίζει ότι μια προσαύξηση λόγω υποτροπής δεν είναι δίκαιη όταν η οικεία επιχείρηση συνεργάζεται πλήρως με την Επιτροπή κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας. Ο σκοπός της κυρώσεως δεν μπορεί να δικαιολογήσει την προσαύξηση αυτή.

 Τα επιχειρήματα της Επιτροπής

450    Παραπέμποντας στις αποφάσεις Thyssen Stahl κατά Επιτροπής, σκέψη 325 ανωτέρω (σκέψη 617), και Michelin κατά Επιτροπής, σκέψη 339 ανωτέρω (σκέψη 284), η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η έννοια της υποτροπής, όπως την αντιλαμβάνονται ορισμένες εθνικές έννομες τάξεις, συνεπάγεται ότι κάποιος διέπραξε νέες παραβάσεις ενώ είχε τιμωρηθεί για άλλες ανάλογες παραβάσεις.

451    Εν προκειμένω, οι διαδικασίες που οδήγησαν στις αποφάσεις PVC I, PVC II και «Χρωστικές ουσίες» περί των οποίων κάνει λόγο η Απόφαση αφορούσαν όλες συμπράξεις σχετικά με τιμές ή ποσοστώσεις. Επομένως, πρόκειται για παραβάσεις ανάλογες προς αυτές που αποτελούν το αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως.

452    Στο πλαίσιο αυτό, ελάχιστη σημασία έχει το ότι ορισμένες παραβάσεις (όπως εκείνη που οδήγησε στην απόφαση «Χρωστικές ουσίες») είναι παρωχημένες. Η προσαύξηση λόγω υποτροπής δεν χρησιμεύει για να καθιστά βαρύτερες a posteriori τις κυρώσεις του παρελθόντος, αλλά για την αποτελεσματική καταστολή των περιπτώσεων υποτροπής. Η Επιτροπή υπογραμμίζει ειδικότερα ότι πρέπει να μεριμνά ώστε οι ενέργειές της να έχουν αποτρεπτικό χαρακτήρα (απόφαση Irish Sugar κατά Επιτροπής, σκέψη 198 ανωτέρω, σκέψη 245) και ότι η υποτροπή περιλαμβάνεται μεταξύ των κριτηρίων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό του προστίμου (απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 145 ανωτέρω, σκέψη 91). Η Επιτροπή προσθέτει ότι δεν υπάρχει καμία αμφιβολία εν προκειμένω για τη συνέχεια της επιχειρήσεως την οποία αφορούν οι αποφάσεις που μνημονεύει η αιτιολογική σκέψη 363 της Αποφάσεως.

453    Εξάλλου, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η Hoechst, η Επιτροπή θεωρεί ότι μπορεί να επιβάλλεται προσαύξηση λόγω υποτροπής όταν η οικεία παράβαση διαπράττεται ενώ η απόφαση σχετικά με την παράβαση για την οποία είχε επιβληθεί προηγουμένως κύρωση δεν έχει ακόμη καταστεί δεδικασμένο. Η εμπλεκόμενη επιχείρηση λαμβάνει σχετική προειδοποίηση ήδη από τη στιγμή της κοινοποιήσεως της αποφάσεως της Επιτροπής και όχι μόνον όταν η απόφαση αυτή αποκτά ισχύ δεδικασμένου. Ομοίως, η προσαύξηση του αρχικού ποσού λόγω του μεγέθους του ομίλου της Hoechst δεν εμποδίζει μια προσαύξηση του βασικού ποσού λόγω υποτροπής. Η προσαύξηση που επιβάλλεται λόγω του μεγέθους του ομίλου δεν είχε καμία σχέση με την καταστολή παλαιότερων παραβάσεων. Επομένως, ο συνυπολογισμός παλαιών παραβάσεων δεν αποτελεί «διπλή ποινή».

454    Επίσης, δεν έχει καμία σημασία το ότι η Hoechst έπαυσε τις δικές της εμπορικές δραστηριότητες στη σχετική αγορά μετά τη λήξη της παραβάσεως, διότι μετείχε ενεργά σ’ αυτήν καθ’ όλη τη διάρκεια της παραβάσεως.

455    Τέλος, δεν ασκεί καμία επιρροή σχετικά το γεγονός ότι οι παλαιότερες παραβάσεις αφορούσαν άλλους τομείς και όχι εκείνον των σορβικών αλάτων. Οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν για τις σχετικές με τις συμπράξεις δραστηριότητες όσον αφορά κάποιο προϊόν αποσκοπούν να αποθαρρύνουν τις επιχειρήσεις να παραβούν την προβλεπόμενη απαγόρευση, ανεξάρτητα από το προϊόν που αφορά η σύμπραξη.

456    Όσον αφορά το ποσό της αυξήσεως λόγω υποτροπής, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου (απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Απριλίου 1995, T-150/89, Martinelli κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II-1165, σκέψη 59), και ότι δεν είναι υποχρεωμένη να εφαρμόζει έναν συγκεκριμένο μαθηματικό τύπο. Η Επιτροπή παραπέμπει συναφώς σε πολλές αποφάσεις αφορώσες άλλες υποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ, καθώς και στην απόφαση Michelin κατά Επιτροπής, σκέψη 339 ανωτέρω (σκέψη 292), όπου εφαρμόστηκαν προσαυξήσεις κατά 50 % ή έγινε δεκτή η εφαρμογή τέτοιων προσαυξήσεων.

457    Η σύγκριση μεταξύ της υπό κρίση υποθέσεως και της υποθέσεως που οδήγησε στην απόφαση «Γυψοσανίδες» είναι άνευ σημασίας, καθόσον, μεταξύ 1969 και 1994, η Hoechst είχε «προειδοποιηθεί» επανειλημμένα, χωρίς να συναγάγει από αυτό τα συμπεράσματα που έπρεπε. Επομένως, δεν είναι υπερβολική η προσαύξηση του βασικού ποσού του προστίμου κατά 50 %.

458    Τέλος, η επίκληση της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996 δεν επηρεάζει το γεγονός ότι η υποτροπή της Hoechst αποτελεί επιβαρυντική περίσταση. Κατά την Επιτροπή, η ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996 καθορίζει τις προϋποθέσεις μειώσεως του προστίμου όσον αφορά τις επιχειρήσεις που συνεργάστηκαν με την Επιτροπή. Η ανακοίνωση αυτή δεν μπορεί ωστόσο να δικαιολογήσει τη μη επιβολή κυρώσεως σε περίπτωση υποτροπής.

3.     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

459    Το σημείο 2 των κατευθυντήριων γραμμών αναφέρει, ως παράδειγμα επιβαρυντικών περιστάσεων την υποτροπή, όταν δηλαδή «η εμπλεκόμενη επιχείρηση [...] έχει [...] διαπράξει κατά το παρελθόν παρόμοια παράβαση».

460    Η έννοια της υποτροπής, όπως γίνεται δεκτή σε ορισμένες εθνικές έννομες τάξεις, συνεπάγεται ότι κάποιος διέπραξε νέες παραβάσεις ενώ του έχουν επιβληθεί κυρώσεις για παρόμοιες παραβάσεις (αποφάσεις Thyssen Stahl κατά Επιτροπής, σκέψη 325 ανωτέρω, σκέψη 617, και Michelin κατά Επιτροπής, σκέψη 339 ανωτέρω, σκέψη 284).

461    Τυχόν υποτροπή περιλαμβάνεται μεταξύ των στοιχείων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εξέταση της σοβαρότητας της εκάστοτε παραβάσεως (αποφάσεις του Δικαστηρίου Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 145 ανωτέρω, σκέψη 91, και της 8ης Φεβρουαρίου 2007, Groupe Danone κατά Επιτροπής, C-3/06 P, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 26).

462    Η Επιτροπή έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την επιλογή των στοιχείων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, όπως, μεταξύ άλλων, οι ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως, το γενικό πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων, τούτο δε χωρίς να είναι αναγκαίο να ενεργεί βάσει δεσμευτικού ή εξαντλητικού καταλόγου κριτηρίων που θα πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψη. Η διαπίστωση και η εκτίμηση των ειδικών χαρακτηριστικών της υποτροπής εμπίπτουν στην εν λόγω εξουσία της Επιτροπής, η οποία δεν μπορεί να δεσμεύεται από ενδεχόμενες προθεσμίες παραγραφής προκειμένου να προβεί σε μια τέτοια διαπίστωση (απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2007, Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 461 ανωτέρω, σκέψεις 37 και 38).

463    Εν προκειμένω, πρέπει να σημειωθεί ότι η Hoechst δεν αμφισβητεί ότι οι προγενέστερες τέσσερις αποφάσεις τις οποίες επικαλείται η Επιτροπή με την Απόφαση για να στηρίξει την υποτροπή την αφορούσαν και είχαν ως αντικείμενο παράβαση του ιδίου είδους με αυτήν της υπό κρίση υποθέσεως.

464    Όσον αφορά τις αποφάσεις της Επιτροπής «Χρωστικές ουσίες» (που εκδόθηκε στις 24 Ιουλίου 1969) και «Πολυπροπυλένιο» (που εκδόθηκε στις 23 Απριλίου 1986), πρέπει να σημειωθεί ότι η παράβαση που διαπιστώθηκε με την Απόφαση άρχισε δέκα έτη μετά την έκδοση της αποφάσεως «Χρωστικές ουσίες», αλλά και ότι η απόφαση «Πολυπροπυλένιο» εκδόθηκε κατά τη διάρκεια της εν λόγω παραβάσεως. Εξάλλου, μολονότι η Hoechst καταδικάστηκε στο πλαίσιο της αποφάσεως «Πολυπροπυλένιο» το 1986, συνέχισε την παραβατική συμπεριφορά της στην αγορά σορβικών αλάτων, τούτο δε επί δεκαετία. Η εκ μέρους της Hoechst επανάληψη της παραβατικής συμπεριφοράς της αποτελεί απόδειξη περί της τάσεώς της να μην αντλεί τις κατάλληλες συνέπειες από τη διαπίστωση της εκ μέρους της παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2005, Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 130 ανωτέρω, σκέψη 355). Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, η Hoechst μπορούσε να προβλέψει ότι η Επιτροπή θα ελάμβανε υπόψη τις ως άνω προγενέστερες αποφάσεις για να συναγάγει ενδεχομένως περίπτωση υποτροπής εν προκειμένω. Επομένως, δεν υφίσταται κανένα στοιχείο που να εμποδίζει την Επιτροπή να στηριχθεί στις αποφάσεις «Χρωστικές ουσίες» και «Πολυπροπυλένιο» για να εκτιμήσει να την υποτροπή της Hoechst στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως.

465    Όσον αφορά την απόφαση της Επιτροπής PVC I (που εκδόθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 1988), πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το Πρωτοδικείο την κήρυξε ανυπόστατη (απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Φεβρουαρίου 1992, T-79/89, T-84/89 έως T-86/89, T-89/89, T-91/89, T-92/89, T-94/89, T-96/89, T-98/89, T-102/89 και T-104/89, BASF κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II-315), ενώ, τελικά, το Δικαστήριο την ακύρωσε (απόφαση της 15ης Ιουνίου 1994, C‑137/92 P, Επιτροπή κατά BASF κ.λπ., Συλλογή 1994, σ. I-2555), τούτο δε πριν η Επιτροπή εκδώσει την Απόφαση στην υπό κρίση υπόθεση. Πρέπει να υπογραμμιστεί συναφώς, όσον αφορά την ακύρωση από το Δικαστήριο, ότι το άρθρο 231 ΕΚ προβλέπει ότι αν, η προσφυγή είναι βάσιμη, το Δικαστήριο κηρύσσει την προσβαλλομένη πράξη άκυρη. Εξάλλου, έστω και αν η απόφαση PVC II, την οποία εξέδωσε η Επιτροπή κατόπιν της ακυρώσεως της αποφάσεως PVC I, επαναλαμβάνει σε μεγάλο βαθμό τα πραγματικά στοιχεία της τελευταίας αυτής αποφάσεως, διακρίνεται από αυτήν, ιδίως καθόσον δέχεται ότι η επίμαχη συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική αναγόταν στον Αύγουστο του έτους 1980 περίπου, ενώ η απόφαση PVC I όριζε ότι η επίμαχη συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική αναγόταν περίπου στον Σεπτέμβριο του 1976. Το ίδιο ισχύει για το ύψος των προστίμων που ορίστηκαν για τη Hoechst (1 εκατομμύριο ECU στην απόφαση PVC I και 1,5 εκατομμύριο ευρώ στην απόφαση PVC II). Από αυτό προκύπτει ότι οι δύο αυτές αποφάσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ταυτόσημες. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλμα επικαλούμενη την απόφαση PVC I, στο πλαίσιο της Αποφάσεως, για να διαπιστώσει την υποτροπή της Hoechst.

466    Η δε απόφαση PVC II ναι μεν εκδόθηκε ασφαλώς στις 27 Ιουλίου 1994, ήτοι κατά τη διάρκεια της παραβάσεως, προσβλήθηκε όμως δικαστικώς, με αποτέλεσμα, μετά τη λήξη της παραβάσεως στην υπό κρίση υπόθεση, την έκδοση των αποφάσεων του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου της 15ης Οκτωβρίου 2002, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 208 ανωτέρω, και της 20ής Απριλίου 1999, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 153 ανωτέρω. Πρέπει ωστόσο να υπογραμμιστεί ότι, σε κοινοτικό επίπεδο, και σύμφωνα με το άρθρο 256, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, η απόφαση PVC II αποτελούσε εκτελεστό τίτλο, καθόσον επέβαλλε μια χρηματική υποχρέωση σε βάρος άλλων προσώπων εκτός των κρατών μελών, μάλιστα δε παρά την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατά της αποφάσεως αυτής δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ. Πράγματι, δυνάμει του άρθρου 242 ΕΚ, προσφυγή ασκούμενη ενώπιον του κοινοτικού δικαστή δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα [απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Ιουλίου 1995, T-275/94, CB κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑2169, σκέψεις 50 και 51· βλ. επίσης, επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Απριλίου 2005, T-28/03, Holcim (Deutschland) κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-1357, σκέψη 121]. Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι η Hoechst δεν ζήτησε αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως PVC II κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 242, δεύτερη περίοδος, ΕΚ. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι οι αποφάσεις του Πρωτοδικείου και του Δικαστηρίου, οι οποίες ήταν επιπλέον επιβεβαιωτικές, εκδόθηκαν πριν από την έκδοση της Αποφάσεως. Από αυτό προκύπτει ότι η Επιτροπή μπορούσε να στηριχθεί στην απόφαση PVC II για να διαπιστώσει την υποτροπή της Hoechst.

467    Λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία αυτά, πρέπει να συναχθεί ότι η Επιτροπή μπορούσε να στηριχθεί στις αποφάσεις «Χρωστικές ουσίες», «Πολυπροπυλένιο» και PVC II για να διαπιστώσει την υποτροπή της Hoechst, όχι όμως στην απόφαση PVC I.

468    Εντούτοις, το σφάλμα στο οποίο υπέπεσε η Επιτροπή όσον αφορά την απόφαση PVC I δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση τη διαπίστωση της υποτροπής εν προκειμένω, αλλ’ ούτε και το επιβληθέν ποσοστό προσαυξήσεως.

469    Η δε διαπίστωση της υποτροπής στηρίζεται επαρκώς στις αποφάσεις «Χρωστικές ουσίες», «Πολυπροπυλένιο» και PVC II.

470    Όσον αφορά το ποσοστό προσαυξήσεως εν προκειμένω, δεν προκύπτει από κανένα στοιχείο της Αποφάσεως ότι η εκ μέρους της Επιτροπής διαπίστωση ότι η υποτροπή απορρέει από πολλές προηγούμενες παραβάσεις οδήγησε, λόγω επιβαρυντικής περιστάσεως, σε μεγαλύτερη αύξηση του προστίμου από αυτή που θα είχε οριστεί αν είχε διαπιστωθεί μία μόνον προηγούμενη παράβαση (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2005, Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 130 ανωτέρω, σκέψη 366).

471    Εξάλλου, όσον αφορά το επιχείρημα της Hoechst ότι η επιβληθείσα προσαύξηση είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας, ακόμα και σε σχέση με τις άλλες επιχειρήσεις τις οποίες αφορά η Απόφαση, αρκεί να υπομνησθεί ότι, κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, η Επιτροπή διαθέτει εξουσία εκτιμήσεως και ότι δεν υποχρεούται να εφαρμόζει κάποιο συγκεκριμένο μαθηματικό τύπο. Επιπλέον, για τον προσδιορισμό του ύψους του προστίμου, η Επιτροπή πρέπει να μεριμνά ώστε οι ενέργειές της να έχουν αποτρεπτικό αποτέλεσμα. Όμως, η υποτροπή είναι περίσταση που δικαιολογεί σημαντική προσαύξηση του βασικού ποσού του προστίμου. Πράγματι, η υποτροπή συνιστά απόδειξη ότι η προηγουμένως επιβληθείσα κύρωση δεν είχε επαρκώς αποτρεπτικό χαρακτήρα. Εν προκειμένω, από κανένα στοιχείο δεν μπορεί να συναχθεί ότι η προσαύξηση του βασικού ποσού του προστίμου κατά 50 %, προκειμένου να οδηγήσει τη Hoechst να τηρεί τους κανόνες ανταγωνισμού της Συνθήκης, είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Michelin κατά Επιτροπής, σκέψη 339 ανωτέρω, σκέψη 293).

472    Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι βασίμως η Επιτροπή θεώρησε ότι υπήρχε υποτροπή εν προκειμένω και προσδιόρισε, για τον λόγο αυτό, το σχετικό ποσοστό προσαυξήσεως.

473    Τα λοιπά επιχειρήματα που προβάλλει η Hoechst δεν μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση το συμπέρασμα αυτό.

474    Όσον αφορά το γεγονός ότι η παλαιότερη δραστηριότητα της Hoechst στον τομέα των προσθέτων διατροφής δεν είχε καμία σχέση με τις δραστηριότητές της στον τομέα του PVC, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι κατευθυντήριες γραμμές αναφέρονται στην υποτροπή της ίδιας επιχειρήσεως «για παρόμοια παράβαση». Υπό τις συνθήκες αυτές, όταν μια επιχείρηση διαπράττει παρόμοια παράβαση, ακόμα και αν ο σχετικός οικονομικός τομέας είναι διαφορετικός, η Επιτροπή μπορεί να συνάγει ότι συντρέχει συναφώς επιβαρυντική περίσταση. Επομένως, το επιχείρημα της Hoechst επ’ αυτού δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

475    Όσον αφορά το γεγονός ότι, σε μιαν άλλη προγενέστερη της Αποφάσεως υπόθεση, η Επιτροπή θέλησε να δεχθεί μια συλλογική ευθύνη ομίλου, επιβάλλοντας αυξήσεις ύψους 10 % κατ’ έτος για το χρονικό διάστημα μεταξύ της επιβάλλουσας πρόστιμο αποφάσεως σε μια υπόθεση και της λήξεως της παραβάσεως σε άλλη υπόθεση, πρέπει να υπομνησθεί ότι η προγενέστερη πρακτική λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής δεν χρησιμεύει ως νομικό πλαίσιο των προστίμων στον τομέα του ανταγωνισμού, δεδομένου ότι αυτό διέπεται αποκλειστικά από τον κανονισμό 17 και τις κατευθυντήριες γραμμές (βλ. απόφαση Michelin κατά Επιτροπής, σκέψη 339 ανωτέρω, σκέψη 292 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία), και ότι, εξάλλου, οι επιχειρηματίες δεν μπορούν δικαιολογημένα να τρέφουν προσδοκίες για τη διατήρηση μιας υφισταμένης καταστάσεως, την οποία μπορεί να μεταβάλει η Επιτροπή στο πλαίσιο της εξουσίας εκτιμήσεως που έχει (βλ. αποφάσεις Delacre κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 372 ανωτέρω, σκέψη 33 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 344 ανωτέρω, σκέψη 171).

476    Τέλος, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, η επίκληση της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996 δεν επηρεάζει το γεγονός ότι η υποτροπή της Hoechst αποτελεί επιβαρυντική περίσταση. Επομένως, είναι αβάσιμο το επιχείρημα που προβάλλει η Hoechst ότι δεν είναι δίκαιη η προσαύξηση λόγω υποτροπής όταν η εμπλεκόμενη επιχείρηση συνεργάζεται πλήρως κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.

477    Για το σύνολο των λόγων αυτών, ο έβδομος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

 ΣT – Επί του δεκάτου λόγου, που αντλείται από ανάλογη εφαρμογή της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002 δυνάμει μιας «αρχής της εφαρμογής της ευνοϊκότερης διατάξεως»

1.     Περίληψη της Αποφάσεως

478    Στο σημείο 12.2.3 της Αποφάσεως, σχετικά με την εφαρμογή της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996, η Επιτροπή σημειώνει ότι η Hoechst θεωρεί εφαρμοστέα στην υπό κρίση υπόθεση την ανακοίνωση της Επιτροπής, του 2002, σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) (ΕΕ C 45, σ. 3, στο εξής: ανακοίνωση περί συνεργασίας του 2002).

479    Καταρχάς, η Επιτροπή απορρίπτει τα επιχειρήματα της Hoechst υπογραμμίζοντας ότι το σημείο 28 της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002 προβλέπει ότι η εν λόγω ανακοίνωση ισχύει από τις 14 Φεβρουαρίου 2002 για όλες τις υποθέσεις στις οποίες καμία επιχείρηση δεν επικαλέστηκε την ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996. Όμως, εν προκειμένω, πολλές επιχειρήσεις –περιλαμβανομένης της Hoechst– είχαν έρθει σε επαφή με την Επιτροπή βάσει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996. Επομένως, δεν μπορεί να έχει εφαρμογή η ανακοίνωση περί συνεργασίας του 2002 (αιτιολογικές σκέψεις 431 και 432 της Αποφάσεως).

480    Στη συνέχεια, όσον αφορά την «αρχή της εφαρμογής της ευνοϊκότερης διατάξεως», που επικαλείται η Hoechst, πρώτον, η Επιτροπή δέχεται ότι οι ανακοινώσεις περί συνεργασίας δεν επηρεάζουν το νομικό πλαίσιο που προβλέπει το άρθρο 15 του κανονισμού 17. Δεδομένου ότι η «αρχή της εφαρμογής της ευνοϊκότερης διατάξεως» απαιτεί τροποποίηση του νομικού πλαισίου περί καθορισμού του ύψους των προστίμων, η αρχή αυτή δεν μπορεί να έχει εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση (αιτιολογική σκέψη 434 της Αποφάσεως). Επιπλέον, οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις που συνεργάστηκαν με την Επιτροπή είχαν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη όσον αφορά το ότι η συνεργασία αυτή στηριζόταν αποκλειστικά στην ανακοίνωση του 1996, που ήταν η μόνη που ίσχυε την περίοδο εκείνη (αιτιολογική σκέψη 435 της Αποφάσεως).

481    Δεύτερον, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η μέθοδος που ακολουθεί η απόφαση 1999/210/ΕΚ της Επιτροπής, της 14ης Οκτωβρίου 1998, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΚ (υπόθεση IV/F-3/33.708 – British Sugar plc, υπόθεση IV/F - 3/33.709 – Tate & Lyle plc, υπόθεση IV/F - 3/33.710 – Napier Brown & Company Ltd, υπόθεση IV/F - 3/33.711 – James Budgett Sugars Ltd) (ΕΕ 1999, L 76, σ. 1), δεν μπορεί να μεταφερθεί στην υπό κρίση υπόθεση διότι οι καταστάσεις είναι διαφορετικές. Η Επιτροπή εκθέτει ειδικότερα επί του σημείου αυτού ότι, στην υπόθεση British Sugar/Tate & Lyle, δεν υφίστατο ακόμη σύστημα επιεικείας όταν η Επιτροπή αποφάσισε να εφαρμόσει, κατ’ αναλογία, τις διατάξεις της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996 (αιτιολογική σκέψη 436 της Αποφάσεως).

482    Τρίτον, δεν μπορεί να συναχθεί ότι η ανακοίνωση περί συνεργασίας του 2002 είναι γενικά ευνοϊκότερη από την ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996. Το αν η επελθούσα τροποποίηση παρέχει ή όχι πλεονεκτήματα σε κάποια συγκεκριμένη επιχείρηση εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την ιδιαίτερη κατάστασή της (αιτιολογική σκέψη 437 της Αποφάσεως).

2.     Επιχειρήματα των διαδίκων

 Τα επιχειρήματα της Hoechst

483    Η Hoechst υποστηρίζει ότι έπρεπε να της χορηγηθεί ασυλία με εφαρμογή, κατ’ αναλογία, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002. Η Hoechst υπογραμμίζει ότι εξέθεσε ήδη τα επιχειρήματα αυτά με την απάντηση στην ανακοίνωση αιτιάσεων.

484    Η Hoechst εκθέτει ότι είχε αρχίσει να συνεργάζεται το φθινόπωρο του 1998, σε περίοδο κατά την οποία δεν υπήρχε παρά η ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996. Εντούτοις, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, κατά τις γενικές αρχές του ποινικού δικαίου, πρέπει να εφαρμόζεται κάθε φορά η ευνοϊκότερη ρύθμιση. Όταν η ανακοίνωση περί συνεργασίας του 2002 είναι ευνοϊκότερη από την ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996, θα πρέπει να εφαρμόζεται η πρώτη.

485    Κατά την ανακοίνωση περί συνεργασίας του 2002, κάθε επιχείρηση που έχει μετάσχει σε σύμπραξη, επομένως, ακόμα και αν έχει «ηγετικό ρόλο», μπορεί να υποβάλει αίτημα ασυλίας. Η Hoechst υπογραμμίζει ότι ο αποκλεισμός μιας μεγάλης μειώσεως του προστίμου έναντι των εχόντων ηγετικό ρόλο επιχειρήσεων, σύμφωνα με τον τίτλο B της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996, δεν επαναλήφθηκε στην ανακοίνωση περί συνεργασίας του 2002. Εξάλλου, η ανακοίνωση περί συνεργασίας του 2002 είναι ευνοϊκότερη για την πρώτη επιχείρηση που θα συνεργαστεί, υπό την έννοια ότι δεν απαιτεί από αυτήν να παράσχει αποδείξεις παρέχουσες στην Επιτροπή τη δυνατότητα να λάβει απόφαση διατάσσουσα ελέγχους βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17. Για να έχει θετική αντιμετώπιση το αίτημα ασυλίας δεν είναι καν αναγκαία η ανακοίνωση όλων των αποδείξεων που διαθέτει η οικεία επιχείρηση. Η ανακοίνωση τέτοιων αποδείξεων μπορεί ακόμη να πραγματοποιείται και προφορικά, κατά πάγια πρακτική της Επιτροπής, αν η επιχείρηση επικαλείται τον κίνδυνο ανακοινώσεως εγγράφων στις Ηνωμένες Πολιτείες.

486    Εν προκειμένω, οι πληροφορίες που παρέσχε η Hoechst στις 29 Οκτωβρίου 1998 αρκούσαν για να της χορηγηθεί ασυλία δυνάμει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002. Έτσι, η Hoechst είχε υποβάλει πρώτη επίσημο αίτημα χορηγήσεως ασυλίας και προέβη πρώτη έναντι της Επιτροπής στις αναγκαίες προφορικές δηλώσεις. Αν είχε εφαρμογή η ανακοίνωση περί συνεργασίας του 2002, υπό τις συνθήκες αυτές η Επιτροπή θα είχε αποστείλει στη Hoechst στις αρχές του έτους 1999 ένα έγγραφο με το οποίο θα της χορηγούσε προσωρινή ασυλία. Έτσι, το αίτημά της περί χορηγήσεως ασυλίας θα είχε γίνει δεκτό βάσει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002, σε αντίθεση με αυτό που διατείνεται η Επιτροπή στο σημείο 437 της Αποφάσεως.

487    Η Hoechst εκθέτει στη συνέχεια ότι, ως γενική αρχή του δικαίου, η «αρχή της εφαρμογής της ευνοϊκότερης διατάξεως» ισχύει τόσο στις διαδικασίες ποινικού χαρακτήρα όσο και στις διοικητικές διαδικασίες. Η Hoechst παραπέμπει ειδικότερα στον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 312, σ. 1), που προβλέπει ότι «καμία διοικητική κύρωση δεν απαγγέλλεται εάν δεν προβλέπεται από κοινοτική πράξη προγενέστερη της παρατυπίας» και ότι, «σε περίπτωση μεταγενέστερης τροποποίησης των διατάξεων περί επιβολής διοικητικών κυρώσεων που περιέχονται σε κοινοτικούς κανόνες, ισχύουν αναδρομικώς οι λιγότερο αυστηρές διατάξεις».

488    Η Hoechst προσθέτει ότι το Δικαστήριο έχει εφαρμόσει την «αρχή της εφαρμογής της ευνοϊκότερης διατάξεως» με την απόφαση της 17ης Ιουλίου 1997, C-354/95, Farmers’ Union κ.λπ. (Συλλογή 1997, σ. I‑4559, σκέψεις 40 και 41), και ότι η ως άνω αρχή αποτελεί μέρος της κοινής νομικής παραδόσεως των κρατών μελών. Η Hoechst προσκομίζει συναφώς μια συγκριτική μελέτη που είχε καταθέσει κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.

489    Η Hoechst υπογραμμίζει, εξάλλου, ότι η Επιτροπή αναγνώρισε την αρχή αυτή με την απόφαση British Sugar/Tate & Lyle, σκέψη 481 ανωτέρω, εκθέτοντας ότι «η άμεση εφαρμογή της ανακοίνωσης [επί της συνεργασίας του 1996] είναι δυνατή μόνο για τις περιπτώσεις συνεργασίας μετά τη δημοσίευση της ανακοίνωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της 18ης Ιουλίου 1996» και ότι «σε όλες τις άλλες περιπτώσεις συνεργασίας, η ανακοίνωση θα εφαρμοστεί κατ’ αναλογία. Αυτή η [ανάλογη] εφαρμογή σημαίνει ότι η ευνοϊκή μεταχείριση σύμφωνα με την οδηγία θα εξαρτηθεί από το κατά πόσον πληρούνται όλες οι ουσιαστικές προϋποθέσεις συνεργασίας που παρατίθενται στην εν λόγω ανακοίνωση [επί της συνεργασίας του 1996]».

490    Το Πρωτοδικείο επιβεβαίωσε τις αρχές αυτές με την απόφαση της 12ης Ιουλίου 2001, T-202/98, T-204/98 και T-207/98, Tate & Lyle κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2001, σ. II-2035, σκέψεις 157 επ.).

491    Ομοίως, η Hoechst εκθέτει ότι, με την απόφαση 2004/421/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Δεκεμβρίου 2003, σχετικά με τη διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 της Συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ κατά των Wieland Werke AG, Outokumpu Copper Products OY, Outokumpu Oyj, KM Europa Metal AG, Tréfimétaux SA και Europa Metalli SpA (υπόθεση αριθ. C.38.240 – Σωλήνες για βιομηχανική χρήση) (περίληψη δημοσιευθείσα στην ΕΕ 2004, L 125, σ. 50, στο εξής: απόφαση «Χάλκινοι σωλήνες για βιομηχανική χρήση»), η Επιτροπή διευκρίνισε ότι «σε αντίθεση με το σημείο 23 της ανακοινώσεως του 2002 [περί συνεργασίας], η ανακοίνωση του 1996 [περί συνεργασίας] δεν προβλέπει ειδικό αντιστάθμισμα για εκείνον που ζητεί μέτρα επιεικείας και αποκαλύπτει πραγματικά περιστατικά τα οποία προηγουμένως δεν εγνώριζε η Επιτροπή και τα οποία επηρεάζουν τη σοβαρότητα ή τη διάρκεια της συμπράξεως» και ότι, «για τον λόγο αυτό, είναι πρόσφορο να θεωρήσει ότι μια τέτοια συνεργασία αποτελεί ελαφρυντική περίσταση» (αιτιολογική σκέψη 384 της αποφάσεως «Χάλκινοι σωλήνες για βιομηχανική χρήση»). Κατά συνέπεια, η Επιτροπή μείωσε το βασικό ποσό του προστίμου που επέβαλε σε μια επιχείρηση (την Outokumpu) από 38,98 σε 22,22 εκατομμύρια ευρώ «λόγω της αποτελεσματικής συνεργασίας της εκτός του πλαισίου της ανακοινώσεως του 1996 [περί συνεργασίας]» (αιτιολογική σκέψη 387 της αποφάσεως «Χάλκινοι σωλήνες για βιομηχανική χρήση»). Η Επιτροπή εξέθεσε, συναφώς, ότι «η Outokumpu δεν έπρεπε να περιέλθει σε δυσμενή θέση λόγω της συνεργασίας της υποχρεωνόμενη να καταβάλει πρόστιμο μεγαλύτερο από εκείνο που θα έπρεπε να καταβάλει αν δεν είχε συνεργαστεί» και ότι, «για τον λόγο αυτό, το βασικό ποσό του προστίμου της Outokumpu μειώ[θηκε] κατά ένα κατ’ αποκοπή ποσό 22,22 εκατομμυρίων ευρώ, έτσι ώστε να είναι ίδιο με το υποθετικό ποσό του προστίμου που θα επιβαλλόταν στην Outokumpu για παράβαση διάρκειας τεσσάρων ετών» (αιτιολογική σκέψη 386 της αποφάσεως «Χάλκινοι σωλήνες για βιομηχανική χρήση»).

492    Η Hoechst προσθέτει ότι, ακόμα και αν ήθελε να στηριχθεί στην αρχή ότι η ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996 δημιουργεί άξια προστασίας δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τρίτων, τούτο δεν θα ασκούσε καμία επιρροή εν προκειμένω. Μόνον η Chisso μπορούσε να επικαλεστεί την ιδιότητα του άξιου προστασίας τρίτου. Ωστόσο, δεν είχε προσαφθεί στην Chisso ότι είχε ηγετικό ρόλο, ούτε η Επιτροπή αρνήθηκε να αναγνωρίσει ότι η εταιρία αυτή προέβη σε πράξεις συνεργασίας λόγω των προφορικών μαρτυριών της. Αντιθέτως, αναγνωρίστηκε υπέρ της Chisso ότι θα λαμβάνονταν υπόψη υπέρ αυτής ως ελαφρυντική περίσταση το ότι οι προφορικές μαρτυρίες και οι έγγραφες πληροφορίες που θα παρείχε εκουσίως κατά τη διάρκεια της έρευνας. Εξάλλου, ούτε η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της Chisso θα θιγόταν αν η Επιτροπή είχε ακολουθήσει τις αρχές αυτές στην περίπτωση της Hoechst και αν τούτο είχε οδηγήσει σε απαλλαγή από το πρόστιμο υπέρ αυτής κατ’ εφαρμογήν κάποιας από τις ανακοινώσεις περί συνεργασίας (ή κατόπιν της εφαρμογής αμφοτέρων). Και στις δύο περιπτώσεις, οι πράξεις συνεργασίας της Hoechst έπρεπε να οδηγήσουν σε απαλλαγή από το πρόστιμο, ενώ εκείνες της Chisso, που έλαβαν χώρα αργότερα, έπρεπε να οδηγήσουν σε μείωση του προστίμου.

493    Η Hoechst συνάγει εξ αυτού ότι αν η Επιτροπή δεν είχε την υποχρέωση να χορηγήσει ασυλία όσον αφορά την επιβολή προστίμου σύμφωνα με την ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996, όφειλε να το πράξει εφαρμόζοντας, κατ’ αναλογία, την ανακοίνωση περί συνεργασίας του 2002.

494    Η Hoechst προσθέτει ότι, σε αντίθεση με την απάντηση της Επιτροπής σε ερώτημα που έθεσε το Πρωτοδικείο, η εφαρμογή της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002 θα της παρείχε τη δυνατότητα να έχει σχετική ασυλία.

495    Πρώτον, κατά τη Hoechst, τον Οκτώβριο/Νοέμβριο του 1998 η Chisso δεν είχε παράσχει όλα τα έγγραφα που μπορούσαν να προσκομιστούν συναφώς. Επομένως, η αιτίαση αυτή δεν έπρεπε να απευθυνθεί μόνο στη Hoechst. Εξάλλου, η Hoechst εκθέτει ότι οι επιφορτισμένοι με τον φάκελο υπάλληλοι της Επιτροπής δεν ζήτησαν αμέσως την κατάθεση των εγγράφων περί των οποίων αρχικά έγινε λόγος και τα οποία προσκομίστηκαν αργότερα. Ακόμη, την περίοδο εκείνη δεν ζήτησαν τη σύνταξη καταλόγου των εγγράφων που θα προσκομίζονταν αργότερα.

496    Δεύτερον, είναι παράλογο να θεωρηθεί ότι τα στοιχεία που γνωστοποίησε η Hoechst στις 29 Οκτωβρίου 1998 δεν αρκούσαν για την έκδοση αποφάσεως διατάσσουσας ελέγχους δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17. Η Hoechst υπογραμμίζει, συναφώς, ότι η Επιτροπή ήταν σε θέση να αποδείξει την ύπαρξη της συμπράξεως χωρίς να χρειάζεται να διατάξει σχετικό έλεγχο. Όσον αφορά το ότι η Επιτροπή δεν διέθετε ειδικά στοιχεία σχετικά με τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις (ειδικότερα τη διεύθυνση των γραφείων τους), η Hoechst σημειώνει ότι η Επιτροπή απηύθυνε αιτήματα παροχής πληροφοριών στις εν λόγω επιχειρήσεις. Επομένως, εγνώριζε τότε χάρη στη συνεργασία της Hoechst σε ποιον έπρεπε να απευθύνει τέτοια αιτήματα παροχής πληροφοριών.

 Τα επιχειρήματα της Επιτροπής

497    Για την Επιτροπή, η «αρχή της εφαρμογής της ευνοϊκότερης διατάξεως» προϋποθέτει καθοριστικής σημασίας τροποποίηση της εννόμου βάσεως για την επιβολή του προστίμου. Όμως, δεν υπήρξε καμία τροποποίηση του είδους αυτού. Ειδικότερα, η ανακοίνωση περί συνεργασίας του 2002 δεν τροποποίησε το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17. Η ανακοίνωση αυτή προσδιορίζει μόνον τα κριτήρια για προτιμησιακή μεταχείριση ορισμένων επιχειρήσεων που επιθυμούν να συνεργαστούν με την Επιτροπή, χωρίς όμως να αλλοιώνει το νομικό πλαίσιο βάσει του οποίου προσδιορίζονται τα επιβλητέα πρόστιμα. Η Επιτροπή παραπέμπει συναφώς, κατ’ αναλογία, στην απόφαση LR AF 1998 κατά Επιτροπής, σκέψη 422 ανωτέρω (σκέψη 233).

498    Περαιτέρω, η Επιτροπή εκθέτει ειδικότερα ότι, ακόμα και αν δεσμεύεται κατά την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας από την ισχύουσα ανακοίνωση περί συνεργασίας, τούτο ισχύει μόνο κατά τη χρονική περίοδο εφαρμογής των σχετικών κανόνων. Στο σημείο αυτό η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι οι εν λόγω κανόνες δημιουργούν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις. Εν προκειμένω, η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων όσον αφορά την ευνοϊκή μεταχείριση που απορρέει από τη συνεργασία τους στηριζόταν αποκλειστικά στην ισχύουσα την περίοδο εκείνη ανακοίνωση περί συνεργασίας, ήτοι στην ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996. Δεδομένου ότι η ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996 δεν έχει δημιουργήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη αποκλειστικά και μόνον της Hoechst, δεν είναι δυνατή η επίκληση της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002.

499    Επιπλέον, εν προκειμένω, δεν πρόκειται για ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, αλλά για διατάξεις ικανές να δικαιολογήσουν την άρση μιας κυρώσεως. Η «αρχή της εφαρμογής της ευνοϊκότερης διατάξεως» δεν μπορεί να έχει εφαρμογή σχετικά με μια ανακοίνωση περί συνεργασίας. Τόσο οι παλαιές όσο και οι νέες διατάξεις στηρίζονται στην αρχή ότι ασυλία δεν μπορεί να χορηγείται παρά σε μία μόνον επιχείρηση. Η «αρχή της εφαρμογής της ευνοϊκότερης διατάξεως» εν προκειμένω θα έχει ως συνέπεια ότι, στην περίπτωση στην οποία δύο επιχειρήσεις που έχουν συνάψει παράνομες συμφωνίες ζητούν τη σχετική ασυλία, όπου η μία είναι η πρώτη που συνεργάστηκε βάσει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996 και η άλλη βάσει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002, θα έπρεπε υποχρεωτικά να χορηγηθεί ασυλία και στις δύο αυτές επιχειρήσεις. Τούτο θα οδηγούσε σε πλήρη έλλειψη κυρώσεως στις δύο μετέχουσες στη σύμπραξη επιχειρήσεις, πράγμα το οποίο ασφαλώς δεν μπορεί να αποτελεί σκοπό μια ανακοινώσεως περί συνεργασίας.

500    Εξάλλου, η υπό κρίση υπόθεση διακρίνεται από εκείνη που οδήγησε στην απόφαση της Επιτροπής 1999/210 (σκέψη 481 ανωτέρω). Την περίοδο εκείνη, η Επιτροπή είχε εφαρμόσει την ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996 κατ’ αναλογία στις διεξαγόμενες τότε διαδικασίες, κατά τη διάρκεια των οποίων η σχετική συνεργασία είχε επιδειχθεί πριν από τη δημοσίευση της ανακοινώσεως αυτής. Κατά την Επιτροπή, δεν ήταν ενδεδειγμένη μια τέτοια μέθοδος στην προκειμένη υπόθεση, διότι η ανακοίνωση περί συνεργασίας του 2002 περιλαμβάνει, στο σημείο 28, σαφείς κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη μεταχείριση μεταβατικών περιπτώσεων. Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές εγγυώνται την ίση μεταχείριση όλων των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων.

501    Όσον αφορά την απόφαση «Χάλκινοι σωλήνες για βιομηχανική χρήση», περί της οποίας γίνεται λόγος στη σκέψη 491 ανωτέρω και την οποία επικαλείται η Hoechst, η Επιτροπή εκθέτει περαιτέρω ότι δεν εφάρμοσε την «αρχή της εφαρμογής της ευνοϊκότερης διατάξεως» όσον αφορά την ανακοίνωση περί συνεργασίας του 2002. Θεώρησε απλώς, σύμφωνα με το σημείο 3, έκτη περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών, ότι μια περίσταση που να δικαιολογεί μια ιδιαίτερη ανταμοιβή δυνάμει του νέου συστήματος συνιστούσε αποτελεσματική συνεργασία της επιχειρήσεως στη διαδικασία, εκτός του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996.

502    Η Επιτροπή προσθέτει, σε απάντηση σε ερώτηση που έθεσε το Πρωτοδικείο, ότι, ακόμα και σε περίπτωση εφαρμογής της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002 στην υπό κρίση υπόθεση, δεν θα μπορούσε να χορηγηθεί ασυλία στη Hoechst, ή έστω να μειωθεί σημαντικά το πρόστιμό της.

503    Όσον αφορά την ασυλία έναντι της επιβολής προστίμου, πρώτον, η Επιτροπή σημειώνει ότι, τον Οκτώβριο/Νοέμβριο 1998, η Hoechst δεν προσκόμισε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που διέθετε, τούτο δε σε αντίθεση με το σημείο 13, στοιχείο α΄, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002. Για τους ίδιους λόγους, δεν θα μπορούσε να έχει εφαρμογή το σημείο 13, στοιχείο β΄, της εν λόγω ανακοινώσεως, καθόσον η Επιτροπή δεν είχε λάβει αναλυτικό πίνακα που να περιγράφει επακριβώς τη φύση των κρίσιμων αποδεικτικών στοιχείων. Επιπλέον, η Hoechst όφειλε να αναλάβει την υποχρέωση να προσκομίσει τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία σε «μεταγενέστερη ημερομηνία που επρόκειτο να συμφωνηθεί». Επομένως, κατά την Επιτροπή, το φθινόπωρο του 1998 η Hoechst δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις που προβλέπει το σημείο 13 της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002. Αν ληφθεί ως αφετηρία η διαπίστωση ότι, τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1999, η Hoechst παρέσχε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που διέθετε, μόνον τότε η εταιρία αυτή θα μπορούσε να πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπει το σημείο 13 της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002. Όμως, η Επιτροπή διέθετε ήδη επαρκείς αποδείξεις για να διαπιστώσει μια παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, πράγμα το οποίο, λαμβανομένου υπόψη του σημείου 10 της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002, εμπόδισε την υπέρ της Hoechst χορήγηση ασυλίας όσον αφορά την επιβολή προστίμου.

504    Δεύτερον, ελλείψει λεπτομερών πληροφοριών περί των ατόμων τα οποία εκπροσωπούσαν τις επιχειρήσεις που μετείχαν στη σύμπραξη, καθώς και περί του τόπου στον οποίο βρίσκονται τα γραφεία τους, κατά το σημείο 8, στοιχείο α΄, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002 η Επιτροπή δεν θα μπορούσε να εκδώσει απόφαση διατάσσουσα τη διενέργεια ελέγχων δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17. Τούτο καθόσον μάλιστα οι άλλες εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ήταν ιαπωνικές και η Hoechst είχε δηλώσει, επιπλέον ότι δεν υπήρχε καμία ένδειξη περί της συμμετοχής στη σύμπραξη του μοναδικού ανταγωνιστικού ευρωπαίου παραγωγού.

505    Τρίτον, επαναλαμβάνοντας το σημείο 456 της Αποφάσεως, η Επιτροπή εκτιμά ότι, κατά τη σύσκεψη της 29ης Οκτωβρίου 1998, η Hoechst έδωσε μιαν ασαφή περιγραφή των πραγματικών περιστατικών και επέμεινε παραπλανητικά επί της περιορισμένης εκτάσεως της συμπράξεως. Η περιγραφή αυτή δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως «αποδεικτικό στοιχείο» παρέχον στην Επιτροπή τη δυνατότητα να διαπιστώσει παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, υπό την έννοια του σημείου 8, στοιχείο β΄, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002.

506    Όσον αφορά τη μείωση του προστίμου, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει το 50 % δυνάμει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002 και ότι μπορεί ακόμα να είναι και μικρότερη. Για τη μείωση αυτή λαμβάνεται υπόψη η ημερομηνία και η «προστιθεμένη αξία» των προσκομιζόμενων αποδεικτικών στοιχείων. Βάσει αυτών, η Επιτροπή εκτιμά ότι η παραπλανητική δήλωση της Hoechst επί του περιορισμένου χαρακτήρα της συμπράξεως θα είχε ληφθεί υπόψη σε βάρος της και ότι θα εχορηγείτο μείωση μικρότερη του 50 %.

3.     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

507    Προεισαγωγικώς, πρέπει να αποκλειστεί η εφαρμογή «κατ’ αναλογία» της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002, διότι η συνεργασία της Hoechst κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διεπόταν από την ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996. Η υπό κρίση κατάσταση διακρίνεται, συναφώς, από τις περιπτώσεις που επικαλείται η Hoechst στις οποίες μπορούσε να εφαρμοστεί η ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996 κατ’ αναλογία σε καταστάσεις που είχαν μεν αρχίσει πριν από την έκδοση της εν λόγω ανακοινώσεως αλλά δεν διέπονταν από καμία άλλη νομική ρύθμιση.

508    Αν ο λόγος που προβάλλει η Hoechst μπορεί να θεωρηθεί ότι ισοδυναμεί, στην πραγματικότητα, με επίκληση συγκρούσεως νόμων όσον αφορά το χρονικό πεδίο εφαρμογής τους, αρκεί η διαπίστωση ότι αποκλείεται εν προκειμένω μια τέτοια σύγκρουση. Πράγματι, το σημείο 28 της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002 προβλέπει σαφώς ότι η εν λόγω ανακοίνωση έχει εφαρμογή από τις 14 Φεβρουαρίου 2002 για όλες τις υποθέσεις στις οποίες καμία επιχείρηση «δεν ήλθε σε επαφή με την Επιτροπή προκειμένου να τύχει της ευνοϊκής μεταχείρισης που αναφέρεται στην ανακοίνωση [περί συνεργασίας του 1996]». Όμως, εν προκειμένω, οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων η Hoechst, επικαλέστηκαν την ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996.

509    Πρέπει να σημειωθεί, κατά τα λοιπά, ότι η συνεργασία των εμπλεκομένων επιχειρήσεων άρχισε στα τέλη του έτους 1998, όταν δηλαδή ίσχυε μόνον η ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996, συνεχίστηκε όμως μετά τη δημοσίευση της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002, ενώ η Επιτροπή απηύθυνε το τελευταίο αίτημα παροχής πληροφοριών στις 13 Δεκεμβρίου 2002. Εξάλλου, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι μόνο στο στάδιο της εκδόσεως της Αποφάσεως η Επιτροπή κατέληξε οριστικά σε κάποιο συμπέρασμα σχετικά με τη συνεργασία των εμπλεκομένων επιχειρήσεων και, ιδίως, σχετικά με το ποια επιχείρηση μπορούσε να τύχει, ενδεχομένως, ασυλίας όσον αφορά την επιβολή προστίμου. Επομένως, οι πράξεις συνεργασίας των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996, παρήγαγαν αποτελέσματα μετά την έκδοση της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002. Όμως, όσον αφορά έννομες καταστάσεις που δεν έχουν ακόμη εξαντλήσει τα αποτελέσματά τους, «ελλείψει μεταβατικών διατάξεων» ένας νέος κανόνας εφαρμόζεται πάραυτα στα μελλοντικά αποτελέσματα μιας καταστάσεως που έχει διαμορφωθεί υπό το κράτος παλαιότερου κανόνα (απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Ιανουαρίου 2003, C-512/99, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I-845, σκέψη 46). Δεδομένου ότι υφίστανται μεταβατικές διατάξεις εν προκειμένω, οι διατάξεις αυτές πρέπει να ληφθούν υπόψη και να γίνει δεκτό ότι έπρεπε να εφαρμοστεί η ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996.

510    Το ως άνω συμπέρασμα, εξάλλου, είναι σύμφωνο με τις αρχές της ασφαλείας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Πρέπει να υπογραμμιστεί, συναφώς, ότι μια ανακοίνωση περί συνεργασίας δημιουργεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη όσον αφορά τη δυνατότητα εξασφαλίσεως κάποιου ποσοστού μειώσεως (απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 344 ανωτέρω, σκέψη 188). Εξάλλου, λαμβανομένης υπόψη της διατυπώσεως του τμήματος Β, στοιχείο β΄, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996, η διάταξη αυτή αποσκοπεί μόνο στο να χορηγήσει πολύ σημαντική μείωση του προστίμου στη μόνη επιχείρηση που ήταν πράγματι η «πρώτη» που προσκόμισε καθοριστικά στοιχεία (βλ. απόφαση BASF κατά Επιτροπής, σκέψη 120 ανωτέρω, σκέψη 550 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

511    Κατά τα λοιπά, και χωρίς να απαιτείται να προσδιοριστεί αν η αρχή που επικαλείται η Hoechst μπορούσε να έχει εφαρμογή στις ανακοινώσεις της Επιτροπής επί της συνεργασίας, αρκεί η διαπίστωση ότι η ανακοίνωση επί της συνεργασίας του 2002 είναι περίπλοκη, υπό την έννοια ότι τροποποιεί την ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996 σε πολλά σημεία, τόσο σε επίπεδο κανόνων ουσίας, όσο και σε επίπεδο διαδικαστικών κανόνων. Ορισμένες τροποποιήσεις είναι ευνοϊκότερες για τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, άλλες όμως όχι. Επιπλέον, η εφαρμογή της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002 ποικίλλει σε συνάρτηση με την εκάστοτε περίπτωση. Επομένως, η ανακοίνωση περί συνεργασίας του 2002 δεν είναι δυνατό να χαρακτηριστεί συνολικά ως ευνοϊκότερη από την ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996.

512    Εξάλλου, ειδικότερα, η εφαρμογή της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002 στην υπό κρίση υπόθεση δεν θα οδηγούσε οπωσδήποτε σε ευνοϊκότερο για τη Hoechst αποτέλεσμα.

513    Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι, για να μπορεί να τύχει ασυλίας όσον αφορά την επιβολή προστίμου στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση πρέπει να παράσχει «αμέσως» στην Επιτροπή όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που διαθέτει ήδη σχετικά με την πιθανολογούμενη παράβαση, «ή», να εκθέσει αρχικά τις σχετικές πληροφορίες υποθετικά, ενώ στην τελευταία αυτή περίπτωση πρέπει να υποβάλει κατάλογο που να περιγράφει τα αποδεικτικά στοιχεία που η ενδιαφερόμενη επιχείρηση προτίθεται να προσκομίσει σε ημερομηνία που θα συμφωνηθεί αργότερα. Από τον κατάλογο αυτό πρέπει να προκύπτει με ακρίβεια η φύση και το περιεχόμενο των αποδεικτικών στοιχείων (σημείο 13, στοιχεία α΄ και β΄, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002).

514    Εν προκειμένω, και για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 574 έως 578 κατωτέρω, διαπιστώνεται ότι η Hoechst δεν παρέσχε αμέσως τα αποδεικτικά στοιχεία που διέθετε. Ακόμη, από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η Hoechst παρέσχε αποδείξεις οι οποίες να έδωσαν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να αντιληφθεί τη φύση και το περιεχόμενο των στοιχείων που εκείνη διέθετε και που θα μπορούσαν να αποκαλυφθούν αργότερα.

515    Επομένως, η εφαρμογή της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002 στην υπό κρίση υπόθεση δεν είχε οδηγήσει υποχρεωτικά σε ασυλία της Hoechst όσον αφορά την επιβολή προστίμου.

516    Εξάλλου, και καθόσον η ανακοίνωση περί συνεργασίας του 2002 προβλέπει, εκτός της ασυλίας, μέγιστη μείωση του προστίμου κατά 50 %, η εφαρμογή της δεν θα είχε οδηγήσει υποχρεωτικά σε μείωση του προστίμου της Hoechst μεγαλύτερη από εκείνη που της χορηγήθηκε.

517    Για το σύνολο των λόγων αυτών, ο δέκατος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του ογδόου και του ενάτου λόγου, σχετικά με την εφαρμογή της ανακοινώσεως περί συνεργασίας

518    Με τον όγδοο λόγο της η Hoechst εκτιμά ότι η Επιτροπή προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση καθορίζοντας την επιχείρηση που συνεργάστηκε πρώτη εν προκειμένω. Με τον ένατο λόγο της η Hoechst θεωρεί ότι η Επιτροπή προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση του περιεχομένου της συνεργασίας της.

519    Πρέπει να εξεταστεί, καταρχάς, ο όγδοος λόγος.

1.     Περίληψη της Αποφάσεως

520    Στο πλαίσιο του σημείου 12.2.3 της Αποφάσεως, σχετικά με την εφαρμογή της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996, αναφέρονται τα ακόλουθα (αιτιολογική σκέψη 440 της Αποφάσεως):

«Κατά τη διάρκεια συσκέψεως που πραγματοποιήθηκε στις 13 Νοεμβρίου 1998 η Chisso υπέβαλε προφορική περιγραφή των δραστηριοτήτων της συμπράξεως και παρέσχε έγγραφες αποδείξεις […] Η Επιτροπή θεωρεί ότι η Chisso ήταν, με την ευκαιρία αυτή, η πρώτη επιχείρηση που παρέσχε καθοριστικά στοιχεία προς απόδειξη της υπάρξεως της συμπράξεως που διαπιστώνεται με την παρούσα απόφαση. Τα παρασχεθέντα στην Επιτροπή στοιχεία στις 13 Νοεμβρίου 1998 περιλαμβάνουν, ειδικότερα, χειρόγραφες σημειώσεις σχετικά με ορισμένες συσκέψεις της συμπράξεως. Η προφορική περιγραφή των δραστηριοτήτων της συμπράξεως παρέσχε τη δυνατότητα στην Επιτροπή να συσχετίσει τα έγγραφα με το γενικό ουσιαστικό πλαίσιο των πραγματικών περιστατικών. Οι πληροφορίες που παρέσχε η Chisso παρέσχαν τη δυνατότητα στην Επιτροπή να διαπιστώσει την ύπαρξη και το περιεχόμενο των περισσοτέρων συσκέψεων της συμπράξεως καθώς και την ταυτότητα των μετεχόντων, όπως εξηγείται στο μέρος I.»

521    Όσον αφορά τη Hoechst, η αιτιολογική σκέψη 451 της Αποφάσεως διευκρινίζει ότι, «χωρίς να ήταν η πρώτη επιχείρηση που παρέσχε στην Επιτροπή καθοριστικά στοιχεία, η Hoechst συνέβαλε, σε ένα πρώιμο στάδιο, στη διαπίστωση σημαντικών πτυχών της παραβάσεως και, αφού έλαβε την ανακοίνωση αιτιάσεων, δεν αμφισβήτησε τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων η Επιτροπή στήριζε τα λεγόμενά της».

2.     Επιχειρήματα των διαδίκων

 Τα επιχειρήματα της Hoechst

522    Ακόμα και αν γίνει δεκτή η δυνατότητα εφαρμογής της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996, η Hoechst υποστηρίζει ότι η ίδια όφειλε να θεωρηθεί ως η πρώτη επιχείρηση που συνεργάστηκε με την Επιτροπή και παρέσχε ουσιώδεις αποδείξεις περί της συμπράξεως.

523    Αναλύοντας χρονολογικά τα πραγματικά περιστατικά, η Hoechst υπογραμμίζει ότι οι δικηγόροι της Chisso είχαν μια συνάντηση με την Επιτροπή στις 29 Σεπτεμβρίου 1998, στο πλαίσιο άλλης υποθέσεως. Από τα πρακτικά της συσκέψεως αυτής προκύπτει ότι οι δικηγόροι της Chisso είχαν αναφέρει παρεμπιπτόντως ότι εκπροσωπούσαν επίσης μιαν άλλη επιχείρηση που είχε εκφράσει την επιθυμία της να συνεργαστεί με την Επιτροπή σχετικά με μια σύμπραξη αφορώσα το σορβικό οξύ.

524    Εντούτοις, την ημερομηνία εκείνη οι δικηγόροι της Chisso δεν ήταν διατεθειμένοι να αποκαλύψουν το όνομα της επιχειρήσεως αυτής ούτε είχαν σχετική έγκριση. Τούτο προκύπτει ειδικότερα από δύο εσωτερικά σημειώματα της Επιτροπής της 1ης και της 2ας Οκτωβρίου 1998. Από το γεγονός ότι ο συντάκτης των εσωτερικών σημειωμάτων ήλθε στη σύσκεψη αφού αυτή είχε αρχίσει δεν μπορεί να συναχθεί ότι το όνομα της Chisso είχε αποκαλυφθεί προηγουμένως, ειδικότερα στον βοηθό γενικό διευθυντή της Γενικής Διευθύνσεως Ανταγωνισμού της Επιτροπής κατά την περίοδο των πραγματικών περιστατικών. Εξάλλου, η μνεία μιας άλλης επιχειρήσεως στο εσωτερικό σημείωμα της 2ας Οκτωβρίου 1998 δεν αποτελεί τυπογραφικό σφάλμα της Επιτροπής και, επομένως, δεν αφορά στην πραγματικότητα τη Chisso.

525    Η Hoechst θεωρεί επίσης ότι την ημερομηνία αυτή δεν υποβλήθηκε κανένα αίτημα που να πληροί τις προϋποθέσεις του τίτλου E, παράγραφος 1, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996 και ότι, κατά τη σύσκεψη αυτή, καμία απόδειξη δεν προσκομίστηκε αλλ’ ούτε και προτάθηκε να προσκομιστεί. Επιπλέον, δεν περιγράφηκε κανένα στοιχείο της παραβάσεως, ενώ δεν γνωστοποιήθηκαν ούτε καν τα ονόματα των μετεχουσών επιχειρήσεων.

526    Στις 23 Οκτωβρίου 1998 οι δικηγόροι της Hoechst και της Nutrinova ήλθαν σε επαφή με την Επιτροπή τηλεφωνικώς για να ζητήσουν τη διοργάνωση μιας συσκέψεως.

527    Στις 29 Οκτωβρίου 1998, κατά τη διάρκεια της συσκέψεως με την Επιτροπή, οι δικηγόροι της Hoechst και της Nutrinova ζήτησαν επισήμως οι επιχειρήσεις τις οποίες εκπροσωπούσαν να θεωρηθούν ως κύριοι μάρτυρες της συνεργασίας. Στο πλαίσιο αυτό, περιέγραψαν τα ουσιώδη στοιχεία της αφορώσας τα σορβικά άλατα συμπράξεως, δηλαδή τα σχετικά προϊόντα, τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, τις αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού ενέργειες και τη σχετική χρονική περίοδο. Η Επιτροπή δέχθηκε την ως άνω προφορική περιγραφή των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών ως πράξη συνεργασίας. Από τη σύγκριση με τις μεταγενέστερες διαπιστώσεις της Αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε χωρίς περιορισμό τις πληροφορίες που είχε παράσχει η Hoechst την ημερομηνία εκείνη. Ειδικότερα, με την Απόφαση η Επιτροπή δεν κατέληξε σε διαπιστώσεις σχετικά με τη δομή της συμπράξεως που να διαφέρουν θεμελιωδώς από τις πληροφορίες που είχε παράσχει η Hoechst στις 29 Οκτωβρίου 1998.

528    Στις 13 Νοεμβρίου 1998 οι δικηγόροι της Chisso εξέθεσαν για πρώτη φορά προφορικά την κατάσταση της συμπράξεως σχετικά με τα σορβικά άλατα. Το όνομα της Chisso αποκαλύφθηκε μόλις την ημερομηνία αυτή.

529    Στη συνέχεια, η Hoechst διαβίβασε στην Επιτροπή διάφορες γραπτές ανακοινώσεις, ήτοι τον Δεκέμβριο του 1998, τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1999, καθώς και ακόμα μερικές φορές αργότερα. Οι σχετικές πληροφορίες που παρέσχε η Hoechst στις 19 Μαρτίου 1999 ήταν η πρώτη έγγραφη ανακοίνωση των στοιχείων που συνέθεταν τη σύμπραξη, με τη μορφή «δηλώσεως της εταιρίας».

530    Η πρώτη «δήλωση της εταιρίας» εκ μέρους της Chisso πραγματοποιήθηκε μόλις στις 20 Απριλίου 1999. Καμία από τις άλλες επιχειρήσεις που είχαν μετάσχει στην παράβαση δεν ήλθε σε επαφή με την Επιτροπή κατά τη διάρκεια του εν λόγω πρώτου σταδίου της διαδικασίας.

531    Τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά αποδεικνύουν ότι η Hoechst ήταν η πρώτη που παρέσχε στην Επιτροπή «καθοριστικά αποδεικτικά στοιχεία», υπό την έννοια της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996, και τούτο προφορικά.

532    Η Hoechst προσθέτει ότι είναι σύμφωνο προς την πρακτική της Επιτροπής να θεωρείται μια επιχείρηση ως η πρώτη που συνεργάστηκε, ακόμα και αν παρέχει καταρχάς προφορικές αποδείξεις, όταν αυτές ικανοποιούν το κριτήριο των «καθοριστικών στοιχείων» και επιβεβαιώνονται και συμπληρώνονται στη συνέχεια. Ήδη οι εν λόγω προφορικές αποδείξεις παρέχουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να προβεί σε έρευνα και να διενεργήσει ελέγχους ή να απευθύνει αιτήματα παροχής πληροφοριών. Ούτε η ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996 ούτε εκείνη του 2002 απαιτούν να εκδηλώνεται η σχετική συνεργασία με υποβολή εγγράφων.

533    Η Hoechst υπογραμμίζει στο σημείο αυτό ότι η Επιτροπή είχε τηρήσει στάση η οποία δημιουργούσε προσκόμματα, καθόσον, πρώτον, είχε υποσχεθεί να ειδοποιήσει την Chisso αν άλλες επιχειρήσεις επρόκειτο να επιδείξουν μεγαλύτερη προθυμία συνεργασίας και, δεύτερον, αρνήθηκε αιφνιδίως να δεχθεί προφορικές μαρτυρίες ως πράξεις συνεργασίας, ανατρέποντας την προγενέστερη στάση της. Η Hoechst παραπέμπει, επί του τελευταίου αυτού σημείου, στο έγγραφο της Επιτροπής της 19ης Ιανουαρίου 1999, με το οποίο η τελευταία θεώρησε ότι η Hoechst είχε παύσει να συνεργάζεται, στο έγγραφο που απέστειλε η Hoechst στις 28 Ιανουαρίου 1999, το οποίο εξέφραζε την αδυναμία της να κατανοήσει τη στάση αυτή, στην τηλεφωνική συνομιλία που είχε στις 5 Μαρτίου 1999, κατά τη διάρκεια της οποίας η Επιτροπή ανέφερε ότι είχε παρέλθει η περίοδος των «ατερμόνων» συσκέψεων, καθώς και στο έγγραφο της Επιτροπής της 29ης Μαρτίου 1999, με το οποίο αρνήθηκε να δεχθεί προφορικές μαρτυρίες εκ μέρους της Hoechst. Η ως άνω στάση συνιστά προσβολή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη και της αρχής της χρηστής διοικήσεως. Η Hoechst σημειώνει επίσης ότι, έκτοτε, η πρακτική της Επιτροπής συνίσταται στην αποδοχή των προφορικών αιτημάτων και των πράξεων συνεργασίας των επιχειρήσεων που υποβάλλονται ή πραγματοποιούνται προφορικά. Η στάση της Επιτροπής δίδει επίσης την εντύπωση αυθαίρετης ενέργειας, καθόσον, αντιθέτως, έγιναν δεκτές οι προφορικές μαρτυρίες της Chisso.

534    Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και αν η Επιτροπή –σε αντίθεση με την πρακτική που ακολουθούσε την περίοδο εκείνη αλλά και με αυτήν που ακολουθεί πρόσφατα– έπρεπε να λάβει υπόψη μόνο τις έγγραφες πληροφορίες, η έγγραφη ανακοίνωση της Hoechst της 19ης Μαρτίου 1999 ήταν το πρώτο έγγραφο στοιχείο που παρέσχε κάποια επιχείρηση και επιβεβαίωνε τις ενδείξεις που είχαν δοθεί προφορικά.

535    Η εκ μέρους της Chisso προσκόμιση πρακτικών σχετικά με συνομιλίες στις 13 Νοεμβρίου 1998 δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πρώτη έγγραφη πράξη συνεργασίας, καθόσον τα σχετικά έγγραφα είναι ακατανόητα και δεν έχουν κάποιο νόημα παρά μόνο μέσω της εκθέσεως των πραγματικών περιστατικών στην οποία προέβη πρώτη η Hoechst, στις 29 Οκτωβρίου 1998. Η έλλειψη αποδεικτικής ισχύος των εγγράφων που παρέσχε η Chisso προκύπτει επίσης από το γεγονός ότι η Επιτροπή θεώρησε αναγκαία τη διενέργεια νέας ακροάσεως υπαλλήλων της Chisso στις 9 Δεκεμβρίου 1998. Επιπλέον, τα πρακτικά που παρέσχε η Chisso αφορούσαν μόνο μερικές συσκέψεις των ετών 1995 και 1996. Όσον αφορά το σαφώς μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από το 1978 μέχρι το 1994, η Chisso δεν είχε υποβάλει στις 13 Νοεμβρίου 1998 κανένα έγγραφο στοιχείο. Επιπλέον, τα ως άνω «αποδεικτικά στοιχεία» δεν ελήφθησαν υπόψη στην Απόφαση προς διαπίστωση της δραστηριότητας της συμπράξεως. Επομένως, δεν είναι «καθοριστικής σημασίας».

536    Η Hoechst υπογραμμίζει, συναφώς, ότι, ένα εσωτερικό σημείωμα της Επιτροπής της 9ης Νοεμβρίου 1998, που γνωστοποιήθηκε στο πλαίσιο της προσβάσεως στη δικογραφία, αναφέρει ότι οι δικηγόροι της Chisso «ήταν οι πρώτοι που προσέφεραν τη συνεργασία τους, αλλά οι μεταγενέστερες εξελίξεις στη συνέχεια ανέτρεψαν την κατάσταση, καθόσον στο πλαίσιο των εξελίξεων αυτών άλλες επιχειρήσεις παρέσχαν χρήσιμες πληροφορίες πριν από αυτούς».

537    Η Hoechst προσθέτει ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να της προσάπτει το γεγονός ότι οι εξηγήσεις που παρέσχε επί των συμφωνιών αποκλίνουν σε ορισμένα σημεία από τα πραγματικά περιστατικά που περιγράφονται στην Απόφαση και, ταυτόχρονα, να δέχεται ότι οι πληροφορίες που παρέσχε η Chisso, χάρη στις οποίες εξασφάλισε ασυλία, δεν καλύπτουν το σύνολο της διάρκειας της παραβάσεως ούτε όλες τις λεπτομέρειες της συμπράξεως.

 Τα επιχειρήματα της Επιτροπής

538    Η Επιτροπή υπογραμμίζει προ πάντων, όσον αφορά το από 9 Νοεμβρίου 1998 εσωτερικό σημείωμά της, το οποίο επικαλείται η Hoechst, ότι η ανεπίσημη εκτίμηση των υπαλλήλων της Επιτροπής σε πρώιμο στάδιο της διαδικασίας δεν μπορεί να προδικάσει την απόφαση της Επιτροπής.

539    Κατά τα λοιπά, η Επιτροπή διορθώνει τον τρόπο με τον οποίο η Hoechst περιγράφει τη διαδοχή των πραγματικών περιστατικών εν προκειμένω.

540    Πρώτον, όσον αφορά τη σύσκεψη της 29ης Σεπτεμβρίου 1998 –που αφορούσε δύο υποθέσεις, μεταξύ των οποίων εκείνη περί των σορβικών αλάτων, που πραγματοποιήθηκε μεταξύ 16.30 και 18.30–, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι δικηγόροι ενεργούσαν στο όνομα της Chisso, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 4 της Αποφάσεως.

541    Η Επιτροπή υπενθυμίζει, συναφώς, ότι υπάρχουν δύο εσωτερικά σημειώματα σχετικά με τη σύσκεψη αυτή.

542    Όσον αφορά το εσωτερικό σημείωμα της 2ας Οκτωβρίου 1998, σχετικά με μια σύσκεψη αφορώσα το σορβικό οξύ, η Επιτροπή εκθέτει ότι ο βοηθός γενικός διευθυντής της Γενικής Διευθύνσεως Ανταγωνισμού της Επιτροπής κατά την περίοδο των πραγματικών περιστατικών συνάντησε τους δικηγόρους της Chisso μεταξύ 16.30 και 17.30. Η Επιτροπή σημειώνει επίσης ότι το εν λόγω εσωτερικό σημείωμα μνημονεύει την «εταιρία Chisso». Τούτο αποδεικνύει ότι οι δικηγόροι της Chisso ανέφεραν ονομαστικά την πελάτισσά τους. Αν δεν το είχαν πράξει, ο συντάκτης του σημειώματος δεν θα είχε ενημερωθεί περί της ταυτότητας της επιχειρήσεως αυτής. Το γεγονός ότι το εσωτερικό σημείωμα της 2ας Οκτωβρίου 1998 κάνει λόγο για μια «άγνωστη επιχείρηση» δεν είναι αντιφατικό. Τούτο δηλώνει απλώς με βάση ποια στοιχεία είχε διοργανωθεί η σύσκεψη με τους δικηγόρους αυτούς. Εξάλλου, το ότι το σημείωμα αυτό μνημονεύει μιαν άλλη επιχείρηση που εμπλεκόταν στο πλαίσιο άλλης διαδικασίας είναι μόνον ένα τυπογραφικό σφάλμα. Η επιχείρηση την οποία αφορούσε το έγγραφο ήταν στην πραγματικότητα η Chisso.

543    Όσον αφορά το εσωτερικό σημείωμα της 1ης Οκτωβρίου 1998 (που καλύπτει δύο υποθέσεις, μεταξύ των οποίων εκείνη που αφορά το σορβικό οξύ), η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι δύο υπάλληλοί της ήλθαν στη σύσκεψη στις 17.30. Το γεγονός ότι το εν λόγω εσωτερικό σημείωμα μνημονεύει ότι δεν γνωστοποιήθηκε το όνομα της επιχειρήσεως που επιθυμούσε να παράσχει πληροφορίες περί της συμπράξεως στον τομέα των σορβικών αλάτων δικαιολογείται από το ότι δεν αναφέρθηκε το όνομα της Chisso παρουσία των δύο ως άνω υπαλλήλων, ένας από τους οποίους είναι ο συντάκτης του εσωτερικού σημειώματος.

544    Δεύτερον, είναι εσφαλμένο να προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η Hoechst περιέγραψε τα κύρια στοιχεία της συμπράξεως σχετικά με τα σορβικά άλατα κατά τη σύσκεψη της 29ης Οκτωβρίου 1998. Η Hoechst είχε δηλώσει εξάλλου με ένα έγγραφο της 27ης Οκτωβρίου 1998 ότι επρόκειτο για μια «πρώτη συζήτηση με σκοπό να διευκρινιστούν άλλες λεπτομέρειες». Σύμφωνα με το εσωτερικό σημείωμα της Επιτροπής της 6ης Νοεμβρίου 1998 η Hoechst είχε διευκρινίσει από την αρχή της συσκέψεως ότι χρειαζόταν περισσότερο χρόνο για να ενημερωθεί επαρκώς, προκειμένου να παράσχει πλήρεις πληροφορίες

545    Οι πληροφορίες που παρέσχε η Hoechst κατά την ως άνω σύσκεψη της 29ης Οκτωβρίου 1998 ήταν πολύ γενικές και η δοθείσα περιγραφή των πραγματικών περιστατικών ήταν αόριστη. Εξάλλου, η Hoechst είχε κάνει λόγο για ανά εξάμηνο συσκέψεις, κατά τη διάρκεια των οποίων δεν είχε συναφθεί καμία ειδική συμφωνία. Είχε επίσης αναφερθεί στον ανεπίσημο χαρακτήρα των συσκέψεων χωρίς κάποιους ιδιαίτερους τύπους (αιτιολογική σκέψη 456 της Αποφάσεως).

546    Στο σχετικό μέρος της εκθέσεως των πραγματικών περιστατικών της Αποφάσεως (αιτιολογικές σκέψεις 79 έως 251) η Επιτροπή δεν ανέφερε ούτε μια φορά τις δηλώσεις της Hoechst της 29ης Οκτωβρίου 1998. Εξάλλου, οι παρατηρήσεις της Hoechst σχετικά με τις συμφωνίες διέφεραν σημαντικά από τα πραγματικά περιστατικά που εκθέτει η Απόφαση.

547    Τρίτον, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, μέχρι τις 19 Μαρτίου 1999, η Hoechst δεν ήταν διατεθειμένη να συνεργαστεί πλήρως. Τούτο προκύπτει σαφώς από τα έγγραφα της 21ης Δεκεμβρίου 1998 και της 28ης Ιανουαρίου 1999, με τα οποία η Hoechst πληροφόρησε την Επιτροπή ότι, λόγω των εκκρεμών στις Ηνωμένες Πολιτείες ποινικών και αστικών διαδικασιών, είχε αποφασίσει να μην παράσχει τότε όλες τις χρήσιμες πληροφορίες, αλλ’ ούτε και τα έγγραφα ή τις αποδείξεις περί της συμπράξεως τις οποίες διέθετε. Με το έγγραφο της 19ης Ιανουαρίου 1999 η Επιτροπή είχε διευκρινίσει ωστόσο ότι η στάση αυτή συνιστούσε άρνηση συνεργασίας υπό την έννοια της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996. Ενεργώντας με τον τρόπο αυτό, η Hoechst είχε εκτεθεί στον κίνδυνο επιβολής προστίμου.

548    Σε αντίθεση με όσα δίδει την εντύπωση ότι υποστηρίζει η Hoechst, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι το γεγονός ότι δεν ελήφθησαν υπόψη οι προφορικές μαρτυρίες δεν παρεκκλίνει από την τηρούμενη τότε πρακτική. Η πρακτική αυτή μεταβλήθηκε μόνο μετά την έκδοση της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002.

549    Εξάλλου, όσον αφορά την αιτίαση σχετικά με την παρεμβολή προσκομμάτων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, με το από 29 Μαρτίου 1999 έγγραφό της, που επικαλείται η Hoechst, ανέφερε ότι, αν η εταιρία αυτή επιθυμούσε να επικαλεστεί υπέρ αυτής την ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996, έπρεπε τουλάχιστον να παράσχει πληροφορίες, έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που να συμβάλουν στην επιβεβαίωση της υπάρξεως της συμπράξεως. Η σχετική φρασεολογία ήταν εκείνη του τίτλου Δ, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996. Το έγγραφο της 29ης Μαρτίου 1999 ανέφερε επομένως ότι, κατά την άποψη των υπαλλήλων της Επιτροπής, μέχρι τότε η Hoechst δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις της πρώτης αυτής περιπτώσεως. Τίποτα άλλο δεν προκύπτει από τα συνταχθέντα από τους δικηγόρους της Hoechst πρακτικά ορισμένων τμημάτων της τηλεφωνικής συνομιλίας της 5ης Μαρτίου 1999 με τον επιφορτισμένο με την υπόθεση υπάλληλο της Επιτροπής. Εν προκειμένω δεν υπήρξε παρεμβολή προσκομμάτων· επρόκειτο απλώς για ακριβή παράθεση της καταστάσεως σύμφωνα με την ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996.

550    Τέταρτον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι είναι ανακριβές να λέγεται ότι η Chisso παρέσχε μικρό αριθμό εγγράφων κατά τη σύσκεψη της 13ης Νοεμβρίου 1998. Στο εσωτερικό σημείωμα της 19ης Νοεμβρίου 1998 η Επιτροπή κάνει λόγο για πολλά έγγραφα που αφορούν επαφές μεταξύ ανταγωνιστών κατά τη διάρκεια των ετών 1995 και 1996. Τα έγγραφα αυτά είναι ημερήσιες διατάξεις των συσκέψεων και προσωπικές σημειώσεις. Επιπλέον, η Chisso είχε παράσχει πίνακες με τις συμφωνηθείσες τιμές-στόχους για όλη τη διάρκεια της συμπράξεως. Οι εν λόγω έγγραφες αποδείξεις, που επεξηγήθηκαν επίσης προφορικά, ήταν καθοριστικής σημασίας για την Επιτροπή στο πλαίσιο της εκδόσεως της Αποφάσεως (αιτιολογική σκέψη 440 της Αποφάσεως), διότι, για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, παρέσχαν τη δυνατότητα αποδείξεως της διαπραχθείσας παραβάσεως, έστω και αν οι αποδείξεις αυτές δεν κάλυπταν όλη τη διαπιστωθείσα διάρκεια της συμπράξεως ούτε όλες τις λεπτομέρειές της. Από την προειδοποίηση που η Επιτροπή είχε υποσχεθεί να δώσει στην Chisso κατά τη σύσκεψη αυτή δεν μπορεί να συναχθεί ότι τότε η εν λόγω επιχείρηση δεν πληρούσε ακόμη τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να μπορέσει να τύχει ασυλίας. Το πολύ μπορούσε να συναχθεί ότι δεν ήταν βέβαιο ότι θα εχορηγείτο ασυλία στην Chisso βάσει των πράξεων συνεργασίας της την περίοδο εκείνη.

551    Αντιθέτως, μόλις στις 19 Μαρτίου 1999 η Hoechst παρέσχε στην Επιτροπή πληροφορίες που να μπορούν να θεωρηθούν ως έναρξη ουσιαστικής συνεργασίας. Ωστόσο, η γραπτή ανακοίνωση της 19ης Μαρτίου 1999 δεν περιλαμβάνει λεπτομερή περιγραφή των συσκέψεων και των διαδικασιών της συμπράξεως. Η Hoechst παρέσχε τις σχετικές λεπτομέρειες μόλις στις 28 Απριλίου 1999, σε απάντηση σε συγκεκριμένες ερωτήσεις της Επιτροπής.

3.     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

552    Πρέπει να υπομνησθεί ο τίτλος B της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996 που προβλέπει, μεταξύ άλλων προϋποθέσεων, ότι στην επιχείρηση που «είναι η πρώτη που προσκομίζει στοιχεία καθοριστικά για την απόδειξη της ύπαρξης της σύμπραξης» (τίτλος B, στοιχείο β΄, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996) χορηγείται μείωση τουλάχιστον 75 % του προστίμου που θα της επιβαλλόταν αν δεν συνεργαζόταν, μείωση η οποία μπορεί να φθάσει και μέχρι μη επιβολή του συνόλου του προστίμου.

553    Από το ίδιο το γράμμα του τίτλου B, στοιχείο β΄, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996 προκύπτει ότι η «πρώτη» αυτή επιχείρηση δεν απαιτείται να έχει παράσχει το σύνολο των στοιχείων που αποδεικνύουν όλες τις λεπτομέρειες της συμπράξεως, αλλά ότι αρκεί να έχει παράσχει «καθοριστικά στοιχεία». Η διάταξη αυτή δεν απαιτεί να είναι «επαρκή» τα παρασχεθέντα στοιχεία από μόνα τους για να μπορεί να απευθυνθεί ανακοίνωση αιτιάσεων ή, ακόμη, για την έκδοση τελικής αποφάσεως διαπιστώνουσας την ύπαρξη παραβάσεως (απόφαση της 15ης Ιουνίου 2005, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 118 ανωτέρω, σκέψη 362). Εντούτοις, ναι μεν τα στοιχεία που προβλέπονται στον τίτλο Β, στοιχείο β΄, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996 δεν πρέπει κατ’ ανάγκην να είναι, καθαυτά, επαρκή προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη της συμπράξεως, πλην όμως τα εν λόγω στοιχεία πρέπει να είναι καθοριστικά προς τούτο. Επομένως, δεν πρέπει να πρόκειται απλώς για ενδείξεις ως προς την κατεύθυνση προς την οποία πρέπει να στραφούν οι έρευνες της Επιτροπής, αλλά για στοιχεία δυνάμενα να χρησιμοποιηθούν απευθείας ως κύρια αποδεικτικά στοιχεία, επί των οποίων να μπορεί να στηριχθεί μια απόφαση της Επιτροπής περί διαπιστώσεως παραβάσεως (απόφαση BASF κατά Επιτροπής, σκέψη 120 ανωτέρω, σκέψη 493).

554    Πρέπει να υπογραμμιστεί, επίσης, ότι καθοριστικά στοιχεία υπό την έννοια του τίτλου B, στοιχείο β΄, της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996 μπορούν επίσης να παρέχονται προφορικά (απόφαση BASF κατά Επιτροπής, σκέψη 120 ανωτέρω, σκέψη 506).

555    Τέλος, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή διαθέτει ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως κατά την εκτίμηση του αν η επίμαχη συνεργασία ήταν «καθοριστική» ώστε να διευκολύνει το έργο της διαπιστώσεως μιας παραβάσεως και να τη σταματήσει. Οι σχετικές ενέργειες της Επιτροπής μπορούν να ελεγχθούν μόνον όσον αφορά κάποια πρόδηλη υπέρβαση του εν λόγω περιθωρίου εκτιμήσεως (απόφαση της 15ης Ιουνίου 2005, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 118 ανωτέρω, σκέψη 362).

556    Με γνώμονα τις ανωτέρω παρατηρήσεις πρέπει να εξεταστεί αν η Επιτροπή υπέπεσε εν προκειμένω σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως συνάγοντας ότι η Chisso ήταν η πρώτη επιχείρηση που παρέσχε καθοριστικά στοιχεία προς απόδειξη της υπάρξεως της συμπράξεως.

557    Συναφώς, πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, με την αιτιολογική σκέψη 440 της Αποφάσεως, η Επιτροπή δέχθηκε ότι «κατά τη διάρκεια μιας συσκέψεως που πραγματοποιήθηκε στις 13 Νοεμβρίου 1998 η Chisso περιέγραψε προφορικά τις δραστηριότητες της συμπράξεως και παρέσχε έγγραφες αποδείξεις» και ότι το κοινοτικό αυτό όργανο «θεωρεί ότι, με την ευκαιρία αυτή, η Chisso ήταν η πρώτη επιχείρηση που παρέσχε καθοριστικά στοιχεία προς απόδειξη της υπάρξεως της συμπράξεως την οποία διαπιστώνει η παρούσα απόφαση». Επομένως, η Επιτροπή στηρίχθηκε αποκλειστικά στην προφορική περιγραφή των δραστηριοτήτων της συμπράξεως και στις έγγραφες αποδείξεις που παρασχέθηκαν κατά τη σύσκεψη της 13ης Νοεμβρίου 1998, και όχι αργότερα, προκειμένου να συναγάγει ότι η Chisso ήταν η πρώτη επιχείρηση που παρέσχε καθοριστικά στοιχεία προς απόδειξη της υπάρξεως της συμπράξεως.

558    Δεύτερον, πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά τη σύσκεψη της 13ης Νοεμβρίου 1998, η Chisso προέβη σε λεπτομερή προφορική περιγραφή των δραστηριοτήτων της συμπράξεως. Από τα πρακτικά της συσκέψεως αυτής, τα οποία συνέταξε η Επιτροπή, προκύπτει ότι η Chisso ανέφερε ποιοι μετείχαν στη σύμπραξη, τη διάρκειά της, 19 ημερομηνίες διεξαγωγής συσκέψεων μαζί με τον τόπο διεξαγωγής τους και το αντικείμενο και τη λειτουργία της συμπράξεως. Επί των δύο τελευταίων σημείων, η Chisso εξέθεσε ειδικότερα μεταξύ άλλων ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις είχαν συνάψει συμφωνίες περί των τιμών και των όγκων πωλήσεως σορβικών αλάτων και ότι, κατά τη διάρκεια της συμπράξεως, είχαν επίγνωση του ότι οι δραστηριότητές τους ήταν παράνομες. Η Chisso εξήγησε επίσης τη μέθοδο προσδιορισμού των ποσοστώσεων και τα ενδεχομένως ανακύψαντα προβλήματα, την εξέλιξη των συσκέψεων και τις προπαρασκευαστικές συσκέψεις μεταξύ των Ιαπώνων παραγωγών, το όνομα των υπαλλήλων της Chisso που μετείχαν στις συσκέψεις, καθώς και εκείνο ορισμένων υπαλλήλων άλλων εμπλεκομένων επιχειρήσεων, το περιεχόμενο των επαφών μεταξύ Hoechst και Daicel και το σύστημα εποπτείας των συσκέψεων και τη μέθοδο προσδιορισμού των τιμών-στόχων.

559    Τρίτον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, επιπλέον της προφορικής περιγραφής των δραστηριοτήτων της συμπράξεως, η Chisso παρέσχε επίσης, κατά τη σύσκεψη της 13ης Νοεμβρίου 1998, έγγραφα στοιχεία που περιλαμβάνονται στον φάκελο έρευνας (156 σελίδες συνολικά). Ειδικότερα, η Chisso διαβίβασε λεπτομερείς σημειώσεις (χειρόγραφα σημειώματα στα ιαπωνικά μαζί με τη μετάφρασή τους στα αγγλικά) που ελήφθησαν κατά τις συσκέψεις της συμπράξεως την άνοιξη και το φθινόπωρο των ετών 1995 και 1996 (οι οποίες έδιδαν στοιχεία για το επίπεδο των τιμών-στόχων που καθοριζόταν μεταξύ των μελών της συμπράξεως), την ημερήσια διάταξη των συσκέψεων αυτών, τις κάρτες των ατόμων που είχαν μετάσχει στις συσκέψεις, καθώς και τους όγκους των ποσοστώσεων πωλήσεων που είχαν συμφωνηθεί για τα έτη 1992 έως 1995.

560    Σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η Hoechst, η Επιτροπή χρησιμοποίησε τα έγγραφα αυτά, καθόσον η Απόφαση κάνει λόγο για ζητήματα περιλαμβανόμενα σε πολλές σελίδες των εγγράφων αυτών, ειδικότερα στο πλαίσιο της εξελίξεως και των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων των κοινών συσκέψεων (βλ., ιδίως, τις υποσημειώσεις 82, 140, 141, 144 και 150 της Αποφάσεως). Επομένως, τα έγγραφα αυτά ήταν κρίσιμα για την απόδειξη, υπό την έννοια της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996, «της υπάρξεως της συμπράξεως».

561    Εξάλλου, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η Hoechst, τα έγγραφα αυτά ήταν επαρκώς σαφή, παρά το γεγονός ότι ένας υπάλληλος της Chisso, που είχε μετάσχει στις κοινές συσκέψεις, ήλθε να παράσχει διευκρινίσεις κατά τη διάρκεια μιας συσκέψεως με τις υπηρεσίες της Επιτροπής που πραγματοποιήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 1998. Πράγματι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της συσκέψεως αυτής, που συνέταξε η Επιτροπή, τα διευκρινιστικά στοιχεία σχετικά με τα έγγραφα αυτά δεν αφορούσαν τη γενική εκτίμησή τους, αλλά ορισμένες λεπτομέρειες συνδεόμενες, ιδίως, με τη χρησιμοποίηση συντομογραφιών.

562    Τέταρτον, πρέπει να σημειωθεί ότι η Hoechst είχε μια συνάντηση με τις υπηρεσίες της Επιτροπής στις 29 Οκτωβρίου 1998, ήτοι πριν από την Chisso, για να περιγράψει προφορικά τις επίμαχες συσκέψεις. Ειδικότερα, η Hoechst ανέφερε τους μετέχοντες στις συσκέψεις, την κατά προσέγγιση διάρκεια των συσκέψεων αυτών (από τα τέλη της δεκαετίας του ’70/τις αρχές της δεκαετίας του ’80 μέχρι τα έτη 1995/1996), τη συχνότητα των συσκέψεων και το αντικείμενό τους.

563    Εντούτοις, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, κατά τη σύσκεψη αυτή η Hoechst δεν προσκόμισε κανένα έγγραφο που να στηρίζει τις δηλώσεις της. Συναφώς, ο εκπρόσωπος της Hoechst ανέφερε, σύμφωνα με τα πρακτικά τα οποία συνέταξε η Επιτροπή και τα οποία δεν αμφισβήτησε η Hoechst, «τις μεγάλες δυσχέρειες που είχε η Nutrinova για να βρει όλες τις κρίσιμες λεπτομέρειες των συσκέψεων αυτών».

564    Εξάλλου, τα ίδια αυτά πρακτικά αναφέρουν ότι «το αντικείμενο των συσκέψεων δεν ήταν η κατανομή των πελατών ή ο προσδιορισμός των τιμών, υπό τη στενή έννοια του όρου» και ότι «δεν υπήρχε κανένα σύστημα εποπτείας» ή ακόμη ότι ο δικηγόρος της Hoechst «ήταν κατηγορηματικός επί του γεγονότος ότι το επίπεδο των συμφωνιών κατά τις συσκέψεις ήταν μετριασμένο και δεν παρουσίαζε τα τυπικά στοιχεία μιας συμπράξεως αφορώσας τον καθορισμό τιμών ή την κατανομή πελατών».

565    Ομοίως, στα πρακτικά της συσκέψεως της 29ης Οκτωβρίου 1998 που συνέταξε η Hoechst αναφέρεται ότι «οι συζητήσεις μεταξύ Hoechst/Nutrinova και των Ιαπώνων δεν αφορούσαν κατανομή πελατών, συμπράξεις όσον αφορά προσκλήσεις υποβολής προσφορών ή καθορισμό τιμών υπό τη στενή έννοια του όρου».

566    Η Hoechst ουδέποτε δήλωσε, κατά τη σύσκεψη της 29ης Οκτωβρίου 1998, ότι οι κοινές συσκέψεις είχαν ως αντικείμενο τη χορήγηση στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ποσοστώσεων όγκων πωλήσεων για την Ευρώπη, ούτε ότι είχε προβλεφθεί ένα σύστημα καταγραφής και παρακολουθήσεως των σχετικών με τις συσκέψεις στοιχείων, όπως ωστόσο δέχεται η Απόφαση, στο άρθρο 1 του διατακτικού της, βάσει της ανακοινώσεως αιτιάσεων, χωρίς η Hoechst να έχει αμφισβητήσει τα στοιχεία αυτά. Όσον αφορά τις ποσοστώσεις πωλήσεως, η Hoechst ανέφερε μόνον, κατά τα προαναφερθέντα πρακτικά, υπό την ένδειξη «ποσοστό αυξήσεως», ότι «οι ανταγωνιστές είχαν διάφορες συζητήσεις μεταξύ τους σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο προέβλεπαν την αύξηση του μεγέθους της αγοράς που θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση της ζητήσεως».

567    Τέλος, η Hoechst εξέθεσε, στα πρακτικά της συσκέψεως της 29ης Οκτωβρίου 1998, ότι «οι συσκέψεις δεν οργανώνονταν συστηματικά και [ότι] οι ημερήσιες διατάξεις έμοιαζαν πολύ μεταξύ τους κάθε φορά».

568    Από το σύνολο των στοιχείων αυτών προκύπτει ότι, πρώτον, η Chisso παρέσχε, κατά τη σύσκεψη της 13ης Νοεμβρίου 1998, μια λεπτομερή περιγραφή των δραστηριοτήτων και της λειτουργίας της συμπράξεως. Δεύτερον, η περιγραφή της Chisso στηριζόταν σε έγγραφα στοιχεία που ήταν καθοριστικά προς απόδειξη της υπάρξεως της συμπράξεως. Τρίτον, από τη σύσκεψη της 29ης Οκτωβρίου 1998 προκύπτει ότι η Hoechst ασφαλώς προέβη σε μια παρουσίαση των επίμαχων συσκέψεων, η παρουσίαση αυτή όμως, αφενός, ήταν λιγότερο λεπτομερής από εκείνη της Chisso και, αφετέρου, δεν εξέθετε ορθά το αντικείμενο και τη λειτουργία της επίμαχης συμπράξεως, και, επιπλέον, ότι δεν στηριζόταν σε κανένα έγγραφο στοιχείο.

569    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να συναχθεί ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως θεωρώντας ότι η Chisso ήταν η πρώτη επιχείρηση που παρέσχε καθοριστικά στοιχεία προς απόδειξη της υπάρξεως της συμπράξεως.

570    Κανένα από τα επιχειρήματα της Hoechst δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση το συμπέρασμα αυτό.

571    Όσον αφορά το γεγονός ότι, κατά τη σύσκεψη της 13ης Νοεμβρίου 1998, η Επιτροπή υποσχέθηκε στην Chisso να την ειδοποιήσει αν άλλες επιχειρήσεις επρόκειτο να συνεργαστούν μαζί της περισσότερο από την ίδια, όπως έγινε δεκτό στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου λόγου, το γεγονός αυτό δεν μπορεί να επηρεάσει τη διαπίστωση του ότι, κατά τη σύσκεψη αυτή, η Chisso ήταν η πρώτη επιχείρηση που παρέσχε καθοριστικά στοιχεία προς απόδειξη της υπάρξεως της συμπράξεως.

572    Όσον αφορά το γεγονός ότι η Επιτροπή έπαυσε αιφνιδίως να αναγνωρίζει τις προφορικές μαρτυρίες της Hoechst ως πράξεις συνεργασίας, ειδικότερα τα στοιχεία που παρέσχε η Hoechst κατά τη διάρκεια της συσκέψεως της 29ης Οκτωβρίου 1998, πρέπει να σημειωθεί ότι, με την αιτιολογική σκέψη 5 της Αποφάσεως, η Επιτροπή δέχεται ρητά ότι, στις 29 Οκτωβρίου 1998, κατά τη διάρκεια μιας συσκέψεως μεταξύ δικηγόρων της Hoechst και της Nutrinova και των υπηρεσιών της Επιτροπής, δόθηκε μια προφορική περιγραφή της σχετικής αγοράς, των παραγωγών, των μεριδίων της αγοράς, της δικαστικής διαδικασίας στις Ηνωμένες Πολιτείες και των δραστηριοτήτων της συμπράξεως. Σε κανένα σημείο της Αποφάσεως δεν αναφέρεται ότι δεν ελήφθη υπόψη η προφορική μαρτυρία της Hoechst κατά τη σύσκεψη της 29ης Οκτωβρίου 1998. Το γεγονός ότι η Επιτροπή θεώρησε, σε κάποια στιγμή της διαδικασίας, ότι η συνεργασία της Hoechst δεν ικανοποιούσε τους όρους της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996 δεν μεταβάλλει το συμπέρασμα ότι η προφορική μαρτυρία της Hoechst, που δόθηκε κατά τη σύσκεψη της 29ης Οκτωβρίου 1999, ελήφθη τελικά υπόψη στο πλαίσιο της Αποφάσεως.

573    Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να σημειωθεί ότι, με τα υπομνήματά της, η Hoechst αναφέρεται σε ένα έγγραφο της Επιτροπής της 19ης Ιανουαρίου 1999 αναφέρον τα ακόλουθα:

«Οι υπηρεσίες της Επιτροπής μπορούν να σημειώσουν μόνον την αλλαγή της στάσεώς σας και το γεγονός ότι η Nutrinova δεν επιθυμεί πλέον να συνεργαστεί σύμφωνα με την ανακοίνωση περί συνεργασίας [...] Οι πληροφορίες περί των σορβικών αλάτων, όπως τις παρέσχε ως τώρα η Nutrinova, δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι παρασχέθηκαν στο πλαίσιο της εν λόγω ανακοινώσεως.»

574    Πρέπει να σημειωθεί συναφώς ότι, κατά τη σύσκεψη της 29ης Οκτωβρίου 1998 με τις υπηρεσίες της Επιτροπής, η Hoechst δήλωσε ότι ήλπιζε να μπορέσει να υποβάλει έγγραφα στοιχεία στο τέλος του έτους 1998. Όμως, με ένα έγγραφο της 21ης Δεκεμβρίου 1998, στο οποίο ακριβώς απαντά η Επιτροπή με το έγγραφο της 19ης Ιανουαρίου 1999, η Hoechst ανέφερε, επιπλέον του ότι δεν είχε την πρόθεση να συνεργαστεί παρέχοντας προφορικές μαρτυρίες, τα ακόλουθα:

«Δυστυχώς, δεν μπορούμε να τηρήσουμε την υπόσχεσή μας να σας παράσχουμε πλήρη έκθεση των πραγματικών περιστατικών πριν από το τέλος του έτους [...] Δεδομένου ότι εξακολουθεί να εκκρεμεί η δικαστική διαδικασία στην Αμερική, ο σύμβουλός μας στις Ηνωμένες Πολιτείες μάς πληροφόρησε ότι μια πλήρης αποκάλυψη στοιχείων στην Επιτροπή, όπως αυτή περί της οποίας έγινε λόγος αρχικά κατά τις συνομιλίες μας τον Οκτώβριο, θα έθετε σοβαρά σε κίνδυνο τα συμφέροντα της Nutrinova (όπως και εκείνα ορισμένων από τα μέλη της) στις Ηνωμένες Πολιτείες.»

575    Από αυτό προκύπτει ότι η Hoechst εξέθεσε σαφώς την αδυναμία της να συνεργαστεί περισσότερο με την Επιτροπή στο ως άνω στάδιο της διαδικασίας, παρέχοντας είτε έγγραφα στοιχεία είτε προφορικές μαρτυρίες. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι θεώρησε στο εν λόγω στάδιο της διαδικασίας ότι η Hoechst δεν συνεργαζόταν πλήρως και ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, οι προγενέστερες πράξεις συνεργασίας μπορούσαν να θεωρηθούν ενδεχομένως ως ανεπαρκείς στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996.

576    Η θέση της Hoechst επανελήφθη, στη συνέχεια, με ένα έγγραφο της 28ης Ιανουαρίου 1999 με το οποίο ανέφερε:

«Η Nutrinova, μολονότι επιθυμεί πάντοτε να συνεργαστεί πλήρως και αμέσως με την Επιτροπή, δεν μπορεί να το πράξει επί του παρόντος χωρίς να δημιουργήσει πολύ σοβαρούς κινδύνους για την ίδια και για τους νυν και πρώην υπαλλήλους της έναντι του αμερικανικού δικαίου.»

577    Το γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια μιας τηλεφωνικής συνομιλίας της 5ης Μαρτίου 1999 ή με έγγραφο με ημερομηνία της 29ης Μαρτίου 1999, η Επιτροπή δήλωσε ότι μια νέα προφορική μαρτυρία δεν θα ήταν επαρκής, προέκυπτε από την αβεβαιότητα όσον αφορά τη συνεργασία της Hoechst στο ως άνω στάδιο της διαδικασίας και είχε ως σκοπό να επιστήσει την προσοχή της Hoechst επί του γεγονότος ότι, για να μπορέσει να επικαλεστεί υπέρ αυτής την ανακοίνωση περί συνεργασίας του 1996, όφειλε να παράσχει περισσότερα αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά την ύπαρξη της συμπράξεως.

578    Από τις παρατηρήσεις αυτές προκύπτει ότι, με την Απόφαση, η Επιτροπή δέχεται τελικά τις προφορικές μαρτυρίες της Hoechst ως πράξεις συνεργασίας και ότι, εν πάση περιπτώσει, η θέση της Επιτροπής κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας προέκυπτε από την αβεβαιότητα όσον αφορά την ουσιαστική συνεργασία της Hoechst κατά την αρχή της διαδικασίας, καθόσον, κατά τα λοιπά, η Hoechst δήλωσε αρχικά ότι δεν ήταν διατεθειμένη να προχωρήσει σε προφορικές μαρτυρίες υπαλλήλων της ενώπιον της Επιτροπής.

579    Για το σύνολο των λόγων αυτών, τα επιχειρήματα που προβάλλονται στο πλαίσιο του ογδόου λόγου πρέπει να απορριφθούν.

580    Υπό τις συνθήκες αυτές, παρέλκει να εξεταστεί ο ένατος λόγος που προβάλλει η Hoechst, καθόσον, επειδή αυτή δεν ήταν η πρώτη επιχείρηση που παρέσχε καθοριστικά στοιχεία προς απόδειξη της υπάρξεως της συμπράξεως, η εν λόγω εταιρία δεν μπορούσε να ελπίζει ότι θα της χορηγούνταν μείωση του προστίμου μεγαλύτερη από εκείνη που της χορηγήθηκε λαμβανομένου υπόψη του τίτλου Δ της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996, ήτοι 50 % του προστίμου που θα της είχε επιβληθεί αν δεν συνεργαζόταν.

581    Εντούτοις, πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένες διαδικαστικές παρατυπίες μπορούν ενίοτε να δικαιολογούν μείωση του προστίμου ακόμα και αν δεν είναι ικανές να οδηγήσουν σε ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, σκέψη 211 ανωτέρω, σκέψεις 26 έως 48, και απόφαση Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied και Technische Unie κατά Επιτροπής, σκέψη 216 ανωτέρω, σκέψεις 436 έως 438).

582    Εν προκειμένω, πρέπει να ληφθεί υπόψη η προσβολή των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της ίσης μεταχειρίσεως στο πλαίσιο της εφαρμογής της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996, που διαπιστώθηκε στη σκέψη 137 ανωτέρω, προσβολή την οποία επίσης επικαλείται η Hoechst στο πλαίσιο του ογδόου και ενάτου λόγου της. Επομένως, λόγω της σημασίας που έχει η εκ μέρους της Επιτροπής τήρηση των αρχών αυτών στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών και δυνάμει της αρμοδιότητας πλήρους δικαιοδοσίας του Πρωτοδικείου, το Πρωτοδικείο αποφασίζει να μειώσει το πρόστιμο που επιβλήθηκε στη Hoechst κατά 10 %.

583    Οι συγκεκριμένες συνέπειες της ως άνω μεταρρυθμίσεως θα καθοριστούν αργότερα.

 Επί του ενδέκατου λόγου, που στηρίζεται σε προσβολή της αρχής non bis in idem

1.     Περίληψη της Αποφάσεως

584    Με τις αιτιολογικές σκέψεις 314 έως 316 της Αποφάσεως η Επιτροπή εκθέτει ειδικότερα, κατ’ ουσίαν, ότι η εκ μέρους των Ηνωμένων Πολιτειών (ή κάθε τρίτης χώρας) άσκηση της αρμοδιότητάς τους όσον αφορά κάποια σύμπραξη δεν μπορεί με κανένα τρόπο να περιορίσει ή να εμποδίσει την αρμοδιότητα της Επιτροπής δυνάμει του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού. Επιπλέον, εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή δεν σκόπευε να επιβάλει κύρωση στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις για τα ίδια πραγματικά περιστατικά σε σχέση με εκείνα των οποίων επιλήφθηκαν οι αμερικανικές και οι καναδικές αρχές. Ομοίως, οι σχετικές διαδικασίες που κίνησε και οι κυρώσεις που επέβαλε η Επιτροπή, αφενός, και οι αμερικανικές και καναδικές αρχές, αφετέρου, προφανώς δεν επιδιώκουν τους ίδιους σκοπούς.

2.     Επιχειρήματα των διαδίκων

 Τα επιχειρήματα της Hoechst

585    Η Hoechst θεωρεί ότι η Επιτροπή παρέβη την αρχή non bis in idem θεωρώντας, με την αιτιολογική σκέψη 315 της Αποφάσεως, ότι δεν έπρεπε να συνυπολογιστεί η αμερικανική ποινική κύρωση, που επιβλήθηκε στην ίδια υπόθεση. Η Επιτροπή είχε εκφράσει τη γνώμη ότι η αρχή non bis in idem σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να εφαρμόζεται στο πλαίσιο σχέσεως μεταξύ κοινοτικού δικαίου και δικαίου των Ηνωμένων Πολιτειών περί των συμπράξεων. Όμως, κατά τη Hoechst, μέχρι σήμερα καμία δικαστική απόφαση δεν έχει δεχθεί ότι η αρχή non bis in idem ουδέποτε μπορεί να έχει εφαρμογή σε μια τέτοια περίπτωση.

586    Ειδικότερα, η Hoechst συνάγει από το σκεπτικό της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 1972, 7/72, Boehringer Mannheim κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 313), ότι η αρχή non bis in idem ισχύει στο πλαίσιο σχέσεων μεταξύ κοινοτικού δικαίου και δικαίου των Ηνωμένων Πολιτειών περί των συμπράξεων. Εξάλλου, η δεύτερη περίοδος της περιλήψεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου ορίζει ειδικότερα ότι, «για να ληφθεί ενδεχομένως υπόψη από την Επιτροπή κύρωση που επιβλήθηκε από αρχές τρίτου κράτους, προϋποτίθεται ότι τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά σε βάρος της κατηγορουμένης από την Επιτροπή επιχειρήσεως, αφενός, και από τις αρχές του εν λόγω τρίτου κράτους, αφετέρου, είναι τα ίδια».

587    Eν προκειμένω, η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι οι κυρώσεις σε βάρος της Hoechst στις Ηνωμένες Πολιτείες αφορούν πραγματική κατάσταση ίδια με εκείνη που αποτελεί τη βάση της Αποφάσεως. Συναφώς, η Επιτροπή αποσιωπά στην Απόφαση τα στοιχεία των κοινών συσκέψεων και των συμφωνιών που συνδέονται με τις εκτός Ευρώπης αγορές. Εντούτοις, με τις αιτιολογικές σκέψεις 4, 65 έως 72, 81, 90, 92, 100, 107, 120, 121, 138, 217, 232, 246, 349, 352, 397 και 450 της Αποφάσεως η Επιτροπή παρέχει σαφείς ενδείξεις περί του ενιαίου χαρακτήρα της παραβάσεως.

588    Αν η Επιτροπή αμφισβητεί ότι τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά στην υπό κρίση υπόθεση ταυτίζονται με αυτά της σχετικής υποθέσεως στην Αμερική, η Hoechst προσκομίζει, ως απόδειξη, τη συμφωνία που συνήφθη στις 3 Μαΐου 1999 με το αμερικανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης και ζητεί να κληθούν ως μάρτυρες ο επιφορτισμένος με την υπόθεση εκπρόσωπος της εισαγγελικής αρχής στις Ηνωμένες Πολιτείες και ένα άλλο άτομο που μπορεί να προσκληθεί μέσω της Hoechst.

589    Εν πάση περιπτώσει, η Hoechst θεωρεί ότι ο συνυπολογισμός της αμερικανικής κυρώσεως επιβάλλεται για λόγους επιεικείας, κατ’ εφαρμογήν της αρχής του «φυσικού δικαίου» που ισχύει από της εκδόσεως της αποφάσεως Walt Wilhelm (απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Φεβρουαρίου 1969, 14/68, Walt Wilhelm κ.λπ., Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 1).

 Τα επιχειρήματα της Επιτροπής

590    Καταρχάς, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η Hoechst δίδει την εντύπωση ότι δεν επιθυμεί πλέον να επανέλθει επί της κυρώσεως που της επιβλήθηκε στον Καναδά, αλλά επιμένει μόνον επ’ αυτής που της επιβλήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες.

591    Στη συνέχεια, επικαλούμενη ιδίως την απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 145 ανωτέρω (σκέψη 338), η Επιτροπή εκθέτει ότι η εφαρμογή της αρχής non bis in idem εξαρτάται από μια τριπλή προϋπόθεση ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, ταυτότητας του παραβάτη και ταυτότητας του προστατευομένου εννόμου αγαθού. Επομένως, η αρχή αυτή απαγορεύει να επιβάλλεται κύρωση στο ίδιο πρόσωπο περισσότερο από μία φορά για τις ίδιες παράνομες ενέργειες προς προστασία του ίδιου εννόμου αγαθού.

592    Εν προκειμένω, ούτε τα πραγματικά περιστατικά είναι ίδια ούτε το προστατευόμενο έννομο αγαθό.

593    Όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά, το σημείο 4, στοιχείο δ΄, της συμφωνίας που συνήφθη στις 3 Μαΐου 1999 με το αμερικανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης αναφέρει ρητά ότι τα σορβικά άλατα τα οποία αφορούσε η σχετική σύμπραξη πωλούνταν από τη Hoechst ή τις θυγατρικές της και από άλλα μέλη της συμπράξεως σε πελάτες στη Βόρεια Περιφέρεια της Καλιφόρνιας. Από αυτό προκύπτει ότι η πράξη την οποία αφορούσε ο σχετικός συμβιβασμός ενώπιον δικαστηρίου (Plea Agreement) δεν είναι η ίδια η σχετική με τη σύμπραξη συμφωνία, αλλά η εφαρμογή της στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Επιτροπή υπενθυμίζει συναφώς ότι η αρχή της εδαφικότητας έχει εφαρμογή τόσο κατά το αμερικανικό όσο και κατά το ευρωπαϊκό δίκαιο των συμπράξεων. Από τον συμβιβασμό ενώπιον δικαστηρίου μεταξύ Hoechst και αρχών των Ηνωμένων Πολιτειών δεν προκύπτει ότι ο συμβιβασμός αυτός κάλυπτε επίσης τα μέτρα εφαρμογής και τα αποτελέσματα της επίμαχης συμπράξεως στο εξωτερικό και, ιδίως, εντός του ΕΟΧ. Επομένως, η διαπίστωση που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 315 της Αποφάσεως είναι ορθή. Εξάλλου, και η απόφαση Boehringer Mannheim κατά Επιτροπής, σκέψη 586 ανωτέρω, δεν δέχθηκε κάποια παραβίαση της αρχής non bis in idem σε μια παρόμοια περίπτωση επειδή τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά δεν ήταν τα ίδια.

594    Όσον αφορά το προστατευόμενο έννομο αγαθό, η Επιτροπή, επικαλούμενη την αιτιολογική σκέψη 316 της Αποφάσεως και την απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2003, T-224/00, Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. II-2597, σκέψη 90), υπογραμμίζει ότι οι διαδικασίες και οι κυρώσεις των κοινοτικών αρχών, αφενός, και των αμερικανικών αρχών, αφετέρου, δεν έχουν τον ίδιο σκοπό. Στην πρώτη μεν περίπτωση επιδιώκεται η εξασφάλιση ενός ανόθευτου ανταγωνισμού στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ή εντός του ΕΟΧ, στη δε δεύτερη περίπτωση η επιδιωκόμενη προστασία αφορά την αμερικανική αγορά.

595    Η Επιτροπή υπογραμμίζει εξάλλου ότι, με την απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 165 ανωτέρω (σκέψεις 130 έως 148), το Πρωτοδικείο δέχθηκε ρητά ότι η Επιτροπή είχε τη δυνατότητα να επιβάλει πρόστιμο εντός των ορίων που θέτει το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, χωρίς να υποχρεούται να λάβει υπόψη τις αντίστοιχες αμερικανικές κυρώσεις κατά την εκτίμηση των ορίων αυτών. Οι παρατηρήσεις αυτές ισχύουν και στην υπό κρίση υπόθεση.

596    Η Επιτροπή προσθέτει, χάριν πληρότητας, ότι κανείς λόγος επιεικείας δεν συνηγορεί υπέρ του συνυπολογισμού της αμερικανικής κυρώσεως. Στις σχέσεις μεταξύ Ευρωπαϊκής Ενώσεως και Ηνωμένων Πολιτειών δεν υφίσταται κάποια κατάσταση όπως εκείνη η οποία οδήγησε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη, κατά την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, στο πλαίσιο της αποφάσεως Walt Wilhelm κ.λπ., σκέψη 589 ανωτέρω (σκέψη 11), τις πρώτες κυρώσεις που είχαν επιβληθεί, με βάση το πνεύμα του άρθρου 90, παράγραφος 2, ΑΧ, δεδομένης της στενής αλληλεξαρτήσεως των εθνικών αγορών των κρατών μελών και της κοινής αγοράς (η Επιτροπή παραπέμπει, συναφώς, στην απόφαση Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής, σκέψη 594 ανωτέρω, σκέψη 99).

3.     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

597    Προεισαγωγικώς, πρέπει να σημειωθεί ότι η προσφεύγουσα προέβαλε τον υπό κρίση λόγο μόνον κατά του γεγονότος ότι το πρόστιμο που της επιβλήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν συνυπολογίστηκε ώστε να οδηγήσει σε αντίστοιχη μείωση του επιβληθέντος σε κοινοτικό επίπεδο προστίμου. Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι ο υπό κρίση λόγος δεν αφορά το πρόστιμο που της επιβλήθηκε στον Καναδά.

598    Η αρχή non bis in idem, την οποία επίσης δέχεται το άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου 7 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, αποτελεί θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου της οποίας την τήρηση εξασφαλίζει ο δικαστής (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Ιουνίου 2006, C-308/04 P, SGL Carbon κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I-5977, σκέψη 26).

599    Εξάλλου, το Δικαστήριο κάθε άλλο παρά έχει δώσει απάντηση στο ζήτημα αν η Επιτροπή υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη κύρωση επιβαλλόμενη από τις αρχές τρίτου κράτους όταν τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το κοινοτικό αυτό όργανο σε βάρος μιας επιχειρήσεως και εκείνα που δέχθηκαν οι ως άνω αρχές είναι πανομοιότυπα. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η ταυτότητα των πραγματικών περιστατικών που προσάπτουν στην εμπλεκόμενη επιχείρηση η Επιτροπή και οι αρχές τρίτου κράτους αποτελεί προϋπόθεση για την εξέταση του ζητήματος αυτού (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 18ης Μαΐου 2006, C-397/03 P, Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I-4429, σκέψεις 48 και 49, και SGL Carbon κατά Επιτροπής, σκέψη 598 ανωτέρω, σκέψη 27).

600    Ειδικότερα, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η εφαρμογή αρχής non bis in idem εξαρτάται από την τριπλή προϋπόθεση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, της ταυτότητας του παραβάτη και της ταυτότητας του προστατευομένου εννόμου συμφέροντος. Συνεπώς, η αρχή αυτή απαγορεύει την επιβολή πλειόνων κυρώσεων στο ίδιο πρόσωπο για την ίδια παράνομη συμπεριφορά, προς προστασία του ίδιου εννόμου αγαθού (απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 145 ανωτέρω, σκέψη 338).

601    Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η αρχή non bis in idem δεν έχει εφαρμογή σε καταστάσεις όπου οι έννομες τάξεις και οι αρμόδιες για τον ανταγωνισμό αρχές τρίτων κρατών έχουν παρέμβει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους (βλ., επ’ αυτού, απόφαση SGL Carbon κατά Επιτροπής, σκέψη 598 ανωτέρω, σκέψη 32).

602    Εν προκειμένω, έστω και αν η Επιτροπή εκθέτει, στο πλαίσιο ορισμένων αιτιολογικών σκέψεων της Αποφάσεως τις οποίες επικαλείται η Hoechst, ότι τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά απορρέουν από το ίδιο σύνολο συμφωνιών και ότι η αγορά σορβικών αλάτων εκτιμήθηκε σε παγκόσμιο επίπεδο, αφενός, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου των συμπράξεων προϋποθέτει την ύπαρξη συμφωνίας, αποφάσεως ή εναρμονισμένης πρακτικής «που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών» ή «μεταξύ των συμβαλλομένων μερών» της Συμφωνίας ΕΟΧ «που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς» ή εντός του «εδάφους» που καλύπτει η Συμφωνία ΕΟΧ (άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ και άρθρο 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΕΟΧ). Έτσι, η δράση της Επιτροπής αποσκοπεί στη διαφύλαξη του ελεύθερου ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς, που αποτελεί, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζ΄, ΕΚ, θεμελιώδη σκοπό της Κοινότητας (βλ., επ’ αυτού, απόφαση SGL Carbon κατά Επιτροπής, σκέψη 598 ανωτέρω, σκέψη 31). Η Επιτροπή συνάγει, συναφώς, ότι οι αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού ενέργειες στην προκειμένη περίπτωση είχαν ως αντικείμενο και ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού εντός της Κοινότητας και εντός του ΕΟΧ (αιτιολογικές σκέψεις 280 έως 288 της Αποφάσεως) και ότι, εξάλλου, η διαρκής συμφωνία μεταξύ των παραγωγών σορβικών αλάτων είχε σημαντικά αποτελέσματα επί του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών και μεταξύ των συμβαλλομένων μερών στην Συμφωνία ΕΟΧ (αιτιολογικές σκέψεις 289 έως 294 της Αποφάσεως). Βάσει αυτού, με το άρθρο 1 του διατακτικού της Αποφάσεως η Επιτροπή δέχεται ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις παρέβησαν το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ και, από 1ης Ιανουαρίου 1994, το άρθρο 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΕΟΧ.

603    Αφετέρου, μολονότι από τη συμφωνία που συνήφθη στις 3 Μαΐου 1999 μεταξύ Hoechst και αμερικανικού Υπουργείου Δικαιοσύνης προκύπτει ότι τα προσαπτόμενα πραγματικά περιστατικά αφορούσαν σύμπραξη σχετική με τα σορβικά άλατα που πωλούνταν «στις Ηνωμένες Πολιτείες και αλλού», πρέπει να σημειωθεί, πρώτον, ότι η προαναφερθείσα συμφωνία διευκρινίζει επίσης ότι τα σχετικά σορβικά άλατα πωλούνταν από τη Hoechst ή τις θυγατρικές της σε καταναλωτές στη Βόρεια Περιφέρεια της Καλιφόρνιας και δεύτερον, ότι ουδόλως αποδείχθηκε ότι η διαδικασία που κινήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες αφορούσε εφαρμογή ή αποτελέσματα της συμπράξεως διαφορετικά από εκείνα που περιορίζονταν στις Ηνωμένες Πολιτείες, ειδικότερα εντός του ΕΟΧ, πράγμα το οποίο, κατά τα λοιπά, θα συνιστούσε προδήλως σφετερισμό της κατά τόπον αρμοδιότητας της Επιτροπής (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 9ης Ιουλίου 2003, Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής, σκέψη 594 ανωτέρω, σκέψη 103, και της 29ης Απριλίου 2004, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 165 ανωτέρω, σκέψη 143).

604    Επομένως, οι αποφάσεις των αμερικανικών και των κοινοτικών αρχών ανταγωνισμού διακρίνονται, εν προκειμένω, όσον αφορά το προστατευόμενο έννομο συμφέρον.

605    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να έχει εφαρμογή η αρχή non bis in idem. Για τους ίδιους λόγους, οι περί επιεικείας παρατηρήσεις, που δικαιολογούν κατά τη Hoechst τον συνυπολογισμό του προστίμου που της επιβλήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες στο πλαίσιο του προστίμου που της επέβαλε η Επιτροπή, πρέπει να απορριφθούν. Εξάλλου, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι έχει επαρκώς διαφωτισθεί από τα έγγραφα της δικογραφίας και ότι δεν υπάρχει λόγος να γίνει δεκτό το αίτημα της Hoechst περί κλήσεως μαρτύρων.

606    Για το σύνολο των λόγων αυτών, ο ενδέκατος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

IV –  Επί του τελικού ποσού του προστίμου της Hoechst

607    Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 420 έως 439 ανωτέρω, η Απόφαση πρέπει να μεταρρυθμιστεί, καθόσον δέχεται ως επιβαρυντική περίσταση σε βάρος της Hoechst τον ηγετικό ρόλο της.

608    Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη σκέψη 582 ανωτέρω, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η προσβολή των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της ίσης μεταχειρίσεως στο πλαίσιο της εφαρμογής της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996, περί της οποίας γίνεται λόγος στη σκέψη 137 ανωτέρω, το επιβληθέν στη Hoechst πρόστιμο πρέπει να μειωθεί κατά 10 %.

609    Κατά τα λοιπά, οι περιλαμβανόμενες στην Απόφαση παρατηρήσεις της Επιτροπής, όπως και η μέθοδος υπολογισμού την οποία ακολούθησε η Επιτροπή εν προκειμένω, παραμένουν ως έχουν.

610    Επομένως, το τελικό ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα υπολογίζεται ως ακολούθως: το αρχικό ποσό του προστίμου (20 εκατομμύρια ευρώ) προσαυξάνεται κατά 100 %, λαμβανομένου υπόψη του μεγέθους και των συνολικών πόρων της Hoechst το 1995 και το 2002, ήτοι συνολικά σε 40 εκατομμύρια ευρώ. Προκειμένου να ληφθεί υπόψη η διάρκεια της παραβάσεως, το ποσό αυτό προσαυξάνεται περαιτέρω κατά 175 %. Συνεπώς, το βασικό ποσό του προστίμου είναι 110 εκατομμύρια ευρώ. Στο εν λόγω βασικό ποσό του προστίμου εφαρμόζεται προσαύξηση κατά 50 % λόγω της υποτροπής της Hoechst, ήτοι συνολικό ποσό 165 εκατομμύρια ευρώ. Το συνολικό αυτό ποσό μειώνεται, τέλος, κατά 50 % δυνάμει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996, ήτοι σε 82,5 εκατομμύρια ευρώ, στη συνέχεια δε κατά 10 % για να ληφθεί υπόψη η προσβολή των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της ίσης μεταχειρίσεως στο πλαίσιο της εφαρμογής της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 1996, που σημειώνεται στη σκέψη 137 ανωτέρω, πράγμα το οποίο οδηγεί σε τελικό ποσό προστίμου ύψους 74,25 εκατομμυρίων ευρώ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

611    Δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Πρωτοδικείο μπορεί να κατανείμει τα δικαστικά έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων. Υπό τις συνθήκες της υπό κρίση υποθέσεως, πρέπει να αποφασιστεί ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικά του έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Καθορίζει το ύψος του επιβαλλόμενου στη Hoechst GmbH προστίμου σε 74,25 εκατομμύρια ευρώ.

2)      Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

3)      Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Βηλαράς

Dehousse

Šváby

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 18 Ιουνίου 2008.

Ο Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

Πίνακας περιεχομένων


Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

I –  Επί των λόγων με τους οποίους ζητείται η ακύρωση της Αποφάσεως στο σύνολό της καθόσον αφορά τη Hoechst

Α – Επί του πρώτου λόγου, που στηρίζεται στην άρνηση προσβάσεως σε απαλλακτικά έγγραφα

1.  Περίληψη της διοικητικής διαδικασίας και της Αποφάσεως

2.  Επιχειρήματα των διαδίκων

α) Τα επιχειρήματα της Hoechst

Επί της αρνήσεως προσβάσεως σε έγγραφα σχετικά με τις επαφές μεταξύ Επιτροπής και Chisso

Επί της αρνήσεως προσβάσεως σε ένα έγγραφο της Chisso της 17ης Δεκεμβρίου 2002 με τα παραρτήματά του

Επί του αιτήματος διενέργειας νέων ερευνών

β) Τα επιχειρήματα της Επιτροπής

Επί της αρνήσεως προσβάσεως σε ορισμένα έγγραφα

Επί του αιτήματος διεξαγωγής νέων ερευνών

3.  Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

α) Επί της παραβιάσεως των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της ίσης μεταχειρίσεως

β) Επί της παραβιάσεως του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο

Επί του εγγράφου της Chisso της 17ης Δεκεμβρίου 2002 με τα παραρτήματά του

Επί των εσωτερικών εγγράφων σχετικά με τις τηλεφωνικές επαφές μεταξύ Επιτροπής και Chisso, από τον Σεπτέμβριο του 1998 μέχρι τον Απρίλιο του 1999

Β – Επί του τετάρτου λόγου, που στηρίζεται στον ελλιπή χαρακτήρα της τελικής εκθέσεως του συμβούλου ακροάσεων

4.  1. Επιχειρήματα των διαδίκων

α) Τα επιχειρήματα της Hoechst

β) Τα επιχειρήματα της Επιτροπής

5.  Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

II –  Επί του δέκατου τρίτου λόγου, που αποσκοπεί στην ακύρωση του άρθρου 2 της αποφάσεως καθόσον αφορά τη Hoechst

Α – Επιχειρήματα των διαδίκων

1.  Τα επιχειρήματα της Hoechst

2.  Τα επιχειρήματα της Επιτροπής

Β – Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

III –  Επί των λόγων με τους οποίους ζητείται μείωση του προστίμου της Hoechst

Α – Επί του δωδέκατου λόγου, που στηρίζεται στην υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας

1.  Περίληψη της διοικητικής διαδικασίας

2.  Επιχειρήματα των διαδίκων

α) Τα επιχειρήματα της Hoechst

β) Τα επιχειρήματα της Επιτροπής

3.  Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Β – Επί του τρίτου λόγου, που στηρίζεται στην παράτυπη απόκρυψη ορισμένων αιτιολογιών της Αποφάσεως

1.  Περίληψη της Αποφάσεως

2.  Επιχειρήματα των διαδίκων

α) Τα επιχειρήματα της Hoechst

β) Τα επιχειρήματα της Επιτροπής

3.  Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Γ – Επί του πέμπτου λόγου, που στηρίζεται σε νομική πλάνη κατά τον προσδιορισμό του βασικού ποσού του προστίμου

1.  Περίληψη της αποφάσεως

2.  Επιχειρήματα των διαδίκων

α) Τα επιχειρήματα της Hoechst

Επί της φύσεως της παραβάσεως

–  Επί των αποτελεσμάτων της παραβάσεως

–  Επί της συμμετοχής των κατεχόντων υψηλή θέση διευθυντικών στελεχών σε συμφωνίες αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού

–  Επί της κατατάξεως των επιχειρήσεων σε κατηγορίες

–  Επί του συντελεστή που εφαρμόστηκε προκειμένου να ληφθούν υπόψη το μέγεθος και οι συνολικοί πόροι της Hoechst

Επί της διάρκειας της παραβάσεως

Επί των αποτελεσμάτων της παραβάσεως

Επί της συμμετοχής υψηλόβαθμων διευθυντικών στελεχών στις αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνίες

Επί της κατανομής των επιχειρήσεων σε κατηγορίες

Επί του συντελεστή προσαυξήσεως προκειμένου να ληφθούν υπόψη το μέγεθος και οι συνολικοί πόροι της Hoechst

Επί της διάρκειας της παραβάσεως

3. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

α) Επί της σοβαρότητας της παραβάσεως

Επί των αποτελεσμάτων της συμπράξεως στην αγορά σορβικών αλάτων του ΕΟΧ

Επί της συμμετοχής υψηλόβαθμων διευθυντικών στελεχών της Hoechst στη σύμπραξη

Επί της κατανομής των εμπλεκομένων επιχειρήσεων σε κατηγορίες

Επί του συντελεστή προσαυξήσεως που ορίστηκε προκειμένου να ληφθεί υπόψη το μέγεθος και οι συνολικοί πόροι της Hoechst

β) Επί της διάρκειας της παραβάσεως

Δ – Επί του δευτέρου και του έκτου λόγου, σχετικά με την αιτίαση που στηρίζεται στον ηγετικό ρόλο ο οποίος ελήφθη υπόψη ως επιβαρυντική περίσταση στην Απόφαση

1.  Περίληψη της Αποφάσεως

2.  Επιχειρήματα των διαδίκων

α) Τα επιχειρήματα της Hoechst

β) Τα επιχειρήματα της Επιτροπής

3.  Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Ε – Επί του εβδόμου λόγου, που στηρίζεται στον αδικαιολόγητο χαρακτήρα της αυξήσεως του προστίμου λόγω της υποτροπής

1.  Περίληψη της Αποφάσεως

2.  Επιχειρήματα των διαδίκων

α) Τα επιχειρήματα της Hoechst

β) Τα επιχειρήματα της Επιτροπής

3.  Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

ΣT – Επί του δεκάτου λόγου, που αντλείται από ανάλογη εφαρμογή της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002 δυνάμει μιας «αρχής της εφαρμογής της ευνοϊκότερης διατάξεως»

1.  Περίληψη της Αποφάσεως

2.  Επιχειρήματα των διαδίκων

α) Τα επιχειρήματα της Hoechst

β) Τα επιχειρήματα της Επιτροπής

3.  Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Ζ – Επί του ογδόου και του ενάτου λόγου, σχετικά με την εφαρμογή της ανακοινώσεως περί συνεργασίας

1.  Περίληψη της Αποφάσεως

2.  Επιχειρήματα των διαδίκων

α) Τα επιχειρήματα της Hoechst

β) Τα επιχειρήματα της Επιτροπής

3.  Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Η – Επί του ενδέκατου λόγου, που στηρίζεται σε προσβολή της αρχής non bis in idem

1.  Περίληψη της Αποφάσεως

2.  Επιχειρήματα των διαδίκων

α) Τα επιχειρήματα της Hoechst

β) Τα επιχειρήματα της Επιτροπής

3.  Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

IV –  Επί του τελικού ποσού του προστίμου της Hoechst

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.